Υπόθεση T-201/04
Microsoft Corp.
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Παρέμβαση — Αντιπροσωπευτική ένωση — Άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου — Αίτηση συμμετοχής στην έγγραφη διαδικασία — Τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία — Εξαιρετικές περιστάσεις»
Διάταξη του προέδρου του τέταρτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 2005 II-1495
Περίληψη της διατάξεως
Διαδικασία – Παρέμβαση – Ενδιαφερόμενα πρόσωπα – Αίτηση παρεμβάσεως κατατεθείσα από αντιπροσωπευτική ένωση στο πλαίσιο διαφοράς όπου ανακύπτουν ζητήματα αρχής, δυνάμενα να επηρεάσουν τα μέλη της – Παραδεκτό
(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 40, εδ. 2, και S3, εδ. 1)
Διαδικασία – Παρέμβαση – Έκταση των διαδικαστικών δικαιωμάτων του παρεμβαίνοντος σε συνάρτηση με την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως παρεμβάσεως
(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 115 § 1, και 116 §§ 2, 4 και 6)
Διαδικασία – Παρέμβαση – Περιορισμός των διαδικαστικών δικαιωμάτων του παρεμβαίνοντος που κατέθεσε την αίτηση του αφού παρήλθε η προθεσμία των έξι εβδομάδων μετά τη δημοσίευση της σχετικής με την άσκηση της προσφυγής ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα – Εξαιρέσεις – Τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία – Εννοια – Παραίτηση άλλου παρεμβαίνοντος – Δεν εμπίπτει
(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 45, εδ. 2 Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 99 και 115 § 1)
Το άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του οικείου Οργανισμού, προβλέπει ότι το δικαίωμα παρεμβάσεως σε διαφορά ανήκει σε κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς, εκτός των διαφορών μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ οργάνων της Κοινότητος ή μεταξύ κρατών μελών, αφενός, και οργάνων της Κοινότητος, αφετέρου.
Έχει τέτοιο συμφέρον η αντιπροσωπευτική ένωση που έχει ως στόχο την προστασία των μελών της και ζητεί να παρέμβει σε διαφορά στα πλαίσια της οποίας ανακύπτουν βασικά ζητήματα δυνάμενα να επηρεάσουν την κατάσταση των μελών αυτών. Η ευρεία αυτή ερμηνεία του δικαιώματος παρεμβάσεως σκοπεί να καταστήσει δυνατή την καλύτερη εκτίμηση του πλαισίου των υποθέσεων, αποτρέποντας ταυτοχρόνως και την πλειονότητα των ατομικών παρεμβάσεων οι οποίες θα διακύβευαν την αποτελεσματικότητα και την ταχεία διεξαγωγή της διαδικασίας.
(βλ. σκέψεις 25-26)
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115, παράγραφος 1, και 116, παράγραφοι 2, 4 και 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι τα διαδικαστικά δικαιώματα του παρεμβαίνοντος είναι διαφορετικά ανάλογα με το αν αυτός κατέθεσε την αίτηση παρεμβάσεως πριν από την εκπνοή της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αρχίζει με τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ανακοινώσεως σχετικά με την άσκηση της προσφυγής ή μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής αλλά πριν από την απόφαση να κινηθεί η προφορική διαδικασία.
Εάν ο παρεμβαίνων κατέθεσε την αίτηση του πριν από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, έχει το δικαίωμα να μετάσχει τόσο στην έγγραφη όσο και στην προφορική διαδικασία. Συναφώς, πρέπει να του κοινοποιηθούν όλα τα έγγραφα της διαδικασίας και μπορεί να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως το οποίο περιέχει τα αιτήματά του με τα οποία υποστηρίζει πλήρως ή εν μέρει τα αιτήματα ενός των διαδίκων, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά του και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα. Αντιθέτους, εάν ο παρεμβαίνων κατέθεσε την αίτησή του μετά την εκπνοή της (ος άνω προθεσμίας, μπορεί μόνον να μετάσχει στην προφορική διαδικασία, καθόσον προσέφυγε στο Πρωτοδικείο πριν από την κίνηση της διαδικασίας αυτής. Συναφώς, πρέπει να του κοινοποιηθεί η έκθεση ακροατηρίου και μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του βάσει αυτής κατά την προφορική διαδικασία.
Επειδή οι διατάξεις αυτές έχουν επιτακτικό χαρακτήρα, δεν τελούν στη διάθεση ούτε των διαδίκων ούτε του δικαστή.
(βλ. σκέψεις 35-42)
Το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προβλέπει ότι απώλεια δικαιώματος λόγω παρόδου των προθεσμιών δεν δύναται να αντιτάσσεται, όταν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας. Δεν χωρεί παρέκκλιση από τις διατάξεις σχετικά με τις δικονομικές προθεσμίες, δεδομένου ότι η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων αυτών ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Η εν λόγω διάταξη, η οποία θεσπίζει εξαίρεση από την αρχή αυτή και πρέπει, κατά συνέπεια, να ερμηνεύεται στενά, έχει εφαρμογή στις δικονομικές προθεσμίες επιτακτικού χαρακτήρα των οποίων η εκπνοή συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος που είχε μέχρι τότε το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ασκήσει προσφυγή ή να καταθέσει αίτηση παρεμβάσεως. Καθόσον η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται και στην προθεσμία των έξι εβδομάδων του άρθρου 115, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, της οποίας η εκπνοή συνεπάγεται, όχι την απώλεια του δικαιώματος καταθέσεως αιτήσεως παρεμβάσεως, αλλά τον περιορισμό των διαδικαστικών δικαιωμάτων που παρέχονται στον παρεμβαίνοντα, δεν χωρεί παρέκκλιση από την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων περί δικονομικών προθεσμιών παρά μόνον υπό περιστάσεις εντελώς εξαιρετικές, τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας.
Οι έννοιες του τυχαίου συμβάντος και της ανωτέρας βίας εμπεριέχουν, αφενός, ένα αντικειμενικό στοιχείο το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις και, αφετέρου, ένα υποκειμενικό στοιχείο το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα και, ειδικότερα, παρακολουθώντας προσεκτικά την εξέλιξη της διαδικασίας και επιδεικνύοντας επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προθεσμιών. Καίτοι η παραίτηση μιας αντιπροσωπευτικής ενώσεως συνιστά ενδεχομένως γεγονός ξένο προς τον αιτούντα την παρέμβαση, μολονότι, όπως αυτός παραδέχεται, οι δύο αυτές αντιπροσωπευτικές ενώσεις έχουν κοινά μέλη, πάντως, δεν συνιστά μη φυσιολογική περίσταση. Πράγματι, κάθε παρεμβαίνων μπορεί πάντοτε να παραιτηθεί από την παρέμβασή του, όπως ακριβώς κάθε προσφεύγων μπορεί να παραιτηθεί από την προσφυγή του σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας.
(βλ. σκέψεις 46-52)