Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Κοινοτικές κυρώσεις και κυρώσεις που επιβάλλονται εντός τρίτου κράτους για παράβαση του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού

(Άρθρο 3 § 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

2. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

3. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

4. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός του βασικού ποσού με γνώμονα την ίδια την παράβαση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

5. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Ανώτατο ποσό

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

6. Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας

7. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 5, στοιχείο β΄)

8. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

Περίληψη

1. Η αρχή non bis in idem, την οποία διατυπώνει και το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου της οποίας την τήρηση εξασφαλίζει ο δικαστής.

Όταν πρόκειται για σύμπραξη που εντάσσεται σε διεθνές πλαίσιο το οποίο χαρακτηρίζεται ιδίως από την παρέμβαση, στην αντίστοιχη επικράτειά τους, εννόμων τάξεων τρίτων κρατών, η στο πλαίσιο της εδαφικής τους αρμοδιότητας άσκηση των εξουσιών των αρχών των κρατών αυτών που είναι αρμόδιες για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού υπόκειται στις ιδιαίτερες επιταγές που ισχύουν στα πιο πάνω κράτη. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία που αποτελούν το βάθρο των εννόμων τάξεων άλλων κρατών στον τομέα του ανταγωνισμού όχι μόνον έχουν ιδιαίτερους σκοπούς και στόχους, αλλά συνεπάγονται και τη θέσπιση ιδιαίτερων κανόνων ουσιαστικού δικαίου που έχουν ποικιλόμορφες έννομες συνέπειες σε διοικητικό, ποινικό ή αστικό επίπεδο όταν οι αρχές των κρατών αυτών έχουν αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεων των κανόνων που ισχύουν στον τομέα του ανταγωνισμού.

Επομένως, η Επιτροπή, όταν επιβάλλει κυρώσεις για την παράνομη συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως, ακόμη και αν η συμπεριφορά αυτή ανάγεται σε σύμπραξη διεθνούς χαρακτήρα, σκοπό έχει να διαφυλάξει τον ελεύθερο ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς ο οποίος, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ, αποτελεί βασικό σκοπό της Κοινότητας. Συγκεκριμένα, με την ιδιαιτερότητα του εννόμου αγαθού το οποίο προστατεύεται σε κοινοτικό επίπεδο, οι εκτιμήσεις στις οποίες η Επιτροπή προβαίνει, βάσει των αρμοδιοτήτων της στον σχετικό τομέα, μπορούν να αποκλίνουν σημαντικά από εκείνες στις οποίες προβαίνουν αρχές τρίτων κρατών.

Κατά συνέπεια, η αρχή non bis in idem δεν έχει εφαρμογή σε καταστάσεις όπου οι έννομες τάξεις και οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές τρίτων κρατών έχουν παρέμβει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους.

(βλ. σκέψεις 26-29, 31-32)

2. Κάθε σκέψη σχετικά με την ύπαρξη προστίμων που έχουν επιβληθεί από τις αρχές τρίτου κράτους μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας που η Επιτροπή έχει σχετικά με τον καθορισμό προστίμων για τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, ναι μεν δεν αποκλείεται να λάβει υπόψη η Επιτροπή, για λόγους αναλογικότητας ή επιείκειας, πρόστιμα που έχουν προηγουμένως επιβληθεί από τις αρχές τρίτων κρατών, πλην όμως η Επιτροπή δεν έχει τέτοια υποχρέωση.

Συγκεκριμένα, ο αποτρεπτικός σκοπός που η Επιτροπή δικαιούται να έχει όταν καθορίζει το ποσό ενός προστίμου συνίσταται στο να εξασφαλιστεί η τήρηση, από τις επιχειρήσεις, των κανόνων ανταγωνισμού που η Συνθήκη θέτει για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους εντός της κοινής αγοράς. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, όταν αξιολογεί τον αποτρεπτικό χαρακτήρα ενός προστίμου που πρόκειται να επιβάλει λόγω παραβάσεως των πιο πάνω κανόνων, δεν οφείλει να λάβει υπόψη τυχόν κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε μια επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού τρίτων κρατών.

(βλ. σκέψεις 36-37)

3. Η Επιτροπή έχει ευρεία διακριτική εξουσία όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και, στο πλαίσιο αυτό, δύναται να λάβει υπόψη πλειάδα στοιχείων, αρκεί να τηρείται το κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ανώτατο όριο σχετικά με τον κύκλο εργασιών.

Η μέθοδος υπολογισμού της οποίας το περίγραμμα δίνουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ έχει διάφορα στοιχεία ευελιξίας τα οποία δίνουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί τη διακριτική της εξουσία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του κανονισμού 17.

(βλ. σκέψεις 46-47)

4. Ενώ το βασικό ποσό του προστίμου για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού καθορίζεται με γνώμονα την παράβαση αυτή, η σοβαρότητά της καθορίζεται με αναφορά σε πολλούς άλλους παράγοντες, σχετικά με τους οποίους η Επιτροπή έχει διακριτική εξουσία. Το γεγονός ότι κατά τον καθορισμό του προστίμου ελήφθησαν υπόψη επιβαρυντικές περιστάσεις συνάδει με την αποστολή της Επιτροπής να εξασφαλίζει ότι η συμπεριφορά των επιχειρήσεων είναι σύμφωνη με τους κανόνες ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψη 71)

5. Μόνον το τελικό ποσό του προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού πρέπει να τηρεί το κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ανώτατο όριο του 10 %. Κατά συνέπεια, το άρθρο αυτό δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να καταλήξει, στα διάφορα στάδια του υπολογισμού, σε ενδιάμεσο ποσό ανώτερο του ορίου αυτού, αρκεί το τελικό ποσό του επιβληθέντος προστίμου να μην υπερβαίνει το πιο πάνω όριο.

(βλ. σκέψεις 81-82)

6. Σε κάθε διαδικασία ικανή να καταλήξει σε κυρώσεις, και μεταξύ άλλων σε πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, όπου η τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου η οποία πρέπει να τηρείται ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικού χαρακτήρα, η απλώς και μόνο μη κοινοποίηση ενός εγγράφου συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μόνον αν η σχετική επιχείρηση μπορεί να αποδείξει, πρώτον, ότι η Επιτροπή βασίστηκε στο έγγραφο αυτό για να στηρίξει την αιτίασή της ως προς την ύπαρξη παραβάσεως και, δεύτερον, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με παραπομπή στο έγγραφο αυτό.

Της σχετικής επιχειρήσεως έργο είναι να αποδείξει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή στην επίδικη απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν το έγγραφο, το οποίο δεν κοινοποιήθηκε στην πιο πάνω επιχείρηση και στο οποίο η Επιτροπή στηρίχθηκε για να διαπιστώσει την παράβαση, είχε απορριφθεί ως αποδεικτικό στοιχείο.

(βλ. σκέψεις 94, 97-98)

7. Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που επιβάλλει σε μια επιχείρηση, να λάβει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως αυτής, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα κατέληγε να δώσει αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που είναι οι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς.

Η αρχή αυτή ουδόλως τίθεται υπό αμφισβήτηση από το σημείο 5, στοιχείο β´, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, κατά το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική ικανότητα πληρωμής που έχει μια επιχείρηση. Συγκεκριμένα, η ικανότητα αυτή μπορεί να διαδραματίσει ρόλο μόνο σε «συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες», τις οποίες αποτελούν οι συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η πληρωμή του προστίμου, ιδίως δε όσον αφορά την αύξηση της ανεργίας ή την επιδείνωση των οικονομικών κλάδων από τους οποίους προμηθεύεται και τους οποίους προμηθεύει η σχετική επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 105-106)

8. Στις εξουσίες που η Επιτροπή έχει βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 περιλαμβάνονται η εξουσία να καθορίσει την ημερομηνία κατά την οποία είναι καταβλητέα τα πρόστιμα και την ημερομηνία από την οποία αρχίζουν να τρέχουν οι τόκοι, καθώς και η εξουσία να καθορίσει τόσο το επιτόκιο των τόκων αυτών όσο και τα της εφαρμογής της αποφάσεώς της. Συγκεκριμένα, αν δεν υπήρχε τέτοια εξουσία της Επιτροπής, οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αντλήσουν όφελος από εκπρόθεσμες πληρωμές, αποδυναμώνοντας το αποτέλεσμα των κυρώσεων.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έχει δικαίωμα να καθορίσει ένα σημείο αναφοράς υψηλότερο από το επιτόκιο της αγοράς, όπως προσφέρεται στον μέσο επιχειρηματία που ζητεί δάνειο, κατά το μέρος που είναι αναγκαίο για να αποθαρρυνθεί η παρελκυστική συμπεριφορά όσον αφορά την πληρωμή του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 113-115)