Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία — Διάκριση από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

(Άρθρο 230 EΚ και 253 EΚ)

2. Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση — Περιεχόμενο — Απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων — Απόφαση αφορώσα ενίσχυση για την αναδιάρθρωση προβληματικής επιχειρήσεως

(Άρθρα 87 §§ 1 και 3, στοιχείο γ΄, EΚ και 253 EΚ· κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων)

3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, EΚ)

4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δυνατότητα θεσπίσεως ρυθμιστικών πλαισίων — Δεσμευτική ισχύς — Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ)

5. Προσφυγή ακυρώσεως — Προσβαλλόμενη πράξη — Εκτίμηση της νομιμότητας βάσει των διαθέσιμων κατά την έκδοση της πράξεως στοιχείων — Αναδρομικές εκτιμήσεις — Δεν ασκούν επιρροή

(Άρθρο 230 ΕΚ)

6. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να κριθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά — Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων — Προσδιορισμός των προβληματικών επιχειρήσεων

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ· κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, σημεία 4, 5, στοιχείο α΄, και 6)

7. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να κριθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά — Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση προβληματικής επιχειρήσεως — Προϋποθέσεις — Περιορισμός του ποσού της ενισχύσεως στο ελάχιστο αναγκαίο όριο — Εφαρμογή σχεδίου αναδιαρθρώσεως περιλαμβάνον δέσμευση διαθέσεως μη απαραίτητων στοιχείων ενεργητικού — Συνέπεια — Υποχρέωση χρησιμοποιήσεως ολόκληρου του προϊόντος των διατεθέντων στοιχείων ενεργητικού για τη χρηματοδότηση του σχεδίου αναδιαρθρώσεως

[Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ· κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, σημείο 40]

8. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να κριθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά — Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση προβληματικής επιχειρήσεως — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Εξουσία κατά προσέγγιση εκτιμήσεως του καθαρού προϊόντος των προβλεπόμενων από το σχέδιο αναδιαρθρώσεως διαθέσεων στοιχείων ενεργητικού — Όριο

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ)

9. Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση — Περιεχόμενο — Θεραπεία πλημμελούς αιτιολογίας κατά την εκδίκαση της προσφυγής — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 253 ΕΚ)

Περίληψη

1. Ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ και εκείνος που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως είναι χωριστοί λόγοι. Συγκεκριμένα, ενώ ο πρώτος, ο οποίος αφορά την ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολογία, εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, και αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αφορά τη βασιμότητα αποφάσεως, εμπίπτει στην παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της Συνθήκης, κατά την έννοια του ίδιου άρθρου 230 ΕΚ, και ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να τον εξετάσει μόνον εφόσον προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα. Συνεπώς, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί διαφορετικό ζήτημα από εκείνο του βασίμου της αιτιολογίας.

Ως εκ τούτου, δεν τίθεται για το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο του ελέγχου της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αποφάσεως της Επιτροπής, ζήτημα εξετάσεως της βασιμότητας των λόγων που προβάλλει η Επιτροπή προς αιτιολόγηση της αποφάσεως αυτής.

Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο λόγου αντλούμενου από ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολογία, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς αμφισβήτηση της βασιμότητας της εν λόγω αποφάσεως είναι αλυσιτελή και δεν ασκούν επιρροή.

(βλ. σκέψεις 52, 58-59)

2. Το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίδικης πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό, αφενός, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και, αφετέρου, στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του.

Δεν είναι απαραίτητο η αιτιολογία να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, ιδίως δε επί των στοιχείων που προφανώς δεν ασκούν επιρροή, είναι ασήμαντα ή σαφώς δευτερεύοντα, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως που εκδίδει.

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενίσχυση, η υποχρέωση αιτιολογήσεως απαιτεί να δηλώνονται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι το εν λόγω μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Η υποχρέωση αιτιολογήσεως επί ζητημάτων συμβατότητας μιας κρατικής ενισχύσεως για αναδιάρθρωση με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ πληρούται όταν η απόφαση της Επιτροπής αναφέρει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι οι ενισχύσεις δικαιολογούνται από τους όρους που προβλέπουν οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, ήτοι, μεταξύ άλλων, από την ύπαρξη σχεδίου αναδιαρθρώσεως, από τα επαρκή αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και από τον αναλογικό χαρακτήρα των ενισχύσεων από πλευράς της συνδρομής του δικαιούχου της.

(βλ. σκέψεις 62-66, 132)

3. Για την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας περιλαμβάνει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιηθούν εντός κοινοτικού πλαισίου. Ο δικαστικός έλεγχος που εντάσσεται στο πλαίσιο της ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται, συνεπώς, στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και στον έλεγχο της ακρίβειας των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών και της ελλείψεως πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας. Ως εκ τούτου, δεν απόκειται στο Πρωτοδικείο να υποκαταστήσει με την οικονομικής φύσεως εκτίμησή του την εκτίμηση του συντάκτη της πράξεως.

(βλ. σκέψεις 137-138)

4. Η Επιτροπή δεσμεύεται από τα ρυθμιστικά πλαίσια που θεσπίζει και τις ανακοινώσεις που εκδίδει στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, στο μέτρο που δεν παρεκκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης και τυγχάνουν αποδοχής από τα κράτη μέλη.

Όταν η Επιτροπή εκτιμά μια ατομική ενίσχυση υπό το πρίσμα τέτοιων κατευθυντηρίων γραμμών, τις οποίες έχει προηγουμένως εκδώσει, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ή ότι παραιτείται από την άσκησή της. Συγκεκριμένα, αφενός, η Επιτροπή διατηρεί την εξουσία να καταργήσει ή να τροποποιήσει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, αν το επιβάλουν οι περιστάσεις. Αφετέρου, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές άπτονται ενός οριοθετημένου τομέα και δικαιολογούνται από την επιδίωξη της Επιτροπής να εφαρμόσει μια πολιτική που έχει καθορίσει.

Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται, συνεπώς, στο Πρωτοδικείο να εξακριβώσει αν τηρήθηκαν οι επιταγές που η Επιτροπή, αυτή καθαυτήν, επέβαλε με τις συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές.

(βλ. σκέψεις 139-141)

5. Στο πλαίσιο ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 EΚ, η νομιμότητα κοινοτικής πράξεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που ισχύουν κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως και δεν μπορεί να εξαρτάται ούτε από ενδεχόμενα προσβολής της ούτε από αναδρομικού αποτελέσματος διαπιστώσεις αφορώσες τον βαθμό αποτελεσματικότητάς της.

Ειδικότερα, οι σύνθετες εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή πρέπει να εξετάζονται μόνο βάσει των στοιχείων που διέθετε κατά τον χρόνο στον οποίο τις πραγματοποίησε.

(βλ. σκέψεις 142-143)

6. Μολονότι, κατά τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, μια επιχείρηση θεωρείται «σε όλες τις περιπτώσεις» προβληματική όταν έχει εξαφανισθεί σημαντικό μέρος του εταιρικού κεφαλαίου της, τίποτα δεν εμποδίζει μια επιχείρηση να αποδείξει με άλλα στοιχεία ότι αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών, ακόμη και αν δεν υπέστη απώλεια σημαντικού μέρους του εταιρικού κεφαλαίου της.

(βλ. σκέψη 185)

7. Εφόσον μια επιχείρηση, προκειμένου να λάβει ενίσχυση για αναδιάρθρωση, δεσμεύθηκε, με το σχέδιό της αναδιαρθρώσεως, να διαθέσει στοιχεία ενεργητικού που δεν ήταν απαραίτητα, οφείλει να χρησιμοποιήσει το σύνολο του προϊόντος μεταβιβάσεως των στοιχείων του ενεργητικού της για τη χρηματοδότηση του σχεδίου αναδιαρθρώσεως. Η υποχρέωση αυτή ουδόλως συνεπάγεται δέσμευση του δικαιούχου της ενισχύσεως να χρησιμοποιήσει όλους τους πόρους του για τη μείωση του ποσού της χορηγηθείσας ενισχύσεως, αλλά μόνο δέσμευσή του να χρησιμοποιήσει όλους τους πόρους που προκύπτουν από στοιχεία ενεργητικού θεωρούμενα ως μη απαραίτητα για την άσκηση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεώς της. Η εν λόγω συμβολή του δικαιούχου της ενισχύσεως στο σχέδιο αναδιαρθρώσεως με ιδίους πόρους είναι απαραίτητη για να εξασφαλισθεί ότι η ενίσχυση εξακολουθεί, σύμφωνα με το σημείο 40 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, να περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο ποσό που θα επιτρέψει την αναδιάρθρωση με βάση τους διαθέσιμους χρηματοοικονομικούς πόρους του εν λόγω δικαιούχου της ενισχύσεως, των μετόχων του και του εμπορικού ομίλου στον οποίο ανήκει.

(βλ. σκέψεις 266, 313)

8. Στο πλαίσιο εξετάσεως της συμβατότητας ενισχύσεως για αναδιάρθρωση με την κοινή αγορά, η Επιτροπή δεν οφείλει να εκτιμήσει το συγκεκριμένο κόστος καθενός από τα μέτρα που πρέπει να λάβει η οικεία επιχείρηση. Συγκεκριμένα, πέραν του ότι η ακριβής εκτίμηση των διαφόρων δαπανών είναι, εν πάση περιπτώσει, αβέβαιη λόγω του μελλοντικού χαρακτήρα των σχεδιαζόμενων μέτρων, η Επιτροπή μπορεί, κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να περιοριστεί σε μια σφαιρική εκτίμηση.

Συνεπώς, η Επιτροπή έχει, καταρχήν, το δικαίωμα, στο πλαίσιο της ασκήσεως της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να δεχθεί μια κατά προσέγγιση εκτίμηση του καθαρού προϊόντος της διαθέσεως στοιχείων ενεργητικού που προβλέπει το σχέδιο αναδιαρθρώσεως, λαμβανομένης υπόψη της δυσκολίας ακριβούς εκτιμήσεως του εν λόγω προϊόντος.

Ωστόσο, αν τα στοιχεία ενεργητικού των οποίων τη διάθεση προβλέπει το εν λόγω σχέδιο έχουν ήδη διατεθεί και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαθέτει πράγματι το ποσό του καθαρού προϊόντος της διαθέσεως αυτής, δεν μπορεί, υπό το πρίσμα ιδίως της προβλεπόμενης από το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ αρχής απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων, να περιοριστεί, για τον καθορισμό του ελάχιστου χαρακτήρα του ποσού της ενισχύσεως, σε μια εκτίμηση, στο πλαίσιο των «μεγάλων λογαριασμών», της ρευστότητας της οικείας επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψεις 272-273, 278, 282-283)

9. Η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να περιλαμβάνεται στις διατάξεις της, ενώ μεταγενέστερες διευκρινίσεις της Επιτροπής δεν μπορούν, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, να λαμβάνονται υπόψη. Κατά συνέπεια, η απόφαση πρέπει να αρκεί, αφ’ εαυτής, και η αιτιολογία της δεν μπορεί να απορρέει από γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις που δόθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο, ενώ η επίμαχη απόφαση αποτελεί ήδη αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

(βλ. σκέψη 287)