Υπόθεση C-495/04

A. C. Smits-Koolhoven

κατά

Staatssecretaris van Financiën

(αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 95/59 — Φόροι που επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών — Τσιγάρα από αρωματικά φυτά — Προορισμός για ιατρική αποκλειστικά χρήση»

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 2006 

Περίληψη της αποφάσεως

Φορολογικές διατάξεις — Εναρμόνιση νομοθεσιών — Φόροι διαφορετικοί από τους φόρους κύκλου εργασιών επί της καταναλώσεως των επεξεργασμένων καπνών

(Οδηγία 95/59 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 2)

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/59, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασιών καπνών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα τσιγάρα χωρίς καπνό που δεν περιέχουν ουσίες με φαρμακευτική δράση, αλλά προβάλλονται και διατίθενται στο εμπόριο ως υποβοηθητικό για να σταματήσει κανείς το κάπνισμα, δεν προορίζονται «για ιατρική αποκλειστικώς χρήση», υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου της διατάξεως αυτής.

Κατά συνέπεια, θεωρήσεις που έχουν σχέση με την προβολή, τη διάθεση στο εμπόριο ή την εντύπωση που δημιουργεί το προϊόν δεν αρκούν, από μόνες τους, για να υπαχθεί το προϊόν αυτό στην εξαίρεση του άρθρου 7, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59.

(βλ. σκέψεις 32, 35 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 30ής Μαρτίου 2006 (*)

«Οδηγία 95/59 – Φόροι που επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών – Τσιγάρα από αρωματικά φυτά – Προορισμός για ιατρική αποκλειστικά χρήση»

Στην υπόθεση C-495/04,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την ίδια ημέρα, στο πλαίσιο της δίκης

A. C. Smits-Koolhoven

κατά

Staatssecretaris van Financiën,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, προεδρεύοντα τμήματος, M. Ilešič και E. Levits (εισηγητής), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Οκτωβρίου 2005,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       η A. C. Smits-Koolhoven, εκπροσωπούμενη από τις C. H. Bouwmeester και B. S. Mulier, advocaten,

–       η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τις H. G. Sevenster και D. J. M. de Grave,

–       η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues και την C. Jurgensen-Mercier,

–       η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Guimaraes-Purokoski,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους K. Gross και A. Weimar,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1995, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασιών καπνών (ΕΕ L 291, σ. 40).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της A. C. Smits-Koolhoven και του Staatssecretaris van Financiën (Υφυπουργού Οικονομικών) όσον αφορά την είσπραξη του ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των τσιγάρων από αρωματικά φυτά.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3       Τα επεξεργασμένα καπνά υπόκεινται, σε κοινοτικό επίπεδο, σε εναρμονισμένο φόρο. Η οδηγία 95/59 ορίζει τις διάφορες κατηγορίες προϊόντων που υπόκεινται σε φόρο και καθορίζει τις λεπτομέρειες υπολογισμού του.

4       Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει την έννοια των «σιγαρέτων» ως εξής:

«Θεωρούνται ως σιγαρέτα:

α)      οι κύλινδροι καπνού που μπορούν να καπνίζονται ως έχουν και οι οποίοι δεν είναι πούρα ή σιγαρίλος κατά την έννοια του άρθρου 3·

β)      οι κύλινδροι καπνού οι οποίοι με απλό μη βιομηχανικό χειρισμό γλιστρούν μέσα σε σωλήνες σιγαρέτων·

γ)      οι κύλινδροι καπνού οι οποίοι με απλό μη βιομηχανικό χειρισμό περιτυλίγονται σε τσιγαρόχαρτα.

[…]»

5       Η έννοια του «καπνού καπνίσματος» ορίζεται στο άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας.

6       Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας ορίζει:

«Εξομοιούνται με τα σιγαρέτα και με τον καπνό για κάπνισμα τα προϊόντα τα αποτελούμενα αποκλειστικώς ή μερικώς από ουσίες άλλες πλην του καπνού, αλλά τα οποία ανταποκρίνονται στα λοιπά κριτήρια των άρθρων 4 ή 5.

Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, τα προϊόντα που δεν περιέχουν καπνό δεν θεωρούνται ως επεξεργασμένος καπνός εφόσον προορίζονται αποκλειστικώς για ιατρική χρήση.»

7       Η οδηγία 65/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1965, περί της προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα (JO 1965, 22, σ. 369), όπως έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 93/39/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, για την τροποποίηση των οδηγιών 65/65/ΕΟΚ, 75/318/ΕΟΚ και 75/319/ΕΟΚ σχετικά με τα φαρμακευτικά προϊόντα (ΕΕ L 214, σ. 22, στο εξής: οδηγία 65/65), ορίζει στο άρθρο της 1, σημείο 2, το «φάρμακο» ως «κάθε ουσία ή σύνθεση ουσιών που χαρακτηρίζεται ως έχουσα θεραπευτικές ή προληπτικές ιδιότητες έναντι ασθενειών ανθρώπων ή ζώων» ή ως «κάθε ουσία ή σύνθεση ουσιών που δύναται να χορηγηθεί σε άνθρωπο ή ζώο, προς τον σκοπό να γίνει ιατρική διάγνωση ή να αποκατασταθούν, να βελτιωθούν ή να τροποποιηθούν οργανικές λειτουργίες στον άνθρωπο ή στο ζώο».

 Η εθνική νομοθεσία

8       Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο f, του ολλανδικού νόμου περί ειδικού φόρου καταναλώσεως της 31ης Οκτωβρίου 1991 (Wet op de accijns, Stb. 1991, αριθ. 561), επιβάλλεται στα προϊόντα καπνού ειδικός φόρος καταναλώσεως.

9       Το άρθρο 64, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, που μεταφέρει στο ολλανδικό δίκαιο το άρθρο 7, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59, ορίζει:

«Υπό τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που καθορίζονται με γενική διάταξη της διοικήσεως παρέχεται απαλλαγή από ειδικούς φόρους καταναλώσεως όσον αφορά την κατανάλωση και την εισαγωγή:

[…]

f) τσιγάρων και ακατέργαστου καπνού που αποτελούνται εξ ολοκλήρου από άλλες πλην καπνού ουσίες και προδήλως προορίζονται προς χρήση για φαρμακευτικούς σκοπούς.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10     Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η A. C. Smits-Koolhoven (στο εξής: αναιρεσείουσα της κύριας δίκης) πωλούσε χονδρικώς, επί σκοπώ λιανικής μεταπώλησης, ένα προϊόν ονομαζόμενο «τσιγάρα από αρωματικά φυτά». Επρόκειτο για τσιγάρα χωρίς καπνό που αποτελούνταν από αρωματικά φυτά, ιδίως της οικογενείας των Χειλανθών.

11     Τα τσιγάρα αυτά αποτελούνταν από ουσίες χωρίς φαρμακευτική δράση και κυκλοφορούσαν στο εμπόριο χωρίς ιατρική συνταγή, αλλά μόνον από φαρμακεία και βοτανοπωλεία. Κάθε πακέτο τσιγάρων έφερε αυτοκόλλητο με την ένδειξη «φαρμακευτικά τσιγάρα από αρωματικά χόρτα»· επιπλέον, το προϊόν συνοδευόταν από οδηγίες που παρουσίαζαν τα εν λόγω τσιγάρα ως βοήθημα για όσους επιθυμούσαν να σταματήσουν το κάπνισμα. Οι οδηγίες αυτές είχαν εγκριθεί από τον Keuringsraad Openlijke Aanprijzing Geneesmiddelen/Keuringsraad Aanprijzing Gezondheidsproducten (στο εξής: KOAG/KAG), μη κρατικό οργανισμό αρμόδιο για την επίβλεψη των διαφημίσεων σχετικά με φάρμακα και άλλα προϊόντα υγείας.

12     Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης δεν καταβλήθηκε για τα τσιγάρα αυτά. Η διοίκηση, με έγγραφο προς την αναιρεσείουσα της 20ής Ιουλίου 1995, υποστήριξε ότι τα τσιγάρα από αρωματικά φυτά πρέπει, όσον αφορά τη βεβαίωση ειδικών φόρων καταναλώσεως, να θεωρηθούν ως τσιγάρα και, συνεπώς, ως προϊόντα καπνού, και ότι δεν μπορούν να τύχουν της απαλλαγής του άρθρου 64, παράγραφος 1, στοιχείο f, του ολλανδικού νόμου περί ειδικού φόρου καταναλώσεως, διότι δεν προορίζονται για χρήση για φαρμακευτικούς σκοπούς.

13     Επομένως, σε βάρος της αναιρεσείουσας της κύριας δίκης βεβαιώθηκε εκ των υστέρων, για την περίοδο από 1ης Αυγούστου 1995 έως 15ης Ιουνίου 1999, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης για προϊόντα καπνού.

14     Κατόπιν απορρίψεως της ενστάσεώς της, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Gerechtshof te Leeuwarden (Εφετείο του Leeuwarden). Με απόφαση της 5ης Αυγούστου 2002, το δικαστήριο αυτό επικύρωσε την εκ των υστέρων βεβαίωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης επί των προϊόντων καπνού.

15     Θεωρώντας ότι το Gerechtshof te Leeuwarden υιοθέτησε μια πολύ συσταλτική ερμηνεία της έννοιας «για φαρμακευτικούς σκοπούς» του άρθρου 64, παράγραφος 1, στοιχείο f, του ολλανδικού νόμου για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden, το οποίο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Εμπίπτουν τα τσιγάρα από αρωματικά φυτά όπως τα επίδικα, ως προς τα οποία έχει διαπιστωθεί ότι δεν περιέχουν ουσίες με φαρμακευτική επίδραση, τα οποία όμως πωλούνται με την έγκριση του [KOAG/KAG], με την ένδειξη “φαρμακευτικά τσιγάρα από αρωματικά φυτά” ως υποβοηθητικό για να σταματήσει κανείς το κάπνισμα, στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/59 για προϊόντα που προορίζονται αποκλειστικώς για ιατρική χρήση;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

16     Με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/59 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα τσιγάρα χωρίς καπνό που δεν περιέχουν ουσίες με φαρμακευτική δράση, αλλά προβάλλονται και διατίθενται στο εμπόριο ως υποβοηθητικό για να σταματήσει κανείς το κάπνισμα, προορίζονται «αποκλειστικώς για ιατρική χρήση», υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου της διατάξεως αυτής.

17     Εισαγωγικά, επιβάλλεται η υπενθύμιση, ότι η οδηγία 95/59 εντάσσεται στο πλαίσιο της πολιτικής εναρμονίσεως της διαρθρώσεως των φόρων επί των επεξεργασμένων καπνών με σκοπό τη μη νόθευση του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών επεξεργασμένων καπνών που ανήκουν στην ίδια ομάδα (απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2000, C‑216/98, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2000, σ. I-8921, σκέψη 18). Για να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή, οι έννοιες της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, βάσει του γράμματος των σχετικών διατάξεων καθώς και των επιδιωκομένων από την οδηγία αυτή σκοπών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, C‑389/02, Deutsche See-Bestattungs-Genossenschaft, Συλλογή 2004, σ. I-3537, σκέψη 19).

18     Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 95/59 αποσκοπεί στη θέσπιση ενός γενικού κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο εξομοιώνονται με τα τσιγάρα και με τον καπνό για κάπνισμα τα προϊόντα τα οποία, μολονότι αποτελούνται αποκλειστικώς ή μερικώς από ουσίες πλην του καπνού, ανταποκρίνονται στα λοιπά κριτήρια των τσιγάρων και του καπνού για κάπνισμα των άρθρων 4 ή 5 της οδηγίας αυτής. Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 7, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, από τον κανόνα αυτό εξαιρούνται μόνον τα προϊόντα που, αφενός, δεν περιέχουν καπνό και, αφετέρου, προορίζονται «αποκλειστικώς για ιατρική χρήση». Συνεπώς, το εδάφιο αυτό διακρίνει μεταξύ δύο ειδών προϊόντων που δεν περιέχουν καπνό, ανάλογα με το αν προορίζονται για ιατρική χρήση ή όχι, εξαιρούνται δε από τον κανόνα μόνον τα πρώτα.

19     Επιβάλλεται επομένως να καθοριστούν τα κριτήρια που καθιστούν δυνατή τη διάκριση των προϊόντων που προορίζονται για ιατρική χρήση από τα προϊόντα που δεν προορίζονται ή δεν προορίζονται αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό.

20     Σύμφωνα με την απόφαση παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να ταλαντεύεται μεταξύ δύο κριτηρίων, της συνθέσεως των τσιγάρων και της προβολής τους. Ενώ η μη ύπαρξη στα επίδικα τσιγάρα ουσιών που έχουν φαρμακευτική επίδραση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν προορίζονται αποκλειστικά για ιατρική χρήση, η προβολή τους συνηγορεί υπέρ της αντίθετης απόψεως.

21     Το κριτήριο της συνθέσεως ενός προϊόντος μπορεί να θεωρηθεί λυσιτελές και, επομένως, κατάλληλο για τον χαρακτηρισμό του προϊόντος ως προοριζομένου για ιατρική χρήση. Συγκεκριμένα, ένα προϊόν που περιέχει ουσίες, η καύση και η εισπνοή των οποίων έχει ιατρική δράση στον ανθρώπινο οργανισμό, μπορεί να διακριθεί αντικειμενικά, βάσει της δράσεως αυτής, από ένα προϊόν που δεν περιέχει τέτοιες ουσίες.

22     Συνεπώς, για να καθοριστεί αν ένα προϊόν μπορεί να προορίζεται για ιατρική χρήση, πρέπει να αναζητηθεί αν το προϊόν αυτό περιέχει ουσίες η καύση και η εισπνοή των οποίων έχει ιατρική δράση, θεραπευτική ή προληπτική, επιστημονικώς αναγνωρισμένη.

23     Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι τα επίδικα τσιγάρα της κύριας δίκης δεν περιέχουν τις ουσίες αυτές.

24     Η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει πάντως ότι τα τσιγάρα από αρωματικά φυτά της υποθέσεως της κύριας δίκης, ακόμη κι αν δεν περιέχουν ουσίες που να έχουν ιατρική δράση, προορίζονται αποκλειστικά για ιατρική χρήση εφόσον το κάπνισμα των τσιγάρων αυτών βοηθά την απεξάρτηση από τον καπνό.

25     Η παραδοχή της απόψεως αυτής οδηγεί ωστόσο στην αναγνώριση της ιατρικής αποκλειστικώς χρήσεως για κάθε τσιγάρο που δεν περιέχει καπνό και το οποίο μπορεί, επομένως, να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο, γεγονός που αντιβαίνει προδήλως στον σκοπό και στην οικονομία του άρθρου 7, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59, όπως καθορίζονται στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί επομένως να γίνει δεκτό.

26     Τίθεται επομένως κατ’ ανάγκη το ερώτημα αν, υπό τις συνθήκες αυτές, η προβολή των τσιγάρων μπορεί να θεωρηθεί ως το κρίσιμο κριτήριο προς απόδειξη του αν τα τσιγάρα προορίζονται για ιατρική αποκλειστική χρήση και, συνεπώς, για τον καθορισμό αν η μορφή της προβολής αυτής μπορεί να αποτελέσει κριτήριο που καθιστά δυνατή τη διάκριση των τσιγάρων που προορίζονται για ιατρική χρήση από τα προϊόντα που δεν προορίζονται γι’ αυτόν τον σκοπό ή δεν προορίζονται αποκλειστικά γι’ αυτόν τον σκοπό.

27     Η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει, συναφώς, ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι τα εν λόγω τσιγάρα προορίζονται αποκλειστικά για ιατρική χρήση εφόσον προβάλλονται, κατόπιν εγκρίσεως από το KOAG/KAG, ως έχοντα θεραπευτικές ή προληπτικές ιδιότητες, διατίθενται στο εμπόριο ως φαρμακευτικό προϊόν και δημιουργούν στον μέσο καταναλωτή την εντύπωση ότι πρόκειται περί φαρμάκου.

28     Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι η χρήση για ιατρικούς σκοπούς των τσιγάρων αυτών δεν μπορεί να συνάγεται μόνον από την προβολή τους, τον τρόπο διαθέσεως στο εμπόριο ή την εντύπωση που δημιουργεί στο κοινό εφόσον έτσι καθίσταται άνευ περιεχομένου ο γενικός κανόνας του άρθρου 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 95/59. Συγκεκριμένα, αρκεί η μεταβολή της προβολής ή του τρόπου διαθέσεως στο εμπόριο ενός προϊόντος για να υπαχθεί στην εξαίρεση του δεύτερου εδαφίου της διατάξεως αυτής, με συνέπεια όμοια προϊόντα να υποβάλλονται σε διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.

29     Εξάλλου, η οδηγία 95/59 διαφοροποιείται συναφώς λόγω του σκοπού της και της διατυπώσεως του άρθρου της 7, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, από την οδηγία 65/65 η οποία παραθέτει, στο άρθρο 1, σημείο 2, δύο εναλλακτικούς και συμπληρωματικούς ορισμούς του φαρμάκου, ορίζοντας το φάρμακο, αφενός, «ως εκ της προβολής του» και, αφετέρου, «ως εκ της λειτουργίας του» (βλ., απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1983, 227/82, Van Bennekom, Συλλογή 1983, σ. 3883, σκέψη 22, και την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1992, C‑219/91, Ter Voort, Συλλογή 1992, σ. I-5485, σκέψη 11).

30     Πρώτον, ο σκοπός της οδηγίας 65/65, ο οποίος επιδιώκει, κατ’ ουσία, με τη διασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας, την προστασία του καταναλωτή, δικαιολογεί αυτόν τον ευρύ ορισμό, προσδίδοντας στην οδηγία αυτή ευρύ πεδίο εφαρμογής. Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο με τη σκέψη 17 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Van Bennekom, το κριτήριο της «προβολής» που απορρέει από το άρθρο 1, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας αποσκοπεί στο να καλύπτονται όχι μόνον τα φαρμακευτικά προϊόντα που έχουν πραγματικό θεραπευτικό ή ιατρικό αποτέλεσμα, αλλά και τα προϊόντα που δεν είναι αρκούντως αποτελεσματικά ή που δεν έχουν την αναμενόμενη δράση λαμβανομένης υπόψη της προβολής τους, προκειμένου να προστατευθούν οι καταναλωτές όχι μόνον από τα κατά κυριολεξία επιβλαβή ή τοξικά φάρμακα, αλλά και από τα διάφορα προϊόντα που χρησιμοποιούνται αντί των ενδεδειγμένων θεραπευτικών μέσων. Πάντως, ο σκοπός της οδηγίας 95/59, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως, είναι τελείως διαφορετικός και δεν δικαιολογεί την ευρεία αυτή ερμηνεία.

31     Δεύτερον, το άρθρο 7, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59 πρέπει, ως προβλέπον εξαίρεση από τον γενικό κανόνα, να ερμηνευθεί συσταλτικά και δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στα προϊόντα τα οποία απλώς και μόνον προβάλλονται ως προοριζόμενα για ιατρική χρήση, χωρίς η προβολή αυτή να στηρίζεται σε αντικειμενικά χαρακτηριστικά των ιδιοτήτων των προϊόντων αυτών.

32     Κατά συνέπεια, θεωρήσεις που έχουν σχέση με την προβολή, τη διάθεση στο εμπόριο ή την εντύπωση που δημιουργεί το προϊόν δεν αρκούν, από μόνες τους, για να υπαχθεί το προϊόν αυτό στην εξαίρεση του άρθρου 7, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59.

33     Το γεγονός ότι η προβολή των επίδικων στην κύρια δίκη τσιγάρων εγκρίθηκε από τον KOAG/KAG δεν επηρεάζει την εκτίμηση αυτή. Συγκεκριμένα, όταν η αρχή αυτή, η οποία επιβλέπει, σε ένα πλαίσιο αυτορυθμίσεως, την τήρηση των κανόνων ορθής συμπεριφοράς σε θέματα διαφημίσεως φαρμάκων και προϊόντων για την υγεία, εγκρίνει μια ειδική μορφή διαφημίσεως, η έγκριση αυτή δεν συνεπάγεται την εξακρίβωση ενδεχόμενης ιατρικής αποκλειστικά χρήσεως του οικείου προϊόντος και δεν μπορεί να είναι καθοριστική για την εκτίμηση των θεραπευτικών ή προληπτικών χαρακτηριστικών ενός προϊόντος.

34     Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί ότι προορίζονται για ιατρική χρήση τσιγάρα που δεν περιέχουν ουσίες με φαρμακευτική δράση.

35     Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/59 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα τσιγάρα χωρίς καπνό που δεν περιέχουν ουσίες με φαρμακευτική δράση, αλλά προβάλλονται και διατίθενται στο εμπόριο ως υποβοηθητικό για να σταματήσει κανείς το κάπνισμα, δεν προορίζονται «αποκλειστικώς για ιατρική χρήση», υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου της διατάξεως αυτής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

36     Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/59 /ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1995, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασιών καπνών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα τσιγάρα χωρίς καπνό που δεν περιέχουν ουσίες με φαρμακευτική δράση, αλλά προβάλλονται και διατίθενται στο εμπόριο ως υποβοηθητικό για να σταματήσει κανείς το κάπνισμα, δεν προορίζονται «για ιατρική αποκλειστικώς χρήση», υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου της διατάξεως αυτής.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.