ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2007

Υπόθεση C-227/04 P

Marie-Luise Lindorfer

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπάλληλοι – Μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Επαγγελματικές δραστηριότητες προγενέστερες της προσλήψεως στις Κοινότητες – Υπολογισμός των συντάξιμων ετών – Άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ – Γενικές εκτελεστικές διατάξεις – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 18ης Μαρτίου 2004, T‑204/01, Lindorfer κατά Συμβουλίου (Συλλογή Υπ. Υπ. 2004, σ. I‑A‑83 και II‑361), με αίτημα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση: Η απόφαση αναιρείται μερικώς και η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

Περίληψη

1.        Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την πρόσληψη στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1α § 1· παράρτημα VIII, άρθρο 11 § 2)

2.        Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την πρόσληψη στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 77· παράρτημα VIII, άρθρα 2, 5 και 11 § 2)

3.        Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την πρόσληψη στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VIII, άρθρο 11 § 2)

1.        Η χρήση παραμέτρων που διαφοροποιούνται αναλόγως του φύλου προκειμένου να υπολογισθεί ο αριθμός των πρόσθετων συνταξίμων ετών σε περίπτωση μεταφοράς στο κοινοτικό σύστημα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που ένας υπάλληλος απέκτησε λόγω επαγγελματικών δραστηριοτήτων προγενεστέρων της προσλήψεώς του στις Κοινότητες συνιστά διάκριση λόγω φύλου η οποία δεν δικαιολογείται αντικειμενικά από την αναγκαιότητα διασφαλίσεως υγιούς οικονομικής διαχειρίσεως του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Συγκεκριμένα, αφενός, το άρθρο 1α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει ότι οι υπάλληλοι, κατά την εφαρμογή του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, δικαιούνται ίσης μεταχειρίσεως χωρίς αναφορά στο φύλο και, αφετέρου, το ισοϋψές των εισφορών με τη μορφή κρατήσεων από τις αμοιβές των ανδρών και γυναικών υπαλλήλων δεν θέτει σε κίνδυνο την υγιή οικονομική διαχείριση του συνταξιοδοτικού συστήματος, το γεγονός δε ότι η ισορροπία του συστήματος μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση ασφαλιστικών ισοδυνάμων κοινών για τα δύο φύλα προκειμένου να υπολογίζεται ο αριθμός των πρόσθετων συνταξίμων ετών αποδεικνύεται επίσης από το ότι, μετά τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση διαφοράς, τα κοινοτικά όργανα αποφάσισαν τη χρήση κοινών ισοδυνάμων.

2.        Η κατάσταση ενός υπαλλήλου, ο οποίος προσλήφθηκε σε κοινοτικό όργανο αφού για ορισμένη περίοδο κατέβαλλε εισφορές σε εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, δεν είναι παρεμφερής με την κατάσταση ενός υπαλλήλου ο οποίος προσλήφθηκε στην αρχή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του και συνεισέφερε, από την πρόσληψή του, στο κοινοτικό σύστημα μέσω κρατήσεων από το μισθό του, συνεπώς ο πρώτος υπάλληλος δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι υπέστη άνιση μεταχείριση σε σχέση με τον δεύτερο. Συγκεκριμένα, μολονότι το ύψος της συντάξεως του υπαλλήλου που προσλήφθηκε στην αρχή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του δεν εξαρτάται καθόλου από το συνολικό ποσό των κρατήσεων κατά τη διάρκεια των ετών υπηρεσίας, δεδομένου ότι εξαρτάται, αφενός, από την ολοκλήρωση της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, η οποία αντικατοπτρίζεται στον τελευταίο μισθό του, και, αφετέρου, από τη διάρκεια της υπηρεσίας του στις Κοινότητες, αντιθέτως, το ύψος της συντάξεως που θα δικαιούται ο υπάλληλος ο οποίος κατέβαλλε εισφορές σε εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα πριν από την πρόσληψή του στις Κοινότητες θα εξαρτηθεί από τον τελευταίο μισθό του και από τη διάρκεια της υπηρεσίας του στις Κοινότητες, σ’ αυτό δε θα προστεθούν τα συντάξιμα έτη που θα καθορισθούν αναλόγως του κεφαλαίου που εισέφερε κατά τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε προγενέστερα. Όμως, ένα χρηματικό ποσό με το οποίο ο υπάλληλος αυτός συνεισφέρει στον κοινοτικό προϋπολογισμό και μια χρονική περίοδος υπηρεσίας στα κοινοτικά όργανα δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη.

3.        Οι Κοινότητες διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των στοιχείων του συστήματος μετατροπής σε ενιαίο νόμισμα των χρηματικών ποσών τα οποία, εκφρασμένα σε άλλα νομίσματα, μεταφέρονται από τα εθνικά συνταξιοδοτικά ταμεία βάσει των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησαν οι υπάλληλοι πριν από την πρόσληψή τους στις Κοινότητες.