Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια

(Άρθρο 234 ΕΚ)

2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Σχέδια ενισχύσεων — Απαγόρευση εφαρμογής πριν από την τελική απόφαση της Επιτροπής — Άμεσο αποτέλεσμα

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 § 3 ΕΚ)

4. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Δασμοί — Φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος — Κανόνες της Συνθήκης

5. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Δασμοί — Φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος — Έννοια

(Άρθρο 25 ΕΚ)

6. Φορολογικές διατάξεις — Εσωτερικοί φόροι — Απαγόρευση διακρίσεων μεταξύ εισαγόμενων ή εξαγόμενων προϊόντων και ομοειδών εγχώριων προϊόντων

(Άρθρο 90 ΕΚ)

Περίληψη

1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου που προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ, απόκειται στο Δικαστήριο να δώσει στο αιτούν δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

Απόκειται στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί διαφοράς να εκτιμήσει τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου στην περίπτωση, μεταξύ άλλων, που προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

(βλ. σκέψεις 23-24)

2. Σκοπός του άρθρου 87 ΕΚ είναι η αποτροπή του επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου από πλεονεκτήματα παρεχόμενα από τις δημόσιες αρχές, τα οποία, υπό διάφορες μορφές, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ενισχύοντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους παραγωγικούς κλάδους.

Οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ο χαρακτηρισμός ενός εθνικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, είναι, πρώτον, η χρηματοδότηση του μέτρου αυτού από το κράτος ή με κρατικούς πόρους, δεύτερον, η ύπαρξη πλεονεκτήματος για μια επιχείρηση, τρίτον, η επιλεκτική εφαρμογή του εν λόγω μέτρου, καθώς και, τέταρτον, η επίδραση που ασκεί αυτό στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και η εξ αυτής απορρέουσα νόθευση του ανταγωνισμού.

Όσον αφορά την πρώτη και τη δεύτερη προϋπόθεση, η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από αυτήν της επιδοτήσεως, διότι περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις καθαυτές, αλλά και κρατικές παρεμβάσεις οι οποίες, κατά διαφόρους τρόπους, περιορίζουν τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της αυτής φύσεως και επιφέρουν ταυτόσημα αποτελέσματα. Συνεπώς, μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή που, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, περιάγει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, περί επιλεκτικής εφαρμογής των επίμαχων μέτρων, φορολογικά πλεονεκτήματα τα οποία δεν εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, αλλά χορηγούνται μόνον στις επιχειρήσεις που ασκούν ορισμένα είδη δραστηριοτήτων, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως γενικά μέτρα δημοσιονομικής ή οικονομικής πολιτικής.

Όσον αφορά, τέλος, την τέταρτη προϋπόθεση, περί του ότι το επίμαχο μέτρο πρέπει να επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών εμπορικές συναλλαγές και να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, απαιτείται να εξετασθεί μόνον αν η χορηγούμενη ενίσχυση δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και όχι αν η ενίσχυση αυτή έχει πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και νοθεύει όντως τον ανταγωνισμό. Ειδικότερα, όταν μια ενίσχυση χορηγούμενη από κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι το εμπόριο αυτό επηρεάζεται από την εν λόγω ενίσχυση. Εξάλλου, δεν είναι αναγκαίο η επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση να μετέχει η ίδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Τέλος, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori το ενδεχόμενο επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.

Εφόσον πληρούνται αυτές οι τέσσερις προϋποθέσεις, η απαλλαγή από έναν δημοτικό ή κοινοτικό φόρο κινητήριας δύναμης, η οποία χορηγείται μόνον υπέρ των κινητήρων που χρησιμοποιούνται στους σταθμούς φυσικού αερίου εξαιρουμένων των κινητήρων που χρησιμοποιούνται για άλλα βιομηχανικά αέρια, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 27-36, 38, διατακτ. 1)

3. Κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, ΕΚ, ένα κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει σχεδιαζόμενα μέτρα ενισχύσεως πριν αυτά κηρυχθούν συμβατά με την κοινή αγορά.

Συναφώς, δεν χωρεί παρέμβαση εθνικού δικαστηρίου στο σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων παρά μόνον εφόσον απορρέει από το άμεσο αποτέλεσμα που η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι αναπτύσσει η απαγόρευση εφαρμογής κρατικών ενισχύσεων, κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, EΚ. Εναπόκειται, ιδίως, στα δικαστήρια των κρατών μελών να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των πολιτών σε περίπτωση που οι εθνικές αρχές δεν τηρούν την απαγόρευση εφαρμογής των ενισχύσεων.

Ως προς τα μέτρα τα οποία είναι δυνατόν ή πρέπει να ληφθούν προς εξασφάλιση αυτής της δικαστικής προστασίας, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να αντλούν όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας παραλείψεως συμμορφώσεως, την οποία επικαλούνται οι πολίτες, σύμφωνα με τα εθνικά δικονομικά μέσα, όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων εφαρμογής των μέτρων ενισχύσεως όσο και την ανάκτηση των χρηματικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

Πάντως, οι υπόχρεοι ενός φόρου δεν μπορούν να προβάλουν τον ισχυρισμό ότι η απαλλαγή που απολαύουν άλλες επιχειρήσεις συνιστά κρατική ενίσχυση ώστε αυτοί να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής του εν λόγω φόρου ή να επιτύχουν την επιστροφή του, διότι, ακόμη και αν η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, ο ενδεχομένως παράνομος χαρακτήρας της ενισχύσεως αυτής δεν μπορεί να θίξει τη νομιμότητα του φόρου καθεαυτόν. Συγκεκριμένα, το άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, EΚ ορίζει μια υποχρέωση η οποία αποσκοπεί στο να διασφαλίζει ότι δεν θα χορηγείται ενίσχυση πριν η Επιτροπή την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, η δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων είναι κατ’ ουσίαν προληπτικής φύσεως και δεν μπορεί να υπερβεί αυτήν που ανατέθηκε στην Επιτροπή για την περίπτωση εκδόσεως αποφάσεως επί της νομιμότητας μιας κρατικής ενισχύσεως κατόπιν ενδελεχούς εξετάσεως. Τέλος, εκτός του ότι μια διεύρυνση του κύκλου των εν δυνάμει δικαιούχων που θα περιλάμβανε και άλλες επιχειρήσεις δεν θα εξαφάνιζε τα αποτελέσματα ενισχύσεως που χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αλλά θα είχε, αντιθέτως, ως συνέπεια την επιδείνωση των αποτελεσμάτων της ενισχύσεως αυτής, δεν υφίσταται αναγκαστική σχέση μεταξύ ενός φόρου και της απαλλαγής μιας κατηγορίας επιχειρήσεων από τον φόρο αυτόν, διότι η εφαρμογή της φορολογικής απαλλαγής και η έκτασή της δεν εξαρτώνται από το προϊόν του φόρου.

(βλ. σκέψεις 40-46, 48, διατακτ. 2)

4. Οι διατάξεις της Συνθήκης περί φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος και οι διατάξεις περί ενεχόντων διακρίσεις εσωτερικών φόρων δεν μπορούν να εφαρμοστούν σωρευτικά, οπότε το ίδιο μέτρο δεν μπορεί, στο σύστημα της Συνθήκης, να ανήκει ταυτοχρόνως και στις δύο αυτές κατηγορίες.

(βλ. σκέψη 50)

5. Κάθε χρηματική επιβάρυνση, έστω και ελάχιστη, που επιβάλλεται μονομερώς, ανεξαρτήτως της ονομασίας της και της τεχνικής της, και πλήττει τα προϊόντα επειδή αυτά διέρχονται τα σύνορα, όταν δεν είναι δασμός στην κυριολεξία, συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 25 ΕΚ.

Ένας φόρος κινητήριας δύναμης ο οποίος επιβαρύνει, μεταξύ άλλων, τους κινητήρες που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά βιομηχανικού αερίου μέσω αγωγών υπό πολύ υψηλή πίεση δεν συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 25 ΕΚ, δεδομένου ότι το γενεσιουργό γεγονός της υποχρεώσεως καταβολής του φόρου είναι η λειτουργία των κινητήρων και η υπ’ αυτών κατανάλωση ενέργειας, ανεξαρτήτως της ουσίας ή της πηγής ενέργειας που θέτει τους κινητήρες σε λειτουργία, και όχι η διέλευση συνόρων, οπότε ο εν λόγω φόρος δεν συνδέεται, επομένως, με την εισαγωγή ή την εξαγωγή εμπορευμάτων.

(βλ. σκέψεις 51, 53-54, διατακτ. 3)

6. Το άρθρο 90 ΕΚ αποτελεί, στο πλαίσιο του συστήματος της Συνθήκης, συμπλήρωμα των διατάξεων περί καταργήσεως των δασμών και των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών, υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, με την κατάργηση κάθε μορφής προστατευτισμού που θα μπορούσε να προκύψει από την επιβολή εσωτερικών φόρων που εισάγουν διακρίσεις εις βάρος προϊόντων καταγομένων από άλλα κράτη μέλη.

Στο άρθρο 90 ΕΚ εμπίπτουν οι χρηματικές επιβαρύνσεις που απορρέουν από ένα γενικό σύστημα εσωτερικών φόρων στο οποίο υπόκεινται συστηματικά, βάσει των ιδίων αντικειμενικών κριτηρίων, κατηγορίες προϊόντων ανεξαρτήτως της προελεύσεως ή του προορισμού τους.

Ένας φόρος κινητήριας δύναμης ο οποίος επιβαρύνει, μεταξύ άλλων, τους κινητήρες που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά βιομηχανικού αερίου μέσω αγωγών υπό πολύ υψηλή πίεση δεν συνιστά εσωτερικό φόρο που εισάγει διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ, εφόσον δεν επιβαρύνει κατά τρόπο ειδικό ή διαφορετικό τα εξαγόμενα ή εισαγόμενα προϊόντα, δεδομένου ότι αφορά τις οικονομικές δραστηριότητες που ασκούν οι βιομηχανικές, εμπορικές, χρηματοπιστωτικές ή γεωργικές επιχειρήσεις και όχι τα προϊόντα αυτά καθεαυτά, και εφόσον, εξάλλου, η χορηγούμενη απαλλαγή αφορά τους κινητήρες που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά του φυσικού αερίου, γεγονός το οποίο δεν αρκεί προς απόδειξη του ότι ο εν λόγω φόρος εισάγει διακρίσεις, δεδομένου ότι το αέριο αυτό δεν είναι προϊόν ανάλογο ή ανταγωνιστικό του βιομηχανικού αερίου.

(βλ. σκέψεις 55-59, διατακτ. 4)