ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PHILIPPE LÉGER

της 6ης Απριλίου 2006 1(1)

Υπόθεση C‑351/04

Ikea Wholesale Ltd

κατά

Commissioners of Customs & Excise

[αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division, για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού από την Αίγυπτο, την Ινδία και το Πακιστάν – Συμφωνία GATT του 1994 – Συστάσεις και αποφάσεις του οργάνου επιλύσεως διαφορών του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) – Έννομες συνέπειες – Κανονική αξία – Έξοδα πωλήσεων, διοικητικά και γενικά έξοδα, και κέρδη – Περιθώριο ντάμπινγκ – Πρακτική του “μηδενισμού” – Ύπαρξη ζημίας – Παράγοντες και δείκτες που ασκούν επιρροή – Επιστροφή καταβληθέντων δασμών»





1.        Η παρούσα προδικαστική διαδικασία προήλθε από ένδικη διαφορά επί της επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ για την εισαγωγή στην Κοινότητα βαμβακερών πανικών κρεβατιού από την Ινδία και το Πακιστάν. Μετά την επιβολή των δασμών αυτών, κινήθηκε η διαδικασία επιλύσεως διαφορών ενώπιον του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: ΠΟΕ), ο οποίος αποφάνθηκε ότι η επιβολή των εν λόγω δασμών αντίκειται στη Συμφωνία εφαρμογής του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (στο εξής: Συμφωνία αντιντάμπινγκ) (2).

2.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (Ηνωμένο Βασίλειο), ζητεί από το Δικαστήριο να εκτιμήσει το κύρος των επίμαχων κανονισμών περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις και τις αποφάσεις του οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ (στο εξής: ΟΕΔ). Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι κάποιος από τους κανονισμούς αυτούς πάσχει ακυρότητα, το εν λόγω δικαστήριο υποβάλλει επιπλέον ερωτήματα σχετικά με τη διαδικασία με την οποία θα επιστραφούν ενδεχομένως οι δασμοί αυτοί.

3.        Εξετάζοντας την υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, θα αναλύσω ειδικότερα το αν οι συστάσεις και οι αποφάσεις του ΟΕΔ πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση του κύρους των ως άνω κανονισμών. Καλούμαστε επίσης να εξετάσουμε το κύρος των κανόνων δικαίου με τους οποίους καθορίζεται η μέθοδος οικονομικής αναλύσεως που ακολουθούν οι κοινοτικές αρχές για την επιβολή των επίμαχων μέτρων αντιντάμπινγκ.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Οι διεθνείς πολυμερείς συμβάσεις του κύκλου της Ουρουγουάης

4.        Στις 15 Απριλίου 1994, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υπέγραψε την τελική πράξη με την οποία ολοκληρώθηκαν οι πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης, τη Συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ, καθώς και το σύνολο των συμφωνιών και μνημονίων που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1 έως 4 (στο εξής: συμφωνίες ΠΟΕ).

5.        Στα παραρτήματα αυτά καταλέγονται, μεταξύ άλλων, η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994 (στο εξής: GATT του 1994), καθώς και το Μνημόνιο Συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση των διαφορών (στο εξής: Μνημόνιο Συμφωνίας) (3).

6.        Κατόπιν της υπογραφής των ως άνω συμφωνιών και μνημονίων, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 94/800/ΕΚ, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ’ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (4).

1.      Η Συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ

7.        Όπως προκύπτει από το προοίμιο της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ, τα συμβαλλόμενα μέρη προσχώρησαν στις συμφωνίες, «προβαίνοντας σε αμοιβαίες και ευνοϊκές για όλα τα μέρη διευθετήσεις, με σκοπό την ουσιαστική μείωση των δασμών και άλλων φραγμών στο εμπόριο και την κατάργηση της διακριτικής μεταχείρισης στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις».

8.        Κατά το άρθρο III, παράγραφος 2, της εν λόγω συμφωνίας, ο ΠΟΕ αποτελεί τον χώρο «για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών του, όσον αφορά τις πολυμερείς εμπορικές τους σχέσεις […]».

9.        Με το άρθρο II, παράγραφος 2, της συμφωνίας αυτής διευκρινίζεται ότι «[ο]ι συμφωνίες και οι συναφείς νομικές πράξεις που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1, 2 και 3 […] δεσμεύουν όλα τα μέρη» (5).

2.      Η GATT του 1994

10.      Η συμφωνία αυτή περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1A της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ και αποτελεί πολυμερή συμφωνία για τις εμπορευματικές συναλλαγές.

11.      Κατά το άρθρο VI, παράγραφος 1, της GATT του 1994, το ντάμπινγκ «στο πλαίσιο του οποίου τα προϊόντα μιας χώρας εισάγονται στην αγορά άλλης χώρας σε τιμή κατώτερη από την κανονική αξία, είναι καταδικαστέο εφόσον προξενεί ή απειλεί να προξενήσει σοβαρή ζημία σε εγχώριο κλάδο παραγωγής ενός συμβαλλομένου μέρους ή εφόσον καθυστερεί σημαντικά τη δημιουργία εγχώριου κλάδου παραγωγής».

12.      Προς εφαρμογή της διατάξεως αυτής καταρτίστηκε η Συμφωνία αντιντάμπινγκ, με την οποία καθορίζονται οι προϋποθέσεις θεσπίσεως μέτρων αντιντάμπινγκ.

13.      Στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 της συμφωνίας αυτής, το οποίο τιτλοφορείται «Καθορισμός του ντάμπινγκ», ορίζεται ότι «ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, δηλαδή ότι εισάγεται στην αγορά μιας άλλης χώρας σε τιμή κατώτερη της κανονικής του αξίας, αν η τιμή εξαγωγής του προϊόντος που εξάγεται από μία χώρα σε μια άλλη είναι κατώτερη της αντίστοιχης τιμής που εφαρμόζεται υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας για ομοειδές προϊόν, όταν το τελευταίο προορίζεται για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής».

14.      Επομένως, για τον καθορισμό του ντάμπινγκ απαιτείται να καθοριστεί η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής (άρθρο 2.2), καθώς και η τιμή εξαγωγής του οικείου προϊόντος (άρθρο 2.3), προκειμένου να καθοριστεί το περιθώριο ντάμπινγκ (άρθρο 2.4) (6).

15.      Εκτός του καθορισμού του ντάμπινγκ, είναι απαραίτητο να καθοριστεί αν η πρακτική αυτή προκαλεί σημαντική ζημία σε εγχώριο κλάδο παραγωγής της χώρας εισαγωγής. Προς τούτο, στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ απαριθμούνται οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση των συνεπειών των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ για τον οικείο εγχώριο κλάδο παραγωγής.

16.      Τέλος, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 4, της συμφωνίας αυτής, κάθε συμβαλλόμενο μέρος υποχρεούται να λαμβάνει «όλα τα αναγκαία μέτρα γενικής ή ειδικής φύσεως, ώστε να διασφαλίσει ότι […] οι εσωτερικοί του νόμοι, κανονισμοί και διοικητικές διαδικασίες θα συνάδουν με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας […]».

3.      Το Μνημόνιο Συμφωνίας

17.      Το Μνημόνιο Συμφωνίας περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2 της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ. Η εφαρμογή των συστάσεων και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του εν λόγω Μνημονίου εμπίπτει στην αρμοδιότητα του ΟΕΔ (7).

18.      Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, σκοπός του Μνημονίου είναι η «διατήρηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών στο πλαίσιο των καλυπτόμενων συμφωνιών και στην αποσαφήνιση των υφιστάμενων διατάξεων των συγκεκριμένων συμφωνιών, βάσει των συνήθων κανόνων ερμηνείας του δημοσίου διεθνούς δικαίου».

19.      Ελλείψει αμοιβαία αποδεκτής από τα μέρη λύσεως, σκοπός του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών που θεσπίζει το εν λόγω Μνημόνιο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 7, η «εξασφάλιση της ανάκλησης των σχετικών μέτρων, εάν αυτά αποδεικνύεται ότι αντιβαίνουν στις διατάξεις οποιασδήποτε από τις καλυπτόμενες συμφωνίες».

20.      Αν δεν είναι εφικτή η άμεση ανάκληση του μέτρου που κρίθηκε ασυμβίβαστο, παρέχεται στο ενδιαφερόμενο μέλος εύλογο χρονικό διάστημα σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 3, του Μνημονίου Συμφωνίας.

21.      Αν το χρονικό αυτό διάστημα παρέλθει χωρίς να υπάρξει συμμόρφωση, το άρθρο 22, παράγραφος 2, του Μνημονίου αυτού επιτρέπει στο ενδιαφερόμενο μέλος να προβεί σε διαβουλεύσεις με οποιοδήποτε μέλος έχει επικαλεσθεί τις διαδικασίες επιλύσεως διαφορών, προκειμένου να συμφωνηθούν αμοιβαία αποδεκτά αντισταθμιστικά ανταλλάγματα. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, κάθε μέλος δύναται να ζητήσει από το ΟΕΔ την προσωρινή αναστολή παραχωρήσεων ή άλλων υποχρεώσεων έναντι του ενδιαφερόμενου μέλους.

 Η κοινοτική νομοθεσία

1.      Το σύστημα άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τρίτες χώρες, εκτός Ευρωπαϊκής Κοινότητας

22.      Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, κρίσιμων, το εν λόγω σύστημα άμυνας ρύθμιζε ο κανονισμός (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου (8).

23.      Ο κανονισμός αυτός, τον οποίον η Κοινότητα εξέδωσε βάσει των υποχρεώσεών της που απορρέουν από το άρθρο 18, παράγραφος 4, της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, έχει ως σκοπό την ενσωμάτωση, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, των κανόνων της συμφωνίας αυτής στην κοινοτική νομοθεσία, προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή και διαφανής εφαρμογή τους (9).

24.      Δυνάμει του κανονισμού αυτού, αρμόδια για τη διεξαγωγή έρευνας και την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ είναι η Επιτροπή. Αρμόδιο για την επιβολή του οριστικού δασμού είναι το Συμβούλιο (10). Οι δασμοί αυτοί επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη με τον τρόπο και με το ποσοστό που ορίζει ο κανονισμός αυτός (11).

25.      Για να επιβάλουν μέτρο αντιντάμπινγκ, οι κοινοτικές αρχές πρέπει να διαπιστώσουν ότι υπάρχει πρακτική ντάμπινγκ και ότι προκαλεί σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία (12). Πρέπει επίσης να εξετάσουν αν η επιβολή του δασμού είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας.

26.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, «[δ]ασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προκαλεί ζημία».

27.      Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ «όταν η τιμή εξαγωγής του στην Κοινότητα είναι χαμηλότερη από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος [(13)], όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής [(14)] κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις».

28.      Η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος καθορίζεται όπως ορίζει το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού. Κατά κανόνα, καθορίζεται σε συνάρτηση με τις πραγματικές τιμές που χρησιμοποιούνται στη χώρα εξαγωγής. Ωστόσο, όταν δεν υπάρχουν πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί μια «κατασκευασμένη» κανονική αξία, υπολογιζόμενη βάσει του κόστους παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πωλήσεως, τα γενικά και διοικητικά έξοδα (στο εξής: έξοδα ΠΔΓ) και τα κέρδη.

29.      Στην παράγραφο 10 του άρθρου 2 του εν λόγω κανονισμού ορίζονται τα κριτήρια βάσει των οποίων τα κοινοτικά όργανα πραγματοποιούν «δίκαιη» σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής του οικείου προϊόντος και της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος. Με τη σύγκριση αυτή, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί με τις απαριθμούμενες στην παράγραφο 11 μεθόδους, καθορίζεται το περιθώριο ντάμπινγκ. Ως περιθώριο ντάμπινγκ λογίζεται το ποσό κατά το οποίο η κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή εξαγωγής (15).

30.      Με το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού ορίζονται τα στοιχεία βάσει των οποίων προσδιορίζεται η ζημία που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία.

31.      Τέλος, αν διαπιστωθεί ότι οι εισαγωγές στην Κοινότητα αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, με συνέπεια να προκαλείται σημαντική ζημία, οι κοινοτικές αρχές πρέπει να αποφανθούν, σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού αυτού, αν το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει τη λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ (16).

32.      Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 9, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει ότι το ποσό του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ «δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται η κοινοτική βιομηχανία» (17).

33.      Σε αντίθετη περίπτωση, το άρθρο 11, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι «ένας εισαγωγέας δύναται να ζητήσει την επιστροφή δασμών που έχουν ήδη εισπραχθεί, εφόσον αποδεικνύεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των δασμών έχει εξαλειφθεί ή μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού».

2.      Οι επίδικοι δασμοί αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών βαμβακερών πανικών κρεβατιού καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν.

 α)     Η επιβολή των επίδικων δασμών αντιντάμπινγκ

34.      Κατόπιν της επιβολής από την Επιτροπή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών, στην Κοινότητα, βαμβακερών πανικών κρεβατιού καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν (18), το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του βασικού κανονισμού, τον κανονισμό (ΕΚ) 2398/97 (19).

35.      Με τον επίδικο κανονισμό επιβεβαιώνεται η διαπίστωση της Επιτροπή, ότι οι εισαγωγές αυτές αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ που προκαλεί σοβαρή ζημία στην κοινοτική βιομηχανία, και επιβάλλεται προς το συμφέρον της Κοινότητας οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ.

 β)     Αμφισβήτηση των επίδικων δασμών αντιντάμπινγκ από το ΟΕΔ

36.      Κατόπιν της επιβολής, με τον επίδικο κανονισμό, οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών πανικών κρεβατιού, η Δημοκρατία της Ινδίας προσέφυγε στο ΟΕΔ στις 3 Αυγούστου 1998, ζητώντας την έναρξη διαβουλεύσεων με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (20). Καθώς οι διαβουλεύσεις αυτές δεν κατέληξαν σε αμοιβαία αποδεκτή από τα μέρη λύση, η Ινδία ζήτησε από το ΟΕΔ, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 7, του Μνημονίου Συμφωνίας, τη σύσταση ειδικής ομάδας επιφορτισμένης με την εξέταση της συμβατότητας του εν λόγω κανονισμού με τις σχετικές διατάξεις του ΠΟΕ.

37.      Σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιεύθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2000 (21), η ειδική ομάδα του ΟΕΔ έκρινε, αφενός, ότι η Κοινότητα παρέβη το άρθρο 2.4.2 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, διότι εφάρμοσε τη μέθοδο του «μηδενισμού» των αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ κατά τον καθορισμό του μέσου σταθμισμένου περιθωρίου ντάμπινγκ. Αφετέρου, διαπίστωσε ότι η Κοινότητα, κατά τον προσδιορισμό της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινοτική βιομηχανία, ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο στο άρθρο 3.4 της συμφωνίας αυτής, διότι έλαβε υπόψη της στοιχεία σχετικά με παραγωγούς που δεν αποτελούν τμήμα του εγχώριου κλάδου παραγωγής, όπως αυτός ορίστηκε από τις αρμόδιες για την έρευνα αρχές, και δεν αξιολόγησε όλους τους κρίσιμους για την κατάσταση του εν λόγω κλάδου παράγοντες.

38.      Κατόπιν προσφυγής που άσκησε η Κοινότητα, το μόνιμο δευτεροβάθμιο όργανο του ΟΕΔ, με την έκθεσή του της 1ης Μαρτίου (22), επιβεβαίωσε τη διαπίστωση της ειδικής ομάδας ότι η χρήση της μεθόδου του «μηδενισμού» εκ μέρους της Κοινότητας, στο πλαίσιο της επίμαχης έρευνας αντιντάμπινγκ, αντίκειται στο άρθρο 2.4.2 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο όργανο διαπίστωσε ακόμη ότι η Κοινότητα ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο στο άρθρο 2.2.2, στοιχείο ii, της συμφωνίας αυτής κατά τον υπολογισμό της «κατασκευασμένης» κανονικής αξίας του προϊόντος, ιδίως όσον αφορά τα σχετικά με τα κέρδη ποσά.

39.      Στις 12 Μαρτίου 2001, το ΟΕΔ ενέκρινε τις εκθέσεις της ειδικής ομάδας και του δευτεροβάθμιου οργάνου και ζήτησε από την Κοινότητα, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του Μνημονίου Συμφωνίας, καταστήσει το μέτρο αντιντάμπινγκ συμβατό με τη Συμφωνία αντιντάμπινγκ.

40.      Δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του Μνημονίου Συμφωνίας, η Ινδία και η Κοινότητα όρισαν το χρονικό διάστημα μέχρι τις 14 Αυγούστου 2001 ως εύλογο για τη συμμόρφωση προς τις συστάσεις και τις αποφάσεις του ΟΕΔ.

 γ)     Η επανεξέταση των επίδικων δασμών αντιντάμπινγκ από την Κοινότητα κατόπιν των συστάσεων και των αποφάσεων του ΟΕΔ

41.      Στις 23 Ιουλίου 2001, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1515/2001 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001, για τα μέτρα που μπορεί να λάβει η Κοινότητα μετά από έκθεση που εγκρίνει το Όργανο Επίλυσης Διαφορών του ΠΟΕ σχετικά με μέτρα αντιντάμπινγκ και αντεπιδοτήσεων (23).

42.      Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 4, σκοπός του κανονισμού είναι να επιτρέψει στην Κοινότητα, οσάκις το κρίνει σκόπιμο, να ευθυγραμμίζει ένα μέτρο που έχει ληφθεί δυνάμει του βασικού κανονισμού προς τις συστάσεις και τις αποφάσεις που περιλαμβάνονται σε έκθεση εγκριθείσα από το ΟΕΔ.

43.       Προς τούτο, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1515/2001 ορίζει ότι το Συμβούλιο δύναται να καταργεί ή να τροποποιεί το αμφισβητούμενο μέτρο.

44.      Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, «το Συμβούλιο μπορεί επίσης να λάβει οποιαδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι νομικές ερμηνείες που διατυπώνονται σε έκθεση που έχει εγκριθεί από το ΟΕΔ όσον αφορά ένα μη αμφισβητούμενο μέτρο».

45.      Τέλος, με το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζεται ότι τα μέτρα αυτά «αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους και δεν χρησιμεύουν ως βάση για την επιστροφή δασμών που έχουν εισπραχθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, εκτός αν άλλως ορίζεται».

46.      Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1515/2001, το Συμβούλιο εξέδωσε στις 7 Αυγούστου 2001 τον κανονισμό (ΕΚ) 1644/2001 (24), με τον οποίο τροποποιήθηκαν, σύμφωνα με τις συστάσεις του ΟΕΔ, οι διαπιστώσεις που περιέχει ο επίδικος κανονισμός όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ινδία.

47.      Η τροποποίηση αυτή αφορά τον καθορισμό της «κατασκευασμένης» κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, τον υπολογισμό του μέσου σταθμισμένου περιθωρίου ντάμπινγκ (χωρίς κανένα «μηδενισμό») και, τέλος, τον προσδιορισμό της ζημίας.

48.      Κατόπιν αυτής της επανεξετάσεως, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι εξακολουθεί να υφίσταται ζημιογόνο για την κοινοτική βιομηχανία ντάμπινγκ λόγω των εισαγωγών από την Αίγυπτο, την Ινδία και το Πακιστάν. Διαπίστωσε όμως ότι η πρακτική ντάμπινγκ ήταν λιγότερο εκτεταμένη και μείωσε τους δασμούς αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί με τον επίδικο κανονισμό στις εισαγωγές από την Ινδία (25). Επιπλέον, το Συμβούλιο αποφάσισε να αναστείλει την εφαρμογή των μέτρων αντιντάμπινγκ (26).

49.      Εν συνεχεία, βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 1515/2001, το Συμβούλιο αποφάσισε να επανεξετάσει τα μέτρα τα σχετικά με τις εισαγωγές από την Αίγυπτο και το Πακιστάν (τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαφοράς ενώπιον του ΟΕΔ) και να εκδώσει τον κανονισμό (ΕΚ) 160/2002 (27).

50.      Με το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού αναστέλλεται η εφαρμογή των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον επίδικο κανονισμό στις εισαγωγές από την Αίγυπτο και ορίζεται η λήξη ισχύος των δασμών αυτών στις 28 Φεβρουαρίου 2002 (28).

51.      Με το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, περατώνεται η διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού καταγωγής Πακιστάν, κατά το μέτρο που ο αναθεωρημένος υπολογισμός έδειξε ότι δεν υπήρξε πρακτική ντάμπινγκ κατά τις εξαγωγές του εν λόγω προϊόντος από κάποια εκ των πακιστανικών εταιριών.

52.      Έχοντας υπόψη την κατάργηση των μέτρων για τις εισαγωγές από το Πακιστάν και τη λήξη ισχύος των μέτρων για τις εισαγωγές από την Αίγυπτο, το Συμβούλιο ανέλυσε εκ νέου τα συμπεράσματα σχετικά με τις εισαγωγές από την Ινδία. Με το πέρας της επανεξετάσεως, το Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού (29), εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 696/2002 (30), με τον οποίο επικυρώνεται ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές από την Ινδία, όπως ο δασμός αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1644/2001.

II – Η διαφορά και η διαδικασία της κύριας δίκης

53.      Με επιστολή της 10ης Ιουνίου 2002, η Ikea Wholesale Ltd (στο εξής: Ιkea ή προσφεύγουσα της κύριας δίκης) υπέβαλε στους Commissioners of Customs and Excise (στο εξής: Commissioners) αίτηση επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ που είχε καταβάλει για τις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού από την Ινδία και το Πακιστάν. Η Ikea ζήτησε να της επιστραφούν 230 301,74 GBP, ποσό που αντιστοιχεί στους δασμούς που κατέβαλε για τις εισαγωγές της από το Πακιστάν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Μαρτίου 2000 και Ιανουαρίου 2002, και 69 902,29 GBP, ποσό που αντιστοιχεί σε μέρος των δασμών που κατέβαλε για τις εισαγωγές της από την Ινδία κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Μαρτίου 2000 και Αυγούστου 2001.

54.      Η αίτηση επιστροφής υποβλήθηκε δυνάμει των άρθρων 236 και 239 κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (31). Προς στήριξη της αιτήσεώς της, η Ikea προέβαλε τον ισχυρισμό ότι τόσο ο επίδικος κανονισμός όσο και οι έλεγχοι που πραγματοποίησαν οι κοινοτικές αρχές για τον υπολογισμό των εν λόγω δασμών ήταν παράνομοι. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης βασίσθηκε, μεταξύ άλλων, στα συμπεράσματα των εκθέσεων του ΟΕΔ.

55.      Οι Commissioners απέρριψαν την αίτηση και, κατόπιν της επίσημης διαδικασίας επανεξετάσεως, επικύρωσαν την απόφαση, με το αιτιολογικό, αφενός, ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβάλλει ο επίδικος κανονισμός στις εν λόγω εισαγωγές για το επίμαχο χρονικό διάστημα είναι οριστικός και, αφετέρου, ότι οι κανονισμοί 1644/2001 και 160/2002 δεν προβλέπουν αναδρομική επιστροφή των εισπραχθέντων δασμών.

56.      Κατόπιν αυτού, η Ikea άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του VAT and Duties Tribunal (Λονδίνο). Με απόφαση που εξέδωσε στις 8 Σεπτεμβρίου 2003, το Tribunal απέρριψε την προσφυγή, με το αιτιολογικό, μεταξύ άλλων, ότι, αφού δεν ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, οι επίδικοι κανονισμοί κατέστησαν απρόσβλητοι έναντι της προσφεύγουσας της κύριας δίκης.

57.      Στις 31 Οκτωβρίου 2003, η Ikea προσέφυγε σε δεύτερο βαθμό κατά της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division. Ισχυρίστηκε, αφενός, ότι οι επίδικοι κανονισμοί δεν την αφορούν άμεσα και ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ. Αφετέρου, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ισχυρίστηκε ότι οι κανονισμοί αυτοί είναι παράνομοι.

58.      Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του VAT and Duties Tribunal, επισημαίνοντας ότι η Ikea δεν νομιμοποιούνταν να ασκήσει ευθέως προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον κοινοτικού δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 230 CE, κατά το μέτρο που ούτε ο επίδικος κανονισμός ούτε οι κανονισμοί 1644/2001 και 160/2002 την αφορούσαν άμεσα και ατομικά. Υπό τις συνθήκες αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης μπορούσε να προσβάλει τους κανονισμούς αυτούς, ασκώντας ενώπιόν του προσφυγή κατά της απορρίψεως της αιτήσεως επιστροφής δασμών, και ότι απόκειται στο δικαστήριο αυτό να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το κύρος των επίδικων κανονισμών.

III – Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

59.      Έχοντας αμφιβολίες ως προς το κύρος του επίδικου κανονισμού, καθώς και των κανονισμών 1644/2001, 160/2002 και 696/2002 (στο εξής: μεταγενέστεροι κανονισμοί), το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Υπό το φως των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στην έκθεση της ειδικής ομάδας του Οργάνου Επιλύσεως Διαφορών του ΠΟΕ, της 30ής Οκτωβρίου 2000 [WT/DS1412/R, παράγραφος 7.2(g) και (h)], και στην από 1ης Μαρτίου 2002 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Δικαιοδοτικού Οργάνου του Οργάνου Επιλύσεως Διαφορών του ΠΟΕ (WT/DS1141/AB/R, παράγραφοι 86 και 87), είναι ο κανονισμός (ΕΚ) 2398/97 του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 1997, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν […], εν όλω ή εν μέρει ασυμβίβαστος με το κοινοτικό δίκαιο, καθό μέτρο:

α)      ακολούθησε εσφαλμένη μέθοδο υπολογισμού των εξόδων πωλήσεως, των γενικών και των διοικητικών εξόδων, η οποία αντιβαίνει στο άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε, και στο άρθρο 2.2.2, στοιχείο ii, της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ,

β)      ακολούθησε εσφαλμένη μέθοδο, εφαρμόζοντας την πρακτική του «μηδενισμού» για τον καθορισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ κατά τη σύγκριση της κανονικής αξίας με την τιμή εξαγωγής, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 11, του κανονισμού 384/96 και του άρθρου 2.4.2 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, και /ή

γ)      δεν αξιολόγησε όλους τους παράγοντες ζημίας που ασκούν επιρροή στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας και εκτίμησε κατά τρόπο εσφαλμένο τη ζημία στην κοινοτική βιομηχανία, βάσει στοιχείων για εταιρίες που δεν ανήκουν στην εν λόγω βιομηχανία, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 384/96 και του άρθρου 3.4 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ;

2)      Είναι ασυμβίβαστος ή ασυμβίβαστοι με το κοινοτικό δίκαιο (συμπεριλαμβανομένων των άρθρων 1, 7, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 384/96, ερμηνευόμενων υπό το φως των άρθρων 1, 7.1 και 9 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ) κάποιος ή όλοι από τους κανονισμούς:

α)      (ΕΚ) 1644/2001 του Συμβουλίου, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2398/97, περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν και για την αναστολή της εφαρμογής του όσον αφορά τις εισαγωγές καταγωγής Ινδίας ,

β)      (ΕΚ) 160/2002 του Συμβουλίου, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2398/97, για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν, και για την περάτωση της διαδικασίας όσον αφορά τις εισαγωγές, καταγωγής Πακιστάν, και/ή

γ)      (ΕΚ) 696/2002, για την επιβεβαίωση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού καταγωγής Ινδίας με τον κανονισμό (ΕΚ) 2398/97, όπως τροποποιήθηκε και ανεστάλη με τον κανονισμό (ΕΚ) 1644/2001,

καθόσον i) εκδόθηκαν βάσει εκ νέου εκτιμήσεως στοιχείων που συνελέγησαν κατά την αρχική περίοδο έρευνας, από την οποία προέκυψε ότι κατά την περίοδο αυτή δεν παρατηρήθηκε ντάμπινγκ ή χαμηλότερα επίπεδα ντάμπινγκ, αλλά ii) δεν προέβλεψαν επιστροφή των ποσών που είχαν ήδη εισπραχθεί δυνάμει του κανονισμού 2398/97;

3)      Είναι οι κανονισμοί 1644/2001, 160/2002 και 696/2002 ασυμβίβαστοι με τα άρθρα 7, παράγραφος 2, και 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 384/96, καθώς και με την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον επιβάλλουν, για το προ της ενάρξεως ισχύος τους διάστημα, δασμό αντιντάμπινγκ που δεν είναι αυστηρώς ανάλογος προς το ποσό του ντάμπινγκ ή της ζημίας που ο δασμός προορίζεται να αντισταθμίσει;

4)      Διαφοροποιούνται οι απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα ως προς τις εξαγωγές από την Ινδία, έναντι των εξαγωγών από το Πακιστάν, λαμβανομένων υπόψη:

α)      των διαδικασιών ενώπιον του Οργάνου Επιλύσεως Διαφορών του ΠΟΕ και/ή

β)      των διαπιστώσεων της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στους κανονισμούς 1644/2001,160/2002 και 696/2002;

5)      Υπό το φως των απαντήσεων που θα δοθούν στα ανωτέρω ερωτήματα:

α)      πρέπει μια εθνική τελωνειακή αρχή να επιστρέψει, εν όλω ή εν μέρει, τους δασμούς αντιντάμπινγκ που εισέπραξε δυνάμει του κανονισμού 2398/97, και

β)      σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, σε ποιον και υπό ποιες προϋποθέσεις πρέπει να γίνει αυτή η επιστροφή;»

IV – Το αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων

60.      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους του επίδικου κανονισμού. Πρόκειται, αφενός, για το ζήτημα αν οι συστάσεις και οι αποφάσεις που εξέδωσε το ΟΕΔ στο πλαίσιο των εκθέσεών του επί των εισαγωγών πανικών κρεβατιού δεσμεύουν το Δικαστήριο κατά την εκτίμησή του επί του κύρους του εν λόγω κανονισμού υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου και, αφετέρου, για το ζήτημα αν είναι έγκυρη η ανάλυση στην οποία προέβησαν οι κοινοτικές αρχές στο πλαίσιο της επιβολής των επίμαχων οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ.

61.      Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με το κύρος των μεταγενέστερων κανονισμών. Το ζήτημα αφορά το αν οι κανονισμοί αυτοί, επειδή δεν προβλέπουν δυνατότητα επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ που εισπράχθηκαν κατ’ εφαρμογή του επίδικου κανονισμού, είναι αντίθετοι στον βασικό κανονισμό (ερμηνευόμενο υπό το φως της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ) και, ιδίως, στην αρχή της αναλογικότητας.

62.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, στο πλαίσιο του τέταρτου ερωτήματος, αν οι απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα διαφοροποιούνται ανάλογα με το αν πρόκειται για εισαγωγές από την Ινδία ή από το Πακιστάν.

63.      Τέλος, με το πέμπτο ερώτημα, ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τον τρόπο της ενδεχόμενης επιστροφής των δασμών που εισπράχθηκαν δυνάμει του επίδικου κανονισμού.

64.      Θα εξετάσω τα υποβληθέντα ερωτήματα με τη σειρά που παρατίθενται ανωτέρω.

V –    Επί του κύρους του επίδικου κανονισμού

65.      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο αν επιβάλλεται να κηρυχθεί ο επίδικος κανονισμός ασυμβίβαστος με τον βασικό κανονισμό, καθό μέτρο το ΟΕΔ διαπίστωσε ότι ο επίδικος κανονισμός αντιβαίνει στην Συμφωνία αντιντάμπινγκ.

66.      Συγκεκριμένα, το ερώτημα τίθεται διότι, υπενθυμίζω, σκοπός του βασικού κανονισμού είναι, σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη, η κατά το δυνατόν ενσωμάτωση των κανόνων της συμφωνίας αυτής στην κοινοτική νομοθεσία, προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή και διαφανής εφαρμογή τους.

67.      Στους κανόνες αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι σχετικοί με τον καθορισμό0 του ντάμπινγκ και τον προσδιορισμό της ζημίας. Επομένως, οι μέθοδοι υπολογισμού που απαριθμούνται στα άρθρα 2.2.2, στοιχείο ii, και 2.4.2 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, καθώς και τα στοιχεία προσδιορισμού της ζημίας που παρατίθενται στο άρθρο 3.4 της εν λόγω συμφωνίας έχουν ενσωματωθεί με σχεδόν ταυτόσημη διατύπωση στον βασικό κανονισμό.

68.      Με απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου (32), το Δικαστήριο έκρινε ότι Κοινότητα εξέδωσε τον βασικό κανονισμό για να εκπληρώσει τις διεθνείς υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συμφωνία αντιντάμπινγκ. Επισήμανε συναφώς ότι με το άρθρο 2, παράγραφος 11, του κανονισμού αυτού οι κοινοτικές αρχές επιδίωξαν να εκπληρώσουν τις ειδικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 2.4.2 της ως άνω Συμφωνίας (33).

69.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία της αποφάσεως της 7ης Μαΐου 1991, Nakajima κατά Συμβουλίου (34), απόκειται σε αυτό να ελέγξει τη νομιμότητα κανονισμού του Συμβουλίου –όπως ο επίδικος– με τον οποίον επιβάλλονται οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ βάσει του βασικού κανονισμού υπό το πρίσμα όχι μόνο του κοινοτικού δικαίου, αλλά και της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

70.      Πιστεύω ότι στην υπό κρίση υπόθεση επιβάλλεται το ίδιο συμπέρασμα υπό τους ίδιους όρους. Συγκεκριμένα, με τα άρθρα 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, και 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, η Κοινότητα επιδίωξε να εκπληρώσει τις ειδικές υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2.2.2, στοιχείο ii, και 3.4 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

71.      Υπό τις συνθήκες αυτές και κατ’ εφαρμογή της προπαρατεθείσας νομολογίας, έχω τη γνώμη ότι το κύρος του επίδικου κανονισμού πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα όχι μόνον των ισχυουσών διατάξεων του βασικού κανονισμού, αλλά και των αντίστοιχων κανόνων της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

72.      Επιβάλλεται ακόμη να επισημανθεί ότι η διατύπωση των σχετικών διατάξεων του βασικού κανονισμού δεν διαφέρει σημαντικά από αυτή των αντίστοιχων κανόνων της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

73.      Η υπό κρίση υπόθεση στην πραγματικότητα προήλθε από διαφορά που υπάρχει μεταξύ της ερμηνείας των σχετικών κανόνων της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ από το ΟΕΔ και της ερμηνείας των αντίστοιχων διατάξεων του βασικού κανονισμού από τα κοινοτικά όργανα κατά την έκδοση του επίδικου κανονισμού.

74.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το ζήτημα που τίθεται είναι αν η ερμηνεία των σχετικών κανόνων της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ από το ΟΕΔ δεσμεύει το Δικαστήριο όταν αυτό ερμηνεύει τις αντίστοιχες διατάξεις του βασικού κανονισμού και, κατά συνέπεια, όταν ελέγχει τη νομιμότητα του επίδικου κανονισμού έναντι της Συμφωνίας.

75.      Όταν, δηλαδή, η Κοινότητα μεταφέρει στο κοινοτικό δίκαιο τις διατάξεις της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, δεσμεύεται από την ερμηνεία που έχει δώσει σε αυτές το ΟΕΔ;

76.      Επομένως, πριν από την εξέταση του κύρους του επίδικου κανονισμού, επιβάλλεται να εξεταστεί το ζήτημα αν οι συστάσεις και αποφάσεις με τις οποίες το ΟΕΔ ερμηνεύει τις διατάξεις της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ δεσμεύουν εν προκειμένω το Δικαστήριο.

 Επί της επιρροής των συστάσεων και των αποφάσεων του ΟΕΔ στην εκτίμηση του κύρους του επίδικου κανονισμού

77.      Συντάσσομαι με την άποψη του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι η ερμηνεία της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, στην οποία προέβη το ΟΕΔ με τις εκθέσεις επί των εισαγωγών πανικών κρεβατιού, δεν δεσμεύει το Δικαστήριο κατά την εκτίμηση του κύρους του επίδικου κανονισμού.

78.      Συγκεκριμένα, αν υπερίσχυε η ερμηνεία αυτή, τούτο θα συνεπαγόταν ότι θα επιβαλλόταν στο Δικαστήριο η ερμηνεία των αντίστοιχων κανόνων του κοινοτικού δικαίου.

79.      Η λύση, όμως, αυτή θα περιόριζε την αυτονομία της κοινοτικής έννομης τάξεως κατά την επιδίωξη των ιδίων αυτής σκοπών.

80.      Συγκεκριμένα, μια διεθνής συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και υπό το πρίσμα των σκοπών της. Το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Βιέννης της 23ης Μαΐου 1969, περί του δικαίου των συνθηκών (35), διευκρινίζει συναφώς ότι «οι συνθήκες πρέπει να ερμηνεύονται με καλή πίστη, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια των όρων τους, λαμβανομένων υπόψη των συμφραζομένων […] και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού τους» (36).

81.      Επομένως, το ότι οι διατάξεις της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ έχουν την ίδια διατύπωση με τις αντίστοιχες κοινοτικές διατάξεις δεν σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, ότι πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνευθούν κατά τρόπο ταυτόσημο.

82.      Συγκεκριμένα, η ερμηνεία του ΟΕΔ καθορίζεται από τη φύση του ΠΟΕ και τους σκοπούς που αυτός επιδιώκει. Οι σκοποί, όμως, αυτοί διαφέρουν σημαντικά από αυτούς που επιδιώκει το κοινοτικό δίκαιο.

83.      Η Συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ περιέχει βέβαια ορισμένους κανόνες δεσμευτικούς για τα συμβαλλόμενα μέρη (37), πάνω απ’ όλα όμως αποτελεί το χώρο για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών του, όσον αφορά τις πολυμερείς εμπορικές τους σχέσεις.

84.      Σκοπός του διεθνούς εμπορικού συστήματος δεν είναι η δημιουργία κοινότητας δικαίου ούτε η δημιουργία ενιαίας αγοράς, όπως αυτή που προωθείται εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (38). Αντιθέτως, ο σκοπός του είναι πολύ πιο μετριοπαθής και συνίσταται στη δημιουργία ενός κοινού θεσμικού πλαισίου εντός του οποίου τα συμβαλλόμενα μέρη διαπραγματεύονται, βάσει «αμοιβαί[ων] και ευνοϊκ[ών] για όλα τα μέρη διευθετήσε[ων]» (39), δικαιώματα και υποχρεώσεις με σκοπό τη μείωση των φραγμών και την κατάργηση διακριτικής μεταχείρισης στις διεθνείς εμπορικές σχέσειςs (40).

85.      Κατά την επιδίωξη των σκοπών αυτών, η προσέγγιση και η ερμηνεία των διατάξεων των συμφωνιών του ΠΟΕ διαφέρουν από αυτές που προκρίνει ο κοινοτικός δικαστής.

86.      Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του Μνημονίου Συμφωνίας, οι διατάξεις αυτές πρέπει να αποσαφηνίζονται «βάσει των συνήθων κανόνων ερμηνείας του δημοσίου διεθνούς δικαίου» (41). Εξάλλου, αρμόδια για την επίσημη ερμηνεία των συμφωνιών αυτών είναι τα πολιτικά όργανα του ΠΟΕ, δηλαδή η υπουργική συνδιάσκεψη (42) και το Γενικό Συμβούλιο του ΠΟΕ (43).

87.      Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένων υπόψη της φύσεως του ΠΟΕ και της Κοινότητας, και των σκοπών που επιδιώκουν, φρονώ ότι το να αναγνωριστεί ότι το Δικαστήριο δεσμεύεται από τις ερμηνείες που προκρίνει το ΟΕΔ αποτελεί κίνδυνο για την αυτονομία της κοινοτικής έννομης τάξης.

88.      Τυχόν αντίθετη άποψη ισοδυναμεί με αμφισβήτηση της αποκλειστικής δικαιοδοτικής αρμοδιότητας που ανατίθεται στον κοινοτικό δικαστή από το άρθρο 220 ΕΚ κατά την ερμηνεία των κανόνων του κοινοτικού δικαίου.

89.      Βέβαια, το Δικαστήριο με τη γνωμοδότηση 1/91 (44), δέχθηκε ότι «όταν […] διεθνής συμφωνία καθιερώνει ιδιαίτερο δικαιοδοτικό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει δικαστήριο αρμόδιο να επιλύει τις διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων στη συμφωνία αυτή μερών και, συνεπώς, να ερμηνεύει και τις διατάξεις της, οι αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού δεσμεύουν τα όργανα της Κοινότητας, περιλαμβανομένου του Δικαστηρίου των ΕΚ» (45). Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι «[μ]ία διεθνής συμφωνία προβλέπουσα ένα τέτοιο δικαιοδοτικό σύστημα συμβιβάζεται, καταρχήν, με το κοινοτικό δίκαιο [και ότι] η αρμοδιότητα της Κοινότητας σε θέματα διεθνών σχέσεων και η ικανότητά της να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες εμπεριέχει κατ’ ανάγκη και την ευχέρεια να υποβάλλει εαυτήν στις αποφάσεις ενός δικαιοδοτικού οργάνου που έχει ιδρυθεί ή οριστεί δυνάμει των συμφωνιών αυτών, όσον αφορά την εφαρμογή και την ερμηνεία των διατάξεών τους» (46).

90.      Ωστόσο, με τη γνωμοδότηση αυτή, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η επίμαχη συμφωνία ενσωματώνει στην κοινοτική έννομη τάξη ένα εκτεταμένο σύνολο κανόνων δικαίου, το οποίο προστίθεται σε ένα σύνολο κοινοτικών κανόνων που έχουν πανομοιότυπη διατύπωση (47). Κατέληξε, ως εκ τούτου, στη διαπίστωση ότι ο σκοπός της επίμαχης συμφωνίας «επιβάλλει όχι μόνο την ερμηνεία των διατάξεων της Συμφωνίας αυτής, αλλά και των αντίστοιχων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου» (48).

91.      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «ο προβλεπόμενος από τη Συμφωνία δικαιοδοτικός μηχανισμός, κατά το μέτρο που επηρεάζει τη μελλοντική ερμηνεία των κοινοτικών κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας και ανταγωνισμού, θίγει το άρθρο 164 της Συνθήκης ΕΟΚ [νυν άρθρο 220 ΕΚ] και, γενικότερα, τα ίδια τα θεμέλια της Κοινότητας» (49).

92.      Υπό τις συνθήκες αυτές, παρ’ όλο που η προσθήκη κανόνων της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ στο κοινοτικό δίκαιο δεν έχει την έκταση που επισήμανε το Δικαστήριο με την ως άνω γνωμοδότηση, έχω τη γνώμη ότι οι διαπιστώσεις του κοινοτικού δικαστή ισχύουν, a fortiori, για τον μηχανισμό επιλύσεως διαφορών που προβλέπουν οι συμφωνίες ΠΟΕ.

93.      Συγκεκριμένα, παρά τις σημαντικές βελτιώσεις που επήλθαν με τη μετάβαση από την GATT στον ΠΟΕ (50) –ειδικότερα όσον αφορά την ενίσχυση του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών– ο μηχανισμός αυτός δεν προβλέπει, κατά τη γνώμη μου, τη δημιουργία οργάνου δικαιοδοτικής φύσεως.

94.      Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Μνημόνιο Συμφωνίας, οι εκθέσεις που καταρτίζουν οι ειδικές ομάδες και τα δευτεροβάθμια όργανα αποτελούν απλώς συστάσεις (51). Οι δε αποφάσεις τους δεν αποτελούν, κατ’ εμέ, δεσμευτικού χαρακτήρα δικαιοδοτικές πράξεις ούτε από τυπικής ούτε από ουσιαστικής απόψεως. Πράγματι, οι αποφάσεις αυτές εκδίδονται από το Γενικό Συμβούλιο του ΠΟΕ, το οποίο, καίτοι εκδίδει αποφάσεις ως όργανο επιλύσεως διαφορών, εντούτοις παραμένει εν πολλοίς πολιτικό όργανο.

95.      Εξάλλου, ακόμη και όταν υπάρχει απόφαση του ΟΕΔ, η μεταξύ των διαδίκων διαπραγμάτευση κατέχει σημαντική θέση στο πλαίσιο του Μνημονίου Συμφωνίας.

96.      Όπως επισήμανα, σκοπός του Μνημονίου είναι η εξασφάλιση της «θετικής επίλυσης των διαφορών» (52). Πράγματι, τα συμβαλλόμενα μέρη, καίτοι υποχρεούνται να συμμορφώνονται «ταχέως» προς τις συστάσεις και τις αποφάσεις του ΟΕΔ (53), εντούτοις δύνανται να συμφωνήσουν ότι η επίμαχη πράξη θα αποσυρθεί «εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος». Αν δεν επιτευχθεί σχετική συμφωνία, οι εν λόγω διάδικοι δύνανται να διαπραγματευθούν «προσωρινά μέτρα» (54), όπως «αμοιβαία αποδεκτά» αντισταθμιστικά ανταλλάγματα ή αναστολή παραχωρήσεων και άλλων υποχρεώσεων (55). Παρά το γεγονός ότι το ΟΕΔ εποπτεύει την εφαρμογή των εγκεκριμένων συστάσεων ή αποφάσεων (56), δεν προκύπτει από το κείμενο του Μνημονίου Συμφωνίας ότι τα μέτρα που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων δεν μπορούν καταρχήν να διατηρηθούν προσωρινώς σε ισχύ.

97.      Λόγω της σημασίας που έχουν οι διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του Μνημονίου Συμφωνίας, αποτελεί πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι «το να επιβληθεί στα δικαιοδοτικά όργανα η υποχρέωση να μην εφαρμόζουν κανόνες του εσωτερικού δικαίου οι οποίοι προβάλλεται ότι είναι ασύμβατοι με τις Συμφωνίες ΠΟΕ […] θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η θέση των νομοθετικών ή εκτελεστικών οργάνων κατά την αναζήτηση αμοιβαίως αποδεκτής και σύμφωνης με τους πιο πάνω κανόνες λύσεως της διαφοράς» (57).

98.      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση του κύρους επίδικου κανονισμού, δεν δεσμεύεται από τις ερμηνείες που έχει διαμορφώσει το ΟΕΔ με τις εκθέσεις του επί των εισαγωγών πανικών κρεβατιού.

 Β – Επί του κύρους του επίδικου κανονισμού υπό το πρίσμα του βασικού κανονισμού και της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ

99.      Με αυτά τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι κοινοτικές αρχές ενήργησαν κατά τρόπο αντίθετο προς τις εφαρμοστέες διατάξεις του βασικού κανονισμού και της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, πρώτον, κατά τον καθορισμό της «κατασκευασμένης» κανονικής αξίας του προϊόντος, δεύτερον κατά την εφαρμογή της μεθόδου του «μηδενισμού» για τον καθορισμό του συνολικού περιθωρίου ντάμπινγκ και, τρίτον, κατά την εκτίμηση της ζημίας που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία και της σημασίας της ζημίας αυτής.

100. Θεωρώ απαραίτητο να διατυπώσω τις εξής δύο προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

101. Η πρώτη αφορά την έκταση του ελέγχου που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής στο πλαίσιο της επιβολής μέτρων αντιντάμπινγκ από το Συμβούλιο.

102. Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν (58).

103. Η εξουσία αυτή καλύπτει όχι μόνον την έκδοση του βασικού κανονισμού –εντός των ορίων που θέτει η Συμφωνία αντιντάμπινγκ– αλλά και τα συγκεκριμένα προστατευτικά μέτρα αντιντάμπινγκ που λαμβάνονται βάσει του κανονισμού αυτού (59).

104. Το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη αποφανθεί ότι η επιλογή μεταξύ των αναφερομένων στον βασικό κανονισμό μεθόδων υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, καθώς και ο καθορισμός της κανονικής αξίας ενός προϊόντος (60) ή ακόμη η διαπίστωση της ζημίας (61) προϋποθέτουν την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων.

105. Κατά πάγια νομολογία, ο δικαστικός έλεγχος της εκτιμήσεως αυτής πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, του αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων έγινε η αμφισβητούμενη επιλογή, του αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (62). Αντιθέτως, δεν είναι έργο του κοινοτικού δικαστή να υποκαταστήσει την εκτίμηση στην οποία προέβησαν τα αρμόδια όργανα κατά την επιλογή αυτή.

106. Επιπλέον, ο έλεγχος αυτός πρέπει να αφορά μόνον τα στοιχεία που τα κοινοτικά όργανα είχαν στη διάθεσή τους κατά την έκδοση του επίδικου κανονισμού (63).

107. Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που τα κοινοτικά όργανα υπέχουν από το άρθρο 253 ΕΚ κατά τη λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ.

108. Κατά πάγια νομολογία, η κατά το άρθρο 253 ΕΚ απαιτούμενη αιτιολογία πρέπει να εμφαίνει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο, προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του. Εντούτοις, κατά την ίδια νομολογία, η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία. Η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει, πράγματι, να εκτιμάται σε συνάρτηση με την αλληλουχία και τη διαδικασία στο πλαίσιο των οποίων εκδόθηκε ο προσβαλλόμενος κανονισμός, καθώς και με το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον οικείο τομέα (64).

109. Συναφώς, όσον αφορά τους κανονισμούς επιβολής οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι κοινοτικές αρχές δεν υποχρεούνται να διευκρινίζουν όλες τις λεπτομέρειες του συλλογισμού τους, εφόσον ο συλλογισμός αυτός δεν προσκρούει σε αντιρρήσεις που προέβαλαν κατά τη διοικητική διαδικασία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις (65).

110. Έχοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, επιβάλλεται να εξεταστεί αν οι εν λόγω αρχές υπέπεσαν, κατά την επιβολή των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, πρώτον κατά τον καθορισμό της κατασκευασμένης κανονικής τιμής του προϊόντος, δεύτερον κατά την εφαρμογή της μεθόδου του «μηδενισμού» για τον καθορισμό του συνολικού περιθωρίου ντάμπινγκ και, τρίτον, κατά την εκτίμηση της ζημίας που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία και της σημασίας της ζημίας αυτής.

1.      Επί του υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας του προϊόντος

111. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά καταρχάς το Δικαστήριο αν είναι συμβατή με τα άρθρα 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού και 2.2.2, στοιχείο ii, της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ η μέθοδος βάσει της οποίας τα κοινοτικά όργανα υπολόγισαν την κατασκευασμένη κανονική αξία των προϊόντων που εξήγαγαν οι ινδικές και οι πακιστανικές εταιρίες.

112. Υπενθυμίζω ότι κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, «[έ]να προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ όταν η τιμή εξαγωγής του στην Κοινότητα είναι χαμηλότερη από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις»(66). Επομένως, για τον καθορισμό του ντάμπινγκ απαιτείται σύγκριση μεταξύ, αφενός, της τιμής εξαγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος και, αφετέρου, της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής (67).

113. Ο καθορισμός της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος αποτελεί, επομένως, σημαντικό βήμα προκειμένου οι αρμόδιες για την έρευνα αρχές να διαπιστώσουν αν υπάρχει ντάμπινγκ.

114. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος «βασίζεται κατ’ αρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής» (68).

115. Όταν δεν υπάρχουν πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων ή όταν οι πωλήσεις αυτές δεν επαρκούν (69), η κανονική αξία του εν λόγω προϊόντος «κατασκευάζεται», σύμφωνα με το άρθρο, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα ΠΔΓ και τα κέρδη. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η μέθοδος αυτή αποσκοπεί στον καθορισμό της τιμής πωλήσεως ενός προϊόντος, όπως αυτή θα είχε διαμορφωθεί αν το προϊόν πωλούνταν εντός της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής του (70).

116. Ο προσδιορισμός των ποσών που αντιστοιχούν στα έξοδα ΠΔΓ και στα κέρδη μπορεί να γίνει με μία από τις τέσσερις μεθόδους υπολογισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού.

117. Καταρχήν, τα ποσά αυτά υπολογίζονται με βάση πραγματικά στοιχεία για την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος, που έχει πραγματοποιήσει στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων ο εξαγωγέας ή ο παραγωγός τον οποίο αφορά η έρευνα.

118. Όταν τα παραπάνω ποσά δεν είναι δυνατό να υπολογισθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιτρέπεται ο υπολογισμός τους με βάση «το σταθμισμένο μέσο όρο των πραγματικών ποσών που έχουν καθορισθεί για άλλους εξαγωγείς ή παραγωγούς ως προς τους οποίους γίνεται η έρευνα, όσον αφορά την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής» (στοιχείο α΄).

119. Επιτρέπεται επίσης ο καθορισμός τους με βάση τα πραγματικά ποσά που εφαρμόζονται από τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό στην παραγωγή και τις πωλήσεις, στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής» (στοιχείο β΄) ή με βάση οποιαδήποτε άλλη «εύλογη μέθοδο» (στοιχείο γ΄).

120. Κατά το Δικαστήριο, οι εν λόγω μέθοδοι υπολογισμού πρέπει να εξετάζονται με τη σειρά παραθέσεώς τους και να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε το αποτέλεσμα του υπολογισμού να είναι εύλογο (71).

121. Η αναφερόμενη στο άρθρο 2.2.2, στοιχείο ii, της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ (72) μέθοδος υπολογισμού παρατίθεται με σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση στο άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού.

122. Με τις παρατηρήσεις της, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι ούτε το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού ούτε το άρθρο 2.2.2, στοιχείο ii, της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ επιτρέπουν στις κοινοτικές αρχές, κατά τον υπολογισμό των ποσών που αντιστοιχούν στα έξοδα ΠΔΓ και στα κέρδη, να λαμβάνουν υπόψη τους στοιχεία που αφορούν ένα μόνον εξαγωγέα ή παραγωγό, αποκλείοντας στοιχεία σχετικά με πωλήσεις που πραγματοποίησαν άλλοι εξαγωγείς ή παραγωγοί εκτός συνήθων εμπορικών πράξεων (73).

123. Πρώτον, επιβάλλεται να εξεταστεί αν, υπό το φως των προπαρατεθεισών διατάξεων, τα κοινοτικά όργανα μπορούσαν νομίμως να λάβουν υπόψη τους, κατά τον υπολογισμό των εξόδων ΠΔΓ και των κερδών, στοιχεία που αφορούσαν ένα μόνον εξαγωγέα.

124. Επιβάλλεται, καταρχάς, η επισήμανση ότι, λόγω του μεγάλου αριθμού παραγωγών και εξαγωγέων που δραστηριοποιούνται στις συγκεκριμένες χώρες καταγωγής, η Επιτροπή αποφάσισε να ακολουθήσει τη μέθοδο της δειγματοληψίας, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (74). Κατάρτισε, ως εκ τούτου, δειγματοληπτικό κατάλογο εταιριών για κάθε μία από τις χώρες εξαγωγής (75).

125. Αφού διαπίστωσε ότι οι τιμές της εγχώριας αγοράς δεν αποτελούν κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, οι κοινοτικές αρχές αποφάσισαν να προβούν σε κατασκευή της εν λόγω κανονικής αξίας σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, για όλους τους τύπους πανικών κρεβατιού που εξάγονται προς την Κοινότητα από ινδικές, πακιστανικές και αιγυπτιακές εταιρίες.

126. Επομένως εν προκειμένω, για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, στο κόστος παραγωγής του προϊόντος που εξήγαγε η κάθε εταιρεία προστέθηκε εύλογο ποσό που αντιστοιχούσε αφενός στα έξοδα ΠΔΓ και αφετέρου στα κέρδη.

127. Όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ινδία, από τις διευκρινίσεις που παρέσχον οι κοινοτικές αρχές προκύπτει ότι μόνο μία εταιρία από τις εταιρίες του δείγματος πραγματοποίησε αντιπροσωπευτικές πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά κατά το χρονικό διάστημα της έρευνας (76). Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι πωλήσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, κατά το μέτρο που είναι επικερδείς.

128. Ίδια ήταν η διαπίστωση και για τις εισαγωγές από το Πακιστάν (77).

129. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ποσό για τα έξοδα ΠΔΓ και για τα κέρδη που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος στην Ινδία και στο Πακιστάν, αντιστοιχεί στα έξοδα ΠΔΓ και στα κέρδη που πραγματοποιεί μία ινδική εταιρία και μία πακιστανική εταιρία.

130. Με τις παρατηρήσεις της, η Ikea υποστηρίζει ότι από την καθαρά γραμματική ερμηνεία των άρθρων 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού και 2.2.2, στοιχείο ii, της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ προκύπτει ότι απαγορεύεται ρητώς η χρήση στοιχείων που αφορούν ένα μόνον εξαγωγέα (78).

131. Αντιθέτως απ’ ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, πιστεύω ότι η συγκεκριμένη ανάλυση δεν απορρέει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

132. Συγκεκριμένα, δεν πιστεύω ότι δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία που αφορούν μία μόνον επιχείρηση επειδή στη φράση «άλλους εξαγωγείς ή παραγωγούς» του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού χρησιμοποιείται πληθυντικός αριθμός. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο σε περίπτωση που η εν λόγω επιχείρηση είναι η μόνη από αυτές που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας η οποία πραγματοποιεί αντιπροσωπευτικές πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής κατά το χρονικό διάστημα της έρευνας.

133. Όσον αφορά τη χρήση της έννοιας «σταθμισμένος μέσος όρος» στη διάταξη αυτή, συμμερίζομαι την άποψη του Συμβουλίου ότι η έννοια αυτή έχει εφαρμογή και όταν πρόκειται για τον σταθμισμένο μέσο όρο των συναλλαγών ενός μόνον παραγωγού ή εξαγωγέα (79). Αυτό συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση (80).

134. Υπό τις συνθήκες αυτές, πιστεύω ότι, όταν μόνο μία εταιρία έχει πραγματοποιήσει αντιπροσωπευτικές πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην οικεία χώρα καταγωγής, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, επιτρέπεται στις κοινοτικές αρχές, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν, να λάβουν υπόψη τους μόνο στοιχεία σχετικά με την εταιρία αυτή.

135. Δεύτερον, επιβάλλεται να εξεταστεί αν αποτελεί κατάλληλη μέθοδο κατασκευής της κανονικής αξίας το να μη λαμβάνεται υπόψη το περιθώριο κέρδους των πωλήσεων άλλων εξαγωγέων ή παραγωγών, οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων.

136. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι κοινοτικές αρχές διαπίστωσαν ότι, επειδή το ομοειδές προϊόν πωλήθηκε στην εγχώρια αγορά σε τιμές κατώτερες του κόστους παραγωγής, οι πωλήσεις αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων και ότι οι εγχώριες τιμές δεν αποτελούσαν κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

137. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα της κύριας δίκης με τις παρατηρήσεις της (81), φρονώ ότι η μέθοδος υπολογισμού που χρησιμοποίησαν τα κοινοτικά όργανα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας δεν είναι αντίθετη στο γράμμα ή στο πνεύμα των άρθρων 2, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού και 2.2.2 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

138. Αφενός, η συγκεκριμένη μέθοδος είναι συμβατή με την αρχή που θεσπίζει ο βασικός κανονισμός και η Συμφωνία αντιντάμπινγκ, κατά την οποία η κανονική αξία πρέπει, καταρχήν, να στηρίζεται σε στοιχεία πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων. Η αρχή αυτή συνάγεται σαφώς, κατ’ εμέ, από τη διατύπωση των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 2, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (82), καθώς και από το άρθρο 2.1 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

139. Ακόμη και όταν η κανονική αξία πρέπει να κατασκευαστεί, το άρθρο 2, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού και το άρθρο 2.2.2 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ προβλέπουν ρητώς ότι τα ποσά που αντιστοιχούν στα έξοδα ΠΔΓ και στα κέρδη υπολογίζονται βάσει πραγματικών στοιχείων για την παραγωγής και τις πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος.

140. Το Δικαστήριο αναγνώρισε την αρχή αυτή με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1992, C‑105/90, Goldstar κατά Συμβουλίου (83). Στην υπόθεση αυτή, ο κοινοτικός δικαστής έκρινε ότι η έννοια των συνήθων εμπορικών πράξεων «έχει [σκοπό] να αποκλείσει από τη διαδικασία του καθορισμού της κανονικής αξίας τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πωλήσεις στην εγχώρια αγορά δεν πραγματοποιούνται κατά τους συνήθεις εμπορικούς όρους, ιδίως όταν ένα προϊόν πωλείται σε τιμή κάτω του κόστους παραγωγής […]» (84).

141. Αφετέρου, κατά τα άρθρα 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού και 2.2.2, στοιχείο ii, της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, δεν απαγορεύεται ρητώς να μη λαμβάνονται υπόψη οι πωλήσεις που δεν πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις αυτές απλώς διευκρινίζουν ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής.

142. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν θεωρώ εσφαλμένη την απόφαση των κοινοτικών οργάνων να μην λάβουν υπόψη, κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας του προϊόντος, τις πωλήσεις που οι εξαγωγείς και οι παραγωγοί πραγματοποίησαν εκτός συνήθων εμπορικών συνθηκών (85).

143. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα, θεωρώ ορθό τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος για τις εισαγωγές από την Ινδία και το Πακιστάν.

2.      Επί του καθορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ

144. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά εν συνεχεία αν η μέθοδος του «μηδενισμού» που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας αντιντάμπινγκ για τον υπολογισμό του συνολικού περιθωρίου ντάμπινγκ είναι συμβατή με τα άρθρα 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού και 2.4.2 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

145. Υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 12, του βασικού κανονισμού, περιθώριο ντάμπινγκ είναι «το ποσό κατά το οποίο η κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή εξαγωγής». Επομένως, το εν λόγω περιθώριο το καθορίζουν οι αρμόδιες για την έρευνα αρχές συγκρίνοντας, κατά «δίκαιο» τρόπο» (86), την κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος με την τιμή εξαγωγής τους προς την Κοινότητα.

146. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 11, του κανονισμού αυτού, υπάρχουν τρεις μέθοδοι συγκρίσεως. Οι δύο πρώτες ονομάζονται «συμμετρικές» και επιτρέπουν σύγκριση μιας μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας με το σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών όλων των εξαγωγών προς την Κοινότητα ή με βάση τη σύγκριση επιμέρους κανονικών αξιών και επιμέρους τιμών εξαγωγής στην Κοινότητα για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά.

147. Υπάρχει όμως και τρίτη μέθοδος υπολογισμού, η ονομαζόμενη «ασύμμετρη», που μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις τιμές εξαγωγής ανάλογα με τον αγοραστή, την περιοχή ή τη χρονική περίοδο (οπότε γίνεται λόγος για «επιλεκτικό» ή «εκ προθέσεως» ντάμπινγκ) και όταν η εφαρμογή των συμμετρικών μεθόδων δεν απεικονίζει την πραγματική έκταση των εφαρμοζομένων πρακτικών ντάμπινγκ (87). Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι δυνατόν το περιθώριο ντάμπινγκ να καθοριστεί με σύγκριση της κανονικής αξίας που υπολογίστηκε βάσει του μέσου σταθμισμένου όρου προς τις τιμές των μεμονωμένων εξαγωγών προς την Κοινότητα.

148. Κατά το άρθρο 2.4 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, η σύγκριση μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής πρέπει να είναι «εύλογη». Εξάλλου, με το άρθρο 2.4.2 της Συμφωνίας αυτής διευκρινίζεται, ως προς την πρώτη συμμετρική μέθοδο, ότι πρέπει να γίνεται σύγκριση μεταξύ μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας και σταθμισμένου μέσου όρου τιμών για όλες τις «ανάλογες» εξαγωγικές πράξεις (88).

149. Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 46 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι το περιθώριο ντάμπινγκ υπολογίστηκε κατά κανόνα με σύγκριση της μέσης σταθμισμένης κατασκευασμένης κανονικής αξίας ανά τύπο προς τη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής ανά τύπο. Η μέθοδος αυτή επιβεβαιώθηκε με την αιτιολογική σκέψη 29 του επίδικου κανονισμού.

150. Ωστόσο, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά τον υπολογισμό του συνολικού περιθωρίου ντάμπινγκ, οι κοινοτικές αρχές χρησιμοποίησαν τη μέθοδο του «μηδενισμού» των αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ (89).

151. Θεωρώ λυπηρό το ότι ο προσωρινός και ο επίδικος κανονισμός δεν περιέχουν εξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδο αυτή (90), φαίνεται όμως ότι επρόκειτο για πάγια πρακτική εκείνης της εποχής. Άλλωστε, ουδείς από τους μετέχοντες στη διοικητική διαδικασία διατύπωσε συγκεκριμένες αντιρρήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, πράγμα που ενδεχομένως θα καθιστούσε απαραίτητη μια πιο λεπτομερή αιτιολογία σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του συνολικού περιθωρίου ντάμπινγκ (91).

152. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, η μέθοδος αυτή, όπως εφαρμόστηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, περιγράφεται συνοπτικά ως εξής. Οι κοινοτικές αρχές διαπίστωσαν καταρχάς ότι το προϊόν που θα αποτελούσε αντικείμενο της έρευνας –βαμβακερά πανικά κρεβατιού– περιλαμβάνει διάφορα σχέδια και τύπους. Υπολόγισαν για καθένα από τα σχέδια αυτά τη μέση σταθμισμένη κανονική αξία, καθώς και τη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής, τις οποίες εν συνεχεία συνέκριναν ανά σχέδιο. Για όσα σχέδια η κανονική αξία υπερέβαινε την τιμή εξαγωγής, διαπιστωνόταν η ύπαρξη ντάμπινγκ («θετικό» περιθώριο ντάμπινγκ). Για τα άλλα σχέδια, που η κανονική τους αξία ήταν μικρότερη της τιμής εξαγωγής, δεν διαπιστωνόταν ντάμπινγκ, το δε περιθώριο ντάμπινγκ ήταν «αρνητικό» (92). Εν συνεχεία, οι κοινοτικές αρχές προέβησαν σε άθροιση της αξίας του ντάμπινγκ για όλα τα σχέδια ως προς τα οποία διαπιστώθηκε τέτοια πρακτική, προκειμένου να υπολογίσουν το συνολικό περιθώριο ντάμπινγκ για το ερευνώμενο προϊόν. Για τα σχέδια ως προς τα οποία δεν διαπιστώθηκε ντάμπινγκ, οι κοινοτικές αρχές μηδένισαν όλα τα αρνητικά περιθώρια ντάμπινγκ. Κατόπιν, η συνολική αξία ντάμπινγκ εκφράστηκε ως ποσοστό επί της συνολική αξίας όλων των εξαγωγικών πράξεων ως προς όλα τα σχέδια, ανεξαρτήτως του αν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ντάμπινγκ ή μη.

153. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η μέθοδος αυτή οδηγεί σε στρέβλωση των αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ (93). Παρατηρεί, επίσης, επικαλούμενη τις εκκρεμείς ενώπιον του ΠΟΕ διαφορές μεταξύ της Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ότι οι κοινοτικές αρχές αναγνωρίζουν σήμερα ότι η πρακτική αυτή είναι παράνομη (94).

154. Η μέθοδος του «μηδενισμού» των περιθωρίων αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ, όπως εφαρμόστηκε στην υπό κρίση υπόθεση, είναι κατά τη γνώμη μου αμφισβητήσιμη. Συγκεκριμένα, καίτοι οι αρμόδιες για την έρευνα αρχές δύνανται ελεύθερα να επιλέγουν τις πλέον κατάλληλες μεθόδους, εντούτοις οι μέθοδοι αυτοί πρέπει να εμφαίνουν την πραγματική έκταση των εφαρμοζομένων πρακτικών ντάμπινγκ (95).

155. Το Δικαστήριο δέχθηκε τη μέθοδο αυτή στην προπαρατεθείσα υπόθεση Toyo κατά Συμβουλίου, αλλά εκείνη ήταν διαφορετική περίπτωση από αυτήν της κύριας δίκης.

156. Στην υπόθεση αυτή, το περιθώριο ντάμπινγκ υπολογίστηκε βάσει της συγκρίσεως μεταξύ της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας προς τις τιμές εξαγωγής, οι οποίες υπολογίστηκαν χωριστά ανά συναλλαγή. Στο πλαίσιο του υπολογισμού αυτού, οι τιμές εξαγωγής που υπερέβαιναν την κανονική αξία προσαρμόστηκαν «πλασματικώς» στο επίπεδο της εν λόγω αξίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μέθοδος υπολογισμού ανά συναλλαγή, όπως την εφάρμοσαν οι κοινοτικές αρχές, ήταν η μόνη που επέτρεπε «την παρεμπόδιση ορισμένων χειρισμών που συνίστανται στη συγκάλυψη του ντάμπινγκ με τη μέθοδο των διαφορετικών τιμών που είναι άλλοτε υψηλότερες, άλλοτε χαμηλότερες από την κανονική αξία» (96).

157. Ωστόσο, θεωρώ ότι η ανάλυση αυτή δεν δύναται να μεταφερθεί στην υπό εξέταση περίπτωση.

158. Αφενός, δεν πρόκειται για μία σύγκριση ανά συναλλαγή, αλλά μάλλον για σύγκριση «σταθμισμένων μέσων όρων μεταξύ τους».

159. Αφετέρου, η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε και για σχέδια πανικών κρεβατιού ως προς τα οποία διαπιστώθηκε αρνητικό περιθώριο ντάμπινγκ, καίτοι οι κοινοτικές αρχές υπολόγιζαν το περιθώριο ντάμπινγκ ωςπρος το προϊόν συνολικά (97).

160. Κατά την άποψή μου, η μέθοδος αυτή δεν είναι εν προκειμένω κατάλληλη για τον υπολογισμό του συνολικού περιθωρίου ντάμπινγκ.

161. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι, όταν το περιθώριο ντάμπινγκ υπολογίζεται βάσει πολλαπλών μέσων όρων που καθορίζονται για κάθε σχέδιο, το περιθώριο ντάμπινγκ για το ερευνώμενο προϊόν πρέπει να αντανακλά τα αποτελέσματα όλων των συγκρίσεων, περιλαμβανομένων αυτών κατά τις οποίες οι μέσες σταθμισμένες τιμές εξαγωγής υπερβαίνουν τη μέση σταθμισμένη κανονική αξία για ορισμένα σχέδια.

162. Η μέθοδος, όμως, του «μηδενισμού», όπως εφαρμόστηκε στην υπό κρίση υπόθεση, δεν επιτρέπει να λαμβάνονται πλήρως και δεόντως υπόψη οι πραγματικές τιμές των εξαγωγών ορισμένων σχεδίων που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα της έρευνας. Όπως επισήμανα, οι κοινοτικές αρχές, μηδενίζοντας τα περιθώρια ντάμπινγκ, έλαβαν ως μηδενικό το αρνητικό περιθώριο ντάμπινγκ ορισμένων σχεδίων. Καθόρισαν, ως εκ τούτου, τη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής ίση με τη μέση σταθμισμένη κανονική αξία, ενώ αυτή στην πραγματικότητα ήταν υψηλότερη.

163. Η χρήση της μεθόδου αυτής είχε επομένως, ως αποτέλεσμα τη με τεχνητό τρόπο τροποποίηση των αποτελεσμάτων των συγκρίσεων και την αύξηση του περιθωρίου ντάμπινγκ ως προς το προϊόν συνολικά.

164. Το αποτέλεσμα της μεθόδου του «μηδενισμού» καθίσταται εμφανές με ένα απλό παράδειγμα που βασίζεται σε συγκεκριμένα (έστω μη πραγματικά) αριθμητικά στοιχεία. Ως παράδειγμα μπορεί να ληφθεί ένας παραγωγός εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, ο οποίος εξάγει δύο σχέδια πανικών κρεβατιού προς την Κοινότητας, το σχέδιο A και το σχέδιο B.

Για καθένα από τα σχέδια αυτά, η μέση σταθμισμένη κανονική αξία υπολογίζεται βάσει ορισμένων εγχώριων συναλλαγών, η δε μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής υπολογίζεται βάσει ορισμένων εξαγωγικών πράξεων.

 

Μέση σταθμισμένη κανονική αξία

Μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής

Περιθώριο ντάμπινγκ

Περιθώριο ντάμπινγκ (με μηδενισμό)

Σχέδιο A

100

75

+ 25

+25

Σχέδιο B

125

150

- 25

0

Προϊόν (σχέδιο A + σχέδιο B)

0

+25


Για το σχέδιο A, η σύγκριση της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας προς τη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής οδηγεί στη διαπίστωση για «θετικό» περιθώριο ντάμπινγκ 25 (98).

Για το σχέδιο B, από την ίδια σύγκριση προκύπτει «αρνητικό» περιθώριο ντάμπινγκ - 25.

Αν το συνολικό περιθώριο ντάμπινγκ υπολογιστεί για το προϊόν συνολικά βάσει των περιθωρίων ντάμπινγκ που καθορίστηκαν ως προς τα δύο αυτά σχέδια, το θετικό περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε για το σχέδιο A (+ 25) αντισταθμίζεται από το αρνητικό περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε για το σχέδιο B (- 25) και, ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει ντάμπινγκ.

Αν μηδενιστεί το αρνητικό περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε για το σχέδιο B, το περιθώριο ντάμπινγκ για το προϊόν συνολικά είναι μεγαλύτερο (+ 25).

Αν μετατραπεί σε ποσοστό επί της συνολικής αξίας όλων των εξαγωγών όλων των σχεδίων του συγκεκριμένου προϊόντος, το περιθώριο αυτό ισούται με:

25 / 225 x 100 =  11,1 %

Επομένως, το σχέδιο B, ως προς το οποίο δεν διαπιστώθηκε ντάμπινγκ, υπόκειται, όπως το σχέδιο A, σε δασμό αντιντάμπινγκ.

165. Η χρήση της μεθόδου του «μηδενισμού» μπορεί, επομένως, όχι μόνο να οδηγήσει σε παραποίηση της σημασίας του περιθωρίου ντάμπινγκ, αλλά και να οδηγήσει στη διαπίστωση πρακτικής ντάμπινγκ ως προς συγκεκριμένο σχέδιο, χωρίς να υπάρχει τέτοια πρακτική.

166. Περαιτέρω, επισημαίνω ότι, κατά τα άρθρα 2, παράγραφοι 10 και 11, του βασικού κανονισμού και 2.4 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, η σύγκριση πρέπει να είναι «δίκαιη». Με το άρθρο 2.4.2 της Συμφωνίας αυτής διευκρινίζεται επίσης ότι η μέση σταθμισμένη κανονική αξία πρέπει να συγκρίνεται «με το σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών που έχουν ισχύσει για όλες τις ανάλογες εξαγωγικές πράξεις» (99).

167. Μηδενίζοντας, όμως, τα αρνητικά περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν ως προς ορισμένα σχέδια, οι αρμόδιες για την έρευνα αρχές δεν απέδειξαν ότι υπάρχει περιθώριο ντάμπινγκ συνολικά για το προϊόν, βάσει συγκρίσεως μεταξύ της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας και του σταθμισμένου μέσου όρου των τιμών που έχουν ισχύσει για όλες τις ανάλογες εξαγωγικές πράξεις, δηλαδή όλων των εξαγωγικών πράξεων που αφορούν όλα τα σχέδια του ερευνώμενου προϊόντος. Εξάλλου, δεν θεωρώ τη σύγκριση αυτή «δίκαιη» κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων.

168. Το Συμβούλιο υποστηρίζει, με τις παρατηρήσεις του (100), ότι η χρήση της μεθόδου του «μηδενισμού» ανάλογα με το σχέδιο επέτρεψε στις κοινοτικές αρχές να αντιμετωπίσουν ορθά περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εξαγωγείς απέβλεπαν σε ντάμπινγκ για ορισμένους μόνο τύπους ή σχέδια του ερευνώμενου προϊόντος. Σε τέτοια περίπτωση, φρονώ ότι τα κοινοτικά όργανα πρέπει να χρησιμοποιούν πιο περιορισμένο ορισμό του προϊόντος.

169. Εξάλλου, το γεγονός και μόνον ότι σε ορισμένες συναλλαγές προκύπτει αρνητικό περιθώριο δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο «εκ προθέσεως» ντάμπινγκ.

170. Υπό τις συνθήκες αυτές, τείνω στην άποψη ότι τα κοινοτικά όργανα, μηδενίζοντας τα αρνητικά περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν ως προς ορισμένα σχέδια πανικών κρεβατιού, δεν υπολόγισαν κατά τον δέοντα τρόπο το περιθώριο ντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού από την Ινδία, την Αίγυπτο και το Πακιστάν.

3.      Επί του προσδιορισμού της ζημίας

171. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, τέλος, από το Δικαστήριο να εκτιμήσει το κύρος του επίδικου κανονισμού υπό το πρίσμα των άρθρων 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και 3.4 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, καθό μέτρο στο πλαίσιο του επίδικου κανονισμού ελήφθησαν υπόψη στοιχεία σχετικά με παραγωγούς που δεν εμπίπτουν στον ορισμό της κοινοτικής βιομηχανίας. Προσάπτεται ακόμη στις κοινοτικές αρχές ότι δεν αξιολόγησαν όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν την κατάσταση στην εν λόγω βιομηχανία.

172. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, δεν αρκεί, για την επιβολή μέτρου αντιντάμπινγκ, το ότι ένα προϊόν αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ. Η εισαγωγή ενός προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ στην Κοινότητα πρέπει επιπλέον να προκαλεί ή να απειλεί να προκαλέσει σοβαρή ζημία στην κοινοτική βιομηχανία (101) ή να καθυστερεί σημαντικά τη δημιουργία τέτοιας βιομηχανίας (102).

173. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση, ιδίως της επιδράσεως των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στην κοινοτική βιομηχανία.

174. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, η εξέταση αυτή περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της συγκεκριμένης κοινοτικής βιομηχανίας (103) και των κοινοτικών τιμών (104).

175. Υπενθυμίζω ότι η τελευταία αυτή διάταξη αντιστοιχεί στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 3.4 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ (105).

176. Επιβάλλεται, πρώτον, να εξεταστεί αν οι κοινοτικές αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τους στοιχεία σχετικά με παραγωγούς που δεν εμπίπτουν στον ορισμό της κοινοτικής βιομηχανίας, υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, συνέπεια της οποίας είναι η εσφαλμένη εκτίμηση της ζημίας.

177. Στην υπό κρίση υπόθεση, θεωρήθηκε ότι στον κατ’ άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ορισμό της κοινοτικής βιομηχανίας εμπίπτουν 35 εταιρίες που συνεργάστηκαν στην έρευνα και αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής κοινοτικής παραγωγής βαμβακερών πανικών κρεβατιού κατά το ερευνηθέν χρονικό διάστημα (106).

178. Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού (107), οι κοινοτικές αρχές συμπεριέλαβαν 17 παραγωγούς στο αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινοτικής βιομηχανίας (108).

179. Από την αιτιολογική σκέψη 62 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα για την εξέταση της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινοτική βιομηχανία δεν αναλύθηκαν μόνο στο επίπεδο της κοινοτικής βιομηχανίας και, ειδικότερα, στο επίπεδο των κοινοτικών παραγωγών του δείγματος. Η εν λόγω ανάλυση κάλυψε και στοιχεία σχετικά με την Κοινότητα συνολικά. Τα στοιχεία αυτά παρασχέθηκαν από εγνωσμένου κύρους πηγές της βιομηχανίας (ιδίως από τη Eurocoton) και αφορούσαν την εξέλιξη της παραγωγής, της κατανάλωσης, των εισαγωγών, των εξαγωγών και του μεριδίου αγοράς εντός της Κοινότητας.

180. Από την ανάλυση όλων αυτών των στοιχείων, η Επιτροπή διαπίστωσε, στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, ότι το μοντέλο που παρατηρήθηκε για τη συνολική κοινοτική παραγωγή δεν ισχύει στο επίπεδο των 35 παραγωγών της κοινοτικής βιομηχανίας. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κοινοτική βιομηχανία απαρτίζεται από εταιρίες που υπήρχαν κατά την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας και δεν έλαβε υπόψη της την κατάσταση επιχειρήσεων που είχαν παύσει τη λειτουργία τους κατά την περίοδο αξιολογήσεως (δηλαδή κατά την υποβολή της καταγγελίας) (109).

181. Κατά τη διοικητική διαδικασία, οι εξαγωγείς υποστήριξαν ότι τα στοιχεία σχετικά με τις εταιρίες που δεν περιλήφθηκαν στον ορισμό της κοινοτικής βιομηχανίας δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της ζημίας.

182. Κατόπιν της αντιρρήσεως αυτής, το Συμβούλιο διευκρίνισε λεπτομερώς την εκτίμηση της Επιτροπής. Αναγνωρίζει ότι η αξιολόγηση της οικονομικής καταστάσεως των επιχειρήσεων της οικείας βιομηχανίας που υπέβαλαν την καταγγελία στηρίζεται εν γένει στην ανάλυση της κοινοτικής βιομηχανίας, θεωρεί όμως ότι κατά την εν λόγω αξιολόγηση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δομή και η φύση της εξεταζόμενης βιομηχανίας (110).

183. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα σχετικά με την Κοινότητα στοιχεία προκύπτει ότι η βιομηχανία χαρακτηρίζεται από την παρουσία μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων και από τον έντονο μεταξύ τους ανταγωνισμό. Το Συμβούλιο θεώρησε, ως εκ τούτου, ότι η παρατηρούμενη κατά την περίοδο της αξιολογήσεως εξαφάνιση ορισμένων επιχειρήσεων αποτελεί ενδεχομένως αποτέλεσμα των επίμαχων εισαγωγών. Επομένως, επέλεξε να μην περιορίσει την εκτίμηση της ζημίας μόνον ως προς τις εταιρίες της κοινοτικής βιομηχανίας που εξακολουθούν τη δραστηριότητά τους στο τέλος της περιόδου αξιολογήσεως.

184. Θεωρώ ότι η ανάλυση αυτή δεν στηρίζεται, εν προκειμένω, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

185. Είναι αληθές ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, επιβάλλεται η εξέταση της επιρροής που ασκούν στην κοινοτική βιομηχανία οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Ωστόσο, από τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι ο προσδιορισμός της ζημίας προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση.

186. Στην υπό κρίση υπόθεση, όμως, οι πραγματικές συνθήκες της αγοράς εντός της Κοινότητας δεν φαίνεται να έχουν αντίκτυπο στην κοινοτική βιομηχανία, όπως αυτή έχει οριστεί. Πράγματι, από τη μελέτη των συγκεντρωθέντων στοιχείων προκύπτει ότι οι τάσεις που καταγράφηκαν στο επίπεδο της Κοινότητας ήταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, πολύ διαφορετικές από αυτές που διαπιστώθηκαν για την κοινοτική βιομηχανία (111).

187. Υπό τις συνθήκες αυτές και προκειμένου η εξέταση της επιπτώσεως των επίμαχων εισαγωγών να πραγματοποιηθεί με τον κατά το δυνατόν αντικειμενικότερο τρόπο, πιστεύω ότι οι κοινοτικές αρχές ορθώς προέβησαν σε συνολική εκτίμηση της καταστάσεως της οικείας αγοράς. Από την ανάλυση όλων των στοιχείων, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν την Κοινότητα στο σύνολό της, ενισχύεται το κύρος της εκτιμήσεως που οι αρχές αυτές υποχρεούνται να πραγματοποιήσουν βάσει του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού.

188. Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα σχετικά με την Κοινότητα στοιχεία ελήφθησαν υπόψη σε ορισμένο μόνο βαθμό (112). Προκύπτει, συγκεκριμένα, ότι το συμπέρασμα ότι υπάρχει σοβαρή ζημία στηρίχθηκε κατ’ ουσίαν στις τιμές που είχαν διαμορφωθεί στην κοινοτική βιομηχανία από τις εταιρίες του δείγματος. Επιβάλλεται, συναφώς, η επισήμανση ότι το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα επίμαχα στοιχεία στο πλαίσιο του κανονισμού 1644/2001 δεν άσκησε επιρροή ως προς τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της ζημίας (113).

189. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως προδήλως πεπλανημένη η εκτίμηση των κοινοτικών αρχών ότι, κατά την εξέταση της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινοτική βιομηχανία, έπρεπε να ληφθούν υπόψη στοιχεία σχετικά με την κοινοτική παραγωγή συνολικά.

190. Δεύτερον, επιβάλλεται να τεθεί το ζήτημα αν οι κοινοτικές αρχές υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, επειδή δεν αξιολόγησαν όλους τους παράγοντες που ασκούν επιρροή στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας και παρατίθενται στα άρθρα 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και 3.4 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

191. Εν προκειμένω, προκειμένου να διαπιστώσουν αν η κοινοτική βιομηχανία υπέστη σοβαρή ζημία, οι κοινοτικές αρχές έλαβαν υπόψη τους ορισμένους παράγοντες που απαριθμούνται στα άρθρα 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και 3.4 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Έλαβαν υπόψη τους, μεταξύ άλλων, δείκτες σχετικούς με την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, όπως η αποδοτικότητα και η απασχόληση, και το επίπεδο των τιμών, των πωλήσεων και των μεριδίων αγοράς (σε όγκο πωλήσεων και σε αξία) (114).

192. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα της κύριας δίκης με τις παρατηρήσεις της (115), δεν συμμερίζονται την άποψη ότι οι ως άνω διατάξεις επιβάλλουν την εξέταση όλων των απαριθμούμενων παραγόντων. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι διατύπωση των διατάξεων αυτών παρέχει ρητώς στις κοινοτικές αρχές διακριτική ευχέρεια ως προς την εξέταση και αξιολόγηση αυτών των δεικτών.

193. Αφενός, οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν μόνο να εξετάζονται οι «συναφείς» οικονομικοί παράγοντες και δείκτες «που έχουν σημασία για την κατάσταση της [κοινοτικής βιομηχανίας]» (116).

194. Αφετέρου, από τη διατύπωση των άρθρων 3, παράγραφος 5, τελευταίο εδάφιο, του βασικού κανονισμού και 3.4 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, προκύπτει ότι η απαρίθμηση οικονομικών παραγόντων και δεικτών «δεν είναι εξαντλητική». Κατά τις διατάξεις αυτές, ουδείς από τους παράγοντες αυτούς έχει οπωσδήποτε αποφασιστική σημασία.

195. Επομένως, η απαρίθμηση είναι αποκλειστικώς ενδεικτική.

196. Κατά τη γνώμη μου, οι διατάξεις αυτές δεν υποχρεώνουν τις κοινοτικές αρχές να εξετάζουν μόνον τους παράγοντες που ενδεχομένως έχουν σημασία για την εκτίμηση της προκληθείσας ζημίας. Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή παρέθεσε λεπτομερώς τους παράγοντες που έχουν σημασία ως προς τη ζημία και ελήφθησαν υπόψη (117), χωρίς να προκύπτει ότι κάποιο από τα ενδιαφερόμενα μέρη διατύπωσε αντιρρήσεις κατά της εν λόγω εκτιμήσεως.

197. Η δε εξέταση της σημασίας των παραγόντων αυτών αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, πολύπλοκη οικονομική εκτίμηση στο πλαίσιο της οποίας τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν, υπενθυμίζω, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Επομένως, οι αρμόδιες για την έρευνα αρχές μπορούν να θεωρήσουν ότι τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη είναι επαρκή και έχουν αποφασιστική σημασία.

198. Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι τα κοινοτικά όργανα, αξιολογώντας, στο πλαίσιο της εξετάσεως των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, μόνον τους συναφείς οικονομικούς παράγοντες και δείκτες που έχουν σημασία για την κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας, δεν υπερέβησαν το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν στο πλαίσιο της αξιολογήσεως πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων.

199. Υπό τις περιστάσεις αυτές και κατόπιν όλων όσων προαναφέρθηκαν, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι τα κοινοτικά όργανα δεν υπέπεσαν σε καμία πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, πρώτον κατά τον καθορισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας του προϊόντος και, δεύτερον, κατά την εκτίμηση της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινοτική βιομηχανία και της σημασίας της ζημίας αυτής.

200. Το συμπέρασμα αυτό δεν ισχύει μόνο για τις εισαγωγές από την Ινδία, αλλά και για αυτές από το Πακιστάν.

201. Πράγματι, όσον αφορά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, διαπιστώθηκε ότι οι κοινοτικές αρχές ακολούθησαν την ίδια μεθοδολογία για την Ινδία και το Πακιστάν (118).

202. Όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας, τα κοινοτικά όργανα εξέτασαν σωρευτικά την επίπτωση στην κοινοτική βιομηχανία των εισαγωγών από την Ινδία, την Αίγυπτο και το Πακιστάν (119). Υπό τις συνθήκες αυτές, τα συμπεράσματα των κοινοτικών αρχών ισχύουν, κατ’ εμέ, όχι μόνο για τις εισαγωγές από την Ινδία, αλλά και για τα προϊόντα καταγωγής Πακιστάν.

203. Αντιθέτως, πιστεύω ότι οι εν λόγω αρχές ενήργησαν κατά τρόπο μη συμβατό προς τα άρθρα 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού και 2.4.2 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, εφαρμόζοντας κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, ως προς το ερευνώμενο προϊόν, τη μέθοδο του «μηδενισμού» των αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ ως προς ορισμένα σχέδια. Ο παράνομος χαρακτήρας της μεθόδου αυτής υπολογισμού επηρεάζει το κύρος του άρθρου 1 του επίδικου κανονισμού, δυνάμει του οποίου επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού από την Ινδία, την Αίγυπτο και το Πακιστάν στην Κοινότητα.

204. Για τους λόγους αυτούς, επιβάλλεται η ακύρωση του άρθρου 1 του επίδικου κανονισμού, καθόσον το Συμβούλιο, κατά τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ στις επίδικες στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς εισαγωγών, εφάρμοσε τη μέθοδο του «μηδενισμού» των αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ ως προς ορισμένα σχέδια.

VI – Επί του κύρους των μεταγενέστερων κανονισμών

205. Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, που επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου, το κύρος των κανονισμών 1644/2001, 160/2002 και 696/2002. Με τα ερωτήματα αυτά τίθεται το ζήτημα αν οι εν λόγω μεταγενέστεροι κανονισμοί, μη προβλέποντας την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που εισπράχθηκαν δυνάμει του επίδικου κανονισμού, αντιβαίνουν αφενός στα άρθρα 1, 7, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού (σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 7.1 και 9 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ) και στην αρχή της αναλογικότητας, της οποίας έκφραση αποτελούν τα άρθρα 7, παράγραφος 2, και 9, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού.

206. Το μεν άρθρο 7 του βασικού κανονισμού θέτει, υπενθυμίζω, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ, το δε άρθρο 9 του κανονισμού αυτού διευκρινίζει τη διαδικασία επιβολής οριστικού δασμού.

207. Κατά τα άρθρα 7, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, οι δασμοί αυτοί επιβάλλονται μόνον εφόσον διαπιστωθεί προσωρινώς (για τον προσωρινό δασμό) ή οριστικώς (για τον οριστικό δασμό) ότι υπάρχει ντάμπινγκ που προκαλεί ζημία στην κοινοτική βιομηχανία και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει τη λήψη μέτρων για την αποτροπή της ζημίας.

208. Δυνάμει των άρθρων 7, παράγραφος 2, και 9, παράγραφος 4, τελευταίο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, το ύψος των δασμών αυτών δεν πρέπει να υπερβαίνει το διαπιστωθέν περιθώριο ντάμπινγκ, αλλά να είναι κατώτερο του περιθωρίου αυτού, αν η επιβολή χαμηλότερου δασμού αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινοτική βιομηχανία.

209. Οι διατάξεις αυτές ουσιαστικά μεταφέρουν στο κοινοτικό δίκαιο τα άρθρα 7.1, 7.2 και 9.1 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

210. Με τις παρατηρήσεις της (120), η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο διαπίστωσε, με τον κανονισμό 1644/2001, ότι οι εισαγωγές από την Ινδία έχουν χαμηλότερο επίπεδο ντάμπινγκ. Υποστηρίζουν ακόμη ότι με τον κανονισμό 160/2002 το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει ντάμπινγκ στις εισαγωγές από το Πακιστάν. Κατά την εν λόγω προσφεύγουσα, δεν πληρούνταν, ως εκ τούτου, οι προϋποθέσεις του βασικού κανονισμού κατά την επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στο πλαίσιο του επίδικου κανονισμού. Κατά συνέπεια, η Ikea φρονεί ότι οι κοινοτικές αρχές έπρεπε να εκδώσουν τους κανονισμούς αυτούς με αναδρομική ισχύ, προβλέποντας επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει του επίδικου κανονισμού δασμών αντιντάμπινγκ. Υποστηρίζει ότι, εφόσον δεν προβλέπεται η επιστροφή των δασμών, οι μεταγενέστεροι κανονισμοί παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας κατά το μέτρο που η κοινοτική βιομηχανία έτυχε πολύ μεγαλύτερης προστασίας απ’ όσο ήταν απαραίτητο.

211. Επιβάλλεται, επομένως, να εξεταστεί αν οι κοινοτικές αρχές, μη προβλέποντας την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει του επίδικου κανονισμού, ενήργησαν κατά τρόπο αντίθετο προς τις εφαρμοστέες διατάξεις του βασικού κανονισμού και της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Προς τούτο, θα κάνω διάκριση μεταξύ αφενός των κανονισμών 1644/2001 και 160/2002 και αφετέρου του κανονισμού 696/2002, κατά το μέτρο που στηρίζονται σε διαφορετική νομική βάση.

 Α – Επί του κύρους των κανονισμών  1644/2001 et 160/2002

212. Οι κανονισμοί 1644/2001 και 160/2002 εκδόθηκαν βάσει του κανονισμού 1515/2001. Υπενθυμίζω ότι ο κανονισμός αυτός επιτρέπει στην Κοινότητα να ευθυγραμμίζει ένα μέτρο που έχει ληφθεί δυνάμει του βασικού κανονισμού προς τις συστάσεις και τις αποφάσεις του ΟΕΔ σε θέματα αντιντάμπινγκ.

213. Με τον κανονισμό 1644/2001 τροποποιήθηκαν, υπενθυμίζω, οι διαπιστώσεις που περιέχει ο επίδικος κανονισμός όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ινδία, σύμφωνα με τις συστάσεις του ΟΕΔ. Κατόπιν της επανεξετάσεως, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι, όσον αφορά τις συγκεκριμένες εισαγωγές, η πρακτική ντάμπινγκ ήταν λιγότερο εκτεταμένη και, ως εκ τούτου, τροποποίησε το ποσοστού του δασμού αντιντάμπινγκ που είχε επιβληθεί με τον επίδικο κανονισμό.

214. Με τον κανονισμό 160/2002, περατώθηκε η διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές από το Πακιστάν, κατά το μέτρο που από τον αναθεωρημένο υπολογισμό προέκυψε ότι καμία πακιστανική εταιρία δεν ακολούθησε πρακτική ντάμπινγκ κατά τις εξαγωγές του εν λόγω προϊόντος.

215. Σε κανέναν από τους δύο κανονισμού δεν προβλέπεται επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν βάσει του επίδικου κανονισμού. Ωστόσο, αντιθέτως προς την προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η άποψή μου είναι ότι τα κοινοτικά όργανα δεν ήταν εν προκειμένω υποχρεωμένα να προβούν σε επιστροφή των δασμών.

216. Πράγματι, το άρθρο 3 του κανονισμού 1515/2001 ρητώς ορίζει ότι «[τ]α μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τον [κανονισμό αυτόν] αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους και δεν χρησιμεύουν ως βάση για την επιστροφή δασμών που έχουν εισπραχθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, εκτός αν άλλως ορίζεται» (121). Ο δικαιολογητικός λόγος της διατάξεως αυτής, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού αυτού, είναι ότι οι συστάσεις και οι αποφάσεις του ΟΕΔ ισχύουν μόνο για το μέλλον. Η μόνη υποχρέωση που το Μνημόνιο Συμφωνίας επιβάλλει στο οικείο μέλος είναι να συμμορφωθεί προς τις εν λόγω συστάσεις και αποφάσεις είτε αμέσως είτε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος (122).

217. Επομένως, το Συμβούλιο, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που υπέχει από τη Συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ, όφειλε μόνο να ευθυγραμμίσει τον επίδικο κανονισμό προς τα συμπεράσματα του ΟΕΔ. Ουδόλως ήταν υποχρεωμένο να προσδώσει αναδρομική ισχύ στον αναθεωρημένο υπολογισμό των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές από την Ινδία και το Πακιστάν.

 Β – Επί του κύρους του κανονισμού 696/2002

218. Αντιθέτως προς τους κανονισμού 1644/2001 και 160/2002, ο κανονισμός 696/2002 δεν εκδόθηκε για την τροποποίηση του επίδικου κανονισμού κατόπιν των συστάσεων και των αποφάσεων του ΟΕΔ. Με τον κανονισμό αυτόν απλώς επικυρώθηκε ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές από την Ινδία, όπως ο δασμός αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1644/2001. Αποκλειστικός σκοπός της εν λόγω επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού ήταν η προσαρμογή για το μέλλον των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές πανικών κρεβατιού μετά την κατάργηση των μέτρων που είχαν επιβληθεί στις εισαγωγές από το Πακιστάν και τη λήξη ισχύος των μέτρων που είχαν επιβληθεί στις εισαγωγές από την Αίγυπτο (123). Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο ουδόλως ήταν υποχρεωμένο, κατά την άποψή μου, να προβεί, στο πλαίσιο της επανεξετάσεως, σε επιστροφή των δασμών που είχαν επιβληθεί δυνάμει του επίδικου κανονισμού.

219. Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, η άποψή μου είναι, κατά συνέπεια, ότι οι κοινοτικές αρχές δεν ενήργησαν κατά τρόπο αντίθετο προς τις εφαρμοστέες διατάξεις του βασικού κανονισμού και της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, επειδή δεν προέβησαν, με τους μεταγενέστερους κανονισμούς, σε επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν δυνάμει του επίδικου κανονισμού.

VII – Επί των συνεπειών της ακυρώσεως του επίδικου κανονισμού

220. Με το πέμπτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει με ποια διαδικασία θα επιστραφούν οι δασμοί αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν δυνάμει του επίδικου κανονισμού.

221. Όσον αφορά το ποσό των δασμών αντιντάμπινγκ που πρέπει να επιστραφεί, φρονώ ότι, δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ απόκειται στα αρμόδια όργανα της Κοινότητας να το καθορίσουν. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, τα κοινοτικά όργανα να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση της προδικαστικής αποφάσεως (124).

222. Καθόσον διαπιστώθηκε η ακυρότητα του άρθρου 1 του επίδικου κανονισμού, διότι εφαρμόζει εσφαλμένη μέθοδο υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, φρονώ ότι οι αρμόδιες κοινοτικές αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν τον επίδικο κανονισμό και να υπολογίσουν εκ νέου, βάσει των στοιχείων που συνέλεξαν κατά την αρχική έρευνα, το περιθώριο ντάμπινγκ στις εισαγωγές από την Ινδία, την Αίγυπτο και το Πακιστάν.

223. Αν αποδειχθεί ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των οριστικών δασμών έχει εξαλειφθεί ή μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο καταβληθέντος δασμού αντιντάμπινγκ, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να τροποποιήσουν το ποσοστό του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον επίδικο κανονισμό και να ενημερώσουν συναφώς την αρμόδια εθνική αρχή σχετικά με το ποσό των δασμών αντιντάμπινγκ που πρέπει να επιστραφεί.

224. Όσον αφορά τους δικαιούχους της επιστροφής, κατά την άποψή μου κάθε εισαγωγέας που κατέβαλε δασμούς δυνάμει του επίδικου κανονισμού πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση επιστροφής δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι οι δασμοί καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.

225. Πράγματι, το άρθρο 11 του κανονισμού αυτού, με τον τίτλο «Διάρκεια ισχύος, επανεξέταση και επιστροφές» ορίζει στην παράγραφο 8 ότι «ένας εισαγωγέας δύναται να ζητήσει την επιστροφή δασμών που έχουν ήδη εισπραχθεί, εφόσον αποδεικνύεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των δασμών έχει εξαλειφθεί ή μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού».

226. Κατά την άποψή μου, το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής δεν περιορίζεται μόνον στις περιπτώσεις που η Επιτροπή κίνησε διαδικασία επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφοι 2 έως 7, του εν λόγω κανονισμού. Θεωρώ, επομένως, ότι η διάταξη αυτή πρέπει να καλύπτει και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Δικαστήριο διαπιστώνει με απόφασή του την ακυρότητα της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και ότι το εν λόγω περιθώριο έχει εξαλειφθεί ή μειωθεί .

VIII – Πρόταση

227. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division τις εξής απαντήσεις:

«1)      Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2398/97 του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 1997, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν πάσχει ακυρότητα, καθόσον το Συμβούλιο, κατά τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ στις επίδικες στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς εισαγωγές, εφάρμοσε τη μέθοδο του «μηδενισμού» των αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ ως προς ορισμένα σχέδια.

2)      Απόκειται στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να λάβουν τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση της παρούσας προδικαστικής αποφάσεως.

3)      Οι εισαγωγείς που κατέβαλαν δασμούς δυνάμει του κανονισμού 2398/97 πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση επιστροφής, σύμφωνα με το άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 336, σ. 103.


3 – ΕΕ 1994, L 336, σ. 234.


4 – ΕΕ L 336, σ. 1.


5 – Βλ. επίσης το άρθρο XVI της ίδιας συμφωνίας, το οποίο στην παράγραφο 4 ορίζει ότι «[κ]άθε κράτος μέλος υποχρεούται να διασφαλίζει ότι οι νόμοι, οι ρυθμίσεις και οι διοικητικές του διαδικασίες συμβαδίζουν με τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές προβλέπονται στις επισυναπτόμενες συμφωνίες».


6 – Στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για τα άρθρα 2.2.2, στοιχείο ii, 2.4.2 και 3.4 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Για λόγους σαφήνειας, θα διευκρινίσω το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών στο πλαίσιο της αναλύσεώς μου.


7 – Σύμφωνα με το άρθρο IV, παράγραφος 3, της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ, τα σχετικά καθήκοντα αναθέτει το Γενικό Συμβούλιο του ΠΟΕ, αποτελούμενο από εκπροσώπους όλων των μερών.


8 – Κανονισμός της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός).


9 – Βλ. την πέμπτη αιτιολογική σκέψη.


10 – Βλ. τα άρθρα 6, 7 και 9 του βασικού κανονισμού. Για περισσότερη ευκολία, η αναφορά στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο, όσον αφορά την εκπλήρωση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, θα γίνεται με την κοινή ονομασία «κοινοτικές αρχές» ή «κοινοτικά όργανα».


11 – Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.


12 – Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, η έννοια «κοινοτική βιομηχανία» θεωρείται ότι περιλαμβάνει το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών ομοειδών προϊόντων ή εκείνους εξ αυτών των οποίων αθροιστικά η παραγωγή αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής κοινοτικής παραγωγής των εν λόγω προϊόντων […]». Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, το άθροισμα της παραγωγής πρέπει να αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος.


13 – Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, ως «ομοειδές προϊόν» νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν ή ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, «έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος».


14 – Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, χώρα εξαγωγής θεωρείται κατά κανόνα η χώρα καταγωγής.


15 – Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 12, του ίδιου κανονισμού.


16 – Πριν από την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, τα κοινοτικά όργανα προβαίνουν στην εκτίμηση διαφόρων διισταμένων συμφερόντων και λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον τα συμφέροντα των εξαγωγέων και εισαγωγέων, που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας, αλλά επίσης τα συμφέροντα της κοινοτικής βιομηχανίας, των χρηστών και των καταναλωτών. Η στάθμιση των διαφόρων συμφερόντων αποτυπώνεται στο κείμενο του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που είναι απαραίτητο για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται η κοινοτική βιομηχανία. Βλ. συναφώς τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, T‑87/98, International Potash Company κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. II‑3179, σκέψη 42), και της 8ης Ιουλίου 2003, T‑132/01, Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, II‑2359, σκέψη 45).


17 – Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, η αρχή αυτή έχει εφαρμογή και ως προς τους προσωρινούς δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβάλλει η Επιτροπή.


18 – Κανονισμός (ΕΚ) 1069/97 της 12ης Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 156, σ. 11, στο εξής: προσωρινός κανονισμός).


19 – Κανονισμός της 28ης Νοεμβρίου 1997, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν (ΕΕ L 332, σ. 1, στο εξής: επίδικος κανονισμός).


20 – Το αίτημα για διεξαγωγή διαβουλεύσεων υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 4 του Μνημονίου Συμφωνίας, του άρθρου XXIII της GATT του 1994 και του άρθρου 17 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ.


21 – Βλ. την έκθεση «Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Δασμοί αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών πανικών κρεβατιού καταγωγής Ινδίας», στον διαδικτυακό τόπο του ΠΟΕ (http://www.wto.org, υπό τον αριθμό WT/DS141/R).


22 – Βλ. την έκθεση «Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Δασμοί αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών βαμβακερών πανικών κρεβατιού από την Ινδία», που είναι διαθέσιμη στον διαδικτυακό τόπο του ΠΟΕ (http://www.wto.org, υπό τον αριθμό WT/DS141/AB/R).


23 – ΕΕ L 201, σ. 10.


24 – Κανονισμός για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) 2398/97, περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν και για την αναστολή της εφαρμογής του όσον αφορά τις εισαγωγές καταγωγής Ινδίας (ΕΕ L 219, σ. 1).


25 – Άρθρο 1 του κανονισμού 1644/2001.


26 – Άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού.


27 – Κανονισμός της 28ης Ιανουαρίου 2002, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2398/97 του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν, και για την περάτωση της διαδικασίας όσον αφορά τις εισαγωγές, καταγωγής (ΕΕ L 26, σ. 1).


28 – Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 160/2002, ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές πανικών κρεβατιού καταγωγής Αιγύπτου έληξε πράγματι στις 28 Φεβρουαρίου 2002, αφού κανένα αίτημα επανεξετάσεως δεν υποβλήθηκε στην Επιτροπή εντός της τασσόμενης από τον κανονισμό αυτόν προθεσμίας.


29 – Η διάταξη αυτή επιτρέπει στις κοινοτικές αρχές να επανεξετάζουν, εφόσον αυτό δικαιολογείται, την ανάγκη διατηρήσεως των μέτρων σε ισχύ (π.χ., όταν υπάρχει σημαντική μεταβολή των σχετικών με το ντάμπινγκ και τη ζημία).


30 – Κανονισμός της 22ας Απριλίου 2002, για την επιβεβαίωση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού καταγωγής Ινδίας με τον κανονισμό 2398/97, όπως τροποποιήθηκε και ανεστάλη με τον κανονισμό 1644/2001 (ΕΕ L 109, p. 3).


31 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1).


32 – C‑76/00 P, Συλλογή 2003, σ. I‑79.


33 – Σκέψη 56.


34 – C‑69/89, Συλλογή 1991, σ. I‑2069. Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι απόκειται σε αυτό να ελέγξει τη νομιμότητα της συμπεριφοράς των κοινοτικών οργάνων υπό το πρίσμα των κανόνων της GATT του 1947, οσάκις η Κοινότητα προβαίνει σε εκτέλεση ειδικής υποχρεώσεως που υπέχει στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Πρόκειται για μία από τις δύο εξαιρέσεις από την κλασική νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία οι κανόνες του ΠΟΕ, λόγω της φύσεώς τους και της οικονομίας τους, δεν περιλαμβάνονται, καταρχήν, τους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1999, C-149/96, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I-8395, σκέψη 47· απόφαση της 12ης Μαρτίου 2002, C-27/00 και C‑122/00, Omega Air κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. I-2569, σκέψη 93· προπαρατεθείσα απόφαση Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 53· απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑93/02 P, Biret International κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑10497, σκέψη 52· και απόφαση της 1ης Μαρτίου 2005, C‑377/02, Van Parys (Συλλογή 2005, σ. I‑1465, σκέψη 39)· βλ. επίσης απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑151/00, Laboratoire du Bain κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 102. Η δεύτερη εξαίρεση, την οποία το Δικαστήριο διαμόρφωσε με την απόφαση της 22ας Ιουνίου 1989, 70/87, Fediol κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 1781, σκέψεις 19 έως 22), αφορά την περίπτωση κατά την οποία η κοινοτική πράξη παραπέμπει ρητώς σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΠΟΕ (βλ., μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις συμφωνίες ΠΟΕ, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, σκέψη 49, και Biret International κατά Συμβουλίου, σκέψη 53).


35 – Το κείμενο της Συμβάσεως είναι διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο: http://untreaty.un.org/ilc/texts/instruments/francais/traites/1_1_1969_francais.pdf.


36 – Η υπογράμμιση δική μου.


37 – Βλ., συναφώς, τα άρθρα II, παράγραφος 2, και XVI, παράγραφος 4, της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ.


38 – Βλ., ιδίως, την απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1963, 26/62, Van Gend & Loos (Συλλογή ειδ. εκδ., τ. 1954-1964, σ. 863).


39 – Παράγραφος 3 του προοιμίου της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (η υπογράμμιση δική μου).


40 – Βλ. την πρώτη και την τρίτη αιτιολογική σκέψη της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ, καθώς και το προοίμιο της GATT του 1994.


41 – Βλ. επίσης το άρθρο 17, παράγραφος 6, στοιχείο ii, της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ (η υπογράμμιση δική μου).


42 – Κατά το άρθρο IV, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ, η υπουργική συνδιάσκεψη απαρτίζεται από εκπροσώπους όλων των μελών του ΠΟΕ. Είναι αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων επί όλων των θεμάτων που εντάσσονται στο πλαίσιο των πολυμερών εμπορικών συμφωνιών και καθορίζει τον πολιτικό προσανατολισμό του ΠΟΕ.


43 – Κατά το άρθρο IV, παράγραφοι 2, 3 και 4, της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ, το Γενικό Συμβούλιο αποτελείται από εκπροσώπους όλων των μελών του ΠΟΕ. Αποτελεί το όργανο ελέγχου των εμπορικών πολιτικών και, μεταξύ άλλων, ορίζει τα καθήκοντα του οργάνου επιλύσεως διαφορών.


44 – Γνωμοδότηση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1991, σχετικά με «Σχέδιο Συμφωνίας μεταξύ της Κοινότητας, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών, αφετέρου, σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου» (Συλλογή 1991, σ. I‑6079). Η γνωμοδότηση αφορούσε ιδίως το ζήτημα αν το σύστημα δικαστικού ελέγχου που επρόκειτο να καθιερωθεί με τη συμφωνία αυτή συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ΕΟΚ.


45 – Σκέψη 39.


46 – Σκέψη 40.


47 – Σκέψη 42.


48 – Σκέψη 45.


49 – Σκέψη 46.


50 – Σχετικά με τις βελτιώσεις που επήλθαν στον μηχανισμό επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ, βλ., μεταξύ άλλων, τα άρθρα των Cottier, T., «Dispute settlement in the World Trade Organization: characteristics and structural implications for the European Union», Common Market Law Review, 1998, σ. 325, de Eeckout, P., «The domestic legal status of the WTO agreement: interconnecting legal systems», Common Market Law Review, 1997, σ. 37, και του de Paemen, H., «The significance of the Uruguay Round», στο Bourgeois J.H.J., Berrod, F. et Gippini Fournier, E., The Uruguay Round Results, European Interuniversity Press, Βρυξέλλες, 1995, σ. 33, ειδικότερα σ. 39.


51 – Έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι η ειδική ομάδα, με την έκθεση «Ηνωμένες Πολιτείες – Νόμοι, κανονιστικές ρυθμίσεις και μέθοδος υπολογισμού των περιθωρίων ντάμπινγκ (μηδενισμός)», την οποία κατάρτισε στις 31 Οκτωβρίου 2005 και η οποία είναι διαθέσιμη στον διαδικτυακό τόπο του ΠΟΕ (http://www.wto.org, υπό τον αριθμό WT/DS294/R), έκρινε ότι δεν δεσμεύεται από τις προηγούμενες συστάσεις του δευτεροβάθμιου οργάνου (σημείο 7.30).


52 – Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 7, του Μνημονίου Συμφωνίας.


53 – Βλ. άρθρο 21, παράγραφος 1.


54 – Βλ. άρθρο 22, παράγραφος 1.


55 – Βλ. άρθρα 3, παράγραφος 7, και 22, παράγραφος 1.


56 – Βλ. άρθρο 21, παράγραφος 6.


57 – Βλ., μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση Van Parys (σκέψεις 48 και 51).


58 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 1996, Τ‑162/94, NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-427, σκέψη 72, της 29ης Ιανουαρίου 1998, T-97/95, Sinochem κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-85, σκέψη 51, της 17ης Ιουλίου 1998, T-118/96, Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2991, σκέψη 32, και της 4ης Ιουλίου 2002, Τ‑340/99, Mathisen κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-2905, σκέψη 53.


59 – Βλ., π.χ., την προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Mathisen κατά Συμβουλίου, σκέψη 114.


60 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1987, 240/84, Toyo κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1809, σκέψη 19, και 255/84, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1861, σκέψη 21.


61 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Μαρτίου 1990, C‑156/87, Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. I‑781, σκέψη 43, της 11ης Ιουλίου 1990, C‑305/86 και C‑160/87, Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. I‑2945, σκέψεις 48 επ., και C‑320/86 και C‑188/87, Stanko France κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. I‑3013), και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑164/94, Ferchimex κατά Συμβουλίου, σ. II‑2681.


62 – Βλ., π.χ., την προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Toyo κατά Συμβουλίου, σκέψη 19, καθώς και την προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, σκέψη 33, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Οκτωβρίου 1998, Τ-2/95, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-3939, σκέψη 292, και τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 49, και Mathisen κατά Συμβουλίου, σκέψη 54.


63 – Προπαρατεθείσα απόφαση Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, σκέψη 306.


64 – Βλ., π.χ., την προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου International Potash Company κατά Συμβουλίου, σκέψη 65, και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑134/03, Common Market Fertilizers κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 156.


65 – Κατά το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή οφείλει να ενημερώνει τους ενδιαφερομένους, κατόπιν αιτήματός τους, σχετικά με τα κύρια στοιχεία και εκτιμήσεις βάσει των οποίων έλαβε μέτρα, καθόσον διασφαλίζεται η τήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου.


66 – Η υπογράμμιση δική μου.


67 – Υπενθυμίζω ότι κατά το άρθρο 2.1 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ «ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, […] αν η τιμή εξαγωγής του προϊόντος που εξάγεται από μία χώρα σε μια άλλη είναι κατώτερη της αντίστοιχης τιμής που εφαρμόζεται υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας για ομοειδές προϊόν, όταν το τελευταίο προορίζεται για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής» (η υπογράμμιση δική μου).


68 – Η υπογράμμιση δική μου.


69 – Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία καθορίζεται καταρχήν βάσει των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος για εγχώρια κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι ο όγκος των εν λόγω πωλήσεων αντιπροσωπεύει ποσοστό 5 % τουλάχιστον του όγκου πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος προς την Κοινότητα. Οι πωλήσεις αυτές ονομάζονται «αντιπροσωπευτικές».


70 – Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, C‑175/87, Matsushita Electric κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑1409, σκέψη 32).


71 – Προπαρατεθείσα απόφαση Nakajima κατά Συμβουλίου, σκέψεις 35 και 61.


72 – Η διάταξη αυτή ορίζει:


«[…] τα ποσά που αντιστοιχούν στα γενικά και διοικητικά έξοδα, στα έξοδα πωλήσεων και στα κέρδη υπολογίζονται με βάση τα πραγματικά στοιχεία τα σχετικά με την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας από τον εξαγωγέα ή τον παραγωγό τον οποίον αφορά η έρευνα. Σε περίπτωση που τα εν λόγω ποσά δεν είναι δυνατό να υπολογιστούν με τον ανωτέρω τρόπο, αυτά είναι δυνατό να υπολογίζονται με βάση:


[…]


ii) τον σταθμισμένο μέσο όρο των πραγματικών ποσών για τα οποία έχουν δεσμευθεί και τα οποία έχουν εισπράξει άλλοι εξαγωγείς ή παραγωγοί τους οποίους αφορά η έρευνα σε σχέση με την παραγωγή και τις πωλήσεις ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής


[…]» (η υπογράμμιση δική μου).


73 – Βλ. σημεία 8 έως 17.


74 – Η διάταξη αυτή επιτρέπει στις αρμόδιες για την έρευνα αρχές να χρησιμοποιούν τη μέθοδο της δειγματοληψίας, όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών. Επομένως, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής.


75 – Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 15 επ. του προσωρινού κανονισμού.


76 – Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 23 επ. του προσωρινού κανονισμού και την αιτιολογική σκέψη 18 του επίδικου κανονισμού, όπου διευκρινίζεται ότι η πλειονότητα των συνεργαζόμενων ινδικών εταιρειών είναι εταιρείες εξαγωγής που δεν πραγματοποιούν εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος. Μόνο δύο ινδοί παραγωγοί/εξαγωγείς δήλωσαν κατά την επιλογή ότι είχαν πραγματοποιήσει εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος. Ωστόσο, η έρευνα αποκάλυψε ότι μόνον ο ένας εξ αυτών είχε πραγματοποιήσει αντιπροσωπευτικές πωλήσεις.


77 – Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 33 επ. του προσωρινού κανονισμού.


78 – Βλ. σημείο 11 των γραπτών παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της κύριας δίκης. Η εν λόγω προσφεύγουσα επικαλείται, μεταξύ άλλων, τη χρήση του πληθυντικού των όρων «ποσών» και «άλλους εξαγωγείς ή παραγωγούς», καθώς και της έννοιας του «σταθμισμένου μέσου όρου» των «ποσών».


79 – Βλ. σημείο 61 των παρατηρήσεων του Συμβουλίου.


80 – Προκύπτει, πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 18 του επίδικου κανονισμού ότι το περιθώριο κέρδους που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της κανονικής αξίας αντιστοιχεί στο μέσο σταθμισμένο κέρδος που πραγματοποίησε η εν λόγω ινδική εταιρεία από τις επικερδείς εγχώριες πωλήσεις της.


81 – Σημείο 12.


82 – Βλ. Επίσης την αιτιολογική σκέψη 6 του βασικού κανονισμού, όπου διευκρινίζεται ότι «σε όλες τις περιπτώσεις ο υπολογισμός βασίζεται σε αντιπροσωπευτικές πωλήσεις στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων […]» (η υπογράμμιση δική μου).


83 – Συλλογή 1992, σ. I‑677.


84 – Σκέψη 13. Βλ., επίσης, την προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, σκέψη 47 (η υπογράμμιση δική μου).


85 – Με την αιτιολογική σκέψη 74 του κανονισμού 1644/2001, το Συμβούλιο αναγνωρίζει ότι η μέθοδος αυτή δεν είναι κατάλληλη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά το Συμβούλιο, η μέθοδος αυτή συνεπάγεται διακριτική μεταχείριση μεταξύ, αφενός, των εξαγωγέων για τους οποίους γίνεται χρήση του περιθωρίου κέρδους που πραγματοποίησαν με τις πωλήσεις κατά τις συνήθεις συναλλαγές και, αφετέρου, των εξαγωγέων που υπάγονται στο άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, για τους οποίους χρησιμοποιείται ο σταθμισμένος μέσος όρος των εξόδων ΕΔΓ και των κερδών που πραγματοποιήθηκαν με βάση το σύνολο των πωλήσεων.


86 – Για να είναι «δίκαιη», η σύγκριση αυτή πρέπει να γίνει, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών, όπως είναι οι συνθήκες πωλήσεως και η φορολογία επί του προϊόντος, τα φυσικά χαρακτηριστικά του ή, ακόμη, οι μετατροπές νομισμάτων.


87 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 49.


88 – Το άρθρο 2.4.2 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ ορίζει τα εξής:


«[…] η ύπαρξη περιθωρίων ντάμπινγκ κατά το στάδιο της έρευνας κρίνεται καταρχήν με βάση τη σύγκριση κάποιας σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας με το σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών που έχουν ισχύσει για όλες τις ανάλογες εξαγωγικές πράξεις ή με βάση τη σύγκριση της κανονικής αξίας με τις τιμές εξαγωγής για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά. Η κανονική αξία, η οποία έχει προκύψει από τη στάθμιση των μέσων όρων, είναι δυνατό να συγκρίνεται με τις τιμές των επιμέρους εξαγωγικών πράξεων, εφόσον οι αρχές διαπιστώνουν ότι οι τιμές εξαγωγής διαφέρουν συστηματικά και σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με την ταυτότητα του αγοραστή, την περιφέρεια ή τη χρονική περίοδο και εφόσον εξηγείται ο λόγος για τον οποίον οι διαφορές αυτού του είδους δεν είναι δυνατό να ληφθούν καταλλήλως υπόψη μέσω της σύγκρισης των σταθμισμένων μέσων όρων μεταξύ τους ή μέσω της σύγκρισης της μίας συναλλαγής με την άλλη».


89 – Βλ., μεταξύ άλλων, το σημείο 63 των παρατηρήσεων του Συμβουλίου και το σημείο 21 των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της κύριας δίκης.


90 – Άλλωστε, το ζήτημα αυτό αποτέλεσε ρητώς αντικείμενο προδικαστικού ερωτήματος σχετικού με την εκτίμηση του κύρους του επίδικου κανονισμού, το οποίο υπέβαλε το Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Metro International GmbH και τους Hauptzollamt Düsseldorf (C‑245/05).


91 – Βλ. σημεία 108 και 109 των προτάσεών μου.


92 – Το αποτέλεσμα, επομένως, είναι θετικό περιθώριο ντάμπινγκ, όταν υπάρχει σχετική πρακτική, και αρνητικό περιθώριο ντάμπινγκ, όταν δεν υπάρχει τέτοια πρακτική. Τα θετικά και τα αρνητικά ποσά που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό δείχνουν ακριβώς κατά πόσον η τιμή εξαγωγής είναι ανώτερη ή κατώτερη της κανονικής αξίας.


93 – Βλ. σημείο 22 των παρατηρήσεών της.


94 – Βλ. την έκθεση που παρατίθεται στην υποσημείωση 51 των προτάσεών μου.


95 – Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 11, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, καθώς και τη σκέψη 11 (υπό 110) της προπαρατεθείσας αποφάσεως Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου.


96 – Βλ. σκέψη 23 της αποφάσεως.


97– Υπενθυμίζω ότι στο προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας καταλέγονται διάφορα σχέδια πανικών κρεβατιού, τα οποία οι αρμόδιες για την έρευνα αρχές θεωρούν ότι δύνανται να υποκατασταθούν (βλ. την αιτιολογική σκέψη 10 του προσωρινού κανονισμού).


98 –      Χρησιμοποίησα απόλυτες τιμές για τα περιθώρια ντάμπινγκ, παρά το γεγονός ότι τα περιθώρια αυτά κανονικά εκφράζονται ως ποσοστό επί της κοινοτικής τιμής «ελεύθερο στα σύνορα», την οποία δεν λαμβάνων υπόψη στα παραδείγματα αυτά.


99 – Η υπογράμμιση δική μου.


100 – Σημείο 65.


101 – Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, η έννοια «κοινοτική βιομηχανία» θεωρείται ότι περιλαμβάνει το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών ομοειδών προϊόντων ή εκείνους εξ αυτών των οποίων αθροιστικά η παραγωγή αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής κοινοτικής παραγωγής των εν λόγω προϊόντων.


102 – Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.


103 – Στους εν λόγω οικονομικούς παράγοντες και δείκτες καταλέγονται «το γεγονός ότι η μια βιομηχανία εξακολουθεί να διέρχεται φάση ανάκτησης των δυνάμεών της μετά τις συνέπειες από παλαιότερες πρακτικές ντάμπινγκ ή επιδοτήσεις, το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, η πραγματική ή δυνητική μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης ικανότητας».


104– Στους παράγοντες αυτούς καταλέγονται «οι πραγματικές ή δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις».


105– Κατά το άρθρο 3.4 της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, «[η] εξέταση των συνεπειών των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ για τον εκάστοτε εγχώριο κλάδο παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων, καθώς και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση του αντίστοιχου κλάδου παραγωγής, στους οποίους περιλαμβάνονται: η πραγματική ή ενδεχόμενη μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων ή της χρησιμοποίησης της ικανότητας, οι παράγοντες που επηρεάζουν τις εγχώριες τιμές, το μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ, οι πραγματικές ή ενδεχόμενες επιπτώσεις για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η ανωτέρω απαρίθμηση έχει ενδεικτικό χαρακτήρα και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων».


106 – Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 52 έως 57 του προσωρινού κανονισμού.


107 – Βλ. υποσημείωση 74.


108 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 61 του προσωρινού κανονισμού.


109 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 81 του προσωρινού κανονισμού.


110 – Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 40 επ. του επίδικου κανονισμού.


111 – Βλ., π.χ., την αιτιολογική σκέψη 82 του προσωρινού κανονισμού, όπου αναφέρεται ότι ο όγκος των πωλήσεων στην Κοινότητα μειώθηκε κατά 17 % κατά την περίοδο της έρευνας, ενώ οι πωλήσεις των παραγωγών της κοινοτικής βιομηχανίας που επιλέχθηκαν στη δειγματοληψία μειώθηκαν κατά 1,5 %.


112 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 40 του επίδικου κανονισμού, καθώς και το σημείο 69 των παρατηρήσεων του Συμβουλίου.


113 – Βλ. την αιτιολογική σκέψη 51 του εν λόγω κανονισμού.


114 – Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 81 έως 94 του προσωρινού κανονισμού.


115 – Βλ. σημεία 27 έως 30.


116 – Η υπογράμμιση δική μου.


117 – Βλ. υποσημείωση 115 των προτάσεών μου.


118 – Βλ. σημεία 128 και 129 των προτάσεών μου.


119 – Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 64 επ. του προσωρινού κανονισμού.


120–   Βλ. σημεία 47 επ.


121 – Η υπογράμμιση δική μου.


122 – Βλ., μεταξύ άλλων, άρθρου 21, παράγραφος 3, του Μνημονίου Συμφωνίας.


123 – Η επανεξέταση αυτή ήταν αναγκαία κατά το μέτρο που ο προσδιορισμός της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου στο πλαίσιο του επίδικου κανονισμού, στηρίχθηκε στην εξέταση του κοινού αντίκτυπου των εισαγωγών από την Ινδία, την Αίγυπτο και το Πακιστάν (βλ. αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 696/2002).


124 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαΐου 1999, T‑220/97, H & R Ecroyd κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑1677, σκέψη 49).