Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Προδικαστικά ερωτήματα — Υποβολή στο Δικαστήριο — Αμφισβήτηση του κύρους κοινοτικής πράξεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου

(Άρθρο 234, εδ. 2, ΕΚ)

2. Μεταφορές — Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός 261/2004 — Μέτρα παροχής βοήθειας και φροντίδας των επιβατών σε περίπτωση μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως

(Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 6· Σύμβαση του Μόντρεαλ του 1999)

3. Πράξεις των οργάνων — Αιτιολόγηση — Υποχρέωση — Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 5, 6 και 7)

4. Μεταφορές — Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός 261/2004 — Μέτρα παροχής βοήθειας, φροντίδας και αποζημιώσεως των επιβατών σε περίπτωση ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως

(Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 5, 6 και 7)

5. Μεταφορές — Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός 261/2004 — Μέτρα παροχής βοήθειας, φροντίδας και αποζημιώσεως των επιβατών σε περίπτωση ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως

(Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 5, 6 και 7)

Περίληψη

1. Η αμφισβήτηση του κύρους κοινοτικής πράξεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν αρκεί, καθεαυτή, για να δικαιολογήσει την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο.

Συγκεκριμένα, τα δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου μπορούν να εξετάζουν το κύρος κοινοτικής πράξεως και, αν κρίνουν αβάσιμους τους λόγους ακυρώσεως που επικαλούνται ενώπιόν τους οι διάδικοι, να απορρίπτουν τους λόγους αυτούς αποφαινόμενα ότι η πράξη είναι καθ’ όλα έγκυρη, καθότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν θίγουν την υπόσταση της κοινοτικής πράξεως.

Αντιθέτως, αν τα δικαστήρια αυτά κρίνουν ότι ένας ή περισσότεροι λόγοι ακυρώσεως μιας κοινοτικής πράξεως, οι οποίοι προβλήθηκαν από τους διαδίκους ή, ενδεχομένως, εξετάστηκαν αυτεπαγγέλτως, είναι βάσιμοι, πρέπει να αναστείλουν την ενώπιόν τους διαδικασία και να υποβάλουν στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα περί εκτιμήσεως του κύρους.

(βλ. σκέψεις 28-30, 32, διατακτ. 1)

2. Τα μέτρα παροχής βοήθειας και φροντίδας των επιβατών σε περίπτωση μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως, τα οποία προβλέπει το άρθρο 6 του κανονισμού 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, συνιστούν τυποποιημένα και άμεσα μέτρα αποκαταστάσεως της ζημίας που απορρέει από την ενόχληση που προκαλεί η καθυστέρηση στην αεροπορική μεταφορά των επιβατών.

Τα μέτρα αυτά δεν συγκαταλέγονται σ’ αυτά των οποίων τις προϋποθέσεις ρυθμίζει η Σύμβαση του Μόντρεαλ, για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν ασύμβατα προς τη σύμβαση αυτή.

Συγκεκριμένα, η εν λόγω σύμβαση διέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι θιγόμενοι επιβάτες, κατόπιν της καθυστερήσεως της πτήσεως, δύνανται να ασκήσουν αγωγή προς αποκατάσταση της ατομικής τους ζημίας, ήτοι να αξιώσουν αποζημίωση από τους μεταφορείς που ευθύνονται για την εκ της καθυστερήσεως αυτής ζημία, χωρίς ωστόσο να εξαιρούν τους οικείους μεταφορείς από οποιαδήποτε άλλη μορφή παρεμβάσεως.

Τα προβλεπόμενα στο εν λόγω άρθρο 6 άμεσα και τυποποιημένα μέτρα παροχής βοήθειας και φροντίδας δεν αποκλείουν, εξάλλου, καθεαυτά να μπορούν οι θιγόμενοι επιβάτες, οσάκις η ίδια καθυστέρηση τούς προξενεί επιπλέον ζημίες για τις οποίες παρέχεται δικαίωμα αποζημιώσεως, να ασκούν αγωγές προς αποκατάσταση των εν λόγω ζημιών υπό τους όρους της Συμβάσεως του Μόντρεαλ.

(βλ. σκέψεις 44-48)

3. Τα άρθρα 5, 6 και 7 του κανονισμού 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, δεν είναι άκυρα λόγω παραβιάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο κανονισμός 261/2004 εκφράζει το ουσιώδες του επιδιωκόμενου από τα θεσμικά όργανα σκοπού, δεν μπορεί να απαιτηθεί να περιλαμβάνει ο κανονισμός αυτός ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικής φύσεως επιλογές του. Συναφώς, δεδομένου ότι ο σκοπός προστασίας των επιβατών απαιτεί να επιλέγονται τυποποιημένα και αποτελεσματικά μέτρα αποκαταστάσεως της ζημίας, μη υποκείμενα σε αμφισβήτηση κατά τη στιγμή που πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή, πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει η συνδρομή εκτάκτων περιστάσεων, ο κοινοτικός νομοθέτης μπορούσε, χωρίς να παραβεί την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως, να μην εκθέσει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι πραγματικοί αερομεταφορείς δεν δύνανται να προβάλλουν τη δικαιολογία αυτή για να απαλλάσσονται των υποχρεώσεων παροχής βοήθειας και φροντίδας που υπέχουν από τα άρθρα 5 και 6 του εν λόγω κανονισμού. Ομοίως, ο κοινοτικός νομοθέτης μπορούσε, χωρίς εξ αυτού του λόγου η επίδικη πράξη να καθίσταται παράνομη, να καθορίσει στο άρθρο 7 του ως άνω κανονισμού την αρχή και το ποσό της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως που οφείλεται σε περίπτωση ματαιώσεως της πτήσεως χωρίς να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους επέλεξε αυτό το μέτρο και αυτό το ποσό.

(βλ. σκέψεις 69-70, 72, 77)

4. Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στον κοινοτικό νομοθέτη στον τομέα της κοινής πολιτικής μεταφορών, η νομιμότητα μέτρου το οποίο έχει ληφθεί στον τομέα αυτό θίγεται μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο, όσον αφορά την υποχρέωση τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας.

Συναφώς, τα μέτρα παροχής βοήθειας, φροντίδας και αποζημιώσεως των επιβατών, που προβλέπουν τα άρθρα 5, 6 και 7 του κανονισμού 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, δεν είναι προδήλως απρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον κοινοτικό νομοθέτη σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην ενίσχυση της προστασίας των επιβατών που υφίστανται τις επιπτώσεις από τη ματαίωση ή τη μεγάλη καθυστέρηση πτήσεων. Αντιθέτως, τα προβλεπόμενα στα άρθρα 5 και 6 του εν λόγω κανονισμού μέτρα μπορούν, ως εκ της φύσεώς τους, να αποκαταστήσουν αμέσως ορισμένες ζημίες που υφίστανται οι επιβάτες αυτοί και παρέχουν, επομένως, τη δυνατότητα να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας των ενδιαφερομένων. Επιπλέον, τα προκριθέντα κριτήρια, βάσει των οποίων προσδιορίζεται το δικαίωμα των επιβατών να τύχουν των ως άνω μέτρων, ήτοι η διάρκεια της καθυστερήσεως και της αναμονής για την επόμενη πτήση ή ο χρόνος που απαιτήθηκε για να πληροφορηθούν οι ενδιαφερόμενοι τη ματαίωση της πτήσεως, ουδόλως είναι άσχετα προς την επιταγή της αναλογικότητας, Ομοίως, δεδομένου ότι τα επίδικα μέτρα τυποποιημένης και άμεσης αποκαταστάσεως της ζημίας διαφοροποιούνται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα των ζημιών που υπέστησαν οι επιβάτες, δεν προκύπτει περαιτέρω ότι είναι προδήλως ακατάλληλα από το γεγονός και μόνον ότι οι αερομεταφορείς δεν δύνανται να προβάλλουν τη δικαιολογία των εκτάκτων περιστάσεων.

Ακολούθως, δεν αποδεικνύεται ότι η εκ μέρους των επιβατών προαιρετική σύναψη ασφαλίσεως για την κάλυψη των κινδύνων που είναι σύμφυτοι προς τις καθυστερήσεις και ματαιώσεις πτήσεων θα παρείχε εν πάση περιπτώσει τη δυνατότητα αποκαταστάσεως των ζημιών που υπέστησαν επί τόπου οι ενδιαφερόμενοι. Ως εκ τούτου, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ως πλέον κατάλληλο από εκείνα που προέκρινε ο κοινοτικός νομοθέτης.

Ομοίως, δεδομένου ότι οι επιζήμιες συνέπειες από την καθυστέρηση δεν έχουν σχέση με το καταβληθέν τίμημα του εισιτηρίου, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα ότι τα μέτρα προς άρση αυτών των συνεπειών έπρεπε να επιλεγούν σε συνάρτηση με το τίμημα αυτό.

Τέλος, η αποζημίωση του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού, την οποία οι επιβάτες μπορούν να αξιώσουν σε περίπτωση που έλαβαν γνώση της ματαιώσεως της πτήσεώς τους λίγο μόλις χρόνο πριν από την προγραμματισμένη αναχώρησή της, δεν φαίνεται προδήλως ακατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, λαμβανομένου υπόψη ότι υφίσταται η δικαιολογία των έκτακτων περιστάσεων που παρέχει στους αερομεταφορείς τη δυνατότητα να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής της εν λόγω αποζημιώσεως, οι δε προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής είναι περιοριστικές. Εξάλλου, το ποσό της αποζημιώσεως που ορίζεται ανάλογα με την καλυπτόμενη από τις εν λόγω πτήσεις απόσταση δεν φαίνεται ιδιαιτέρως υπερβολικό.

(βλ. σκέψεις 80, 82, 84-88, 91)

5. Οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του κανονισμού 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, που επιβάλλουν τις ίδιες υποχρεώσεις σε όλους τους αερομεταφορείς, δεν είναι άκυρες ως αντιβαίνουσες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι δεν επιβάλλονται παρόμοιες υποχρεώσεις στα άλλα μέσα μεταφοράς.

Συγκεκριμένα, αφενός, η κατάσταση των επιχειρήσεων στον τομέα δραστηριότητας των διαφόρων τρόπων μεταφοράς δεν είναι συγκρίσιμη, καθότι αυτοί οι τρόποι μεταφοράς δεν είναι εναλλάξιμοι όσον αφορά τους όρους χρησιμοποιήσεώς τους.

Αφετέρου, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, οι επιβάτες που υφίστανται τις συνέπειες από ματαίωση ή μεγάλη καθυστέρηση πτήσεως βρίσκονται σε αντικειμενικώς διαφορετική κατάσταση από εκείνη των επιβατών στα λοιπά μέσα μεταφοράς, σε περίπτωση επελεύσεως περιστατικών της ίδιας φύσεως.

Περαιτέρω, οι ζημίες τις οποίες υφίστανται οι επιβάτες των αερομεταφορών σε περίπτωση ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως είναι ανάλογες, ανεξαρτήτως της εταιρίας με την οποία συμβλήθηκαν, και δεν έχουν σχέση με την τιμολογιακή πολιτική που ακολουθούν οι εταιρίες αυτές. Κατά συνέπεια, προκειμένου να μη θιγεί η αρχή της ισότητας σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από τον κανονισμό σκοπό που έγκειται στην αύξηση της προστασίας όλων των επιβατών των αερομεταφορέων, εναπόκειται στον κοινοτικό νομοθέτη να επιφυλάξει την ίδια μεταχείριση σε όλες τις αεροπορικές εταιρίες.

(βλ. σκέψεις 96-99)