ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2007

Υπόθεση T-250/04

Philippe Combescot

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πλήρωση της θέσεως του προϊσταμένου της αντιπροσωπείας στην Κολομβία – Απόρριψη υποψηφιότητας – Προσφυγή ακυρώσεως – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Αγωγή αποζημιώσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο, αφενός, την αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως περί αποκλεισμού του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τον διαγωνισμό για την πλήρωση της θέσεως του προϊσταμένου της αντιπροσωπείας στην Κολομβία, την ακύρωση της διαδικασίας του εν λόγω διαγωνισμού και την ακύρωση της αποφάσεως περί πληρώσεως της εν λόγω θέσεως και, αφετέρου, το αίτημα αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων.

Απόφαση: Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα Philippe Combescot αποζημίωση ύψους 3 000 ευρώ. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει το ήμισυ των δικαστικών του εξόδων.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Εκπροσώπηση των διαδίκων

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως που συναρτάται προς προσφυγή ακυρώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι – Κενή θέση – Πλήρωση κατόπιν εσωτερικού διαγωνισμού

5.      Υπάλληλοι – Κενή θέση – Συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 29 § 1)

6.      Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη των θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις

1.      Οι δικονομικοί κανόνες που έχουν εφαρμογή ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν απαγορεύουν στους διαδίκους να παρέχουν γενική δικαστική πληρεξουσιότητα για περισσότερες της μιας υποθέσεις που πρόκειται να εκδικάσει το Πρωτοδικείο, εφόσον προτίθενται να μετάσχουν σ’ αυτές, πράγμα που σημαίνει ότι ο εκπρόσωπος του διαδίκου μπορεί να προσκομίζει το ίδιο έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας σε περισσότερες της μιας υποθέσεις.

(βλ. σκέψη 19)

2.      Για να μπορεί ο συνταξιούχος υπάλληλος να συνεχίσει τη διαδικασία ακυρώσεως αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, πρέπει να διατηρεί προσωπικό συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Αυτό δεν συμβαίνει όταν με την προσφυγή του ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση που τον απέκλεισε από διαγωνισμό για την πλήρωση ορισμένης θέσης την οποία δεν μπορεί πλέον να διεκδικήσει, διότι συνταξιοδοτήθηκε και του χορηγήθηκε σύνταξη διαρκούς και πλήρους αναπηρίας μετά την κατάθεση της προσφυγής του.

Εντούτοις, ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να έχει συμφέρον για τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως για τον αποκλεισμό του, εφόσον έχει ασκήσει αγωγή με την οποία ζητεί ικανοποίηση για την επαγγελματική, σωματική και ηθική βλάβη που θεωρεί ότι υπέστη λόγω της συμπεριφοράς του οικείου κοινοτικού οργάνου.

(βλ. σκέψεις 28, 29 και 33)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 13 Δεκεμβρίου 1990, T‑20/89, Moritz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑769, σκέψη 18· ΠΕΚ, 15 Φεβρουαρίου 1995, Moat κατά Επιτροπής, T‑112/94, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑37 και II‑135, σκέψη 26· ΠΕΚ, 29 Μαΐου 1997, T‑6/96, Κονταργύρης κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑119 και II‑357, σκέψη 32

3.      Ο νομολογιακός κανόνας ότι το απαράδεκτο της προσφυγής ακυρώσεως συνεπάγεται το απαράδεκτο της αγωγής αποζημιώσεως που συναρτάται άμεσα προς την προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί σαφώς στην αποφυγή του ενδεχομένου να μπορεί ο υπάλληλος που δεν προσέβαλε εμπροθέσμως τη βλαπτική γι’ αυτόν απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να καταστρατηγεί την προθεσμία αυτή ασκώντας αγωγή αποζημιώσεως στηριζόμενη στον ισχυρισμό περί ελλείψεως νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως.

Κατά συνέπεια, ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου που προσέβαλε εμπροθέσμως, ασκώντας προσφυγή ακυρώσεως, την απόφαση αποκλεισμού του από εσωτερικό διαγωνισμό, εφόσον το ακυρωτικό αίτημα δεν κατέστη απαράδεκτο παρά μόνο μετά την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως, για λόγο ανεξάρτητο της βούλησης του προσφεύγοντος-ενάγοντος, και συγκεκριμένα λόγω της συνταξιοδοτήσεώς του. Πράγματι, αν η αγωγή αποζημιώσεως κηρυχθεί παραδεκτή, αυτό δεν συνεπάγεται την παροχή στον προσφεύγοντα-ενάγοντα της δυνατότητας να καταστρατηγήσει μια αποκλειστική προθεσμία που συναρτάται προς το γεγονός ότι δεν ζήτησε εμπροθέσμως την ακύρωση της πράξης την οποία θεωρεί παράνομη.

(βλ. σκέψεις 38 έως 40)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 15 Δεκεμβρίου 1966, 59/65, Schreckenberg κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 477· ΔΕΚ, 12 Δεκεμβρίου 1967, 4/67, Collignon κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 621· ΔΕΚ, 22 Οκτωβρίου 1975, 9/75, Meyer-Burckhardt κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 363, σκέψη 11· ΔΕΚ, 7 Οκτωβρίου 1987, 401/85, Schina κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 3911, σκέψεις 10 και 13· ΔΕΚ, 14 Φεβρουαρίου 1989, 346/87, Bossi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 303, σκέψεις 31 και 34· ΠΕΚ, 6 Απριλίου 2006, T‑309/03, Camós Grau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1173, σκέψη 76

4.      Το κοινοτικό όργανο δεν μπορεί να επικαλείται ανακοινώσεις προς το προσωπικό που δεν αποτελούν ενδοϋπηρεσιακές οδηγίες τις οποίες το όργανο θα ήταν υποχρεωμένο να τηρεί, αλλά απλώς προπαρασκευαστικά ή συμβουλευτικά έγγραφα ή έγγραφα γενικού προσανατολισμού τα οποία δεν είναι δεσμευτικά, προκειμένου το όργανο αυτό να αιτιολογήσει την έναντι υπαλλήλου εφαρμογή ενός όρου συμμετοχής σε εσωτερικό διαγωνισμό τον οποίο προβλέπουν οι εν λόγω ανακοινώσεις.

Επομένως, είναι παράνομη η απόφαση που αποκλείει υπάλληλο από εσωτερικό διαγωνισμό για την πλήρωση θέσης μεσαίου στελέχους, εφόσον στηρίζεται στη μη τήρηση όρου που προβλέπεται μεν σε ενδοϋπηρεσιακό προπαρασκευαστικό έγγραφο, αλλά όχι από τις εφαρμοστέες διατάξεις ή την ανακοίνωση για τη μελλοντική πλήρωση της κενής θέσης.

(βλ. σκέψεις 59, 64 και 66)

5.      Εναπόκειται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να εκτιμά αν ένας υποψήφιος πληροί τις οριζόμενες στην ανακοίνωση κενής θέσης προϋποθέσεις, η δε εκτίμηση αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο σε περίπτωση πρόδηλου σφάλματος. Όταν η ανακοίνωση κενής θέσης απαιτεί από τους υποψηφίους πρόσθετη επαγγελματική πείρα σε τομείς που έχουν σχέση με την προς πλήρωση θέση, εναπόκειται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να εκτιμά αν η επαγγελματική πείρα του υποψηφίου ανταποκρίνεται στις ανάγκες της οικείας θέσης.

(βλ. σκέψη 71)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Ιουλίου 1989, 198/87, Kerzmann κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1989, σ. 2083

6.      Για να υπέχει η Κοινότητα εξωσυμβατική ευθύνη, πρέπει όχι μόνο να είναι παράνομη η προσαπτόμενη στα κοινοτικά όργανα συμπεριφορά, αλλά και να έχει υποστεί πραγματική ζημία ο ενάγων και να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας.

Για να γίνει δεκτό ότι υπάρχει τέτοια αιτιώδης συνάφεια, πρέπει καταρχήν να αποδειχθεί ότι υφίσταται άμεση και βέβαιη σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα μεταξύ του πταίσματος του οικείου κοινοτικού οργάνου και της προβαλλομένης ζημίας.

Όσον φορά ειδικότερα τους διαγωνισμούς, ο βαθμός βεβαιότητας της αιτιώδους συνάφειας επιτυγχάνεται όταν το πταίσμα του κοινοτικού οργάνου στέρησε με βεβαιότητα από ένα πρόσωπο όχι κατ’ ανάγκη την πρόσληψη στη συγκεκριμένη θέση, επί της οποίας ο ενδιαφερόμενος ουδέποτε μπορεί να αποδείξει ότι είχε δικαίωμα, αλλά μια σοβαρή πιθανότητα διορισμού, με συνέπεια να υποστεί ο ενδιαφερόμενος υλική ζημία που συνίσταται σε απώλεια εισοδήματος. Εφόσον φαίνεται εξόχως πιθανό, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, ότι η τήρηση της νομιμότητας θα οδηγούσε το οικείο κοινοτικό όργανο να διορίσει τον ενδιαφερόμενο στην οικεία θέση, η θεωρητική αβεβαιότητα που παραμένει ως προς την έκβαση που θα είχε μια νομότυπη διαδικασία δεν μπορεί να εμποδίσει την αποκατάσταση της πραγματικής υλικής ζημίας που υπέστη ο ενδιαφερόμενος, δεδομένου ότι αποκλείστηκε από τον διαγωνισμό για μια θέση που θα είχε κάθε πιθανότητα να καταλάβει.

(βλ. σκέψεις 92, 95 και 96)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 9 Φεβρουαρίου 1994, T‑82/91, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑15 και II‑61, σκέψη 72· ΠΕΚ, 24 Απριλίου 2001, Pierard κατά Επιτροπής, T‑172/00, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑91 και II‑429, σκέψη 34· ΠΕΚ, 5 Οκτωβρίου 2004, T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3315, σκέψεις 149 και 150· ΠΕΚ, 5 Οκτωβρίου 2004, T‑144/02, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3381, σκέψεις 148 και 149· ΠΕΚ, 9 Νοεμβρίου 2004, T‑116/03, Montalto κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑339 και II‑1541, σκέψη 125