ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JÁN MAZÁK

της 15ης Φεβρουαρίου 2007 1(1)

Υπόθεση C-411/05

Félix Palacios de la Villa

κατά

Cortefiel Servicios SA

[αίτηση του Juzgado de lo Social no 33 de Madrid (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου – Άρθρο 6 – Γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου – Δυσμενής διάκριση λόγω ηλικίας – Υποχρεωτική συνταξιοδότηση – Άμεσο αποτέλεσμα – Υποχρέωση μη εφαρμογής της αντίθετης εθνικής διάταξης στο κοινοτικό δίκαιο»





I –    Εισαγωγή

1.        Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε στο Δικαστήριο με διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 2005 (2), το Juzgado de lo Social n° 33 de Madrid ζητεί βασικά να διευκρινιστεί αν η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας που θεσπίζει, ιδίως, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (3) αντίκειται στον εθνικό νόμο που επιτρέπει να περιλαμβάνονται ρήτρες περί υποχρεωτικής συνταξιοδότησης σε συλλογικές συμβάσεις. Για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης αν οφείλει να μην εφαρμόσει τον σχετικό εθνικό νόμο.

2.        Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο δίκης μεταξύ ιδιωτών, την οποία κίνησε ο Félix Palacios de la Villa κατά της Cortefiel Servicios, S.A., του José María Sanz Corral και του Martín Tebar Less·υποστηρίζοντας ότι η απόλυσή του για τον λόγο ότι συμπλήρωσε την ηλικία υποχρεωτικής συνταξιοδότησης που προβλέπει η συλλογική σύμβαση υπήρξε παράνομη.

3.        Στο Δικαστήριο έχουν ήδη υποβληθεί προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2000/78 στις υποθέσεις Mangold (4) και Chacón Navas (5). Ειδικότερα, όσον αφορά τη διάκριση λόγω ηλικίας, είναι η τρίτη φορά (μετά τις υποθέσεις Mangold (6) και Lindorfer (7)) το Δικαστήριο εκδικάζει αιτίαση περί διακρίσεως λόγω ηλικίας καίτοι οφείλω να τονίσω ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει σημαντικά από τις υποθέσεις εκείνες και κατά τα πραγματικά περιστατικά και κατά το νομικό πλαίσιο.

II – Νομικό πλαίσιο

 Α – Το κοινοτικό δίκαιο

4.        Η οδηγία 2000/78 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 13, ΕΚ, όπως ίσχυε πριν από τη Συνθήκη της Νίκαιας, το οποίο προβλέπει ότι:

«Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων της παρούσας Συνθήκης και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που παρέχει αυτή στην Κοινότητα, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να αναλάβει κατάλληλη δράση για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»

5.        Η πρώτη και η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2000/78 είναι οι ακόλουθες:

«(1) Κατά το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές για όλα τα κράτη μέλη και σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

[...]

(14) Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης.

[...]»

6.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, ορίζει ότι σκοπός της οδηγίας είναι:

«[...] η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

7.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, η οποία ορίζει την έννοια των διακρίσεων, ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

[...]»

8.        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/78, που φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στις παραγράφους 1 και 3:

«1. Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)      τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών,

[...]

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

[...]

3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή προστασίας.

[...]»

9.        Το άρθρο 6 αναφέρεται στη δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας:

«1. Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)      την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,

β)      τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση,

γ)      τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.

2. Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.»

10.      Βάσει του άρθρου 18, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78, η μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί στις 2 Δεκεμβρίου 2003. Δεδομένου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν έκανε χρήση της ευχέρειας, που προβλέπει το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 18 να του δοθεί πρόσθετη περίοδος τριών ετών από 2 Δεκεμβρίου 2003, η ημερομηνία αυτή σημαίνει τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο της Ισπανίας.

 Β – Εθνική νομοθεσία

11.      Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, από το 1980 και με αφετηρία τον νόμο 8/80 περί καθεστώτος των εργαζομένων μέχρι το 2001, ο Ισπανός νομοθέτης χρησιμοποίησε την υποχρεωτική συνταξιοδότηση ως μηχανισμό προωθήσεως της διαγενεακής απασχολήσεως (Ley del Estatuto de los Trabajadores, στο εξής: νόμος 8/80).

12.      Όταν οι διατάξεις του νόμου 8/80 που πρόβλεπαν τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης στις συλλογικές συμφωνίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το Συνταγματικό Δικαστήριο, ο νόμος 8/80 αντικαταστάθηκε από το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1995 περί κυρώσεως του νόμου περί καθεστώτος των εργαζομένων (στο εξής: LWS). O LWS αποτελεί πλέον το κύριο εθνικό νομοθετικό κείμενο στον τομέα των εργασιακών σχέσεων.

13.      Τα άρθρα 4 και 17 του LWS όπως ισχύει σήμερα, δηλαδή όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 62/03, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2004 και μετέφερε την οδηγία 2000/78 στο ισπανικό δίκαιο θεσπίζουν απαγόρευση της διακρίσεως λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας.

14.      Όσον αφορά την υποχρεωτική συνταξιοδότηση, η δέκατη συμπληρωματική διάταξη του LWS όπως ίσχυε μέχρι τον Ιούλιο του 2001, όριζε τα ακόλουθα:

«Η υποχρεωτική συνταξιοδότηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την υλοποίηση της πολιτικής απασχολήσεως εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η παρούσα διάταξη. Για τη διατήρηση θέσεως εργασίας, καθώς και για τη λήξη των συμβάσεων εργασίας, ορίζεται ανώτατο όριο ηλικίας από το κράτος, αναλόγως των δυνατοτήτων του ταμείου κοινωνικών ασφαλίσεων και της αγοράς εργασίας, με την επιφύλαξη της δυνατότητας συμπληρώσεως του χρονικού διαστήματος που υπολείπεται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μπορούν να συμφωνούνται ελεύθερα τα όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση, με την επιφύλαξη των οριζομένων σχετικώς από τη νομοθεσία περί του ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως».

15.      Λόγω του ότι ο νομοθέτης έπαυσε να θεωρεί την υποχρεωτική συνταξιοδότηση ως εργαλείο που ευνοεί την απασχόληση και τη θεωρεί πλέον ως επιβάρυνση για το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, κατήργησε τη δέκατη συμπληρωματική διάταξη το 2001 και την υποχρεωτική συνταξιοδότηση. Αυτό οδήγησε σε πολλές δίκες στις οποίες αμφισβητήθηκε η νομιμότητα των ρητρών των συλλογικών συμβάσεων που πρόβλεπαν υποχρεωτική συνταξιοδότηση των εργαζομένων. Όπως αναφέρεται στη διάταξη περί παραπομπής, το Ισπανικό Tribunal Supremo υιοθέτησε την άποψη ότι μετά την κατάργηση της νομικής τους βάσεως, οι ρήτρες περί υποχρεωτικής συνταξιοδότησης που περιλαμβάνονται σε ορισμένες συλλογικές συμβάσεις δεν είναι πλέον νόμιμες.

16.      Ωστόσο, υπό την πίεση των κοινωνικών εταίρων, των οργανώσεων εργοδοτών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων ο νόμος 14/2005, της 1ης Ιουλίου 2005, για τις ρήτρες των συλλογικών συμβάσεων που αφορούν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση (στο εξής: νόμος 14/2005) που τέθηκε σε ισχύ στις 3 Ιουλίου 2005 επανέφερε την υποχρεωτική συνταξιοδότηση. Το άρθρο μόνον του νόμου αυτού που επαναφέρει τη δέκατη συμπληρωματική διάταξη του WS, –με κάπως διαφορετική διατύπωση– (στο εξής: τελικό σύστημα του νόμου 14/2005) είναι το ακόλουθο:

«Οι συλλογικές συμβάσεις μπορούν να περιλαμβάνουν όρους που καθιστούν δυνατή τη λύση της συμβάσεως εργασίας λόγω συμπληρώσεως από τον εργαζόμενο του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση που καθορίζεται από τη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι κάτωθι προϋποθέσεις:

α)      Το μέτρο αυτό πρέπει να υπαγορεύεται από σκοπούς που να συνδέονται με την πολιτική απασχολήσεως, οι οποίοι αναφέρονται στη συλλογική σύμβαση, όπως η βελτίωση της σταθερότητας στην απασχόληση, η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, η προώθηση της απασχολήσεως, η πρόσληψη νέων εργαζομένων ή κάθε άλλος σκοπός που εξυπηρετεί την ποιότητα της απασχολήσεως.

β)      Ο εργαζόμενος του οποίου λύεται η σύμβαση εργασίας πρέπει να έχει καλύψει την ελάχιστη περίοδο καταβολής εισφορών ή μεγαλύτερη από αυτήν, αν έτσι έχει συμφωνηθεί από τη συλλογική σύμβαση, και να πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδοτήσεως».

17.      Ο νόμος 14/2005 δεν αποσκοπεί μόνο στη ρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του, στις 3 Ιουλίου 2005, αλλά με τη «μοναδική μεταβατική διάταξη» διέπει και τις συμβάσεις που είχαν ήδη συναφθεί όταν δημοσιεύθηκε ο νόμος.

18.      Η μοναδική μεταβατική διάταξη (STP) στην οποία αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα εν προκειμένω ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι όροι των συλλογικών συμβάσεων που συνήφθησαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και με τις οποίες συμφωνήθηκε η λύση της συμβάσεως εργασίας λόγω συμπληρώσεως από τον εργαζόμενο του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση, θεωρούνται έγκυρες, εφόσον διασφαλίζεται ότι ο θιγόμενος εργαζόμενος έχει καλύψει την ελάχιστη περίοδο καταβολής εισφορών και ότι πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδοτήσεως».

19.      Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η STP διαφέρει από τις διατάξεις περί υποχρεωτικής συνταξιοδότησης του άρθρου μόνου του νόμου 14/2005 που διέπει τις συλλογικές συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καθότι σύμφωνα με τη διατύπωση της STP, δεν απαιτείται ρητά να επιδιώκει η υποχρεωτική συνταξιοδότηση στόχους που συνάδουν με την πολιτική απασχολήσεως που πρέπει να παρατίθενται στην οικεία συλλογική σύμβαση.

III – Ιστορικό, διαδικασία και προδικαστικά ερωτήματα

20.      Στη διάταξη περί παραπομπής, αναφέρεται ότι ο F. Palacios, που γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1940, εργάστηκε στην επιχείρηση Cortefiel Servicios, S.A. από 17 Αυγούστου 1981, ως διευθυντής οργανώσεως.

21.      Με έγγραφο της 18ης Ιουλίου 2005, η επιχείρηση ανακοίνωσε στον F. Palacios την απόλυσή του λόγω του ότι πληροί όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 της συλλογικής συμβάσεως και της STP.

22.      Οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων διέπεται από τη συλλογική σύμβαση του κλάδου εμπορίας προϊόντων κλωστοϋφαντουργίας της Μαδρίτης («TTCA») που συνήφθη στη Μαδρίτη στις 10 Μαρτίου 2005 και δημοσιεύθηκε στις 26 Μαΐου 2005. Το άρθρο 3 του TTCA ορίζει ότι η σύμβαση ισχύει μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2005.

23.      Το άρθρο 19, παράγραφος 3, του TTCA ορίζει: «για τους σκοπούς της προωθήσεως της απασχόλησης, συμφωνείται ως όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότηση το 65ο έτος, εκτός εάν ο εργαζόμενος δεν έχει καλύψει το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδοτήσεως οπότε μπορεί να εξακολουθήσει να παρέχει τις υπηρεσίες του μέχρι να συμπληρώσει το εν λόγω χρονικό διάστημα».

24.      Αν ο F. Palacios είχε συνταξιοδοτηθεί στις 18 Ιουλίου 2005, όταν απολύθηκε από την επιχείρηση, θα δικαιούτο συντάξεως από το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως σε ποσοστό 100 % επί των ασφαλιστέων αποδοχών του ύψους 2 347,78 ευρώ, με την επιφύλαξη των ανωτάτων ορίων που προβλέπει ο νόμος.

25.      Με την αγωγή του στην κύρια δίκη, ο F. Palacios υποστηρίζει ότι η απόλυσή του είναι άκυρη διότι παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα. Εκτός του ότι υποστηρίζει ότι υπέστη παρενόχληση, ισχυρισμό τον οποίο το αιτούν δικαστήριο κρίνει αβάσιμο, ο F. Palacios υποστηρίζει ότι υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω του ότι συμπλήρωσε το 65 έτος της ηλικίας και προσβάλλει το έγγραφο απολύσεως.

26.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το έγγραφο απολύσεως εφαρμόζει τον νόμο 14/2005 και αυτό ακριβώς το ζήτημα, αν δηλαδή η STP συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, αποτελεί το αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων.

27.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει επίσης στο σκεπτικό ότι κατά τη STP είναι νόμιμη η απόλυση του εργαζομένου υπό τον όρο ότι συντρέχουν δύο προϋποθέσεις δηλαδή ότι έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας και ότι πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδοτήσεως. Κατά την άποψή του, αν η STP δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο δεν πρέπει να εφαρμοστεί σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής.

28.      Το αιτούν δικαστήριο τονίζει επίσης ότι αντίθετα με τη STP, το τελικό σύστημα του νόμου 14/2005 εξαρτά την υποχρεωτική συνταξιοδότηση από την επιδίωξη στόχων που συμβιβάζονται με την πολιτική απασχολήσεως. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει δηλαδή ότι το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι το τελικό σύστημα του νόμου 14/2005 συμβιβάζεται με την οδηγία 2000/78, λαμβανομένης υπόψη της παρεκκλίσεως του άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας.

29.      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο υιοθέτησε την άποψη ότι κατά τον νόμο 14/2005, οι εργαζόμενοι που συμπληρώνουν το 65ο έτος της ηλικίας τους τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης αναλόγως του αν η συλλογική σύμβαση κατά την οποία συνταξιοδοτούνται υποχρεωτικώς με τη συμπλήρωση του 65ου έτους ίσχυε ήδη όταν εκδόθηκε ο νόμος αυτός ή αν συνήφθη αργότερα.

30.      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι το άρθρο 13 ΕΚ και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 είναι σαφή και δεν εξαρτώνται από αιρέσεις και μπορούν να τύχουν απ’ ευθείας εφαρμογής στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του.

31.      Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να διαμορφώσει με μεγαλύτερη νομική βεβαιότητα ένα κριτήριο ερμηνείας, του Juzgado de lo Social υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

–      Είναι αντίθετος προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ηλικίας και η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 13 ΕΚ και από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, ο εθνικός νόμος (και συγκεκριμένα το πρώτο εδάφιο της μόνης μεταβατικής διατάξεως […]), ο οποίος θεωρεί έγκυρους τους όρους των συλλογικών συμβάσεων περί υποχρεωτικής συνταξιοδοτήσεως, για την οποία τίθενται ως μόνες προϋποθέσεις, αφενός, η συμπλήρωση από τον εργαζόμενο του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση και, αφετέρου, η πλήρωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται από την ισπανική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδοτήσεως;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ως άνω ερώτημα:

–      Υποχρεούται το εθνικό δικαστήριο, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ηλικίας και η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 13 ΕΚ και από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, να απόσχει από την εφαρμογή στην υπόθεση της προαναφερθείσας μόνης μεταβατικής διατάξεως του ως άνω νόμου 14/2005;

IV – Νομική ανάλυση

 Α – Το πρώτο ερώτημα


 1.     Εισαγωγικές παρατηρήσεις

32.      Πριν προχωρήσω στην ανάλυση θεωρώ σκόπιμο να προσδιορίσω λεπτομερέστερα τα ζητήματα που θέτει το πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

33.      Πρώτον, όπως παρατηρεί η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να αναφέρεται στη διάταξη παραπομπής, εκτός από την προβαλλόμενη διάκριση λόγω ηλικίας, σε πιθανή διάκριση λόγω του ότι εφαρμόζονται δύο διαφορετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου περί υποχρεωτικής συνταξιοδότησης –δηλαδή η STP και το τελικό καθεστώς του νόμου 14/2005– αναλόγως του αν η οικεία συλλογική σύμβαση συνήφθη πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 14/2005.

34.      Ωστόσο, όπως προκύπτει ιδίως από τη διατύπωση του πρώτου ερωτήματος, που κάνει λόγο για διάκριση λόγω ηλικίας και αναφέρεται στις σχετικές κοινοτικές διατάξεις, η δεύτερη –διαφορετική– μορφή διάκρισης αναλόγως της ημερομηνίας συνάψεως της συλλογικής συμβάσεως είναι πιθανόν να θεωρείται από το αιτούν δικαστήριο ως πρόβλημα που ανακύπτει υπό το κράτος της αρχής της ισότητας που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Νομίζω όμως ότι δεν αποτελεί αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος. Την άποψη αυτή νομίζω ότι συμμερίζονται τα μέρη στη δίκη όπως προκύπτει σαφώς από τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

35.      Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί, σχετικά με τη διάκριση λόγω ηλικίας, ότι με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει εκτός από την οδηγία 2000/78, και το άρθρο 13 ΕΚ και διατυπώνει την άποψη ότι η διάταξη αυτή ίσως έχει άμεσο αποτέλεσμα.

36.      Νομίζω όμως ότι το άρθρο 13 ΕΚ είναι απλώς μια διάταξη εξουσιοδότησης που επιτρέπει στο Συμβούλιο να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την καταπολέμηση, μεταξύ άλλων, των διακρίσεων λόγω ηλικίας. Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα· δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή εθνικού νόμου όπως η STP (8).

37.      Συμφωνώ επομένως με τα μέρη ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν πρέπει να εξεταστεί άμεσα υπό το φως του άρθρου 13 ΕΚ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το άρθρο 13 ΕΚ δεν έχει σημασία για την ερμηνεία της οδηγίας 2000/78 και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

38.      Τρίτον, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τα επίδικα προδικαστικά ερωτήματα υποβάλλονται πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Mangold (9), στην οποία το Δικαστήριο υιοθέτησε τη σημαντική άποψη ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας πρέπει να θεωρηθεί ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Κατά συνέπεια, για να δοθεί επωφελής απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, το πρώτο ερώτημα πρέπει να εξεταστεί και με γνώμονα αυτήν τη γενική αρχή.

39.      Υπό το φως των προεκτεθέντων, νομίζω ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα θέτει τα ακόλουθα ζητήματα.

40.      Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί αν η οδηγία 2000/78 εφαρμόζεται ratione materiae στα περιστατικά της παρούσας υποθέσεως. Αν εφαρμόζεται, το δεύτερο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι το αν ένας εθνικός νόμος που επιτρέπει την υποχρεωτική συνταξιοδότηση, όπως η STP, συμβιβάζεται με την οδηγία 2000/78 και, ειδικότερα, αν το μέτρο αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο της οδηγίας. Τρίτον, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων όπως διευκρινίστηκε από το Δικαστήριο στην υπόθεση Mangold. Οι αμφισβητήσεις που σηματοδότησε η απόφαση αυτή ιδίως όσον αφορά την ύπαρξη τέτοιας γενικής αρχής που δικαιολογούν ορισμένα επιπλέον σχόλια.

41.      Το ζήτημα των πιθανών συνεπειών που το αιτούν δικαστήριο πρέπει να αντλήσει από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα αποτελεί αντικείμενο του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος.

 2.     Κύριοι ισχυρισμοί των μερών

42.      Στην υπό κρίση υπόθεση, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι Κυβερνήσεις της Ισπανίας, της Ιρλανδίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή και οι διάδικοι της κύριας δίκης. Με εξαίρεση τον F. Palacios, τα προαναφερθέντα μέρη εκπροσωπήθηκαν κατά τη συνεδρίαση της 21ης Νοεμβρίου 2006.

43.      Σχετικά με το πρώτο ερώτημα όλα τα μέρη εκτός του F. Palacios συμφωνούν βασικά ότι η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική, καίτοι με βάση κάπως διαφορετικά επιχειρήματα. Οι Κυβερνήσεις της Ισπανίας, της Ιρλανδίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Cortefiel, υποστηρίζουν ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας που θεσπίζει η οδηγία 2000/78 δεν εφαρμόζεται σε εθνικούς νόμους όπως η STP. Συναφώς, τα μέρη αυτά επικαλούνται ιδίως τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας σχετικά με τις εθνικές διατάξεις που προβλέπουν όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότηση.

44.      Επικουρικώς, οι κυβερνήσεις αυτές υποστηρίζουν ότι η εθνική διάταξη που επιτρέπει τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης δικαιολογείται εν πάση περιπτώσει στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή σε εθνικές διατάξεις όπως η STP, συμφωνεί όμως ότι η διάταξη αυτή δικαιολογείται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας.

 3.     Έχει η οδηγία 2000/78 εφαρμογή ratione materiae;

45.      Για να προσδιοριστεί αν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι καλύπτει μια εθνική διάταξη όπως η STP πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνον το γράμμα αλλά και ο σκοπός και η γενική οικονομία της οδηγίας (10).

46.      Κατά το άρθρο 1, η οδηγία 2000/78 έχει ως σκοπό τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων για τους λόγους που παραθέτει το άρθρο αυτό –μεταξύ αυτών και η ηλικία– στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας.

47.      Το καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής της οδηγίας προσδιορίζεται λεπτομερώς στο άρθρο 3. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, η οδηγία έχει εφαρμογή όσον αφορά «τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών».

48.      Η μεν Επιτροπή υποστηρίζει ότι η STP θεσπίζει εργασιακή συνθήκη κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2000/78, ενώ τα περισσότερα από τα λοιπά μέλη υποστηρίζουν ότι η STP, ως εθνική διάταξη που προβλέπει τον καθορισμό ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

49.      Το πρώτο που θα παρατηρήσω συναφώς είναι ότι το αιτούν δικαστήριο χαρακτηρίζει τη STP ως διάταξη που θέτει όρους σχετικά με τη συνταξιοδότηση και συγκεκριμένα, επιτρέπει τις ρήτρες υποχρεωτικής συνταξιοδότησης στις συλλογικές συμβάσεις. Η υποχρεωτική συνταξιοδότηση εξαρτάται από τη συμπλήρωση της ελαχίστης περιόδου εισφορών και την πλήρωση άλλων προϋποθέσεων που προβλέπει η νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως για την απόκτηση δικαιώματος συντάξεως στο πλαίσιο αυτού του συστήματος.

50.      Ο F. Palacios κάνει λόγο για «απόλυση» λόγω υποχρεωτικής συνταξιοδότησης όπως προβλέπει η συλλογική σύμβαση με βάση τη STP. Αντιθέτως η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβήτησε τον όρο αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και επισήμανε ότι στην πραγματικότητα ο F. Palacios δεν απολύθηκε αλλά υποχρεώθηκε να συνταξιοδοτηθεί κατ’ εφαρμογή εθνικών διατάξεων που προβλέπουν υποχρεωτική συνταξιοδότηση με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας. Σύμφωνα με την κυβέρνηση αυτή, το έγγραφό του εστάλη στον F. Palacios δεν κάνει λόγο για «απόλυση».

51.      Συναφώς θα τονίσω προπάντων ότι κατά τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2000/78, η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη για την ερμηνεία της οδηγίας (11), η οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης.

52.      Ομολογώ ότι δεν μπορώ να μην θεωρήσω την επίδικη εθνική διάταξη ως διάταξη από αυτές στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω αιτιολογική σκέψη.

53.      Βεβαίως η STP δεν διέπει η ίδια το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που καθορίζει τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος συντάξεως αλλά παραπέμπει στο σύστημα αυτό ως προϋπόθεση για τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης. Νομίζω ότι η STP –σε συνδυασμό με συλλογική σύμβαση που στηρίζεται σ’ αυτήν– δεν παύει να καθορίζει ηλικία υποχρεωτικής συνταξιοδότησης. Συνεπάγεται τη λήξη της εργασίας και την έναρξη της συνταξιοδότησης.

54.      Το να θεωρηθεί αυτό ως «απόλυση» είναι κατά τη γνώμη μου τραβηγμένο, καίτοι το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει με τη νομολογία του τέτοια ερμηνεία του όρου αυτού κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (12).

55.      Στις υποθέσεις στις οποίες αναφέρομαι (13), το Δικαστήριο έκανε διάκριση μεταξύ της πρόσβασης σε σύστημα συνταξιοδοτήσεως εκ του νόμου ή του εργατικού τομέα, δηλαδή μεταξύ των προϋποθέσεων για την απόκτηση συντάξεως και του καθορισμού ορίου ηλικίας για την παύση της απασχόλησης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το δεύτερο ζήτημα ανάγεται στους όρους απολύσεως και συνεπώς εμπίπτει στο πεδίο της οδηγίας 76/207 (14).

56.      Η ερμηνεία αυτή όμως στηρίχθηκε στην αρχή ότι ο όρος «απόλυση» όπως χρησιμοποιείται στην οδηγία αυτή έχει ευρεία έννοια (15).

57.      Αντιθέτως η οδηγία 2000/78 απαιτεί κατά τη γνώμη μου συσταλτική ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της ιδίως όσον αφορά την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

58.      Ως προς αυτό το ζήτημα, συμφωνώ με την άποψη που διατυπώνει ο γενικός εισαγγελέας Geelhoed στις προτάσεις του στην υπόθεση Chacón Navas, όπου επισημαίνει ότι το ιστορικό και η διατύπωση του άρθρου 13 ΕΚ καθώς και η νομική βάση της οδηγίας 2000/78, εξυπακούουν μάλλον συσταλτική ερμηνεία της οδηγίας και ότι ο κοινοτικός νομοθέτης πρέπει να είχε επίγνωση των ενδεχομένως εκτεταμένων οικονομικών και χρηματοδοτικών συνεπειών ιδίως της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας (16).

59.      Πράγματι, συνιστάται πολύ προσεκτική προσέγγιση όταν πρόκειται για την ερμηνεία και την εφαρμογή απαγορεύσεων των διακρίσεων στο κοινοτικό δίκαιο δεδομένου ότι η μάλλον ευρεία και όχι πολύ σαφώς προσδιορίσιμη έννοια της απαγόρευσης των διακρίσεων, ενέχει τον κίνδυνο ότι οι κανόνες αυτού του είδους μπορούν να αποκλείσουν ή να θέσουν υπό αμφισβήτηση απαιτήσεις και προϋποθέσεις που προβλέπουν τα εθνικά δίκαια (17).

60.      Όπως ορθά το έθεσε ο γενικός εισαγγελέας Geelhoed, οι απαγορεύσεις των διακρίσεων «μπορούν να χρησιμοποιούνται προκειμένου, χωρίς την παρέμβαση του νομοθέτη του πρωτογενούς δικαίου της Συνθήκης, να διορθώνονται οι σταθμίσεις στις οποίες προέβησαν τα κράτη μέλη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που εξακολουθούν να απομένουν σ’ αυτά» (18).

61.      Όσον αφορά, την απαγόρευση των διακρίσεων για λόγους, ιδίως, ηλικίας, πρέπει να σημειωθεί ότι η απαγόρευση είναι ειδικής φύσεως καθότι η ηλικία ως κριτήριο αποτελεί ένα σημείο σε κάποια κλίμακα και συνεπώς η διάκριση λόγω ηλικίας μπορεί να διαβαθμιστεί (19). Είναι συνεπώς πολύ πιο δύσκολο έργο που συνεπάγεται την απόρριψη των γενικεύσεων, να προσδιοριστεί η ύπαρξη διακρίσεως λόγω ηλικίας απ’ ότι είναι στην περίπτωση διάκρισης λόγω φύλου όπου οι όροι της συγκρίσεως προσδιορίζονται σαφέστερα (20).

62.      Μάλιστα, ενώ η εφαρμογή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας απαιτεί περίπλοκη και λεπτή εκτίμηση, οι διακρίσεις που σχετίζονται με την ηλικία είναι πολύ κοινές στην κοινωνική και την εργασιακή πολιτική.

63.      Ειδικότερα, οι διακρίσεις που συνδέονται με την ηλικία αποτελούν εκ φύσεως στοιχεία των συστημάτων συνταξιοδοτήσεως. Θα τονίσω ότι οι εθνικές διατάξεις που θεσπίζουν όρια ηλικίας συνταξιοδοτήσεως επάγονται αυτομάτως σύμφωνα με την έννοια της δυσμενούς διάκρισης όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78, άμεση διάκριση λόγω ηλικίας. Κατά συνέπεια, αν αυτές οι εθνικές διατάξεις υποτεθεί εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, κάθε εθνική διάταξη του είδους αυτού, είτε καθορίζει ελάχιστη ή ανώτατη ηλικία εξουσιοδοτήσεως θα πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα την οδηγία.

64.      Καίτοι το άρθρο 6 της οδηγίας προβλέπει ειδικές εξαιρέσεις και περιορισμούς σε σχέση με τη διάκριση λόγω ηλικίας, θα ήταν και πάλι πρόβλημα το να επικρέμαται αυτή η σπάθη του Δαμοκλέους πάνω από κάθε εθνική διάταξη που καθορίζει όρια ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, ιδίως, δεδομένου ότι οι ηλικίες συνταξιοδοτήσεως συνδέονται στενά με τομείς όπως η κοινωνική πολιτική και η πολιτική απασχολήσεως στους οποίους τα κράτη μέλη διατηρούν τις αρχικές εξουσίες.

65.      Νομίζω ότι ο κοινοτικός νομοθέτης είχε επίγνωση των προβλημάτων αυτών και γι’ αυτόν τον λόγο περιέλαβε τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη στο προοίμιο της οδηγίας 2000/78 για να δηλώσει σαφώς ότι δεν επιθυμεί να περιλάβει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής τις διατάξεις που καθορίζουν όρια ηλικίας συνταξιοδοτήσεως (21).

66.      Τέλος, δεν δέχομαι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη αναφέρεται όχι στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, αλλά στους δικαιολογητικούς λόγους που προβλέπει το άρθρο 6 της οδηγίας. Η δυνατότητα δικαιολογήσεως εθνικών διατάξεων στο πλαίσιο της οδηγίας είναι τελείως διαφορετική από το ότι η οδηγία «δεν θίγει» τις διατάξεις αυτές. Επιπλέον το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αναφέρεται μόνο στον καθορισμό ηλικίας όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως: δεν αναφέρεται όπως η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη, σε διατάξεις που καθορίζουν ηλικίες συνταξιοδοτήσεως γενικώς.

67.      Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων διαμορφώνω την άποψη ότι η εθνική διάταξη που προβλέπει τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης όπως η STP δεν εμπίπτει –είτε ως όρος που αφορά την απασχόληση ή την εργασία, περιλαμβανομένης και της απολύσεως– στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78. Συνεπώς, μια τέτοια εθνική διάταξη δεν μπορεί να παραμεριστεί από την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας που θεσπίζει η οδηγία.

 4.     Δικαιολογείται ένας κανόνας όπως ο επίδικος;

68.      Αν πάντως το Δικαστήριο κρίνει ότι ένας εθνικός κανόνας όπως η STP εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, θα πρέπει να εξετάσει αν δικαιολογείται κατά το άρθρο 6 της οδηγίας, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε η διάταξη που προβλέπει καθορισμό υποχρεωτικής συνταξιοδότησης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως συνεπάγεται άμεση διάκριση λόγω ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας.

69.      Βεβαίως κατ’ ορθή εφαρμογή της έννοιας της διάκρισης, η προβαλλόμενη διάκριση, συνίσταται εν προκειμένω στο γεγονός ότι πρόσωπα που συμπληρώνουν την ηλικία υποχρεωτικής συνταξιοδότησης, σε αντίθεση με νεότερα πρόσωπα, δεν απασχολούνται πλέον. Θα παρατηρήσω όμως ότι είναι ίσως συνηθέστερα να θεωρούν τα άτομα ότι τυγχάνουν λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης λόγω ηλικίας σε σχέση με ένα ελάχιστο όριο ηλικίας –όπως προβλέπεται μάλλον στα περισσότερα συνταξιοδοτικά συστήματα των κρατών μελών– δεδομένου ότι γενικώς η συνταξιοδότηση θεωρείται περισσότερο ως κοινωνικό δικαίωμα παρά ως υποχρέωση.

70.      Εν πάση περιπτώσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, ορίζει, ειδικά όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση «δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία».

71.      Από τη διάταξη περί παραπομπής –και από τις παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως– προκύπτει ότι η STP που επιτρέπει να συνομολογούνται ρήτρες υποχρεωτικής συνταξιοδότησης στις συλλογικές συμβάσεις υιοθετήθηκε κατόπιν διαβημάτων των κοινωνικών εταίρων ως μηχανισμός πολιτικής που προωθεί τη διαγενεακή απασχόληση.

72.      Νομίζω ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 3, της συλλογικής συμβάσεως, επιδιώκει θεμιτό γενικού συμφέροντος στόχο της πολιτικής απασχολήσεως και της εργασιακής πολιτικής που μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας. Στο πλαίσιο αυτό ομολογώ ότι δεν συμφωνώ με την υπόθεση που κάνει το αιτούν δικαστήριο, δεν νομίζω δηλαδή ότι είναι αναγκαίο να αναφέρεται η εθνική διάταξη ρητά σε κάποιο θεμιτό λόγο πολιτικής κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 για να δικαιολογείται βάσει της διάταξης αυτής. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι οδηγίες δεσμεύουν μόνον ως προς το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί κρίσιμο, και επαρκές στοιχείο είναι ότι ο εθνικός νόμος δικαιολογείται και αντικειμενικά και εκ του αποτελέσματος από ένα θεμιτό στόχο.

73.      Εξετάζοντας στη συνέχεια τον όρο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, ότι τα χρησιμοποιούμενα μέσα για την επίτευξη του συγκεκριμένου θεμιτού στόχου πρέπει να είναι «πρόσφορα και αναγκαία», τονίζω όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην υπόθεση Mangold, ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των μέτρων που μπορούν να υλοποιήσουν τους σκοπούς τους στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως (22).

74.      Πράγματι, κατά κανόνα το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δική του εκτίμηση τέτοιων περίπλοκων ζητημάτων στην εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη ή των άλλων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που εμπλέκονται στη χάραξη της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως του συγκεκριμένου κράτους μέλους (όπως είναι οι κοινωνικοί εταίροι εν προκειμένω). Το πολύ-πολύ στο επίπεδο αυτό μπορεί να ελεγχθεί μόνον ένα εθνικό μέτρο που είναι προδήλως δυσανάλογο.

75.      Στην υπόθεση Mangold, ωστόσο, το Δικαστήριο, στηριζόμενο στα στοιχεία που παρέσχε το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι ο επίδικος στην υπόθεση εκείνη εθνικός κανόνας για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου έπρεπε να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει το αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο για την επίτευξη του στόχου της επαγγελματικής ένταξης των ηλικιωμένων εργαζομένων. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο στοιχείο ότι μια σημαντική κατηγορία εργαζομένων που προσδιορίζεται αποκλειστικά βάσει της ηλικίας διατρέχει τον κίνδυνο, κατά τη διάρκεια ενός σημαντικού τμήματος της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας, να αποκλειστεί από το ευεργέτημα της σταθερής απασχόλησης (23).

76.      Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση δεν φαίνεται να υπάρχουν ενδείξεις ότι η θέσπιση υποχρεωτικής συνταξιοδότησης γενικώς ή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο καθορισμός του 65ου έτους ως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως θα υπερέβαινε το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.

77.      Βεβαίως, λόγω των δημογραφικών προκλήσεων και των δημοσιονομικών δεσμεύσεων που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα κράτη μέλη –πράγμα που ώθησε την Επιτροπή πολύ πρόσφατα να ζητήσει επείγουσα δράση– το κρίσιμο ζήτημα στην Ευρώπη είναι μάλλον η παράταση της απασχόλησης και η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Και πάλι όμως στα κράτη μέλη απόκειται να χαράξουν την πολιτική που ακολουθούν σ’ αυτόν τον τομέα.

78.      Για τους λόγους αυτούς καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ακόμη και αν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι καλύπτει εθνικές διατάξεις όπως η επίδικη, η οδηγία δεν αποκλείει μια τέτοια διάταξη.

 5.     Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και τα αποτελέσματα της αποφάσεως Mangold, πρώτο μέρος

79.      Το πλέον αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της αποφάσεως Mangold, στην οποία το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί ως προς το συμβιβαστό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 μιας διάταξης γερμανικού δικαίου που προβλέπει τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για εργαζομένους που έχουν συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας είναι ίσως η κρίση ότι «η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων πρέπει [...] να θεωρηθεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου» (24).

80.      Το Δικαστήριο διατύπωσε την κρίση αυτή μετά από την πρόταση του γενικού εισαγγελέα Tizzano, ότι η γενική αρχή της ισότητας και όχι η ίδια η οδηγία πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως γνώμων για την εκτίμηση του συμβιβαστού του συγκεκριμένου εθνικού κανόνα (25). Με την προσέγγιση αυτή ξεπεράστηκαν δύο προβλήματα που χαρακτήριζαν την υπόθεση εκείνη: πρώτον, το Δικαστήριο χρησιμοποιήσει την έννοια αυτή για να παρακάμψει την αντίρρηση ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχε παρέλθει η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78 στο εσωτερικό δίκαιο για τη Γερμανία (26)· δεύτερον, το Δικαστήριο μπόρεσε να αποφύγει το ερώτημα αν η οδηγία έχει «οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα» (27).

81.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2000/78 δεν θεσπίζει η ίδια την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης· μάλλον «η αρχή αυτή πηγάζει όπως προκύπτει από την πρώτη και την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας από διάφορες διεθνείς πράξεις και από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών» (28).

82.      Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο λαμβάνει ως αφετηρία την υπόθεση ότι η γενική αρχή της ισότητας ενέχει ειδική απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας (29).

83.      Η προσέγγιση που ακολούθησε το Δικαστήριο στην υπόθεση Mangold υπήρξε αντικείμενο σοβαρής κριτικής από την επιστήμη και από τα μέσα ενημερώσεως καθώς επίσης και από τα περισσότερα μέρη στην παρούσα δίκη και σίγουρα αξίζει περισσότερες παρατηρήσεις.

84.      Πρώτον, θέλω να τονίσω ότι η έννοια των γενικών αρχών του δικαίου υπήρξε βασική για την ανάπτυξη της κοινοτικής εννόμου τάξεως.

85.      Το Δικαστήριο, διατυπώνοντας γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου –στο πλαίσιο της υποχρεώσεως που υπέχει από το άρθρο 220 ΕΚ, να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης–, πρόσθεσε σάρκα στα οστά του κοινοτικού δικαίου το οποίο διαφορετικά –λόγω του ότι πρόκειται για έννομη τάξη βασισμένη σε μια Συνθήκη πλαίσιο– θα είχε παραμείνει ένας απλός σκελετός κανόνων που δεν θα συνιστούσε πραγματική έννομη «τάξη».

86.      Αυτή η πηγή δικαίου έδωσε τη δυνατότητα στο Δικαστήριο –που συχνά εμπνέεται από τις νομικές παραδόσεις που είναι κοινές στα κράτη μέλη και από τις διεθνείς συνθήκες– να κατοχυρώσει και να πλουτίσει εννοιολογικά νομικές αρχές σε σημαντικούς τομείς όπως είναι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και το διοικητικό δίκαιο. Ωστόσο, είναι στη φύση των γενικών αρχών του δικαίου οι οποίες βρίσκονται μάλλον στον πλατωνικό ουρανό του δικαίου παρά στα νομικά βιβλία, ότι τόσο η ύπαρξη όσο και το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα.

87.      Θα μπορούσαμε πάντως να προβληματιστούμε σχετικά με το βάσιμο και το πειστικό των λόγων στους οποίους το Δικαστήριο στήριξε τις κρίσεις του στην υπόθεση Mangold σχετικά με την ύπαρξη γενικής αρχής απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

88.      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, πράγματι, πολλές διεθνείς συνθήκες και συνταγματικές παραδόσεις κοινές στα κράτη μέλη στις οποίες το Δικαστήριο παραπέμπει στην υπόθεση Mangold, κατοχυρώνουν τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όχι όμως –εκτός από μερικές περιπτώσεις όπως το φινλανδικό σύνταγμα– ειδικά την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

89.      Αν εξετάσουμε καλύτερα το ζήτημα, πρόκειται για τολμηρή πρόταση και σπουδαία κίνηση προς την κατεύθυνση της συναγωγής, απλώς και μόνον από τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, της υπάρξεως ειδικής απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας –ή κάποιας άλλης ειδικής μορφής διάκρισης κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2000/78. Την άποψη αυτή στηρίζουν οι ακόλουθες γενικές παρατηρήσεις σχετικά με τον μηχανισμό της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

90.      Σύμφωνα με τον ορισμό που γίνεται κοινά δεκτός καθώς επίσης και με τη νομολογία, η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά οι όμοιες καταστάσεις και οι διαφορετικές καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπό (30).

91.      Δεν είναι πολύ δύσκολο να διαπιστώσουμε αν δύο καταστάσεις αντιμετωπίζονται διαφορετικά ή, αναλόγως της περιπτώσεως, κατά τον ίδιο τρόπο. Το πραγματικά κρίσιμο βήμα στην εφαρμογή της γενικής αρχής της ισότητας είναι πρώτον να εξετάσουμε αν οι συγκεκριμένες καταστάσεις είναι συγκρίσιμες ή, με άλλα λόγια, παρόμοιες– πράγμα που απαιτεί ανάλυση βασισμένη στο κριτήριο του λυσιτελούς. Η εκτίμηση αυτή κατά κανόνα δεν διευκρινίζεται στις αποφάσεις του Δικαστηρίου και στην πραγματικότητα ενέχει αξιολογική κρίση.

92.      Αυτό που διακρίνει τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων από μια ειδική απαγόρευση συγκεκριμένου τύπου δυσμενούς διάκρισης είναι βασικά ότι στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο στο οποίο η διαφοροποίηση δεν μπορεί νόμιμα να στηριχθεί είναι πάντα ρητά προσδιορισμένο. Συγκεκριμένα, είναι ήδη βέβαιο ότι έχω ήδη διάκριση λόγω ιθαγένειας, φύλου, ηλικίας ή για κάποιο άλλο λόγο που μνημονεύει η συγκεκριμένη απαγόρευση. Αντιθέτως, η γενική απαγόρευση των διακρίσεων αφήνει ανοικτό το ερώτημα ποιοι λόγοι διαφοροποίησης επιτρέπονται. Το ερώτημα αυτό έχει λάβει διάφορες απαντήσεις σε διάφορες περιόδους και ήδη τελεί υπό εξέταση τόσο στο εθνικό όσο και στο διεθνές επίπεδο.

93.      Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η γενική αρχή της ισότητας συνεπάγεται ενδεχομένως απαγόρευση των διακρίσεων για οποιοδήποτε λόγο που θα θεωρηθεί βάσιμος.

94.      Είναι συνεπώς ορθό να δεχθούμε, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο σχετικά με απαγόρευση διακρίσεων για συγκεκριμένες λόγους, ότι οι συγκεκριμένες απαγορεύσεις συνιστούν ειδική έκφραση της γενικής αρχής της ισότητας που είναι εκ των θεμελίων της Κοινότητας (31). Το να συναγάγουμε όμως –όπως έπραξε το Δικαστήριο στην υπόθεση Mangold, από τη γενική αρχή της ισότητας την ύπαρξη απαγορεύσεως των διακρίσεων για συγκεκριμένο λόγο είναι ζήτημα διαφορετικό και κάθε άλλο παρά αυτονόητο.

95.      Κατά την άποψή μου εξάλλου ούτε το άρθρο 13 ΕΚ ούτε η οδηγία 2000/78 απηχεί οπωσδήποτε ήδη υπάρχουσα απαγόρευση όλων των ειδών διακρίσεων τις οποίες μνημονεύουν. Η διαπνέουσα τις διατάξεις αυτές βούληση ήταν και στις δύο περιπτώσεις να ανατεθεί στον κοινοτικό νομοθέτη και στα κράτη μέλη το έργο να λάβουν μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση. Εν πάση περιπτώσει, αυτό φαίνεται να εννοεί το Δικαστήριο με την απόφαση Grant στην οποία έκρινε ότι το κοινοτικό δίκαιο στην παρούσα κατάσταση δεν καλύπτει τη δυσμενή διάκριση λόγω γενετησίου προσανατολισμού (32).

96.      Θα προσθέσω ότι αν ακολουθήσουμε τον συλλογισμό της απόφασης Mangold μέχρι τη λογική του κατάληξη, τότε θα πρέπει να θεωρηθούν ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου όχι μόνον η απαγόρευση λόγω ηλικίας αλλά και η απαγόρευση όλων των μορφών διακρίσεως που μνημονεύει το άρθρο 1, της οδηγίας 2000/78.

97.      Υπό το φως των προεκτεθέντων δεν θεωρώ ιδιαίτερα δεσμευτική τη συμπερασματική κρίση της απόφασης Mangold ότι υπάρχει γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

98.      Εν πάση περιπτώσει ακόμη και αν η κρίση αυτή ληφθεί ως βάση για την παρούσα εκτίμηση, από την απόφαση Mangold προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο εκκινεί από την υπόθεση ότι η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας δεν διαφέρει βασικά από την αντίστοιχη απαγόρευση της οδηγίας 2000/78, ιδίως όσον αφορά τη δικαιολόγηση (33).

99.      Βάσει των παρατηρήσεων που διατύπωσα επί του ζητήματος αυτού καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ακόμη και αν δεχθούμε ότι υπάρχει γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, το κοινοτικό δίκαιο δεν αποκλείει εθνικούς κανόνες όπως ο επίδικος.

100. Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων λόγων φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να δώσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 δεν αποκλείει εθνικό κανόνα όπως η STP.

 Β – Το δεύτερο ερώτημα

1.      Κύριοι ισχυρισμοί των μερών

101. Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί βασικά να διευκρινίσει αν οφείλει να μην εφαρμόσει τη STP στην περίπτωση που κριθεί ότι την αποκλείει η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

102. Δεδομένου ότι οι Κυβερνήσεις της Ισπανίας, της Ιρλανδίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Cortefiel υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο πρέπει να δώσει αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα διατυπώνουν μόνον επικουρικούς ισχυρισμούς επί του ερωτήματος αν πρέπει να αποκλειστεί ο επίδικος εθνικός κανόνας καίτοι η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ερώτημα αυτό.

103. Όλα τα μέρη αυτά συμφωνούν κατά τα ουσιώδη ότι ούτε η οδηγία 2000/78 ούτε κάποια γενική αρχή του δικαίου που απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω ηλικίας μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει εθνική διάταξη αντιθέτου περιεχομένου. Δεδομένου ότι η διαφορά στην κύρια δίκη είναι μεταξύ ιδιωτών, η κρίση αυτή θα υπέσκαπτε τον κανόνα ότι οι οδηγίες δεν παράγουν οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει η υποχρέωση της ερμηνείας του επίδικου εθνικού κανόνα στο μέτρο του δυνατού κατά τρόπον ώστε να συνάδει προς την οδηγία 2000/78 και την αρχή που κατοχυρώνει αυτή.

104. Αντιθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει –όπως και ο F. Palacios– ότι σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να παραμερίσει οποιαδήποτε εθνική διάταξη αντιθέτου περιεχομένου. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επικαλείται και πάλι την απόφαση Mangold και υποστηρίζει ότι αφού το Δικαστήριο, έκρινε στην υπόθεση εκείνη ότι υπάρχει υποχρέωση αποκλεισμού του εθνικού δικαίου που προσκρούει στην απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας (34), τότε κατά μείζονα λόγο, το αυτό ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση όπου είχε ήδη λήξει η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78 στο εσωτερικό δίκαιο.

2.      Η υποχρέωση μη εφαρμογής ή τα αποτελέσματα της απόφασης Mangold, δεύτερο μέρος

105. Βεβαίως το δεύτερο ερώτημα δεν ανακύπτει αν το Δικαστήριο, ακολουθώντας την πρότασή μου, κρίνει συμβατό τον επίδικο κανόνα. Για κάθε ενδεχόμενο, πάντως, θα εξετάσω το ερώτημα τι πρέπει να πράξει το αιτούν δικαστήριο στην κύρια δίκη σε περίπτωση που η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78 –ή, ενδεχομένως, όπως περιέχεται στην αντίστοιχη γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου– ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή διατάξεως όπως η STP, έχοντας υπόψη ότι το ζήτημα ανακύπτει σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών σχετικά με τη λήξη σχέσεως εργασίας.

106. Πλην απ’ όλα υπενθυμίζω τους ακρογωνιαίους λίθους της σχετικής νομολογίας.

107. Κατά πάγια νομολογία σε όλες τις περιπτώσεις που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται κατά του κράτους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, είτε όταν το κράτος αυτό παρέλειψε να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν προέβη σε πλημμελή μεταφορά της (35).

108. Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει αυτό το αποτέλεσμα στις οδηγίες –καίτοι η διατύπωση του άρθρου 249 ΕΚ που όσον αφορά τις οδηγίες δεν κάνει λόγο για απονομή δικαιωμάτων στα άτομα– λαμβάνοντας υπόψη τη δεσμευτική φύση και την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας και προπάντων για τον λόγο ότι το κράτος που δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του δεν πρέπει έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί έναντι των ατόμων τη δική του παράλειψη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει η οδηγία (36).

109. Βεβαίως ο συλλογισμός αυτός δεν ισχύει όταν πρόκειται για υποχρεώσεις που υπέχει ο ιδιώτης. Έτσι, το Δικαστήριο κρίνει παγίως ότι η οδηγία αυτή καθεαυτή δεν γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ’ αυτού (37).

110. Οσάκις δηλαδή μια διάταξη οδηγίας τηρεί τη βασική προϋπόθεση ότι είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως σαφής, ο ιδιώτης μπορεί κατά κανόνα να επικαλεστεί τη διάταξη αυτή έναντι δημόσιας αρχής (κάθετο άμεσο αποτέλεσμα) αλλά όχι κατά άλλου ιδιώτη (οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα).

111. Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι η αποδοχή του δευτέρου αποτελέσματος θα κατέληγε στο να αναγνωριστεί «στην Κοινότητα η εξουσία να επιβάλλει με άμεσο αποτέλεσμα υποχρεώσεις εις βάρος ιδιωτών, μολονότι έχει την αρμοδιότητα αυτή μόνον στις περιπτώσεις που της απονέμεται η εξουσία εκδόσεως κανονισμών» (38). Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η αρχή της ασφαλείας δικαίου δεν επιτρέπει στις οδηγίες να ιδρύουν υποχρεώσεις εις βάρος των ατόμων (39).

112. Ωστόσο, ο γενικός κανόνας πρέπει να μετριαστεί τουλάχιστον ως προς δύο σημεία. Πρώτον, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι «απλές αρνητικές συνέπειες» επί των δικαιωμάτων τρίτων, ακόμη και αν είναι βέβαιες δεν δικαιολογούν το να μην επιτρέπεται σε ένα ιδιώτη να επικαλεστεί τις διατάξεις οδηγίας κατά του οικείου κράτους μέλους (40). Δεύτερον, ορισμένες αποφάσεις κρίνουν ότι ακόμη και σε καθαρά ιδιωτική διαφορά ο ιδιώτης μπορεί σε ορισμένες περιστάσεις να επικαλεστεί μια οδηγία προκειμένου να επιτύχει τη μη εφαρμογή αντιθέτου εθνικού κανόνα («συχνά αναφέρεται η περίπτωση ως παρεμπίπτον άμεσο αποτέλεσμα») (41).

113. Έρχομαι τώρα στις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης και θα εξετάσω πρώτα το ζήτημα της ενδεχόμενης υποχρεώσεως εφαρμογής του επίδικου εθνικού κανόνα σε σχέση με την οδηγία 2000/78. Στη συνέχεια θα εξετάσω τις πιθανές συνέπειες κάποιας γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας όπως εφαρμόστηκε στην απόφαση Mangold.

114. Πρώτον, θα παρατηρήσω ότι κατά την άποψή μου δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78 και συγκεκριμένα, των άρθρων 1 και 6, είναι αρκούντως σαφής και απαλλαγμένη αιρέσεων ώστε να πληροί τις βασικές προϋποθέσεις για την παραγωγή αμέσου αποτελέσματος όσον αφορά τον καθορισμό ορίου ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης. Ας σημειωθεί επίσης ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι το γεγονός ότι ορισμένες διατάξεις μιας οδηγίας υπόκεινται σε εξαιρέσεις ή, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, προβλέπουν δικαιολογητικούς λόγους δεν σημαίνει καθεαυτό ότι δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να έχουν οι διατάξεις αυτές άμεσο αποτέλεσμα (42).

115. Εν συνεχεία, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο –που επικαλείται συναφώς μεταξύ άλλων τη νομολογία του ισπανικού συνταγματικού δικαστηρίου– θεωρεί παράνομη τη συλλογική σύμβαση που καθορίζει όριο ηλικίας για την υποχρεωτική συνταξιοδότηση διότι δεν έχει νομική βάση στη STP.

116. Η μη εφαρμογή της STP στην οποία αναφέρεται η υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως λόγω του ότι εμπίπτει στην απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας, θα έχει ως αποτέλεσμα ότι το αιτούν δικαστήριο θα θεωρήσει παράνομη τη συλλογική σύμβαση.

117. Στην κύρια δίκη, ο F. Palacios βάλλει κατά της επιστολής με την οποία ο εργοδότης του, η εταιρία Cortefiel, του ανακοίνωσε τη λύση της συμβάσεως εργασίας του λόγω συνταξιοδοτήσεως. Είναι σαφές δηλαδή ότι πρόκειται για οριζόντια συμβατική σχέση που συνεπάγεται αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις σχετικά με την απασχόληση. Ενδεχόμενη κρίση του αιτούντος δικαστηρίου κατά την έννοια ότι το αίτημα του F. Palacios είναι βάσιμο και ότι η λύση της οικείας σχέσεως εργασίας (που στηρίζεται στη STP και στη συλλογική σύμβαση είναι άκυρη επηρεάζει άμεσα την Cortefiel, καθότι της επιβάλλει την υποχρέωση να διατηρήσει την εργασιακή σχέση ή ενδεχομένως να υποστεί άλλες συνέπειες όπως η χορήγηση αποζημιώσεως.

118. Στο παρόν πλαίσιο δηλαδή η επίκληση της οδηγίας είναι σαφές ότι επιβάλλει υποχρέωση σε άλλο άτομο, εν προκειμένω στον εργοδότη.

119. Υπό το φως της προπαρατεθείσας νομολογίας ανακύπτει το ερώτημα πρώτον, μήπως το αποτέλεσμα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό διότι αποτελεί απλώς «αρνητική συνέπεια» κατά την έννοια της νομολογίας Wells. Στην υπόθεση Wells το Δικαστήριο κάνει διάκριση μεταξύ της περίπτωσης «εφόσον πρόκειται περί κρατικής υποχρεώσεως […] άμεσα συνδεόμενης στην εκπλήρωση άλλης υποχρεώσεως την οποία υπέχει τρίτος δυνάμει της οδηγίας αυτής» από την περίπτωση «απλές αρνητικές συνέπειες επί των δικαιωμάτων τρίτων» (43).

120. Θα παρατηρήσω πάντως ότι η απόφαση Wells αφορούσε μια τριγωνική σχέση κατά την έννοια ότι σκοπούσε προπάντων την εκτέλεση από το κράτος μέλος μια υποχρέωσης απορρέουσας από οδηγία, ενώ η παρεμπίπτουσα συνέπεια επί ενός ατόμου αποτελούσε απλώς παράλληλο αποτέλεσμα της υποχρέωσης αυτής.

121. Βεβαίως, η παρούσα κατάσταση θα μπορούσε θεωρητικά να αναλυθεί ως τριγωνική κατάσταση κατά την έννοια ότι η οδηγία μπορεί να προβληθεί κατά της STP και της συλλογικής συμβάσεως, δηλαδή κατά του κράτους, το οποίο υπέχει την υποχρέωση της ορθής εφαρμογής στο εσωτερικό δίκαιο (44).

122. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή υπερακοντίζει την απόφαση Wells και θα μπορούσε καταρχήν να εφαρμοστεί σε όλες σχεδόν τις οριζόντιες έννομες σχέσεις δεδομένου ότι τελικά ακόμη και οι συμβατικές σχέσεις ιδιωτικού δικαίου στηρίζονται πάντα ή πρέπει να συνάδουν με το κρατικό δίκαιο (των συμβάσεων). Σε μια υπόθεση όπως η υπό κρίση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, νομίζω ότι πρέπει να θεωρήσουμε την επιβολή υποχρέωσης επί του ατόμου ως άμεση συνέπεια της επίκλησης της οδηγίας και όχι μόνον ως δευτερεύον αποτέλεσμα της επίκλησης της οδηγίας κατά του κράτους.

123. Το ζήτημα του οριζοντίου αμέσου αποτελέσματος συζητήθηκε επίσης μεταξύ των διαδίκων από μια άλλη προοπτική που αφορά τις επιπτώσεις της παρούσας υπόθεσης αν θεωρηθεί ότι η οδηγία έχει άμεσο αποτέλεσμα. Ο F. Palacios επιχειρεί να επικαλεστεί την οδηγία 2000/78 για να αποκλείσει την εφαρμογή της STP και να επιτύχει εφαρμογή του γενικού εθνικού δικαίου κατά το οποίο, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, η θέσπιση υποχρεωτικής συνταξιοδότησης που δεν έχει πλέον έννομο έρεισμα είναι παράνομη.

124. Η συζήτηση αυτή ανάγεται στη διάκριση –γνωστή στην επιστήμη αλλά και σε κάποιο βαθμό, και στη νομολογία– μεταξύ αποτελέσματος «αποκλεισμού» και «υποκαταστάσεως» της επίκλησης μιας οδηγίας. Κατά τη διάκριση αυτή, είναι δυνατή η επίκληση μιας οδηγίας σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών μόνον αν η οδηγία έχει ως μόνον αποτέλεσμα ότι αποκλείει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων αντιθέτου περιεχόμενου προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για άλλες εθνικές διατάξεις επί των οποίων ο προσφεύγων μπορεί πλέον να στηρίξει το αίτημά του. Σ’ αυτή την οπτική οδηγία δεν αντικαθιστά η ίδια τον εθνικό κανόνα αντιθέτου περιεχομένου ή, κατά τη νομολογία Marshall και Faccini Dori (45), «δεν μπορεί η ίδια να θεσπίσει υποχρεώσεις εις βάρος των ατόμων».

125. Βεβαίως κατά την προσέγγιση αυτή το άμεσο αποτέλεσμα δεν εξετάζεται τόσον από την προοπτική της δυνατότητας «επικλήσεως» ή της έννομης κατάστασης των ιδιωτών από την σκοπιά των οδηγιών, αλλά περισσότερο από την προοπτική της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και της συνακόλουθης «αντικειμενικής» υποχρέωσης που υπέχουν γενικώς τα εθνικά δικαστήρια όπως και όλες οι δημόσιες αρχές των κρατών μελών –να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη του αποτελέσματος το οποίο επιδιώκει η οδηγία και, ειδικότερα, να μην εφαρμόζουν αντιθέτου περιεχομένου κανόνες του εθνικού δικαίου (46).

126. Πάντως αυτό που θεωρώ καθοριστικό, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ασφάλειας δικαίου είναι το αν η νομική κατάσταση του ατόμου επηρεάζεται εις βάρος του από την επίκληση της οδηγίας, ανεξαρτήτως του αν, από τεχνικής σκοπιάς, αυτό το αρνητικό αποτέλεσμα προκύπτει απλώς και μόνον από τον αποκλεισμό της συγκεκριμένης αντιθέτου περιεχομένου εθνικής διάταξης ή αν οφείλεται στην αντικατάστασή της από την οδηγία.

127. Το επιχείρημα ότι σε υποθέσεις όπως η επίδικη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου οι οδηγίες μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν τουλάχιστον οριζόντιο αποτέλεσμα «αποκλεισμού» δεν μπορεί να ευδοκιμήσει κατά τη γνώμη μου (47).

128. Βεβαίως σε μερικές υποθέσεις όπως οι CIA Security International και Unilever, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι υπάρχει τέτοιο αποτέλεσμα και απέφυγε την εφαρμογή εθνικών κανόνων σε δίκες μεταξύ ιδιωτών (48). Νομίζω όμως ότι, οι υποθέσεις αυτές πρέπει να ερμηνευθούν υπό το φως των ιδιαιτέρων περιστάσεων που τις χαρακτήριζαν δεδομένου ότι αναφέρονταν σε οδηγίες θεσπίζουσες υποχρεώσεις δημοσίου δικαίου, τεχνικού και διαδικαστικού χαρακτήρα που κατά τη γνώμη μου δεν μπορούν να συγκριθούν με μια οδηγία όπως η επίδικη εν προκειμένω.

129. Τέλος, θα σημειώσω ότι, με την απόφαση Pfeiffer κ.λπ., που αφορούσε δίκη μεταξύ ιδιωτών, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε, σύμφωνα με την απόφαση Simmenthal (49), την αντίθετη εθνική διάταξη περί χρόνου εργασίας καίτοι αυτό και μόνο θα αρκούσε για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο προτίμησε να κάνει λόγο για τη βασική και λιγότερο «επιθετική» υποχρέωση των κρατών μελών να ερμηνεύουν την εθνική νομοθεσία κατά τρόπο συνάδοντα προς το κοινοτικό δίκαιο (50).

130. Μήπως αυτό σημαίνει ότι μετά την απόφαση Pfeiffer κ.λπ., το Δικαστήριο εγκατέλειψε την προηγούμενη θέση του σχετικά με την έλλειψη οριζοντίου αμέσου αποτελέσματος των οδηγιών, κρίνοντας με την απόφαση Mangold (51), ότι το εθνικό δικαστήριο έχει την υποχρέωση να μην εφαρμόσει οποιαδήποτε διάταξη του εθνικού δικαίου που αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο, σύμφωνα με τη νομολογία Simmenthal (52);

131. Εξετάζοντας καλύτερα το ζήτημα νομίζω ότι δεν συμβαίνει αυτό. Αυτό που ώθησε το Δικαστήριο στην κρίση αυτή στην υπόθεση Mangold είναι στην πραγματικότητα η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας. Αξίζει να σημειωθεί σχετικά ότι με την απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το συμβιβαστό της εθνικής διάταξης το Δικαστήριο αναφέρθηκε ειδικότερα στην οδηγία 2000/78, ενώ στην επόμενη σκέψη έκρινε, απαντώντας στο τρίτο ερώτημα, ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα «της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας» (53).

132. Όπως ερμηνεύω την απόφαση Mangold, δηλαδή, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι η οδηγία 2000/78 έχει οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα· μάλλον παρέκαμψε την έλλειψη τέτοιου αποτελέσματος αναγνωρίζοντας άμεσο αποτέλεσμα στην αντίστοιχη γενική αρχή του δικαίου.

133. Υιοθετώντας την προσέγγιση αυτή, το Δικαστήριο εισήλθε σε ολισθηρό έδαφος όχι μόνον σε σχέση με το ζήτημα αν η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας υπάρχει (54), αλλά και σε σχέση με τον τρόπο που εφάρμοσε την αρχή αυτή.

134. Δεν ισχυρίζομαι ότι οι γενικές αρχές του δικαίου κατά κανόνα δεν πληρούν τις απαιτήσεις για να έχουν άμεσο αποτέλεσμα (σαφείς και απαλλαγμένες αιρέσεων). Θέλω να πω ότι η έννοια της γενικής αρχής συνδέεται με κανόνα ιδιαίτερης μορφής και όχι ιδιαιτέρου περιεχομένου: δηλώνει μια πηγή δικαίου που μπορεί να περιλαμβάνει κανόνες ευρύτατου φάσματος και ποικίλου βαθμού πληρότητας, από ερμηνευτικές οδηγίες μέχρι πλήρεις κανόνες όπως τα θεμελιώδη δικαιώματα ή το άκρως ανεπτυγμένο σύνολο των κοινοτικών γενικών αρχών διαδικασίας και χρηστής διοίκησης.

135. Αντίστοιχα η λειτουργία των γενικών αρχών εμφανίζει και αυτή ποικιλία αναλόγως της συγκεκριμένης αρχής και του συγκεκριμένου πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιείται. Οι γενικές αρχές μπορούν λόγου χάρη να χρησιμεύσουν ως ερμηνευτικά κριτήρια, ως γνώμονας με τον οποίο εκτιμάται η νομιμότητα των κοινοτικών πράξεων ή μάλιστα για να στηρίξουν αξίωση στο πλαίσιο ιδιαιτέρου ενδίκου μέσου στο κοινοτικό δίκαιο (55).

136. Θα παρατηρήσω πάντως ότι, κατά κανόνα, σε ένα πλαίσιο όπως της παρούσας υποθέσεως όπου έχει εκδοθεί οδηγία, μια τέτοια πράξη παραγώγου κοινοτικού δικαίου μπορεί να ερμηνευθεί υπό το φως των γενικών αρχών που τη διαπνέουν και να εκτιμηθεί με γνώμονα τις αρχές αυτές. Οι γενικές αρχές του δικαίου δηλαδή –για τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε βάσει του άρθρου 220 ΕΚ, ότι αποτελούν τμήμα του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου– αποκτούν ειδική έκφραση και εφαρμόζονται μέσω ειδικών κοινοτικών νομοθετημάτων. Αυτή την προσέγγιση ακολούθησε το Δικαστήριο στην υπόθεση Rodríguez Caballero (56), την οποία επικαλέστηκε την απόφαση Mangold (57). Στην υπό κρίση υπόθεση, η γενική αρχή της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεν εφαρμόζεται αυτόνομα αλλά μέσω ερμηνείας της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου (58).

137. Αν υποτεθεί ότι η αρχή αυτή αντιστρέφεται τελείως και αναγνωριστεί σε μια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου που, όπως εν προκειμένω, θεωρηθεί ότι εκφράζεται με συγκεκριμένη κοινοτική νομοθεσία (59), κάποιος βαθμός αυτονομίας ώστε να μπορεί να προβληθεί αντί ή ανεξάρτητα της νομοθεσίας αυτής, τότε θα προέκυπτε μια προβληματική κατάσταση.

138. Όχι μόνον η προσέγγιση αυτή θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα ασφαλείας δικαίου, αλλά και θα έθετε εν αμφιβόλω την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητα και των κρατών μελών και την απονομή εξουσιών εν γένει στο πλαίσιο της Συνθήκης. Υπενθυμίζω συναφώς ότι το άρθρο 13 ΕΚ αναθέτει ρητά στο Συμβούλιο την εξουσία, ενεργώντας με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο αυτό, να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση μεταξύ άλλως των διακρίσεων λόγω ηλικίας –πράγμα που επέλεξε να πράξει μέσω οδηγίας. Κατά τη γνώμη μου οι περιορισμοί που ενέχει αυτή η συγκεκριμένη κοινοτική πράξη ιδίως όσον αφορά το οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα δεν θα πρέπει να τεθούν εν αμφιβόλω μέσω της εφαρμογής μιας γενικής αρχής.

139. Κατόπιν των προεκτεθέντων καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αν η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78 ή ενδεχομένως κατά την έννοια αντίστοιχης γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου ερμηνευθεί ως αποκλείουσα εθνική διάταξη όπως η STP, το εθνικό δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να μην εφαρμόσει τη διάταξη αυτή.

V –    Πρόταση

140. Υπό το φως των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση:

Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ δεν αποκλείει εθνική διάταξη (συγκεκριμένα, την πρώτη παράγραφο της μόνης μεταβατικής διάταξης του νόμου 14/2005 για τις ρήτρες συλλογικών συμβάσεων σχετικά με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση) βάσει της οποίας οι ρήτρες περί υποχρεωτικής συνταξιοδότησης σε συλλογικές συμβάσεις είναι νόμιμες οσάκις προβλέπουν ως μόνη προϋπόθεση ότι ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της περί κοινωνικής ασφαλίσεως νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους για τη θεμελίωση δικαιώματος συντάξεως στο πλαίσιο του οικείου συστήματος εισφορών.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Παρελήφθη στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Νοεμβρίου 2005.


3 – EE 2000, L 303, σ. 16.


4 – Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2005 C‑144/04 (Συλλογή 2005, σ. I‑9981).


5 – Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2006, C-13/05 (Συλλογή 2006, σ. I-0000).


6 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4.


7 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs στην υπόθεση C‑227/04 P, Lindorfer κατά Συμβουλίου που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου· η υπόθεση αυτή επανεκδικάζεται με διάταξη του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 2006· βλ. τις δεύτερες προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση αυτή στις 30 Νοεμβρίου 2006 η γενική εισαγγελέα Sharpston.


8 – Βλ., κατά αυτή την έννοια, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2004, T‑219/02 και T‑337/02, Lutz Herrera κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, Υπ.Υπ. σ. I‑A‑319 και II‑1407, σκέψη 89), και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Sharpston στην υπόθεση Lindorfer κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 65.


9 – Όπ.π. υποσημείωση 4.


10 – Βλ., κατά αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2000, C‑434/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2000, σ. I‑1129, σκέψη 22), και της 7ης Μαΐου 2002, C‑478/99, Επιτροπή κατά Σουηδίας (Συλλογή 2002, σ. I‑4147, σκέψη 15).


11 – Βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2004, C‑240/02, Asempre et Asociación Nacional de Empresas de Externalización y Gestión de Envíos y Pequeña Paquetería (Συλλογή 2004, σ. I‑2461, σκέψη 22)· βλ. επίσης απόφαση Chacón Navas, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψεις 45 και 49.


12 – EE ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70.


13 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 262/84, Beets-Proper (Συλλογή 1986, σ. 773) και 152/84, Marshall (Συλλογή 1986, σ. 723).


14 – Βλ. αποφάσεις Beets-Proper, προαναφερθείσα υποσημείωση 13, σκέψη 34, και Marshall, προαναφερθείσα υποσημείωση 13, σκέψη 32.


15 – Βλ. αποφάσεις Beets-Proper, προαναφερθείσα υποσημείωση 13, σκέψη 36, και Marshall, προαναφερθείσα υποσημείωση 13, σκέψη 34.


16 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 16ης Μαρτίου 2006 στην υπόθεση Chacón Navas, προαναφερθείσα υποσημείωση 5, σκέψεις 46 έως 51.


17 – Βλ., συναφώς προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro που είχε υποβάλει στις 30 Μαρτίου 2006 C-158/04 και C-159/04, Άλφα-Βήτα και Carrefour Μαρινόπουλος (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 41) καθώς και προτάσεις της γενικής εισαγγελέας Stix‑Hackl της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑40/05, Kaj Lyyski (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 56).


18 – Προτάσεις στην υπόθεση Chacón Navas, προαναφερθείσα υποσημείωση 5, σκέψη 54.


19 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs στην υπόθεση Lindorfer κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα υποσημείωση 7, σκέψεις 83 και 84.


20 – Γι’ αυτόν τον λόγο και μόνο, νομίζω ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ίσης αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συντάξεις μπορούν να θεωρηθούν ως «αμοιβή» κατά την έννοια της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1978 περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (EE ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160) δεν μπορεί άνευ ετέρου να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση που αφορά διάκριση λόγω ηλικίας. Σχετικά με τη νομολογία αυτή, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, C‑50/96, Deutsche Telekom (Συλλογή 2000, σ. I‑743), και της 12ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑351/00, Niemi (Συλλογή 2002, σ. I‑7007).


21 – Όπως ορθά παρατήρησε η Ιρλανδική Κυβέρνηση αυτή η αιτιολογική σκέψη δεν υπήρχε στην πρότασή της Επιτροπής (EE 2000, C 177 E, σ. 42), αλλά στη συνέχεια το Συμβούλιο την περιέλαβε στο προοίμιο της οδηγίας.


22 – Βλ. απόφαση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψη 63.


23 – Βλ. απόφαση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψη 64.


24 – Βλ. απόφαση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψη 75.


25 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tizzano στην υπόθεση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψεις 84 και 101.


26 – Βλ. απόφαση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψεις 74 και 76.


27 – Βλ. απόφαση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψεις 77 και 78.


28 – Βλ. απόφαση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψη 74.


29 – Βλ. απόφαση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψεις 74 και 76. Βλ. επίσης, υπέρ της παρόμοιας ερμηνείας της αποφάσεως, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Sharpston στην υπόθεση Lindorfer κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα υποσημείωση 7, σκέψεις 55 και 56.


30 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, C‑354/95, National Farmers’ Union κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. I-4559, σκέψη 61), και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑148/02, Garcia Avello (Συλλογή 2003, σ. I-11613, σκέψη 31).


31 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2006, C-17/05, Cadman (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 28).


32 – Βλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1998, C-249/96, Grant (Συλλογή 1998, σ. I-621, σκέψη 48).


33 – Βλ. απόφαση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψεις 74 και 78.


34 – Βλ. απόφαση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψη 78.


35 – Βλ., ειδικότερα, αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και C‑9/90, Francovich κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-5357, σκέψη 11), και της 11ης Ιουλίου 2002, C-62/00, Marks & Spencer (Συλλογή 2002 σ. I-6325, σκέψη 25).


36 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 1974, 41/74, van Duyn (Συλλογή τόμος. 1974, σ. 537, σκέψη 12), και της 5ης Απριλίου 1979, 148/78, Tullio Ratti (Συλλογή τόμος 1979, ???????? σ. 1629, σκέψη 22).


37 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Marshall, προαναφερθείσα υποσημείωση 13, σκέψη 48, καθώς και αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1994, C-91/92, Faccini Dori (Συλλογή 1994, σ. I-3325, σκέψη 20), και της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-201/02, Wells (Συλλογή 2004, σ. I-723, σκέψη 56).


38 – Βλ. απόφαση Faccini Dori, προαναφερθείσα υποσημείωση 37, σκέψη 24.


39 – Βλ. απόφαση Wells, προαναφερθείσα υποσημείωση 37, σκέψη 56.


40 – Βλ., ιδίως, απόφαση Wells, προαναφερθείσα υποσημείωση 37, σκέψη 57.


41 – Βλ., κατά αυτή την έννοια ιδίως, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1996, C-194/94, CIA Security International (Συλλογή 1996, σ. I-2201) και της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑443/98, Unilever (Συλλογή 2000, σ. I‑7535).


42 – Βλ., κατά αυτή την έννοια αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C-453/02 και C‑462/02, Linneweber και Ακριτίδης (Συλλογή 2005, σ. I-1131, σκέψεις 32 έως 38), και της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I-8835, σκέψη 105).


43 – Βλ. απόφαση Wells, προαναφερθείσα υποσημείωση 37, σκέψεις 56 και 57.


44 – Προσθέτω ότι η έννοια «κράτος», όπως την έχει ορίσει το Δικαστήριο σε σχέση με το κάθετο άμεσο αποτέλεσμα, είναι αρκετά ευρεία ώστε να καλύπτει και τους κοινωνικούς εταίρους –στο μέτρο που επιτελούν δημόσια αποστολή όταν συνάπτουν συλλογικές συμφωνίες. Βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, C-188/89, Foster κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. I-3313, σκέψη 18).


45 – Βλ. σκέψη 109 ανωτέρω.


46 – Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 1996, C‑72/95, Kraaijeveld κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑5403, σκέψεις 55 έως 61), και της 22ας Ιουνίου 1989, 103/88, Costanzo (Συλλογή 1989, σ. 1839, σκέψη 33).


47 – Βλ. επίσης, κατά αυτή την έννοια προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tizzano στην υπόθεση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψη 106.


48 – Αποφάσεις στις υποθέσεις CIA Security International, προαναφερθείσα υποσημείωση 41, σκέψεις 54 και 55, και Unilever, προαναφερθείσα υποσημείωση 41, σκέψεις 49 έως 52.


49 – Απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1978, σ. 239).


50 – Βλ. απόφαση Pfeiffer κ.λπ., προαναφερθείσα υποσημείωση 42, σκέψεις 107 έως 117.


51 – Βλ. απόφαση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψη 77.


52 – Απόφαση Simmenthal, προαναφερθείσα υποσημείωση 49, σκέψη 21.


53 – Βλ. απόφαση Mangold, προαναφερθείσα υποσημείωση 4, σκέψη 78 και διατακτικό, δεύτερη απάντηση.


54 – Βλ. σκέψεις 79 έως 97 ανωτέρω.


55 – Βλ. επισκόπηση της κατάστασης και του ρόλου των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Stix‑Hackl, της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-36/02, Omega (Συλλογή 2004, σ. I‑9609, σκέψεις 48 έως 66).


56 – Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C‑442/00, (Συλλογή 2002, σ. I‑11915).


57 – Βλ., ιδίως, την απάντηση που έδωσε το Δικαστήριο στη σκέψη 40 της απόφασης αυτής.


58 – Οδηγία 80/987/EOK του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35).


59 – Βλ. σκέψη 99 ανωτέρω.