ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

M. Poiares Maduro

της 25ης Οκτωβρίου 2005 1(1)

Υπόθεση C-465/04

Honyvem Informazioni Commerciali Srl

κατά

Mariella De Zotti

[αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Corte Suprema di Cassazione (Ιταλία)]

«Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) – Δικαίωμα αποζημιώσεως του εμπορικού αντιπροσώπου σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως»





1.     Με την παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Corte suprema di Cassazione (Ιταλία) υποβάλλει στο Δικαστήριο ερώτημα με το οποίο του ζητεί να διασαφηνίσει διάφορες πτυχές του καθεστώτος που θεσπίστηκε με την οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (2) (στο εξής: οδηγία 86/653 ή οδηγία). Περισσότερο συγκεκριμένα, η προς διευκρίνιση διάφορες πτυχές αφορούν τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως και υπολογισμού του δικαιώματος του εμπορικού αντιπροσώπου για αποζημίωση, που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας, και η απαγόρευση, που προβλέπει το άρθρο 19 της ίδιας οδηγίας, των παρεκκλίσεων από τις διατάξεις του άρθρου 17 εις βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου πριν από τη λήξη της συμβάσεως. Τούτο ζητείται στο ειδικό πλαίσιο της ιταλικής έννομης τάξης, στην οποία οι συλλογικές συμβάσεις που έχουν εφαρμογή στους εμπορικούς αντιπροσώπους διαδραματίζουν από μακρού χρόνου κεντρικό ρόλο στον προσδιορισμό της αποζημιώσεως που δικαιούται ο εμπορικός αντιπρόσωπος μετά τη λύση της συμβάσεως.

I –    Τα πραγματικά περιστατικά, το νομικό πλαίσιο και τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

2.     Με έγγραφο της 23ης Οκτωβρίου 1997, η εταιρία Honyvem Informazioni commerciali S.r.l (στο εξής: Honyvem) κατήγγειλε από 30ής Ιουνίου 1998 τη σύμβαση εμπορικού αντιπροσώπου που συνήψε με τη Mariella De Zotti, (στο εξής: De Zotti), σύμβαση η οποία, βάσει του σημείου 10, διείπετο «από τις διατάξεις του αστικού κώδικα, τους ειδικούς νόμους σχετικά με τη θητεία του εμπορικού αντιπροσώπου, καθώς και τις συλλογικές συμβάσεις στον εμπορικό τομέα».

3.     Με αγωγή που άσκησε στις 12 Απριλίου 1999 κατά της Honyvem ενώπιον του Tribunale di Milano, η De Zotti ζήτησε να υποχρεωθεί ο εντολέας να της καταβάλει την αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως η οποία, κατά την ενάγουσα, ανερχόταν σε 181 889 420 ιταλικές λίρες (ITL) κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων που διαλαμβάνει το άρθρο 1751 του ιταλικού αστικού κώδικα (códice civile: στο εξής αστικός κώδικας).

4.     Η διάταξη αυτή σχετικά με την αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως μετέφερε τα άρθρα 17, 18 και 19 της οδηγίας 86/653 στην ιταλική έννομη τάξη και κατά την ημέρα λύσεως της συμβάσεως είχε ως εξής:

«Κατά τον χρόνο λύσεως της συμβάσεως, ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει να καταβάλει στον εμπορικό αντιπρόσωπο αποζημίωση εάν συντρέχει μια τουλάχιστον από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

εάν ο εμπορικός αντιπρόσωπος έφερε νέους πελάτες στον αντιπροσωπευόμενο ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο αντιπροσωπευόμενος εξακολουθεί να έχει σημαντικά οφελήματα που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς·

η καταβολή της αποζημιώσεως αυτής πρέπει να είναι δίκαιη λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς.

Η αποζημίωση δεν οφείλεται:

όταν ο αντιπροσωπευόμενος καταγγέλλει τη σύμβαση λόγω πταίσματος του εμπορικού αντιπροσώπου το οποίο, λόγω της σοβαρότητάς του, δεν επιτρέπει τη συνέχιση έστω και προσωρινά της συμβάσεως·

όταν ο αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογείται από λόγους αναγόμενους στον αντιπροσωπευόμενο ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξ αιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του·

όταν μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενο, ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκχωρεί σε τρίτον τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπεύσεως.

Το ύψος της αποζημιώσεως αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με μια ετήσια αποζημίωση υπολογιζόμενη με βάση τον μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη·

αν η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο της εν λόγω περιόδου.

Η χορήγηση της αποζημιώσεως αυτής δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση προς επανόρθωση της ζημίας.

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκπίπτει του δικαιώματος αποζημιώσεως που προβλέπει το παρόν άρθρο αν εντός προθεσμίας ενός έτους από τη λύση της συμβάσεως παραλείψει να γνωστοποιήσει προς τον αντιπροσωπευόμενο ότι επιθυμεί να ασκήσει τα δικαιώματά του.

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επιτρέπουν παρέκκλιση εις βάρος του αντιπροσώπου» (3).

5.     Το Tribunale δέχθηκε τις θέσεις που υπέβαλε η καθής Honyvem και έκρινε ότι οφειλόταν το μικρότερο ποσό των 78 880 276 ITL, που προέκυπτε από την εφαρμογή των κριτηρίων υπολογισμού της αποζημιώσεως λύσεως της συμβάσεως, που προβλέπει η συλλογική σύμβαση (στο εξής: AEC) της 28ης Νοεμβρίου 1992, συναφθείσα στις 27 Νοεμβρίου 1992 μεταξύ της Confcommercio (αντιπροσωπευτική οργάνωση των επιχειρήσεων στους τομείς του εμπορίου, του τουρισμού και των υπηρεσιών) και της FNAARC (αντιπροσωπευτική οργάνωση των πρακτόρων και εμπορικών αντιπροσώπων) και που έχει ως εξής:

«[…]

Σημείο I

Αναφορικά με ό,τι προβλέπεται στο άρθρο 1751 του αστικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του νομοθετικού διατάγματος 303, της 10.9.1991, και ειδικότερα την αρχή της equité, σε όλες τις περιπτώσεις λύσεως της συμβάσεως, θα καταβάλλεται στον πράκτορα ή τον εμπορικό αντιπρόσωπο αποζημίωση, το ύψος της οποίας ισούται προς το 1 % του συνολικού ποσού των προμηθειών που κατέστησαν απαιτητές και εκκαθαρίστηκαν κατά τη διάρκεια της συμβάσεως.

Στο ανωτέρω ποσό προστίθενται τα ακόλουθα ποσά:

Α.      Πράκτορες και εμπορικοί αντιπρόσωποι με υποχρέωση αποκλειστικότητας για μια μόνον επιχείρηση:

–       3 % επί των προμηθειών μέχρι ποσού 24 000 000 ITL ετησίως·

–       1 % επί των προμηθειών μεταξύ 24 000 001 και 36 000 000 ITL ετησίως.

Β.      Πράκτορες και εμπορικοί αντιπρόσωποι χωρίς υποχρέωση αποκλειστικότητας για μια επιχείρηση:

–       3 % επί των προμηθειών έως 12 000 000 ITL ετησίως·

–       1 % επί των προμηθειών μεταξύ 12 000 001 και 18 000 000 ITL ετησίως.

Από την αποζημίωση αυτή πρέπει να αφαιρείται ό,τι ο πράκτορας ή ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιωματικά θα λάβει λόγω ασφαλίσεως που εκουσίως συνήψε ο αντιπροσωπευόμενος.

Για τους σκοπούς υπολογισμού της αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως λαμβάνονται επίσης υπόψη τα ποσά τα οποία καταβλήθηκαν ειδικά προς επιστροφή εξόδων ή συμμετοχή στα έξοδα.

Σημείο II

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1751 ΑΚ, επιπλέον του ποσού που αναφέρεται στο προηγούμενο σημείο Ι, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται πρόσθετου ποσού που υπολογίζεται ως εξής:

–       3 % επί των προμηθειών οι οποίες κατέστησαν απαιτητές κατά τα τρία πρώτα έτη διάρκειας της συμβάσεως αντιπροσωπείας•

–       3,5 % επί των προμηθειών οι οποίες κατέστησαν απαιτητές από το τέταρτο έως και το έκτο έτος•

–       4 % επί των προμηθειών οι οποίες κατέστησαν απαιτητές κατά τα επόμενα έτη.

[…]

Σημείο III

Τα μέρη αναγνωρίζουν ότι το συμφωνηθέν ανωτέρω σύστημα όσον αφορά τα ποσοστά και τα κλιμάκια ανταποκρίνεται προς την αρχή της δικαιοσύνης που αναφέρει το τρίτο εδάφιο του άρθρου 1751 του αστικού κώδικα.

Σημείο IV

[…]

Δήλωση στα πρακτικά

Τα μέρη επιβεβαιώνουν ότι οι παρούσες διατάξεις της συλλογικής συμβάσεως σχετικά με την αμοιβή λόγω λήξεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1751 του αστικού κώδικα, συνιστούν στο σύνολό τους ευνοϊκότερο σύστημα απ’ ό,τι η νομοθετική ρύθμιση. Οι διατάξεις αυτές είναι αλληλένδετες και αδιάσπαστες μεταξύ τους και δεν σωρεύονται με κανένα άλλο σύστημα.

[…]»

Α.      Πράκτορες και εμπορικοί αντιπρόσωποι με υποχρέωση αποκλειστικότητας για μια μόνο επιχείρηση:

–       3 % επί των προμηθειών μέχρι ποσού 24 000 000 ITL ετησίως·

–       1 % επί των προμηθειών μεταξύ 24 000 001 και 36 000 000 ITL ετησίως.

Β.      Πράκτορες και εμπορικοί αντιπρόσωποι χωρίς υποχρέωση αποκλειστικότητας για μια επιχείρηση:

–       3 % επί των προμηθειών έως 12 000 000 ITL ετησίως·

–       1 % επί των προμηθειών μεταξύ 12 000 001 και 18 000 000 ITL ετησίως.

Από την αποζημίωση αυτή πρέπει να αφαιρείται ό,τι ο πράκτορας ή ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιωματικά θα λάβει λόγω ασφαλίσεως που εκουσίως συνήψε ο αντιπροσωπευόμενος.

Για τους σκοπούς υπολογισμού της αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως λαμβάνονται επίσης υπόψη τα ποσά τα οποία καταβλήθηκαν ειδικά προς επιστροφή εξόδων ή συμμετοχή στα έξοδα.

Σημείο II

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1751 του αστικού κώδικα, επιπλέον του ποσού που αναφέρεται στο προηγούμενο σημείο Ι, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται πρόσθετου ποσού που υπολογίζεται ως εξής:

–       3 % επί των προμηθειών οι οποίες κατέστησαν απαιτητές κατά τα τρία πρώτα έτη διάρκειας της συμβάσεως αντιπροσωπείας·

–       3,5 % επί των προμηθειών οι οποίες κατέστησαν απαιτητές από το τέταρτο έως και το έκτο έτος·

–       4 % επί των προμηθειών οι οποίες κατέστησαν απαιτητές κατά τα επόμενα έτη.

[…]

Σημείο III

Τα μέρη αναγνωρίζουν ότι το συμφωνηθέν ανωτέρω σύστημα όσον αφορά τα ποσοστά και τα κλιμάκια ανταποκρίνεται προς την αρχή της δικαιοσύνης που αναφέρει το τρίτο εδάφιο του άρθρου 1751 του αστικού κώδικα.

Σημείο IV

[…]

Δήλωση στα πρακτικά.

Τα μέρη επιβεβαιώνουν ότι οι παρούσες διατάξεις της συμβάσεως σχετικά με την αμοιβή λόγω λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1751 του αστικού κώδικα συνιστούν συνολικά προϋπόθεση καλύτερης προστασίας σε σχέση με τη νομοθετική ρύθμιση. Οι διατάξεις αυτές είναι συναφείς και αδιάσπαστες μεταξύ τους και δεν σωρεύονται με κανένα άλλο σύστημα.

[…]»

6.     Η De Zotti άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Tribunale ενώπιον του Corte d’appello του Μιλάνου, το οποίο δέχθηκε εν μέρει την έφεση. Κατά το δικαστήριο αυτό, το άρθρο 1751 του αστικού κώδικα ορίζει ένα κριτήριο διαπνεόμενο από έναν αξιοκρατικό λόγο, που αποβλέπει στην επιβράβευση της αυξήσεως της πελατείας που πέτυχε ο εμπορικός αντιπρόσωπος, η οποία εξακολουθεί, ακόμη και μετά τη λήξη της συμβάσεως, να παρέχει πλεονεκτήματα στον αντιπροσωπευόμενο. Αντιθέτως, στο μέτρο που η AEC ορίζει κριτήρια εντελώς άσχετα με τον λόγο αυτόν, δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τα κριτήρια του άρθρου 1751 δια της αυτονομίας της βουλήσεως. Εφαρμόζοντας έτσι στο άρθρο 1751, το Corte d’appello, μειώνοντας το ποσό που είχε επιδικάσει ήδη το δικαστήριο πρώτου βαθμού και κατέβαλε η Honyvem, επιδίκασε στην De Zotti το πρόσθετο ποσό (στρογγυλοποιημένο) των 57 000 000 ITL, πλέον τόκων και ανατιμήσεως.

7.     Η Honyvem άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής, ουσιαστικά για τον λόγο ότι, αφενός, δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από το σύστημα που προβλέπει το άρθρο 1751 μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η παρέκκλιση αυτή γίνεται εις βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου και, αφετέρου, η εκτίμηση του κατά το μάλλον ή ήττον πλεονεκτικού χαρακτήρα των διατάξεων περί αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως, που περιλαμβάνονται στην AEC, σε σχέση με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 1751 του αστικού κώδικα δεν πρέπει να γίνεται ex post, δηλαδή μετά τη λύση της συμβάσεως, αλλά ex ante. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, θα πρέπει να συναχθεί ότι το σύστημα της συλλογικής συμβάσεως είναι περισσότερο ευνοϊκό από το προβλεπόμενο στο άρθρο 1751 του αστικού κώδικα, καθόσον διασφαλίζει σε κάθε περίπτωση στον εμπορικό αντιπρόσωπο αποζημίωση την οποία δεν διασφαλίζει οπωσδήποτε το εκ του νόμου σύστημα.

8.     Η κυρία De Zotti άσκησε επίσης ανταναίρεση για τον λόγο ότι η αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως δεν εκκαθαρίστηκε σύμφωνα με το ποσό που αυτή διεκδικούσε.

9.     Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα πραγματικά και νομικά περιστατικά, το Corte suprema di cassazione υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα το οποίο επιβάλλεται να αναδιατυπωθεί και να αναλυθεί στα δύο ακόλουθα επιμέρους ερωτήματα:

«1)      Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο και τον σκοπό του άρθρου 17 της οδηγίας 86/653, μπορεί το άρθρο 19 αυτής να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει μια συλλογική σύμβαση να προβλέπει αποζημίωση η οποία, αφενός, οφείλεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο ανεξαρτήτως του αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 17, παράγραφος 2, και, αφετέρου, υπολογίζεται όχι βάσει των κριτηρίων που μπορούν να συναχθούν από την οδηγία, αλλά σε συνάρτηση άλλων κριτηρίων που προβλέπει η συλλογική σύμβαση;

2)      Πρέπει ο υπολογισμός της αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, να γίνεται κατά τρόπο αναλυτικό ή μπορούν να γίνουν δεκτές άλλες μέθοδοι που χρησιμοποιούν ευρύτερα το κριτήριο της αρχής της equité;»

10.   Το Δικαστήριο καλείται επομένως να ερμηνεύσει τα άρθρα 17 και 19 της οδηγίας 86/653 (4). Κατά το άρθρο 17 της οδηγίας:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο, μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπίας, κατ’ αποκοπή αποζημίωση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο 3.

2. α) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπή αποζημίωση εάν και εφόσον:

–       έφερε νέους πελάτες στον εντολέα ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς,

και

–       η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι στις περιστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης και η εφαρμογή ή μη ρήτρας μη ανταγωνισμού με την έννοια του άρθρου 20.

β)       Το ποσό της αποζημίωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με μια ετήσια αποζημίωση υπολογιζόμενη με βάση τον μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο της εν λόγω περιόδου.

γ)       Η χορήγηση αυτής της κατ’ αποκοπή αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη.

3. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας που υφίσταται λόγω της διακοπής των σχέσεων με τον αντιπροσωπευόμενο.

Η ζημία αυτή οφείλεται ιδίως στη λύση της σύμβασης υπό όρους:

–       που στερούν τον εμπορικό αντιπρόσωπο από προμήθειες που θα του παρείχε η ομαλή εκτέλεση της σύμβασης ενώ συγχρόνως προσπορίζουν στον αντιπροσωπεύομενο σημαντικά πλεονεκτήματα συνδεόμενα με τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου,

–       ή/και που δεν επέτρεψαν στον αντιπρόσωπο να αποσβέσει τα έξοδα και τις δαπάνες που ανέλαβε κατόπιν υποδείξεων του αντιπροσωπευόμενου για την εκτέλεση της σύμβασης.

4. Το δικαίωμα κατ’αποκοπή αποζημίωσης το οποίο προβλέπεται στην παράγραφο 2 ή η ανόρθωση της ζημίας κατά την παράγραφο 3 γεννάται επίσης και όταν η σύμβαση λύεται λόγω θανάτου του εμπορικού αντιπροσώπου.

5. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση για την κατ’ αποκοπή αποζημίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή για την ανόρθωση της ζημίας κατά την παράγραφο 3, εάν δεν γνωστοποιήσει προς τον αντιπροσωπευόμενο μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη λύση της σύμβασης ότι επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμά του.

6. Η Επιτροπή υποβάλει στο Συμβούλιο, εντός προθεσμίας 8 ετών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και, ενδεχομένως, προτάσεις τροπολογίας.»

11.   Το άρθρο 19 ορίζει ότι «τα μέρη δεν μπορούν πριν από τη λήξη της σύμβασης να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου».

II – Εκτίμηση

12.   Ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε, στο άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας, δύο διαφορετικά συστήματα αποζημιώσεως του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λύση της συμβάσεως. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν το ένα ή το άλλο από τα δύο αυτά συστήματα κατά τη στιγμή μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Ο ιταλός νομοθέτης επέλεξε το σύστημα που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2.

13.   Είναι γνωστό ότι, πριν τη μεταφορά της οδηγίας 86/653 στο ιταλικό δίκαιο, υπήρχε στην Ιταλία σύστημα αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας το οποίο ήταν εν πολλοίς στηριζόταν στις συλλογικές συμβάσεις και διέφερε από τα δύο εναλλακτικά συστήματα που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας (5). Υπό τις συνθήκες αυτές, χορηγήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία μεγαλύτερη περίοδος για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο όσον αφορά το άρθρο 17 (6). Μολονότι η καθιέρωση ενός τέτοιου συστήματος αντικατοπτρίζει τη φροντίδα να αφεθεί κάποιο περιθώριο στα κράτη μέλη, ο κοινοτικός νομοθέτης παρέσχε σε κάθε κράτος μέλος τη δυνατότητα να επιλέξει ένα από τα δύο εναλλακτικά συστήματα που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας, αλλά δεν τους παρέσχε προφανώς τη δυνατότητα να επιλέξουν ένα νόμιμο σύστημα tertium genus, ασυμβίβαστο με το ένα ή το άλλο από τα δύο αυτά συστήματα.

 Α –     Η έννοια και ο σκοπός της αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653

14.   Η αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας έχει έναν εξαιρετικά ειδικό χαρακτήρα και με πολλαπλές πτυχές ως προς τους σκοπούς που επιδιώκει, και το ιστορικό της πρέπει να αναζητηθεί στο σύστημα που καθιερώθηκε κατά τη δεκαετία του πενήντα με το άρθρο 89b του γερμανικού εμπορικού νόμου [Handelsgesetzbuch (HGB)] (7).

15.   Αυτό το ειδικό σύστημα αποζημιώσεως εμφανίζεται ως η απάντηση στο πρόβλημα που απορρέει από τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που ο αντιπροσωπευόμενος εξακολουθεί μετά τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας να διατηρεί εμπορικές σχέσεις με την πελατεία που του δημιούργησε ο εμπορικός αντιπρόσωπος, εξακολουθεί να ωφελείται από τις υπεραξίες που απορρέουν, τουλάχιστον εν μέρει, από τη δραστηριότητα που άσκησε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τη διάρκεια της συμβάσεως και των οποίων η λήψη, στο πλαίσιο της συμβάσεως, θα είχε ευθύς εξ αρχής ως αποτέλεσμα να εξακολουθούν να καταβάλονται οι προμήθειες στον εμπορικό αντιπρόσωπο.

16.   Στο πλαίσιο αυτό, ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε, στο άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας, ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται αποζημιώσεως εφόσον συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να φέρει νέους πελάτες ή να αναπτύξει αισθητά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες. Δεύτερον, πρέπει ο εντολέας να διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς μετά τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας. Η προϋπόθεση αυτή έχει λογικά εφαρμογή μόνον αν δεν υπάρχει πλέον καμιά υποχρέωση καταβολής προμηθειών στον εμπορικό αντιπρόσωπο μετά τη λύση της συμβάσεως. Τέλος, θα πρέπει επίσης να μη συντρέχει καμιά από τις περιστάσεις που αποκλείει το δικαίωμα του εμπορικού αντιπροσώπου για αποζημίωση βάσει του άρθρου 18 της οδηγίας.

17.   Η αποζημίωση αυτή, η οποία μπορεί πρόσφορα να αποκληθεί αποζημίωση πελατείας, έχει, αν εξετασθεί από την άποψη του εμπορικού αντιπροσώπου, μια διάσταση ανταμοιβής. Τον ανταμείβει για τις προσπάθειές του στο μέτρο που ο εντολέας έχει οικονομικά οφέλη τα οποία εξακολουθούν να υπάρχουν μετά τη δημιουργία πελατείας από τον εμπορικό αντιπρόσωπο ή την ανάπτυξη των υποθέσεων με την πελατεία αυτή από τον αντιπρόσωπο. Εξεταζόμενη από την άποψη του εντολέα, η αποζημίωση λόγω πελατείας επιτρέπει, αφενός, να αποφεύγεται κατάσταση αδικαιολόγητου πλουτισμού. Πράγματι, ελλείψει της υποχρεώσεως αποζημιώσεως μετά τη λύση της συμβάσεως, ο εντολέας θα μπορούσε –χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε αντάλλαγμα στον εμπορικό αντιπρόσωπο– να εξακολουθήσει να επωφελείται από τις υπεραξίες στις οποίες συνέβαλε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τη δραστηριότητά του (8).

18.   Πράγματι, τα πλεονεκτήματα για τον εντολέα δεν συνδέονται αποκλειστικά με τις πράξεις που συνάπτονται μεταξύ του εντολέα και της πελατείας αυτής πριν τη λύση της συμβάσεως. Μπορούν να παραταθούν χρονικά, μετά τη λύση της, στο μέτρο που οι πράξεις αυτές εξακολουθούν να πραγματοποιούνται. Παράλληλα, η αμοιβή του εμπορικού αντιπροσώπου με την καταβολή προμηθειών δεν γίνεται σε μια μόνο στιγμή, που συμπίπτει με τη στιγμή κατά την οποία ο εμπορικός αντιπρόσωπος εξασφαλίζει έναν πελάτη ή συνάπτει εμπορικές πράξεις με αυτόν, ούτε συνίσταται στην πληρωμή ενός συνολικού ποσού. Αντιθέτως, πρόκειται για αμοιβή η οποία πραγματοποιείται με την πάροδο του χρόνου με προμήθειες που καταβάλλονται καθόσον εκτελείται κάθε πράξη μεταξύ του εντολέα και του πελάτη (9).

19.   Ένα συμβατικό πλαίσιο αυτής της φύσεως αυξάνει τον κίνδυνο εμφανίσεως καταστάσεων αδικαιολόγητου πλουτισμού του εντολέα μετά τη λύση της συμβάσεως και δικαιολογεί επομένως τον κανόνα του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας. Είναι επίσης προφανές ότι η αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας παραμερίζει επίσης τον κίνδυνο να υιοθετηθούν ευκαιριακές συμπεριφορές κατά τη στιγμή λύσεως της συμβάσεως εκ μέρους του εντολέα, τις οποίες, ελλείψει μιας τέτοιας κανονιστικής ρυθμίσεως, αυτός θα ενθαρρυνόταν προφανώς να υιοθετήσει (10).

 Η σύγκριση του συστήματος αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 με ένα σύστημα αποζημιώσεως όπως αυτό που προβλέπει η AEC.

20.   Το πρόβλημα που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση ανακύπτει από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε με το άρθρο 19 της οδηγίας 86/653 ότι «τα μέρη δεν μπορούν πριν από τη λήξη της σύμβασης να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου». Στο πλαίσιο αυτό, η ρύθμιση περί της αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας, η οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με το άρθρο 1751 του αστικού κώδικα, και η ρύθμιση που προβλέπει η AEC έρχονται σε αντίθεση.

21.   Αντιθέτως, από το άρθρο 19 προκύπτουν δύο συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι πριν από τη λύση της συμβάσεως τα μέρη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του άρθρου 17, εφόσον συμφωνούν για ένα σύστημα το οποίο δεν είναι περισσότερο δυσμενές για τον εμπορικό αντιπρόσωπο. Το δεύτερο είναι ότι μετά τη λήξη της συμβάσεως, τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν κατά παρέκκλιση σύστημα, ακόμη περισσότερο δυσμενές για τον εμπορικό αντιπρόσωπο (11).

22.   Το ερώτημα που τίθεται και που αντανακλά τη συζήτηση στην ιταλική νομολογία και στη νομική θεωρία, την οποία εκθέτουν οι διάδικοι, είναι επομένως κατά πόσον ένα σύστημα αποζημιώσεως όπως το προβλεπόμενο στην AEC, που περιγράφεται ανωτέρω, είναι περισσότερο δυσμενές για τον εμπορικό αντιπρόσωπο από το σύστημα αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας. Λόγω του επιτακτικού χαρακτήρα του συστήματος προστασίας του εμπορικού αντιπροσώπου, που προβλέπεται στα άρθρα 17έως 19 της οδηγίας (12), αν το συμβατικό σύστημα είναι περισσότερο δυσμενές για τον εμπορικό αντιπρόσωπο, είναι παράνομο και δεν αναπτύσσει αποτελέσματα.

23.   Για να προσδιοριστεί όμως αν το συμβατικό σύστημα είναι ενδεχομένως περισσότερο δυσμενές απ’ ό,τι το εκ του νόμου σύστημα, πρέπει προφανώς, λογικά, οι δύο αυτές κανονιστικές ρυθμίσεις να είναι συγκρίσιμες. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε ό,τι δεν είναι συγκρίσιμο. Νομίζω συναφώς ότι μια τέτοια σύγκριση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας υποθέσεως, αφού το συμβατικό σύστημα θεσπίζει αποζημίωση η οποία βασίζεται σε προϋποθέσεις και επιδιώκει στόχους εντελώς διαφορετικούς από εκείνους που αποτελούν το υπόβαθρο του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας. Στην πραγματικότητα, τα δύο συστήματα βασίζονται σε αντιτιθέμενες λογικές, που δεν επιτρέπουν να προσδιοριστεί in abstracto ποιο απ’ αυτά είναι ευνοϊκότερο για τον εμπορικό αντιπρόσωπο.

24.   Στο πλαίσιο του συστήματος αποζημιώσεως που προβλέπει η AEC,το γεγονός ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος έφερε νέους πελάτες ή σταθεροποίησε την υφιστάμενη πελατεία δεν λαμβάνεται υπόψη. Εξάλλου, είναι αδιάφορο το ότι ο εντολέας εξακολουθεί να αντλεί ουσιαστικά ωφελήματα από την οικονομική δραστηριότητα με την πελατεία αυτή μετά τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας. Αντιθέτως, η διάρκεια της συμβάσεως, το ύψος της ετησίας αμοιβής που λαμβάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, ο αποκλειστικός ή όχι χαρακτήρας της συμβάσεως αντιπροσωπείας ασκούν επιρροή για τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως που οφείλεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο σύμφωνα με τη σύμβαση.

25.   Έχει επίσης σημασία να τονιστεί ότι, αντίθετα προς την εκ του νόμου αποζημίωση η οποία καθορίζεται επίσης σε συνάρτηση με την κατάσταση μετά τη λύση της συμβάσεως, η συμβατική αποζημίωση εξαρτάται αποκλειστικά από την παρελθούσα κατάσταση (ποσά εισπραχθέντα από τον εμπορικό αντιπρόσωπο και διάρκεια της συμβατικής σχέσεως).

26.   Εκτός από τις ουσιώδεις αυτές διαφορές όσον αφορά το περιεχόμενο και το πνεύμα των δύο συστημάτων αποζημιώσεως για τα οποία γίνεται λόγος, διαπιστώνεται, επίσης από την άποψη του λόγου υπάρξεώς τους, ότι η συμβατική αποζημίωση επιδιώκει στόχους εντελώς διαφορετικούς από εκείνους που επιδιώκονται με την αποζημίωση του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας. Η τελευταία εντάσσεται σε μια φιλοσοφία αδιαμφισβήτητα αξιοκρατική, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα αποζημιώσεως αναγνωρίζεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο στο μέτρο που η δραστηριότητά του δημιουργίας και αναπτύξεως της πελατείας συνέβαλε στο γεγονός ότι ο εντολέας εξακολούθησε να επωφελείται από τις υπεραξίες μετά τη λύση της συμβάσεως. Αντιθέτως, αποζημίωση όπως η προβλεπόμενη από την AEC, περιγραφείσα ανωτέρω, βρίσκεται στους αντίποδες αυτής της λογικής της αξιοκρατίας. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αποζημίωση αναγνωρίζεται σε κάθε εμπορικό αντιπρόσωπο με τη λύση της συμβάσεως, ακόμη και αν δεν έφερε πελάτες ή δεν ανάπτυξε τις υποθέσεις με τους υφιστάμενους πελάτες και, λογικά, ακόμη και αν ο εντολέας δεν επωφελείται σε τίποτα από τη συνέχιση των υποθέσεων με την πελατεία αυτή μετά τη λύση της συμβάσεως.

27.   Ο προσδιορισμός του ποιο από τα δύο συστήματα αποζημιώσεως είναι ευνοϊκότερο για τον εμπορικό αντιπρόσωπο εξαρτάται από τις υποθέσεις που αυτός αναπτύσσει πραγματικά και μπορεί να καθοριστεί μόνον εκ των υστέρων, κατά τη στιγμή λύσεως της συμβάσεως. Ακόμη και αν το έγγραφο της συμβάσεως αναφέρει ρητά ότι η προβλεπόμενη αποζημίωση αντιστοιχεί στη νόμιμη αποζημίωση, τα δύο συστήματα δεν είναι κατ’ ουσίαν συγκρίσιμα, αν ληφθούν υπόψη το περιεχόμενό τους και οι σκοποί τους. Ούτε ο νομικός χαρακτηρισμός που ενδεχομένως δίνεται στη συμβατική αποζημίωση με τη σύμβαση ή την AEC, ούτε ο πιθανός ισχυρισμός ότι η συμβατική αποζημίωση υποκαθιστά πλήρως την εκ του νόμου αποζημίωση αλλάζει κάτι στο γεγονός ότι δεν είναι καθόλου συγκρίσιμες.

28.   Είναι βέβαιον ότι τα δύο αυτά συστήματα μπορούν να συγκριθούν από την άποψη των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων τους στην αποζημίωση που απορρέει από την εφαρμογή καθενός από τα συστήματα αυτά τη στιγμή λύσεως της συμβάσεως. Πάντως, πρόκειται για σύγκριση των αποτελεσμάτων ή των συνεπειών της αποζημιώσεως, η οποία γίνεται αποκλειστικά με βάση εξωτερικό γεγονός το οποίο συνεπάγεται την εφαρμογή της και το οποίο συνίσταται στη λύση της συμβάσεως. Δεν πρόκειται για καθαυτό σύγκριση των δύο συστημάτων, η οποία θα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό τους και τους αντίστοιχους σκοπούς.

29.   Πάντως, δεν νομίζω ότι η σύγκριση που το άρθρο 19 της οδηγίας έχει υπόψη είναι απλώς σύγκριση των ποσών της αποζημιώσεως που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη εφαρμογή των συστημάτων, συμβατικού και εκ του νόμου, κατά τη στιγμή λύσεως κάθε συμβάσεως. Κατά τη γνώμη μου, αυτό που επιβάλλει το άρθρο 19 της οδηγίας, είναι να γίνεται η ουσιαστική σύγκριση μεταξύ του εκ του νόμου συστήματος και του συμβατικού συστήματος που να λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενό τους και τους αντίστοιχους στόχους, και όχι να γίνεται απλώς σύγκριση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της αποζημιώσεως των δύο αυτών συστημάτων, που εξαρτώνται ουσιαστικά από τη συγκεκριμένη στιγμή και τις περιστάσεις της αγοράς που υπήρχαν κατά τη στιγμή λύσεως της συμβάσεως. Υπό το πνεύμα αυτό, τα δύο συστήματα είναι ανταγωνιστικά, σε σημείο που να φαίνεται αδύνατο να προσδιοριστεί ποιο είναι ευνοϊκότερο για τον εμπορικό αντιπρόσωπο (13).

30.   Η σύγκριση η οποία γίνεται συγκεκριμένα τη στιγμή λύσεως της συμβάσεως αντιπροσωπείας θα δημιουργούσε εξάλλου κατάσταση αβεβαιότητας και ανασφάλειας έως τη λύση της συμβάσεως όσον αφορά το συμβατό του συστήματος αποζημιώσεως βάσει της συμβάσεως σε σχέση με το νόμιμο σύστημα αποζημιώσεως της πελατείας. Δεν πρέπει τα συστήματα, τα οποία συμφωνούνται με σύμβαση, να καλύπτονται με πέπλο αβεβαιότητας όσον αφορά τη νομιμότητά τους μέχρι τη στιγμή λύσεως της συμβάσεως. Εξάλλου, λόγω της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας που συνεπάγεται προφανώς για τον εντολέα όσον αφορά το εφαρμοστέο σύστημα αποζημιώσεως, η λύση μιας εκ των υστέρων και in concreto συγκρίσεως θα έχει ακόμη ως αποτέλεσμα να ενθαρρύνει τη διατήρηση των συμβάσεων οι οποίες θα μπορούσε στην πραγματικότητα να είναι αρκετά αντιπαραγωγικές και οι οποίες θα έπρεπε επομένως να λυθούν ώστε να επιτρέψουν την πρόσβαση στην αγορά νέων εμπορικών αντιπροσώπων, ίσως περισσότερο δραστήριων.

31.   Η λύση με μια εκ των υστέρων σύγκριση, βασισμένη στη συνεκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της αποζημιώσεως, δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να υποστηριχθεί παρά μόνον αν θεωρηθεί η οικονομική προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου ως το μοναδικό και αποκλειστικό συμφέρον που έχει υπόψη η οδηγία 86/653. Τούτο προφανώς δεν συμβαίνει. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να κρίνει συναφώς ότι, εκτός από την προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου, η οδηγία αποβλέπει επίσης, όπως προκύπτει από το προοίμιό της, «στο να εξαλείψ[ει] τους περιορισμούς της ασκήσεως του επαγγέλματος του εμπορικού αντιπροσώπου, να καταστήσ[ει] ομοιόμορφους τους όρους του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Κοινότητας και να αυξήσ[ει] την ασφάλεια των εμπορικών πράξεων» (14). Η προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου δεν συνιστά επομένως αυτοσκοπό, που πρέπει να διασφαλίζεται πάση θυσία κατά την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 86/653 και που να αποκλείει τελείως το να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον της ασφαλείας δικαίου και της νομικής βεβαιότητας στις εμπορικές πράξεις.

32.   Η Honyvem δικαίως ισχυρίζεται με τις γραπτές της παρατηρήσεις ότι πρέπει να γίνεται σύγκριση ex ante μεταξύ των επίμαχων συστημάτων. Εκεί που, κατά τη γνώμη μου, η θέση της Honyvem είναι αβάσιμη είναι το συμπέρασμα στο οποίο αυτή καταλήγει, ότι δηλαδή προκύπτει από μια ex ante ανάλυση ότι ένα σύστημα αποζημιώσεως όπως εκείνο που καθιερώνει η AEC είναι ευνοϊκότερο για τον εμπορικό αντιπρόσωπο παρά το νόμιμο σύστημα που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα επρόκειτο για νόμιμη παρέκκλιση βάσει του άρθρου 19.

33.   Όμως, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με μια ex ante ανάλυση, δεν μπορεί να συναχθεί ότι το σύστημα που περιλαμβάνεται σε συμφωνία όπως η AEC είναι, in abstracto, ευνοϊκότερο για τον εμπορικό αντιπρόσωπο απ’ ό,τι το σύστημα που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας.

34.   Για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα αυτό, θα πρέπει να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την αρχή από την οποία εκκινεί η Honyvem –και η οποία είναι άλλωστε αντίθετη προς την τελεολογική αξιοκρατία του κοινοτικού συστήματος–, δηλαδή ότι όλοι οι εμπορικοί αντιπρόσωποι έχουν ριζική απέχθεια προς τον κίνδυνο, σε σημείο που να προτιμούν κατ’ ανάγκη ένα σύστημα ισότητας, το οποίο διασφαλίζει τουλάχιστον κάτι για όλους, παρά ένα σύστημα όπως το προβλεπόμενο στο άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας, το οποίο δεν διασφαλίζει την αποζημίωση, ενδεχομένως έστω και πολύ πιο γενναιόδωρη, παρά μόνο για τους εμπορικούς αντιπροσώπους οι οποίοι έχουν πετύχει να δημιουργήσουν ή να αναπτύξουν πελατεία κατά τη διάρκεια της συμβάσεως.

35.   Είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο του αξιοκρατικού συστήματος που προβλέπει το άρθρο 17 της οδηγίας, ορισμένοι εμπορικοί αντιπρόσωποι διατρέχουν τον κίνδυνο να μην έχουν δικαίωμα έστω για την ελάχιστη αποζημίωση. Όμως, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, και με κάθε αυστηρότητα, κανένα σύστημα δεν μπορεί, in abstracto, να είναι χειρότερο από το αξιοκρατικό σύστημα που προβλέπει το άρθρο 17 της οδηγίας, αφού η εφαρμογή του μπορεί πάντοτε να έχει ως αποτέλεσμα ότι δεν οφείλεται καμιά αποζημίωση. Όμως, κατά τη λογική αυτή, κάθε σύστημα το οποίο διασφαλίζει ευθύς εξ αρχής στον εμπορικό αντιπρόσωπο τουλάχιστον μια αποζημίωση μεγαλύτερη του μηδέν συνιστά παρέκκλιση από το σύστημα του άρθρου 17 της οδηγίας, επιτρεπόμενη κατά το άρθρο 19 της ίδιας οδηγίας. Αυτό σημαίνει ότι περίπου όλα τα συστήματα αποζημιώσεως τα οποία διασφαλίζουν οποιαδήποτε αποζημίωση στον εμπορικό αντιπρόσωπο μετά τη λύση της συμβάσεως πληρούν το κριτήριο του άρθρου 19 ως επιτρεπόμενες παρεκκλίσεις του άρθρου 17. Είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατό να ακολουθείται λογική αυτού του είδους στο μέτρο που αυτή στερεί την απαγόρευση των παρεκκλίσεων, του άρθρου 19 από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.

36.   Το πρόβλημα της συγκρίσεως ex ante μεταξύ των δύο συστημάτων αποζημιώσεως, που υποστήριξε η Honyvem με τις παρατηρήσεις της, ενυπάρχει στο γεγονός ότι αυτή βασίστηκε στο γεγονός ότι λαμβάνονται υπόψη μόνον υποθετικοί εμπορικοί αντιπρόσωποι οι οποίοι, αν το αξιοκρατικό σύστημα του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας είχε εφαρμογή ως προς αυτούς, δεν θα είχαν δικαίωμα αποζημιώσεως. Αντιθέτως, όταν το άρθρο 19 της οδηγίας προβλέπει ότι τα μέρη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του άρθρου 17 «σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου», αναφέρεται αφηρημένα σε κάθε εμπορικό αντιπρόσωπο που συνδέεται με ατομική συμβατική σχέση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για εμπορικό αντιπρόσωπο στον οποίο αναγνωρίζεται αποζημίωση βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας.

37.   Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι, κατά μια ex ante ανάλυση, ένα σύστημα αποζημιώσεως όπως το προβλεπόμενο στην AEC είναι ευνοϊκότερο για τον εμπορικό αντιπρόσωπο από το σύστημα που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας.

38.   Η ερμηνεία του άρθρου 19 της οδηγίας στην οποία προβαίνω εν προκειμένω δεν εμποδίζει προφανώς οι συμφωνίες που παρεκκλίνουν από το σύστημα του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας να είναι νόμιμες, ούτε ακόμη, ενδεχομένως, οι συμφωνίες αυτές να έχουν ορισμένες ομοιότητες με καθεστώς παρόμοιο με εκείνο της AEC. Αυτό που προέχει είναι οι συμφωνίες αυτές να θεσπίζουν σύστημα το οποίο να μην μπορεί, in abstracto, να αποδεικνύεται για κανέναν εμπορικό αντιπρόσωπο χειρότερο από το προβλεπόμενο στο άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας. Τούτο είναι αληθές ακόμη και αν πρόκειται για συμφωνίες οι οποίες ενδεχομένως διαπνέονται από λογική η οποία αποκλίνει ευρέως της λογικής που διαπνέει το κοινοτικό σύστημα. Έτσι, είναι δυνατό να φανταστεί κανείς, για παράδειγμα, ότι μια συλλογική σύμβαση διασφαλίζει στον εμπορικό αντιπρόσωπο ένα ελάχιστο ποσό αποζημιώσεως, σταθερό, καθοριζόμενο σε συνάρτηση με τη διάρκεια της συμβάσεως και του κύκλου εργασιών, ανεξαρτήτως του αν οι προϋποθέσεις του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας συντρέχουν ή όχι, και στο οποίο ποσό προστίθεται ποσό το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή του τελευταίου αυτού συστήματος. Ένα σύστημα του είδους αυτού θα συνιστούσε προφανώς παρέκκλιση από το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας, στο μέτρο που θα είχε εφαρμογή ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν ή όχι. Εξάλλου, κανένας εμπορικός αντιπρόσωπος δεν μπορεί να θεωρήσει ότι, εφόσον υπόκειται στο σύστημα αυτό, θα βρεθεί σε κατάσταση χειρότερη από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν αν το σύστημα του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας εφαρμοζόταν σ’ αυτόν κατά τρόπο αυστηρό και απόλυτο. Παρέκκλιση του είδους αυτού θα ήταν νόμιμη βάσει του άρθρου 19 της ίδιας οδηγίας.

39.   Αυτό που είναι ανεπίτρεπτο, είναι, όπως υπογραμμίζει η De Zotti ως συνέχεια μέρους της ιταλικής νομικής θεωρίας (15), ότι, με επίκληση της αυτονομίας των μερών και παραπέμποντας σε μια ενδεχόμενη AEC, διατηρείται στην πράξη σε ισχύ σύστημα αποζημιώσεως ουσιαστικά πανομοιότυπο με εκείνο που υπήρχε πριν τη μεταφορά του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας στην ιταλική έννομη τάξη και το οποίο δεν διασφάλιζε σε κάθε εμπορικό αντιπρόσωπο κάτι περισσότερο απ’ ό,τι του διασφαλίζει το κοινοτικό σύστημα.

40.   Φρονώ, επομένως, ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione ότι το άρθρο 19 της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συλλογική σύμβαση όπως η AEC, η οποία προβλέπει σύστημα αποζημιώσεως του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λύση της συμβάσεως που έχει περιεχόμενο και στόχους ασυμβίβαστους με εκείνους που χαρακτηρίζουν το σύστημα αποζημιώσεως το οποίο προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας και αποβλέπει να υποκαταστήσει πλήρως το σύστημα αυτό, πρέπει να θεωρείται ως σύστημα που παρεκκλίνει εις βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου.

 Γ –     Οι λεπτομέρειες υπολογισμού της αποζημιώσεως λόγω πελατείας που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 .

41.   Προέχει κατ’ αρχάς να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 17 της οδηγίας προβλέπει όχι μόνον τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της αποζημιώσεως λόγω πελατείας, αλλά και τα ίδια τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως αυτής. Τούτο προκύπτει από το κείμενο του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας, το οποίο χρησιμοποιεί την έκφραση «εάν και εφόσον». Η διάταξη αυτή δεν περιορίζεται επομένως να αναφέρει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η αποζημίωση πελατείας πρέπει να χορηγηθεί, αλλά αναφέρει επίσης τις λεπτομέρειες υπολογισμού του ποσού της αποζημιώσεως αυτής. Επομένως, τα ιταλικά δικαιοδοτικά όργανα, υπό το πνεύμα αυτό και σύμφωνα με πάγια νομολογία, οφείλουν να ερμηνεύουν το άρθρο 1751 του αστικού κώδικα στο μέτρο του δυνατού υπό το φως του γράμματος και του σκοπού της εν λόγω οδηγίας προς επίτευξη του επιδιωκομένου με αυτήν αποτελέσματος (16).

42.   Είναι βέβαιον ότι ο υπολογισμός της αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας μπορεί να συνεπάγεται κάποιες δυσχέρειες. Συγκεκριμένα, συνεπάγεται αξιολογικές προβλέψεις ως προς τις επιχειρηματικές σχέσεις του εντολέα με την πελατεία που ο εμπορικός αντιπρόσωπος είχε δημιουργήσει ή αναπτύξει και ως προς τα ωφελήματα που θα προσπορισθεί από τις υποθέσεις με την πελατεία αυτή μετά τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας, χωρίς να οφείλει να καταβάλεις άλλες προμήθειες στον εμπορικό αντιπρόσωπο.

43.   Εν πάση περιπτώσει, η διενέργεια αξιολογικών προβλέψεων είναι κάτι που τα δικαστήρια κάνουν συχνά, ιδίως όταν καλούνται να εκκαθαρίσουν τις ζημίες συγκρίνοντας μια κατάσταση η οποία υπάρχει με την υποθετική κατάσταση η οποία θα υπήρχε αν το συγκεκριμένο ζημιογόνο γεγονός δεν είχε συντελεσθεί. Ανεξάρτητα από τις εγγενείς δυσχέρειες για την πραγματοποίηση τέτοιου είδους πράξεων υπολογισμού των ζημιών με βάση τις αξιολογικές προβλέψεις, τα δικαστήρια απέχουν γι’ αυτόν τον λόγο να τις πραγματοποιούν στην πράξη. Αρκεί συναφώς να σκεφθεί κανείς, για παράδειγμα, τον υπολογισμό του διαφυγόντος κέρδους (17) ή τον υπολογισμό της ζημίας που συνίσταται στην απώλεια μιας «ευκαιρίας», που εμφανίζουν κάποια αναλογία όχι μόνο μεταξύ τους (18), αλλά και τον υπολογισμό της αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653. Ειδικότερα στην περίπτωση της ιταλικής έννομης τάξης, η οποία δέχεται προφανώς ότι η ζημία που προκύπτει από την απώλεια μιας «ευκαιρίας» μπορεί να αποκατασταθεί και η οποία δέχεται ευθέως ότι είναι δυνατόν να υπολογιστεί ποσοτικώς η απώλεια αυτή βάσει άξιολογικών προβλέψεων και πιθανοτήτων (19), είναι βέβαιον ότι δεν είναι ιδιαίτερα δυσχερές να υπολογιστεί αποζημίωση λόγω πελατείας σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας. Αυτό που απαιτείται τελικά για τη διενέργεια του υπολογισμού αυτού είναι να γίνουν αξιολογικές προβλέψεις όσον αφορά την επαλήθευση ορισμένων γεγονότων μετά τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας.

44.   Οι ενδεχόμενες δυσχέρειες προς διενέργεια αυτών των κρίσεων δεν αποτελούν επαρκή λόγο για να αντικατασταθεί το σύστημα αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας με άλλο σύστημα, όπως το προβλεπόμενο εν προκειμένω στην AEC. Μολονότι το τελευταίο αυτό σύστημα συνεπάγεται έναν εύκολο υπολογισμό της αποζημιώσεως, είναι ασυμβίβαστο με το σύστημα αποζημιώσεως λόγω του περιεχομένου του, της σημασίας του και του σκοπού του.

45.   Επομένως, είναι δυνατό να σκιαγραφηθεί λυσιτελώς ο υπολογισμός της αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας σε τρεις φάσεις (20).

46.   Στην πρώτη φάση, επιβάλλεται να εκτιμηθούν ποσοτικά τα ωφελήματα που θα λάβει ο εντολέας μετά τη λύση της συμβάσεως και τα οποία αντιστοιχούν χονδρικά στις προμήθειες που θα παύσει πλέον να καταβάλλει στον εμπορικό αντιπρόσωπο μετά τη λύση της συμβάσεως για την πελατεία που αυτός ο εμπορικός αντιπρόσωπος δημιούργησε ή ανέπτυξε. Συναφώς, φαίνεται σαφές ότι, για παράδειγμα, ο κύκλος εργασιών και οι προμήθειες που καταβλήθηκαν στον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της συμβάσεως συνιστούν χρήσιμα στοιχεία για τον ποσοτικό υπολογισμό των ωφελημάτων τα οποία είναι δυνατό να προβλεφθεί ότι θα λάβει στο μέλλον ο εντολέας και, επομένως, να υπολογιστεί το ποσό της αποζημιώσεως που οφείλεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο. Όμως, τα στοιχεία αυτά θα είναι σημαντικά στο αυστηρό μέτρο που θα ασκούν επιρροή, με την καθαυτό δική τους αξία, για την αξιολογική πρόβλεψη που είναι αναγκαία προς υπολογισμό της αποζημιώσεως του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας, και όχι στο μέτρο που θεωρούνται ως σημαντικά για μια ενδεχόμενη συλλογική σύμβαση για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως αυτής.

47.   Η φάση αυτή ακολουθείται από μια άλλη φάση στην οποία θα εξεταστεί αν η πληρωμή της αποζημιώσεως αυτής είναι δίκαιη. Η αρχή της equité διαδραματίζει δευτερεύοντα ρόλο στην οικονομία του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας. Διαδραματίζει το ρόλο μιας βαλβίδας ασφαλείας που τίθεται στη διάθεση του δικαστή για την προσαρμογή του ποσού της αποζημιώσεως, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ενδεχομένως, σε ακραίες περιπτώσεις, για να αποκλείσει κάθε αποζημίωση. Ο εγγενής ηθικολογικός χαρακτήρας κάθε κρίσεως με βάση την αρχή της equité, καθιστά κατά τη γνώμη μου αδύνατη οποιαδήποτε απαρίθμηση ή περιγραφή των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, που μπορούν να θεωρηθούν ως ασκούσες επιρροή για την κρίση αυτή. Μια τέτοια ανάλυση βαρύνει προφανώς τα αρμόδια εθνικά δικαιοδοτικά όργανα.

48.   Τέλος, στην τρίτη φάση, το ποσό της αποζημιώσεως υπόκειται στο μέγιστο όριο που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας. Πρόκειται για το μέγιστο όριο το οποίο δεν πρέπει να λαμβάνεται ως σημείο εκκινήσεως για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως, αλλά ως το ανώτατο όριο το οποίο διαδραματίζει ρόλο μόνον αν το ποσό της αποζημιώσεως που προκύπτει από τις δύο προηγούμενες φάσεις του υπολογισμού υπερβαίνει τούτο.

49.   Φρονώ, επομένως, ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τούτο ορίζει όχι μόνον τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως του δικαιώματος εμπορικού αντιπροσώπου για αποζημίωση, αλλά επίσης τα στοιχεία υπολογισμού αυτής της αποζημιώσεως, με αποτέλεσμα ότι τα κριτήρια της αρχής της equité διαδραματίζουν ρόλο μόνον αν, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, είναι αναγκαίο να διορθωθεί το ποσό της αποζημιώσεως το οποίο ευθύς εξ αρχής υπολογίστηκε ποσοτικά σύμφωνα με τα αντικειμενικά στοιχεία που αναφέρει το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 86/653.

III – Πρόταση

50.   Με βάση τα προεκτεθέντα, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα ερωτήματα που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione:

«1)      Το άρθρο 19 της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συλλογική σύμβαση, όπως η οικονομική συλλογική συμφωνία στην παρούσα υπόθεση, η οποία προβλέπει σύστημα αποζημιώσεως του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λύση της συμβάσεως που έχει περιεχόμενο και στόχους ασυμβίβαστους με εκείνους που χαρακτηρίζουν το σύστημα αποζημιώσεως το οποίο προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας και αποβλέπει να υποκαταστήσει πλήρως το σύστημα αυτό, πρέπει να θεωρείται ως σύστημα που παρεκκλίνει εις βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου.

2)      Το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τούτο ορίζει όχι μόνον τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως του δικαιώματος εμπορικού αντιπροσώπου για αποζημίωση, αλλά επίσης τα στοιχεία υπολογισμού αυτής της αποζημιώσεως, με αποτέλεσμα ότι τα κριτήρια της αρχής της equité διαδραματίζουν ρόλο μόνον αν, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, είναι αναγκαίο να διορθωθεί το ποσό της αποζημιώσεως το οποίο ευθύς εξ αρχής υπολογίστηκε ποσοτικά σύμφωνα με τα αντικειμενικά στοιχεία που αναφέρει το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 86/653.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η πορτογαλική.


2 – ΕΕ L 382, σ. 17.


3 –      Στη συνέχεια εκδόθηκε το νομοθετικό διάταγμα 65, της 15ης Φεβρουαρίου 1999, το οποίο περιλαμβάνει διάφορες τροποποιήσεις της ρυθμίσεως περί της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας με σκοπό να διασφαλίσει πιστότερη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 86/653. Έτσι, το πρώτο εδάφιο του άρθρου 1751 του αστικού κώδικα τροποποιήθηκε ως εξής: «κατά τον χρόνο λύσεως της συμβάσεως, ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει να καταβάλει στον εμπορικό αντιπρόσωπο αποζημίωση εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις». Εξάλλου, στο τέλος του άρθρου προστέθηκε ένα νέο εδάφιο, που προβλέπει την καταβολή της αποζημιώσεως και όταν η σύμβαση λύεται λόγω θανάτου του εμπορικού αντιπροσώπου.


4 – Η οδηγία 86/653, υπήρξε ήδη αντικείμενο ερμηνείας εκ μέρους του Δικαστηρίου, ειδικότερα με τις αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-104/95, Κοντόγεωργας (Συλλογή 1996, σ. I-6643)· της 30ής Απριλίου 1998, C-215/97, Bellone (Συλλογή 1998, σ. I-2191)· της 13ης Ιουλίου 2000, C-456/98, Centrosteel (Συλλογή 2000, σ. I-6007), και της 6ης Μαρτίου 2003, C-485/01, Caprini (Συλλογή 2003, σ. I-2371). Με την απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2000, C-381/98, Ingmar (Συλλογή 2000, σ. I-9305), τα άρθρα 17και 19 της οδηγίας αποτελούσαν ευθέως το αντικείμενο της αναλύσεως. Πλέον πρόσφατα, στις 28 Απριλίου 2005, ο γενικός εισαγγελέας Geelhoed ανέπτυξε τις προτάσεις του στην υπόθεση C-3/04, Poseidon Chartering (που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου). Εν πάση περιπτώσει, τα ερωτήματα που εξέτασε έως τώρα το Δικαστήριο διαφέρουν από αυτά που υπέβαλε στην παρούσα υπόθεση το Corte suprema di cassazione.


5 – Βλ., για παράδειγμα, Baldi, R., Ilcontrattodiagenzia, έβδομη έκδοση, Giuffrè, Μιλάνο 2001, σ. 247 επ.


6 – Βλ. την έκτη αιτιολογική σκέψη, η οποία αντικατοπτρίζει σαφώς την ανάγκη όπως «χορηγηθούν συμπληρωματικές μεταβατικές προθεσμίες σε ορισμένα κράτη μέλη τα οποία καταβάλλουν ιδιαίτερες προσπάθειες για να προσαρμόσουν τη νομοθεσία τους σχετικά με την αποζημίωση που καταβάλλεται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και του εμπορικού αντιπροσώπου». Βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 3, της οδηγίας, η Ιταλική Δημοκρατία ήταν ένα από τα κράτη αυτά, ειδικότερα όσον αφορά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 17.


7 – Το γεγονός αυτό σημειώνεται συχνά στη νομική θεωρία. Βλ., επίσης, σ. 2 της εκθέσεως της Επιτροπής ως προς την εφαρμογή του άρθρου 17 της οδηγίας.


8 – Βλ. Pinto Monteiro, A., «Il contratto di agenzia rivisitato. La direttiva CEE N. 86/653», στο Diritto Privato comunitario, τόμος I, (a cura di Vito Rizzo), Edizioni Scientifiche Italiane, 1997, σ. 252-253, και Gomes, J., O conceito de enriquecimento, o enriquecimento forçado e os vários paradigmas do enriquecimento sem caus a, Πόρτο, 1998, σ. 279 έως 282.


9 – Βλ., ειδικότερα, άρθρο 10 της οδηγίας 86/653, ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο αποκτάται το δικαίωμα επί της προμήθειας.


10 – Παραλλήλως, το άρθρο 18 της οδηγίας έχει ως σκοπό να αποφεύγεται όπως ο εμπορικός αντιπρόσωπος επωφελείται παρανόμως της αποζημιώσεως στην περίπτωση κατά την οποία αυτός ευθύνεται για τη λύση της συμβάσεως ή στην περίπτωση που αυτός σωρεύει την αποζημίωση πελατείας με άλλη αμοιβή παρόμοιας φύσεως.


11 – Η νομική θεωρία δικαιολογεί αυτόν τον περιορισμό στην αυτονομία των μερών από ένα λόγο «πατερναλιστικό», που προκύπτει από την ασύμμετρη θέση στην οποία βρίσκονται τα δύο συμβαλλόμενα στη σύμβαση μέρη. Αποβλέπει στο να αποφεύγεται όπως η κατάσταση εξαρτήσεως και ασυμμετρίας σχετικά με την πληροφόρηση του εμπορικού αντιπροσώπου σε σχέση με τον εντολέα, η οποία υπάρχει κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, τον εμποδίζει πραγματικά να αποφασίσει τι είναι καλύτερο γι’ αυτόν. Βλ., για παράδειγμα, v. Hoyningen-Huene, G., στο MünchenerKommentarzumHandelsgesetzbuch, Σχόλιο για το άρθρο 89b, σημείο 188, σ. 1174, C.H. Beck, Μόναχο, 1996, και Cunha, C., Aindemnizaçãodeclienteladoagentecomercial, 2003, Coimbra Editora, σ. 346 επ.


12 – Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Ingmar, προπαρατεθείσα, σκέψεις 21 και 22.


13 – Ο προσανατολισμός αυτός μπορεί να ανευρεθεί στην ιταλική νομική θεωρία· πρόσφατο παράδειγμα, στο Sordi, P. «La contrattazione collettiva e l’indennità di cessazione del rapporto nel contratto di agenzia» στο MassimariodiGiurisprudenzadelLavoro, 2001, σ. 546 επ., ειδικότερα σ. 548, και, ακόμα πιο πρόσφατα, του ίδιου Sordi, P. «L’invalidità degli accordi del 1992 sull’indennità di cessazione del rapporto di agenzia» στο GiustiziaCivile, 2002, σ. 487. Baldi, R., Il contrato di agenzia, όπ.π., σ. 266, ειδικότερα, σ. 278-282. Λαμβάνει επίσης θέση, μεταξύ άλλων, επί της εννοίας της αναποτελεσματικότητας και του ασυμβιβάστου του συστήματος συλλογικών συμβάσεων προς το άρθρο 1751 του αστικού κώδικα και προς το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653. Η πρόσφατη ιταλική νομολογία, μολονότι προηγουμένως μειοψηφούσα, ανέπτυξε επίσης παρόμοια επιχειρηματολογία, όπως προκύπτει από την περιγραφή του Corte suprema di cassazione στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.


14 – Αποφάσεις Bellone και Ingmar, προπαρατεθείσες, σκέψεις 20 και 23.


15 – Βλ., ειδικότερα, Baldi, R., Il contratto d’agenzia, όπ.π., σ. 268.


16 – Βλ., πρόσφατη απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. Ι-8835, σκέψη 113).


17 – De Cupis, A., Ildanno – Teoriageneraledellaresponsabilità civile, τόμος I, Τρίτη έκδοση, Giuffrè, Μιλάνο, 1979, σ. 297, υπενθυμίζει ότι ο υπολογισμός αυτού του είδους της ζημίας υποχρεώνει να εκτιμηθεί «αν ένα συγκεκριμένο πλεονέκτημα θα επαληθευθεί ή όχι […]. Η βεβαιότητα δεν μπορεί να είναι απόλυτη στον τομέα των υποθέσεων: πρέπει κανείς να αρκεστεί σε μια σχετική βεβαιότητα, δηλαδή σε μια βάσιμη και εύλογη προσδοκία» (ελεύθερη μετάφραση).


18 – Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, Bocchiola, M. «Perdita di una ‘chance’ e certezza del danno», στο RivistaTrimestralediDirittoeProceduraCivile, έτος XXX (1976), σ. 55 επ., ειδικότερα σ. 60 και 61, που υπογραμμίζουν ότι, στο μέτρο που η βεβαιότητα είναι μόνον σχετική, τόσον ως προς την απώλεια ευκαιρίας όσο και ως προς το διαφυγόν κέρδος, «σε τελική ανάλυση, οι δύο περιπτώσεις συγχέονται και επικαλύπτονται στην πράξη» (ελεύθερη μετάφραση).


19 – Βλ. απόφαση του Corte suprema di Cassazione της 29ης Απριλίου 1993, αριθ. 5029, στο Giurisprudenza Italiana, 1994, πρώτο μέρος, Sez. I, Συλλογή 234 επ., ειδικότερα τη Συλλογή 241, με σχόλια του Α. Musy.


20 – Όπως παρατήρησε η Επιτροπή στην έκθεσή της για την εφαρμογή του άρθρου 17 της οδηγίας, προπαρατεθείσα, σ. 3 έως 5.