Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Προσφυγή ακυρώσεως — Προθεσμίες — Χρόνος ενάρξεως — Ημερομηνία του γεγονότος από του οποίου αρχίζει να τρέχει η προθεσμία — Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 230, εδάφιο 5, ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 102 § 2)

2. Προσφυγή ακυρώσεως — Προθεσμίες — Χρόνος ενάρξεως — Πράξη μη δημοσιευθείσα ούτε κοινοποιηθείσα στον προσφεύγοντα — Ακριβής γνώση του περιεχομένου και της αιτιολογίας — Υποχρέωση του ενδιαφερομένου να ζητήσει το πλήρες κείμενο της πράξεως εντός εύλογης προθεσμίας εφόσον κατέστη γνωστή η ύπαρξή της

(Άρθρο 230, εδάφιο 5, ΕΚ)

3. Προσφυγή ακυρώσεως — Προσβαλλόμενη πράξη — Εκτίμηση της νομιμότητας σε συνάρτηση με τα διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως

(Άρθρο 230 ΕΚ)

4. Κοινωνική πολιτική — Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο — Συνδρομή στη χρηματοδότηση δράσεων επαγγελματικής καταρτίσεως — Απόφαση της Επιτροπής ληφθείσα βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83 — Εκτίμηση πολύπλοκων πραγματικών και λογιστικών καταστάσεων — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός 2950/83 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

5. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Προϋποθέσεις

6. Κοινωνική πολιτική — Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο — Συνδρομή στη χρηματοδότηση δράσεων επαγγελματικής καταρτίσεως — Πιστοποίηση εκ μέρους των κρατών μελών της πραγματικής και λογιστικής ακρίβειας των αιτήσεων πληρωμής του υπολοίπου — Μεταγενέστερη επανεξέταση των εν λόγω αιτήσεων από ειδικευμένο οργανισμό — Επιτρέπεται

(Κανονισμός 2950/83 του Συμβουλίου· απόφαση 83/516 του Συμβουλίου )

7. Κοινωνική πολιτική — Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο — Συνδρομή στη χρηματοδότηση δράσεων επαγγελματικής καταρτίσεως — Μη προσήκουσα χρήση της συνδρομής — Φύση των κυρώσεων βάσει του κοινοτικού δικαίου — Έλλειψη ποινικού χαρακτήρα — Εγκατάλειψη της ποινικής διώξεως εκ μέρους των εθνικών αρχών — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά την πληρωμή — Δεν υφίσταται — Δυνατότητα για την Επιτροπή να συνεχίσει την εξέταση ενδεχομένης μειώσεως

(Κανονισμός 2950/8 του Συμβουλίου, άρθρο 6)

8. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Διοικητική διαδικασία — Κριτήρια εκτιμήσεως — Καθυστερήσεις καταλογιζόμενες σε κράτος μέλος — Χωρίς επίπτωση

Περίληψη

1. Η απόδειξη της ημερομηνίας επελεύσεως του γεγονότος που συνεπάγεται την έναρξη της προθεσμίας εναπόκειται στον διάδικο ο οποίος επικαλείται την εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής. Κατά συνέπεια, η έκπληξη απλώς του διαδίκου αυτού δεν μπορεί να οδηγήσει κοινοτικό δικαστή να δεχθεί το απαράδεκτο της προσφυγής. Επιπροσθέτως, η καθυστέρηση των εθνικών αρχών να κοινοποιήσουν την προσβαλλόμενη απόφαση στον αποδέκτη της αποφάσεως, δεν μπορεί να προσάπτεται σ’ αυτόν.

(βλ. σκέψη 54)

2. Όταν ένας διάδικος λαμβάνει γνώση της υπάρξεως μιας πράξεως που τον αφορά, ειδικότερα με κοινοποίηση εγγράφου στο οποίο εκτίθεται κατά τρόπο μη αμφίσημο η οριστική θέση της Επιτροπής, αυτός υποχρεούται, επί ποινή απαραδέκτου της προσφυγής του, να ζητήσει το πλήρες κείμενο της πράξεως εντός εύλογης προθεσμίας, προκειμένου να λάβει ακριβή γνώση του περιεχομένου της και της αιτιολογίας της. Αν όμως του είχε κοινοποιηθεί μόνον ένα σχέδιο αποφάσεως, για το οποίο είχε διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, δεν υποχρεούται να διερευνήσει την ενδεχόμενη έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 55)

3. Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, η νομιμότητα της οικείας κοινοτικής πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά στοιχεία που φέρονται εις γνώση του κοινοτικού οργάνου την ημέρα κατά την οποία εκδόθηκε η πράξη αυτή.

(βλ. σκέψη 70)

4. Δεδομένου ότι η εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, για την εφαρμογή της απόφασης 83/516, για την αποστολή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, είναι δυνατόν να οδηγήσει την Επιτροπή να προβεί στην εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών και λογιστικών στοιχείων, αυτή διαθέτει στον τομέα αυτόν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Κατά συνέπεια, ο εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχος των εκτιμήσεων αυτών πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση ότι δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των εν λόγω στοιχείων.

(βλ. σκέψη 75)

5. Το δικαίωμα για την πρoστασία της δικαιoλoγημένης εμπιστoσύνης πρoϋπoθέτει τη συνδρoμή τριών πρoϋπoθέσεων. Πρώτoν, πρέπει να έχoυν δoθεί από την κoινoτική διoίκηση στoν ενδιαφερόμενo συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συμπίπτoυσες διασφαλίσεις, πρoερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερoν, oι διασφαλίσεις αυτές πρέπει να μπoρoύν να δημιoυργήσoυν θεμιτή πρoσδoκία σ’ αυτόν πρoς τoν oπoίo απευθύνoνται. Τρίτoν, oι δoθείσες διασφαλίσεις πρέπει να είναι σύμφωνες πρoς τoυς ισχύoντες κανόνες.

(βλ. σκέψη 102)

6. Από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 83/516, για την αποστολή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, προκύπτει ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη εγγυώνται το αίσιο πέρας των ενεργειών που χρηματοδοτεί το Ταμείο. Εξάλλου, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, για την εφαρμογή της αποφάσεως 83/516, η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει στους ελέγχους των αιτήσεων πληρωμής του υπολοίπου, «χωρίς αυτό να βλάπτει το αντίστοιχο δικαίωμα των κρατών μελών». Αυτές οι υποχρεώσεις και εξουσίες δεν αποτελούν αντικείμενο κανενός χρονικού περιορισμού. Επομένως, η πραγματική και λογιστική πιστοποίηση των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην αίτηση πληρωμής του υπολοίπου μιας ενέργειας επαγγελματικής καταρτίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2950/83, δεν εμποδίζει κράτος μέλος να προβεί σε μεταγενέστερη επανεξέταση της αιτήσεως πληρωμής του υπολοίπου. Εξάλλου, τίποτε δεν εμποδίζει το κράτος μέλος, προκειμένου να προβεί στην επανεξέταση αυτή, να προσφύγει σε εξειδικευμένο στον λογιστικό και οικονομικό έλεγχο οργανισμό.

(βλ. σκέψη 104)

7. Το γεγονός ότι η ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατά της προσφεύγουσας εγκαταλείφθηκε δεν μπορεί να θεμελιώσει τη φερόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της στην πληρωμή της συνδρομής. Πράγματι, από το άρθρο 6 του κανονισμού 2950/83, για την εφαρμογή της αποφάσεως 83/516, προκύπτει ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν προσδίδει ποινικό χαρακτήρα στη μη προσήκουσα χρήση της συνδρομής του ΕΚΤ. Επομένως, μολονότι η αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία επιβάλλει την υποχρέωση στο κοινοτικό όργανο να αποφασίζει με πλήρη γνώση της υποθέσεως, δικαιολογεί το ότι Επιτροπή αναστέλλει τη λήψη αποφάσεως έως ότου το εθνικό δικαστήριο αποφασίσει επί του υποστατού των πραγματικών περιστατικών της απάτης, ωστόσο η αρχή αυτή δεν συνιστούσε εμπόδιο προκειμένου η Επιτροπή να συνεχίσει την εξέταση της ενδεχόμενης μειώσεως της συνδρομής της, βάσει της διοικητικής έρευνας ειδικευμένου οργανισμού, μετά τη θέση στο αρχείο της ποινικής διώξεως λόγω παραγραφής

(βλ. σκέψη 108)

8. Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μιας διοικητικής διαδικασίας εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, από το γενικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η υπόθεση αυτή, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια, το περίπλοκο της υποθέσεως καθώς και τη σημασία της για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη. Η διαδοχή γεγονότων που σημαδεύεται από την εμπλοκή της δικαστικής και της διοικητικής διαδικασίας, εθνικής και κοινοτικής, καθώς και η αδυναμία στην οποία βρίσκεται η Επιτροπή, σε τελική ανάλυση, να στηριχθεί σε μια ποινική δίκη, επιτρέπουν να λεχθεί ότι κάθε μια από τις διαδικαστικές φάσεις που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξεως εξελίχθηκε εντός ευλόγου χρόνου. Εξάλλου, η επίδικη απόφαση κοινοποιήθηκε εγκαίρως από την Επιτροπή στον αποδέκτη της αποφάσεως. Αν το κράτος μέλος, το οποίο υπέχει την υποχρέωση να πληροφορήσει σχετικώς τον προσφεύγοντα, καθυστερεί να κοινοποιήσει την εν λόγω απόφαση, η καθυστέρηση αυτή δεν μπορεί να καταλογίζεται στην Επιτροπή, εφόσον μόνον οι καθυστερήσεις που καταλογίζονται στην τελευταία μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τη μη τήρηση του εύλογου χρόνου.

(βλ. σκέψεις 114, 120, 122)