ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 19ης Ιανουαρίου 2010 ( *1 )

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφα σχετικά με την κοινοτική αγορά εισαγωγής μπανανών — Ρητή άρνηση χορηγήσεως προσβάσεως κατόπιν σιωπηρής αρνήσεως — Προσφυγή ακυρώσεως — Παραδεκτό — Εξαίρεση σχετική με την προστασία εμπορικών συμφερόντων τρίτων — Τήρηση προθεσμιών — Προηγούμενη συμφωνία κράτους μέλους — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-355/04 και T-446/04,

Co-Frutta Soc. coop., με έδρα την Padova (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους W. Viscardini και G. Donà, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους L. Visaggio και P. Aalto και, εν συνεχεία, από τους Aalto και L. Prete,

καθής,

με αντικείμενο, στην μεν υπόθεση T-355/04, αίτηση ακυρώσεως, αφενός της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Απριλίου 2004, με την οποία απορρίφθηκε η αρχική αίτηση για χορήγηση προσβάσεως σε δεδομένα, που αφορούν τους καταχωρισμένους στην Κοινότητα εμπορικούς φορείς για την εισαγωγή μπανάνας και, αφετέρου, της σιωπηρής αποφάσεως της Επιτροπής περί απορρίψεως της επιβεβαιωτικής αιτήσεως προσβάσεως, στη δε υπόθεση T-446/04, αίτηση ακυρώσεως της ρητής αποφάσεως της Επιτροπής της περί αρνήσεως προσβάσεως στα εν λόγω δεδομένα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe και S. Soldevila Fragoso (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως.

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Δεκεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Το νομικό πλαίσιο

1. Η σχετική με την πρόσβαση στα έγγραφα κοινοτική νομοθεσία

1

Κατά το άρθρο 255, παράγραφος 1, ΕΚ:

«1.   Κάθε πολίτης της Ενώσεως και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος, έχει δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, υπό την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που θα καθοριστούν σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.»

2

Οι αρχές και οι προϋποθέσεις αυτές καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).

3

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει:

«3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

4

Το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με τις εξαιρέσεις του δικαιώματος προσβάσεως, ορίζει:

«2.   Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας,

[…]

εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

[…]

4.   Στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 2, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι.

5.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μην δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς προηγούμενη συμφωνία του.

6.   Εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα.

7.   Οι εξαιρέσεις που περιέχονται στις παραγράφους 1 έως 3 εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου. Οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοστούν για μέγιστη περίοδο 30 ετών. Στην περίπτωση εγγράφων που καλύπτονται από τις εξαιρέσεις οι οποίες σχετίζονται με το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ή τα εμπορικά συμφέροντα, και στην περίπτωση ευαίσθητων εγγράφων, οι εξαιρέσεις μπορούν εν ανάγκη να εξακολουθήσουν και μετά την περίοδο αυτή.»

5

Το άρθρο 7 του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την επεξεργασία των αρχικών αιτήσεων, ορίζει:

«1.   Οι αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφο υφίστανται ταχεία επεξεργασία. Στον αιτούντα αποστέλλεται απόδειξη παραλαβής. Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την καταχώριση της αίτησης, το θεσμικό όργανο είτε καθιστά διαθέσιμο το ζητούμενο έγγραφο και παρέχει πρόσβαση σύμφωνα με το άρθρο 10 εντός της περιόδου αυτής, είτε, με γραπτή απάντηση, καθορίζει τους λόγους της ολικής ή μερικής άρνησης και πληροφορεί τον αιτούντα ότι δικαιούται να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Στην περίπτωση ολικής ή μερικής άρνησης, ο αιτών μπορεί, εντός 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της απάντησης του θεσμικού οργάνου, να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση ζητώντας από το θεσμικό όργανο να αναθεωρήσει τη θέση του.

3.   Κατ’ εξαίρεση, όπως π.χ. στην περίπτωση αίτησης που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 προθεσμία μπορεί, μετά από ενημέρωση του αιτούντος και λεπτομερή αιτιολόγηση, να παραταθεί κατά 15 εργάσιμες ημέρες.»

6

Το άρθρο 8 του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την επεξεργασία επιβεβαιωτικής αίτησης, ορίζει:

«1.   Η επιβεβαιωτική αίτηση υφίσταται ταχεία επεξεργασία. Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την καταχώριση της εν λόγω αίτησης, το όργανο είτε δέχεται την πρόσβαση του αιτούντος στο ζητούμενο έγγραφο και παρέχει πρόσβαση εντός της εν λόγω περιόδου, σύμφωνα με το άρθρο 10, είτε εκθέτει τους λόγους της ολικής ή μερικής άρνησης, με γραπτή απάντηση. Αν το θεσμικό όργανο αρνηθεί την πρόσβαση εν όλω ή εν μέρει, ενημερώνει τον αιτούντα για τα ένδικα μέσα που διαθέτει, δηλαδή τη δικαστική προσφυγή κατά του θεσμικού οργάνου και/ή την καταγγελία στον ευρωπαίο διαμεσολαβητή, υπό τους όρους που προβλέπονται αντίστοιχα στα άρθρα 230 [ΕΚ] και 195 [ΕΚ].

2.   Κατ’ εξαίρεση, όπως π.χ. στην περίπτωση αίτησης που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 προθεσμία μπορεί, μετά από ενημέρωση του αιτούντα και λεπτομερή αιτιολόγηση, να παραταθεί κατά 15 εργάσιμες ημέρες.

3.   Η απουσία απάντησης εκ μέρους του θεσμικού οργάνου εντός της προθεσμίας θεωρείται ως αρνητική απάντηση και ο αιτών έχει το δικαίωμα να ασκήσει δικαστική προσφυγή κατά του θεσμικού οργάνου και/ή να καταγγείλει το ζήτημα στον ευρωπαίο διαμεσολαβητή, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ.»

7

Κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2001/937/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ, της 5ης Δεκεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του εσωτερικού της κανονισμού (ΕΕ L 345, σ. 94), η οποία περιελάμβανε σε παράρτημα τις διατάξεις που διέπουν το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που κατέχει η Επιτροπή, και στην οποία επαναλαμβάνονταν ουσιαστικά οι προπαρατεθείσες διατάξεις του κανονισμού 1049/2001.

2. Η σχετική με την εισαγωγή μπανανών κοινοτική νομοθεσία

8

Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου της 13ης Φεβρουαρίου 1993 για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας (ΕΕ L 47, σ. 1), θεσπίσθηκε, από την , ένα κοινό σύστημα εισαγωγής προϊόντων προελεύσεως από τρίτες χώρες.

9

Στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος, όπως αυτό τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 1999 με τον κανονισμό (ΕΚ) 2362/98 της Επιτροπής της περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 404/93 σχετικά με το καθεστώς εισαγωγής μπανανών στην Κοινότητα (ΕΕ L 293, σ. 32), οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται να γνωστοποιούν στην Επιτροπή κάθε έτος τους καταλόγους των εμπορικών φορέων που έχουν καταχωρισθεί από αυτές, μαζί με στοιχεία σχετικά με τις διατεθείσες στο εμπόριο από καθέναν από αυτούς ποσότητες κατά τη διάρκεια μίας περιόδου αναφοράς, τον αριθμό των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί από τους εμπορικούς φορείς εντός του τρέχοντος έτους και τις πράγματι διατεθείσες στο εμπόριο ποσότητες, με αναφορά των αριθμών όλων των χρησιμοποιηθέντων πιστοποιητικών [βλ. ιδίως άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1442/93 της Επιτροπής, της , περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος εισαγωγής μπανανών στην Κοινότητα (ΕΕ L 142, σ. 6), και άρθρα 6, παράγραφος 2, και 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 2362/98], καθώς και ορισμένα, τριμηνιαία, στατιστικά και οικονομικά στοιχεία σχετικά, μεταξύ άλλων, με τα πιστοποιητικά εισαγωγής (βλ. ιδίως άρθρο 21 του κανονισμού 1442/93 και άρθρο 27 του κανονισμού 2362/98).

10

Κάθε παραδοσιακός εμπορικός φορέας έχει πρόσβαση στις δασμολογικές ποσοστώσεις εντός των ορίων μιας ατομικής ποσότητας αναφοράς, η οποία υπολογίζεται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές βάσει των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης περιόδου. Η διαβίβαση των εν λόγω καταλόγων επιτρέπει στην Επιτροπή να ελέγχει τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι εθνικές αρμόδιες αρχές και, στο μέτρο που παρίσταται ανάγκη, να κοινοποιεί τους καταλόγους στα λοιπά κράτη μέλη προς επισήμανση ή πρόληψη καταχρηστικών δηλώσεων εμπορικών φορέων. Βάσει των διαβιβαζομένων στοιχείων, η Επιτροπή καθορίζει, εφόσον επιβάλλεται κάτι τέτοιο, ενιαίο συντελεστή διορθώσεως ή προσαρμογής, που πρέπει να εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη όσον αφορά τις ποσότητες αναφοράς των εμπορικών φορέων, κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 1442/93 και τα άρθρα 6 και 28 του κανονισμού 2362/98.

Ιστορικό της διαφοράς

11

H προσφεύγουσα, Co-Frutta Soc. coop., είναι ιταλική εταιρεία που ασχολείται με την ωρίμανση μπανανών. Ισχυρίζεται ότι μέσω του ιταλικού τύπου έλαβε γνώση μιας δόλιας εισαγωγής μπανανών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα με μειωμένο δασμό, μεταξύ Μαρτίου 1998 και Ιουνίου 2000, βάσει πλαστών πιστοποιητικών εισαγωγής.

12

H προσφεύγουσα εκτιμά ότι εθίγη από τις εν λόγω εισαγωγές εξαιτίας των σοβαρών στρεβλώσεων τιμών που προκλήθηκαν από τη διάθεση στην κοινοτική αγορά επιπλέον ποσοτήτων, γεγονός που επέφερε υπέρβαση της δασμολογικής ποσοστώσεως, και εκτιμά ότι η προκληθείσα ζημία θα είναι ακόμη μεγαλύτερη εάν προκύψει ότι οι εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν όχι με πλαστά πιστοποιητικά, αλλά με νομίμως εκδοθέντα πιστοποιητικά βάσει ψευδών ή εσφαλμένων ποσοτήτων αναφοράς, με συνέπεια τη μείωση της ποσότητας αναφοράς της.

13

Με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2003, T-47/01, Co-Frutta κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-4441, στο εξής απόφαση Co-Frutta I), το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα κατά μίας πρώτης αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία της αρνήθηκε μερική πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με το κοινοτικό καθεστώς εισαγωγής μπανανών.

14

Με επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2004, που απευθυνόταν στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Γεωργία» της Επιτροπής και καταχωρίστηκε στις , η προσφεύγουσα ζήτησε να της χορηγηθεί πρόσβαση στον κατάλογο των παραδοσιακών εμπορικών φορέων που είχαν καταχωριστεί κατά τα έτη 1998, 1999 και 2000, με μνεία, όσον αφορά κάθε εμπορικό φορέα:

α)

της ποσότητας μπανανών που εισήχθη από κάθε εμπορικό φορέα κατά την περίοδο 1994-1996,

β)

την προσωρινή ποσότητα αναφοράς που χορηγήθηκε σε κάθε εμπορικό φορέα, για τα έτη 1998, 1999 και 2000,

γ)

των πιστοποιητικών (ποσοτήτων) που εκδόθηκαν για κάθε εμπορικό φορέα κατά τα έτη 1998, 1999 και 2000 και της αντίστοιχης χρήσεώς τους.

15

Με επιστολή της 10ης Φεβρουαρίου 2004, ο προϊστάμενος της μονάδος B 1 της ΓΔ «Γεωργία» ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η προθεσμία για αποστολή απαντήσεως στο αίτημά της παρετείνετο κατά δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες. Διευκρίνισε, εξάλλου, ότι ήταν αδύνατο να διαβιβασθούν τα έγγραφα που αναφέρονται στο ανωτέρω σημείο 14γ, καθότι επρόκειτο για «έγγραφα του εθνικού οργάνου, μη διαβιβασθέντα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή».

16

Με επιστολή της 16ης Φεβρουαρίου 2004, η προσφεύγουσα εξέθεσε στην Επιτροπή τις αμφιβολίες της ως προς τη νομιμότητα της παρατάσεως της προθεσμίας και την κάλεσε να ανταποκριθεί αμελλητί στην αρχική αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα.

17

Μη έχοντας λάβει απάντηση κατά την εκπνοή της παραταθείσας προθεσμίας, η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 13 Απριλίου 2004, επαναληπτική αίτηση στον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001.

18

Την 28η Απριλίου 2004, η προσφεύγουσα έλαβε αρνητική απάντηση επί της αρχικής της αιτήσεως προσβάσεως στα έγγραφα εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή της ΓΔ «Γεωργία».

19

Την 3η Μαΐου 2004, η προσφεύγουσα απέστειλε νέα επιβεβαιωτική αίτηση στον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής διευκρινίζοντας ότι με αυτήν της την πράξη ανακαλούσε την αίτηση που είχε υποβάλει στις .

20

Με επιστολή του προϊστάμενου της μονάδος B 2 της Γενικής Γραμματείας της Επιτροπής, της 27ης Μαΐου 2004, η προθεσμία για την κοινοποίηση απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση της παρατάθηκε κατά δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες.

21

Την 18η Ιουνίου 2004, ημέρα κατά την οποία έληγε η παραταθείσα προθεσμία απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση της , ο προϊστάμενος της μονάδος B 2 ενημέρωσε την προσφεύγουσα, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ότι αδυνατούσε να της απαντήσει στην ταχθείσα προθεσμία, διαβεβαιώνοντάς την παράλληλα ότι θα λάβαινε άμεση απάντηση.

22

Την 30ή Αυγούστου 2004, η προσφεύγουσα έλαβε επιστολή του Γενικού Γραμματέα της Επιτροπής με ημερομηνία (στο εξής: απόφαση της ), με την οποία επιβεβαιωνόταν, κατ’ ουσία, η αρχική απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως του Γενικού Διευθυντή της ΓΔ «Γεωργία» της , ενώ εχορηγείτο παράλληλα μερική πρόσβαση στα έγγραφα που αναφέρονται στην ανωτέρω σκέψη 14, μέσω συνημμένου παραρτήματος με τον κατάλογο των παραδοσιακών εμπορικών φορέων που είχαν καταχωριστεί κατά τα έτη 1999 και 2000.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23

Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 27η Αυγούστου (υπόθεση T-355/04) και την 9η Νοεμβρίου 2004 (υπόθεση T-446/04), η προσφεύγουσα άσκησε τις υπό κρίση προσφυγές.

24

Με διάταξη της 15ης Οκτωβρίου 2007, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Πρωτοδικείου διέταξε τη συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

25

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Πρωτοδικείο κατά τη συνεδρίαση της 2ας Δεκεμβρίου 2008.

26

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απάντηση της 28ης Απριλίου 2004 επί της αρχικής αιτήσεως προσβάσεως στα έγγραφα, τη σιωπηρή απορριπτική απόφαση της επί της επιβεβαιωτικής αιτήσεως που υποβλήθηκε στις (υπόθεση T-355/04) και την απόφαση της (υπόθεση T-446/04),

να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει, στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων, όλες τις απαντήσεις που έλαβε από τα κράτη μέλη κατόπιν της διαβουλεύσεως που πραγματοποίησε με αφορμή την αίτηση προσβάσεώς της (υπόθεση T-446/04),

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα (υποθέσεις T-355/04 και T-446/04).

27

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή,

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

1. Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

28

Η Επιτροπή, καίτοι δεν προβάλλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου, όπως επεσήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποστηρίζει εντούτοις, παραπέμποντας στη σκέψη 31 της αποφάσεως Co-Frutta I, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη στο μέτρο που βάλλει κατά κάθε άλλης πράξεως πέραν της αποφάσεως της 10 Αυγούστου 2004, καθόσον δεν πρόκειται περί πράξεων δεκτικών προσφυγής υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ.

29

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το αίτημά της περί ακυρώσεως της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή της ΓΔ «Γεωργία», με την οποία απορρίπτεται η αρχική της αίτηση, πρέπει να κριθεί παραδεκτό. Η απάντηση που έδωσε ο Γενικός Διευθυντής της ΓΔ «Γεωργία» επί της αρχικής της αιτήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμιγώς προπαρασκευαστική πράξη που διαχωρίζεται από την τελική απόφαση, δεδομένου ότι η τελική απόφαση συναποτελείτο τόσο από την απάντηση που δόθηκε στην αρχική αίτηση, όσο και από την έλλειψη απαντήσεως επί της επιβεβαιωτικής αιτήσεως.

30

Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αμφότερες οι προσφυγές, στις υποθέσεις T-355/04 και T-446/04, πρέπει να κριθούν παραδεκτές. Ισχυρίζεται στην ουσία ότι, εάν είχε δοθεί εμπροθέσμως μια ρητή απάντηση στην επιβεβαιωτική αίτηση ή εάν, εν πάση περιπτώσει, η απάντηση αυτή είχε περιέλθει σε αυτήν αρκετά πριν την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της σιωπηρής απορρίψεως, τότε θα είχε ασφαλώς προσβάλλει αποκλειστικώς και μόνον τη ρητή απάντηση.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

31

Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των τριών πράξεων που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως ακυρώσεως της προσφεύγουσας. Η πρώτη πράξη είναι η απάντηση στην αρχική αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα, που φέρει ημερομηνία 28 Απριλίου 2004 (στο εξής: επιστολή της ). Η δεύτερη πράξη είναι η σιωπηρή απορριπτική απόφαση επί της επιβεβαιωτικής αιτήσεως (στο εξής: σιωπηρή απόφαση), η δε τρίτη πράξη είναι η απόφαση της .

Επί της επιστολής της 28ης Απριλίου 2004

32

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν αρκεί να έχει σταλεί ένα έγγραφο από ένα κοινοτικό όργανο στον αποδέκτη του, σε απάντηση αιτήσεως που υπέβαλε ο τελευταίος, για να μπορεί να χαρακτηριστεί το έγγραφο αυτό ως απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, παρέχουσα το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Οκτωβρίου 1993, T-83/92, Zunis Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-1169, σκέψη 30 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πράξεις ή αποφάσεις που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, αποτελούν μόνον τα μέτρα που παράγουν υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα, τα οποία είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς την έννομη κατάστασή του (απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-3/00 και T-337/04, Πιτσιόρλας κατά Συμβουλίου και ΕΚΤ, Συλλογή 2007, σ. II-4779, σκέψη 58).

33

Όσον αφορά, ειδικότερα, πράξεις ή αποφάσεις πού λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα στάδια, συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως μόνον τα μέτρα τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του συγκεκριμένου θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της διαδικασίας. Επομένως, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως μέτρα προκαταρκτικά ή αμιγώς προπαρασκευαστικής φύσεως (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 10, διατάξεις του Πρωτοδικείου της , T-426/04, Tramarin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4765, σκέψη 25, και της , T-312/06, FMC Chemical κατά ΕΑΑΤ, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 43).

34

Η διαδικασία προσβάσεως στα έγγραφα της Επιτροπής, η οποία ρυθμίζεται από τα άρθρα 6 έως 8 του κανονισμού 1049/2001, καθώς και από τα άρθρα 2 έως 4 του παραρτήματος της αποφάσεως 2001/937, διεξάγεται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, ο αιτών πρέπει να απευθύνει στην Επιτροπή μια αρχική αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα. Η Επιτροπή οφείλει, κατ’ αρχήν, να απαντήσει στην αρχική αίτηση εντός προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία καταχωρίσεώς της. Στο δεύτερο στάδιο, σε περίπτωση ολικής ή μερικής απορρίψεως, ο αιτών μπορεί να υποβάλει, εντός προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψεως της αρχικής απαντήσεως της Επιτροπής, επιβεβαιωτική αίτηση στον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής, ο οποίος οφείλει, κατ’ αρχήν, να απαντήσει εντός προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία καταχωρίσεως της επιβεβαιωτικής αιτήσεως. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής απορρίψεως, ο αιτών μπορεί να ασκήσει ένδικη προσφυγή κατά της Επιτροπής και/ή να υποβάλει καταγγελία στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 230 ΕΚ και 195 ΕΚ αντιστοίχως.

35

Κατά τη νομολογία, από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 3 και 4 του παραρτήματος της αποφάσεως 2001/937, καθώς και από το άρθρο 8 του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει σαφώς ότι η απάντηση στην αρχική αίτηση δεν συνιστά παρά μόνον μια πρώτη θέση, παρέχουσα στον αιτούντα τη δυνατότητα να ζητήσει από τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής την επανεξέτασή της (βλ. συναφώς απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2006, T-391/03 και T-70/04, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-2023, σκέψη 47).

36

Κατά συνέπεια, μόνον το μέτρο που λαμβάνεται από τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής μπορεί, έχοντας χαρακτήρα αποφάσεως και αντικαθιστώντας πλήρως την προηγουμένως ληφθείσα θέση, να παραγάγει έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να επηρεάσουν τα συμφέροντα του αιτούντος και να αποτελέσει, ως εκ τούτου, αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα απόφαση Franchet et Byk κατά Επιτροπής, σκέψεις 47 και 48, βλ. επίσης συναφώς και κατ’ αναλογία απόφαση Co-Frutta I, σκέψεις 30 και 31). Επομένως, η απάντηση στην αρχική αίτηση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής.

37

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η ασκηθείσα προσφυγή στην υπόθεση T-355/04 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθότι βάλλει κατά της επιστολής της 28ης Απριλίου 2004.

Επί της σιωπηρής αποφάσεως αρνήσεως

38

Όσον αφορά την αίτηση ακυρώσεως της σιωπηρής αποφάσεως, η προσφεύγουσα ορθώς ισχυρίζεται ότι αυτού του είδους η απόφαση ελήφθη μετά την εκπνοή της προθεσμίας απαντήσεως. Πράγματι, η επιβεβαιωτική αίτηση υποβλήθηκε από την προσφεύγουσα στις 3 Μαΐου 2004 και καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις . Η προθεσμία απαντήσεως δεκαπέντε εργάσιμων ημερών παρατάθηκε από την Επιτροπή κατά δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες με επιστολή της . Η νέα αυτή προθεσμία εξέπνευσε στις . Επομένως, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, η έλλειψη απαντήσεως εκ μέρους της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθεί ως αρνητική απάντηση, δοθείσα κατά την εκπνοή της προθεσμίας, η οποία δύνανται να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

39

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έλλειψη νομίμου συμφέροντος συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T-310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-3253, σκέψη 45 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40

Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον στον βαθμό που ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση MCI κατά Επιτροπής, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41

Το έννομο συμφέρον ενός προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο της ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κηρύσσεται απαράδεκτη.

42

Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε, προσκομίζοντας επί τούτου κάποιο αποδεικτικό παραλαβής, να αποδείξει την ημέρα κατά την οποία η προσφεύγουσα παρέλαβε την επιστολή που περιελάμβανε την απόφαση της 10ης Αυγούστου 2004, διαπιστώνεται ότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής στην υπόθεση T-355/04, η προσφεύγουσα είχε έννομο συμφέρον και ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία η προσφυγή ήταν παραδεκτή.

43

Πάντως, το έννομο συμφέρον πρέπει να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, κάτι που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, C-362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-4333, σκέψη 42, βλ. επίσης, συναφώς, διάταξη του Πρωτοδικείου της , T-28/02, First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4119, σκέψεις 35 έως 38).

44

Αν το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος εκλείψει διαρκούσης της διαδικασίας, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επί της ουσίας δεν μπορεί να του αποφέρει κανένα όφελος (προπαρατεθείσα απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 43).

45

Εν προκειμένω πρέπει να θεωρηθεί ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της βάλλουσας κατά της σιωπηρής αποφάσεως προσφυγής στην υπόθεση T-355/04, καθόσον η προσφεύγουσα δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να την προσβάλει, δεδομένης της εκδόσεως της αποφάσεως της 10ης Αυγούστου 2004, την ακύρωση της οποίας ζητεί στην υπόθεση T-446/04. Πράγματι, εκδίδοντας την ρητή απόφαση της , η Επιτροπή προέβη, εκ των πραγμάτων, στην ανάκληση της προηγούμενης σιωπηρής αποφάσεως.

46

Όμως, η ενδεχόμενη ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως λόγω τυπικής πλημμελείας και η ακύρωση της αποφάσεως της 10ης Αυγούστου 2004 λόγω αρμοδιότητας δεν θα μπορούσε παρά να συνεπάγεται την έκδοση αποφάσεως όμοιας ως προς την ουσία με την απόφαση της [βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της , 117/81, Geist κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2191, σκέψη 7, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της , Τ-43/90, Díaz García κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2619, σκέψη 54, και της , T-16/02, Audi κατά ΓΕΕΑ (TDI), Συλλογή 2003, σ. II-5167, σκέψεις 97 και 98]. Επιπλέον, την εξέταση της προσφυγής κατά της σιωπηρής αποφάσεως δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ούτε ο σκοπός αποτροπής στο μέλλον του ενδεχομένου επαναλήψεως της προβαλλόμενης πλημμέλειας, κατά την έννοια της σκέψεως 50 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Wunenburger κατά Επιτροπής, ούτε αυτός της διευκολύνσεως μίας ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως, δεδομένου ότι οι εν λόγω σκοποί μπορούν να επιτευχθούν μέσω της εξετάσεως της προσφυγής στην υπόθεση Τ-446/04.

47

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής στην υπόθεση T-355/04.

2. Επί της ουσίας

48

Προς στήριξη της προσφυγής της στην υπόθεση T-446/04, που βάλλει κατά της αποφάσεως της 10ης Αυγούστου 2004, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από την αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την απόφαση της εξαιτίας της μη τηρήσεως των διαδικαστικών προθεσμιών που επιβάλλουν ο κανονισμός 1049/2001 και η απόφαση 2001/937. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την υιοθέτηση από την Επιτροπή της θέσεως ορισμένων κρατών μελών και από τον αντιφατικό χαρακτήρα της αιτιολογήσεως της επιστολής της , που συνιστούν παράβαση των κανόνων σχετικά με τη διαβούλευση με τρίτους. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή της αναφερόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, καθώς και από τον εσφαλμένο και αντιφατικό χαρακτήρα της αρνήσεως μερικής προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από τη μη λήψη αποφάσεως όσον αφορά τα έγγραφα που αναφέρονται ανωτέρω, στη σκέψη 14γ.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την απόφαση της 10ης Αυγούστου 2004 και τη μη τήρηση των διαδικαστικών προθεσμιών που επιβάλλουν ο κανονισμός 1049/2001 και η απόφαση 2001/937

Επί του πρώτου σκέλους, αντλούμενου από την αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την απόφαση της 10ης Αυγούστου 2004

— Επιχειρήματα των διαδίκων

49

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι κατά την έκδοση της αποφάσεως της 10ης Αυγούστου 2004 η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία να εξετάσει την επιβεβαιωτική αίτηση. Παραπέμπει δε στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001.

50

Δεδομένου, αφενός ότι η επιβεβαιωτική αίτηση της προσφεύγουσας υποβλήθηκε στις 3 Μαΐου 2004, αφετέρου ότι η Επιτροπή παρέτεινε την προθεσμία απαντήσεως με επιστολή της , η προθεσμία αυτή εξέπνευσε επομένως στις . Όμως, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι καίτοι η απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Επιτροπής φέρει ημερομηνία , εντούτοις, η ίδια την παρέλαβε στις .

51

Κατά την προσφεύγουσα, οσάκις δυνάμει ενός κανόνα η σιωπή της Επιτροπής ισοδυναμεί σαφώς με απόρριψη της αιτήσεως, η οποία δύναται να προσβληθεί με προσφυγή, η σιωπηρή αυτή απόρριψη συνιστά την οριστική απόφαση της Επιτροπής και της στερεί την εξουσία να εξετάσει περαιτέρω την αίτηση, ενώ δεν απαιτείται ρητή μνεία στον κανόνα περί της απώλειας της εν λόγω εξουσίας.

52

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τυχόν παραδοχή της δυνατότητας της Επιτροπής να εκδίδει ρητή απόφαση μετά την υιοθέτηση σιωπηρής αποφάσεως, θα είχε ως αποτέλεσμα την μη τήρηση εκ μέρους της Επιτροπής των επιτακτικών προθεσμιών που τάσσει η σχετική με την πρόσβαση στα έγγραφα νομοθεσία. Τούτο θα συνιστούσε, κατά την προσφεύγουσα, κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας του δικαίου και θα ανάγκαζε τους πολίτες να ασκούν δύο προσφυγές ακυρώσεως, μία κατά της σιωπηρής και μία κατά της ρητής αποφάσεως, όπως ακριβώς αναγκάσθηκε να πράξει και η ίδια η προσφεύγουσα.

53

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αποστολή των διαδικαστικών προθεσμιών που τάσσει ο κανονισμός 1049/2001 είναι απλώς να διασφαλίζουν την κατά το δυνατόν γρηγορότερη εξέλιξη της διαδικασίας προκειμένου να λαμβάνει ο αιτών εντός ευλόγου χρόνου οριστική απόφαση σχετικά με την αίτησή του για χορήγηση προσβάσεως. Εάν οι προθεσμίες ήταν επιτακτικές, κάθε καθυστερημένα εκδιδόμενη απόφαση επί επιβεβαιωτικής αιτήσεως θα ήταν άκυρη λόγω αναρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου, ακόμα δε και στην περίπτωση που η εν λόγω απόφαση χορηγούσε τελικώς την πρόσβαση στα ζητούμενα έγγραφα.

54

Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι ζημία που ενδεχομένως προκαλείται εξαιτίας της υπερβάσεως των προθεσμιών μπορεί να λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της εξωσυμβατικής ευθύνης του θεσμικού οργάνου. Σε κάθε περίπτωση, η υπέρβαση των προθεσμιών δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος της εκδοθείσας αποφάσεως.

— Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

55

Κατά τη διάρκεια μιας διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της, η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί τις προβλεπόμενες από το κοινοτικό δίκαιο διαδικαστικές εγγυήσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T-348/94, Enso Española κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1875, σκέψη 56, και της , T-410/03, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-881, σκέψη 128).

56

Η δεκτική παρατάσεως προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών, εντός της οποίας το θεσμικό όργανο υποχρεούται να απαντήσει στην επιβεβαιωτική αίτηση, η οποία τάσσεται στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001, είναι επιτακτική. Εντούτοις, η εκπνοή της προθεσμίας αυτής δεν στερεί από το θεσμικό όργανο την εξουσία να εκδώσει απόφαση.

57

Πράγματι, αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν να συνεπάγεται η σιωπή των θεσμικών οργάνων ένα τέτοιο αποτέλεσμα, θα είχε συμπεριληφθεί συγκεκριμένη μνεία στην επίμαχη νομοθεσία. Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς επικαλείται το άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, και το άρθρο 5, παράγραφος 6, της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23). Τέτοιες διατάξεις απουσιάζουν από τον κανονισμό 1049/2001.

58

Αναφορικά με το ζήτημα της προσβάσεως σε έγγραφα, ο νομοθέτης προέβλεψε τις συνέπειες της υπερβάσεως της προθεσμίας του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001, ορίζοντας, στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ότι η μη τήρησή της από το θεσμικό όργανο θεμελιώνει δικαίωμα ασκήσεως ένδικης προσφυγής.

59

Στο πλαίσιο αυτό, οι συνέπειες που κατά την προσφεύγουσα συνεπάγεται η υπέρβαση εκ μέρους της Επιτροπής της προθεσμίας του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να θεωρηθούν δυσανάλογες. Πράγματι, ουδεμία αρχή του δικαίου στερεί από τη διοίκηση την αρμοδιότητά της να απαντά σε μία αίτηση, ακόμα και μετά την εκπνοή της σχετικώς ταχθείσας προθεσμίας. Σκοπός της θεσπίσεως του μηχανισμού της σιωπηρής αρνητικής απαντήσεως ήταν να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος να μην απαντήσει η διοίκηση σε μία αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα, διαφεύγοντας οποιοδήποτε δικαστικό έλεγχο, και όχι να καταστεί παράνομη κάθε καθυστερημένη απόφαση. Αντιθέτως, η διοίκηση υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να παρέχει, έστω καθυστερημένα, αιτιολογημένη απάντηση σε κάθε αίτηση ενός διοικούμενου. Μία τέτοια λύση συνάδει προς τη λειτουργία του μηχανισμού της σιωπηρής αρνητικής απορρίψεως, που συνίσταται στη δυνατότητα των διοικούμενων να προσβάλλουν την αδράνεια της διοικήσεως προκειμένου να λάβουν από αυτήν μία αιτιολογημένη απάντηση.

60

Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, μία τέτοια ερμηνεία δεν επηρεάζει τον σκοπό προστασίας των δικαιωμάτων των διοικούμενων, που επιδιώκεται μέσω του άρθρου 253 ΕΚ και δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να αγνοεί τις επιτακτικές προθεσμίες που τάσσουν ο κανονισμός 1049/2001 και η απόφαση 2001/937. Πράγματι, η αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως προκλήθηκε λόγω της μη τηρήσεως των προθεσμιών απαντήσεως μπορεί να διεκδικηθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, το οποίο επιλαμβάνεται κατόπιν ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως.

61

Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δεύτερου σκέλους, αντλούμενου από τη μη τήρηση των διαδικαστικών προθεσμιών που επιβάλλουν ο κανονισμός 1049/2001 και η απόφαση 2001/937

— Επιχειρήματα των διαδίκων

62

Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τις διαδικαστικές προθεσμίες που διέπουν την πρόσβαση σε έγγραφα.

63

Επιπλέον, θεωρεί παράνομη την κοινοποιηθείσα σε αυτήν, με επιστολή της 27ης Μαΐου 2004, παράταση κατά δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες της προθεσμίας απαντήσεως της Επιτροπής στην επιβεβαιωτική αίτηση, λόγω της ανάγκης διαβουλεύσεως με τρίτους αναφορικά με ορισμένα έγγραφα για τα οποία είχε ζητηθεί πρόσβαση.

64

Πράγματι, κατά την προσφεύγουσα, η δυνατότητα παρατάσεως της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών παρέχεται, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος της αποφάσεως 2001/937, αποκλειστικά στις περιπτώσεις πολύπλοκων ή ογκωδών αιτήσεων. Η εν λόγω διάταξη ουδόλως αναφέρει τη δυνατότητα παρατάσεως της προθεσμίας στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή πρέπει να διαβουλευθεί με τρίτον αναφορικά με την αίτηση προσβάσεως.

65

Επιπλέον, η προσφεύγουσα επικαλείται το άρθρο 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος της αποφάσεως 2001/937, κατά το οποίο «ο συντάκτης τρίτος του οποίου ζητήθηκε η γνώμη διαθέτει προθεσμία απάντησης η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 5 εργάσιμων ημερών αλλά και η οποία να επιτρέπει στην Επιτροπή να τηρήσει τις δικές της προθεσμίες απάντησης». Η προσφεύγουσα κρίνει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει θέση ακόμα και εάν ο συντάκτης των κρίσιμων εγγράφων απαντήσει καθυστερημένα. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή προέβη σε δεύτερη διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, κατά παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας περί προσβάσεως σε έγγραφα.

66

Στο υπόμνημα απαντήσεώς της, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι οι προθεσμίες που αναφέρονται στις προπαρατεθείσες διατάξεις συνιστούν σαφείς υποχρεώσεις για την Επιτροπή.

67

Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των προθεσμιών που τάσσουν ο κανονισμός 1049/2001 και η απόφαση 2001/937, ισχυρίζεται, εντούτοις, ότι η μη τήρηση των προθεσμιών αυτών συνεπάγεται συνέπειες αμιγώς διαδικαστικού και όχι ουσιαστικού χαρακτήρα.

68

Όσον αφορά το επιχείρημα περί μη τηρήσεως του άρθρου 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος της αποφάσεως 2001/937, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η διαβούλευση ήταν εν προκειμένω ιδιαιτέρως σημαντική, δεδομένου ότι οι τρίτοι συντάκτες ήταν κράτη μέλη, για τα οποία ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει ιδιαίτερη μεταχείριση.

69

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι, σε ό,τι αφορά τη νομιμότητα της αποφάσεως της 10ης Αυγούστου 2004, ο Γενικός Γραμματέας δεν προέβη σε νέα διαβούλευση με τα κράτη μέλη μετά την καταχώριση της επιβεβαιωτικής αιτήσεως. Ενόψει της προετοιμασίας της απαντήσεως στην αίτηση αυτή, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της γενικής γραμματείας συζήτησαν απλώς εκ νέου επί του συνολικού φακέλου, ιδίως επί των πορισμάτων της διαβουλεύσεως που διοργανώθηκε από την ΓΔ «Γεωργία».

— Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

70

Το επιληφθέν αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος θεσμικό όργανο και το οικείο κράτος μέλος οφείλουν, αφ’ ης στιγμής η σχετική αίτηση γνωστοποιήθηκε από το επιληφθέν θεσμικό όργανο στο οικείο κράτος μέλος, να προβούν αμελλητί στην έναρξη έντιμου διαλόγου ως προς την πιθανή εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεων, εξακολουθώντας να επιδεικνύουν προσοχή, ιδίως ως προς την ανάγκη να παρασχεθεί στο ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο η δυνατότητα να λάβει θέση, ως υπέχον την υποχρέωση να αποφανθεί επί της ανωτέρω αιτήσεως προσβάσεως, εντός των τασσόμενων στα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού προθεσμιών (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-11389, στο εξής: απόφαση IFAW του Δικαστηρίου, σκέψη 86). Το άρθρο 8 του κανονισμού 1049/2001 επιβάλλει επομένως στην Επιτροπή την τήρηση της επιτακτικής προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών, με ενδεχόμενη παράταση, ακόμα και σε περίπτωση διαβουλεύσεως με τρίτους.

71

Εντούτοις, η υπέρβαση των προθεσμιών που τάσσει η διάταξη αυτή δεν συνεπάγεται αυτομάτως την ακύρωση της εκπροθέσμως ληφθείσας αποφάσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Απριλίου 2003, T-44/01, T-119/01 και T-126/01, Vieira κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-1209, σκέψεις 167 έως 170). Πράγματι, η ακύρωση μιας αποφάσεως, εξαιτίας και μόνον της υπερβάσεως των προθεσμιών που τάσσουν ο κανονισμός 1049/2001 και η οδηγία 2001/937, θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα την επανάληψη της διοικητικής διαδικασίας προσβάσεως σε έγγραφα. Σε κάθε περίπτωση, η αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως προκλήθηκε εξαιτίας της καθυστερημένης απαντήσεως της Επιτροπής μπορεί να διεκδικηθεί μέσω αγωγής αποζημιώσεως.

72

Όσον αφορά τη νομιμότητα της παρατάσεως της προθεσμίας απαντήσεως, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος της αποφάσεως 2001/937 προβλέπει τη δυνατότητα παρατάσεως της προθεσμίας σε περίπτωση πολύπλοκης αιτήσεως. Ο αριθμός των ζητούμενων εγγράφων και η ποικιλία των συντακτών τους, όπως στην περίπτωση των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υποθέσεως, συνιστούν παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση μίας αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα ως πολύπλοκης. Συναφώς, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα σχετικά με την ανάγκη παρατάσεως της προθεσμίας, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Επομένως, το επιχείρημα περί παράνομης παρατάσεως της προθεσμίας απαντήσεως πρέπει να απορριφθεί.

73

Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα περί μιας δεύτερης διαβουλεύσεως της Επιτροπής με τα κράτη μέλη, η προσφεύγουσα ουδόλως αποδεικνύει ότι η Επιτροπή προέβη σε μία τέτοια διαβούλευση μεταξύ της απορρίψεως της αρχικής αιτήσεως και της ρητής απορρίψεως της επιβεβαιωτικής αιτήσεως. Το επιχείρημα αυτό πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

74

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την υιοθέτηση από την Επιτροπή της θέσεως ορισμένων κρατών μελών και από την παράβαση των κανόνων σχετικά με τη διαβούλευση με τρίτους

Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την υιοθέτηση από την Επιτροπή της θέσεως ορισμένων κρατών μελών

— Επιχειρήματα των διαδίκων

75

Όσον αφορά τα έγγραφα που βρίσκονται μεν στην κατοχή της Επιτροπή, προέρχονται δε από τρίτο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, κατά το άρθρο 5 του παραρτήματος της αποφάσεως 2001/937, εναπόκειται στην Επιτροπή να επιβεβαιώσει την εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001. Η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αναφέρει ποια από τα προβληθέντα επιχειρήματα βασίζονταν στις παρατηρήσεις που διατύπωσαν οι τρίτοι με τους οποίους διαβουλεύθηκε, όπως επίσης θα έπρεπε να αναπτύξει κατάλληλα αντεπιχειρήματα στην περίπτωση που δεν ακολουθούσε τις παρατηρήσεις αυτές. Κατά την προσφεύγουσα, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να ανακοινώνουν απλώς και μόνον ότι αρνούνται να δημοσιοποιήσουν έγγραφα, αλλά πρέπει να λαμβάνουν ρητώς θέση επί των εξαιρέσεων τις οποίες επικαλούνται.

76

Προκειμένου να εξετασθούν από το Γενικό Δικαστήριο η ισχύς των δηλώσεων των κρατών μελών και η αντίστοιχη αξιολόγησή τους από την Επιτροπή, η προσφεύγουσα ζητεί από αυτό να διατάξει την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων, να προσκομίσει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 65 β, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, όλες τις απαντήσεις των κρατών μελών επί των οποίων η Επιτροπή θεμελίωσε την απόφασή της.

77

Όσον αφορά το γεγονός ότι συντάχθηκε με τη στάση των περισσοτέρων κρατών μελών να μην προβούν σε δημοσιοποίηση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Πρωτοδικείου στην υπόθεση IFAW (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Νοεμβρίου 2004, T-168/02, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-4135, στο εξής: απόφαση IFAW του Πρωτοδικείου, σκέψεις 58 και 59), η άρνηση ενός κράτους μέλους, ακόμα και αν στερείται αιτιολογήσεως, «αποτελεί επιταγή προς το όργανο να μη δημοσιοποιήσει το επίμαχο έγγραφο».

78

Η Επιτροπή κρίνει συνεπώς ότι η διεξαγωγή αποδείξεων που ζήτησε η προσφεύγουσα είναι άσκοπη, καθόσον η εκ μέρους των κρατών μελών άρνηση δημοσιοποιήσεως στερείται σημασίας, δεδομένου ότι δεν αιτιολογήθηκε και δεσμεύει την Επιτροπή.

— Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

79

Με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση IFAW ακυρώθηκε απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως σε έγγραφα ευρισκόμενα στην κατοχή της Επιτροπής, η οποία βασιζόταν μόνον στην άρνηση των κρατών μελών να προβούν σε δημοσιοποίηση.

80

Με την έκδοση του κανονισμού 1049/2001, ο κοινοτικός νομοθέτης κατήργησε τον κανόνα του συντάκτη του εγγράφου που ίσχυε μέχρι τότε. Στην αλληλουχία αυτή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς του κανονισμού 1049/2001 τυχόν ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, κατά το οποίο κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μην δημοσιοποιήσει έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς προηγούμενη συμφωνία του, υπό την έννοια ότι αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος γενικό και ανεπιφύλακτο δικαίωμα αρνησικυρίας συνιστάμενο στην εναντίωσή του, κατά τρόπο όλως αυτόβουλο και χωρίς αιτιολόγηση της σχετικής αποφάσεως, για τη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου ευρισκόμενου στην κατοχή κοινοτικού θεσμικού οργάνου αποκλειστικά και μόνο λόγω του γεγονότος ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από το οικείο κράτος μέλος (απόφαση του Δικαστηρίου IFAW, σκέψη 58).

81

Πράγματι, το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να δώσει συνέχεια στη διατυπωθείσα από κράτος μέλος εναντίωση στη δημοσιοποίηση εγγράφου το οποίο προέρχεται από το ίδιο, εάν η εναντίωση αυτή στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας ή αν η προβαλλόμενη αιτιολογία δεν ανάγεται στις απαριθμούμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις. Οσάκις, παρά τη ρητή πρόσκληση του θεσμικού οργάνου προς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, το τελευταίο εξακολουθεί να μην προβαίνει στη σχετική αιτιολόγηση, το θεσμικό όργανο οφείλει να επιτρέψει την πρόσβαση στο ζητούμενο έγγραφο, εφόσον εκτιμά ότι δεν εφαρμόζεται κάποια από τις ανωτέρω εξαιρέσεις (απόφαση IFAW του Δικαστηρίου, σκέψη 88).

82

Ως εκ τούτου, όταν η διατυπωθείσα από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη εναντίωση στη δημοσιοποίηση εγγράφου δεν συνοδεύεται από την απαιτούμενη αιτιολόγηση, η Επιτροπή μπορεί αυτοτελώς να εκτιμήσει ότι μία ή περισσότερες από τις οριζόμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις εφαρμόζονται στα έγγραφα που αποτελούν αντικείμενο της αιτήσεως προσβάσεως.

83

Εν προκειμένω, καίτοι η Επιτροπή πράγματι επεσήμανε την άρνηση ορισμένων κρατών μελών να δημοσιοποιήσουν ορισμένα ζητηθέντα έγγραφα, εντούτοις, στήριξε από την πλευρά της την άρνηση γνωστοποιήσεως τους στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όπως αναφέρεται στο σημείο 4 της αποφάσεως της 10ης Αυγούστου 2004. Ως εκ τούτου, η φερόμενη έλλειψη αιτιολογήσεως, όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή συντάχθηκε με την άρνηση που προέβαλαν ορισμένα κράτη μέλη, δεν μπορεί να επισύρει την ακύρωση της αποφάσεως της .

84

Κατά συνέπεια, το σκέλος που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας, όσον αφορά την υιοθέτηση από την Επιτροπή της θέσεως ορισμένων κρατών μελών, πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δεύτερου σκέλους, αντλούμενου από παράβαση των κανόνων σχετικά με τη διαβούλευση με τρίτους

— Επιχειρήματα των διαδίκων

85

Κατά την προσφεύγουσα, ο Γενικός Διευθυντής της ΓΔ «Γεωργία», αφού παρέτεινε την προθεσμία απαντήσεως λόγω της προβαλλόμενης ανάγκης διαβουλεύσεως με τα κράτη μέλη και αφού αιτιολόγησε την άρνηση χορηγήσεως προσβάσεως προβάλλοντας τη ρητή εναντίωση πολλών κρατών μελών, επεσήμανε στην απόφαση που αναφέρεται στην επιστολή της 28ης Απριλίου 2004, ότι η απόφαση θα ήταν σε κάθε περίπτωση αρνητική, καθότι τα ζητούμενα έγγραφα συγκαταλέγονται σε εκείνα, για τα οποία δεν δύναται να εγκριθεί η πρόσβαση εξαιτίας της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, εάν η Επιτροπή ήταν από την αρχή της διαδικασίας πεπεισμένη ότι δεν μπορούσε, λόγω της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 να χορηγήσει πρόσβαση στα κρίσιμα έγγραφα, δεν έπρεπε να διαβουλευθεί με τα κράτη μέλη.

86

Η προσφεύγουσα παραπέμπει στη σκέψη 56 της αποφάσεως IFAW του Πρωτοδικείου, στην οποία αναφέρεται ότι «η επιβαλλόμενη στην Επιτροπή υποχρέωση διαβουλεύσεως με τους τρίτους σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού, δεν θίγει την εξουσία της να αποφασίσει εάν πρέπει να τύχει εφαρμογής μια από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2 του [εν λόγω] κανονισμού εξαιρέσεις», προκειμένου να συναχθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 απαγορεύει τη διαβούλευση με τρίτους οσάκις είναι σαφές ότι το έγγραφο πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί.

87

Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση σαφώς ορίζει ότι η άρνηση προσβάσεως οφείλεται σε δύο σωρευτικούς λόγους, ήτοι στην εναντίωση εκ μέρους των κρατών μελών και, σε κάθε περίπτωση, στην εξαίρεση σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρηματιών.

88

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τη διαβούλευση με τρίτους. Σημειώνει ότι το Πρωτοδικείο επανειλημμένα επεσήμανε ότι τα κράτη μέλη χαίρουν ιδιαίτερης μεταχειρίσεως όσον αφορά το σύστημα που θεσπίζει ο κανονισμός 1049/2001, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, αυτού, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα υποχρεούνται να δημοσιοποιούν έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος μόνον κατόπιν προηγούμενης συμφωνίας του. Κατά την Επιτροπή, δεν είναι δυνατόν να της προσάπτεται το γεγονός ότι διαβουλεύθηκε με τα κράτη μέλη που ήταν οι συντάκτες των εγγράφων, στα οποία η προσφεύγουσα επιθυμούσε να έχει πρόσβαση, ακόμα και εάν η ίδια έκρινε ότι δεν έπρεπε να δημοσιοποιήσει τα επίμαχα έγγραφα εξαιτίας της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρηματιών.

89

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, ακόμα και στην περίπτωση που η διαβούλευση με τα κράτη μέλη θεωρηθεί παράνομη, το γεγονός αυτό δεν συνιστά επαρκή λόγο για την ακύρωση της αντιτασσόμενης αρνήσεως προσβάσεως, δεδομένου ότι η εν λόγω άρνηση παραμένει πλήρως βάσιμη δυνάμει της προβληθείσας εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρηματιών.

— Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

90

Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να σωρεύσει τη διαβούλευση με κράτη μέλη και την επίκληση μίας εκ των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 1997, T-105/95, WWF UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-313, σκέψη 61, της , T-174/95, Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-2289, σκέψη 114, και της , T-20/99, Denkavit Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3011, σκέψη 40).

91

Στην απόφαση IFAW, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμα και σε περίπτωση εναντιώσεως των κρατών μελών στη δημοσιοποίηση ενός εγγράφου, η Επιτροπή πρέπει, με δική της πρωτοβουλία, να επικαλεσθεί μία εκ των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου να αρνηθεί την χορήγηση προσβάσεως στα ζητούμενα έγγραφα (απόφαση IFAW του Δικαστηρίου, σκέψεις 68 και 99).

92

Ακόμα και εάν η διαβούλευση της Επιτροπής με τα κράτη μέλη ήταν παράνομη, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει το βάσιμο χαρακτήρα της επικλήσεως της εξαιρέσεως αναφορικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των τρίτων, που συνιστά εξάλλου αντικείμενο του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

93

Ως εκ τούτου, οι δύο αιτιολογίες που προέβαλε η Επιτροπή δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν αντιφατικές, το δε δεύτερο σκέλος του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως πρέπει να κριθεί αβάσιμο.

94

Συνεπώς, ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, καθώς και από τον εσφαλμένο και αντιφατικό χαρακτήρα της αρνήσεως χορηγήσεως μερικής προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα

Επί του πρώτου σκέλους, αντλούμενου από έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

— Επιχειρήματα των διαδίκων

95

Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει παρά μία παράφραση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, χωρίς να διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή κρίνει ότι η δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντα των οικείων φορέων. Ισχυρίζεται ότι τούτο συνιστά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 4, του παραρτήματος της αποφάσεως 2001/937 και, γενικότερα, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ.

96

Παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Εξ αυτού συνάγει ότι η Επιτροπή οφείλει να αναφέρει διεξοδικώς τους λόγους για τους οποίους κρίνει εφαρμοστέα την εξαίρεση σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων και ότι δεν μπορεί να περιορίζεται στην επίκληση της εξαιρέσεως χωρίς να την δικαιολογεί. Κατά την προσφεύγουσα, η νομολογία επιβάλλει στην Επιτροπή να αναφέρει, τουλάχιστον για κάθε κατηγορία των ζητούμενων εγγράφων, συγκεκριμένη αιτιολογία προκειμένου να δίνεται στον αποδέκτη αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως η δυνατότητα να εκτιμήσει κατά πόσον είναι αυτή βάσιμη.

97

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ρητή μνεία του λόγου αρνήσεως, καθόσον αναφέρει ότι η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων ενδέχετο να «βλάψει τα εμπορικά συμφέροντα των οικείων φορέων, δεδομένου ότι θα δημοσιοποιούνταν οι ποσότητες αναφοράς που χορηγήθηκαν σε κάθε εμπορικό φορέα καθώς και οι ποσότητες που πράγματι εισήγαγε κάθε εμπορικός φορέας», ενώ δεν διαφαίνεται ουδέν δημόσιο συμφέρον που να συναρτάται με τη δημοσιοποίηση των εν λόγω εγγράφων.

98

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ποσότητες μπανανών που εισήγαγε κάθε εμπορικός φορέας επιτρέπουν τον καθορισμό τόσο του όγκου της πραγματικής δραστηριότητάς του, όσο και των προβλέψεων σχετικά με την εξέλιξη της δραστηριότητάς του. Αυτού του είδους τα στοιχεία θεωρούνται από την Επιτροπή ως αφορούντα τις εμπορικές σχέσεις και ως μη δημόσια. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσφεύγουσα, η οποία δραστηριοποιείται επαγγελματικά στην αγορά μπανάνας, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ευλόγως ότι αγνοεί για ποιο λόγο αναφέρει την εμπορική ζημία των οικείων φορέων. Προς απόδειξη αυτού η Επιτροπή επισημαίνει το γεγονός ότι η προσφεύγουσα προέβαλε άφθονα επιχειρήματα επί της ουσίας επικαλούμενη εσφαλμένη εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής.

— Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

99

Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, το οποίο έλαβε το συγκεκριμένο μέτρο, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιανουαρίου 2008, T-380/04, Τερεζάκης κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 70).

100

Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2003, C-41/00 P, Interporc κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-2125, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και προπαρατεθείσα απόφαση Τερεζάκης κατά Επιτροπής, σκέψη 70).

101

Όσον αφορά αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα, οσάκις το οικείο θεσμικό όργανο αρνείται αυτή την πρόσβαση, πρέπει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να αποδείξει, βάσει των πληροφοριών που αυτό διαθέτει, ότι τα έγγραφα για τα οποία ζητείται η πρόσβαση εμπίπτουν πράγματι στις εξαιρέσεις που απαριθμεί ο κανονισμός 1049/2001. Πάντως, ενδέχεται να είναι αδύνατον να αναφερθούν οι λόγοι που δικαιολογούν την εχεμύθεια έναντι κάθε εγγράφου, χωρίς να γνωστοποιηθεί το περιεχόμενο αυτού και, συνεπώς, την αδυναμία της προβλεπόμενης εξαιρέσεως να εκπληρώσει τον ουσιώδη σκοπό της (απόφαση Τερεζάκης κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 71).

102

Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισήμανε σαφώς ότι, ανεξαρτήτως της θέσεως των κρατών μελών, η εξαίρεση στην οποία θεμελιώνει την άρνησή της είναι αυτή του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Η πρακτική αυτή συνάδει προς την απόφαση IFAW του Δικαστηρίου (σκέψεις 68 και 99).

103

Επιπλέον, όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή υιοθέτησε πράγματι μία συνοπτική αιτιολογία παραπλήσια του γράμματος του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

104

Εντούτοις, η απόφαση της 10ης Αυγούστου 2004, που εκδόθηκε ως απάντηση στην επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα, αποτελεί πεντασέλιδο έγγραφο που περιλαμβάνει σαφή ανάλυση. Πράγματι, στο σημείο 4 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι παγίως έκρινε, στο πλαίσιο της πρακτικής που ακολουθεί κατά τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, ότι οι ποσότητες αναφοράς και οι ποσότητες που οι φορείς πράγματι εισήγαγαν συνιστούν μη ανακοινώσιμα στοιχεία, καθότι η δημοσιοποίησή τους ενδέχεται να βλάψει τα εμπορικά συμφέροντα των εν λόγω φορέων. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι πληροφορίες αυτές εμπίπτουν συνεπώς στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Στο σημείο 5 της ίδιας αποφάσεως, η Επιτροπή διασαφηνίζει ότι επιδίωξε να τεκμηριώσει την ανάλυσή της προβαίνοντας σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη που είχαν συντάξει τα κρίσιμα έγγραφα. Δεδομένου ότι η πλειονότητα εξ αυτών επιβεβαίωσε την ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με τον κίνδυνο προσβολής των εμπορικών συμφερόντων των οικείων φορέων, η Επιτροπή αρνήθηκε να χορηγήσει πρόσβαση στα ζητούμενα έγγραφα που προέρχονταν από τα κράτη μέλη που εναντιώθηκαν στη δημοσιοποίηση, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001. Στο σημείο 7 της αποφάσεως της , η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι το συμφέρον που αντλεί η προσφεύγουσα από την πρόσβαση στα ζητούμενα έγγραφα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά ανώτερο δημόσιο συμφέρον.

105

Δεδομένου ότι από την απόφαση της 10ης Αυγούστου 2004 προκύπτει σαφώς η συλλογιστική που ακολούθησε η Επιτροπή, θα ήταν υπερβολικό να απαιτηθεί ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται η συλλογιστική αυτή. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι ορισμένα δεδομένα δε μπορούν να κοινοποιηθούν δίχως να διακυβευθεί η αποτελεσματική προστασία των εμπορικών συμφερόντων των υπολοίπων φορέων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της , C-341/06 P και C-342/06 P, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-4777, σκέψεις 108 και 109).

106

Η προσφεύγουσα, που είναι παραδοσιακός εμπορικός φορέας στην αγορά εισαγωγής μπανανών στην Κοινότητα, ζήτησε πρόσβαση σε πολύ συγκεκριμένα έγγραφα που αφορούν την εισαγωγική δραστηριότητα των ανταγωνιστών της. Όπως προκύπτει από τον κατάλογο των εμπορικών φορέων, στον οποίο η Επιτροπή χορήγησε πρόσβαση για τα έτη 1999 και 2000, η προσφεύγουσα ζητεί την κοινοποίηση στοιχείων σχετικά με τις εισαγωγές 622 ανταγωνιστικών της επιχειρήσεων, εγκατεστημένων σε 15 κράτη μέλη. Η Επιτροπή ανέφερε στο σημείο 4 της αποφάσεως της 10ης Αυγούστου 2004 ότι η κοινοποίηση των επίμαχων εγγράφων ενδέχετο να «βλάψει τα εμπορικά συμφέροντα των οικείων φορέων, δεδομένου ότι θα δημοσιοποιούνταν οι ποσότητες αναφοράς που χορηγήθηκαν σε κάθε εμπορικό φορέα καθώς και οι ποσότητες που πράγματι εισήγαγε κάθε εμπορικός φορέας». Όμως, είναι προφανές ότι οι ποσότητες που εισήχθησαν αφορούν την πεμπτουσία της δράσεως των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά εισαγωγής μπανανών.

107

Συνεπώς, στη μεν προσφεύγουσα παρασχέθηκε πλήρως η δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους της αρνήσεως που της αντιτάχθηκε, στο δε Γενικό Δικαστήριο η δυνατότητα να διενεργήσει τον έλεγχό του. Ως εκ τούτου, η απόφαση της 10ης Αυγούστου 2004 δεν πάσχει λόγω παραβιάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

108

Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δεύτερου σκέλους, αντλούμενου από εσφαλμένη εφαρμογή της προβλεπομένης στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεως

— Επιχειρήματα των διαδίκων

109

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

110

Επισημαίνει ότι η γενική αρχή που συνίσταται στη χορήγηση στο κοινό της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής και η οποία αναγνωρίζεται από τη νομολογία του Πρωτοδικείου, επιβάλλει συσταλτική ερμηνεία κάθε εξαιρέσεως.

111

Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, στον τομέα της μπανάνας, η Επιτροπή δεν ασκεί τα παραδοσιακά καθήκοντα μίας ελεγκτικής αρχής που προστατεύει τον ανταγωνισμό, αλλά στην πραγματικότητα καθορίζει η ίδια — μέσω του ελέγχου και της συγκρίσεως των δεδομένων που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη — το μερίδιο αγοράς που αναλογεί σε κάθε εμπορικό φορέα. Επομένως, η Επιτροπή οφείλει να διασφαλίζει περισσότερη διαφάνεια από ό,τι στους άλλους τομείς.

112

Κατά την προσφεύγουσα, η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων δεν μπορεί να βλάψει τα εμπορικά συμφέροντα των υπολοίπων φορέων, καθότι ο τομέας εμπορίας μπανανών συνιστά μια αγορά που υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως της αγοράς μπανάνας, και κατά συνέπεια οι υπόλοιποι φορείς ουδόλως μπορούν να επικαλεσθούν ζημία όσον αφορά τον απόρρητο χαρακτήρα των εμπορικών δεδομένων.

113

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η γνώση των ζητούμενων πληροφοριών δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μέσο προκειμένου να αποκτήσει αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αλλά θα της επέτρεπε απλώς να αποκτήσει τα μέσα που είναι αναγκαία για την προστασία των δικών της συμφερόντων.

114

Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω περιορίζεται η εφαρμογή των εξαιρέσεων ως προς τη γνωστοποίηση, δεδομένου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2007 ορίζει ότι «οι εξαιρέσεις που περιέχονται στις παραγράφους 1 έως 3 εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου». Επομένως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να αντλήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από τα επίμαχα έγγραφα, καθότι αυτά αφορούν περίοδο προγενέστερη κατά τέσσερα έως δέκα έτη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεώς της.

115

Η προσφεύγουσα επικαλείται, εξάλλου, υπέρτερο δημόσιο συμφέρον υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2007, προκειμένου να δικαιολογήσει τη δημοσιοποίηση των εγγράφων τα οποία διαφορετικά θα καλύπτονταν από εξαίρεση. Το συμφέρον αυτό απορρέει από τη σημασία που υπέχει η ανακάλυψη περιπτώσεων καταχρήσεως εκ μέρους των ανταγωνιστών της, με στόχο να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία της κοινής οργάνωσης της αγοράς μπανάνας.

116

Ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση, στην οποία στηρίζεται η άρνηση της Επιτροπής: ο μοναδικός εμπορικός φορέας που υφίσταται ζημία είναι η προσφεύγουσα, η οποία, στερούμενη της δυνατότητας προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα, αδυνατεί να αποδείξει ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης όσον αφορά τις εισαγωγές μπανάνας.

117

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες, τις οποίες ζητεί η προσφεύγουσα, συνδέονται άμεσα με τη δραστηριότητα κάθε εμπορικού φορέα και εμπίπτουν επομένως αδιαμφισβήτητα στην έννοια των εμπορικών συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού. Η δραστηριοποίηση στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων δεν αποκλείει το γεγονός ότι η δημοσιοποίηση των εμπορικών δραστηριοτήτων κάθε εμπορικού φορέα ενδέχεται να του προκαλέσει ζημία.

118

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα καθήκοντά της περιορίζονται στον ορισμό ενός συντελεστή προσαρμογής που εφαρμόζεται στο σύνολο των ποσοτήτων αναφοράς που καθορίζουν τα κράτη μέλη, οσάκις το άθροισμα των εν λόγω ποσοτήτων υπερβαίνει το σύνολο των διαθέσιμων ποσοτήτων στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν φέρει ουδεμία ειδική υποχρέωση.

119

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν ήταν απαραίτητη η εξατομικευμένη αιτιολόγηση για κάθε κατηγορία εγγράφων, για τα οποία ζητήθηκε πρόσβαση, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν διαφορετικοί λόγοι αρνήσεως.

120

Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αρχαιότητα των επίμαχων εγγράφων ουδόλως επηρεάζει τον εξαιρετικά ευαίσθητο χαρακτήρα των προστατευόμενων εμπορικών συμφερόντων και παραθέτει ως παράδειγμα την προστασία της οποίας απολαύουν τα ιστορικά αρχεία των Κοινοτήτων, η οποία δύναται να υπερβαίνει τα 30 έτη. Προσθέτει ότι τα στοιχεία των ετών 1994 έως 1996 χρησίμευσαν ως βάση για τον καθορισμό της ποσότητας αναφοράς των παραδοσιακών εμπορικών φορέων στο πλαίσιο του ισχύοντος καθεστώτος εισαγωγής μπανανών και ότι τα στοιχεία του 1999 και του 2000 είναι εξαιρετικά πρόσφατα ώστε να μην απολαύουν τέτοιας προστασίας.

121

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα έχει την ευχέρεια να ασκήσει πολιτική αγωγή στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών, που θα κινηθούν για τις υποτιθέμενες περιπτώσεις απάτης και διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο μίας δίκης, προτίθεται να παράσχει στις αρμόδιες αρχές κάθε έγγραφο που θα της ζητηθεί.

— Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

122

Κατά πάγια νομολογία, οι εξαιρέσεις από την πρόσβαση στα έγγραφα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται αυστηρά, ούτως ώστε να μη διακυβεύεται η εφαρμογή της γενικής αρχής που συνίσταται στην παροχή στο κοινό της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που κατέχουν τα θεσμικά όργανα (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, C-39/05 P και C-52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I-4723, σκέψη 36, βλ. επίσης, κατ’αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-191/99, Petrie κ.λ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-3677, σκέψη 66).

123

Επιπλέον, η εξέταση που απαιτείται για την επεξεργασία μιας αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ειδικότερα, το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο αφορά συμφέρον προστατευόμενο από εξαίρεση δεν αρκεί, ώστε να δικαιολογηθεί η εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής. (βλ. συναφώς και κατ’ αναλογία προπαρατεθείσα απόφαση Denkavit Nederland κατά Επιτροπής, σκέψη 45). Μια τέτοια εφαρμογή μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί μόνο στην περίπτωση που το κοινοτικό όργανο έχει προηγουμένως κρίνει, πρώτον, ότι η πρόσβαση στο έγγραφο θα έθιγε κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό το προστατευόμενο συμφέρον και, δεύτερον, στις περιπτώσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001, ότι δεν υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του εν λόγω εγγράφου

124

Η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση κάθε εγγράφου είναι επίσης αναγκαία, καθόσον, ακόμη και όταν είναι σαφές ότι αίτηση προσβάσεως αφορά έγγραφα που καλύπτονται από εξαίρεση, μόνο μια τέτοια εξέταση επιτρέπει στο θεσμικό όργανο να αξιολογήσει τη δυνατότητα παροχής μερικής προσβάσεως στον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001. Εξάλλου, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κώδικα συμπεριφοράς σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 1993, L 340, σ. 41), το Πρωτοδικείο έκρινε ανεπαρκή την αξιολόγηση εγγράφων ανά κατηγορία, αντί σε σχέση με τα συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχουν. Η απαιτούμενη εκ μέρους του θεσμικού οργάνου εξέταση πρέπει επομένως να του επιτρέπει να αξιολογεί συγκεκριμένα αν η προβαλλόμενη εξαίρεση καλύπτει πράγματι όλες τις πληροφορίες που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Οκτωβρίου 2000, T-123/99, JT’s Corporation κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3269, σκέψη 46, της , T-2/03, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-1121, σκέψη 73, και Franchet και Byk κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 117).

125

Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστεί η εφαρμογή από την Επιτροπή του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, δυνάμει του οποίου αρνήθηκε την πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα.

126

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, εκτός εάν την γνωστοποίηση του εγγράφου επιβάλλει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

127

Στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή επικαλέσθηκε τη σχετική με την υπονόμευση των συμφερόντων των εμπορικών φορέων εξαίρεση προκειμένου να αρνηθεί την πρόσβαση στους καταλόγους που περιείχαν, για κάθε εμπορικό φορέα, την ποσότητα μπανανών που εισήχθη κατά την περίοδο 1994 έως 1996 και την προσωρινή ποσότητα αναφοράς που χορηγήθηκε σε κάθε εμπορικό φορέα, για τα έτη 1999 και 2000, ενώ υπογράμμισε, στο σημείο 3, τελευταία παράγραφος, της αποφάσεως της 10ης Αυγούστου 2000, ότι δεν υφίσταται κατάλογος παραδοσιακών εμπορικών φορέων για το έτος 1998 κατά την έννοια του κανονισμού 2362/98.

128

Διαπιστώνεται, πρώτον, ότι τα έγγραφα αυτά περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με τις εταιρείες που εισάγουν μπανάνες και τις εμπορικές τους δραστηριότητες και πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

129

Δεύτερον, σε ό,τι αφορά το ζήτημα εάν η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσο η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων θα έθιγε κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό το προστατευόμενο συμφέρον, κάτι που η προσφεύγουσα αμφισβητεί επικαλούμενη τον αόριστο χαρακτήρα της δικαιολογίας που προβλήθηκε στην απόφαση της 10ης Αυγούστου 2004, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή υπογράμμισε, στο σημείο 4 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η κοινοποίηση των κρίσιμων εγγράφων ενδέχετο να «βλάψει τα εμπορικά συμφέροντα των οικείων φορέων, δεδομένου ότι θα δημοσιοποιούνταν οι ποσότητες αναφοράς που χορηγήθηκαν σε κάθε εμπορικό φορέα καθώς και οι ποσότητες που πράγματι εισήγαγε κάθε εμπορικός φορέας».

130

Επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, στην Επιτροπή να στηρίζεται σε γενικά τεκμήρια που εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι τέτοιες γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις ενδέχεται να αφορούν και αιτήσεις γνωστοποιήσεως σχετικές με έγγραφα της ίδιας φύσεως. Η Επιτροπή οφείλει, εντούτοις, να εξετάζει σε κάθε περίπτωση αν οι γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις, οι εκφερόμενες περί ορισμένου είδους εγγράφων αληθεύουν πράγματι για το συγκεκριμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η γνωστοποίηση (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Σουηδία Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 50).

131

Στην προκειμένη περίπτωση, τα επίμαχα έγγραφα αφορούν δύο συγκεκριμένα στοιχεία της κοινής οργανώσεως της αγοράς μπανάνας: τις ποσότητες των μπανανών που εισήχθησαν και τις ποσότητες η εισαγωγή των οποίων εγκρίθηκε για κάθε παραδοσιακό εμπορικό φορέα. Τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν τον προσδιορισμό της εμπορικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων που εισάγουν μπανάνες στην Κοινότητα. Δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό με ποιο τρόπο θα μπορούσε η Επιτροπή να παράσχει μία συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση κάθε εγγράφου χωρίς να παρουσιάσει τα κρίσιμα αριθμητικά στοιχεία. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι, όπως προκύπτει από τον κατάλογο των εμπορικών φορέων για τον οποίο η Επιτροπή παρέσχε πρόσβαση, η προσφεύγουσα ζητεί, για τα έτη 1999 και 2000, την κοινοποίηση στοιχείων που αφορούν τις εισαγωγές 622 ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, εγκατεστημένων σε 15 κράτη μέλη. Μία συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση αναφορικά με κάθε ένα από τα αριθμητικά αυτά στοιχεία ή ακόμα με τον κάθε κατάλογο που αποστέλλεται από κάθε κράτος μέλος, θα καθιστούσε αδύνατη την αναφορά των λόγων που δικαιολογούν την εχεμύθεια αναφορικά με κάθε έγγραφο χωρίς την κοινολόγηση του περιεχομένου του, με συνέπεια την αδυναμία της εξαιρέσεως να εκπληρώσει τον ουσιώδη της σκοπό (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση WWF UK κατά Επιτροπής, σκέψη 65).

132

Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων δεν μπορεί να βλάψει τα εμπορικά συμφέροντα άλλων επιχειρηματιών, καθότι ο τομέας εμπορίας μπανανών δεν συνιστά αγορά στην οποία επικρατούν συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια επιχειρηματολογία θα απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 κάθε έγγραφο που αφορά μία κοινή οργάνωση αγοράς. Επιπλέον, ακόμα και στο πλαίσιο μίας κοινής οργανώσεως αγοράς, η γνωστοποίηση των προσωρινών ποσοτήτων αναφοράς και της πραγματικής τους χρήσεως μπορεί να βλάψει τα εμπορικά συμφέροντα των οικείων επιχειρήσεων, καθότι τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν την εκτίμηση τόσο του μέγιστου θεωρητικού και πραγματικού όγκου συναλλαγών των εμπορικών φορέων και της ανταγωνιστικής τους θέσεως, όσο και της επιτυχίας των εμπορικών τους στρατηγικών.

133

Επιπλέον, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσο, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, ο κίνδυνος αυτός πρέπει να αντισταθμίζεται από ένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον (προπαρατεθείσα απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 67, και απόφαση της 11ης Μαρτίου 2009, T-166/05, Borax Europe κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 51, βλ. επίσης ανωτέρω σκέψη 124). Η αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα αποβλέπει στον έλεγχο τυχόν δολίων πρακτικών εκ μέρους των ανταγωνιστών της προσφεύγουσας. Επομένως, η προσφεύγουσα επιδιώκει, μεταξύ άλλων σκοπών, την προστασία των εμπορικών της συμφερόντων. Όμως, δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθούν τα εμπορικά συμφέροντα της προσφεύγουσας ως «υπέρτερο δημόσιο συμφέρον», σε σχέση με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των παραδοσιακών φορέων, στην οποία αποβλέπει η άρνηση πρόσβασης σε μέρος των ζητηθέντων εγγράφων. Εξάλλου, η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, που συνίσταται στον εντοπισμό κρουσμάτων απάτης προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία της αγοράς μπανάνας, εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές και κοινοτικές αρχές — κατά περίπτωση κατόπιν αιτήσεως ενός επιχειρηματία — και όχι στους εμπορικούς φορείς.

134

Η προσφεύγουσα επικαλείται εξάλλου το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2001 και υποστηρίζει ότι οι ποσότητες που εισήχθησαν κατά τα διαστήματα 1994 έως 1996 και 1998 έως 2000 δεν θα έπρεπε να απολαύουν προστασίας.

135

Το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει:

«Οι εξαιρέσεις που περιέχονται στις παραγράφους 1 έως 3 εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου. Οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοστούν για μέγιστη περίοδο 30 ετών. Στην περίπτωση εγγράφων που καλύπτονται από τις εξαιρέσεις οι οποίες σχετίζονται με το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ή τα εμπορικά συμφέροντα, και στην περίπτωση ευαίσθητων εγγράφων, οι εξαιρέσεις μπορούν εν ανάγκη να εξακολουθήσουν και μετά την περίοδο αυτή.»

136

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα έγγραφα, των οποίων η γνωστοποίηση θα έθιγε ενδεχομένως εμπορικά συμφέροντα, απολαύουν ειδικής προστασίας, δεδομένου ότι η πρόσβαση σε αυτά μπορεί να απαγορευθεί για περίοδο μεγαλύτερη των τριάντα ετών. Εντούτοις, μια τέτοια προστασία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να δικαιολογείται με βάση το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών.

137

Τα έγγραφα στα οποία ζητείται πρόσβαση αφορούν το ίδιο το αντικείμενο της εισαγωγικής εμπορικής δραστηριότητας, καθότι αναφέρουν τα μερίδια αγοράς, την εμπορική στρατηγική και την πολιτική πώλησης των επιχειρήσεων αυτών. Επομένως, το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών δικαιολογεί ένα χρονικό διάστημα προστασίας.

138

Διαπιστώνεται ότι, από τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού 2362/98 και από το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 250/2000 της Επιτροπής, της 1ης Φεβρουαρίου 2000, σχετικά με την εισαγωγή μπανανών στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων και παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ και περί του καθορισμού των ενδεικτικών ποσοτήτων για το δεύτερο τρίμηνο του έτους 2000 (ΕΕ L 26, σ. 6), προκύπτει ότι, για τους παραδοσιακούς εμπορικούς φορείς, οι εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1994 και 1996 χρησίμευσαν ως βάση για τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς για τα έτη 1999 και 2000. Ως εκ τούτου, ακόμα και οι εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν το 1994 επηρέασαν άμεσα τις ποσότητες αναφοράς του έτους 2000.

139

Η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί ως βάση για τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής είναι αυτή της εκδόσεώς της. Στις 10 Αυγούστου 2004, ο έλεγχος της Επιτροπής αφορούσε τα αρχαιότερα των τεσσάρων ετών έγγραφα. Υπό αυτήν την έννοια και δεδομένου αφενός ότι τα αριθμητικά στοιχεία του 1994 επηρέασαν τα αντίστοιχα του 2000, αφετέρου ότι η άρνηση χορηγήσεως προσβάσεως χρονολογείται το 2004, η τετραετής περίοδος πρέπει να θεωρηθεί ως περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας δικαιολογείται η προστασία των επίμαχων εμπορικών συμφερόντων.

140

Η εφαρμογή από την Επιτροπή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει επομένως να θεωρηθεί ως δικαιολογημένη.

141

Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου σκέλους, αντλούμενου από τον εσφαλμένο και αντιφατικό χαρακτήρα της αρνήσεως μερικής προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα

— Επιχειρήματα των διαδίκων

142

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση της 10ης Αυγούστου 2004 αντιβαίνει επίσης στην αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία τα θεσμικά όργανα οφείλουν να διασφαλίζουν μερική πρόσβαση στα ζητούμενα έγγραφα, οσάκις δεν είναι δυνατή η πλήρης πρόσβαση.

143

Παραπέμπει επίσης στο άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο ρητώς ορίζει ότι, εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα. Ισχυρίζεται ότι η αρχή αυτή μερικής προσβάσεως εφαρμόζεται εξίσου στην περίπτωση αιτήσεως που αφορά περισσότερα έγγραφα.

144

Η προσφεύγουσα συνάγει εξ αυτού ότι η Επιτροπή έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να της χορηγήσει πρόσβαση στα έγγραφα που προέρχονταν από τα κράτη μέλη εκείνα, τα οποία δεν προέβαλαν αντιρρήσεις στην δημοσιοποίηση των ζητούμενων εγγράφων, ήτοι την Αυστριακή Δημοκρατία, την Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Σουηδίας, το Βασίλειο της Δανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Προσάπτει στην Επιτροπή ότι εξέτασε επιφανειακά την υπόθεση, καθότι δεν διευκρίνισε στο υπόμνημα αντικρούσεως ότι τα δύο τελευταία από τα ως άνω κράτη μέλη τάχθηκαν υπέρ της γνωστοποιήσεως των εγγράφων.

145

Η Επιτροπή αναφέρει ότι η απόφασή της της 10ης Αυγούστου 2004 εξασφάλιζε ουσιαστικά στην προσφεύγουσα μερική πρόσβαση στα αιτηθέντα έγγραφα, καθόσον της διαβίβαζε τον κατάλογο των παραδοσιακών εμπορικών φορέων που είχαν καταχωριστεί στην Κοινότητα για το 2000, ο οποίος ήταν ταυτόσημος με αυτόν για το έτος 1999. Υπό τις συνθήκες αυτές, το παρόν σκέλος καθίσταται πλέον άνευ αντικειμένου.

146

Όσον αφορά την αίτηση της προσφεύγουσας να της χορηγηθεί μερική πρόσβαση στα έγγραφα που προέρχονταν από εκείνα τα κράτη μέλη, τα οποία δεν είχαν αντιταχθεί στη γνωστοποίηση, η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα έγγραφα αυτά, όπως αναφέρεται στην απόφαση της 10ης Αυγούστου 2004, εμπίπτουν στην εξαίρεση σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρηματιών και, επομένως, δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν. Η μη εναντίωση εκ μέρους των κρατών μελών που συνέταξαν τα κρίσιμα έγγραφα δεν συνιστά καθαυτή επαρκή λόγο ώστε να εγκρίνει η Επιτροπή την γνωστοποίηση.

— Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

147

Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Επιτροπή πράγματι χορήγησε στην προσφεύγουσα πρόσβαση σε μέρος των εγγράφων που αναφέρονται στο ανωτέρω σημείο 14, ήτοι στον κατάλογο παραδοσιακών εμπορικών φορέων που είχαν καταχωριστεί για το έτος 2000, ο οποίος ήταν ταυτόσημος με αυτόν για το έτος 1999, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει τις ποσότητες που εισήγαγε κάθε παραδοσιακός εμπορικός φορέας μεταξύ 1994 και 1996. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κατάλογος παραδοσιακών εμπορικών φορέων για το έτος 1998.

148

Όσον αφορά τα έγγραφα που προέρχονταν από τα κράτη μέλη εκείνα, τα οποία δεν είχαν αντιταχθεί στη γνωστοποίησή τους, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή επικαλέσθηκε αυτοτελώς την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Συναφώς και υπό το πρίσμα της εξετάσεως του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η απόφαση της 10ης Αυγούστου 2004 υπαγορεύθηκε από το γεγονός ότι τα ζητούμενα έγγραφα, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους από το οποίο προέρχονται, περιέχουν ομοειδείς πληροφορίες, ήτοι αριθμητικά στοιχεία που αναφέρονται στις ποσότητες που εισήχθησαν από κάθε εμπορικό φορέα κατά την περίοδο 1994 έως 1996 και στην προσωρινή ποσότητα αναφοράς που χορηγήθηκε σε κάθε εμπορικό φορέα, για τα έτη 1999 και 2000. Η διαπίστωση ότι η γνωστοποίηση των δεδομένων αυτών θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντα των υπολοίπων επιχειρήσεων εισαγωγής μπανάνας ισχύει επομένως για όλα τα έγγραφα που προέρχονται από τα κράτη μέλη.

149

Ως εκ τούτου, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από τη μη λήψη αποφάσεως όσον αφορά τα πιστοποιητικά

Επιχειρήματα των διαδίκων

150

Η προσφεύγουσα βάλλει κατά του σημείου 2 της αποφάσεως της 10ης Αυγούστου 2004, στο οποίο η Επιτροπή αρνείται ρητώς την πρόσβαση στα έγγραφα που αναφέρονται στο σημείο γʹ της αρχικής αιτήσεως.

151

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι δεν έχει στην κατοχή της ούτε τα πιστοποιητικά εισαγωγής, που χορηγήθηκαν σε κάθε εμπορικό φορέα κατά τα έτη 1998, 1999 και 2000, ούτε την απόδειξη της χρήσεώς τους. Παραπέμπει στην απόφαση Co-Frutta I (σκέψεις 44 και 45), με την οποία διαπιστώθηκε, κατά την άποψή της, ότι τουλάχιστον τα έγγραφα αναφορικά με την περίοδο 1998 έως 1999 είχαν διαβιβασθεί στην Επιτροπή από τα κράτη μέλη.

152

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν κατέχει τα έγγραφα που αναφέρονται στο σημείο γʹ της αρχικής αιτήσεως. Διευκρινίζει ότι, δυνάμει του κανονισμού 2362/98, τα κράτη μέλη της κοινοποίησαν αποκλειστικώς συνολικά στοιχεία σχετικά με τη χρήση των πιστοποιητικών εισαγωγής των ετών 1998, 1999 και 2000 και όχι συγκεκριμένα στοιχεία για κάθε εμπορικό φορέα. Επιπλέον, για το 1998 δεν υπήρχε κανένα στοιχείο, καθότι, κατά τον τότε ισχύοντα κανονισμό 1442/93, δεν υφίστατο ακόμα η έννοια του παραδοσιακού εμπορικού φορέα.

153

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να συναχθεί από την απόφαση Co-Frutta I ότι έχει στην κατοχή της τα έγγραφα που αναφέρονται στο σημείο γʹ της αρχικής αιτήσεως.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

154

Πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή ανέκαθεν ισχυριζόταν ότι δεν είχε στην κατοχή της τα έγγραφα που αναφέρονται στο σημείο γʹ της αρχικής αιτήσεως, ήτοι τα πιστοποιητικά εισαγωγής, που χορηγήθηκαν σε κάθε εμπορικό φορέα κατά τα έτη 1998, 1999 και 2000 και τα αντίστοιχα έγγραφα περί της χρήσεως των πιστοποιητικών.

155

Κατά τη νομολογία του Πρωτοδικείου, οποιαδήποτε δήλωση των κοινοτικών οργάνων αφορώσα τη μη ύπαρξη αιτηθέντων εγγράφων ενέχει τεκμήριο νομιμότητας. Πρόκειται, όμως, για μαχητό τεκμήριο που ο προσφεύγων μπορεί να ανατρέψει με κάθε μέσο, βάσει λυσιτελών και αλληλοσυμπληρουμένων ενδείξεων (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2005, T-110/03, T-150/03 και T-405/03, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II-1429, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία υπό την έννοια αυτή και την προπαρατεθείσα Τερεζάκης κατά Επιτροπής, σκέψη 155). Το τεκμήριο αυτό πρέπει να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογία και στην περίπτωση στην οποία το θεσμικό όργανο δηλώνει ότι δεν έχει στην κατοχή του τα αιτούμενα έγγραφα.

156

Σε ό,τι αφορά τη μοναδική ένδειξη που επικαλείται η προσφεύγουσα, η οποία αντλείται από την απόφαση Co-Frutta I, διαπιστώνεται καταρχάς ότι τα στοιχεία που αναφέρονται σε αυτήν αφορούν αποκλειστικώς τα έτη 1998 και 1999. Εν συνεχεία, όσον αφορά το έτος 1998, στη σκέψη 46 της εν λόγω αποφάσεως αναφέρεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5, και από το άρθρο 21 του κανονισμού 1442/93, τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τους καταλόγους όλων των καταχωρισμένων εμπορικών φορέων καθώς και συνολικά στοιχεία αφορώντα τις ποσότητες που έχουν σχέση με τα χορηγηθέντα πιστοποιητικά εισαγωγής, καθώς και αυτές που έχουν σχέση με τα χρησιμοποιηθέντα πιστοποιητικά, στοιχεία συλλεγέντα βάσει τριμηνιαίας εθνικής βάσεως και κατά κατηγορίες εμπορικών φορέων. Επομένως, τα ατομικά στοιχεία δεν διαβιβάζονται σχετικώς στην Επιτροπή. Αναφορικά με το έτος 1999, η σκέψη 46 της αποφάσεως Co-Frutta I, παραπέμπει στον κανονισμό 2362/98. Όμως, όσον αφορά τους παραδοσιακούς εμπορικούς φορείς, το άρθρο 28, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2362/98 ορίζει ότι τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τους καταλόγους των εμπορικών φορέων με ένδειξη, για κάθε παραδοσιακό εμπορικό φορέα, της ποσότητας μπανανών που εισήχθησαν κατά την περίοδο 1994 έως 1996 και των προσωρινών ποσοτήτων αναφοράς τους. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά δεν περιέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο γʹ της αρχικής αιτήσεως της προσφεύγουσας.

157

Επομένως, ελλείψει λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων υπό την αντίθετη έννοια, ο ισχυρισμός της Επιτροπής, σύμφωνα με τον οποίο δεν έχει στην κατοχή της τα έγγραφα που αναφέρονται στο σημείο γʹ της αρχικής αιτήσεως, πρέπει να θεωρηθεί ακριβής (βλ. συναφώς και κατ’ αναλογία προπαρατεθείσα απόφαση Τερεζάκης κατά Επιτροπής, σκέψεις 162 έως 167).

158

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

159

Τέλος, όσον αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων που ζήτησε η προσφεύγουσα, προκύπτει, αφενός από τα στοιχεία της δικογραφίας, αφετέρου από το σύνολο των προεκτεθέντων, ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα ουδόλως είναι χρήσιμα για την επίλυση της διαφοράς. Επομένως, το αίτημα προς το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει διεξαγωγή αποδείξεων πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

160

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής στην υπόθεση T-355/04.

 

2)

Απορρίπτει την προσφυγή στην υπόθεση T-446/04.

 

3)

Καταδικάζει την Co-Frutta Soc. coop. στα δικαστικά έξοδα.

 

Pelikánová

Jürimäe

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Ιανουαρίου 2010.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.