ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 5ης Δεκεμβρίου 2006 1(1)

Υπόθεση C-367/05

Norma Kraaijenbrink

«Άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (ΣΕΣΣ) – Αρχή ne bis in idem – Έννοια των “ίδιων πραγματικών περιστατικών” – Άρθρο 56 της ΣΕΣΣ – Συνυπολογισμός προηγούμενων ποινών – Πράξεις που είναι αξιόποινες σε ένα κράτος μέλος – Δικαίωμα επιβολής ποινής για παρεπόμενες πράξεις που διαπράχθηκαν σε άλλο κράτος μέλος»





1.        Σε ποιον βαθμό η ύπαρξη κοινής προθέσεως ασκεί επιρροή προκειμένου να καθοριστεί αν, στο πλαίσιο ενεργειών για τη νομιμοποίηση εσόδων από διακίνηση ναρκωτικών, οι πράξεις για τις οποίες διώκεται ο κατηγορούμενος σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη αποτελούν «ίδια πραγματικά περιστατικά» για την εφαρμογή του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (ΣΕΣΣ) (2); Καλύπτει η έννοια αυτή πράξεις τις οποίες δεν είχαν υπόψη τους οι εισαγγελικές αρχές ή τα ποινικά δικαστήρια του πρώτου κράτους μέλους; Αν στο δεύτερο κράτος μέλος ασκηθεί και άλλη ποινική δίωξη και είναι βέβαιη η έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως, πρέπει το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο να λάβει υπόψη του την απόφαση που εκδόθηκε στο πρώτο κράτος μέλος; Αυτά είναι ουσιαστικά τα ερωτήματα που υπέβαλε το βελγικό Hof van Cassatie (ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο).

 Οι κρίσιμες διατάξεις

 Η ΣΕΣΣ

2.        Κατά το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (3) (στο εξής: πρωτόκολλο), δεκατρία κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εξουσιοδοτούνται να θεσπίσουν στενότερη συνεργασία μεταξύ τους στο πεδίο εφαρμογής του αποκαλούμενου «κεκτημένου του Σένγκεν».

3.        Στο κεκτημένο του Σένγκεν, όπως έχει καθορισθεί, καταλέγονται, μεταξύ άλλων, η συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 14 Ιουνίου 1985 (4) (στο εξής: Συμφωνία Σένγκεν), καθώς και η ΣΕΣΣ.

4.        Το πρωτόκολλο ορίζει ότι από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, ήτοι από 1ης Μαΐου 1999, το κεκτημένο του Σένγκεν έχει απευθείας εφαρμογή εντός των δεκατριών κρατών μελών που απαριθμεί το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αυτού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι Κάτω Χώρες και το Βέλγιο (5).

5.        Τα άρθρα 54 έως 58 της ΣΕΣΣ συναποτελούν το κεφάλαιο 3, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εφαρμογή της αρχής ne bis in idem» και εντάσσεται στον τίτλο ΙΙΙ της συμβάσεως εφαρμογής, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Αστυνομία και ασφάλεια».

6.        Το άρθρο 54 ορίζει ότι «[ό]ποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτισθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτισθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.»

7.        Το άρθρο 55, παράγραφος 1, παρέχει τη δυνατότητα στα συμβαλλόμενα μέρη να δηλώσουν «κατά τον χρόνο της κυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως της παρούσας συμβάσεως, [...] ότι δεν [δεσμεύονται] από το άρθρο 54 […] όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έλαβε υπόψη της η αλλοδαπή δικαστική απόφαση έλαβαν χώρα είτε εν όλω είτε εν μέρει στο έδαφός του», συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά της εθνικής ασφάλειας ή εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων αυτού του συμβαλλομένου μέρους και/ή διαπράχθηκαν από δημόσιο υπάλληλο αυτού του συμβαλλομένου μέρους κατά παράβαση των καθηκόντων της θέσεώς του.

8.        Το άρθρο 56 ορίζει ότι, «[ε]άν ασκήθηκε νέα ποινική δίωξη από ένα συμβαλλόμενο μέρος εναντίον προσώπου, το οποίο καταδικάστηκε αμετάκλητα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος, ο χρόνος στερήσεως της ελευθερίας που εκτίθηκε στο έδαφος του τελευταίου τούτου συμβαλλομένου μέρους εξαιτίας αυτών των πραγματικών περιστατικών πρέπει να εκπίπτει από την κύρωση που ενδεχομένως θα επιβληθεί. Θα λαμβάνονται επίσης υπόψη, στο μέτρο που οι εθνικές νομοθεσίες το επιτρέπουν, οι οποιεσδήποτε άλλες κυρώσεις πέραν των στερητικών της ελευθερίας ποινών».

9.        Το άρθρο 58 ορίζει ότι «[οι] προηγούμενες διατάξεις δεν εμποδίζουν την εφαρμογή ευρύτερων εθνικών διατάξεων που αφορούν την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, η οποία συνδέεται με τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό.»

10.      Κατά το άρθρο 71, παράγραφος 1, το οποίο στο κεφάλαιο 6 της ΣΕΣΣ φέρει τον τίτλο «Ναρκωτικά», τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση, «να λάβουν, σε συμφωνία με τις υφιστάμενες συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών, κάθε απαραίτητο μέτρο για την πρόληψη και την καταστολή της παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών». Το άρθρο 71, παράγραφος 2, απαιτεί από τα συμβαλλόμενα μέρη να αναλάβουν την υποχρέωση «να προλαμβάνουν και να καταστέλλουν με τη βοήθεια διοικητικών και ποινικών μέτρων» την παράνομη εξαγωγή, την πώληση, την προμήθεια και την παράδοση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Κατά το άρθρο 71, παράγραφος 5, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να «λάβουν κάθε δυνατό μέτρο για την πρόληψη και καταπολέμηση των αρνητικών επιπτώσεων της παράνομης αυτής ζήτησης».

 Η Ενιαία Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά του 1961

11.      Η Ενιαία Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά του 1961, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 1972 (στο εξής: Ενιαία Σύμβαση), αποτελεί μέρος του κεκτημένου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως βάσει του τίτλου VI της ΣΕΕ. Τα κράτη μέλη αποτελούν είτε συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση αυτή ή υποχρεούνται να γίνουν κατά την προσχώρησή τους στην ΕΕ.

12.      Το άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της Ενιαίας Συμβάσεως, που επιγράφεται «Ποινικές διατάξεις», ορίζει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος, υπό την επιφύλαξη των οικείων συνταγματικών διατάξεών του, θα λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε τα εγκλήματα που συνδέονται με τα ναρκωτικά, όπως είναι η πώληση, η διανομή ή κάθε άλλη πράξη που κατά την άποψη του εν λόγω μέρους αντιβαίνει στις διατάξεις της ως άνω Συμβάσεως, να συνιστούν αξιόποινες πράξεις όταν διαπράττονται εκ προθέσεως και ώστε οι σοβαρές αξιόποινες πράξεις να τιμωρούνται με την κατάλληλη ποινή, ιδίως με φυλάκιση και με άλλες στερητικές της ελευθερίας ποινές.

13.      Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σημεία i και ii, υπό την επιφύλαξη των οικείων συνταγματικών διατάξεων ενός συμβαλλομένου μέρους, του νομικού συστήματός του και της εσωτερικής νομοθεσίας του κάθε μία από αυτές τις αξιόποινες πράξεις θα θεωρείται ως χωριστή αξιόποινη πράξη αν αυτές διαπράττονται σε διαφορετικές χώρες, οι δε οικονομικές ενέργειες που συνδέονται με τα αδικήματα αυτά θα αποτελούν επίσης αξιόποινες πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 1.

 Η εθνική νομοθεσία

14.      Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά, δεν υπήρχε ειδική διάταξη στον Ποινικό Κώδικα των Κάτω Χωρών για το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Εντούτοις, μέχρι το 2002 η νομιμοποίηση εσόδων από την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 416 του Ποινικού Κώδικα των Κάτω Χωρών, δυνάμει του οποίου αποτελεί αξιόποινη πράξη οποιαδήποτε ενέργεια αφορά κλοπιμαία ή έσοδα που προέρχονται από κλοπιμαία. Προκειμένου να καταδικαστεί για το αδίκημα αυτό το πρόσωπο το οποίο επιδίδεται σε τέτοιου είδους πράξεις που αφορούν κλοπιμαία ή έσοδα από κλοπιμαία, πρέπει να τελούσε σε γνώση ότι αυτά αποτελούσαν προϊόν σοβαρής αξιόποινης πράξεως. Η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών θεωρείται ότι αποτελεί τέτοιου είδους αξιόποινη πράξη.

15.      Το άρθρο 505 του βελγικού Ποινικού Κώδικα απαγορεύει τη διακίνηση, αγορά, κατοχή, εμπορία ή διάθεση αγαθών τα οποία το άρθρο 42, παράγραφος 3, του Ποινικού Κώδικα ορίζει ως προερχόμενα από εγκληματική συμπεριφορά. Βάσει των διατάξεων αυτών, απαγορεύεται εντός του Βελγίου η διάθεση και η νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονται από παράνομη διακίνηση ναρκωτικών.

16.      Το άρθρο 65 του βελγικού Ποινικού Κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Όταν με την ίδια πράξη τελούνται περισσότερα εγκλήματα ή όταν διάφορα εγκλήματα κατάγονται ταυτόχρονα σε δίκη ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη της αυτής εγκληματικής προθέσεως η οποία είναι επαναλαμβανόμενη και σταθερή, επιβάλλεται μόνον η βαρύτερη ποινή.

Στην περίπτωση που το δικαστήριο αποφανθεί ότι τα εγκλήματα για τα οποία είχε εκδοθεί κατά το παρελθόν τελεσίδικη απόφαση καθώς και άλλες πράξεις οι οποίες κατάγονται σε δίκη ενώπιόν του –υποτεθείσθω ότι πράγματι αποδεικνύονται– και οι οποίες είναι προγενέστερες της εν λόγω αποφάσεως υποδηλώνουν την ύπαρξη της αυτής εγκληματικής προθέσεως η οποία είναι επαναλαμβανόμενη και σταθερή, λαμβάνει υπόψη του κατά την επιμέτρηση της ποινής τις ήδη καταγνωσθείσες ποινές. Εάν το δικαστήριο εκτιμά ότι οι ποινές αυτές αρκούν για το σύνολο των εγκλημάτων, αποφαίνεται επί της ενοχής και παραπέμπει με την απόφασή του στις ήδη καταγνωσθείσες ποινές. Το συνολικό ύψος των ποινών που μπορεί να επιβληθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να υπερβαίνει τη βαρύτερη ποινή» (6).

 Η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων και τα υποβληθέντα ερωτήματα

17.      Τον Δεκέμβριο του 1998, η Ν. Kraaijenbrink, ολλανδικής ιθαγενείας, καταδικάστηκε από το Arrondissementsrechtbank Middelburg των Κάτω Χωρών σε έξι μήνες φυλάκιση με αναστολή βάσει του άρθρου 416 του ολλανδικού Ποινικού Κώδικα για κατ’ εξακολούθηση αποδοχή και διάθεση χρηματικών ποσών προερχόμενων από εμπορία ναρκωτικών στις Κάτω Χώρες κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 1994 και Μαΐου 1995 (7).

18.      Τον Απρίλιο του 2001, το Πλημμελειοδικείο της Γάνδης, Βέλγιο, καταδίκασε την Ν. Kraaijenbrink σε φυλάκιση δύο ετών για σωρεία εγκλημάτων του άρθρου 505 του βελγικού Ποινικού Κώδικα λόγω πράξεων αγοραπωλησίας συναλλάγματος που διενεργήθηκαν στο Βέλγιο με χρηματικά ποσά προερχόμενα από παράνομο εμπόριο ναρκωτικών ουσιών στις Κάτω Χώρες μεταξύ Νοεμβρίου 1994 και Φεβρουαρίου 1996. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το ποινικό τμήμα του Εφετείου της Γάνδης τον Μάρτιο του 2005.

19.      Αμφότερα τα βελγικά δικαστήρια έκριναν, παραπέμποντας στο άρθρο 71 της ΣΕΣΣ και στο άρθρο 36, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σημεία i και ii, της Ενιαίας Συμβάσεως, ότι η εκκαλούσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ. Τα ως άνω δικαστήρια έκριναν ότι το έγκλημα της αποδοχής και διαθέσεως χρημάτων προσερχόμενων από εμπορία ναρκωτικών το οποίο τελέστηκε στις Κάτω Χώρες και τα εγκλήματα που τελέστηκαν Βέλγιο και αφορούσαν την αγοραπωλησία συναλλάγματος προερχόμενου από εμπορία ναρκωτικών στις Κάτω Χώρες έπρεπε να θεωρηθούν ότι αποτελούν χωριστά εγκλήματα.

20.      Κατόπιν αυτού, η Ν. Kraaijenbrink άσκησε αναίρεση ενώπιον του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η ποινική δίωξη στο Βέλγιο έπρεπε να παύσει κατ’ εφαρμογή της αρχής ne bis in idem του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ.

21.      Το ανώτατο ακυρωτικό αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«1)      Έχει το άρθρο 54 της Συμφωνίας Συνδέσεως του Σένγκεν της 19ης Ιουνίου 1990, σε συνδυασμό με το άρθρο 71 της ίδιας συμβάσεως, την έννοια ότι αξιόποινες πράξεις που συνίστανται στην εντός των Κάτω Χωρών κτήση, κατοχή και/ή μεταβίβαση χρηματικών ποσών σε αλλοδαπό νόμισμα προερχόμενων από την εμπορία ναρκωτικών (για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη και εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση στις Κάτω Χώρες για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος τελεσθείσα κατά παράβαση του άρθρου 416 του Ποινικού Κώδικα), πράξεις οι οποίες είναι διαφορετικές από τις αξιόποινες πράξεις που συνίστανται στην πώληση σε ανταλλακτήρια συναλλάγματος στο Βέλγιο χρηματικών ποσών κτηθέντων στις Κάτω Χώρες κατά την άσκηση της εμπορίας ναρκωτικών (για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη στο Βέλγιο για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και για άλλες πράξεις που αφορούν πράγματα κτηθέντα μέσω αξιόποινης πράξης σύμφωνα με το άρθρο 505 του Ποινικού Κώδικα), πρέπει επίσης να θεωρούνται “ίδια πραγματικά περιστατικά” κατά την έννοια του προπαρατεθέντος άρθρου 54, στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής διαπιστώνει ότι συνδέονται με ενότητα προθέσεως και συνιστούν επομένως, από νομική άποψη, ένα και το αυτό περιστατικό;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Έχει η φράση “δεν μπορεί να διωχθεί […] για τα ίδια πραγματικά περιστατικά” που περιλαμβάνεται στο άρθρο 54 της Συμφωνίας Συνδέσεως του Σένγκεν την έννοια ότι, αν η έκφραση τα “ίδια πραγματικά περιστατικά” καλύπτει επίσης διαφορετικά περιστατικά που συνδέονται με ενότητα προθέσεως και συνιστούν συνεπώς ένα και το αυτό περιστατικό, τούτο συνεπάγεται ότι όποιος κατηγορείται για το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στο Βέλγιο δεν μπορεί πλέον να διωχθεί αφ’ ης στιγμής καταδικάστηκε στις Κάτω Χώρες για άλλες πράξεις τελεσθείσες με την ίδια πρόθεση, ανεξαρτήτως όλων των άλλων πράξεων που τελέσθηκαν κατά την ίδια περίοδο οι οποίες όμως έγιναν γνωστές ή διώχθηκαν στο Βέλγιο μόνο μετά την έκδοση της αλλοδαπής αποφάσεως, όταν κατά της αποφάσεως αυτής δεν συγχωρείται πλέον η άσκηση ενδίκου μέσου, ή έχει την έννοια ότι σε μια τέτοια περίπτωση το δικαστήριο της ουσίας μπορεί να επιβάλει συντρέχουσα ποινή, για τις άλλες αυτές πράξεις, λαμβάνοντας υπόψη τις ήδη επιβληθείσες ποινές, εκτός αν θεωρεί ότι οι άλλες αυτές ποινές συνιστούν δίκαιο κατά την κρίση του κολασμό όλων των εγκλημάτων και χωρίς το σύνολο των επιβληθεισών ποινών να μπορεί να υπερβεί το ανώτατο όριο της βαρυτέρας των ποινών;»

22.      Η Ν. Kraaijenbrink, η Αυστρία, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Ελλάδα, η Πολωνία, η Ισπανία και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Ιουλίου 2006, υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις η Ν. Kraaijenbrink, η Αυστρία, η Ελλάδα, η Ισπανία και η Επιτροπή. Οι Κάτω Χώρες υπέβαλαν παρατηρήσεις μόνον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Όπως και στην περίπτωση της υποθέσεως Kretzinger (8), οι γραπτές παρατηρήσεις υποβλήθηκαν πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της υποθέσεως Van Esbroeck (9). Εντούτοις, η επ’ ακροατηρίου συζήτηση έλαβε χώρα μετά την έκδοση αποφάσεως επί της ανωτέρω υποθέσεως.

 Εκτίμηση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

23.      Πρώτον, από τη δικογραφία συνάγεται ότι η κατηγορουμένη έχει καταδικαστεί για αποδοχή και διάθεση χρηματικών ποσών προερχομένων από παράνομη εμπορία ναρκωτικών ουσιών τόσο στο Βέλγιο όσο και στις Κάτω Χώρες. Πάντως, από τη διάταξη περί παραπομπής δεν συνάγεται με σαφήνεια, όπως παρατήρησαν διάφοροι μετέχοντες στη διαδικασία, αν τα χρηματικά ποσά που αποτέλεσαν αντικείμενο αποδοχής, διαθέσεως και νομιμοποιήσεως στις δύο χώρες προέρχονταν από τις ίδιες πράξεις παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών ή αποτελούσαν μέρος των ίδιων παράνομων εσόδων.

24.      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι «[η] πώληση σε ανταλλακτήρια συναλλάγματος [στο Βέλγιο] χρηματικών ποσών που προέρχονται από την εμπορία ναρκωτικών και [η] λήψη [στις Κάτω Χώρες] χρηματικών ποσών που προέρχονται από την εμπορία ναρκωτικών, τα οποία περιστατικά συνδέονται με ενότητα προθέσεως και επομένως, κατά το βελγικό δίκαιο, συνιστούν από ποινικής απόψεως ένα μόνο περιστατικό». Με άλλα λόγια, αν η συμπεριφορά προς κολασμό της οποίας εκδόθηκαν καταδικαστικές αποφάσεις στις Κάτω Χώρες και το Βέλγιο κρινόταν αποκλειστικά βάσει του βελγικού δικαίου, θα χαρακτηριζόταν ως ενιαία πράξη λόγω της υποκείμενης κοινής προθέσεως.

 Το πρώτο ερώτημα

25.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν δύο χωριστά εγκλήματα που διαπράττονται σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη και τα οποία συνδέονται μεταξύ τους μέσω μιας κοινής εγκληματικής προθέσεως εμπίπτουν εκ του λόγου αυτού στον ορισμό της έννοιας «ίδια πραγματικά περιστατικά» του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Επίσης, ερωτά αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό επηρεάζεται από το άρθρο 71 της ΣΕΣΣ και της Ενιαίας Συμβάσεως, στην οποία παραπέμπει το άρθρο αυτό, όσον αφορά τις υποχρεώσεις των κρατών μελών σε σχέση με την καταπολέμηση της παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.

26.      Η διάταξη περί παραπομπής κάνει λόγο για «αξιόποινες πράξεις» και όχι για πραγματικά περιστατικά. Το Δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του Van Esbroeck ότι το προστατευόμενο έννομο συμφέρον ή ο νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών είναι άνευ σημασίας για την εφαρμογή του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Επομένως, πρέπει να αναδιατυπωθεί το πρώτο ερώτημα ώστε το υποβαλλόμενο ερώτημα να συνίσταται σε ποιο βαθμό η ύπαρξη κοινής εγκληματικής προθέσεως ασκεί επιρροή επί του αν τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία διώχθηκε ο κατηγορούμενος σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη είναι τα «ίδια πραγματικά περιστατικά» κατά την έννοια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ.

 Εκτίμηση

– Τα «ίδια πραγματικά περιστατικά»

27.      Όπως τόνισα με τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Kretzinger (10), τα ζητήματα που θέτει το πρώτο ερώτημα έχουν ήδη επιλυθεί με την απόφαση Van Esbroeck (11) η οποία επικυρώθηκε από τη νομολογία που ακολούθησε (12). Από τη νομολογία συνάγεται ότι το μοναδικό κατάλληλο κριτήριο για την εφαρμογή του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ είναι το κριτήριο της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, υπό την έννοια ότι «πρόκειται για σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους» (13). Κατά το Δικαστήριο, η εκτίμηση του ζητήματος αυτού απαιτεί την εξέταση του «αν τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά συνιστούν ένα σύνολο πραγματικών περιστατικών αρρήκτως συνδεδεμένων κατά χρόνο, τόπο και αντικείμενο» (14).

28.      Βάσει των ανωτέρω, συντάσσομαι με την άποψη της πλειονότητας των μετεχόντων μερών που κατέθεσαν παρατηρήσεις ότι η ύπαρξη κοινής εγκληματικής προθέσεως σε σχέση με τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά δεν επαρκεί καθ’ εαυτήν προκειμένου να χαρακτηρισθούν ως «ίδια πραγματικά περιστατικά» κατά την έννοια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Πράγματι, η κοινή πρόθεση μπορεί να αποτελεί παράγοντα που πρέπει να ληφθεί υπόψη όπως τόνισα με τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Kretzinger (15). Ωστόσο, τα πραγματικά περιστατικά πρέπει επίσης να συνδέονται κατά χρόνο και κατά τόπο.

29.      Όπως επίσης διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφασή του επί της υποθέσεως Van Esbroeck (16), εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αποφαίνονται αν, βάσει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους. Εντούτοις, ενδέχεται να αποδειχθούν χρήσιμες, για το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως στο πλαίσιο της κύριας δίκης, οι κατευθυντήριες γραμμές που θα μπορούσε να χαράξει συναφώς το Δικαστήριο.

30.      Ο λακωνικός χαρακτήρας της διατάξεως περί παραπομπής δεν διευκολύνει ιδιαιτέρως τα πράγματα. Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι δεν αποδείχθηκε στο πλαίσιο της κύριας δίκης αν τα χρηματικά ποσά των οποίων η νομιμοποίηση επιχειρήθηκε στο Βέλγιο προέρχονταν από εμπορία ναρκωτικών ουσιών στις Κάτω Χώρες για την πραγματοποίηση εσόδων από την οποία η Ν. Kraaijenbrink καταδικάστηκε για αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος από το ολλανδικό δικαστήριο. Εντούτοις, αναφερόμενη στις διαπιστώσεις των βελγικών δικαστηρίων της ουσίας, η Ν. Kraaijenbrink εμμένει στον ισχυρισμό της ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβη στο Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες αφορούσαν τα ίδια χρηματικά ποσά που προέρχονταν από τις αυτές πράξεις παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών.

31.      Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες περιλαμβάνει εν γένει μια αλυσίδα οικονομικών συναλλαγών προκειμένου να συγκαλυφθεί η παράνομη προέλευση των εσόδων διά της ανακυκλώσεώς τους μέσα από νόμιμες οδούς. Συνήθως, η διαδικασία της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες περιλαμβάνει πληθώρα συναλλαγών εκ των οποίων ορισμένες ενδέχεται να περιλαμβάνουν αγοραπωλησίες συναλλάγματος, οι οποίες πραγματοποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε διάφορα μέρη. Το τελικό ποσό των χρημάτων είναι συχνά μικρότερο από το αρχικό ποσό και ενδέχεται να είναι σε διαφορετικό νόμισμα.

32.      Συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι, αν οι ενέργειες που έλαβαν χώρα στο Βέλγιο για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες αφορούσαν χρηματικά ποσά αρρήκτως συνδεόμενα με τα χρηματικά ποσά τα οποία διατέθηκαν εντός των Κάτω Χωρών και για την αποδοχή και διάθεση των οποίων η Ν. Kraaijenbrink καταδικάστηκε στην χώρα αυτή, θα αποτελούσαν «ίδια πραγματικά περιστατικά» κατά την έννοια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Τούτο θα μπορούσε να συμβεί π.χ. στην περίπτωση κατά την οποία τα χρήματα που νομιμοποιήθηκαν στο δεύτερο κράτος μέλος αποτελούσαν μέρος των αρχικών εσόδων από την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στο πρώτο κράτος μέλος, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας νομιμοποιήσεως. Πέραν της όπισθεν των πράξεων αυτών κοινής εγκληματικής προθέσεως, θα συνδέονταν και από ουσιαστικής απόψεως, κατά τόπο και κατά χρόνο.

33.      Αντιθέτως, αν το «βρώμικο» χρήμα το οποίο νομιμοποίησε η Ν. Kraaijenbrink στο Βέλγιο δεν συνδέεται με το «βρώμικο» χρήμα που διατέθηκε εντός των Κάτω Χωρών, οι πράξεις αυτές δεν συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους μολονότι ενδέχεται αμφότερες να αφορούν παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και να προέρχονται από κοινή εγκληματική πρόθεση, ήτοι αυτήν της αποκομίσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Τούτο θα συνέβαινε π.χ. στην περίπτωση κατά την οποία τα έσοδα προέρχονταν από εγκλήματα σχετικά με ναρκωτικές ουσίες τα οποία είχαν διαπραχθεί σε διαφορετικά μέρη και σε διαφορετικές ημερομηνίες καθώς και στην περίπτωση κατά την οποία τα έσοδα αυτά είχαν πραγματοποιηθεί ή νομιμοποιηθεί σε χρονικά σημεία αρκούντως διαφορετικά ώστε να διακοπεί ο χρονικός δεσμός.

34.      Στο πλαίσιο της υποθέσεως Van Straaten (17), το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε ουσιαστικά το ερώτημα αν δύο πράξεις κατοχής ηρωίνης σε δύο κράτη μέλη αποτελούσαν «ίδια πραγματικά περιστατικά» κατά την έννοια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, μολονότι η πρώτη πράξη αφορούσε ένα μικρό μέρος από μεγαλύτερη παρτίδα ηρωίνης, για την κατοχή της οποίας είχε απαγγελθεί κατηγορία στον κατηγορούμενο στο δεύτερο κράτος μέλος και μολονότι οι φερόμενοι ως συνεργοί στη διάπραξη των εγκλημάτων αυτών ήσαν διαφορετικοί στα δύο κράτη μέλη.

35.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι, «[ό]σον αφορά τα σχετικά με ναρκωτικές ουσίες εγκλήματα, δεν απαιτείται να είναι η ίδια η οικεία ποσότητα ναρκωτικών στα δύο συμβαλλόμενα κράτη ή να ταυτίζονται τα άτομα που φέρεται ότι ετέλεσαν τις οικείες πράξεις στα δύο αυτά κράτη» για την εφαρμογή του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ (18). Ως εκ τούτου, ενδέχεται, στην περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται αυτού του είδους η ταυτότητα, να υφίστανται μολαταύτα ορισμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία εκ της φύσεώς τους να συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους (19).

36.      Ευθύς εξαρχής πρέπει να τονίσω ότι η κατά γράμμα εφαρμογή της συλλογιστικής αυτής σε οποιοδήποτε έγκλημα σχετικό με τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών θα μπορούσε να έχει ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Τυχόν καταδίκη για κατοχή ή διάθεση μικρής ποσότητας ναρκωτικών ουσιών σε ένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει κατά την άποψή μου να αποκλείει αυτομάτως την άσκηση περαιτέρω ποινικής διώξεως για κατοχή ή διάθεση σημαντικά μεγαλύτερων ποσοτήτων της ίδιας ναρκωτικής ουσίας σε άλλο κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του αν αποτελούν ή όχι μέρος της ίδιας παρτίδας (20). Φρονώ ότι είναι ενδεδειγμένο οι προπαρατεθείσες εκτιμήσεις από την απόφαση Van Straaten να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποτελούν ad hoc εφαρμογή του γενικού κανόνα ότι δεν απαιτείται πλήρης ταυτότητα πραγματικών περιστατικών –εν προκειμένω ταυτότητα των ναρκωτικών ουσιών και ταυτότητα των συνεργών– για την εφαρμογή του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Αντιθέτως, από τις εκτιμήσεις αυτές συνάγεται ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν διακριτική εξουσία να εκτιμούν αν πρόκειται για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υποθέσεως.

37.      Στηριζόμενη στις ανωτέρω εκτιμήσεις, η απόφαση Van Straaten συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι τυχόν διαφορά στα ποσά που διατέθηκαν στις Κάτω Χώρες και το Βέλγιο δεν αποκλείει καθ’ εαυτήν το ενδεχόμενο να θεωρηθούν ότι είναι ίδια τα πραγματικά περιστατικά κατά την έννοια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Εντούτοις, όπως προελέχθη, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί αν υπάρχει «άρρηκτος σύνδεσμος» βάσει των αποδεικτικών στοιχειών που προσκομίζονται στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

38.      Για λόγους πληρότητας, προσθέτω ότι δυνάμει του άρθρου 58 της ΣΕΣΣ τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας τους, μια πιο διασταλτική ερμηνεία της αρχής ne bis in idem. Επομένως, δεν θα αντέβαινε προς το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ τυχόν ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας υπό την έννοια ότι τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της Ν. Kraaijenbrink, πρέπει να θεωρηθούν ότι είναι τα ίδια, διότι προέρχονται από την ίδια πρόθεση, έστω και αν δεν στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά κατά την έννοια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ.

– Τα άρθρα 71 της ΣΕΣΣ και 36, παράγραφος 2, της Ενιαίας Συμβάσεως

39.      Ως προς τα άρθρα 71 της ΣΕΣΣ και 36, παράγραφος 2, της Ενιαίας Συμβάσεως, η πλειονότητα των μετεχόντων μερών υποστηρίζουν ότι κανένα από τα άρθρα αυτά δεν είναι κρίσιμο για την ερμηνεία του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Συντάσσομαι με την άποψη αυτή.

40.      Είναι αληθές ότι το άρθρο 36, παράγραφος 2, της Ενιαίας Συμβάσεως, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 71 της ΣΕΣΣ, απαιτεί να θεωρούνται ως χωριστές παραβάσεις οι παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, εφόσον έχουν διαπραχθεί σε διαφορετικές χώρες. Εντούτοις, έστω και αν θεωρηθεί ότι η νομιμοποίηση εσόδων από την εμπορία ναρκωτικών ουσιών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 36, παράγραφος 2, της Ενιαίας Συμβάσεως (21), το Δικαστήριο έχει ρητώς αποφανθεί με την απόφασή του Van Esbroeck ότι «το άρθρο 71 της [ΣΕΣΣ] δεν έχει κανένα στοιχείο που να περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 54» (22). Κατά το Δικαστήριο, «η παραπομπή του άρθρου 71 της ΣΕΣΣ στις υφιστάμενες συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμποδίζει την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, η οποία εμποδίζει αποκλειστικά τις πολλαπλές διώξεις ενός προσώπου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, χωρίς κατά τούτο να συνεπάγεται αποποινικοποίηση εντός του χώρου Σένγκεν» (23).

41.      Φρονώ ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις ισχύουν εξίσου στην υπό κρίση υπόθεση. Το άρθρο 71 της ΣΕΣΣ, που έχει μία πολύ γενική διατύπωση και το οποίο επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη τη γενική υποχρέωση να τιμωρούν όλα τα σχετικά με τις ναρκωτικές ουσίες εγκλήματα, δεν προβλέπει καμία εξαίρεση από την αρχή ne bis in idem στον τομέα αυτόν και δεν επιτρέπει την άσκηση δεύτερης ποινικής διώξεως για έγκλημα σχετικό με ναρκωτικές ουσίες στο πεδίο ισχύος της Συνθήκης Σένγκεν.

42.      Η Ενιαία Σύμβαση υπογράφηκε το 1961 σε μία διακυβερνητική σύσκεψη με σκοπό να εφαρμοστεί σε κυρίαρχα κράτη. Η Επιτροπή υποστηρίζει με πειστικά επιχειρήματα ότι θα ήταν άστοχο να εφαρμόζεται η Ενιαία Σύμβαση στον χώρο Σένγκεν ο οποίος δημιουργήθηκε 30 έτη αργότερα και με σκοπό να επιτευχθεί μεγαλύτερη ολοκλήρωση στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των μερών που έχουν συμβληθεί στις συμφωνίες Σένγκεν (24).

43.      Στο πλαίσιο ενός τέτοιου ολοκληρωμένου χώρου, ο οποίος στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης (25) και εντός του οποίου πρέπει να λαμβάνονται σταδιακά μέτρα σε υπερεθνικό και όχι σε εθνικό επίπεδο για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών (26), η υποχρέωση του άρθρου 36 της Ενιαίας Συμβάσεως να θεωρούνται ως χωριστά εγκλήματα τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί σε διαφορετικές χώρες καθίσταται άνευ αντικειμένου. Κατά την άποψή μου, η υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 71 της ΣΕΣΣ στα συμβαλλόμενα μέρη να λάβουν, σε συμφωνία με τις υφιστάμενες συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών, κάθε απαραίτητο μέτρο για την καταστολή της παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στον βαθμό που οι συμβάσεις αυτές είναι συναφείς με τους σκοπούς που επιδιώκουν οι συμφωνίες Σένγκεν.

44.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι ο όρος «ίδια πραγματικά περιστατικά» των άρθρων 54 και 56 της ΣΕΣΣ αφορά την ταυτότητα των ουσιαστικών πραγματικών περιστατικών, νοούμενη ως ένα σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων τα οποία συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους κατά χρόνο, κατά τόπο καθώς και λόγω του αντικειμένου τους. Η ύπαρξη κοινής εγκληματικής προθέσεως ενδέχεται να έχει σημασία κατά την εκτίμηση σχετικά με το αν πληρούνται τα τρία αυτά κριτήρια, πλην όμως αυτό καθαυτό το στοιχείο δεν αποτελεί κριτήριο. Η ανωτέρω ερμηνεία δεν επηρεάζεται από το άρθρο 71 της ΣΕΣΣ ή από το άρθρο 36, παράγραφος 2, της Ενιαίας Συμβάσεως περί ναρκωτικών ουσιών των Ηνωμένων Εθνών του 1961.

 Το δεύτερο ερώτημα

45.      Το δεύτερο ερώτημα τίθεται μόνο για την περίπτωση που δοθεί η (καταφατική) απάντηση ότι η ύπαρξη κοινής προθέσεως αποτελεί καθ’ εαυτήν επαρκή προϋπόθεση προκειμένου να θεωρηθεί ένα έγκλημα ως στοιχειοθετούμενο από τα «ίδια πραγματικά περιστατικά» κατά την έννοια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Εξήγησα για ποιους λόγους θεωρώ ότι τούτο δεν συμβαίνει. Εντούτοις, προτίθεμαι να εξετάσω το δεύτερο ερώτημα εν συντομία για την περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει καταφατικά στο πρώτο ερώτημα.

46.      Η διατύπωση του δευτέρου ερωτήματος είναι ασαφής και επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες. Όπως το αντιλαμβάνομαι, αποτελείται από δύο σκέλη.

47.      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, στην περίπτωση που στην έννοια «ίδια πραγματικά περιστατικά» του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ εμπίπτουν πραγματικά περιστατικά τα οποία διαφέρουν, πλην το κοινό στοιχείο τους είναι η ύπαρξη της αυτής εγκληματικής προθέσεως, η έννοια αυτή μπορεί να επεκταθεί προκειμένου να καλύψει άλλα εγκλήματα τα οποία έχουν διαπραχθεί κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου και έχουν παρεπόμενο ή συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με το έγκλημα για το οποίο εκδόθηκε η πρώτη καταδικαστική απόφαση, αλλά τα οποία αποκαλύφθηκαν ή για τα οποία ασκήθηκαν ποινικές διώξεις στο δεύτερο κράτος μέλος μετά την έκδοση της πρώτης αποφάσεως ή αν το δικαστήριο του δεύτερου κράτους μέλους μπορεί να εκδώσει συμπληρωματική καταδικαστική απόφαση σε σχέση με αυτά τα πραγματικά περιστατικά.

48.      Αν συμβαίνει αυτό το τελευταίο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός του, αν το δικαστήριο στο δεύτερο κράτος μέλος πρέπει να λάβει υπόψη του τις ήδη καταγνωσθείσες ποινές στο πρώτο κράτος μέλος στο πλαίσιο της επιμετρήσεως της ποινής που πρέπει να επιβληθεί δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.

49.      Φρονώ ότι η απάντηση στο πρώτο σκέλος πρέπει να ακολουθήσει τη συλλογιστική που εξέθεσα στο πλαίσιο της απαντήσεως του πρώτου ερωτήματος. Βάσει της νομολογίας Van Esbroeck, εάν τα πραγματικά περιστατικά που πληρούν την αντικειμενική υπόσταση παρεπόμενων αξιοποίνων πράξεων συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους κατά χρόνο, κατά τόπο καθώς και ως προς το αντικείμενό τους με τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η καταδικαστική απόφαση στο πρώτο κράτος μέλος, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, εφόσον πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις που το άρθρο αυτό τάσσει (27). Εάν τούτο δεν συμβαίνει, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να δικάσει τον κατηγορούμενο για τα παρεπόμενα εγκλήματα, δεδομένου ότι τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά δεν εμπίπτουν στην έννοια των «ίδιων πραγματικών περιστατικών» της διατάξεως αυτής.

50.      Το γεγονός ότι τα παρεπόμενα πραγματικά περιστατικά δεν είχαν αποκαλυφθεί κατά το χρονικό εκείνο διάστημα ή δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής διερευνήσεως στο πλαίσιο δίκης στο πρώτο κράτος μέλος δεν ανατρέπει το ανωτέρω συμπέρασμα. Από κανένα στοιχείο της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια των «ίδιων πραγματικών περιστατικών» του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ δεν συνάγεται ότι το πεδίο εφαρμογής της περιορίζεται στα πραγματικά περιστατικά τα οποία ήσαν γνωστά στις διωκτικές αρχές κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ή στα επιληφθέντα της υποθέσεως δικαστήρια του πρώτου κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, τίποτα δεν εμποδίζει τα δικαστήρια του δευτέρου κράτους μέλους να διαπιστώσουν ότι αυτά τα πραγματικά περιστατικά «συνδέονται αρρήκτως» με τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν αντικείμενο δικαστικής διερευνήσεως στο πλαίσιο προηγούμενων δικών και, ως εκ τούτου, να θεωρήσουν ότι πρόκειται για τα «ίδια πραγματικά περιστατικά».

51.      Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του Van Straaten (28) ότι το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ δεν απαιτεί να ταυτίζονται όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν αντικείμενο δικαστικής διερευνήσεως στο πλαίσιο των δύο δικών. Στην υπόθεση αυτή, το γεγονός ότι το δικαστήριο του πρώτου κράτους μέλους δεν έλαβε υπόψη του ορισμένες περιστάσεις τις οποίες έλαβε υπόψη του ωστόσο το δικαστήριο του δευτέρου κράτους μέλους (29) δεν εμπόδισε το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αποτελούσαν τα ίδια πραγματικά περιστατικά κατά την έννοια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ.

52.      Παρεμφερής συλλογιστική θα μπορούσε να ισχύσει στην υπό κρίση υπόθεση. Πραγματικά περιστατικά που έχουν παρεπόμενο ή συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με τα κύρια πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν αντικείμενο δικαστικής διερευνήσεως στο πλαίσιο προηγούμενων δικών, τα οποία όμως δεν εξετάστηκαν αυτά καθαυτά στο πλαίσιο των δικών αυτών, εμπίπτουν στην έννοια των «ίδιων πραγματικών περιστατικών» του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, εφόσον όλα τα πραγματικά περιστατικά συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους κατά χρόνο, κατά τόπο καθώς και ως προς το αντικείμενό τους. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήρια να αποφανθεί αν τούτο συμβαίνει με τα υπό κρίση πραγματικά περιστατικά.

53.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά ουσιαστικά με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός του αν το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δεύτερη δίκη πρέπει να λάβει υπόψη του τις καταγνωσθείσες ποινές στο πλαίσιο της πρώτης δίκης για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, εφόσον αποφασίσει να επιβάλει ποινή στον κατηγορούμενο σε σχέση με αυτά τα παρεπόμενα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά.

54.      Προφανώς, αν κριθεί ότι τα παρεπόμενα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά αποτελούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά κατά την έννοια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δεύτερη δίκη δεν μπορεί, εφόσον πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις, να συνεχίσει την ποινική δίωξη ούτε, a fortiori, να εκδώσει καταδικαστική απόφαση εις βάρος του κατηγορουμένου. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα συνυπολογισμού των ήδη καταγνωσθεισών ποινών.

55.      Άλλως έχουν τα πράγματα στην περίπτωση που, ακόμη και αν κριθεί ότι τα παρεπόμενα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά αποτελούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά, δεν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ (30). Στην περίπτωση αυτή, στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος αυτού πρέπει να δοθει απάντηση υπό το πρίσμα τόσο της γενικής αρχής του συνυπολογισμού όσο και του άρθρου 56 της ΣΕΣΣ. Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 56 της ΣΕΣΣ απαιτεί από τα συμβαλλόμενα μέρη που προβαίνουν στην άσκηση νέας ποινικής διώξεως κατά προσώπου το οποίο καταδικάσθηκε αμετάκλητα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος να αφαιρούν τον χρόνο στερήσεως της ελευθερίας ποινής που εκτίσθηκε στο τελευταίο αυτό συμβαλλόμενο μέρος σε σχέση με αυτά τα πραγματικά περιστατικά από την όποια ποινή επιβάλλουν. Επομένως, η διάταξη αυτή απαιτεί από τα κράτη μέλη, στον βαθμό που το επιτρέπουν οι εθνικές νομοθεσίες τους, να λαμβάνουν υπόψη τους και τις οποιεσδήποτε άλλες κυρώσεις πέραν των στερητικών της ελευθερίας ποινών.

56.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, κατά την άποψή της, το άρθρο 56 της ΣΕΣΣ απηχεί μια γενική αρχή του ποινικού δικαίου, ήτοι την αρχή της αναλογικότητας, η οποία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε κατάσταση επί της οποίας δεν εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ.

57.      Οι Κάτω Χώρες αντιτάχθηκαν με σφοδρότητα στο επιχείρημα αυτό. Υποστήριξαν ότι η αρχή του συνυπολογισμού του άρθρου 56 της ΣΕΣΣ περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζονται οι εξαιρέσεις του άρθρου 55, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το εθνικό δίκαιο είναι αυτό που καθορίζει την εφαρμογή ή όχι της αρχής αυτής. Κατά την άποψή τους, η αποδοχή του επιχειρήματος της Επιτροπής θα ισοδυναμούσε με συγκεκαλυμμένη εναρμόνιση του εθνικού ποινικού δικαίου διά της καταστρατηγήσεως των διατάξεων της ΣΕΣΣ.

58.      Δεν μπορώ να βρω κάποιο λογικό στοιχείο ή κάποιο στοιχείο από τη διατύπωση που να διασυνδέει τα άρθρα 55 και 56 της ΣΕΣΣ προς επίρρωση της ως άνω ερμηνείας. Έτι βασικότερον: συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι υπάρχει μια γενική αρχή του συνυπολογισμού (31) στο δίκαιο της ΕΕ, σύμφωνα με την οποία οι προγενέστερες ποινές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάζεται στο πλαίσιο μιας δεύτερης δίκης για τα ίδια πραγματικά περιστατικά (32).

59.      Όχι μόνον το ποινικό δίκαιο εκάστου κράτους μέλους, στον βαθμό που είχα τη δυνατότητα να το επιβεβαιώσω, περιλαμβάνει παραλλαγές της αρχής αυτής (33), αλλά και το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη της αρχής αυτής κατά την επιβολή συντρεχουσών κυρώσεων σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού. Με την απόφασή του Walt Wilhelm, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «[α]ν, όμως, η δυνατότητα διπλής διαδικασίας πρόκειται να οδηγήσει σε σώρευση κυρώσεων, μια γενική απαίτηση επιεικείας [...], επιβάλλει να ληφθεί υπόψη κάθε προηγούμενη κατασταλτική απόφαση για τον καθορισμό μιας ενδεχόμενης κυρώσεως» (34). Η ανωτέρω νομολογία επικυρώθηκε στη συνέχεια με την απόφαση Boehringer Mannheim με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «η Επιτροπή, καθορίζοντας το ύψος του προστίμου, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τις κυρώσεις που έχουν ήδη επιβληθεί στην ίδια επιχείρηση για το ίδιο πραγματικό περιστατικό, όταν πρόκειται για κυρώσεις οι οποίες επιβάλλονται λόγω παραβάσεων του δικαίου των συμπράξεων ενός κράτους μέλους και συνεπώς για νομικές παραβάσεις που τελέσθηκαν στην επικράτεια της Κοινότητας» (35). Το Πρωτοδικείο έχει ακολουθήσει πιστά τη νομολογία αυτή (36).

60.      Μολονότι η νομολογία επί του ζητήματος αυτού δεν έχει ακόμη παγιωθεί (37), φρονώ ότι η αρχή του συνυπολογισμού μπορεί να θεωρηθεί ως μια γενική αρχή του ποινικού δικαίου που ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και, κατ’ επέκταση, ως μια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου η οποία απορρέει από τις απαιτήσεις της επιείκειας και από την αρχή της αναλογικότητας στο πλαίσιο της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης (38).

61.      Φρονώ ότι η αρχή του συνυπολογισμού διαφέρει από εννοιολογικής απόψεως από την αρχή ne bis in idem, μολονότι αμφότερες αποτελούν εκφάνσεις της γενικής απαιτήσεως περί επιείκειας ή περί απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο της ποινικής δίκης (39). Εξ ορισμού, η αρχή του συνυπολογισμού λαμβάνεται υπόψη μόνο στην περίπτωση κατά την οποία δεν εφαρμόζεται, για οποιονδήποτε λόγο, η αρχή ne bis in idem ακόμη και όταν τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η ποινική δίωξη είναι τα ίδια (40). Ειδάλλως, το δικαστήριο, το οποίο καλείται να εκδώσει απόφαση στο πλαίσιο της δεύτερης ποινικής δίκης, πρέπει να διατάξει την παύση της ποινικής διώξεως λόγω παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem.

62.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το άρθρο 56 της ΣΕΣΣ απλώς κωδικοποιεί την αρχή του συνυπολογισμού για τους σκοπούς της εφαρμογής των συνθηκών Σένγκεν. Εάν τούτο αληθεύει, απορρέουν εντεύθεν δύο συνέπειες. Πρώτον, έστω και χωρίς το άρθρο 56, η αρχή του συνυπολογισμού θα είχε και πάλι εφαρμογή ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Δεύτερον, ως γενική αρχή δικαίου ίσταται σε υψηλότερη ιεραρχική βαθμίδα σε σχέση προς το άρθρο 56 της ΣΕΣΣ. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως περιορίζεται σε στερητικές της ελευθερίας ποινές υποσκελίζεται από το ευρύτερο πεδίο εφαρμογής της γενικής αρχής: όλες οι καταγνωσθείσες και εκτεθείσες για τα ίδια πραγματικά περιστατικά ποινές στο πρώτο κράτος μέλος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της δίκης στο δεύτερο κράτος μέλος.

63.      Επομένως, υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου και μόνον, όταν η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή, τα εθνικά ποινικά δικαστήρια υποχρεούνται κατά την έκδοση της αποφάσεώς τους να λαμβάνουν υπόψη τους ποινές, είτε πρόκειται για στερητικές της ελευθερίας ποινές είτε όχι, οι οποίες έχουν επιβληθεί και εκτισθεί (ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο εκτισθεί) από τον κατηγορούμενο σε άλλο κράτος μέλος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Τούτο θα συμβεί οσάκις εφαρμόζεται κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 55 της ΣΕΣΣ, αλλά και οσάκις έχει εκδοθεί απόφαση στο πρώτο κράτος μέλος, πλην όμως δεν πληρούται η προϋπόθεση περί εκτελέσεως της ποινής που θέτει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ (41).

64.      Εντούτοις, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν δεχτεί την πρότασή μου ότι υπάρχει μια τέτοια γενική αρχή του καταλογισμού, φρονώ ότι θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εφαρμοστεί το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ. Τα κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη Σένγκεν υποχρεούνται να συνυπολογίζουν οποιεσδήποτε προηγούμενες χρονικές περιόδους στερήσεως της ελευθερίας τις οποίες εξέτισε ο κατηγορούμενος σε άλλα κράτη μέλη στο πλαίσιο της επιμετρήσεως οποιασδήποτε στερητικής της ελευθερίας ποινής που του επιβληθεί στο πλαίσιο της Συνθήκης Σένγκεν.

65.      Στο σημείο αυτό διαφωνώ με τη συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 56 της ΣΕΣΣ που προτείνει η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών. Από κανένα στοιχείο της ευρείας διατυπώσεως της διατάξεως αυτής δεν συνάγεται ότι το πεδίο εφαρμογής της περιορίζεται στις περιπτώσεις που τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 55, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ. Αντιθέτως, από τη γραμματική ερμηνεία συνάγεται σαφώς ότι η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, για οποιονδήποτε λόγο, έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε ένα κράτος μέλος κατά του ίδιου κατηγορουμένου, μολονότι για τα ίδια πραγματικά περιστατικά είχε εκδοθεί απόφαση σε άλλο κράτος μέλος (42).

66.      Η προηγηθείσα ανάλυση εφαρμόζεται προφανώς στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος δικάζεται και καταδικάζεται για τα ίδια πραγματικά περιστατικά για δεύτερη φορά σε άλλο κράτος μέλος και δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ. Στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν είναι τα ίδια, τότε ούτε το άρθρο 56 της ΣΕΣΣ ούτε, όπως εξήγησα, η γενική αρχή του συνυπολογισμού επιβάλλουν την τήρηση κάποιων υποχρεώσεων.

67.      Για λόγους πληρότητας, προσθέτω ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων εκκρεμεί η δεύτερη δίκη, να εφαρμόζουν ελαστικότερους ποινικούς κανόνες της εθνικής τους νομοθεσίας στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορούν να εφαρμοστούν τα άρθρα 54 ή 56 της ΣΕΣΣ –ή τις αρχές που τα άρθρα αυτά περιέχουν– εκ του λόγου ότι το εθνικό δικαστήριο αποφαίνεται ότι η εκκρεμούσα ενώπιον του δίκη αφορά πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν είναι «τα ίδια πραγματικά περιστατικά» με αυτά που αποτέλεσαν αντικείμενο δικαστικής διαγνώσεως στην πρώτη δίκη.

68.      Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από τις γενικές αρχές της επικουρικότητας και της κατανομής αρμοδιοτήτων. Επιπλέον, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, το άρθρο 56, in fine, και το άρθρο 58 της ΣΕΣΣ ρητώς επιτρέπουν στα κράτη μέλη την εφαρμογή ευρύτερων εθνικών διατάξεων που αφορούν την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem και της αρχής του συνυπολογισμού στο πλαίσιο του κεκτημένου του Σένγκεν.

69.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η έννοια των «ίδιων πραγματικών περιστατικών» των άρθρων 54 και 56 της ΣΕΣΣ καλύπτει πραγματικά περιστατικά τα οποία έχουν παρεπόμενο ή συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με τα κύρια πραγματικά περιστατικά που κρίθηκαν στο πρώτο κράτος μέλος, τα οποία ωστόσο δεν αποτέλεσαν καθαυτά αντικείμενο δικανικής κρίσεως στο πλαίσιο της πρώτης δίκης, εφόσον αυτά τα πραγματικά περιστατικά συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους κατά χρόνο, κατά τόπο και ως εκ του αντικειμένου τους. Από καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν συνάγεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εφαρμόζουν επί του κατηγορουμένου ευνοϊκότερους ποινικούς κανόνες από αυτούς των οποίων την εφαρμογή επιτάσσουν τα άρθρα 54 έως 57 της ΣΕΣΣ.

 Πρόταση

70.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, θεωρώ ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να απαντήσει στα ερωτήματα του Hof van Cassatie ως εξής:

–        Ο όρος «ίδια πραγματικά περιστατικά» των άρθρων 54 και 56 της ΣΕΣΣ αφορά την ταυτότητα των ουσιαστικών πραγματικών περιστατικών, νοούμενη ως ένα σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους κατά χρόνο, κατά τόπο και ως εκ του αντικειμένου τους. Το άρθρο 71 της ΣΕΣΣ ή το άρθρο 36, παράγραφος 2, της Ενιαίας Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών του 1961 για τις ναρκωτικές ουσίες δεν επηρεάζει την ερμηνεία αυτή.

–        Η ύπαρξη κοινής εγκληματικής προθέσεως ενδέχεται να έχει σημασία κατά την εκτίμηση του αν πληρούνται αυτά τα τρία κριτήρια, πλην όμως αυτή η ίδια δεν αποτελεί κριτήριο.

–        Πραγματικά περιστατικά τα οποία έχουν παρεπόμενο ή συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με τα κύρια πραγματικά περιστατικά που κρίθηκαν δικαστικώς στο πρώτο κράτος μέλος, τα οποία ωστόσο δεν αποτέλεσαν καθαυτά αντικείμενο δικανικής κρίσεως στο πλαίσιο της πρώτης δίκης, εμπίπτουν στην έννοια των «ίδιων πραγματικών περιστατικών» του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, εφόσον αυτά τα πραγματικά περιστατικά συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους κατά χρόνο, κατά τόπο και ως εκ του αντικειμένου τους.

–        Σε κάθε περίπτωση, το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν επί του κατηγορουμένου ευνοϊκότερους κανόνες από αυτούς των οποίων την εφαρμογή επιτάσσουν τα άρθρα 54 έως 57 της ΣΕΣΣ.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – ΕΕ 2000 L 239, σ. 19.


3 – Το οποίο προσαρτήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.


4 – ΕΕ 2000, L 239, σ. 13.


5 – Άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο. Δυνάμει του άρθρου 35 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να ερμηνεύει διατάξεις της ΣΕΣΣ.


6 –      Σε δική μου μετάφραση. Το πρωτότυπο έχει ως εξής: «Lorsque un même fait constitue plusieurs infractions ou lorsque différentes infractions soumises simultanément au même juge du fond constituent la manifestation successive et continue de la même intention délictueuse, la peine la plus forte sera seule prononcée.


Lorsque le juge de fond constate que des infractions ayant antérieurement fait l’objet d’une décision définitive et d’autres faits dont il est saisi et qui, à les supposer établis, sont antérieurs à ladite décision et constituent avec les premières la manifestation successive et continue de la même intention délictueuse, il tient compte, pour la fixation de la peine, des peines déjà prononcées. Si celles-ci lui paraissent suffire à une juste répression de l’ensemble des infractions, il se prononce sur la culpabilité et renvoie dans sa décision aux peines déjà prononcées. Le total des peines prononcées en application de cet article ne peut excéder le maximum de la peine la plus forte».


7 – Με την ίδια απόφαση, η Ν. Kraaijenbrink καταδικάστηκε επίσης για εκ προθέσεως παράβαση του νόμου περί οπίου κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 1994 και Φεβρουαρίου 1997.


8 – Υπόθεση C-288/05, η οποία εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου και επί της οποίας υπέβαλα σήμερα επίσης τις προτάσεις μου.


9 – Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, C-436/04 (Συλλογή 2006, σ. Ι-2333).


10 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψεις 35 έως 37.


11 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9. Βλ. επίσης το σημείο 22 ανωτέρω.


12 – Βλ. τις αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, C-150/05, Van Straaten (Συλλογή 2006 σ. Ι-9327), και C-467/04, Gasparini (Συλλογή 2006, σ. Ι-9199).


13 – Σκέψη 36.


14 – Σκέψη 38.


15 – Σκέψη 39.


16 – Σκέψη 38.


17 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12.


18 – Σκέψη 49.


19 – Σκέψη 50.


20 – Ως εκ τούτου, έχω επιφυλάξεις ως προς το αν η διακίνηση 50 γραμμαρίων ηρωίνης σε ένα κράτος μέλος και 5 κιλών της ίδιας ναρκωτικής ουσίας σε ένα άλλο κράτος μέλος θα πρέπει αυτομάτως να θεωρείται ως μία και η αυτή πράξη, έστω και αν οι δύο ποσότητες αποτελούν μέρος της ίδιας παρτίδας.


21 – Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τούτο δεν συμβαίνει Δεδομένου του εύρους της διατυπώσεως του άρθρου 36, παράγραφος 2, της Ενιαίας Συμβάσεως (βλ. σημείο 11), αδυνατώ να αντιληφθώ με ποιον τρόπο θα μπορούσε να ευσταθεί η άποψη αυτή.


22 – Σκέψη 40.


23 – Σκέψη 41.


24 – Βλ., στο ίδιο πνεύμα, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer επί της υποθέσεως Van Esbroeck (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 9, σημεία 53 έως 58).


25 – Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-187/01 και C-385/01, Gözütok και Brügge (Συλλογή 2002, σ. Ι-1345, σκέψεις 32 και 33).


26 – Βλ. τα άρθρα 70 και 71, παράγραφος 3, της ΣΕΣΣ το οποίο απαιτεί από τα συμβαλλόμενα μέρη να αυξήσουν τις προσπάθειές τους για συνεργασία στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών.


27 – Ως προς τις λοιπές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να τύχει εφαρμογής το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, ήτοι ότι πρέπει να υπάρχει αμετάκλητη απόφαση και ότι, σε περίπτωση καταδικαστικής αποφάσεως, η ποινή πρέπει να έχει ήδη εκτισθεί ή να εκτίεται ή να μην μπορεί πλέον να εκτισθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλόμενου μέρους που επέβαλε την καταδίκη, βλ. τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Kretzinger, προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 8, καθώς και επί της υποθέσεως Gasparini, προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 12.


28 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12.


29 – Συγκεκριμένα, επρόκειτο για την κατοχή τεσσάρων επιπλέον κιλών ηρωίνης και τη συμμετοχή διαφορετικού προσώπου ως συνεργού.


30 – Βλ. υποσημείωση 27.


31 – Η αρχή αυτή μνημονεύεται επίσης και ως αρχή της «συνεκτιμήσεως» ( βλ. π.χ. M. Fletcher, «Some developments to the nebisinidem principle in the EU: CriminalproceedingsagainstHüsseinGözütokandKlausBrügge» [2003] 66 ModernLawReview 769, υποσημείωση 5) ή «αρχή της ευθύνης» [βλ. J. Vervaele, «The transnational nebisinidem principle in the EU: Mutual Recognition and equivalent protection of human rights», (2005) UtrechtLawReview τόμος I, τεύχος 2 (Δεκέμβριος) 100, σ. 106 και 107].


32 – Εντούτοις θα πρέπει να καταστήσω σαφές ότι και κατανοώ και συμμερίζομαι την ανησυχία των Κάτω Χωρών για το ενδεχόμενο εναρμονίσεως του ποινικού δικαίου από την «πίσω πόρτα» (βλ., στο ίδιο πνεύμα, τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Gasparini, προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 12). Όπως εξηγώ κατωτέρω, φρονώ ότι οι απαρχές της γενικής αρχής του συνυπολογισμού στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου η οποία απορρέει από τις απαιτήσεις του φυσικού δικαίου ανάγονται στο 1969 και στην απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1969, 14/68, Walt Wilhelm (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1).


33 – Βλ. επίσης τα σημεία 64 έως 70 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως Kretzinger, προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 8.


34 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 11.


35 – Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1972, 7/72 (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 313, σκέψη 3).


36 – Βλ. π.χ. την απόφαση της 9ης Ιουλίου 2003, T-224/00, Archer Daniels Midlands Co. (Συλλογή 2003, σ. II-2597, σκέψη 87 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ. επίσης την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T-322/01, Roquette Frères (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή 2006, σκέψεις 279 έως 292).


37 – Παρά τις αναφορές της προγενέστερης νομολογίας στις απαιτήσεις της «επιείκειας», οι οποίες κατά την άποψή μου θα συνεπάγονταν κατά ανάγκην ότι η αρχή του συνυπολογισμού τυγχάνει οικουμενικής εφαρμογής, το Δικαστήριο ήταν απρόθυμο να δεχτεί ρητώς ότι μια τέτοια αρχή υποχρεώνει την Επιτροπή να συνυπολογίσει μια ποινή που έχει επιβάλει τρίτο κράτος κατά τον καθορισμό της ποινής βάσει των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού. Σε δύο πρόσφατες υποθέσεις τις οποίες δίκασε κατά αναίρεση, το Δικαστήριο ούτε επιβεβαίωσε ούτε απέρριψε τον οικουμενικό χαρακτήρα της αρχής του συνυπολογισμού, αλλά έταμε τη διαφορά στηριζόμενο σε άλλο σκεπτικό. Βλ. την απόφαση του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 2006, C-397/03 P, Archer Daniels Midland Co. (Συλλογή 2006, σ. I-4429, σκέψη 52)· παρεμφερή προσέγγιση εφάρμοσε το δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου με την απόφασή του της 29ης Ιουνίου 2006, C-308/04 P, SGL Carbon (Συλλογή 2006, σ. I-5977, σκέψη 27). Εντούτοις, από τη σκέψη 33 της ανωτέρω αποφάσεως μπορεί να συναχθεί ότι το Δικαστήριο απορρίπτει εμμέσως τον οικουμενικό χαρακτήρα της αρχής του συνυπολογισμού.


38 – Η αρχή αυτή περιλαμβάνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα στο άρθρο II-109, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, ήτοι ως μέρος του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ενώσεως. Η διάταξη αυτή, η οποία επιγράφεται «Αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιόποινων πράξεων και ποινών» ορίζει ότι «η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς το αδίκημα».


39 – Βλ., στο ίδιο πνεύμα, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer επί της υποθέσεως Van Straaten, προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 12, σημείο 58. Αυτή είναι επίσης η θέση την οποία, όπως εμμέσως συνάγεται, ακολούθησε το Δικαστήριο στην υπόθεση SGL Carbon και Archer Daniels Midland Co., αμφότερες προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 37. Η στενή σχέση μεταξύ αυτών των δύο αρχών ενδεχομένως να εξηγεί και τον λόγο για τον οποίον το άρθρο 56 της ΣΕΣΣ εντάσσεται από κοινού με το άρθρο 54, στο κεφάλαιο 3 του τίτλου ΙΙΙ της ΣΕΣΣ, υπό την επικεφαλίδα «Εφαρμογή της αρχής ne bis in idem». Εντούτοις, όπως πρότεινα με την υποσημείωση 29 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως Kretzinger, τούτο δεν θα πρέπει να μεταβάλει το συμπέρασμα ότι αποτελούν δύο αυτοτελείς αρχές του κοινοτικού δικαίου. Βλ. επίσης, J-L. de la Cuesta “Concurrent national and international criminal jurisdicition and the principle ‘ne bis in idem’ – general Report [of the XVII International Congress of Penal Law]”, International Review of Penal Law, Vol. 73, 2002/3 -4, 707, σ. 717 και 724.


40 – Βλ. σημείο 63.


41 – Βλ. τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Kretzinger (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 8, σημείο 72).


42 – Βλ. σημείο 63.