ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

L. A. GEELHOED

της 19ης Ιανουαρίου 2006 1(1)

Υπόθεση C-289/04 P

Showa Denko KK

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Ηλεκτρόδια γραφίτη – Άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Ανακοίνωση περί συνεργασίας»





I –    Εισαγωγή

1.     Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Showa Denko KK (στο εξής: SDK ή αναιρεσείουσα) ζητεί να αναιρεθεί η απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-236/01, T-239/01, T-244/01 έως T-246/01, T-251/01 και T-252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που δεν εξαλείφει πλήρως τον «αποτρεπτικό πολλαπλασιαστή» τον οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε στο πρόστιμο που επέβαλε στην αναιρεσείουσα.

2.     Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο μείωσε το πρόστιμο που είχε επιβληθεί στην αναιρεσείουσα με την απόφαση 2002/271/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2001, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Υπόθεση COMP/E-1/36.490 – Ηλεκτρόδια γραφίτη (2) (στο εξής: επίμαχη απόφαση).

II – Οι σχετικές διατάξεις

Ο κανονισμός 17

3.     Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των τώρα άρθρων 81 EK και 82 EK (3) (στο εξής: κανονισμός 17) ορίζει:

«Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους χιλίων μέχρις ενός εκατομμυρίου λογιστικών μονάδων, ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση, όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του [άρθρου 81], παράγραφος 1, ή του άρθρου [82] της Συνθήκης·

[…]

Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψη, εκτός από την σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της.»

Οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων

4.     Η ανακοίνωση της Επιτροπής υπό τον τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ» (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) εκθέτει στο προοίμιό της:

«Σκοπός των αρχών που διέπουν τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές είναι να καταστεί δυνατή η διασφάλιση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας των αποφάσεων της Επιτροπής, τόσο έναντι των επιχειρήσεων, όσο και έναντι του Δικαστηρίου, και παράλληλα να κατοχυρωθεί η διακριτική ευχέρεια που ο νομοθέτης έχει παραχωρήσει στην Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, με ανώτατο όριο το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Η άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας θα πρέπει, ωστόσο, να εντάσσεται σε μια συνεκτική και απαλλαγμένη από αυθαίρετες διακρίσεις πολιτική, η οποία να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη στους στόχους της καταστολής των παραβιάσεων των κανόνων ανταγωνισμού.

Η νέα μέθοδος η οποία θα εφαρμόζεται για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων θα πρέπει στο εξής να ακολουθεί το ακόλουθο σύστημα, το οποίο στηρίζεται στον προσδιορισμό ενός βασικού ποσού επί του οποίου εφαρμόζονται προσαυξήσεις, εάν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, και μειώσεις, εάν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά και το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η επίμαχη απόφαση

5.     Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο συνόψισε τα πραγματικά περιστατικά ως εξής:

«1      Με την απόφαση 2002/271 […] η Επιτροπή διαπίστωσε τη συμμετοχή διαφόρων επιχειρήσεων σε σειρά συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο […], στον τομέα των ηλεκτροδίων γραφίτη.

2      Τα ηλεκτρόδια γραφίτη χρησιμοποιούνται κυρίως για την παραγωγή χάλυβα σε ηλεκτροκαμίνους. Η παραγωγή χάλυβα σε ηλεκτροκαμίνους συνίσταται κυρίως σε διαδικασία ανακύκλωσης μέσω της οποίας τα απορρίμματα χάλυβα μετατρέπονται σε νέο χάλυβα, σε αντίθεση με την παραδοσιακή μέθοδο χρησιμοποίησης υψικαμίνου οξυγόνου για την παραγωγή χάλυβα από σιδηρομετάλλευμα. Σε μια συνήθη ηλεκτροκάμινο που ρευστοποιεί απορρίμματα σιδήρου χρησιμοποιούνται εννέα ηλεκτρόδια, συγκεντρωμένα σε δέσμες των τριών. Λόγω της έντασης της διαδικασίας ρευστοποίησης, αναλώνεται ένα ηλεκτρόδιο ανά οκτώ ώρες περίπου. Ο χρόνος παραγωγής ενός ηλεκτροδίου είναι περίπου δύο μήνες. Δεν υπάρχουν υποκατάστατα για τα ηλεκτρόδια γραφίτη στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας παραγωγής.

3      Η ζήτηση ηλεκτροδίων γραφίτη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την παραγωγή χάλυβα σε ηλεκτροκαμίνους. Οι πελάτες είναι κυρίως παραγωγοί χάλυβα οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 85 % της ζήτησης. Το 1998, η παγκόσμια παραγωγή ακατέργαστου χάλυβα ήταν 800 εκατομμύρια τόνοι, εκ των οποίων 280 εκατομμύρια παρήχθησαν σε ηλεκτροκαμίνους. […]

[…]

5      Κατά τη δεκαετία του 1980, οι τεχνολογικές εξελίξεις οδήγησαν σε σημαντική μείωση της κατανάλωσης ηλεκτροδίων ανά τόνο παραγόμενου χάλυβα. Η χαλυβουργική βιομηχανία γνώρισε επίσης φάση μεγάλης αναδιάρθρωσης κατά την περίοδο αυτή. H μείωση της ζήτησης ηλεκτροδίων οδήγησε σε μια διαδικασία αναδιάρθρωσης της παγκόσμιας βιομηχανίας παραγωγής ηλεκτροδίων. Πολλές εγκαταστάσεις έκλεισαν.

6      Το 2001, εννέα “δυτικοί” παραγωγοί εφοδίασαν την ευρωπαϊκή αγορά με ηλεκτρόδια γραφίτη: […]

7      Στις 5 Ιουνίου 1997, υπάλληλοι της Επιτροπής διενήργησαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου […], ταυτόχρονους απροειδοποίητους ελέγχους […]

8      Την ίδια ημέρα, πράκτορες του Federal Bureau of Investigation (FBI) προέβησαν σε έρευνες στα γραφεία διαφόρων παραγωγών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατόπιν της διεξαγωγής των ερευνών αυτών, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά [της] SDK […] για σύσταση και συμμορία. Όλοι οι κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν την ενοχή τους και συμφώνησαν να καταβάλουν πρόστιμα τα οποία ορίσθηκαν σε […] 32,5 εκατομμύρια USD για την SDK […]

[…]

10      Μια ομάδα αγοραστών που ζητούσε τριπλή αποζημίωση (triple damages) άσκησε στις Ηνωμένες Πολιτείες αγωγή κατά [της] SDK.

11      […] Τον Ιούνιο του 1998 ορισμένοι παραγωγοί χάλυβα άσκησαν στον Καναδά αγωγές κατά [της] SDK λόγω συστάσεως και συμμορίας.

12      Στις 24 Ιανουαρίου 2000, η Επιτροπή διαβίβασε ανακοίνωση αιτιάσεων στις εγκαλούμενες επιχειρήσεις. Η διοικητική διαδικασία κατέληξε στην έκδοση, στις 18 Ιουλίου 2001, της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία προσάπτεται στις προσφεύγουσες επιχειρήσεις […] ότι προέβησαν σε καθορισμό των τιμών, σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς και σε κατανομή των εθνικών και περιφερειακών αγορών του εν λόγω προϊόντος σύμφωνα με την αρχή του “εγχώριου παραγωγού”: η […] SDK […] ήταν υπεύθυν[η] για την Ιαπωνία και για ορισμένες περιοχές της Άπω Ανατολής […].

13      Σύμφωνα πάντοτε με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι κατευθυντήριες αρχές της συμπράξεως ήταν οι ακόλουθες:

–       οι τιμές των ηλεκτροδίων γραφίτη θα καθορίζονταν σε παγκόσμια κλίμακα,

–       οι αποφάσεις σχετικά με τις τιμές κάθε εταιρίας θα λαμβάνονταν αποκλειστικά από τον πρόεδρο ή τους γενικούς διευθυντές,

–       ο “εγχώριος παραγωγός” θα όριζε την τιμή στο “έδαφός” του και οι λοιποί παραγωγοί θα “ακολουθούσαν”,

–       όσον αφορά τις “μη εγχώριες” αγορές, ήτοι τις αγορές στις οποίες δεν υπήρχε “εγχώριος” παραγωγός, οι τιμές θα αποφασίζονταν με συναίνεση,

–       οι μη εγχώριοι παραγωγοί δεν έπρεπε να ασκούν επιθετικό ανταγωνισμό αλλά να εγκαταλείπουν τις “εγχώριες” αγορές των άλλων,

–       δεν προβλεπόταν καμία αύξηση της παραγωγικής ικανότητας (οι Ιάπωνες έπρεπε να μειώσουν την παραγωγική ικανότητά τους),

–       δεν προβλεπόταν καμία μεταφορά τεχνολογίας πέραν του κύκλου των παραγωγών που συμμετείχαν στο καρτέλ.

14      Στη συνέχεια, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες αρχές θεσπίστηκαν στο πλαίσιο συναντήσεων των μελών της συμπράξεως που πραγματοποιούνταν σε διάφορα επίπεδα: συναντήσεις “ανώτατων στελεχών”, συναντήσεις “εργασίας”, συναντήσεις της ομάδας των ευρωπαίων παραγωγών (χωρίς τις ιαπωνικές επιχειρήσεις), εθνικές ή περιφερειακές συναντήσεις σχετικά με ειδικές αγορές και διμερείς επαφές μεταξύ επιχειρήσεων.

[…]

16      Βάσει των διαπιστώσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά και των νομικών εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε στις εγκαλούμενες επιχειρήσεις πρόστιμα, το ποσό των οποίων υπολογίστηκε σύμφωνα με τη μεθοδολογία που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ […] καθώς και στην ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων […].

17      Με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

[…]

SDK: 17,4 εκατομμύρια ευρώ·

[…]

18      Το άρθρο 4 του διατακτικού διατάσσει τις οικείες επιχειρήσεις να καταβάλουν τα πρόστιμα εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι άλλως θα όφειλαν να καταβάλουν τόκους με επιτόκιο 8,04 %.»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

6.     Η Showa Denko, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Οκτωβρίου 2001, και άλλες επιχειρήσεις στις οποίες είχε απευθυνθεί η επίμαχη απόφαση άσκησαν προσφυγές κατά της αποφάσεως αυτής.

7.     Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ως εξής:

«[…]

4)      Στην υπόθεση T-245/01, Showa Denko κατά Επιτροπής:

–       ορίζει το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με το άρθρο 3 της αποφάσεως 2002/271 στα 10 440 000 ευρώ·

–       απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά·

[…]»

V –    Η αίτηση αναιρέσεως

8.     Η Showa Denko ζητεί από το Δικαστήριο:

–       να αναιρέσει εν μέρει την απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-245/01·

–       να μειώσει σε 6 960 000 ευρώ το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα ή να το μειώσει στο ποσό που το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξουσίας του εκτιμήσεως, θα κρίνει κατάλληλο·

–       να διατάξει οποιοδήποτε άλλο μέτρο κρίνει κατάλληλο ·

–       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

9.     Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–       να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–       να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

VI – Οι λόγοι αναιρέσεως

10.   Η SDK προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως, μερικοί από τους οποίους έχουν διάφορα σκέλη. Περιγράφει τους λόγους αναιρέσεως ως ακολούθως: το Πρωτοδικείο, μη εξαλείφοντας τον αυθαίρετο «αποτρεπτικό συντελεστή» που εφαρμόστηκε στην αναιρεσείουσα, βασίζοντας τον «αποτρεπτικό συντελεστή» στον παγκόσμιο κύκλο των πάσης φύσεως εργασιών της αναιρεσείουσας σε άσχετες αγορές και στηρίζοντας το «βασικό πρόστιμο» στο παγκόσμιο μερίδιο αγοράς και στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών, χωρίς να προσαρμόσει το πρόστιμο για να ληφθούν υπόψη πρόστιμα και υποχρεώσεις αποζημιώσεως στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπέπεσε σε νομική πλάνη, παραβίασε τις αρχές της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων και της αναλογικότητας και δεν παρέθεσε προσήκουσα αιτιολογία.

11.   Οι λόγοι αναιρέσεως έχουν ως εξής:

–       με τον πρώτο προβάλλονται νομική πλάνη και έλλειψη αιτιολογίας κατά το μέρος που το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ότι, κατ’ αρχήν, στην αναιρεσείουσα μπορούσε να εφαρμοστεί «αποτρεπτικός», συντελεστής, στηριζόμενος στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών·

–       με τον δεύτερο προβάλλονται νομική πλάνη και έλλειψη αιτιολογίας σχετικά με τον «αποτρεπτικό» συντελεστή που εφαρμόστηκε στην αναιρεσείουσα·

–       με τον τρίτο προβάλλονται νομική πλάνη και έλλειψη αιτιολογίας κατά το μέρος που το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα ότι η Επιτροπή, όταν υπολόγισε το «βασικό» πρόστιμο, δεν όφειλε να λάβει υπόψη πρόστιμα και υποχρεώσεις της αναιρεσείουσας που της επιβλήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες·

–       με τον τέταρτο προβάλλεται προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας για δίκαιη δίκη.

VII – Ανάλυση

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

12.   Στις προτάσεις που ανέπτυξα σήμερα στην υπόθεση C-308/04, σημείωσα ότι η αποτροπή, ως στοιχείο που έχει σχέση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, είναι ένας από τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν καθορίζεται το ποσό του προστίμου.

13.   Αποτελεί πάγια νομολογία (4) ότι τα πρόστιμα για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, όπως προβλέπονταν από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και τώρα προβλέπονται από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (5), έχουν ως αντικείμενο τόσο να τιμωρήσουν τις σχετικές επιχειρήσεις για την παράνομη συμπεριφορά τους όσο και να αποτρέψουν τις πιο πάνω επιχειρήσεις αλλά και άλλους να παραβούν στο μέλλον τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού.

14.   Σήμερα, το γεγονός ότι η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον αποτρεπτικό χαρακτήρα ενός προστίμου αντικατοπτρίζεται σαφώς και στις κατευθυντήριες γραμμές.

15.   Στην παρούσα υπόθεση, η SDK δεν ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν δικαιούται να εξασφαλίσει να έχουν τα πρόστιμα αποτρεπτικό αποτέλεσμα, αλλά επικαλείται ορισμένες αρχές βάσει των οποίων έπρεπε να υπάρξει άλλη κατάληξη στην περίπτωσή της.

16.   Πριν εξετάσω τους επί μέρους λόγους αναιρέσεως, θα σκιαγραφήσω τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή καθόρισε τα πρόστιμα όσων έλαβαν μέρος στη σχετική σύμπραξη.

17.   Εν προκειμένω, η Επιτροπή καθόρισε το πρόστιμο σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές. Ως γνωστόν, τούτο γίνεται σε διάφορα στάδια.

18.   Πρώτον, η Επιτροπή καθορίζει το βασικό πρόστιμο. Το βασικό πρόστιμο καθορίζεται μετά από συνδυασμό της σοβαρότητας της παραβάσεως και της διάρκειάς της. Η Επιτροπή πρώτα αξιολογεί τη σοβαρότητα και μετά καθορίζει τη διάρκεια.

19.   Δεύτερον, το αρχικό αυτό ποσό τροποποιείται αναλόγως των όποιων επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων ισχύουν για κάθε επί μέρους επιχείρηση.

20.   Τρίτον, όταν το πρόστιμο που υπολογίστηκε κατά τα πιο πάνω υπερβαίνει το 10 % του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της σχετικής επιχειρήσεως, η Επιτροπή κατεβάζει το πρόστιμο στο όριο αυτό.

21.   Τέταρτον, όταν η σχετική επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις για να εφαρμοστεί η ανακοίνωση περί συνεργασίας (6), η Επιτροπή προσαρμόζει το πρόστιμο προς τα κάτω αναλόγως του βαθμού συνεργασίας.

22.   Χάριν πληρότητας θα προσθέσω ότι το πρόστιμο μπορεί να προσαρμοστεί, αναλόγως των περιστάσεων, και για λόγους όπως, π.χ., η μειωμένη ικανότητα της επιχειρήσεως να πληρώσει ή το χρηματοοικονομικό όφελος των παραβατών (βλ. το σημείο 5, στοιχείο β΄, των κατευθυντηρίων γραμμών).

23.   Όσον αφορά το πρώτο στάδιο, και ειδικότερα όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι η παράβαση είναι σοβαρότατη. Μολονότι στις περιπτώσεις συλλογικής παραβάσεως όπως στις συμπράξεις, όπου η σοβαρότητα είναι ίδια για κάθε έναν που είχε συμμετοχή στην παράβαση, μπορεί να υποστηριχθεί ότι πρέπει να καθορίζεται κοινό ποσό αφετηρίας για όλες τις επιχειρήσεις που έλαβαν μέρος στη σύμπραξη, οι κατευθυντήριες γραμμές αναγνωρίζουν ότι η Επιτροπή δύναται να επιφυλάξει διαφοροποιημένη μεταχείριση στα μέρη της συμπράξεως τόσο για να λάβει υπόψη την πραγματική οικονομική δυνατότητα των παραβατών να θίξουν σημαντικά τον ανταγωνισμό όσο και για να καθορίσει το πρόστιμο σε επίπεδο που να εξασφαλίζει ότι θα υπάρξει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

24.   Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή θεώρησε αναγκαίο να λάβει υπόψη το ειδικό βάρος και επομένως τον πραγματικό αντίκτυπο της παραβατικής συμπεριφοράς, δεδομένης της σημαντικής διαφοράς μεγέθους μεταξύ των επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, διαίρεσε τα μέρη της συμπράξεως σε τρεις διαφορετικές ομάδες προκειμένου να καθορίσει το κατάλληλο ποσό αφετηρίας για κάθε ομάδα. Έπραξε τούτο βάσει του παγκόσμιου κύκλου εργασιών και του παγκόσμιου μεριδίου αγοράς ως προς το σχετικό προϊόν. Η Επιτροπή υπολόγισε το βασικό πρόστιμο καταλογίζοντας χ ευρώ σε κάθε ψ % της παγκόσμιας αγοράς. Τούτο οδήγησε σε ποσό αφετηρίας του προστίμου ανερχόμενο σε 40 εκατομμύρια ευρώ για την πάνω ομάδα, 16 εκατομμύρια ευρώ για τη μεσαία ομάδα και 8 εκατομμύρια ευρώ για την κάτω ομάδα.

25.   Η SDK κατατάχθηκε στη μεσαία ομάδα. Για να εξασφαλίσει ότι το πρόστιμο θα έχει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα, η Επιτροπή θεώρησε ότι το ποσό αφετηρίας έπρεπε να προσαρμοστεί προς τα πάνω και πολλαπλασιάζοντάς το με συντελεστή 2,5 (τον «αποτρεπτικό πολλαπλασιαστή») το αύξησε σε 40 εκατομμύρια ευρώ. Το ποσό αυτό αυξήθηκε κατά 45 % για να αντικατοπτριστεί η διάρκεια της συμμετοχής της SDK στη σύμπραξη, πράγμα που οδήγησε σε βασικό ποσό 58 εκατομμυρίων ευρώ. Στην περίπτωση της SDK δεν διαπιστώθηκαν επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις. Κατόπιν εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, το τελικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε σε 17,4 εκατομμύρια ευρώ.

26.   Το καθορισμένο κατά τα πιο πάνω ποσό του προστίμου αναπροσαρμόστηκε από το Πρωτοδικείο. Το Πρωτοδικείο έκρινε, όσον αφορά τον συντελεστή 2,5 τον οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε στο πρόστιμο της SDK για να εξασφαλίσει ότι θα υπάρξει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα, ότι στην απόφαση της Επιτροπής εκτός από τις διαπιστώσεις σχετικά με το μέγεθος της επιχειρήσεως και τους συνολικούς πόρους της δεν περιέχονταν άλλες διαπιστώσεις που να δικαιολογούν την εφαρμογή στην SDK πολλαπλασιαστή μεγαλύτερου του 1,5. Ειδικότερα, έκρινε ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε γιατί οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως απαιτούσαν να εφαρμοστεί στην SDK πολλαπλασιαστής έξι φορές μεγαλύτερος από εκείνον που εφαρμόστηκε στη VAW (7), μολονότι ο κύκλος εργασιών της SDK ο οποίος είχε σημασία για τον υπολογισμό του προστίμου ήταν μόνο δύο φορές μεγαλύτερος από εκείνον της VAW. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε συντελεστή 1,5, με αποτέλεσμα το ποσό αφετηρίας να μειωθεί στα 24 εκατομμύρια ευρώ (8).

27.   Η υπό εξέταση αίτηση αναιρέσεως αφορά μόνον τον αποτρεπτικό πολλαπλασιαστή. Στην ουσία, η SDK ισχυρίζεται ότι ήταν αδικαιολόγητο να χωριστεί από τις άλλες επιχειρήσεις και να της επιβληθεί ειδικός αποτρεπτικός συντελεστής. Διατείνεται ότι το όλο μέγεθος και το σύνολο των οικονομικών μιας επιχειρήσεως ετερογενών δραστηριοτήτων δεν έχουν σημασία για τον υπολογισμό όποιας αυξήσεως είναι αναγκαία για αποτρεπτικούς λόγους.

 Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως

28.   Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως η SDK ισχυρίζεται ότι το μέγεθος της επιχειρήσεως και ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών της, και όχι ο κύκλος εργασιών σχετικά με τα προϊόντα τα οποία επηρεάστηκαν από τη σύμπραξη, είχαν ήδη ληφθεί υπόψη, όταν χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή για να στηριχθεί ο χωρισμός των βασικών προστίμων σε τρεις κατηγορίες. Η SDK διατείνεται ότι κατά συνέπεια οι παράγοντες αυτοί δεν μπορούν να δικαιολογήσουν μια επιλεκτική περαιτέρω αύξηση του προστίμου. Κατ’ αυτήν, ο «αποτρεπτικός πολλαπλασιαστής» μπορεί να εφαρμοστεί μόνο για λόγους αποτροπής και όχι για τον «πραγματικό αντίκτυπο».

29.   Η SDK προβάλλει ότι στις σκέψεις 241, 242 και 370 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο προσθέτει ορισμένους παράγοντες τους οποίους δεν αναφέρουν οι κατευθυντήριες γραμμές και κανένας από τους οποίους δεν έχει σχέση με τον αποτρεπτικό συντελεστή. Εν προκειμένω, η SDK ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η πρόσβαση σε κεφάλαια δεν συνδέεται με την αποτροπή, ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να αυξήσει το πρόστιμο απλώς και μόνον επειδή η SDK έχει κεφάλαια για να το πληρώσει και ότι, όταν κάποιες εταιρίες έχουν δυσκολίες να συλλέξουν κεφάλαια για να πληρώσουν το πρόστιμο, τούτο δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επιλεκτική αύξηση του προστίμου για άλλες εταιρίες.

30.   Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο καλώς έκρινε ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην SDK μπορούσε να στηριχθεί στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών της.

Εκτίμηση

31.   Όπως εξήγησα στις προκαταρκτικές παρατηρήσεις, για να υπάρξει επίγνωση των συνεπειών μιας συμπεριφοράς αντίθετης προς τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού η αποτροπή είναι μια σημαντική πτυχή της πρακτικής της Επιτροπής σχετικά με την επιβολή προστίμων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δύναται να καθορίσει το βασικό ποσό του προστίμου σε ένα αρκούντως αποτρεπτικό επίπεδο.

32.   Η αποτροπή έχει σχέση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Η παρούσα υπόθεση αφορά μια σοβαρότατη παράβαση και η Επιτροπή καθόρισε αναλόγως το ποσό αφετηρίας του προστίμου. Η Επιτροπή επιφύλαξε διαφοροποιημένη μεταχείριση. Διαίρεσε τους παραβάτες σε τρεις ομάδες προκειμένου να τους κατατάξει ανάλογα με τον πραγματικό αντίκτυπο. Η διαίρεση αυτή δεν σημαίνει ότι ελήφθησαν πλήρως υπόψη όσα έχουν σχέση με το να υπάρξει ένα αρκούντως αποτρεπτικό επίπεδο. Τούτο δεν ισχύει για δύο από τους οκτώ παραβάτες λόγω του μεγέθους τους και των συνολικών πόρων τους.

33.   Η SDK ισχυρίζεται ότι το μέγεθος έχει σχέση με τον πραγματικό αντίκτυπο και όχι με την αποτροπή και ότι η Επιτροπή είχε ήδη λάβει υπόψη το μέγεθός της και τον συνολικό κύκλο εργασιών της, όταν καθόρισε τις τρεις κατηγορίες. Ωστόσο, τούτο δεν είναι ορθό.

34.   Όπως είπα πιο πάνω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών και το παγκόσμιο μερίδιο αγοράς ως προς το σχετικό προϊόν για να διαφοροποιήσει τις επιχειρήσεις και έλαβε υπόψη τον συνολικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών για να τον χρησιμοποιήσει ως βάση του αποτρεπτικού πολλαπλασιαστή. Για να διαφοροποιήσει τις επιχειρήσεις, έλαβε υπόψη τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών ως προς το σχετικό προϊόν καθόσον ο κύκλος εργασιών από τις πωλήσεις του προϊόντος δείχνει καλύτερα την ικανότητα του παραβάτη να βλάψει και διευκολύνει την αξιολόγηση του αντίκτυπου που η συμπεριφορά του έχει στον ανταγωνισμό. Έλαβε υπόψη τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών, ως το ίδιο πράγμα με το μέγεθος, προκειμένου να εξασφαλίσει επαρκή αποτροπή. Έτσι, η SDK κακώς ισχυρίζεται ότι ο συνολικός παγκόσμιος κύκλος εργασιών ή το μέγεθος είχε ήδη ληφθεί υπόψη.

35.   Ο ισχυρισμός της SDK ότι η Επιτροπή δεν δύναται να λάβει υπόψη τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών όταν αξιολογεί το αποτρεπτικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

36.   Όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο (9), αποτελεί πάγια νομολογία ότι η Επιτροπή, όταν υπολογίζει ένα πρόστιμο, δύναται να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της σχετικής επιχειρήσεως. Η νομολογία έχει επίσης αναγνωρίσει τη σημασία του παγκόσμιου κύκλου εργασιών για τη μέτρηση της οικονομικής ικανότητας των μερών της συμπράξεως. Έτσι, στοιχεία όσον αφορά τον συνολικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών μπορούν να αποτελέσουν ένδειξη του μεγέθους και των συνολικών πόρων των διαφόρων επιχειρήσεων που έλαβαν μέρος στη σύμπραξη (10).

37.   Μετά, είναι προφανές ότι μια μεγάλη επιχείρηση με ποικίλους πόρους βρίσκεται σε διαφορετική θέση από μια μικρή επιχείρηση η οποία στηρίζεται στην ύπαρξη μόνον ενός προϊόντος. Για μια μεγάλη επιχείρηση με ποικίλους πόρους κάθε πρόστιμο που αφορά μόνο τη σχετική αγορά θα είναι μικρότερο σε σχέση με τους συνολικούς πόρους της απ’ ό,τι θα είναι ένα πρόστιμο για μια επιχείρηση της οποίας όλα τα προϊόντα διέπονται από τη σύμπραξη. Έτσι, ένα όμοιο πρόστιμο για την ίδια παράβαση δεν έχει το ίδιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

38.   Το Πρωτοδικείο, όταν είπε, στη σκέψη 241, ότι, λόγω του τεράστιου παγκόσμιου κύκλου εργασιών της SDK σε σχέση με τον κύκλο εργασιών των άλλων μερών της συμπράξεως, η SDK μπορούσε πιο εύκολα να συλλέξει τα αναγκαία κεφάλαια για να πληρώσει το πρόστιμό της, αναγνώρισε ότι οι διαφορετικοί χρηματοοικονομικοί πόροι μπορούν να καταστήσουν αναγκαία την επιβολή διαφορετικών προστίμων. Έτσι, η ικανότητα συλλογής κεφαλαίων, η οποία διαφέρει αναλόγως του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της σχετικής επιχειρήσεως, δύναται να ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση της ενδεδειγμένης αποτροπής. Το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε αντίφαση στην επόμενη σκέψη, όπου είπε ότι αυτό καθ’ εαυτό το μέγεθος μιας επιχειρήσεως δεν συνεπάγεται αυτομάτως οικονομική ισχύ. Πράγματι, και μεγαλύτερες εταιρίες μπορεί να μην είναι οικονομικώς υγιείς ή να έχουν αρνητικές ταμειακές ροές. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο συνήγαγε ότι η SDK δεν είχε δείξει ότι θα βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση· η ίδια δεν έδειξε σαφώς σε ποιο σημείο το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη.

39.   Όσο για τα άλλα επιχειρήματα της SDK, που προαναφέρθηκαν στο σημείο 29 των προτάσεών μου, η επίμαχη απόφαση ή η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έχουν τίποτα που να δείχνει ότι η Επιτροπή αύξησε το πρόστιμο της SDK λόγω των οικονομικών δυσκολιών ορισμένων άλλων μερών της συμπράξεως. Πράγματι, τούτο δεν θα δικαιολογούσε την αύξηση του προστίμου της SDK. Περαιτέρω, το ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τη μειωμένη ικανότητα πληρωμής, η οποία μπορεί να ληφθεί υπόψη στο τέλος της διαδικασίας καθορισμού του προστίμου, δεν σημαίνει ότι το ίδιο ισχύει για την ικανότητα πληρωμής (την ικανότητα συλλογής κεφαλαίων), η οποία λαμβάνεται υπόψη στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας καθορισμού του προστίμου.

40.   Επιπλέον, η SDK επικαλέστηκε την απόφαση Parker Pen κατά Επιτροπής (11), όπου το Πρωτοδικείο είπε ότι «ο καθορισμός του προσήκοντος προστίμου δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα απλού υπολογισμού στηριζομένου στον ολικό κύκλο εργασιών». Η απόφαση εκείνη αποτελεί προειδοποίηση κατά της υπέρ το δέον στηρίξεως στον συνολικό κύκλο εργασιών, όπως αποτελεί και η απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής. Ωστόσο, στην υπόθεση Parker Pen κατά Επιτροπής, επίμαχο ήταν το τελικό ποσό, ενώ στην παρούσα υπόθεση επίμαχο είναι το ποσό αφετηρίας το οποίο καθορίστηκε υπό το φως της σοβαρότητας της παραβάσεως. Όπως είπε το Πρωτοδικείο (12), στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή δεν στήριξε το τελικό ποσό των προστίμων μόνο στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών, αλλά έλαβε υπόψη ολόκληρη σειρά παραγόντων πέραν του κύκλου εργασιών.

 Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως

41.   Η SDK παρατηρεί ότι το Πρωτοδικείο δεν παρέθεσε κάποιο κατάλληλο κριτήριο που να δικαιολογεί την εφαρμογή αποτρεπτικού πολλαπλασιαστή στην SDK. Πράγματι, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη ορισμένες εφαρμοστέες γενικές αρχές. Συναφώς η SDK στηρίζει τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως σε τέσσερα σκέλη.

42.   Με το πρώτο σκέλος, η SDK ισχυρίζεται ότι οι για λόγους αποτροπής αυξήσεις των προστίμων πρέπει να αποφασίζονται μόνο με μέτρο και μόνο για συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούν την αύξηση, και τούτο ιδίως διότι ο κανονισμός 17 δεν αναφέρει την αποτροπή. Η SDK σημειώνει ότι το Πρωτοδικείο δεν παρέθεσε αιτιολογία ούτε έδωσε εξηγήσεις εν προκειμένω.

43.   Με το δεύτερο σκέλος, η SDK διατείνεται ότι ο πολλαπλασιαστής δικαιολογείται μόνον υπό το φως της πραγματικής ή αποδεδειγμένης στάσεως της εταιρίας, και όχι του μεγέθους της. Η SDK προβάλλει ότι δεν διαπιστώθηκε καμία περίσταση που να δικαιολογεί τον διαχωρισμό της SDK από τις άλλες επιχειρήσεις προκειμένου να αυξηθεί το πρόστιμο για λόγους αποτροπής.

44.   Με το τρίτο σκέλος του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως, η SDK παρατηρεί ότι οι οικονομικές αναλύσεις της αποτροπής επιβεβαιώνουν ότι ο αποτρεπτικός πολλαπλασιαστής είναι αυθαίρετος και αδικαιολόγητος.

45.   Κατά την SDK, αν ένα αυξημένο πρόστιμο δικαιολογείται για λόγους αποτροπής, το πρόστιμο που θα έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να καθοριστεί αυθαίρετα, αλλά πρέπει να υπολογιστεί με γνώμονα: i) τα οφέλη ή κέρδη που η επιχείρηση μπορεί να αναμένει από την παράβαση αν δεν αποκαλυφθεί η παράνομη συμπεριφορά (πράγμα που εξαρτάται από τον κύκλο εργασιών της εταιρίας ο οποίος επηρεάζεται από την παράβαση) και ii) την πιθανότητα αποκαλύψεως της παραβάσεως.

46.   Η SDK διατείνεται ότι το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας στη σκέψη 242 τον σχετικό ισχυρισμό της, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι μεγάλες εταιρίες παραγωγής ευρέος φάσματος προϊόντων –με ή χωρίς «οικονομική» ισχύ– δεν είναι λιγότερο ευαίσθητες στα πρόστιμα από ό,τι οι εταιρίες παραγωγής ενός και του αυτού προϊόντος. Η οικονομική θεωρία δείχνει ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις δίνουν τουλάχιστον την ίδια προσοχή με τις μικρότερες επιχειρήσεις στο να ελαχιστοποιήσουν τις νομικές υποχρεώσεις τους και τα άλλα έξοδά τους.

47.   Η SDK προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν συνάδει με την προσέγγιση της Επιτροπής σε άλλες υποθέσεις, όπου καθόρισε το ποσό των «πρόσθετων ωφελημάτων» και τα έλαβε υπόψη κατά τον υπολογισμό του προστίμου.

48.   Η SDK διατείνεται επίσης ότι είναι σφάλμα να γίνει μια αύξηση για λόγους αποτροπής και μετά το ποσό που αυξήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο να αυξηθεί με γνώμονα τη διάρκεια της παραβάσεως, τις επιβαρυντικές περιστάσεις ή οτιδήποτε άλλο. Κατά την SDK, το αν χρειάζεται αποτροπή πρέπει να κριθεί στο τέλος του υπολογισμού.

49.   Τέλος, με το τέταρτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η SDK ισχυρίζεται ότι το ποσό της αυξήσεως είναι δυσανάλογο. Εν προκειμένω, επικαλείται το μικρό της μερίδιο αγοράς στον ΕΟΧ. Προβάλλει περαιτέρω ότι ανάλυση του αναπροσαρμοσμένου προστίμου αποκαλύπτει ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην SDK είναι δυσανάλογο σε σχέση με εκείνο που επιβλήθηκε στα άλλα μέρη της συμπράξεως.

Εκτίμηση

50.   Στην ουσία, η SDK ισχυρίζεται ότι αντενδείκνυται ο διαχωρισμός μιας επιχειρήσεως απλώς και μόνο λόγω του μεγέθους της. Η SDK υπενθυμίζει ότι ο σκοπός της γενικής αποτροπής είναι να εξασφαλιστεί ότι το κόστος και το πρόστιμο είναι τόσο υψηλά ώστε να αποθαρρύνουν τις παρανομίες. Διατείνεται ότι οι εταιρίες όταν παρανομούν έχουν κάνει μια ορθολογική επιλογή, δηλαδή έχουν σταθμίσει τα πράγματα. Με άλλα λόγια, ποιο είναι το κόστος και το όφελος, ποιες είναι οι πιθανότητες να «πιαστούν»; Ο καλύτερος τρόπος να μετρηθεί το όφελος που μπορεί να αναμένει μια εταιρία είναι να ληφθούν υπόψη το μέγεθος της αγοράς (πόσα χρήματα είναι διαθέσιμα συνεπεία της αυξήσεως του επιπέδου των τιμών στην αγορά) και το μέγεθος του μεριδίου της στην αγορά αυτή (πόσα χρήματα δύναται να αναμείνει η συγκεκριμένη εταιρία) Άλλες δραστηριότητες, έξω από τη σχετική αγορά, δεν αποτελούν μέρος της αναλύσεως αυτής. Οι δραστηριότητες αυτές δεν αποφέρουν πρόσθετα έσοδα και ως εκ τούτου τα έσοδα αυτά δεν χρειάζεται να ισοφαριστούν με το πρόστιμο. Περαιτέρω, η SDK δεν συμφωνεί με εκείνο που η ίδια θεωρεί ως υπόβαθρο της συλλογιστικής της Επιτροπής και του Πρωτοδικείου, δηλαδή με το ότι οι μεγαλύτερες εταιρίες είναι λιγότερο ευαίσθητες και επομένως πρέπει να τιμωρούνται βαρύτερα. Η SDK ισχυρίζεται ότι οι εταιρίες με πολυποίκιλες δραστηριότητες δεν μπορεί να είναι αδιάφορες, καθόσον όλοι οι μικροί κίνδυνοι που ενυπάρχουν στις διάφορες δραστηριότητες συμποσούνται σε μεγάλο χρηματικό ποσό.

51.   Η SDK διατείνεται επίσης ότι υπάρχουν περιστάσεις όπου σε μια μεγάλη ομάδα εταιριών πρέπει να επιβληθεί μικρότερο πρόστιμο για λόγους αποτροπής από ό,τι σε μια μικρότερη εταιρία, καθόσον π.χ. μια μεγάλη εταιρία είναι πιο πιθανό να εναχθεί για αποζημίωση από ό,τι μια μικρή εταιρία και επομένως είναι αναγκαία μικρότερη αποτροπή.

52.   Το τελευταίο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ευθύς εξ αρχής. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι μεγάλες εταιρίες ενάγονται πιο εύκολα από ό,τι οι μικρότερες, τούτο είναι ένας πρόσθετος κίνδυνος τον οποίο διατρέχουν όταν δεν τηρούν τους κανόνες ανταγωνισμού και αυτό καθ’ εαυτό δεν έχει σχέση με την υποχρέωση τηρήσεως των κανόνων αυτών.

53.   Περαιτέρω, όσον αφορά το πρώτο σκέλος, η SDK φαίνεται να διακρίνει μεταξύ «γενικής αποτροπής» (η οποία ορίζεται από την SDK ως οι ενέργειες για την αποθάρρυνση όλων γενικά των εταιριών, περιλαμβανομένων των τρίτων και των δυνητικών παραβατών, να διαπράξουν τη σχετική παράβαση) και «ειδικής αποτροπής» (να αποτραπεί ο συγκεκριμένος εγκαλούμενος να παραβεί ξανά τους κανόνες ανταγωνισμού) και φαίνεται να ισχυρίζεται ότι μόνον η ειδική αποτροπή μπορεί να δικαιολογήσει την εφαρμογή πολλαπλασιαστή. Ωστόσο, ούτε στην επίμαχη απόφαση ούτε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση γίνεται τέτοια διάκριση. Η SDK δεν διαχωρίστηκε από τις άλλες εταιρίες για λόγους ειδικής αποτροπής. Η Επιτροπή εφάρμοσε έναν πολλαπλασιαστή στην SDK και σε ένα άλλο μέρος της συμπράξεως για να υλοποιήσει την αρχή ότι διαφορετικοί χρηματοοικονομικοί πόροι απαιτούν διαφορετικά πρόστιμα αν ο σκοπός είναι τα τελευταία να έχουν ισοδύναμο αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

54.   Όπως είπα πιο πάνω, τα πρόστιμα είναι ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια της Επιτροπής όταν επιβάλλει την τήρηση της πολιτικής ανταγωνισμού. Τα πρόστιμα δεν έχουν μόνον ανταποδοτικό, αλλά και αποτρεπτικό χαρακτήρα. Ο βασικός σκοπός είναι να αποτραπούν (όλες) οι επιχειρήσεις να παραβούν στο μέλλον τους κανόνες ανταγωνισμού.

55.   Έτσι, το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου δεν μπορεί να αξιολογηθεί μόνο με γνώμονα την ιδιαίτερη κατάσταση της επιχειρήσεως στην οποία επιβλήθηκε.

56.   Τούτο με φέρνει στο μέγεθος μιας εταιρίας και στην αποτροπή.

57.   Σε επίπεδο οικονομικής θεωρίας, μπορεί να είναι σωστό ότι, για να υπάρξει μέγιστη αποτροπή, η βλάβη που προκλήθηκε και το όφελος που αποκομίστηκε είναι οι καθοριστικοί παράγοντες μαζί με την πιθανότητα να «πιαστεί» ο παραβάτης. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι στην πράξη η οικονομική θεωρία περί μέγιστης αποτροπής είναι δύσκολο να εφαρμοστεί, τόσο για τους παραβάτες όσο και για την Επιτροπή στην καθημερινή πρακτική της. Πρώτα απ’ όλα, ο υπολογισμός του προστίμου ο οποίος στηρίζεται στο «όφελος που αποκομίστηκε» μπορεί να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα μόνον αν το όφελος αυτό δύναται να αποτιμηθεί με απόλυτη ακρίβεια. Η Επιτροπή απλούστατα δεν διαθέτει τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία για να υπολογίσει το πρόστιμο όσον αφορά την πτυχή αυτή. Το ίδιο ισχύει για την πιθανότητα αποκαλύψεως και διώξεως. Όπως είπε η Επιτροπή, και για ένα μέρος μιας συμπράξεως είναι άκρως δυσχερές να εκφράσει ποσοτικά την πιθανότητα αποκαλύψεως. Ο υπολογισμός των (αναμενόμενων) κερδών και ζημιών, όταν μια επιχείρηση εξετάζει αν θα λάβει μέρος σε μια σύμπραξη, δεν μπορεί παρά να γίνει κατά προσέγγιση.

58.   Περαιτέρω, ακόμη και αν είναι δυνατός ένας πιο ακριβής υπολογισμός, ο υπολογισμός αυτός θα δείχνει μόνον ένα όριο κάτω από το οποίο το πρόστιμο ασφαλώς δεν θα έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Έτσι, μια προσαρμογή προς τα πάνω, ένα περιθώριο ασφαλείας, είναι πιθανό να είναι αναγκαία για να αποφευχθεί ο κίνδυνος ελλιπούς αποτροπής.

59.   Επιπλέον, η επίμαχη σύμπραξη δεν αφορά μόνο τον καθορισμό των τιμών, αλλά επίσης έχει σχέση με την κατανομή των αγορών και άλλες μορφές συμπαιγνίας (βλ. τη σκέψη 13 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Τούτο δύναται να καταστήσει ακόμη πιο περίπλοκη την αξιολόγηση των αναμενόμενων κερδών και της πιθανότητας αποκαλύψεως.

60.   Παρεπιμπτόντως, θα παρατηρήσω ότι οι πολύ λίγες αποφάσεις όπου η Επιτροπή αναφέρθηκε στο «όφελος που αποκομίστηκε» από τον παραβάτη δείχνουν τις δυσκολίες που υπάρχουν εν προκειμένω. Αν κοιτάξουμε τις κατευθυντήριες γραμμές, είναι σαφές ότι το «όφελος που αποκομίστηκε» δεν είναι στοιχείο του ποσού αφετηρίας του προστίμου. Κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή δύναται να το λάβει υπόψη τόσο ως επιβαρυντική περίσταση (η «αναγκαιότητα προσαύξησης του προστίμου, ούτως ώστε αυτό να υπερβεί το ύψος του αθέμιτου οφέλους που αποκομίστηκε χάρη στην παράβαση, εφόσον είναι αντικειμενικά δυνατός ο υπολογισμός του» (13)) όσο και ως ενδεχόμενο παράγοντα για την τελική προσαρμογή του υπολογισμού του προστίμου (το «οικονομικό ή χρηματοοικονομικό όφελος που έχουν ενδεχομένως αποκομίσει οι παραβάτες» (14)). Δεν το λαμβάνει υπόψη όταν καθορίζει το ποσό αφετηρίας του προστίμου.

61.   Δεύτερον, η θεωρία την οποία επικαλέστηκε η SDK (15) ισχύει για έναν μεμονωμένο παραβάτη· έναν παραβάτη ο οποίος υπολογίζει το κόστος, το όφελος και τον κίνδυνο επιβολής προστίμου ή άλλων κυρώσεων. Όπως η Επιτροπή παρατήρησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η θεωρία αυτή δεν λαμβάνει υπόψη την περίπλοκη διαδικασία όταν πρόκειται για συλλογική παράβαση. Η δυναμική της ομάδας απαιτεί διαφορετική προσέγγιση σχετικά με την αποτροπή. Παραδείγματος χάριν, ενδέχεται να είναι αρκετό να αποτραπεί μόνον ένας από τους (μεγαλύτερους) παίκτες για να αποτραπεί η σύμπραξη. Περαιτέρω, όταν πρόκειται για συλλογική παράβαση όπως μια σύμπραξη, σε αντιδιαστολή με μια παράβαση μόνον από ένα παραβάτη, η Επιτροπή οφείλει επίσης να εξετάσει τις απώτερες συνέπειες των προστίμων και να λάβει υπόψη το μέγεθος μιας συγκεκριμένης εταιρίας (16).

62.   Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι όταν πρόκειται για μικρά ποσά οι μεγαλύτερες εταιρίες δεν νοιάζονται λιγότερο από ό,τι οι μικρές εταιρίες, το επιχείρημα αυτό προϋποθέτει τέλεια πληροφόρηση και τέλεια ορθολογικότητα. Τούτο είναι δύσκολο για έναν ιδιώτη ο οποίος υπολογίζει τον κίνδυνο που ενυπάρχει σε μια παράβαση και είναι δύσκολο για μια επιχείρηση η οποία είναι μέρος μιας συμπράξεως. Περαιτέρω, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ μικρών και μεγάλων εταιριών, υπό την έννοια ότι ένα μικρό πρόστιμο δύναται να διαφύγει την προσοχή του διοικητικού συμβουλίου της μητρικής εταιρίας του ομίλου, αλλά όχι ένα τεράστιο ποσό. Ένα τεράστιο πρόστιμο είναι πιθανό να επισύρει την προσοχή του διοικητικού συμβουλίου και επομένως να αποτελέσει κίνητρο για την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού όσον αφορά τη μελλοντική συμπεριφορά.

63.   Εν κατακλείδι, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη όταν είπε στη σκέψη 242 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «υποστηρίζοντας ότι ένα δίκαιο πρόστιμο δεν μπορεί παρά να αποβλέπει στην αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στον ελεύθερο ανταγωνισμό και ότι πρέπει προς τούτο να αξιολογούνται τόσο το ενδεχόμενο αποκαλύψεως της συμπράξεως όσο και τα προσδοκώμενα κέρδη των μερών της, η SDK επικαλείται υποθετικές και πολύ αβέβαιες παραμέτρους για την αξιολόγηση των πραγματικών χρηματοοικονομικών πόρων μιας επιχειρήσεως».

64.   Όπως είπα πιο πάνω, είναι πάγια νομολογία ότι η Επιτροπή δύναται να λάβει υπόψη το μέγεθος και την οικονομική ισχύ μιας επιχειρήσεως και ότι στοιχεία ως προς τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών μπορούν να αποτελέσουν ένδειξη του μεγέθους και των συνολικών πόρων των διαφόρων επιχειρήσεων που ήσαν μέρη της συμπράξεως. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη ούτε όταν είπε ότι, για να έχει το πρόστιμο αρκούντως αποτρεπτικό αποτέλεσμα, η Επιτροπή καλώς εφάρμοσε πολλαπλασιαστή.

65.   Η SDK ισχυρίζεται επίσης ότι η εφαρμογή πολλαπλασιαστή δικαιολογείται μόνον υπό το φως της πραγματικής και αποδεδειγμένης στάσεως της εταιρίας. Δεν ήταν ηγέτης, δεν πίεσε άλλους να λάβουν μέρος στη σύμπραξη, δεν είχε στρατηγική να εξαλείψει οποιονδήποτε ανταγωνισμό, δεν προσπάθησε να συγκαλύψει τη σύμπραξη κ.ο.κ. Τα επιχειρήματα αυτά δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο αυτό, καθόσον μια τέτοια στάση θα ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντική περίσταση σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας καθορισμού του προστίμου. Δεν έχει σημασία για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

66.   Όσο για τον ισχυρισμό της SDK ότι τα πρόστιμα πρέπει να αυξάνονται πρώτα λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, επιβαρυντικών περιστάσεων ή οποιασδήποτε άλλης αιτίας και μόνο μετά μπορούν να αυξηθούν για να εξασφαλιστεί ότι θα έχουν επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Δεν αποτέλεσε μέρος της δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου.

67.   Με το τέταρτο σκέλος, η SDK προβάλλει ότι η αύξηση είναι δυσανάλογη υπό το φως του μικρού μεριδίου αγοράς της SDK στον ΕΟΧ. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι ανάλυση του βασικού προστίμου όπως αυτό προσαρμόστηκε αποκαλύπτει ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην SDK είναι δυσανάλογο σε σχέση με εκείνο που επιβλήθηκε στα άλλα μέρη της συμπράξεως.

68.   Όπως προβάλλει η Επιτροπή, ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε σύγκριση με τα προσαρμοσμένα πρόστιμα των άλλων μερών της συμπράξεως και με τον ετήσιο κύκλο εργασιών της SDK στον ΕΟΧ. Οι συγκρίσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή. Οι υπολογισμοί των οποίων έγινε επίκληση στηρίζονται εξ ολοκλήρου στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η οικονομική ισχύς της SDK έπρεπε να αξιολογηθεί με βάση τον εντός του ΕΟΧ κύκλο εργασιών της στην αγορά του σχετικού προϊόντος.

69.   Εν προκειμένω, όπως παρατήρησε το Πρωτοδικείο, η Επιτροπή αν είχε υπολογίσει το ποσό αφετηρίας του προστίμου με βάση τον χαμηλό κύκλο εργασιών της SDK στον ΕΟΧ για το σχετικό προϊόν, θα είχε ανταμείψει τους Ιάπωνες παραγωγούς, περιλαμβανομένης της SDK, για το ότι τήρησαν μια από τις βασικές αρχές της συμπράξεως και για το ότι συμφώνησαν να μην ανταγωνίζονται στην αγορά του ΕΟΧ, ενώ η συμπεριφορά τους σύμφωνα με αυτή την αρχή της συμπράξεως έδωσε τη δυνατότητα στους εγχώριους παραγωγούς στην Ευρώπη να καθορίσουν μονομερώς τις τιμές στον ΕΟΧ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Ιάπωνες προσφεύγοντες, περιλαμβανομένης της SDK, εμπόδισαν τον ανταγωνισμό στον ΕΟΧ, ανεξαρτήτως του πραγματικού κύκλου εργασιών τους (17).

 Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως

70.   Η SDK ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο αδικαιολόγητα έκρινε ότι η Επιτροπή, πρώτον, ορθώς στηρίχθηκε στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών για να υπολογίσει το βασικό πρόστιμο και τον αποτρεπτικό συντελεστή και, δεύτερον, ορθώς δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η SDK είχε ήδη εμπλακεί σε δίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και στην Ιαπωνία και ότι οι χώρες αυτές τής είχαν ήδη επιβάλει πρόστιμα.

71.   Κατά την SDK, αν ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών είχε σημασία για την αποτροπή, τότε τα πρόστιμα και τα έξοδα που επιβλήθηκαν εντός άλλων κρατών θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για να καθοριστεί ποιο πρόσθετο πρόστιμο είναι αναγκαίο για να επιτευχθεί η ενδεδειγμένη αποτροπή. Η αποτροπή εξαρτάται από το συνολικό κόστος της παράνομης συμπεριφοράς, στο οποίο περιλαμβάνονται όχι μόνον τα πρόστιμα που επιβάλλονται εντός του ΕΟΧ αλλά και εκείνα που επιβάλλονται αλλού.

72.   Το Πρωτοδικείο αγνοώντας τα πρόστιμα και τις αποζημιώσεις που η αναιρεσείουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει εντός των Ηνωμένων Πολιτειών και συγχρόνως στηρίζοντας τον αποτρεπτικό συντελεστή στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών, επέβαλε ένα πρόστιμο το οποίο συνεπάγεται διπλό μέτρημα και είναι δυσανάλογο με οποιοδήποτε δικαιολογήσιμο αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

73.   Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή non bis in idem.

Εκτίμηση

74.   Όπως εξήγησα με τις προτάσεις μου στην υπόθεση C-308/04, τα πρόστιμα που επιβάλλονται από αρχές τρίτων χωρών επιβάλλονται λόγω παραβάσεων του δικού τους δικαίου του ανταγωνισμού και τα πρόστιμα που επιβάλλονται από την Επιτροπή επιβάλλονται λόγω παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Δεν υφίσταται επικάλυψη εξουσιών.

75.   Έτσι, η Επιτροπή δεν οφείλει να λάβει υπόψη πρόστιμα που έχουν ήδη επιβληθεί εντός τρίτων χωρών, ούτε όσον αφορά το αποτρεπτικό στοιχείο του προστίμου.

 Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως: τα θεμελιώδη δικαιώματα για δίκαιη δίκη

76.   Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η Showa Denko ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 240 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κακώς απέρριψε το επιχείρημα της αναιρεσείουσας όσον αφορά τη δυνατότητα ακροάσεώς της από την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεση της Επιτροπής να διαχωρίσει την SDK από τις άλλες επιχειρήσεις και να εφαρμόσει αποτρεπτικό πολλαπλασιαστή. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο εν προκειμένω δεν παρέθεσε αιτιολογία ούτε έδωσε εξηγήσεις.

77.   Η Επιτροπή διατείνεται ότι το Πρωτοδικείο δεν παρέβλεψε τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας και ότι παρέθεσε προσήκουσα αιτιολογία όσον αφορά την εφαρμογή του πολλαπλασιαστή.

Εκτίμηση

78.   Στη σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως την οποία αναφέρει η SDK, το Πρωτοδικείο απέρριψε την αιτίαση της SDK καθόσον η Επιτροπή είχε πει προηγουμένως ότι σκόπευε να «ορίσει τα πρόστιμα σε αρκετά υψηλό επίπεδο ώστε να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα», ότι η SDK «γνώριζε προφανώς το κείμενο του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 καθώς και τον υψηλό συνολικό κύκλο εργασιών της» και ότι η SDK «μπορούσε να συναγάγει από [την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με την εταιρία ABB], με την οποία είχε εφαρμοστεί στην [ABB] συντελεστής της τάξεως του 2,5 ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να εφαρμόσει η Επιτροπή και σ’ αυτή συντελεστή της ίδιας τάξεως». Το Πρωτοδικείο συνήγαγε εντεύθεν ότι δεν υπήρχε τίποτα που να αποτρέψει την SDK να επικαλεστεί, κατά τη διοικητική διαδικασία, το μέγεθός της και τους χρηματοοικονομικούς πόρους της ή να εκφράσει την άποψή της σχετικά με το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της κυρώσεως που η Επιτροπή επρόκειτο να της επιβάλει.

79.   Κατ’ εμέ, είναι σαφές ότι το να ληφθεί υπόψη η αποτροπή, και εν ανάγκη το να εφαρμοστεί πολλαπλασιαστής για να επιβληθεί πρόστιμο που θα έχει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα, δεν μπορούν αυτά καθ’ εαυτά να θεωρηθούν νέα πολιτική. Το Πρωτοδικείο ορθώς παρέπεμψε στο κείμενο του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Τούτο συνεπάγεται παραπομπή και στη νομολογία σχετικά με τη διάταξη αυτή. Από την απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής και μετά γίνεται δεκτό ότι η Επιτροπή πάντοτε οφείλει να προσαρμόζει το επίπεδο των προστίμων στις ανάγκες της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, εντός των ορίων που θέτει ο κανονισμός 17.

80.   Όπως μπορεί να συναχθεί από την απόφαση του Πρωτοδικείου, η SDK είχε επίγνωση ότι η Επιτροπή είχε δείξει με την ανακοίνωση αιτιάσεων ότι σκοπεύει να επιβάλει πρόστιμο σε επίπεδο που είναι αρκετό για να εξασφαλιστεί αποτροπή. Αυτή καθ’ εαυτή η πιο πάνω ένδειξη είναι επαρκής, καθόσον δεν θα άρμοζε να δώσει η Επιτροπή μια ένδειξη σχετικά με το ακριβές ποσό του προστίμου που σκόπευε να επιβάλει (18).

81.   Περαιτέρω, οι ίδιες οι κατευθυντήριες γραμμές τονίζουν τη σημασία του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, όπως και η νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων.

82.   Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο όταν απέρριψε την αιτίαση της SDK δεν προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας.

VIII – Συμπέρασμα

83.   Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο:

–       να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–       να καταδικάσει την SDK στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – ΕΕ 2002, L 100, σ. 1.


3 – ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25.


4 – Απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψεις 105 έως 106).


5 – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


6 – ΕΕ 1996, C 207, σ. 4.


7 – Και στην περίπτωση της VAW (η VAW είναι ένα άλλο μέρος της συμπράξεως), η Επιτροπή θεώρησε αναγκαίο να προσαρμόσει το πρόστιμο προς τα πάνω για λόγους αποτροπής. Η VAW δεν προσέβαλε την επίμαχη απόφαση.


8 – Βλ. τις σκέψεις 247 έως 249.


9 – Βλ. τη σκέψη 239 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


10 – Προαναφερθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 119 και 121.


11 – Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, T-77/92 (Συλλογή 1994, σ. II-549, σκέψη 94).


12 – Βλ. τη σκέψη 202 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


13 – Σημείο 2, πέμπτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών.


14 – Βλ. το σημείο 5, στοιχείο β΄, των κατευθυντηρίων γραμμών.


15 – Η SDK επικαλείται τις οικονομικές θεωρίες του G. S. Becker περί εγκλήματος και τιμωρίας.


16 – Το παράδειγμα που έδωσε η Επιτροπή είναι μια σύμπραξη η οποία αποτελείται από έναν μεγάλο παίκτη και από διάφορους μικρούς παίκτες. Ο μεγάλος παίκτης συνεργάστηκε με την Επιτροπή και του χορηγείται ασυλία βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Στην περίπτωση αυτή, η επιβολή υψηλότατων προστίμων θα είχε ως αποτέλεσμα να αφανιστούν από την αγορά οι μικρότεροι παίκτες, οπότε η παρέμβαση της Επιτροπής θα είχε καταλήξει στη δημιουργία μονοπωλίου.


17 – Βλ. τη σκέψη 198 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


18 – Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Michelin κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 19). Βλ. και την προαναφερθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ κατά Επιτροπής.