Υπόθεση T-86/03

Holcim (Γαλλία) SA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Εκτέλεση αποφάσεως του Πρωτοδικείου — Ακύρωση αποφάσεως επιβολής προστίμου στην ενάγουσα — Άρνηση της Επιτροπής να καταβάλει τόκους επί του ποσού του προστίμου — Αποκατάσταση της ζημίας»

Διάταξη του Πρωτοδικείου (δεύτερο τμήμα) της 4ης Μαΐου 2005 ?II — 0000

Περίληψη της διατάξεως

1.     Προσφυγή ακυρώσεως — Απόφαση περί ακυρώσεως — Αποτελέσματα — Απόφαση περί ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος σε επιχείρηση προστίμου λόγω παραβάσεως των περί ανταγωνισμού διατάξεων — Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως — Περιεχόμενο — Επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού και καταβολή τόκων υπερημερίας

(Άρθρο 233 ΕΚ)

2.     Προσφυγή ακυρώσεως — Απόφαση περί ακυρώσεως — Απόφαση περί ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος σε επιχείρηση προστίμου λόγω παραβάσεως των περί ανταγωνισμού διατάξεων — Παράβαση της υποχρεώσεως λήψεως μέτρων εκτελέσεως — Ένδικα βοηθήματα

(Άρθρο 232 ΕΚ, 233 ΕΚ, 235 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ)

3.     Αγωγή αποζημιώσεως — Προθεσμία ασκήσεως αγωγής — Πενταετής παραγραφή — Αίτηση αποζημιώσεως που υποβλήθηκε στα κοινοτικά όργανα και την οποία δεν ακολούθησε προσφυγή ακυρώσεως ή προσφυγή κατά παραλείψεως — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρα 230 ΕΚ και 232 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46)

1.     Μεταξύ των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει η Επιτροπή από το άρθρο 233 ΕΚ προς εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως περί ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος σε επιχείρηση προστίμου λόγω παραβάσεως των περί ανταγωνισμού διατάξεων της Συνθήκης καταλέγεται, πρώτον, η υποχρέωση της Επιτροπής να επιστρέψει το σύνολο ή τμήμα του καταβληθέντος από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση προστίμου, στο μέτρο που η σχετική πληρωμή χαρακτηρίζεται ως αχρεωστήτως πραγματοποιηθείσα εν συνεχεία της ακυρωτικής αποφάσεως. Η ως άνω υποχρέωση καταλαμβάνει όχι μόνον το ποσόν του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου, αλλά και τους γεγενημένους εκ του ποσού αυτού τόκους υπερημερίας.

Κατά συνέπεια, μη καταβάλλοντας τόκους υπερημερίας επί του ποσού του προστίμου που επέστρεψε κατόπιν ακυρωτικής αποφάσεως, η Επιτροπή παραλείπει να λάβει μέτρο που συνεπαγόταν η εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως και παραβαίνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 233 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 30—31)

2.     Τα ένδικα βοηθήματα τα οποία δύναται να ασκήσει ο ενδιαφερόμενος σε περίπτωση που προβάλλει ότι η Επιτροπή αθέτησε τις απορρέουσες από το άρθρο 233 ΕΚ υποχρεώσεις της, προς εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως περί ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος σε επιχείρηση προστίμου λόγω παραβάσεως των περί ανταγωνισμού διατάξεων, είναι, κατ’ επιλογήν, είτε η προσφυγή κατά παραλείψεως δυνάμει του άρθρου 232 ΕΚ είτε η αγωγή αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

(βλ. σκέψη 33)

3.     Το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου περί της προθεσμίας παραγραφής για τις αγωγές λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης των κοινοτικών οργάνων δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος απευθύνει προηγούμενη αίτηση προς το αρμόδιο όργανο εντός της προθεσμίας των πέντε ετών που η διάταξη προβλέπει, εκπίπτει του δικαιώματός του εάν δεν ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως είτε εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 230 ΕΚ, σε περίπτωση που του κοινοποιήθηκε απόφαση απορρίπτουσα την ως άνω αίτηση, είτε εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 232, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, σε περίπτωση που το οικείο όργανο δεν έλαβε θέση εντός δύο μηνών από της αιτήσεως.

Πράγματι, από το γράμμα του δεύτερου και τρίτου εδαφίου του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν αποσκοπεί στη σύντμηση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, αλλά στην προστασία των ενδιαφερομένων διά της μη προσμετρήσεως ορισμένων χρονικών περιόδων κατά τον υπολογισμό της ως άνω προθεσμίας. Ως εκ τούτου, η τρίτη περίοδος του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου έχει ως μοναδικό σκοπό να μεταθέσει την εκπνοή της προθεσμίας των πέντε ετών, όταν, λόγω προσφυγής ή προηγούμενης αιτήσεως που υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας αυτής, αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες που προβλέπονται στα άρθρα 230 ΕΚ ή 232 ΕΚ. Η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως ουδέποτε μπορεί να έχει ως συνέπεια τη σύντμηση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται στην πρώτη περίοδο του άρθρου 46.

(βλ. σκέψεις 38—39)




ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 4ης Μαΐου 2005 (*)

«Εκτέλεση αποφάσεως του Πρωτοδικείου – Ακύρωση αποφάσεως επιβολής προστίμου στην ενάγουσα – Άρνηση της Επιτροπής να καταβάλει τόκους επί του ποσού του προστίμου – Αποκατάσταση της ζημίας»

Στην υπόθεση T-86/03,

Holcim (France) SA, πρώην Groupe Origny SA, με έδρα στο Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον M.‑P. Hutin‑Houillon, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

ενάγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον R. Lyal και την C. Ingen‑Housz, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

εναγομένη,

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει των άρθρων 233 ΕΚ και 288 ΕΚ προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα, κατόπιν της αρνήσεως της Επιτροπής να της καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του ποσού που της επεστράφη σε εκτέλεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου περί ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, N. J. Forwood και Σ. Παπασάββα, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1       Στις 30 Νοεμβρίου 1994, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 94/815/ΕΚ σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (υποθέσεις IV/33.126 και IV/33.322 – Τσιμέντο) (EE L 343, σ. 1, στο εξής: απόφαση της Επιτροπής «Τσιμέντο»), με την οποία διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή της Cedest SA σε σειρά παραβάσεων εντός της κοινοτικής αγοράς τσιμέντου και της επέβαλε πρόστιμο 2 522 000 ECU.

2       Με δικόγραφο που καταχωρήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Φεβρουαρίου 1995, με τον αριθμό T-38/95, η Groupe Origny SA (στο εξής: Origny), διάδοχος της Cedest, άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της ως άνω αποφάσεως.

3       Στις 5 Μαΐου 1995, η Origny κατέβαλε το σύνολο του προστίμου που επιβλήθηκε στη Cedest.

4       Με την απόφαση της 15ης Μαρτίου 2000, T-25/95, T-26/95, T-30/95 έως T-32/95, T-34/95 έως T-39/95, T-42/95 έως T-46/95, T-48/95, T-50/95 έως T-65/95, T-68/95 έως T-71/95, T-87/95, T-88/95, T-103/95 και T-104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, τη λεγομένη απόφαση «Τσιμέντο» (Συλλογή 2000, σ. II‑491), το Πρωτοδικείο ακύρωσε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 1, το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, και το άρθρο 9 της αποφάσεως της Επιτροπής «Τσιμέντο» όσον αφορά την Origny και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως T-38/95.

5       Με τηλεομοιοτυπία της 24ης Μαΐου 2000, η Origny κοινοποίησε στην Επιτροπή, μαζί με λεπτομερή πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τον τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο έπρεπε να πραγματοποιηθεί η επιστροφή του ποσού του προστίμου των 2 522 000 ευρώ κατόπιν της αποφάσεως του Πρωτοδικείου «Τσιμέντο», την εκκαθάριση των τόκων υπερημερίας που οφείλονται, κατ’ αυτήν, επί του προαναφερθέντος ποσού για τον χρόνο από τις 7 Μαΐου 1995 μέχρι την επιστροφή του ποσού του προστίμου.

6       Στις 27 Ιουλίου 2000, η Επιτροπή επέστρεψε στον ως άνω λογαριασμό το ποσόν των 2 522 000 ευρώ. Αντιθέτως, δεν έδωσε συνέχεια στο αίτημα περί τόκων υπερημερίας.

7       Με επιστολή της 16ης Νοεμβρίου 2000 προς την Επιτροπή, η Origny επανέλαβε το αίτημά της περί καταβολής τόκων υπερημερίας, υποβάλλοντας νέα εκκαθάριση τόκων μέχρι τις 27 Ιουλίου 2000.

8       Με επιστολή της 29ης Δεκεμβρίου 2000, η Επιτροπή απάντησε στην Origny ότι, κατά την άποψή της, δεν μπορεί να καταβάλει τους αιτηθέντες τόκους, καθόσον δεν υφίσταται ούτε κοινοτική διάταξη ούτε γενική αρχή του δικαίου επιβάλλουσα την καταβολή τόκων υπερημερίας σε περίπτωση όπως η παρούσα.

9       Με την απόφασή του της 10ης Οκτωβρίου 2001, T-171/99, Corus UK κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-2967, στη συνέχεια: απόφαση Corus), το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι, σε περίπτωση δικαστικής αποφάσεως περί ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος σε επιχείρηση προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 34, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΑΧ, να επιστρέψει όχι μόνον το ποσόν του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου, αλλά και τους γεγενημένους εκ του ποσού αυτού τόκους υπερημερίας (βλ. τις σκέψεις 52 και 53).

10     Με επιστολή της 21ης Μαρτίου 2002 προς την Επιτροπή, η Origny, αναφερόμενη στην απόφαση Corus, προέβαλε ότι η Επιτροπή, μη καταβάλλοντάς της τόκους υπερημερίας επί του επιστραφέντος ποσού του προστίμου κατόπιν της αποφάσεως του Πρωτοδικείου «Τσιμέντο», παρέλειψε να λάβει μέτρο που συνεπάγεται η εκτέλεση της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ. Ως εκ τούτου, ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει το αίτημά της.

11     Η Επιτροπή δεν έδωσε συνέχεια ούτε στην ως άνω επιστολή ούτε στην επιστολή υπομνήσεως της 3ης Ιουνίου 2002.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Μαρτίου 2003, η ενάγουσα άσκησε την παρούσα αγωγή δυνάμει των άρθρων 233 ΕΚ και 288 ΕΚ.

13     Η ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει ποσόν 1 488 287,50 ευρώ, αντιστοιχούν στο ποσόν των τόκων υπερημερίας που πρέπει να της επιστραφούν·

–       να επιδικάσει τόκους υπερημερίας επί του ποσού αυτού για τον χρόνο από τις 27 Ιουλίου 2000 έως την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως επί της παρούσας υποθέσεως·

–       να αναγνωρίσει ότι τα δύο αυτά ποσά θα είναι τοκοφόρα από την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.

14     Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Ιουνίου 2003, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ζητώντας από το Πρωτοδικείο:

–       να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη·

–       να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

15     Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Ιουλίου 2003, η ενάγουσα ζητεί την απόρριψη της ενστάσεως απαραδέκτου και εμμένει στα λοιπά αιτήματα της αγωγής της.

16     Με έγγραφο της Γραμματείας του Πρωτοδικείου της 20ής Δεκεμβρίου 2004, οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν εγγράφως τις παρατηρήσεις τους ως προς τη σημασία που έχει ενδεχομένως, για την επίλυση της παρούσας διαφοράς, η απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2004, C-123/03 P, Επιτροπή κατά Greencore (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση Greencore ). Η ενάγουσα και η Επιτροπή ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση αυτή με επιστολές που κατέθεσαν στη Γραμματεία στις 14 και 18 Ιανουαρίου 2005, αντιστοίχως.

 Επί του παραδεκτού

17     Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, εάν ένας διάδικος υποβάλει σχετική αίτηση, το Πρωτοδικείο μπορεί να αποφανθεί επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του αυτού άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός εάν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι διαφωτίσθηκε επαρκώς με τα έγγραφα της δικογραφίας και ότι δεν υπάρχει λόγος να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

18     Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μολονότι, βεβαίως, η αγωγή αποζημιώσεως, που στηρίζεται στο άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, είναι αυτοτελής στο πλαίσιο των μέσων έννομης προστασίας του κοινοτικού δικαίου, οπότε το απαράδεκτο του αιτήματος ακυρώσεως δεν συνεπάγεται, αφ’ εαυτού, το απαράδεκτο του αιτήματος αποζημιώσεως, η αγωγή αποζημιώσεως, σύμφωνα με τη νομολογία, κρίνεται, πάντως, απαράδεκτη, όταν με αυτή ζητείται στην πραγματικότητα η ανάκληση ατομικής αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη και η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα, αν γινόταν δεκτή, την εξαφάνιση των εννόμων αποτελεσμάτων της εν λόγω αποφάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 175/84, Krohn κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 753, σκέψεις 32 και 33· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 1995, T-514/93, Cobrecaf κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-621, σκέψεις 58 και 59· της 17ης Οκτωβρίου 2002, T-180/00, Astipesca κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-3985, σκέψη 139, και της 3ης Απριλίου 2003, T-44/01, T-119/01 και T-126/01, Vieira και Vieira Argentina κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-1209, σκέψη 213).

19     Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 29 Δεκεμβρίου 2000, ατομική απόφαση απορρίπτουσα το αίτημα της ενάγουσας περί καταβολής τόκων υπερημερίας. Η εν λόγω απόφαση κατέστη απρόσβλητη, καθόσον η ενάγουσα δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίησή της, παρεκτεινομένης λόγω αποστάσεως.

20     Επομένως, σύμφωνα με την ως άνω νομολογία, η παρούσα αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον αποσκοπεί στην εξαφάνιση των αποτελεσμάτων της εν λόγω αποφάσεως επιβάλλοντας στην Επιτροπή την καταβολή τόκων υπερημερίας την οποίαν αυτή αρνήθηκε.

21     Με τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως Greencore του Δικαστηρίου, η Επιτροπή διατείνεται ότι η εν λόγω απόφαση επιρρωννύει, a contrario, την άποψη που υποστηρίζει η ίδια στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. Παραλείποντας να προσβάλει εμπροθέσμως την απόφαση της Επιτροπής της 29ης Δεκεμβρίου 2000, με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε ρητώς την καταβολή των τόκων υπερημερίας που ζητήθηκαν με την επιστολή της 16ης Νοεμβρίου 2000, η ενάγουσα δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να στραφεί κατά της αρνήσεως αυτής, ασκώντας είτε προσφυγή ακυρώσεως είτε αγωγή αποζημιώσεως κατά της ελλείψεως απαντήσεως προς την υποβληθείσα την 21η Μαρτίου 2002 νέα αίτησή της.

22     Με το δικόγραφο της αγωγής της, η ενάγουσα διατείνεται ότι η καταβολή τόκων υπερημερίας επί του επιστραφέντος ποσού του προστίμου κατόπιν της αποφάσεως του Πρωτοδικείου περί ακυρώσεως αποτελεί μέτρο εκτελέσεως της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως, το οποίο οφείλει να λάβει η Επιτροπή δυνάμει των άρθρων 233 ΕΚ και 288 ΕΚ, ακόμη και εάν δεν συντρέχει πταίσμα δυνάμενο να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Κοινότητας. Ως εκ τούτου, η παράλειψη της Επιτροπής να λάβει αυτό το μέτρο θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 233, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και του άρθρου 288 ΕΚ.

23     Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η ενάγουσα αμφισβητεί ότι έχει σημασία για την παρούσα υπόθεση η παρατεθείσα στη σκέψη 18 απόφαση του Πρωτοδικείου Vieira και Vieira Argentina κατά Επιτροπής, την οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, η αγωγή αποζημιώσεως της Vieira Argentina απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι η αγωγή αυτή αφορούσε, στην πραγματικότητα, την καταβολή ποσού προοριζομένου να αντισταθμίσει τις έννομες συνέπειες που είναι σύμφυτες με απόφαση περί αναστολής της οικονομικής συνδρομής, κατά της οποίας αποφάσεως η ενάγουσα δεν άσκησε εμπροθέσμως προσφυγή ακυρώσεως, ενώ η προσφυγή ακυρώσεως, εάν τελεσφορούσε, θα εξαφάνιζε τις εν λόγω έννομες συνέπειες, κατόπιν των μέτρων εκτελέσεως που όφειλε να λάβει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 233 ΕΚ (βλ. τη σκέψη 215 της αποφάσεως). Εν προκειμένω όμως, η ενάγουσα άσκησε εμπροθέσμως προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής «Τσιμέντο». Η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής ακυρώθηκε με την απόφαση «Τσιμέντο» του Πρωτοδικείου και η καταβολή των αιτηθέντων τόκων αποτελεί ένα από τα μέτρα που όφειλε να λάβει η Επιτροπή προς εκτέλεση της προμνημονευθείσας δικαστικής αποφάσεως. Επομένως, η αγωγή αποζημιώσεως έχει σκοπό να κολάσει την εκ μέρους της Επιτροπής αθέτηση της υποχρεώσεώς της εκ του άρθρου 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, διαφέρει δε από την προσφυγή ακυρώσεως, καθόσον αποσκοπεί όχι στην εξαφάνιση κάποιου συγκεκριμένου μέτρου αλλά στην αποκατάσταση της ζημίας την οποία προκάλεσε ένα κοινοτικό όργανο (βλ. την απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 2000, T-178/98, Fresh Marine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3331, σκέψη 45).

24     Η ενάγουσα προσθέτει ότι το άρθρο 233 ΕΚ, με το δεύτερο εδάφιό του, επιβάλλει στο οικείο κοινοτικό όργανο να αποκαταστήσει την πρόσθετη ζημία η οποία ενδεχομένως απορρέει από την ακυρωθείσα παράνομη πράξη. Συναφώς, το άρθρο 233 ΕΚ δεν εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη νέου πταίσματος χωριστού από την ακυρωθείσα παράνομη αρχική πράξη, αλλά προβλέπει την αποκατάσταση της ζημίας που απορρέει από την πράξη αυτή και που διατηρείται μετά την ακύρωση της πράξεως αυτής και την εκτέλεση από τη Διοίκηση της ακυρωτικής αποφάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, C-259/96 P, Συμβούλιο κατά De Nil και Impens, Συλλογή 1998, σ. I‑2915, σκέψη 2).

25     Εν προκειμένω, η ασκηθείσα αγωγή αφορά ακριβώς την αποκατάσταση της ζημίας που προήλθε όχι από την απόφαση της Επιτροπής της 29ης Δεκεμβρίου 2000, η οποία απέρριψε το αίτημα περί καταβολής τόκων υπερημερίας, αλλά από την απόφαση «Τσιμέντο» της Επιτροπής. Η εν λόγω ζημία διατηρείται μετά την ακύρωση της τελευταίας αυτής αποφάσεως, λόγω της πλημμελούς, από της πλευράς του άρθρου 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, εκτελέσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου «Τσιμέντο» εκ μέρους της Επιτροπής. Όπως είναι εύλογο, η πλημμελής αυτή εκτέλεση μπορεί να κολασθεί μόνον στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 233, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

26     Με τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου Greencore, η ενάγουσα διατείνεται ότι η εν λόγω απόφαση δεν ασκεί επιρροή για την επίλυση της παρούσας διαφοράς, καθόσον το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ και όχι, όπως εν προκειμένω, επί αγωγής αποζημιώσεως δυνάμει των άρθρων 233 ΕΚ και 288 ΕΚ.

27     Η ενάγουσα προσθέτει ότι το παραδεκτό και το βάσιμο της αγωγής αποζημιώσεως, σε περίπτωση όπως αυτή της παρούσας υποθέσεως, επιβεβαιώνονται με την απόφαση Corus του Πρωτοδικείου, λαμβανομένης υπόψη της ισοδυναμίας μεταξύ, αφενός, του άρθρου 34, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΑΧ και του άρθρου 233 ΕΚ και, αφετέρου, του άρθρου 34, δεύτερο εδάφιο, ΑΧ και του άρθρου 288 ΕΚ. Αντιθέτως, υπό το πρίσμα της εν λόγω αποφάσεως, η προσφυγή ακυρώσεως δεν είναι το κατάλληλο ένδικο βοήθημα για να ζητηθεί η καταβολή τόκων υπερημερίας σε αυτήν την περίπτωση.

28     Δεδομένου ότι η αξίωση αποζημιώσεως παραγράφεται μετά πέντε έτη από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι, εν προκειμένω, από της εκ μέρους της Επιτροπής πλημμελούς εκτελέσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου «Τσιμέντο», η παρούσα αγωγή είναι παραδεκτή.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

29     Για να κριθεί το παραδεκτό της παρούσας αγωγής αποζημιώσεως, επιβάλλεται να καθορισθεί, εκ προοιμίου, αφενός, ποιες υποχρεώσεις υπέχει η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ, προς εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως περί ακυρώσεως ή μειώσεως του ύψους προστίμου επιβληθέντος σε επιχείρηση για παράβαση των περί ανταγωνισμού διατάξεων της Συνθήκης και, αφετέρου, ποια ένδικα βοηθήματα μπορεί να ασκήσει η εν λόγω επιχείρηση σε περίπτωση που προσάπτει στην Επιτροπή αθέτηση των ως άνω υποχρεώσεών της.

30     Καταρχάς, μεταξύ των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει η Επιτροπή από το άρθρο 233 ΕΚ προς εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως περί ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος σε επιχείρηση προστίμου λόγω παραβάσεως των περί ανταγωνισμού διατάξεων της Συνθήκης, καταλέγεται, πρώτον, η υποχρέωση της Επιτροπής να επιστρέψει το σύνολο ή τμήμα του καταβληθέντος από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση προστίμου, στο μέτρο που η σχετική πληρωμή χαρακτηρίζεται ως αχρεωστήτως πραγματοποιηθείσα εν συνεχεία της ακυρωτικής αποφάσεως. Η ως άνω υποχρέωση καταλαμβάνει όχι μόνον το ποσόν του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου, αλλά και τους γεγενημένους εκ του ποσού αυτού τόκους υπερημερίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την ισοδύναμη διάταξη του άρθρου 34, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΑΧ, την απόφαση Corus του Πρωτοδικείου, σκέψεις 52 και 53).

31     Κατά συνέπεια, μη καταβάλλοντας τόκους υπερημερίας επί του ποσού του προστίμου που επέστρεψε κατόπιν ακυρωτικής αποφάσεως, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει μέτρο που συνεπαγόταν η εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως και παρέβη, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 233 ΕΚ (βλ., κατ’ αναλογία, την απόφαση Corus του Πρωτοδικείου, σκέψη 58).

32     Συναφώς, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι, μολονότι η ζημία, την οποία επικαλείται η ενάγουσα, συνίσταται στο γεγονός ότι στερήθηκε του ποσού των 2 522 000 ευρώ από τις 5 Μαΐου 1995 έως τις 27 Ιουλίου 2000 και απορρέει πράγματι από την έκδοση της αποφάσεως «Τσιμέντο» της Επιτροπής, το προβαλλόμενο από την ενάγουσα πταίσμα της Επιτροπής, στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, συνίσταται όχι στην έκδοση της ως άνω αποφάσεως, αλλά στην παράλειψη της Επιτροπής να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του εν λόγω ποσού σε εκτέλεση της αποφάσεως «Τσιμέντο» του Πρωτοδικείου (βλ., κατ’ αναλογία, την απόφαση Corus του Πρωτοδικείου, σκέψεις 42 επ.).

33     Ακολούθως, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα ένδικα βοηθήματα, τα οποία δύναται να ασκήσει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση σε περίπτωση που προβάλλει ότι η Επιτροπή αθέτησε τις ως άνω υποχρεώσεις της, είναι, κατ’ επιλογήν, είτε η προσφυγή κατά παραλείψεως δυνάμει του άρθρου 232 ΕΚ (βλ., υπ’ αυτό το πνεύμα, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψεις 22 έως 24 και 32, και Greencore, σκέψη 46· τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs επί της υποθέσεως Greencore, που δεν δημοσιεύθηκαν ακόμη στη Συλλογή, σημείο 22· τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T-387/94, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑961, σκέψη 40, και της 19ης Φεβρουαρίου 2004, T-297/01 και T-298/01, SIC κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 31), είτε η αγωγή αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ (βλ., υπ’ αυτό το πνεύμα, τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 1992, T-84/91, Meskens κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑2335, σκέψη 81, επιβεβαιωθείσα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Αυγούστου 1994, C-412/92 P, Κοινοβούλιο κατά Meskens, Συλλογή 1994, σ. I‑3757· της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, T-48/97, Frederiksen κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑167 και II‑867, σκέψη 96, και της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T-11/00, Hautem κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, Συλλογή 2000, σ. II‑4019, σκέψεις 43 και 51· διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου της 4ης Νοεμβρίου 2003, T-161/03, Cascades κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή· βλ., επίσης, κατ’ αναλογία, το άρθρο 34, δεύτερο εδάφιο, ΑΧ, και την απόφαση Corus του Πρωτοδικείου, σκέψη 49).

34     Καθένα από τα δύο αυτά εναλλακτικά ένδικα βοηθήματα υπόκειται σε ιδιαίτερες προϋποθέσεις και διαδικαστικές δεσμεύσεις.

35     Ειδικότερα, ο ενδιαφερόμενος, εάν επιλέξει να ασκήσει προσφυγή κατά παραλείψεως, πρέπει να συμμορφωθεί προς τις επιταγές του άρθρου 232, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο ορίζει:

« [Η προσφυγή κατά παραλείψεως] είναι παραδεκτή μόνον αν το εν λόγω όργανο κληθεί προηγουμένως να ενεργήσει. Αν αυτό το όργανο δεν λάβει θέση εντός δύο μηνών από την πρόσκληση, η προσφυγή δύναται να ασκηθεί εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών.»

36     Εξάλλου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, με την εκφρασθείσα άρνηση του εν λόγω θεσμικού οργάνου να ενεργήσει όπως του ζητήθηκε, λαμβάνεται θέση θέτουσα τέλος στην παράλειψη και ότι η άρνηση αυτή συνιστά πράξη δυναμένη να προσβληθεί κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ (βλ., επί παραδείγματι, την παρατεθείσα στη σκέψη 33 ανωτέρω απόφαση Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 32 και 33).

37     Αντιθέτως, ο ενδιαφερόμενος, εάν επιλέξει το εναλλακτικό ένδικο βοήθημα της αγωγής αποζημιώσεως, πρέπει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο ορίζει:

«Αξιώσεις κατά των Κοινοτήτων στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. Η παραγραφή διακόπτεται είτε διά της προσφυγής που υποβάλλεται στο Δικαστήριο, είτε διά της προηγουμένης αιτήσεως που ο ζημιωθείς απευθύνει στο αρμόδιο όργανο των Κοινοτήτων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προσφυγή πρέπει να κατατίθεται εντός της προθεσμίας δύο μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 230 […] ΕΚ […]· εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 232, δεύτερο εδάφιο, […] ΕΚ […], ανάλογα με την περίπτωση.»

38     Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος απευθύνει προηγούμενη αίτηση προς το αρμόδιο όργανο εντός της προθεσμίας των πέντε ετών που η διάταξη προβλέπει, εκπίπτει του δικαιώματός του εάν δεν ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως είτε εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 230 ΕΚ, σε περίπτωση που του κοινοποιήθηκε απόφαση απορρίπτουσα την ως άνω αίτηση, είτε εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 232, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, σε περίπτωση που το οικείο όργανο δεν έλαβε θέση εντός δύο μηνών από της αιτήσεως.

39     Πράγματι, από το γράμμα του δεύτερου και τρίτου εδαφίου του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν αποσκοπεί στη σύντμηση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, αλλά στην προστασία των ενδιαφερομένων διά της μη προσμετρήσεως ορισμένων χρονικών περιόδων κατά τον υπολογισμό της ως άνω προθεσμίας. Ως εκ τούτου, η τρίτη περίοδος του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου έχει ως μοναδικό σκοπό να μεταθέσει την εκπνοή της προθεσμίας των πέντε ετών, όταν, λόγω προσφυγής ή προηγούμενης αιτήσεως που υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας αυτής, αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες που προβλέπονται στα άρθρα 230 ΕΚ ή 232 ΕΚ. Η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως ουδέποτε μπορεί να έχει ως συνέπεια τη σύντμηση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται στην πρώτη περίοδο του άρθρου 46 [βλ., όσον αφορά την ταυτόσημη διάταξη του άρθρου 43 του προϊσχύσαντος Οργανισμού (ΕΚ) του Δικαστηρίου, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1967, 5/66, 7/66 και 13/66 έως 24/66, Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής ΕΟΚ, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 571, στο εξής: απόφαση Kampffmeyer, και της 5ης Απριλίου 1973, 11/72, Giordano κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 511, σε συνοπτική μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, στο εξής: απόφαση Giordano, σκέψεις 5 έως 7· τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 4ης Αυγούστου 1999, T-106/98, Fratelli Murri κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ.  II‑2553, σκέψη 29].

40     Δεδομένου ότι το προβαλλόμενο εν προκειμένω πταίσμα συνίσταται σε παράλειψη της Επιτροπής να λάβει μέτρο το οποίο συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως «Τσιμέντο» του Πρωτοδικείου, η προθεσμία της πενταετούς παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 46, πρώτη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου έληγε μετά τις 15 Μαρτίου 2005, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο πρέπει να έχει στη διάθεσή του εύλογη προθεσμία για να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του εκ του άρθρου 233 ΕΚ (βλ. κατ’ αναλογία, το άρθρο 34, δεύτερο εδάφιο, ΑΧ και την απόφαση Corus του Πρωτοδικείου, σκέψη 44).

41     Είναι μεν αληθές ότι η ενάγουσα, αντί να ασκήσει αμέσως αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, όπως της επέτρεπε το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, επέλεξε να απευθυνθεί προηγουμένως στην Επιτροπή, καταρχάς με την τηλεομοιοτυπία της της 24ης Μαΐου 2000, ακολούθως δε με την επιστολή της της 16ης Νοεμβρίου 2000, ζητώντας από το εν λόγω θεσμικό όργανο να καταβάλει τους τόκους υπερημερίας.

42     Στο μέτρο που η τηλεομοιοτυπία της ενάγουσας της 24ης Μαΐου 2000 μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσκληση προς την Επιτροπή να ενεργήσει, κατά την έννοια του άρθρου 232, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, ΕΚ και εφόσον η Επιτροπή δεν έλαβε θέση επί της προσκλήσεως αυτής εντός προθεσμίας δύο μηνών, η ενάγουσα θα μπορούσε να είχε ασκήσει προσφυγή λόγω παραλείψεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών, δυνάμει του άρθρου 232, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΕΚ.

43     Εν πάση περιπτώσει, εφόσον με την επιστολή της Επιτροπής της 29ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προκύπτει από το γράμμα της (βλ. τη σκέψη 8 ανωτέρω), εκφράστηκε σαφώς η άρνηση του εν λόγω οργάνου να ενεργήσει σύμφωνα με την αίτηση της 16ης Νοεμβρίου 2000, η ενάγουσα θα μπορούσε να είχε ασκήσει κατά της πράξεως αυτής προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ (βλ. τη σκέψη 36 ανωτέρω).

44     Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, με την απόφαση Greencore (σκέψη 47), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ρητώς ότι επιστολή της Επιτροπής, με την οποία δεν αναγνωρίστηκε σε επιχείρηση το δικαίωμα να αξιώσει την καταβολή τόκων υπερημερίας, υπό συνθήκες κατ’ ουσίαν αντίστοιχες με αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 43 της παρούσας, περιλαμβάνει άρνηση καταβολής τόκων και συνιστά, επομένως, πράξη δυνάμενη να προσβληθεί κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ.

45     Επιβάλλεται η προσθήκη ότι, με την ίδια απόφαση Greencore (σκέψη 46), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το γεγονός ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν χρησιμοποίησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 232 ΕΚ διαδικασία, υπό συνθήκες κατ’ ουσίαν αντίστοιχες προς αυτές που εκτέθηκαν με τη σκέψη 42 της παρούσας, δεν έχει συνέπειες επί του παραδεκτού της μετέπειτα ασκηθείσας προσφυγής ακυρώσεως.

46     Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου η οποία παρατέθηκε με τη σκέψη 39 της παρούσας, καμία από τις τρεις περιστάσεις, περί των οποίων έγινε λόγος στις σκέψεις 41 έως 43 της παρούσας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκεί επιρροή στην εκτίμηση του παραδεκτού της παρούσας αγωγής αποζημιώσεως.

47     Ειδικότερα, από την απόφαση Greencore δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί περιπτώσεως εφαρμογής του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι είχε την πρόθεση να μεταβάλει τη νομολογία των αποφάσεών του Kampffmeyer και Giordano.

48     Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι ουδείς λόγος απαραδέκτου μπορεί εν προκειμένω να προβληθεί κατά της παρούσας αγωγής αποζημιώσεως, αντλούμενος από την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως είτε της προσφυγής κατά παραλείψεως, την οποία μπορούσε ενδεχομένως να ασκήσει η ενάγουσα ελλείψει απαντήσεως εκ μέρους της Επιτροπής στην τηλεομοιοτυπία της 24ης Μαΐου 2000, είτε της προσφυγής ακυρώσεως την οποία μπορούσε να ασκήσει η ενδιαφερόμενη κατόπιν της ρητής απορρίψεως της από 16 Νοεμβρίου 2000 αιτήσεώς της.

49     Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τη νομολογία που επικαλέσθηκε η Επιτροπή (βλ. τη σκέψη 18 της παρούσας), σύμφωνα με την οποία η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτη, όταν με αυτήν ζητείται στην πραγματικότητα η ανάκληση ατομικής αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη και η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα, αν γινόταν δεκτή, την εξαφάνιση των εννόμων αποτελεσμάτων της εν λόγω αποφάσεως.

50     Συγκεκριμένα, όπως ορθώς προβάλλει η ενάγουσα (βλ. τη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως), η εφαρμογή της νομολογίας αυτής, λόγω της κατ’ αρχήν αυτοτέλειας της αγωγής αποζημιώσεως έναντι των λοιπών ενδίκων βοηθημάτων, δικαιολογείται μόνον όλως εξαιρετικώς στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος νομιμοποιούνταν, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, να ζητήσει την ακύρωση της ίδιας της πράξεως η οποία, εξάλλου, κατά τους ισχυρισμούς του, τον βλάπτει, μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατ’ αυτής. Επομένως, η ως άνω νομολογία μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η προβαλλόμενη ζημία προέρχεται αποκλειστικώς από ατομική διοικητική πράξη που κατέστη απρόσβλητη και την οποία ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να είχε προσβάλει με προσφυγή ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, με την απόφαση Krohn κατά Επιτροπής, παρατεθείσα με τη σκέψη 18 της παρούσας, το Δικαστήριο αποφάνθηκε (σκέψη 32) ότι η ύπαρξη ατομικής αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη δεν συνιστά κώλυμα για το παραδεκτό αγωγής αποζημιώσεως, επιφυλασσόμενο πάντως (σκέψη 33) για τις εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες, ούτως ή άλλως, δεν εμπίπτει η παρούσα υπόθεση.

51     Πράγματι, εν προκειμένω, η προβαλλόμενη από την ενάγουσα ζημία δεν απορρέει από την επιστολή της Επιτροπής της 29ης Δεκεμβρίου 2000, ούτε από άλλη ατομική διοικητική πράξη την οποία θα μπορούσε να είχε προσβάλει, αλλά από την ενέχουσα πταίσμα παράλειψη της Επιτροπής να λάβει μέτρο το οποίο συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως «Τσιμέντο» του Πρωτοδικείου, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που η Επιτροπή υπέχει από το άρθρο 233 ΕΚ. Δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της παραλείψεως αυτής, η νομολογία την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή.

52     Εξάλλου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, υπό το πρίσμα της σκέψεως 46 της αποφάσεως Greencore του Δικαστηρίου (βλ. τη σκέψη 45 της παρούσας), το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν χρησιμοποίησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 232 ΕΚ διαδικασία, για να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει τους αιτηθέντες τόκους, δεν έχει συνέπειες επί του παραδεκτού της παρούσας αγωγής αποζημιώσεως.

53     Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής και να διαταχθεί η συνέχιση της δίκης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

54     Το Πρωτοδικείο επιφυλάσσεται όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής.

2)      Θα ταχθεί προθεσμία στην Επιτροπή για την υποβολή υπομνήματος αντικρούσεως.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 4 Μαΐου 2005.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

       J. Pirrung


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.