Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα

I – Εισαγωγή

1. Το Tribunal des affaires de sécurité sociale de Longwy (πρωτοδικείο του Longwy, Γαλλία, αρμόδιο για την εκδίκαση κοινωνικοασφαλιστικών υποθέσεων, στο εξής: αιτούν δικαστήριο) ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (2) υπό το πρίσμα των άρθρων 39 ΕΚ και 42 ΕΚ.

2. Το ερώτημα αυτό τέθηκε στο πλαίσιο διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ του F. Nemec και του Caisse régionale d'assurance maladie du Nord-Est (περιφερειακού ταμείου ασθενείας για τη Βορειοανατολική Γαλλία, στο εξής: CRAM). Το CRAM διαπίστωσε ότι ο F. Nemec δικαιούται να λάβει χρηματικές παροχές βάσει γαλλικού νόμου για την αποζημίωση των πρώην εργατών αμιάντου. Το CRAM υπολόγισε τις παροχές βάσει των διατάξεων μιας διοικητικής εγκυκλίου λαμβάνοντας υπόψη τον τελευταίο μισθό που ελάμβανε ο F. Nemec στη Γαλλία κατά το διάστημα 1993/1994. Ο F. Nemec φρονεί ότι ως βάση του υπολογισμού θα έπρεπε να ληφθεί ο τελευταίος –κατά πολύ υψηλότερος- μισθός του στο Βέλγιο κατά το διάστημα 2003/2004.

3. Το αιτούν δικαστήριο έχει επιφυλάξεις ως προς το αν η μη συνεκτίμηση του τελευταίου μισθού του F. Nemec στο Βέλγιο στο πλαίσιο του υπολογισμού των απαιτήσεών του συνάδει με τον κανονισμό 1408/71 και την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που κατοχυρώνουν τα άρθρα 39 επ. ΕΚ.

II – Νομικό πλαίσιο

Α – Το κοινοτικό δίκαιο

1. Το πρωτογενές δίκαιο

4. Το άρθρο 39, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ ορίζει:

«1. Εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Κοινότητας.

Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας».

5. Το άρθρο 42 ΕΚ προβλέπει:

«Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251, λαμβάνει στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως τα αναγκαία μέτρα για την εγκαθίδρυση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, ιδίως με τη θέσπιση ενός συστήματος που να εξασφαλίζει στους διακινούμενους εργαζομένους και στους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα:

α) τον συνυπολογισμό όλων των περιόδων που λαμβάνονται υπόψη από τις διάφορες εθνικές νομοθεσίες, για την κτήση και τη διατήρηση του δικαιώματος προς λήψη παροχής όπως και για τον υπολογισμό του ύψους αυτής,

β) την καταβολή των παροχών στα πρόσωπα που κατοικούν στις επικράτειες των κρατών μελών.

Το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του άρθρου 251».

2. Ο κανονισμός 1408/71

6. Το άρθρο 1 του κανονισμού 1408/71 περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τους ακόλουθους ορισμούς:

«[…]

α) Ως «μισθωτός» και «μη μισθωτός» νοείται, αντίστοιχα, κάθε πρόσωπο:

i) το οποίο είναι ασφαλισμένο δυνάμει υποχρεωτικής ή προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως κατά ενός ή περισσοτέρων κινδύνων που καλύπτονται από τους κλάδους συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που εφαρμόζεται στους μισθωτούς ή μη μισθωτούς ή από ειδικό σύστημα για τους δημοσίους υπαλλήλους,

[…]

ι) ο όρος «νομοθεσία» προσδιορίζει, για κάθε κράτος μέλος, τους υφιστάμενους ή μελλοντικούς νόμους, τις κανονιστικές πράξεις, κανονισμούς και κάθε άλλο μέτρο εφαρμογής, που αφορούν τους κλάδους και τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, ή τις ειδικές παροχές χωρίς συνεισφορά που προβλέπονται στην παράγραφο 2α του άρθρου 4.

[…]

ιε) ως «αρμόδιος φορέας» νοείται:

i) ο φορέας στον οποίο ο ενδιαφερόμενος υπάγεται κατά τον χρόνο της αιτήσεως παροχών ή

ii) ο φορέας από τον οποίο ο ενδιαφερόμενος δικαιούται παροχές ή θα δικαιούτο παροχές, αν ο ίδιος ή αν το ή τα μέλη της οικογενείας του κατοικούσαν στο έδαφος του κράτους μέλους, στο οποίο ευρίσκετο ο φορέας αυτός ή

[…]

κ) ως “παροχή” και “σύνταξη” νοείται κάθε παροχή και σύνταξη, περιλαμβανομένων και όλων των τμημάτων τους που βαρύνουν το Δημόσιο Ταμείο, οι προσαυξήσεις αναπροσαρμογής ή τα συμπληρωματικά επιδόματα υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του τίτλου III, επίσης οι εφάπαξ παροχές οι οποίες δύνανται να υποκαταστήσουν τις συντάξεις, καθώς και οι καταβολές που πραγματοποιούνται λόγω επιστροφής εισφορών»

7. Το άρθρο 2 του κανονισμού 1408/71, το οποίο επιγράφεται «Προσωπικό πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός ισχύει για τους επιζώντες των μισθωτών ή μη μισθωτών και των σπουδαστών οι οποίοι είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως ιθαγενείας όταν οι επιζώντες αυτοί είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη, ή απάτριδες, ή πρόσφυγες και κατοικούν στο έδαφος κράτους μέλους».

8. Το άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71 προσδιορίζει το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του μεταξύ άλλων ως εξής:

«1. Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:

[…]

γ) παροχές γήρατος·

[…]

γ) παροχές εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών·

[…]»

9. Το άρθρο 13 του κανονισμού προβλέπει σχετικά με τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας μεταξύ άλλων τα εξής:

«(1) Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

(2) Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

α) το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

(…)

στ) το άτομο στο οποίο η νομοθεσία κράτους μέλους παύει να έχει εφαρμογή, χωρίς η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους να καταστεί εφαρμοστέα κι αυτό σύμφωνα με έναν από τους κανόνες που αναφέρονται στα προηγούμενα στοιχεία ή με μια από τις εξαιρέσεις ή ειδικούς κανόνες που αναφέρονται στα άρθρα 14 έως 17, υπόκειται στη νομοθεσία κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής και μόνον της νομοθεσίας».

10. Το άρθρο 46, το οποίο επιγράφεται «Εκκαθάριση παροχών», ορίζει στην παράγραφο 2 μεταξύ άλλων τα εξής:

«Όταν οι προϋποθέσεις, που απαιτούνται από τη νομοθεσία κράτους μέλους για την απόκτηση δικαιώματος λήψεως παροχών, πληρούνται μόνο μετά την εφαρμογή του άρθρου 45 ή/και του άρθρου 40, παράγραφος 3, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α) ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το θεωρητικό ποσό της παροχής την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, εάν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως ή/και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τις νομοθεσίες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί ο εργαζόμενος (μισθωτός ή μη μισθωτός) είχαν πραγματοποιηθεί στο εν λόγω κράτος μέλος και υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται κατά την ημερομηνία της εκκαθαρίσεως της παροχής. Αν, κατά τη νομοθεσία αυτή, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν, το ποσό αυτό λαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό που αναφέρεται στο παρόν στοιχείο».

11. Το άρθρο 47, το οποίο επιγράφεται «Συμπληρωματικές διατάξεις για τον υπολογισμό των παροχών», διευκρινίζει στην παράγραφο 1 μεταξύ άλλων τα εξής:

«Για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού και του κατ' αναλογία ποσού που αναφέρονται στο άρθρο 46, παράγραφος 2, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

[…]

ζ) ο αρμόδιος φορέας ενός κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου προβλέπει ότι ο υπολογισμός των παροχών βασίζεται σε έναν μέσο όρο εισφορών, καθορίζει αυτό τον μέσο όρο σε συνάρτηση με τις περιόδους ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία αυτού του κράτους και μόνον».

12. Το άρθρο 57, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει:

«Όταν το θύμα επαγγελματικής ασθένειας άσκησε δραστηριότητα δυνάμενη λόγω της φύσεώς της να προκαλέσει την ασθένεια αυτή, υπό τη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, οι παροχές, τις οποίες το θύμα ή οι επιζώντες του μπορούν να διεκδικήσουν, χορηγούνται αποκλειστικά δυνάμει την νομοθεσίας του τελευταίου από αυτά τα κράτη, οι προϋποθέσεις της οποίας συμβαίνει να πληρούνται, αφού ληφθούν υπόψη ενδεχομένως οι παράγραφοι 2 έως 5».

13. Το άρθρο 58 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Υπολογισμός των εις χρήμα παροχών», ορίζει στην παράγραφο 1:

«Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου προβλέπει ότι ο υπολογισμός των εις χρήμα παροχών βασίζεται επί μέσων αποδοχών, καθορίζει τις μέσες αυτές αποδοχές αποκλειστικά βάσει των διαπιστωθεισών αποδοχών κατά τη διάρκεια των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία αυτή».

14. Το άρθρο 68, παράγραφος 1, του κανονισμού, υπό τον τίτλο «Υπολογισμός των παροχών», ορίζει τα εξής:

«Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου προβλέπει ότι ο υπολογισμός των παροχών βασίζεται επί του ποσού του προηγούμενου μισθού, λαμβάνει υπόψη αποκλειστικά τον μισθό που εισέπραξε ο ενδιαφερόμενος για την τελευταία απασχόληση που άσκησε στο έδαφος του κράτους αυτού. Αν όμως ο ενδιαφερόμενος δεν έχει ασκήσει την τελευταία απασχόλησή του στο έδαφος αυτό επί τέσσερις τουλάχιστον εβδομάδες, οι παροχές υπολογίζονται βάσει του συνήθους μισθού που αντιστοιχεί, στον τόπο όπου κατοικεί ή διαμένει ο άνεργος, σε απασχόληση ισότιμη ή ανάλογη με εκείνη την οποία άσκησε τελευταία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους».

3. Ο κανονισμός 574/72

15. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 «περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (3) θέτει με το άρθρο του 15 ορισμένους γενικούς κανόνες σχετικά με τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως και διαμονής στις περιπτώσεις των άρθρων 18, παράγραφος 1, 38, 45, παράγραφοι 1 έως 3, 64 καθώς και 67, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1408/71.

4. Ο κανονισμός 883/2004

16. Ο κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (4) ορίζει στο άρθρο 87, παράγραφος 1, μεταξύ άλλων τα εξής:

«Δεν αποκτώνται δικαιώματα δυνάμει του παρόντος κανονισμού για την περίοδο πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του. (…)»

17. Κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004:

«Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου καταργείται από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. (…)»

18. Τέλος, το άρθρο 91 του κανονισμού 883/2004 ορίζει:

«Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού εφαρμογής.

[…]»

Β – Το εθνικό δίκαιο

19. Με τον νόμο 98-1194 της 23ης Δεκεμβρίου 1998 περί χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης για το 1999 (5) εισήχθη ρύθμιση σχετικά με την πρόωρη αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία εργαζομένων οι οποίοι είχαν εκτεθεί κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους σε αμίαντο. Το άρθρο 41 του νόμου αυτού, ως είχε κατά τον χρόνο των κρίσιμων εν προκειμένω πραγματικών περιστατικών (6), προέβλεπε ορισμένες χρηματικές παροχές σε (πρώην) εργαζομένους οι οποίοι

– έχουν εργαστεί σε μνημονευόμενη σε υπουργικό κατάλογο επιχείρηση επεξεργασίας αμιάντου ερχόμενοι σε επαφή με αμίαντο,

– έχουν συμπληρώσει συγκεκριμένο όριο ηλικίας, ήτοι τουλάχιστον το 50ο έτος της ηλικίας τους και

– έχουν παύσει οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα.

20. Ήδη από το 50ο έτος υφίσταται αξίωση καταβολής χρηματικών παροχών σε περίπτωση που διαγνωστεί επαγγελματική νόσος προκληθείσα από αμίαντο και περιλαμβανόμενη σε κατάλογο καταρτιζόμενο με υπουργική απόφαση.

21. Το ύψος των χρηματικών παροχών υπολογίζεται βάσει του μέσου ακαθάριστου εισοδήματος του δικαιούχου κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες της επαγγελματικής δραστηριότητάς του. Το εκτελεστικό διάταγμα 99-247 της 29ης Μαρτίου 1999 περί των χρηματικών παροχών σε περίπτωση πρόωρης αποχωρήσεως από την ενεργό υπηρεσία καταβαλλομένων σε εργαζομένους οι οποίοι είχαν εκτεθεί σε αμίαντο (7), διευκρινίζει τη μέθοδο υπολογισμού των παροχών αυτών (8) .

22. Οι χρηματικές παροχές καταβάλλονται μέχρις ότου ο δικαιούχος συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για την απονομή πλήρους συντάξεως. Για τη χρηματοδότηση των παροχών αυτών δημιουργήθηκε ένα ταμείο του οποίου οι πόροι προέρχονται εν μέρει από ένα σταθερό ποσοστό του προϊόντος των φόρων καταναλώσεως και εν μέρει από τις εισφορές του κλάδου «εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές νόσοι» του γενικού καθεστώτος κοινωνικής ασφαλίσεως. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται ετησίως με νόμο για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφαλίσεως.

23. Η εγκύκλιος DSS/4B/99/332 της 9ης Ιουνίου 1999 (9) σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου και του εκτελεστικού διατάγματος περιέχει υποδείξεις προς τη διοίκηση για την απονομή, τον υπολογισμό και την καταβολή των χρηματικών παροχών από τα κατά τόπους ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας. Για τον υπολογισμό του ύψους της απαιτήσεως στην περίπτωση που ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει ορισμένες περιόδους μισθωτής εργασίας στην αλλοδαπή, η εγκύκλιος προβλέπει ότι οι αποδοχές στην αλλοδαπή συνεκτιμώνται για τον υπολογισμό των χρηματικών παροχών μόνο στην περίπτωση που από αυτές παρακρατούνταν εισφορές υπέρ του γαλλικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό οι τελευταίες αποδοχές που ελάμβανε ο εργαζόμενος στη Γαλλία.

24. Τέλος, η σώρευση με άλλες παροχές, ήτοι μεταξύ άλλων με παροχές ασθενείας, γήρατος, αναπηρίας, προσυνταξιοδοτήσεως ή με παροχές λόγω πρόωρης αποχωρήσεως από την ενεργό υπηρεσία αποκλείεται.

III – Τα πραγματικά περιστατικά, το προδικαστικό ερώτημα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

25. Ο F. Nemec γεννήθηκε το 1954, έχει τη γαλλική ιθαγένεια και κατοικεί στη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής δραστηριότητάς του εργάστηκε επί σειρά ετών σε επιχείρηση στη Γαλλία εκτιθέμενος σε αμίαντο. Το 1995 διαπιστώθηκε και αναγνωρίστηκε ότι πάσχει από επαγγελματική νόσο η οποία είχε προκληθεί από την έκθεσή του σε αμίαντο.

26. Δεδομένου ότι η επιχείρηση επεξεργασίας αμιάντου έκλεισε το 1994, ο F. Nemec βρήκε άλλη εργασία στο Βέλγιο, σε επιχείρηση της οποίας οι εγκαταστάσεις απείχαν περίπου δέκα χιλιόμετρα από τον τόπο κατοικίας του στη Γαλλία. Εκεί εξακολουθεί να εργάζεται μέχρι σήμερα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δραστηριότητάς του στο Βέλγιο, ο F. Nemec κατοικούσε και πλήρωνε φόρους στη Γαλλία.

27. Τον Μάρτιο του 2004, ο F. Nemec υπέβαλε αίτηση στο CRAM ζητώντας να του καταβληθούν οι προβλεπόμενες για τους εργάτες αμιάντου παροχές βάσει του άρθρου 41 του νόμου 98-1194. Με έγγραφο της 13ης Μαΐου 2004, το CRAM καθόρισε το ύψος των απαιτήσεών του βάσει των σχετικών διατάξεων. Κατ’ εφαρμογήν της εγκυκλίου DSS/4B/99/332, ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό των παροχών μόνον τα εκκαθαριστικά μισθοδοσίας τα οποία είχε λάβει στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας στη Γαλλία έως το 1994.

28. Ο F. Nemec άσκησε διοικητική ένσταση κατά της ανωτέρω αποφάσεως, ενώπιον επιτροπής φιλικού διακανονισμού, προβάλλοντας ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι αποδοχές που είχε λάβει στο Βέλγιο. Η διοικητική ένστασή του απορρίφθηκε. Το αιτιολογικό της από 7 Σεπτεμβρίου 2004 αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεώς του παρέπεμπε επίσης στις διατάξεις της εγκυκλίου.

29. Κατόπιν αυτού, ο F. Nemec άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Υποστήριξε ότι το CRAM παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία κατοχυρώνει ο κανονισμός 1408/71 και, τώρα πλέον, ο κανονισμός 883/2004, και με τον τρόπο αυτόν προσέβαλε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας το οποίο έχει ως εργαζόμενος.

30. Στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής, το Tribunal des affaires de sécurité sociale de Longwy ζήτησε από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με απόφασή του της 14ης Απριλίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Μαΐου 2005, την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του ακόλουθου ερωτήματος:

Έλαβε το CRAM μία βλαπτική για τον ενδιαφερόμενο απόφαση η οποία παραβιάζει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που καθιερώνει το άρθρο 39 [ΕΚ], τον κανονισμό […] 883/2004 ή το άρθρο 15 του κανονισμού […] 574/72, αρνούμενο να λάβει υπόψη του τους μισθούς που εισπράχθηκαν στο Βέλγιο από τον F. Nemec κατά τον υπολογισμό του ύψους του επιδόματος των εργαζομένων στον τομέα του αμιάντου που του χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 41 του νόμου 98-1194, της 23ης Δεκεμβρίου 1998, βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του εκτελεστικού διατάγματος που εκδόθηκε βάσει του νόμου 99-247, της 29ης Μαρτίου 1999, και της εγκυκλίου DSS/4B/99 αριθ. 332, της 9ης Ιουνίου 1999, με το σκεπτικό ότι από τους μισθούς αυτούς δεν παρακρατήθηκαν οι εισφορές που προβλέπει το άρθρο L 242-1 του γαλλικού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως;

31. Στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας ο F. Nemec, το CRAM, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις τις οποίες ανέπτυξαν και προφορικά. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας ανέπτυξε προφορικά τις παρατηρήσεις της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV – Νομική εκτίμηση

Α – Επί του παραδεκτού της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

32. Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη.

33. Κατά την άποψή της, τα στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά είναι ελάχιστα. Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου δεν προκύπτει π.χ. αν ο F. Nemec εξετίθετο σε αμίαντο κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του δραστηριότητας στη Γαλλία ή σε άλλες χώρες. Επομένως, ήδη εκ του λόγου αυτού το προδικαστικό ερώτημα δεν στηρίζεται σε επαρκή έκθεση των πραγματικών περιστατικών. Πέραν αυτού, η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως παραθέτει το εφαρμοστέο εν προκειμένω εθνικό δίκαιο κατά τρόπο ελλιπή και διφορούμενο.

34. Περαιτέρω, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το αιτούν δικαστήριο παρέλειψε να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους έχει επιφυλάξεις ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρίνισε τον τρόπο με τον οποίον συσχετίζει τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.

35. Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να είναι εφικτή η κατά τρόπο χρήσιμο για το εθνικό δικαστήριο ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, πρέπει η αίτηση περί παραπομπής να προσδιορίζει το πραγματικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου τίθενται τα ερωτήματά του (10) . Η παράθεση των στοιχείων αυτών σκοπεί μεταξύ άλλων στο να παρασχεθεί η δυνατότητα στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στους λοιπούς μετέχοντες στη διαδικασία, προς τους οποίους έχει κοινοποιηθεί μόνον η διάταξη περί παραπομπής (11), να υποβάλουν παρατηρήσεις βάσει του άρθρου 23 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου (12) . Η λυσιτελής για το εθνικό δικαστήριο ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου απαιτεί επίσης την παροχή ορισμένων στοιχείων σχετικά με τους λόγους για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο έχει επιφυλάξεις ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου τις οποίες μνημονεύει στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει (13) .

36. Συμμερίζομαι την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι η αίτηση περί παραπομπής του αιτούντος δικαστηρίου είναι λακωνικότατη και κινείται στα άκρα όρια του παραδεκτού. Εντούτοις, περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία σε επαρκή βαθμό.

37. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι ο F. Nemec εργάστηκε στη Γαλλία και το Βέλγιο, ότι δικαιούται να λάβει χρηματικές παροχές λόγω της δραστηριότητάς του, στο πλαίσιο της οποίας ερχόταν σε επαφή με αμίαντο, καθώς και ότι οι παροχές αυτές υπολογίστηκαν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι αποδοχές που έλαβε στο Βέλγιο. Το ζήτημα αν ο F. Nemec εξετίθετο στον αμίαντο κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του δραστηριότητα στη Γαλλία ή σε άλλες χώρες δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι βάσει των στοιχείων της διατάξεως περί παραπομπής πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση χρηματικής παροχής της προβλεπομένης υπέρ των πρώην εργατών αμιάντου και δεδομένου ότι τίθεται μόνον το ζήτημα του υπολογισμού του ύψους αυτής της παροχής.

38. Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, τόσο στο σκεπτικό της διατάξεώς του περί παραπομπής όσο και στο προδικαστικό ερώτημα, μεταξύ άλλων, στην εγκύκλιο DSS/4B/99/332 της 9ης Ιουνίου 1999 (14), η οποία περιέχει τα κρίσιμα εν προκειμένω στοιχεία για τον υπολογισμό των απαιτήσεων του F. Nemec. Πέραν αυτού, το αιτούν δικαστήριο παραθέτει και τη νομοθετική βάση των αξιώσεων (15) καθώς και το εκτελεστικό διάταγμα (16) .

39. Τέλος, από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ότι, ως προς τους υπολογισμούς του CRAM, το αιτούν δικαστήριο δεν έχει μόνον επιφυλάξεις ως προς το αν η εγκύκλιος είναι σύμφωνη με το παράγωγο και το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο. Εκθέτει επίσης ότι λόγω της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων εντός της Ενώσεως έχει επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής και ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου τις οποίες μνημονεύει.

40. Επομένως, το Δικαστήριο διαθέτει από πραγματικής και νομικής απόψεως επαρκή στοιχεία προκειμένου να δώσει λυσιτελή απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα. Επομένως, η διάταξη περί παραπομπής είναι παραδεκτή.

Β – Επί του προδικαστικού ερωτήματος

41. Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κανονισμός 883/2004, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως δεν ασκεί επιρροή επί της απαντήσεως στο προδικαστικό ερώτημα. Τούτο συνάγεται από τα άρθρα 87, παράγραφος 1, και 91 του κανονισμού (17), βάσει των οποίων ο κανονισμός αυτός αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού εφαρμογής –ο οποίος μέχρι τούδε δεν έχει εκδοθεί– και δεν θεμελιώνει καμία αξίωση για το χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη της εφαρμογής του.

42. Δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, ο κανονισμός 883/2004 αντικαθιστά από της ενάρξεως της ισχύος του τον κανονισμό 1408/71(18) . Επομένως, το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι με το ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί αν απόφαση, όπως αυτή που εξέδωσε το CRAM, αντιβαίνει στον κανονισμό 1408/71.

43. Η διαφορά εμπίπτει στο πεδίο προσωπικής εφαρμογής του κανονισμού 1408/71. Ο F. Nemec ήταν μισθωτός στη Γαλλία κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 1 στοιχείο α΄, εδάφιο ι, του κανονισμού (19) και βάσει των διαθέσιμων στοιχείων εργάζεται επί του παρόντος στο Βέλγιο.

44. Κατά πάγια νομολογία, εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 μία παροχή εφόσον χορηγείται στον δικαιούχο βάσει νομοθετικώς καθοριζόμενων προϋποθέσεων ασχέτως οποιασδήποτε εξατομικευμένης εκτιμήσεως που λαμβάνει υπόψη τις προσωπικές ανάγκες του και εφόσον αυτή η παροχή έχει σχέση με κάποιον από τους ρητώς απαριθμούμενους στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 (20) κινδύνους (21) .

45. Οι χρηματικές παροχές χορηγούνται στους πρώην εργάτες αμιάντου βάσει προϋποθέσεων οι οποίες καθορίζονται νομοθετικώς (22), αυτή δε η νομοθεσία δεν προβλέπει τη διενέργεια εξατομικευμένων ελέγχων προς διαπίστωση της υπάρξεως τυχόν προσωπικών αναγκών (23) .

46. Μεταξύ των παροχών που απαριθμεί το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 περιλαμβάνονται οι παροχές γήρατος (στοιχείο γ΄) καθώς και οι παροχές εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων (στοιχείο ε΄) (24) .

47. Κατ’ αρχάς, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η επίδικη παροχή αποτελεί παροχή γήρατος, διότι προϋπόθεση των χρηματικών παροχών είναι η αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία, σκοπός δε των παροχών είναι η κάλυψη του δικαιούχου κατά το μεταβατικό στάδιο μέχρις ότου αποκτήσει δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως. Βάσει των στοιχείων της Γαλλικής Κυβερνήσεως, με την επίδικη παροχή σκοπείται μεταξύ άλλων να ληφθεί υπόψη ο χαμηλός μέσος όρος ζωής των πρώην εργατών αμιάντου.

48. Εντούτοις, στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για εξαρτώμενη από την ηλικία ρύθμιση περί προσυνταξιοδοτήσεως, αλλά για παροχές λόγω επαγγελματικής νόσου. Πράγματι, η μείωση του μέσου όρου ζωής οφείλεται στον αυξημένο κίνδυνο εμφανίσεως επαγγελματικής νόσου λόγω της επαφής με τον αμίαντο. Όπως, μεταξύ άλλων (25), υποστήριξε η Γαλλική Κυβέρνηση, πραγματικός σκοπός των παροχών δεν είναι η πρόωρη συνταξιοδότηση των δικαιούχων, αλλά η αποτροπή εκδηλώσεως ή επιδεινώσεως επαγγελματικών νόσων οφειλομένων στην επαφή με τον αμίαντο ή η επιβράδυνση της εξελίξεώς τους. Η πρόωρη αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία και, ως εκ τούτου, η ανακούφιση από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις συμβάλλουν στην επίτευξη του σκοπού αυτού.

49. Κατά τα λοιπά, η χορήγηση των επιδίκων παροχών συνδέεται με την έκθεση στον αμίαντο στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητας, χρηματοδοτείται δε ως επί το πλείστον από τον κλάδο «εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές νόσοι» της κοινωνικής ασφαλίσεως. Επομένως, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄ (παροχές λόγω επαγγελματικής νόσου), του κανονισμού 1408/71, η επίδικη παροχή εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω κανονισμού.

50. Στο πλαίσιο του καθορισμού της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας δυνάμει των άρθρων 13 επ. του κανονισμού 1408/71 επιβάλλονται οι εξής διαπιστώσεις:

51. Ο F. Nemec υπέβαλε μεν αίτηση προκειμένου να διαπιστωθεί το ύψος των παροχών που του οφείλονται βάσει του νόμου περί παροχών εις χρήμα για πρώην εργάτες αμιάντου. Εντούτοις, όπως ο ίδιος εξέθεσε, δεν έχει μέχρι τούδε απαιτήσει τις παροχές αυτές λόγω του μειωμένου εισοδήματος που θα συνεπαγόταν η αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία, λαμβανομένων υπόψη των υπολογισμών του CRAM σχετικά με το ύψος της παροχής, αλλά εξακολουθεί να εργάζεται στο Βέλγιο.

52. Επομένως, βάσει του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71 (26), εφαρμοστέο στην περίπτωση του F. Nemec είναι επί του παρόντος το βελγικό δίκαιο. Συνεπώς, για χρηματικές παροχές λόγω επαγγελματικής νόσου αρμόδιο θα ήταν στην πράξη το Βέλγιο. Συνεπώς, βάσει του άρθρου 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 (27), θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των χρηματικών παροχών αποκλειστικά οι τελευταίες αποδοχές του F. Nemec στο Βέλγιο.

53. Εντούτοις, μεταξύ των προϋποθέσεων για την καταβολή των γαλλικών χρηματικών παροχών σε πρώην εργάτες αμιάντου περιλαμβάνεται η αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία. Επομένως, για την εκτίμηση των αξιώσεων του F. Nemec θα πρέπει να υποτεθεί ότι έχει ήδη παύσει τη δραστηριότητά του στο Βέλγιο και εξακολουθεί να λαμβάνει μόνον τις χρηματικές παροχές που προβλέπει η γαλλική νομοθεσία. Δεδομένου ότι ο F. Nemec έχει την κατοικία του στη Γαλλία, υπόκειται στη γαλλική νομοθεσία δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71(28) .

54. Επομένως, το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71(29) επιτάσσει προφανώς τον υπολογισμό των χρηματικών παροχών για πρώην εργάτες αμιάντου αποκλειστικά βάσει των τελευταίων αποδοχών του F. Nemec στη Γαλλία. Το Δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του Pennartz, η οποία αφορούσε παρόμοια ρύθμιση, ότι το άρθρο 58 του κανονισμού 1408/71 δεν καθορίζει απλώς την εφαρμοστέα νομοθεσία –τούτο γίνεται ήδη με τα άρθρα 13 επ. του κανονισμού 1408/71(30) –, αλλά προσδιορίζει τις αποδοχές που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό (31) . Βάσει της ρυθμίσεως αυτής, ο υπολογισμός των εις χρήμα παροχών γίνεται λαμβανομένων αποκλειστικώς υπόψη των αποδοχών που εισέπραττε ο ενδιαφερόμενος κατά το διάστημα των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών στην επικράτεια του αρμόδιου κράτους μέλους (32) .

55. Ως εκ τούτου, οι υπολογισμοί του CRAM είναι σύμφωνοι, εκ πρώτης όψεως, με όσα επιτάσσει ο κανονισμός 1408/71, όπως υποστήριξε το CRAM, η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

56. Επιπλέον, το συμπέρασμα αυτό φαίνεται να συνάδει με την πλέον πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου επί των παρεμφερών υποθέσεων Lafuente Nieto, Naranjo Arjona και Grajera Rodríguez (33) . Το Δικαστήριο απεφάνθη με τις ανωτέρω αποφάσεις του ότι ο υπολογισμός της συντάξεως γήρατος ή αναπηρίας για διακινούμενους εργαζομένους στο κράτος καταγωγής βάσει των τελευταίων αποδοχών που εισέπρατταν στο κράτος αυτό –και όχι βάσει των τελευταίων αποδοχών στο κράτος μέλος στο οποίο είχαν εργαστεί για τελευταία φορά– δεν συνιστά δυσμενή διάκριση των διακινούμενων εργαζομένων έναντι των εργαζομένων που έχουν παραμείνει στο κράτος καταγωγής τους, στην περίπτωση που προβλέπεται η επανεκτίμηση των προγενέστερων αποδοχών ούτως ώστε να αντιστοιχεί στο τρέχον επίπεδο αμοιβών (34) .

57. Εντούτοις, στις ανωτέρω υποθέσεις –εν αντιθέσει προς την υπό κρίση– οι ενδιαφερόμενοι είχαν αποκτήσει πέραν των δικαιωμάτων συνταξιοδοτήσεως στη χώρα καταγωγής και δικαιώματα συνταξιοδοτήσεως στο κράτος μέλος της τελευταίας απασχολήσεως (35) . Ως εκ τούτου, η τελευταία απασχόληση των διακινούμενων εργαζομένων ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο των δικαιωμάτων που πράγματι είχαν αποκτήσει σε σχέση με την καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών.

58. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τυχόν υποθετικός υπολογισμός του τελευταίου μισθού στη Γαλλία –ενόψει του μεγάλου εύρους δυνατοτήτων γι’ αυτή την μακρά περίοδο– θα είναι κατ’ ανάγκην αυθαίρετος. Πράγματι, στην περίπτωση που ο F. Nemec είχε παραμείνει στη Γαλλία, το πιθανότερο θα ήταν η επί μακρόν ανεργία του ή η απασχόλησή του σε άλλο κλάδο με κατά πολύ υψηλότερο, τελευταίο μισθό.

59. Υπό το πρίσμα αυτό, ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή ότι τυχόν εφαρμογή του άρθρου 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας, δεν συνάδει με τους σκοπούς των άρθρων 39 επ. ΕΚ.

60. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, ο σκοπός των άρθρων 39 επ. ΕΚ δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν οι εργαζόμενοι, ύστερα από την άσκηση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας, επρόκειτο να απωλέσουν ένα πλεονέκτημα κοινωνικής ασφαλίσεως το οποίο τους διασφαλίζει η νομοθεσία κράτους μέλους (36) . Ως εκ τούτου, τα άρθρα 39 επ. ΕΚ απαγορεύουν τη διαφορετική μεταχείριση υπηκόων κράτους μέλους οι οποίοι δεν έχουν κάνει χρήση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας και υπηκόων αυτού του κράτους μέλους οι οποίοι έχουν κάνει χρήση αυτού του δικαιώματός τους (37) .

61. Αν ο F. Nemec, μετά το κλείσιμο της προηγούμενης επιχειρήσεως επεξεργασίας αμιάντου στη Γαλλία στην οποία εργαζόταν, είχε αναζητήσει νέα απασχόληση αποκλειστικά στην εθνική αγορά εργασίας και είχε αναλάβει νέα επαγγελματική δραστηριότητα, όπως αυτή που ασκεί επί του παρόντος στο Βέλγιο, τότε για τον υπολογισμό των αξιώσεών του θα λαμβάνονταν υπόψη οι τρέχουσες αποδοχές του. Επομένως, το γεγονός ότι ο F. Nemec έκανε χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας έχει ως συνέπεια την απώλεια ορισμένων κοινωνικοασφαλιστικών πλεονεκτημάτων τα οποία θα εδικαιούτο βάσει της γαλλικής νομοθεσίας. Με τον τρόπο αυτόν, η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας καθίσταται λιγότερο ελκυστική.

62. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή φρονεί ότι απαιτείται είτε η απευθείας εφαρμογή των άρθρων 39 επ. ΕΚ είτε, τουλάχιστον, μία προσανατολισμένη προς το περιεχόμενο και τον σκοπό των άρθρων 39 επ. ΕΚ ερμηνεία του άρθρου 58 του κανονισμού 1408/71.

63. Μέχρι τούδε, το Δικαστήριο εφάρμοσε απευθείας τα άρθρα 39 επ. ΕΚ σε δύο περιπτώσεις. Πρώτον, στην περίπτωση κατά την οποία ο κανονισμός 1408/71 –εν αντιθέσει προς την υπό κρίση υπόθεση (38) –δεν μπορούσε να εφαρμοστεί (39) και, δεύτερον, στην περίπτωση κατά την οποία ο κανονισμός αυτός εφαρμοζόταν μεν, πλην οι διατάξεις του δεν ρύθμιζαν τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (40) .

64. Πλην των ανωτέρω περιπτώσεων, τα άρθρα 39 επ. ΕΚ θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν απευθείας και στην περίπτωση κατά την οποία το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 θα ήταν ανίσχυρο λόγω αντιθέσεώς του προς τα άρθρα 39 επ. ΕΚ (41) . Ωστόσο, μία τέτοια λύση θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στην περίπτωση που δεν θα ήταν δυνατή η σύμφωνη με τα άρθρα 39 επ. ΕΚ ερμηνεία του κανονισμού 1408/71. Πράγματι, στην περίπτωση κατά την οποία διάταξη του κοινοτικού δικαίου επιδέχεται πλείονες ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται η ερμηνεία η οποία δεν θίγει το κύρος της (42) .

65. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ο κανονισμός 1408/71 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των σκοπών των άρθρων 39 επ. ΕΚ (43) . Ειδικότερα, το Δικαστήριο σε παρεμφερείς υποθέσεις ερμήνευσε ανάλογες διατάξεις βάσει των σκοπών των άρθρων 39 επ. ΕΚ:

66. Στην υπόθεση Fellinger, το Δικαστήριο έκρινε, σε σχέση με παροχές ανεργίας βάσει του άρθρου 68 του κανονισμού, ότι η σχέση κανόνα-εξαιρέσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή οδηγεί σε δυσμενείς καταστάσεις στην περίπτωση των διασυνοριακών εργαζομένων δεδομένου ότι η εξαίρεση αποτελεί τον κανόνα (44) . Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του νυν άρθρου 42 ΕΚ υπό την έννοια ότι για τον υπολογισμό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο τελευταίος μισθός (45) .

67. Στην υπόθεση Reichling, τέθηκε το ερώτημα αν η σύνταξη αναπηρίας, η οποία έπρεπε να υπολογιστεί στο κράτος καταγωγής του διακινούμενου εργαζομένου βάσει της τελευταίας αμοιβής που ελάμβανε στο εθνικό έδαφος, μπορούσε να καθοριστεί, ελλείψει αμοιβής στην ημεδαπή, βάσει ενός κατώτατου εθνικού ορίου (46) . Και στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι προσβάλλεται η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων αν δεν λαμβάνεται υπόψη ως βάση του υπολογισμού ο τελευταίος μισθός στην αλλοδαπή (47) . Το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71 υπό την έννοια ότι στην περίπτωση ενός διακινούμενου εργαζομένου πρέπει ως βάση των υπολογισμών να λαμβάνεται υπόψη ο τελευταίος μισθός στο άλλο κράτος μέλος (48) .

68. Από τα ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 1408/71, σε μία περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση, πρέπει να εφαρμόζεται ερμηνευόμενος υπό το πρίσμα των άρθρων 39 επ. ΕΚ, ούτως ώστε εν προκειμένω να πρέπει να ληφθεί υπόψη ο τελευταίος μισθός του διακινούμενου εργαζομένου F. Nemec στο βελγικό έδαφος.

69. Εντούτοις, βάσει της γραμματικής διατυπώσεως του άρθρου 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ως βάση υπολογισμού πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον ο μισθός που ελάμβανε ο ενδιαφερόμενος κατά το χρονικό διάστημα των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών στην επικράτεια του αρμόδιου κράτους μέλους. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ερμηνεία αυτή με την απόφασή του Pennartz (49) . Όπως ορθώς υποστήριξαν το CRAM, η Γαλλική Κυβέρνηση και το Ηνωμένο Βασίλειο, η σαφής γραμματική διατύπωση θέτει όρια στην τελολογική ερμηνεία.

70. Επομένως, η μόνη δυνατότητα είναι να ερμηνευθεί ο κανονισμός υπό το φως των άρθρων 39 επ. ΕΚ ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 δεν ρυθμίζει περίπτωση όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως (50) . Πράγματι, τα υπό κρίση πραγματικά περιστατικά είναι, από πολλές απόψεις, ιδιόμορφα. Και τούτο διότι κατά το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, πρέπει κατά κανόνα να λαμβάνεται υπόψη ο τελευταίος μισθός:

– Αν ο F. Nemec καθίστατο σήμερα εν μέρει ή ολικώς ανίκανος προς εργασία συνεπεία επαγγελματικής ασθένειας, τότε βάσει του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71 το Βέλγιο θα ήταν αρμόδιο (51), το δε άρθρο 58, παράγραφος 1 θα επέτασσε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό αυτόν μόνον ο χρονικά τελευταίος μισθός που ελάμβανε ο F. Nemec στο Βέλγιο.

– Αν ο F. Nemec είχε εκτεθεί σε πλείονα κράτη μέλη στον ίδιο κίνδυνο που προκαλεί η επαφή με τον αμίαντο και, στη συνέχεια, είχε προσβληθεί εκ του λόγου αυτού από επαγγελματική νόσο που καθιστούσε αναγκαία την καταβολή των παροχών που προβλέπουν τα άρθρα 52 επ. του κανονισμού 1408/71, τότε βάσει του άρθρου 57 του κανονισμού 1408/71 σε συνδυασμό με τα άρθρα 13, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, και 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 (52) θα έπρεπε και πάλι να ληφθεί υπόψη ως βάση για τον υπολογισμό αποκλειστικά ο χρονικά τελευταίος μισθός του στο Βέλγιο.

– Αν ο F. Nemec είχε ήδη το 1994 ή το 1995 καταστεί ανίκανος προς εργασία συνεπεία της επαγγελματικής νόσου του, τότε επίσης θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο χρονικά τελευταίος μισθός του, ήτοι ο μισθός που ελάμβανε στο πλαίσιο της τελευταίας απασχολήσεώς του στην γαλλική επιχείρηση επεξεργασίας αμιάντου.

– Αν ο F. Nemec εξακολουθούσε να εργάζεται στη Γαλλία –με μία άλλη δραστηριότητα ή ακόμη και ως άνεργος- τότε και στην περίπτωση αυτή θα λαμβανόταν υπόψη ο χρονικά τελευταίος μισθός του, ήτοι ο μισθός που ελάμβανε στο πλαίσιο της τελευταίας απασχολήσεώς του σε μία γαλλική επιχείρηση.

71. Επομένως, η εφαρμογή του άρθρου 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 οδηγεί κατά κανόνα σε λυσιτελή και ανταποκρινόμενα στους επιδιωκόμενους σκοπούς αποτελέσματα κατά την έννοια των άρθρων 39 επ. ΕΚ, ήτοι στον συσχετισμό με τον χρονικά τελευταίο μισθό. Στο ίδιο συμπέρασμα κατάληξε και το Δικαστήριο με την απόφασή του Pennartz(53) .

72. Μόνον η ειδική ρύθμιση του γαλλικού νόμου οδηγεί εν προκειμένω σε μία ιδιόμορφη κατάσταση η οποία δεν μπορεί να ρυθμιστεί από τις διατάξεις του κανονισμού 1408/71 κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στους σκοπούς των άρθρων 39 επ. ΕΚ καθώς και του ίδιου του κανονισμού. Τούτο οφείλεται στις ιδιότυπες προϋποθέσεις που προβλέπει ο γαλλικός νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος της εισπράξεως παροχών:

– Η ελάχιστη ηλικία των 50 ετών (54) έχει ως αποτέλεσμα ότι ο F. Nemec μπορούσε να προβάλει τις αξιώσεις του το πρώτον μετά από περίπου δέκα έτη από της διαγνώσεως της επαγγελματικής νόσου του. Αντιθέτως, κατά κανόνα, τέτοιου είδους απαιτήσεις γεννώνται ήδη από της διαγνώσεως μίας επαγγελματικής νόσου, ήτοι αμέσως μόλις εκδηλωθεί.

– Προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αξιώσεως είναι η πλήρης αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία (55) . Αντιθέτως, σε περίπτωση μερικής μόνον ανικανότητας προς εργασία, ο εργαζόμενος μπορεί κατά κανόνα να εξακολουθήσει να εργάζεται ανάλογα με τις δυνατότητές του λαμβάνοντας κατά τα λοιπά κάποια αντισταθμιστική παροχή.

– Ο δικαιούχος δεν επιτρέπεται να λαμβάνει άλλες παροχές (56) . Κατά κανόνα, πέραν των παροχών λόγω επαγγελματικής νόσου ο ενδιαφερόμενος μπορεί να λαμβάνει και άλλες παροχές. Αυτό το στοιχείο διαφοροποιεί την παρούσα υπόθεση από τις προπαρατεθείσες υποθέσεις Lafuente Nieto, Naranjo Arjona και Grajera Rodríguez, στο πλαίσιο των οποίων οι ενδιαφερόμενοι ελάμβαναν και άλλες παροχές (57) .

73. Τούτο δεν συνιστά μεν λόγο για τον οποίον θα μπορούσε να τεθεί εν αμφιβόλω το κύρος του άρθρου 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71. Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν ρυθμίζει, στο πλαίσιο τελολογικής ερμηνείας της, την υπό κρίση ιδιόμορφη κατάσταση και, ως εκ τούτου, πρέπει να τύχουν απευθείας εφαρμογής τα άρθρα 39 επ. ΕΚ.

74. Όπως ήδη τ όνισα ανωτέρω, η γαλλική εγκύκλιος για τον τρόπο υπολογισμού των παροχών για εργάτες αμιάντου οδηγεί σε διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων οι οποίοι δεν έκαναν χρήση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας και των εργαζομένων οι οποίοι έκαναν χρήση του δικαιώματός τους αυτού (58) .

75. Ούτε το CRAM ούτε η Γαλλική Κυβέρνηση επιχείρησαν να δικαιολογήσουν αυτή τη διαφορετική μεταχείριση κατά τρόπο που να βαίνει πέραν των διατάξεων του άρθρου 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71. Κατά τα λοιπά, ούτε η δικογραφία περιέχει κάποιο στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει αντικειμενικά την ύπαρξη αυτής της διαφορετικής μεταχειρίσεως.

76. Ειδικότερα, η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι ο χρονικά τελευταίος μισθός στο Βέλγιο θα μπορούσε να είναι μικρότερος από τον προηγούμενο τελευταίο μισθό στη Γαλλία. Πράγματι, όπως το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, το γεγονός ότι ορισμένοι από τους διακινούμενους εργαζομένους, οι οποίοι βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση, ενδέχεται να ευνοούνται από μία εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις εθνική ρύθμιση, δεν μπορεί ούτε να εξαλείψει ούτε να αντισταθμίσει την προαναφερθείσα δυσμενή διάκριση (59) .

77. Επιπλέον, κατά κανόνα ο χρονικά τελευταίος μισθός είναι ο υψηλότερος. Επίσης μπορεί γενικώς να θεωρηθεί ότι σημείο αναφοράς για παροχές λόγω νόσου είναι ο τελευταίος μισθός, ήτοι ο μισθός που καταβάλλεται επί του παρόντος. Επομένως, αν εργαζόμενος αναλάβει στην αλλοδαπή εργασία με χαμηλότερη αμοιβή, τότε είναι αναμενόμενο να ανησυχεί για τυχόν απώλειες και σε σχέση με την ασφάλισή του ασθενείας.

78. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι υπό τις περιστάσεις που αποτελούν αντικείμενο της κύριας δίκης αντιβαίνει στα άρθρα 39 επ. ΕΚ ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας ως βάση για τον υπολογισμό των εις χρήμα παροχών για πρώην εργάτες αμιάντου λαμβάνεται υπόψη αντί του χρονικά τελευταίου μισθού του διακινούμενου εργαζομένου ο τελευταίος μισθός που ελάμβανε στο κράτος μέλος καταγωγής του.

79. Η ανωτέρω διαπίστωση δεν αναιρείται ούτε από το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, από τα άρθρα 39 επ. ΕΚ δεν συνάγεται απευθείας κάποια μέθοδος υπολογισμού, αλλά απαιτείται προς τούτο ο τεχνικός συντονισμός από το Συμβούλιο. Πράγματι, αφενός αντικείμενο της διαφοράς είναι μόνον η ήδη αναλυτικώς εκτεθείσα μέθοδος υπολογισμού που προβλέπει η γαλλική νομοθεσία και το κατά πόσον συνάδει με τις διατάξεις των άρθρων 39 επ. ΕΚ. Αφετέρου, ήδη στον κανονισμό 1408/71, π.χ. στα άρθρα 47, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, 58, παράγραφος 1, και 68, παράγραφος 1, αποτυπώνονται οι αποφάσεις του Συμβουλίου με τις οποίες αξιολογούνται αυτές οι μέθοδοι υπολογισμού. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν συγκεκριμένους τρόπους υλοποιήσεως των σκοπών των άρθρων 39 επ. ΕΚ και οι οποίες πρέπει να ισχύουν και για ιδιόμορφες περιπτώσεις. Κατά τα λοιπά, η Γαλλία είναι ελεύθερη να αντικαταστήσει την υπό κρίση μέθοδο υπολογισμού με μία τελείως διαφορετική.

80. Εντούτοις, ενδέχεται να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών σε σχέση με το επίπεδο των μισθών και του κόστους ζωής. Δεδομένου ότι οι παρούσες εκτιμήσεις περιορίζονται σε μία ιδιόμορφη κατάσταση δεν υπάρχει ενδεχόμενο υπέρμετρης επιβαρύνσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Εντούτοις, είναι ενδεδειγμένο, οσάκις κατ’ εξαίρεση τα άρθρα 39 επ. ΕΚ εφαρμόζονται απευθείας σε μια ιδιόμορφη περίπτωση, να λαμβάνεται υπόψη ο κανόνας του άρθρου 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 βάσει του οποίου ο υπολογισμός των εις χρήμα παροχών βασίζεται επί του μισθού που καταβάλλεται εντός του αρμόδιου κράτους μέλους. Επομένως, σε τέτοιες ιδιόμορφες περιπτώσεις θα πρέπει να είναι δυνατή, εφόσον παρίσταται ανάγκη, η αναπροσαρμογή του μισθού στο επίπεδο μισθών του τόπου κατοικίας.

81. Συνεπώς, ως βάση του υπολογισμού πρέπει να ληφθεί υπόψη ο τελευταίος μισθός στο Βέλγιο, σε περίπτωση δε σημαντικών διαφορών σε σχέση με το επίπεδο των μισθών και του κόστους ζωής θα πρέπει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να αναπροσαρμόζεται στο επίπεδο του τόπου κατοικίας στη Γαλλία.

82. Τέλος, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι δεν συνάγεται απ’ τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως με ποιον τρόπο μπορεί να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής το άρθρο 15 του κανονισμού 574/72. Επομένως, και υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων παρέλκει η εξέταση αυτού του σκέλους του προδικαστικού ερωτήματος.

V – Πρόταση

83. Βάσει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Tribunal des affaires de sécurité sociale de Longwy ως εξής:

Υπό τις περιστάσεις που αποτελούν αντικείμενο την κύριας δίκης, αντιβαίνει στα άρθρα 39 επ. ΕΚ ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας ως βάση για τον υπολογισμό των εις χρήμα παροχών σε πρώην εργάτες αμιάντου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη αντί του χρονικά τελευταίου μισθού του διακινούμενου εργαζομένου ο τελευταίος μισθός στο κράτος μέλος καταγωγής του, σε περίπτωση δε σημαντικών διαφορών ως προς το επίπεδο των μισθών και του κόστους ζωής μεταξύ του κράτους στο οποίο χορηγούνται οι παροχές και του κράτους μέλους της τελευταίας επαγγελματικής δραστηριότητας του διακινούμενου εργαζομένου μπορεί να δικαιολογείται αναπροσαρμογή του χρονικά τελευταίου μισθού στο επίπεδο μισθών του κράτους μέλους της κατοικίας του.

(1) .

(2)  – Ειδ. έκδ. ΕΕ 05/001, σ. 73, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28 σ. 1) και, εσχάτως, με τον κανονισμό (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ L 117, σ. 1).

(3)  – Ειδ. έκδ. ΕΕ 05/001, σ. 138, όπως τροποποιήθηκε με τους κανονισμούς (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), και, εσχάτως, 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ L 117. σ. 1).

(4)  – ΕΕ L 166, σ. 1.

(5)  – Δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 27ης Δεκεμβρίου 1998 της Γαλλικής Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.

(6)  – Ο νόμος του 1998 τροποποιήθηκε με τους νόμους 2001/1246 της 21ης Δεκεμβρίου 2001, 2002/1487 της 20ής Δεκεμβρίου 2002 καθώς και με τον νόμο 2004/170 της 20ής Δεκεμβρίου 2004.

(7)  – Δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 31ης Μαρτίου 1999 (σ. 471) της Γαλλικής Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.

(8)  – Βλ. το άρθρο 2 του εκτελεστικού διατάγματος, όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα 2000-638 της 7ης Ιουλίου 2000, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 9ης Ιουλίου 2000 της Γαλλικής Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.

(9)  – Δεν έχει δημοσιευθεί στη Γαλλική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

(10)  – Βλ. αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 1993, C-320/90, C-321/90 και C-322/90, Telemarsicabruzzo κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. I-393, σκέψη 6) και της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C-134/03, Viacom Outdoor (Συλλογή 2005, σ. Ι-1167, σκέψη 22).

(11)  – Βλ. απόφαση της 1ης Απριλίου 1982, 141/81 έως 143/81, Holdijk κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 1299, σκέψη 6) και τη διάταξη της 28ης Ιουνίου 2000, C-116/00, Laguillaumie (Συλλογή 2000, σ. I-4979, σκέψη 14).

(12)  – Βλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2004, C-480/00, C-481/00, C-482/00, C-484/00, C-489/00, C-490/00, C-491/00, C-497/00, C-498/00 και C-499/00, Ribaldi (Συλλογή 2004, σ. I-2943, σκέψη 73) και απόφαση Telemarsicabruzzo (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 6).

(13)  – Βλ. διάταξη Laguillaumie (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 16) και απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-72/03, Carbonati Apuani (Συλλογή 2004, σ. Ι-8027, σκέψη 11).

(14)  – Βλ. σημείο 23 των ανά χείρας προτάσεων.

(15)  – Βλ. σημεία 19 επ. των ανά χείρας προτάσεων.

(16)  – Βλ. σημείο 22 των ανά χείρας προτάσεων.

(17)  – Βλ. σημεία 16 και 18 των ανά χείρας προτάσεων.

(18)  – Βλ. σημείο 17 των ανά χείρας προτάσεων.

(19)  – Βλ. σημεία 6 και 7 των ανά χείρας προτάσεων.

(20)  – Βλ. σημείο 8 των ανά χείρας προτάσεων.

(21)  – Βλ. αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C-286/03, Hosse (Συλλογή 2006, σ. Ι-1771, σκέψη 37) και της 27ης Μαρτίου 1985, 249/83, Hoeckx (Συλλογή 1985, σ. 973, σκέψεις 12 έως 14).

(22)  – Βλ. άρθρο 1, στοιχείο ι΄, του κανονισμού 1408/71 που παρατίθεται στο σημείο 6 των ανά χείρας προτάσεων καθώς και την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1977, 87/76, Bozzone (Συλλογή τόμος 1977, σ. 191, σκέψεις 9 έως 11).

(23)  – Βλ. σημεία 19 έως 23 των ανά χείρας προτάσεων.

(24)  – Βλ. σημείο 8 των ανά χείρας προτάσεων.

(25)  – Παρόμοιες είναι οι απόψεις που διατύπωσαν τόσο το καθού όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι η κατάταξη αυτή είναι εφικτή. Ο F. Nemec δεν διατύπωσε παρατηρήσεις επί του ζητήματος.

(26)  – Βλ. σημείο 9 των ανά χείρας προτάσεων.

(27)  – Βλ. σημείο 13 των ανά χείρας προτάσεων.

(28)  – Βλ. σημείο 9 των ανά χείρας προτάσεων.

(29)  – Βλ. σημείο 13 των ανά χείρας προτάσεων.

(30)  – Βλ. σημεία 50 έως 53 των ανά χείρας προτάσεων.

(31)  – Βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1979, 268/78, Pennartz (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 167, σκέψη 8).

(32)  – Βλ. απόφαση Pennartz (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψη 10).

(33)  – Βλ. αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 1996, C-251/94, Lafuente Nieto (Συλλογή 1996, σ. I-4187, σκέψη 33), της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-153/97, Grajera Rodríguez (Συλλογή 1998, σ. I-8645, σκέψη 17) και της 9ης Οκτωβρίου 1997, C-31/96, C-32/96 και C-33/96, Naranjo Arjona (Συλλογή 1997, σ. I-5501, σκέψη 20).

(34)  – Αποφάσεις Lafuente Nieto (σκέψεις 5, 30, 31, 40 έως 41 και 43), Grajera Rodríguez (σκέψεις 6, 14 και 19 έως 21) και Naranjo Arjona (σκέψεις 4 έως 7, 14, 22, 23 και 30), οι οποίες παρατίθενται στην υποσημείωση 33.

(35)  – Βλ., π.χ., απόφαση Grajera Rodríguez (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 23).

(36)  – Βλ., εσχάτως, απόφαση Hosse (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 24).

(37)  – Αποφάσεις της 30ης Ιανουαρίου 1997, C-4/95 και C-5/95, Stöber και Pereira (Συλλογή 1997, σ. I-511, σκέψεις 37 έως 39) της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-322/95, Iurlaro (Συλλογή 1997, σ. I-4881, σκέψεις 29 και 30).

(38)  – Βλ. σημεία 43 έως 49 των ανά χείρας προτάσεων.

(39)  – Αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 1995, C-443/93, Βουγιούκας (Συλλογή 1995, σ. I-4033, σκέψεις 31 επ.), της 12ης Ιουνίου 1997, C-266/95, Merino García (Συλλογή 1997, σ. I-3279, σκέψεις 23 έως 26) και απόφαση Stöber και Pereira (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψεις 31 έως 36).

(40)  – Αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1991, 349/87, Paraschi (Συλλογή 1991, σ. I‑4501, σκέψεις 21 επ.) και της 28ης Απριλίου 1998, C-158/96, Kohll (Συλλογή 1998, σ. I-1931, σκέψεις 25 έως 27).

(41)  – Βλ. αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 1988, 20/85, Roviello (Συλλογή 1988, σ. 2805, σκέψεις 17 και 18), της 21ης Οκτωβρίου 1975, 24/75, Petroni (Συλλογή τόμος 1975, σ. 347, σκέψεις 21 και 22) και της 15ης Ιανουαρίου 1986, 41/84, Pinna (Συλλογή 1986, σ. 1, σκέψεις 23 έως 25).

(42)  – Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2006, C-174/05, Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie και Stichting Natuur en Milieu (Συλλογή 2006, σ. Ι-2443, σκέψη 20).

(43)  – Βλ. αποφάσεις της 9ης Αυγούστου 1994, C-406/93, Reichling (Συλλογή 1994, σ. I-4061, σκέψη 21), της 28ης Φεβρουαρίου 1980, 67/79, Fellinger (Συλλογή 1980, σ. 535, σκέψη 9), Lafuente Nieto (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 33), Grajera Rodríguez (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 17) και Naranjo Arjona (προπαρτεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 20).

(44)  – Βλ. απόφαση Fellinger (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψη 6).

(45)  – Βλ. απόφαση Fellinger (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψεις 7 έως 9).

(46)  – Βλ. απόφαση Reichling (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψεις 12 έως 15).

(47)  – Βλ. απόφαση Reichling (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψεις 22 έως 25).

(48)  – Βλ. απόφαση Reichling (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψεις 26 έως 32).

(49)  – Βλ. απόφαση Pennartz (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψη 10).

(50)  – Βλ. σημείο 63 των ανά χείρας προτάσεων.

(51)  – Βλ. σημείο 52 των ανά χείρας προτάσεων.

(52)  – Βλ. σημεία 9, 12 και 13 των ανά χείρας προτάσεων.

(53)  – Βλ. απόφαση Pennartz (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψη 11).

(54)  – Βλ. σημείο 19 των ανά χείρας προτάσεων.

(55)  – Βλ. σημείο 19 των ανά χείρας προτάσεων.

(56)  – Βλ. σημείο 24 των ανά χείρας προτάσεων.

(57)  – Βλ. σημείο 56 των ανά χείρας προτάσεων.

(58)  – Βλ. σημεία 59 επ. των ανά χείρας προτάσεων.

(59)  – Βλ. απόφαση Roviello (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41, σκέψη 16).