Υπόθεση T-204/03
Haladjian Frères SA
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Ανταγωνισμός — Άρθρο 81 ΕΚ — Άρθρο 82 ΕΚ — Λιανική διανομή ανταλλακτικών — Παράλληλες εισαγωγές — Καταγγελία — Απορριπτική απόφαση»
Απόφαση του Πρωτοδικείου (πρώτο τμήμα) της 27ης Σεπτεμβρίου 2006
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Εξέταση των καταγγελιών
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου· κανονισμός 2842/98 της Επιτροπής)
2. Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Εξέταση των καταγγελιών — Υποχρεώσεις της Επιτροπής
(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)
3. Προσφυγή ακυρώσεως — Απόφαση της Επιτροπής που απαιτεί περίπλοκη οικονομική εκτίμηση
(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 230 ΕΚ)
4. Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ εταιριών — Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών — Κριτήρια
(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)
5. Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Εξέταση των καταγγελιών — Παρέλευση μακρού χρόνου
(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)
6. Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Υποχρεώσεις της Επιτροπής
(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)
7. Πράξεις των οργάνων — Αιτιολόγηση — Υποχρέωση — Περιεχόμενο
(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 253 ΕΚ)
1. Ούτε ο κανονισμός 17 ούτε ο κανονισμός 2842/98, σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ’ εφαρμογήν των άρθρων [81 EK] και [82 EK], περιλαμβάνουν ρητές διατάξεις σχετικά με τη μεταχείριση, επί της ουσίας, μιας καταγγελίας και σχετικά με τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις της Επιτροπής να διενεργήσει σχετική έρευνα. Πράγματι, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να κινεί διαδικασία προς εξακρίβωση ενδεχόμενων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου και, μεταξύ των δικαιωμάτων που παρέχουν στους καταγγέλλοντες οι κανονισμοί 17 και 2842/98, δεν περιλαμβάνεται ένα δικαίωμα των ενδιαφερομένων να ζητούν τη λήψη οριστικής αποφάσεως όσον αφορά το υποστατό προβαλλομένης παραβάσεως.
Αφού η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να αποφαίνεται επί του υποστατού μιας παραβάσεως, δεν μπορεί να υποχρεώνεται να διεξαγάγει έρευνα, διότι η έρευνα αυτή δεν θα μπορούσε να έχει άλλο σκοπό παρά μόνο την αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων ως προς το υποστατό μιας παραβάσεως την οποία δεν υποχρεούται να διαπιστώσει. Επιπλέον, ακόμα και αν διεξαχθεί μια τέτοια έρευνα, καμία διάταξη του παραγώγου δικαίου δεν παρέχει στον καταγγέλλοντα το δικαίωμα να υποχρεώσει την Επιτροπή να συνεχίσει τη διαδικασία μέχρι το στάδιο τελικής αποφάσεως που διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της προβαλλομένης παραβάσεως. Πράγματι, η ως άνω διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής στο πλαίσιο της εξετάσεως καταγγελιών δεν αποτελεί συνάρτηση του κατά πόσο έχει προχωρήσει η εξέταση μιας περιπτώσεως.
(βλ. σκέψεις 27-28)
2. Κατόπιν καταγγελίας λόγω παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να κινεί διαδικασία προς εξακρίβωση των παραβάσεων αυτών, αλλά μόνο να εξετάζει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που θέτει υπόψη της ο καταγγέλλων, για να εκτιμήσει αν από τα στοιχεία αυτά προκύπτει συμπεριφορά ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς και να θίξει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Όταν η Επιτροπή αποφασίζει να ερευνήσει μια καταγγελία, οφείλει να ενεργεί με την προσοχή, τη σοβαρότητα και την επιμέλεια που επιβάλλονται, εκτός αν παράσχει συναφώς λεπτομερή αιτιολόγηση, προκειμένου να είναι σε θέση να εκτιμήσει με πλήρη επίγνωση τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που θέτουν υπόψη της οι καταγγέλλοντες.
(βλ. σκέψεις 29, 212)
3. Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως στρεφομένης κατά αποφάσεως της Επιτροπής περί απορρίψεως καταγγελίας για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, το Πρωτοδικείο πρέπει να εξακριβώνει αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει προσήκουσα έρευνα των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στην κρίση της Επιτροπής στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Συναφώς, ο δικαιοδοτικός έλεγχος των πράξεων της Επιτροπής που συνεπάγεται περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, όπως συμβαίνει προκειμένου περί ισχυρισμών για παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, στην έλλειψη προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως και στην έλλειψη καταχρήσεως εξουσίας.
(βλ. σκέψη 30)
4. Για να δικαιολογείται η εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού σε μια συμφωνία σχετικά με προϊόντα αγοραζόμενα στις Ηνωμένες Πολιτείες με σκοπό την πώλησή τους εντός της Κοινότητας, πρέπει να πιθανολογείται με επαρκή βεβαιότητα, βάσει ενός συνόλου πραγματικών και νομικών στοιχείων, ότι η σχετική συμφωνία μπορεί να ασκήσει μια όχι απλώς περιθωριακή επιρροή επί του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας και επί των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών. Απλώς και μόνον το γεγονός ότι μια συμπεριφορά έχει ορισμένα αποτελέσματα, όποια και αν είναι αυτά, σχετικά με την οικονομία της Κοινότητας δεν θεμελιώνει, αυτό καθαυτό, κάποια στενή σχέση ώστε να δικαιολογείται η κοινοτική αρμοδιότητα. Για να μπορέσουν να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα αυτά πρέπει να είναι ουσιώδη, δηλαδή αισθητά και όχι αμελητέα.
(βλ. σκέψη 167)
5. Ένα ενδεχομένως υπερβολικά μακρύ χρονικό διάστημα για την εξέταση της καταγγελίας αυτής δεν μπορεί, καταρχήν, να έχει επίπτωση επί του περιεχομένου της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής. Πράγματι, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, το εν λόγω χρονικό διάστημα δεν μπορεί να μεταβάλει τα ουσιαστικά στοιχεία τα οποία, αναλόγως της περιπτώσεως, στοιχειοθετούν την ύπαρξη ή την ανυπαρξία παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού ή τα οποία δικαιολογούν το ότι η Επιτροπή δεν προβαίνει σε σχετική έρευνα. Επομένως, καταρχήν, η διάρκεια της έρευνας της καταγγελίας δεν θίγει τον καταγγέλλοντα σε περίπτωση απορρίψεως της καταγγελίας αυτής.
(βλ. σκέψη 193)
6. Η υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος όταν λαμβάνει απόφαση κατόπιν διοικητικής διαδικασίας στον τομέα πολιτικής ανταγωνισμού αποτελεί εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Η εύλογη διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, με τη γενική αλληλουχία πραγματικών περιστατικών στην οποία εντάσσεται η υπόθεση αυτή, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που οφείλει να ακολουθεί η Επιτροπή, το περίπλοκο της υποθέσεως, καθώς και τη σημασία της για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη.
(βλ. σκέψη 195)
7. Η Επιτροπή, αιτιολογώντας τις αποφάσεις που εκδίδει προς εξασφάλιση της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση εφ’ όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι προς στήριξη του αιτήματός τους. Aρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που είναι ουσιώδεις για την όλη οικονομία της αποφάσεως.
(βλ. σκέψη 199)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 27ης Σεπτεμβρίου 2006 (*)
«Ανταγωνισμός – Άρθρο 81 ΕΚ – Άρθρο 82 ΕΚ – Λιανική διανομή ανταλλακτικών – Παράλληλες εισαγωγές – Καταγγελία – Απορριπτική απόφαση»
Στην υπόθεση T-204/03,
Haladjian Frères SA, με έδρα το Sorgues (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τη N. Coutrelis, δικηγόρο,
προσφεύγουσα,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους A. Whelan και O. Beynet, επικουρούμενους από τον D. Waelbroeck, δικηγόρο,
καθής,
υποστηριζομένης από
την Caterpillar, Inc., με έδρα την Peoria, Illinois (Ηνωμένες Πολιτείες), και
την Caterpillar Group Services SA, με έδρα το Charleroi (Βέλγιο),
εκπροσωπούμενες αρχικά από τον N. Levy, solicitor, και τη S. Kingston, barrister, στη συνέχεια από τον M. Levy και τον T. Graf, δικηγόρο,
παρεμβαίνουσες,
με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 1ης Απριλίου 2003 περί απορρίψεως της καταγγελίας σχετικά με παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ την οποία υπέβαλε η εταιρία Haladjian Frères SA κατά της Caterpillar, Inc.,
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους R. García-Valdecasas, πρόεδρο, J. D. Cooke και V. Trstenjak, δικαστές,
γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Μαρτίου 2006,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Ιστορικό της προσφυγής
Οι εμπλεκόμενες εταιρίες
1 Η προσφεύγουσα, η οποία υπέβαλε την καταγγελία, είναι μια γαλλική επιχείρηση που εισάγει και εμπορεύεται στην Ευρώπη και στην Aφρική ανταλλακτικά για μηχανήματα εργοταξίου. Οι κύριες πηγές εφοδιασμού της βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
2 Η εταιρία την οποία αφορά η καταγγελία, η Caterpillar, Inc., είναι μια αμερικανική επιχείρηση που παράγει και πωλεί μηχανήματα εργοταξίου καθώς και τα αντίστοιχα ανταλλακτικά. Η εμπορία των προϊόντων αυτών στην Ευρώπη και στην Aφρική πραγματοποιείται μέσω μιας ελβετικής θυγατρικής ονομαζόμενης Caterpillar Overseas. Το 1990 η Caterpillar Overseas συνέστησε μια βελγική θυγατρική ονομαζόμενη Caterpillar Export Services (CES), με αντικείμενο τη διαχείριση και τον έλεγχο των εξαγωγών από μια γεωγραφική ζώνη σε άλλη των ανταλλακτικών που κατασκευάζει η Caterpillar.
Οι διοικητικές διαδικασίες
1. Η διαδικασία που κίνησε η Επιτροπή κατά της Caterpillar
3 Το 1963 η Caterpillar κοινοποίησε στην Επιτροπή την πάγια συμφωνία διανομής των προϊόντων της στην Ευρώπη. Κάθε φορά που επερχόταν τροποποίηση στο κείμενο της ως άνω συμφωνίας η εταιρία αυτή το κοινοποιούσε, πράγμα το οποίο συνέβη πολλές φορές, ιδίως το 1983 και το 1992. Πριν από την υποβολή της καταγγελίας της Haladjian τον Οκτώβριο 1993, και από το 1990, και άλλοι μεταπωλητές ανταλλακτικών είχαν υποβάλει καταγγελίες κατά της Caterpillar.
4 Κατόπιν των καταγγελιών αυτών, στις 12 Μαΐου 1993 η Επιτροπή απέστειλε μια ανακοίνωση αιτιάσεων στην Caterpillar (στο εξής: ανακοίνωση αιτιάσεων), με την οποία προσήψε στην επιχείρηση αυτή ότι χρέωνε προμήθεια για τις πωλήσεις των προϊόντων της στο εξωτερικό, ότι ακολουθούσε τιμολογιακή πολιτική που επέβαλλε δυσμενείς διακρίσεις και ότι απαγόρευε την πώληση σε μεταπωλητές όταν προέκυπτε ότι αυτοί είχαν την πρόθεση να εξαγάγουν τα σχετικά προϊόντα.
5 Στις 27 Αυγούστου 1993 η Caterpillar έλαβε θέση επί της ανακοινώσεως αιτιάσεων, αμφισβητώντας την ύπαρξη όλων των προσαπτομένων παραβάσεων.
2. Η διαδικασία που κινήθηκε κατόπιν της καταγγελίας της Haladjian
6 Στις 18 Οκτωβρίου 1993 η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), σχετικά με προβαλλόμενες παραβάσεις των διατάξεων αυτών, που είχε διαπράξει η Caterpillar (στο εξής: καταγγελία).
7 Στις 25 Ιανουαρίου 1994 η Caterpillar κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της καταγγελίας.
8 Στις 23 Μαΐου 1994 η Haladjian υπέβαλε τα σχόλιά της επί των παρατηρήσεων αυτών και επί της απαντήσεως της Caterpillar στην ανακοίνωση αιτιάσεων.
9 Στο πλαίσιο της έρευνάς της, στις 6 και στις 7 Ιουλίου 1995 η Επιτροπή προέβη σε έρευνα στις εγκαταστάσεις ορισμένων Ευρωπαίων διανομέων της Caterpillar. Ομοίως, τον Σεπτέμβριο του 1995 και, στη συνέχεια, τον Φεβρουάριο του 1996 η Επιτροπή απέστειλε διάφορες αιτήσεις παροχής πληροφοριών στους Ευρωπαίους διανομείς της Caterpillar, σχετικά με τις οποίες έλαβε τις τελευταίες απαντήσεις τον Απρίλιο του 1996.
10 Η Haladjian απέστειλε επίσης στην Επιτροπή διάφορες επιστολές προκειμένου να της γνωστοποιήσει νέα έγγραφα. Ειδικότερα, στις 11 Αυγούστου 2000 διαβίβασε στην Επιτροπή ένα ανακεφαλαιωτικό σημείωμα περιλαμβάνον όλα τα στοιχεία της καταγγελίας της που κατατέθηκαν στον σχετικό φάκελο.
11 Στις 19 Ιουλίου 2001 η Επιτροπή απηύθυνε στην προσφεύγουσα έγγραφο δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού (EK) 2842/98 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ’ εφαρμογήν των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 354, σ. 18), πληροφορώντας την σχετικά με την πρόθεσή της να απορρίψει την καταγγελία (στο εξής: έγγραφο του άρθρου 6).
12 Στις 22 Οκτωβρίου 2001 η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου του άρθρου 6.
13 Με απόφαση της 1ης Απριλίου 2003 η Επιτροπή απέρριψε επισήμως την καταγγελία (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).
14 Με έγγραφο της 8ης Μαΐου 2003 η Επιτροπή εξέθεσε στην Caterpillar ότι, κατόπιν εξετάσεως της απαντήσεώς της στη ανακοίνωση αιτιάσεων και των πληροφοριών που συνέλεξε στη συνέχεια, αποφάσισε να αποσύρει τις αιτιάσεις αυτές και να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
15 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Ιουνίου 2003 η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.
16 Με έγγραφο της 2ας Οκτωβρίου, που συμπληρώθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2003, η Caterpillar και η Caterpillar Group Services ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.
17 Με διάταξη της 5ης Δεκεμβρίου 2003 του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου επετράπη στην Caterpillar και στην Caterpillar Group Services να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής και έγινε δεκτό το υποβληθέν αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως ορισμένων στοιχείων.
18 Η Caterpillar και η Caterpillar Group Services (στο εξής: Caterpillar) κατέθεσαν υπόμνημα παρεμβάσεως στις 2 Φεβρουαρίου 2004. Στις 22 και στις 20 Απριλίου 2004 η προσφεύγουσα και η Επιτροπή κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως.
19 Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή κλήθηκε να εκθέσει πώς περατώθηκε η διαδικασία που κινήθηκε κατά της Caterpillar κατόπιν της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Με έγγραφο της 8ης Μαρτίου 2006, που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Μαρτίου 2006, η Επιτροπή απάντησε στην ερώτηση αυτή του Πρωτοδικείου.
20 Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που υπέβαλε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Μαρτίου 2006.
21 Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
– να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·
– να καταδικάσει τις παρεμβαίνουσες στα δικά τους δικαστικά έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα που συνδέονται με την παρέμβαση.
22 Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:
– να απορρίψει την προσφυγή·
– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.
23 Οι παρεμβαίνουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
– να απορρίψει την προσφυγή·
– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικά τους δικαστικά έξοδα.
Σκεπτικό
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της εκτάσεως των υποχρεώσεων της Επιτροπής κατά την εξέταση καταγγελίας λόγω παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ
24 Προεισαγωγικώς, οι κύριοι διάδικοι εκθέτουν τις υποχρεώσεις που έχει η Επιτροπή όταν εξετάζει μια καταγγελία, προβαίνουν σε ανάλυση του απαιτούμενου επιπέδου αποδείξεων και αιτιολογήσεως που πρέπει να παραθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό και προβαίνουν σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την έκταση του ελέγχου του Πρωτοδικείου σε περίπτωση προσφυγής κατά αποφάσεως απορρίπτουσας καταγγελία.
25 Το Πρωτοδικείο παρατηρεί, καταρχάς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατόπιν μιας αναλύσεως όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 82 ΕΚ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, με βάση τα στοιχεία που προσκόμισε η Haladjian κατά τη διοικητική διαδικασία, ιδίως σε απάντηση στο έγγραφο του άρθρου 6, «δεν μπορεί να γίνει δεκτή [η καταγγελία]» και, κατά συνέπεια, την απορρίπτει. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να υπομνησθεί ποια είναι τα δικαιώματα του καταγγέλλοντος και οι υποχρεώσεις της Επιτροπής σε περίπτωση απορρίψεως καταγγελίας περί διαπράξεως παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.
26 Ο καταγγέλλων έχει το δικαίωμα να τηρείται ενήμερος και να σχολιάζει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή προτίθεται να απορρίψει την καταγγελία του προτού το κοινοτικό αυτό όργανο λάβει σχετική απόφαση. Πράγματι, οι κανονισμοί 17 και 2842/98, που ισχύουν εν προκειμένω, παρέχουν διαδικαστικά δικαιώματα στα πρόσωπα που υπέβαλαν καταγγελία στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 17. Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών περιλαμβάνονται εκείνα τα οποία προβλέπει το άρθρο 6 του κανονισμού 2842/98, κατά το οποίο η Επιτροπή, όταν θεωρεί ότι τα στοιχεία που συνέλεξε δεν δικαιολογούν την αποδοχή της καταγγελίας, εκθέτει τους λόγους της απορρίψεως αυτής στον καταγγέλλοντα και του τάσσει προθεσμία για να υποβάλλει ενδεχομένως γραπτές παρατηρήσεις.
27 Εντούτοις, ούτε ο κανονισμός 17 ούτε ο κανονισμός 2842/98 περιλαμβάνουν ρητές διατάξεις σχετικά με τη μεταχείριση, επί της ουσίας, μιας καταγγελίας και σχετικά με τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις της Επιτροπής να διενεργήσει σχετική έρευνα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1992, T-24/90, Automec κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2223, σκέψη 72). Επί του σημείου αυτού, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να κινήσει διαδικασία προς εξακρίβωση ενδεχόμενων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1989, 247/87, Star Fruit κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 291, 301) και ότι, μεταξύ των δικαιωμάτων που παρέχουν στους καταγγέλλοντες οι κανονισμοί 17 και 2842/98, δεν περιλαμβάνεται ένα δικαίωμα των ενδιαφερομένων να ζητήσουν τη λήψη οριστικής αποφάσεως όσον αφορά το υποστατό προβαλλομένης παραβάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1979, 125/78, GEMA κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 537, σκέψεις 17 και 18).
28 Βάσει των αρχών αυτών η νομολογία έχει δεχθεί ότι, αν η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να αποφαίνεται επί του υποστατού μιας παραβάσεως, δεν μπορεί να υποχρεώνεται να διεξαγάγει έρευνα, διότι η έρευνα αυτή δεν θα μπορούσε να έχει άλλο σκοπό παρά μόνο την αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων ως προς το υποστατό μιας παραβάσεως την οποία δεν υποχρεούται να διαπιστώσει (απόφαση Automec κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 76). Επιπλέον, ακόμα και αν διεξαχθεί μια τέτοια έρευνα, καμία διάταξη του παραγώγου δικαίου δεν παρέχει στον καταγγέλλοντα το δικαίωμα να υποχρεώσει την Επιτροπή να συνεχίσει τη διαδικασία μέχρι το στάδιο τελικής αποφάσεως που διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της προβαλλομένης παραβάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2001, C-449/98 P, IECC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-3875, σκέψη 35). Πράγματι, η ως άνω διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής στο πλαίσιο της εξετάσεως καταγγελιών δεν αποτελεί συνάρτηση του κατά πόσο έχει προχωρήσει η εξέταση μιας περιπτώσεως (απόφαση IECC κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 37).
29 Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει ότι, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να προβεί σε έρευνα καταγγελίας, οφείλει να ενεργεί, εκτός αν προβάλει συναφώς εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την απαιτούμενη προσοχή, σοβαρότητα και επιμέλεια, για να είναι σε θέση να εκτιμήσει εν πλήρει γνώσει της καταστάσεως τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υπέβαλαν οι καταγγέλλοντες στην κρίση της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1993, T-7/92, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-669, σκέψη 36, και της 21ης Μαρτίου 2001, T-206/99, Métropole Télévision κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1057, σκέψη 59).
30 Με βάση αυτές τις σκέψεις πρέπει το Πρωτοδικείο να εξακριβώσει αν η προσβαλλόμενη απόφαση, που απορρίπτει την καταγγελία, περιλαμβάνει προσήκουσα έρευνα των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στην κρίση της Επιτροπής στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο δικαιοδοτικός έλεγχος των πράξεων της Επιτροπής που συνεπάγεται περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, όπως συμβαίνει προκειμένου περί ισχυρισμών για παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, στην έλλειψη προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως και στην έλλειψη καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 1987, 142/84 και 156/84, BAT και Reynolds κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4487, σκέψη 62, και της 15ης Ιουνίου 1993, C-225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-3203, σκέψεις 23 και 25· απόφαση Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 33).
Γενική παρουσίαση του «συστήματος CES», των αιτιάσεων της Haladjian και της προσβαλλομένης αποφάσεως
31 Η καταγγελία της Haladjian αφορά τις τροποποιήσεις που επέφερε η Caterpillar στο σύστημά της εμπορίας ανταλλακτικών από το 1982 προκειμένου να περιορίσει τις παράλληλες εισαγωγές στην Ευρώπη από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
1. Περιγραφή του συστήματος CES
32 Στο πλαίσιο της διαθέσεως των προϊόντων της στο εμπόριο, η Caterpillar διαίρεσε τον κόσμο σε διάφορες γεωγραφικές ζώνες, μεταξύ των οποίων οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ και η Aφρική, και ανέθεσε την εμπορία των μηχανημάτων εργοταξίου και των αντίστοιχων ανταλλακτικών σε 181 ανεξάρτητους διανομείς, που ασκούν τις δραστηριότητές τους σε 160 χώρες. Οι διανομείς της Caterpillar στη ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ δεν έχουν δικαίωμα αποκλειστικότητας πωλήσεων στην οικεία περιοχή. Έτσι, η Caterpillar έχει δύο διανομείς στην Ιταλία (μεταξύ των οποίων η Maia), δύο διανομείς στο Ηνωμένο Βασίλειο (μεταξύ των οποίων η Leverton) και έναν μόνο στη Γαλλία (την Bergerat).
33 Η Caterpillar δεν ορίζει στους διανομείς της τις τιμές πωλήσεως. Καθένας από αυτούς είναι ελεύθερος να καθορίσει τις τιμές του σε συνάρτηση με την τιμή αγοράς, τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις, το κόστος εμπορίας και τις τοπικές συνθήκες ανταγωνισμού. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που συνελλέγησαν κατά τη διοικητική διαδικασία, οι τιμές των Αμερικανών διανομέων είναι χαμηλότερες από αυτές των Ευρωπαίων διανομέων, οι οποίες είναι χαμηλότερες από τις τιμές των Αφρικανών διανομέων. Επίσης, οι τιμές των Ευρωπαίων διανομέων διαφέρουν σημαντικά από τη μια χώρα στην άλλη.
34 Μέχρι το 1982 η Caterpillar δεν επέβαλλε κανέναν περιορισμό όσον αφορά τον εφοδιασμό σε ανταλλακτικά από μια γεωγραφική ζώνη σε άλλη. Ο εφοδιασμός εντός μιας και της αυτής γεωγραφικής ζώνης (όπως είναι η ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ) εξακολουθούσε επίσης να είναι απολύτως ελεύθερος για τους μεταπωλητές ανταλλακτικών, όπως και για τους χρήστες των ανταλλακτικών αυτών. Το 1982 η Caterpillar διαπίστωσε εντούτοις ότι πολλοί μεταπωλητές επωφελούνταν από τις διαφορές τιμών μεταξύ γεωγραφικών ζωνών προβαίνοντας σε σημαντικές εισαγωγές από τη μια ζώνη στην άλλη. Κατά την Caterpillar, οι μεταφορές αυτές έθεταν σε κίνδυνο την επικερδή άσκηση των δραστηριοτήτων των διανομέων, οι οποίοι είχαν προβεί σε σημαντικές επενδύσεις για να εξασφαλίσουν μια αποτελεσματική και ανταγωνιστική διανομή των μηχανημάτων εργοταξίου.
35 Από το 1982 η Caterpillar αποφάσισε να περιορίσει τις πωλήσεις ανταλλακτικών από μια γεωγραφική ζώνη σε άλλη (στο εξής: πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών). Έτσι, με έγγραφο της 24ης Σεπτεμβρίου 1982 η Caterpillar ανέφερε στους Αμερικανούς διανομείς της ότι τα ανταλλακτικά της δεν έπρεπε να πωλούνται σε μεταπωλητή που έχει ως σκοπό την εξαγωγή τους από την χώρα τους. Ομοίως, με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 1982 η Caterpillar ανέφερε στους Ευρωπαίους διανομείς της ότι τα εν λόγω ανταλλακτικά δεν έπρεπε να μεταπωλούνται σε μεταπωλητή που έχει ως σκοπό την εξαγωγή τους εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών ή των χωρών της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ.
36 Επειδή οι οδηγίες αυτές δεν τηρούνταν, η Caterpillar πληροφόρησε τους διανομείς της ανά την υφήλιο, με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 1990, περί της συστάσεως της Caterpillar Export Services (CES), με σκοπό τη διαχείριση και τον έλεγχο των πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών (στο εξής: σύστημα CES). Η Caterpillar γνωστοποίησε επίσης στους διανομείς της έναν περιοδικώς ενημερωνόμενο κατάλογο των μεταπωλητών που πραγματοποιούσαν πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών, προκειμένου να τους επιστήσει την προσοχή και να τους παρακινήσει να εξακριβώνουν τον προορισμό των παραγγελλόμενων ανταλλακτικών (στο εξής: πίνακας μεταπωλητών μεταξύ γεωγραφικών ζωνών). Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η διαδικασία αυτή εξακριβώσεως του προορισμού των ανταλλακτικών εξακολουθούσε ωστόσο να επαφίεται στη βούληση του κάθε διανομέα.
37 Κατ’ εφαρμογήν του συστήματος CES, τα ανταλλακτικά που κατασκευάζει η Caterpillar πωλούνται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές.
38 Πρώτον, ο τελικός χρήστης μπορεί να αγοράζει ελεύθερα ανταλλακτικά της Caterpillar οπουδήποτε στην Ευρώπη ή σε άλλες γεωγραφικές ζώνες.
39 Δεύτερον, κάθε Ευρωπαίος μεταπωλητής μπορεί να αγοράζει ανταλλακτικά προς μεταπώληση εντός των χωρών της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ από οποιονδήποτε διανομέα των χωρών αυτών. Με τον τρόπο αυτό, θεωρείται ότι μπορεί να δημιουργεί τα αναγκαία αποθέματα. Το σύστημα CES δεν εφαρμόζεται στον Ευρωπαίο μεταπωλητή που αγοράζει εντός χώρας της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ προς μεταπώληση σε άλλη χώρα της ζώνης αυτής.
40 Τρίτον, ο Ευρωπαίος μεταπωλητής που προμηθεύεται εμπορεύματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να τα πωλήσει στη ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ μπορεί πάντοτε να αγοράζει ανταλλακτικά από τους Αμερικανούς διανομείς της Caterpillar, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα τηρεί μιαν ειδική διαδικασία που περιλαμβάνει δύο ουσιώδεις πτυχές. Αφενός, ο Ευρωπαίος μεταπωλητής πρέπει να δηλώσει στη CES για ποιον Ευρωπαίο πελάτη αγοράζει τα ανταλλακτικά, τούτο δε προκειμένου να λάβει κωδικό πελάτη. Εξάλλου, ο Αμερικανός διανομέας πρέπει να δηλώσει στην Caterpillar ότι προβαίνει σε παραγγελία ανταλλακτικών που υπέβαλε Ευρωπαίος μεταπωλητής προς εξαγωγή στη ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ. Στην περίπτωση αυτή η Caterpillar χρεώνει στον εν λόγω διανομέα μια τιμή μεγαλύτερη κατά 10 % περίπου από την τιμή την οποία χρεώνει κανονικά για τα ανταλλακτικά που προορίζονται για την αμερικανική αγορά (στο εξής: τιμή για τους Αμερικανούς διανομείς). Για την Caterpillar, η ως άνω αύξηση της τιμής δικαιολογείται από την επιθυμία της να μεταφέρει ένα μέρος του κέρδους που προκύπτει από τη σχετική αγοραπωλησία στον ευρισκόμενο στην Ευρώπη διανομέα, ο οποίος φέρει το βάρος της παροχής υπηρεσιών συντηρήσεως μετά την πώληση του οικείου μηχανήματος εργοταξίου. Ο Αμερικανός διανομέας, εντούτοις, εξακολουθεί να είναι ελεύθερος να χρεώσει την τιμή που επιθυμεί στον Ευρωπαίο μεταπωλητή.
41 Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται σε περίπτωση που Ευρωπαίος μεταπωλητής επιθυμεί να αγοράσει σχετικά προϊόντα στην Ευρώπη προς μεταπώληση στην Aφρική.
2. Έκθεση των αιτιάσεων της Haladjian
42 Στην καταγγελία της, που συμπληρώθηκε μεταξύ άλλων με το ανακεφαλαιωτικό σημείωμα της 11ης Αυγούστου 2000, η Haladjian υποστηρίζει ότι οι καταγγελλόμενες πρακτικές αποτελούν παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Ειδικότερα, το σύστημα CES είναι, αυτό καθαυτό, μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ και ο τρόπος εφαρμογής του μπορεί να περιορίσει τον ανταγωνισμό εντός της Κοινότητας, ιδίως έναντι της Haladjian. Η Haladjian ισχυρίζεται ότι η Caterpillar απαγορεύει στους διανομείς της τις πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών –για παράδειγμα, τις εξαγωγές ανταλλακτικών από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ– καθώς και τις πωλήσεις σε μεταπωλητές ανταλλακτικών εγκατεστημένους σε άλλες χώρες εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ (στο εξής: ενδοκοινοτικές πωλήσεις) –για παράδειγμα από την Ιταλία προς τη Γαλλία.
43 Όσον αφορά τις πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών, η Haladjian θεωρεί ότι το γεγονός ότι ο περιορισμός της δυνατότητάς της να αγοράζει ανταλλακτικά εντός των Ηνωμένων Πολιτειών μόνο στα ανταλλακτικά για τα οποία έχει πράγματι λάβει σχετική εντολή αγοράς από Ευρωπαίο πελάτη την εμποδίζει να προμηθεύει επαρκώς με τα σχετικά εμπορεύματα την ευρωπαϊκή αγορά, στερώντας την από τη δυνατότητα να διαθέτει επαρκές απόθεμα ανταλλακτικών, και νοθεύει με τον τρόπο αυτό τον ανταγωνισμό. Η Haladjian υποστηρίζει επίσης ότι η αύξηση κατά 10 % της τιμής έναντι των Αμερικανών διανομέων σε περιπτώσεις πωλήσεων που προορίζονται για εξαγωγή αποτελεί περιορισμό του ανταγωνισμού που θίγει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.
44 Όσον αφορά τις ενδοκοινοτικές πωλήσεις, η Haladjian υποστηρίζει ότι η Caterpillar και οι Ευρωπαίοι διανομείς της απαγορεύουν κάθε παράλληλη εισαγωγή μεταξύ κρατών μελών της Κοινότητας, πράγμα το οποίο θίγει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές.
3. Η προσβαλλόμενη απόφαση και η προσφυγή της Haladjian
45 Αφού περιέγραψε το σύστημα CES και εξέθεσε τα αποτελέσματα της έρευνας που κινήθηκε προκειμένου να εξακριβωθεί το βάσιμο των ισχυρισμών της Haladjian, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι από τα συλλεγέντα στοιχεία δεν μπορεί να γίνει δεκτή η καταγγελία. Η νομική εκτίμηση της Επιτροπής διακρίνει τις πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών, που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του συστήματος CES, από τις ενδοκοινοτικές πωλήσεις.
46 Στο πλαίσιο της εξετάσεως της «δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου [81, παράγραφος 1, ΕΚ] στις συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές σχετικά με [τις πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών]», η προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνει ότι το σύστημα CES δεν απομονώνει την κοινοτική αγορά, διότι δεν απαγορεύει de facto ή de jure τον ανταγωνισμό ανταλλακτικών που εισάγονται σε τιμές χαμηλότερες από τις ευρωπαϊκές. Η απόφαση σημειώνει συναφώς, αφενός, ότι, εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ, οι Ευρωπαίοι μεταπωλητές μπορούν να εφοδιάζονται ελεύθερα με εμπορεύματα χωρίς κανένα περιορισμό από τους ευρισκόμενους εντός της ζώνης αυτής διανομείς και, αφετέρου, ότι οι μεταπωλητές αυτοί μπορούν πάντοτε να εφοδιάζονται με εμπορεύματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο του συστήματος CES (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 7.2, τέταρτο εδάφιο).
47 Ασφαλώς, η προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνει ότι η εν λόγω πηγή εφοδιασμού εξαρτάται από την προϋπόθεση της δηλώσεως του τελικού χρήστη των ανταλλακτικών, η προϋπόθεση αυτή όμως δεν είναι ικανή να περιορίσει αισθητά το εμπόριο μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης και να επηρεάσει τον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό, όπως τούτο πιστοποιείται από το ότι οι εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να είναι δυνατές και οικονομικά επικερδείς, το ότι, επομένως, η ευρωπαϊκή αγορά δεν είναι στεγανοποιημένη και το ότι η Haladjian συνεχίζει να κάνει χρήση στην πράξη τής εν λόγω εναλλακτικής πηγής εφοδιασμού (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 7.2, τέταρτο εδάφιο, και σημείο 7.2, συμπέρασμα, πρώτη περίπτωση).
48 Ομοίως, η προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνει ότι η διαφορά ύψους 10 % μεταξύ των τιμών έναντι των Αμερικανών διανομέων και των τιμών που ισχύουν σε περίπτωση πωλήσεως μεταξύ γωγραφικών ζωνών ελάχιστη σημασία έχει σε σχέση με τη διαφορά μεταξύ των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών τιμών των ανταλλακτικών και είναι ουδέτερη όσον αφορά τον ανταγωνισμό μεταξύ μεταπωλητών στην ευρωπαϊκή αγορά. Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να έχει η ως άνω αύξηση της τιμής επί του ανταγωνισμού τον οποίο οι μεταπωλητές που εισάγουν σχετικά προϊόντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε θέση να ασκήσουν έναντι των επισήμων διανομέων στις χώρες ΕΚ/ΕΖΕΣ είναι αμελητέο (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 7.2, τέταρτο εδάφιο, και σημείο 7.2, συμπέρασμα, πρώτη περίπτωση).
49 Στο πλαίσιο της εξετάσεως της «δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου [81, παράγραφος 1, ΕΚ] στις [ενδοκοινοτικές πωλήσεις]», η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει ότι το σύστημα CES δεν περιλαμβάνει κανέναν περιορισμό του ανταγωνισμού, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της καταγγελίας. Κατά την απόφαση, το σύστημα CES δεν αφορά παρά μόνον τις πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών και δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ελευθερία αγορών και πωλήσεων εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ. Οι τελικοί χρήστες και οι Ευρωπαίοι μεταπωλητές μπορούν ελεύθερα να αγοράζουν ανταλλακτικά από οποιονδήποτε εγκεκριμένο από την Caterpillar διανομέα εγκατεστημένο εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ, αρκεί τα ανταλλακτικά που αγοράζουν οι μεταπωλητές να προορίζονται για αγορές χωρών που ευρίσκονται εντός της ζώνης αυτής (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 7.1).
50 Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα επικαλείται τρεις λόγους με την προσφυγή της. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται στην ύπαρξη προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και νομικών σφαλμάτων όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ στο σύστημα CES. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από την ύπαρξη νομικών σφαλμάτων όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 82 ΕΚ στο σύστημα CES. Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση των κανόνων διαδικασίας και σε προσβολή των δικαιωμάτων του καταγγέλλοντος.
Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται στην ύπαρξη προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και νομικών σφαλμάτων όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ
51 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών που υποβλήθηκαν στην κρίση της Επιτροπής στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, τα οποία οδήγησαν σε νομικά σφάλματα σχετικά με την εκτίμηση και τον νομικό χαρακτηρισμό των επίμαχων συμφωνιών και των πρακτικών έναντι του άρθρου 81 ΕΚ.
1. Επί των αιτιάσεων σχετικά με το σύστημα CES
52 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, καταρχάς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κακώς αρνείται να διαπιστώσει ότι το σύστημα CES δημιουργεί, αυτό καθαυτό, προσκόμματα στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών εξαιτίας της αυξήσεως της τιμής όσον αφορά τους Αμερικανούς διανομείς στις περιπτώσεις πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών και λόγω του περιορισμού της δυνατότητας των Ευρωπαίων μεταπωλητών να παραγγέλλουν στις Ηνωμένες Πολιτείες μόνον τα ανταλλακτικά για τα οποία έχουν πράγματι λάβει σχετική εντολή αγοράς από Ευρωπαίο πελάτη. Η Haladjian διατυπώνει, στη συνέχεια, τρεις συγκεκριμένες αιτιάσεις σχετικά με τον πίνακα μεταπωλητών μεταξύ γεωγραφικών ζωνών, την εποπτεία του προορισμού των αγορών μεταξύ γεωγραφικών ζωνών και την καθυστέρηση στον προσδιορισμό κωδικών οι οποίοι προορίζονται να εξατομικεύουν τις αγοραπωλησίες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του συστήματος CES (στο εξής: κωδικοί CES).
Επί της επιπτώσεως του περιορισμού των πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών
Επιχειρήματα των διαδίκων
53 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο συνολικός χαρακτήρας του συστήματος CES και ο περιορισμός που επιφέρει στις πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών συνδέονται αδιάρρηκτα με την ενδοκοινοτική πτυχή του, οι επιπτώσεις της οποίας πρέπει να εκτιμηθούν συγκεκριμένα και όχι αφηρημένα. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι το σύστημα CES δεν έχει αισθητές επιπτώσεις επί του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας χωρίς να έχει προβεί σε ανάλυση της σχετικής αγοράς. Ομοίως, η παρατήρηση ότι οι εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη εξακολουθούν να είναι δυνατές και οικονομικά επικερδείς, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η ευρωπαϊκή αγορά δεν στεγανοποιείται (βλ. την προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 7.2, σ. 25, πρώτη περίπτωση), δεν μπορεί να προβάλλεται βασίμως προκειμένου να συναχθεί ότι δεν υφίσταται περιορισμός του ανταγωνισμού, υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.
54 Συναφώς, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνάγει καμία συνέπεια από το γεγονός ότι οι διάφορες γεωγραφικές αγορές είναι αυστηρά στεγανοποιημένες, όπως αποδεικνύεται από το ότι οι μεταπωλητές δεν μπορούν να αγοράζουν με κάποια ανεξαρτησία τα σχετικά προϊόντα στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε αντίθεση με τους τελικούς χρήστες, από το ότι η ίδια –η μόνη εναλλακτική πηγή εφοδιασμού που υφίσταται εντός της Κοινότητας– δεν μπορεί να δημιουργήσει απόθεμα με ανταλλακτικά προερχόμενα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και από το ότι το μερίδιο της αγοράς στη Γαλλία που κατέχει η εταιρία αυτή μειώθηκε σημαντικά. Το εν λόγω μερίδιο της αγοράς συρρικνώθηκε από 30 % το 1982 σε 20 % το 1993 και σε λιγότερο από 10 % το 2003, με ανάλογη αύξηση εκείνου της Bergerat, διανομέα της Caterpillar στη Γαλλία, πράγμα το οποίο είναι σαφώς μεγαλύτερο από το όριο που καθορίζει η νομολογία προκειμένου να έχει εφαρμογή το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 2003, T-368/00, General Motors Nederland και Opel Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-4491, σκέψη 153). Η μείωση αυτή αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Λαμβανομένης υπόψη της εξελίξεως του εν λόγω μεριδίου της αγοράς, δεν έχει σημασία το ότι ο αριθμός των τελικών χρηστών για τους οποίους η Haladjian αγοράζει ανταλλακτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο του συστήματος CES αυξήθηκε μεταξύ των ετών 2001 και 2003. Επιπλέον, πρέπει να εξεταστεί το σύνολο της αγοράς και όχι μόνον η κατάσταση του καταγγέλλοντος. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, για τον τελικό Ευρωπαίο χρήστη ο οποίος αναζητεί έναν πωλητή που να είναι σε θέση να τον προμηθεύσει ταχέως με ανταλλακτικά από σχετικό απόθεμά του, οι πραγματοποιούμενες στο πλαίσιο του συστήματος CES αγορές στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποτελούν μια αποτελεσματική εναλλακτική πηγή εφοδιασμού.
55 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι η αύξηση της τιμής έναντι των Αμερικανών διανομέων σε περιπτώσεις εξαγωγής προς την Ευρώπη δεν έχει ως μόνη επίπτωση την αύξηση της τιμής κατά 10 %, δεδομένου ότι η πράγματι καταβαλλόμενη τιμή μπορεί να είναι μικρότερη από την τιμή για τους Αμερικανούς διανομείς, λόγω των εκπτώσεων που παραχωρεί συνήθως η Caterpillar στους διανομείς της. Όμως, από διάφορα έγγραφα που υπέβαλε η Haladjian στην Επιτροπή προκύπτει ότι η Caterpillar δεν παραχωρεί τις συνήθεις εκπτώσεις στους διανομείς που πωλούν τα προϊόντα της με σκοπό την εξαγωγή τους [βλ. έγγραφο της Caterpillar στους Αμερικανούς διανομείς της 2ας Φεβρουαρίου 1990, και έγγραφο της Caterpillar προς τους διανομείς λιανικής («sub-dealers») της 28ης Ιουνίου 1993]. Επομένως, το επιπλέον κόστος για τον Αμερικανό διανομέα και, κατά συνέπεια, για τον Ευρωπαίο μεταπωλητή και τον πελάτη του μπορεί να είναι πολύ υψηλότερο από εκείνο περί του οποίου κάνει λόγο η προσβαλλόμενη απόφαση.
56 Η Επιτροπή και η Caterpillar σημειώνουν ότι οι εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να είναι δυνατές και οικονομικώς επικερδείς και ότι η Haladjian συνεχίζει να είναι μια εναλλακτική πηγή εφοδιασμού για τους Ευρωπαίους χρήστες. Συνεπώς, οι δυσχέρειες που εκθέτει η Haladjian δεν είναι ικανές να αποτελέσουν περιορισμό του ανταγωνισμού, υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, ιδίως σε σχέση με τα κριτήρια που εκθέτει η απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1998, C-306/96, Javico (Συλλογή 1998, σ. I-1983, σκέψεις 16 και 25), κατά την οποία η επιρροή των προβαλλόμενων περιορισμών του ανταγωνισμού επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών δεν πρέπει να είναι αμελητέα αλλά αισθητή.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
57 Προεισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το σύστημα CES απαγορεύει τις πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών, εκτός αν αντιστοιχούν σε πραγματικό αίτημα κάποιου χρήστη ο οποίος αναθέτει τη σχετική αγορά σε μεταπωλητή που ενεργεί ως μεσάζων, περίπτωση στην οποία το αίτημα αυτό πρέπει να υποβάλλεται μέσω του συστήματος CES. Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι ο Ευρωπαίος μεταπωλητής, όπως η Haladjian, δεν μπορεί πλέον να αγοράζει για δικό του λογαριασμό ανταλλακτικά που κατασκευάζει η Caterpillar στις Ηνωμένες Πολιτείες, με σκοπό ιδίως να συστήσει σχετικό απόθεμα ώστε να ικανοποιεί τους Ευρωπαίους πελάτες του, όπως τούτο ήταν δυνατό πριν από την εισαγωγή του συστήματος CES. Επιπλέον, σε περίπτωση πωλήσεως μεταξύ γεωγραφικών ζωνών, η τιμή για τους Αμερικανούς διανομείς αυξάνεται κατά 10 % περίπου, ο ευρισκόμενος στις Ηνωμένες Πολιτείες διανομέας όμως εξακολουθεί να είναι ελεύθερος να ορίσει τις τιμές του έναντι του Ευρωπαίου μεταπωλητή.
58 Ως έχουν τα πράγματα, η Επιτροπή εξέτασε τους περιορισμούς αυτούς των πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών επ’ ευκαιρία των διοικητικών διαδικασιών που κινήθηκαν κατά της Caterpillar και κατόπιν της καταγγελίας της Haladjian. Στο πλαίσιο αυτό, η Caterpillar ανέφερε ότι το πραγματικό κόστος κτήσεως ενός μηχανήματος εργοταξίου αποτελείται καθ’ ίσα μέρη, αφενός, από την τιμή αγοράς του και, αφετέρου, από το κόστος των ανταλλακτικών και της συντηρήσεως. Στην πράξη, η πώληση ανταλλακτικών παρέχει τη δυνατότητα στους διανομείς να καλύψουν το κόστος που συνεπάγεται η δημιουργία ενός δικτύου διανομής, μάλιστα δε ακόμα περισσότερο από την ίδια την πώληση μηχανημάτων εργοταξίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Caterpillar θέλησε να εισαγάγει ένα σύστημα παρέχον τη δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον των διανομέων, οι οποίοι βαρύνονται με υποχρεώσεις τις οποίες δεν αντιμετωπίζουν οι μεταπωλητές, που ενεργούν ως παράλληλοι εισαγωγείς ανταλλακτικών χωρίς να πρέπει να επιβαρύνονται με το κόστος εμπορικής διανομής των μηχανημάτων εργοταξίου. Το σύστημα αυτό είναι σύμφωνο προς τα συμφέροντα των πελατών της Caterpillar, οι οποίοι ωφελούνται από ένα ορθό δίκτυο διανομής, προς εξασφάλιση της συντηρήσεως και της επισκευής των μηχανημάτων τους. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Caterpillar εξέθεσε ότι πρόκειται για ένα καθοριστικό στοιχείο της εμπορικής πολιτικής της και ότι βασίζεται στην ποιότητα του δικτύου της για να ανταγωνιστεί τους άλλους κατασκευαστές μηχανημάτων εργοταξίου.
59 Η κατάσταση της Haladjian και των λοιπών ανεξαρτήτων μεταπωλητών πρέπει να εκτιμηθεί σ’ αυτό στο πλαίσιο. Πράγματι, η Haladjian δεν μπορεί να περιορίζεται στην προβολή του αιτήματος να διατηρηθεί η ευνοϊκή κατάσταση από την οποία επωφελείτο πριν από 1982, στο πλαίσιο της οποίας μπορούσε να προμηθεύεται χωρίς περιορισμό προϊόντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεδομένου ότι ακριβώς αυτή η κατάσταση απειλούσε να πλήξει την υπόσταση και την ποιότητα του παγκόσμιου δικτύου διανομής της Caterpillar και αποτελεί τον λόγο για τον οποίο εισήχθη το σύστημα CES. Επί του σημείου αυτού, έχει σημασία να τονιστεί –όπως σημειώνει η προσβαλλόμενη απόφαση– ότι η Haladjian εξακολουθεί να διατηρεί τη δυνατότητα να προμηθεύεται τα σχετικά προϊόντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπό την προϋπόθεση, εντούτοις, ότι θα τηρεί τους κανόνες του συστήματος CES. Η απομένουσα αυτή δυνατότητα εφοδιασμού της έχει μεγάλη σημασία εν προκειμένω, καθόσον παρέχει στην Caterpillar τη δυνατότητα να ικανοποιεί τις απαιτήσεις ορισμένων από τους πελάτες της, που επιθυμούν να έχουν μια πηγή εφοδιασμού σε ανταλλακτικά ανεξάρτητη από εκείνη του τοπικού εμπορικού διανομέα.
60 Συναφώς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Haladjian ενεργούσε πάντοτε δυναμικά όσον αφορά τις παράλληλες εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ, δεδομένου ότι ο συνολικός αριθμός τελικών χρηστών για τους οποίους είναι καταχωρημένη στο σύστημα CES για πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών αυξήθηκε άνω του 20 % μεταξύ 2001 και 2003 και ότι, στο διάστημα αυτό, οι αγορές της στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του συστήματος CES αυξήθηκαν κατά 40 % περίπου. Με τον τρόπο αυτό η Haladjian προσαρμόστηκε στους νέους κανόνες του συστήματος CES και, αν θεωρηθεί ακριβής, ο ισχυρισμός ότι η ίδια αποτελεί τη μόνη εναλλακτική πηγή εφοδιασμού εντός της Κοινότητας της παρέσχε τη δυνατότητα να επεκτείνει τις δραστηριότητές της από τη Γαλλία σε άλλα κράτη μέλη.
61 Όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζεται στη μείωση του μεριδίου της στην αγορά στη Γαλλία, πρέπει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα αυτό δεν στηρίζεται σε επαρκώς πειστικά στοιχεία, διότι βασίζεται σε μια σύγκριση μεταξύ του συνολικού κύκλου εργασιών της Bergerat, η οποία πωλεί επίσης προϊόντα διαφορετικά από εκείνα της Caterpillar και προτείνει περισσότερες υπηρεσίες από τη Haladjian, και του κύκλου εργασιών της Haladjian και ότι το αρχικό μερίδιο της αγοράς της Haladjian το 1982 («περίπου το ένα τρίτο της αγοράς») υπολογίζεται με βάση μιαν ανεπίσημη εκτίμηση της Bergerat πραγματοποιηθείσα το 1979 η οποία ανακοινώθηκε εμμέσως στη Haladjian με ένα σημείωμα που γνωστοποίησε ένα Καναδός διανομέας στις 19 Οκτωβρίου 1981.
62 Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η αύξηση της τιμής στην οποία προβαίνει η Caterpillar έναντι του Αμερικανού διανομέα της σε περίπτωση εξαγωγής στην Ευρώπη δεν έχει ως μόνη επίπτωση την κατά 10 % αύξηση της τιμής στους Αμερικανούς διανομείς, δεδομένου ότι η τιμή την οποία πράγματι καταβάλλει ο πελάτης ενός Αμερικανού διανομέα μπορεί να είναι χαμηλότερη από την τιμή αυτή λόγω των εκπτώσεων που χορηγεί η Caterpillar στον διανομέα, πρέπει να σημειωθεί ότι –όπως σημειώνει η προσβαλλόμενη απόφαση (σημείο 5.1, τρίτο εδάφιο)– η Caterpillar δεν παρεμβαίνει όσον αφορά τον προσδιορισμό της τελικής τιμής πωλήσεως των Αμερικανών διανομέων της σχετικά με τις πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς της ότι η Caterpillar δεν παρέχει τις συνήθεις εκπτώσεις στους διανομείς της απλώς και μόνον λόγω του ότι η πώληση πραγματοποιείται με σκοπό την εξαγωγή, ούτε απέδειξε ότι οι σημαντικές διαφορές τιμών μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ εξουδετερώνονταν, λόγω του συστήματος CES, μέχρι σημείου να καθιστούν τις εξαγωγές αυτές κατ’ ουσία λιγότερο ενδιαφέρουσες από εμπορικής απόψεως, τούτο μάλιστα όταν οι Αμερικανοί διανομείς εξακολουθούσαν να είναι ελεύθεροι να παραχωρούν εκπτώσεις σε βάρος του δικού τους περιθωρίου κέρδους. Ειδικότερα, τα δύο έγγραφα που επικαλείται η προσφεύγουσα επί του σημείου αυτού στερούνται αποδεικτικής αξίας, δεδομένου ότι το πρώτο, το έγγραφο της Caterpillar στους Αμερικανούς διανομείς της 2ας Φεβρουαρίου 1990, δεν κάνει μνεία περί του ζητήματος των εκπτώσεων και το δεύτερο, το έγγραφο της Caterpillar προς τους διανομείς λιανικής της 28ης Ιουνίου 1993, αναφέρεται σε εμπόρους λιανικής των οποίων αποστολή είναι ο κατά τόπους εφοδιασμός των πελατών της Caterpillar και όχι η πραγματοποίηση πωλήσεων προς εξαγωγή.
63 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως θεωρώντας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα προς στήριξη του περιοριστικού χαρακτήρα των πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών δεν ήταν επαρκή.
64 Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα αυτό.
Επί της αιτιάσεως σχετικά με τον πίνακα μεταπωλητών μεταξύ γεωγραφικών ζωνών
65 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ναι μεν είναι ακριβές ότι ο πίνακας μεταπωλητών μεταξύ γεωγραφικών ζωνών δεν αφορά επισήμως τους μεταπωλητές που προβαίνουν σε ενδοκοινοτικό εμπόριο των σχετικών προϊόντων, στην πραγματικότητα όμως οι μεταπωλητές που προβαίνουν σε ένα τέτοιο ενδοκοινοτικό εμπόριο, ή προτίθενται να το πράξουν, περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στην ως άνω «μαύρη λίστα». Επομένως, η διάκριση μεταξύ Ευρωπαίου μεταπωλητή, ασκούντος τη δραστηριότητά του από ένα κράτος μέλος σε άλλο, και μεταπωλητή μεταξύ γεωγραφικών ζωνών, υπαγομένου στο σύστημα CES, είναι καθαρά θεωρητική και το σύστημα CES περιλαμβάνει, αυτό καθαυτό, ένα στοιχείο που περιορίζει τον ανταγωνισμό όσον αφορά τους Ευρωπαίους μεταπωλητές που προβαίνουν σε ενδοκοινοτικές πωλήσεις, δεδομένου ότι ο πίνακας αυτός παρέχει στους διανομείς της Caterpillar τη δυνατότητα προσδιορισμού των εν λόγω μεταπωλητών απλώς και μόνον βάσει του χαρακτηρισμού τους ως μεταπωλητών μεταξύ γεωγραφικών ζωνών.
66 Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι η προσφεύγουσα, ισχυριζόμενη ότι όλοι οι ενδοκοινοτικοί μεταπωλητές είναι επίσης μεταπωλητές μεταξύ γεωγραφικών ζωνών που περιλαμβάνονται στον αντίστοιχο πίνακα, δεν εκθέτει γιατί το στοιχείο αυτό συνεπάγεται περιορισμό των ενδοκοινοτικών πωλήσεων ή των πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών. Έτσι, η προσφεύγουσα αδυνατεί να αποδείξει γιατί το γεγονός αυτό –αν υποτεθεί ότι αληθεύει– την εμπόδισε να προμηθευτεί τα σχετικά προϊόντα στις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο του συστήματος CES ή έθιξε τη δυνατότητα εφοδιασμού της στην Ευρώπη. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι ο πίνακας μεταπωλητών μεταξύ γεωγραφικών ζωνών χρησιμεύει μόνον προς ενημέρωση των διανομέων της Caterpillar επί του γεγονότος ότι ο μεταπωλητής που παρουσιάζεται ως αγοραστής ανταλλακτικών με προορισμό την τοπική αγορά μπορεί να είναι, στην πραγματικότητα, μεταπωλητής έχων την πρόθεση να εμπορευθεί τα ανταλλακτικά αυτά μεταξύ γεωγραφικών ζωνών κατά παράβαση του συστήματος CES.
67 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση της προσφεύγουσας σχετικά με τον πίνακα μεταπωλητών μεταξύ γεωγραφικών ζωνών πρέπει να απορριφθεί.
Επί της αιτιάσεως σχετικά με την παρακολούθηση του προορισμού των πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών
68 Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το συμπέρασμα, που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το οποίο ο Ευρωπαίος μεταπωλητής που περιλαμβάνεται στον πίνακα μεταπωλητών μεταξύ γεωγραφικών ζωνών δεν στερείται από τη δυνατότητα να αγοράζει ανταλλακτικά, αλλά μπορεί να εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια του μόνου διανομέα στη διαδικασία εξακριβώσεως του προορισμού των προϊόντων που αγοράζονται για να πωληθούν εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 5.3, δεύτερη περίπτωση, πέμπτο εδάφιο). Στην πραγματικότητα, η προβαλλόμενη διακριτική ευχέρεια που έχουν οι διανομείς αποτελεί μιαν υποχρέωση την οποία επιβάλλει η Caterpillar στους διανομείς της. Πράγματι, δεδομένου ότι οι διανομείς αυτοί οφείλουν να τηρούν τους κανόνες του συστήματος CES για τις πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών, η τήρησή τους συνεπάγεται οπωσδήποτε την ουσιαστική παρακολούθηση του προορισμού των ανταλλακτικών που πωλούνται στους Ευρωπαίους μεταπωλητές οι οποίοι περιλαμβάνονται στον πίνακα μεταπωλητών μεταξύ γεωγραφικών ζωνών. Επομένως, δεν έχει σημασία το ότι η Haladjian δεν ισχυρίστηκε ότι κάποιος Ευρωπαίος διανομέας την υπέβαλε στη διαδικασία εξακριβώσεως του προορισμού των προϊόντων που αγόρασε με σκοπό την πώλησή τους εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ. Πράγματι, αν ο διανομέας αυτός γνωρίζει ότι προορισμός του προϊόντος είναι η ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ, δεν υποχρεούται να προβεί σε καμία εξακρίβωση κατ’ εφαρμογήν του συστήματος CES. Επιπλέον, καθόσον η Haladjian είναι εγκατεστημένη στη Γαλλία, όπου οι τιμές είναι υψηλές, οι αγορές της εντός των άλλων κρατών μελών με σκοπό την μεταπώληση εντός της Γαλλίας ισοδυναμούν οπωσδήποτε με ενδοκοινοτικές πωλήσεις, οπότε δεν έχει νόημα να της ζητηθεί να αποδείξει ότι υποβλήθηκε εντός της Κοινότητας σε διαδικασία εξακριβώσεως του προορισμού των αγορασθέντων προϊόντων. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι από το έγγραφο του A στην εταιρία Schmidt της 11ης Σεπτεμβρίου 1990 αποδεικνύεται ότι ο Γάλλος διανομέας Bergerat παρακολουθούσε τις εισαγωγές της Haladjian στους λιμένες της Χάβρης και της Μασσαλίας.
69 Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας, κατά τον οποίο ο έλεγχος του προορισμού των πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών επιβάλλεται στην πραγματικότητα από την Caterpillar και δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του οικείου διανομέα, δεν μπορεί να αρκεί για να αποδειχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση σφάλλει επί του σημείου αυτού. Πράγματι, από το έγγραφο της Caterpillar της 13ης Δεκεμβρίου 1990, που εκθέτει το περιεχόμενο του συστήματος CES στους διανομείς της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ, προκύπτει ότι αποτελεί ευθύνη του διανομέα να προσδιορίσει αν τα ανταλλακτικά που πωλεί σε μεταπωλητή ευρισκόμενο εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ έχουν ως προορισμό τη ζώνη αυτή ή μιαν άλλη γεωγραφική ζώνη. Επομένως, ο εν λόγω έλεγχος εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια του διανομέα, ο οποίος προβαίνει σ’ αυτόν αν τον θεωρεί αναγκαίο. Σε περίπτωση αμφιβολίας, εναπόκειται στον διανομέα να ζητήσει από τον μεταπωλητή τον προορισμό των ανταλλακτικών που αυτός αγοράζει. Αν η μεταπώληση πραγματοποιείται εκτός της οικείας γεωγραφικής ζώνης, η πώληση υπόκειται στο σύστημα CES· αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν απαιτούνται άλλες διατυπώσεις. Σε περίπτωση πωλήσεως εκ μέρους διανομέα της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ σε μεταπωλητή της ζώνης αυτής, ο έλεγχος αυτός μπορεί ενδεχομένως να δικαιολογείται αν ο εν λόγω διανομέας εκτιμά ότι ο προορισμός των ανταλλακτικών ενδέχεται να είναι η Aφρική, οπότε πρόκειται για πώληση μεταξύ γεωγραφικών ζωνών. Επομένως, δεν προκύπτει από κανένα έγγραφο της δικογραφίας ότι η Caterpillar επιβάλλει στους διανομείς της να εξακριβώνουν συστηματικά τον προορισμό των προϊόντων που πωλούν.
70 Εξάλλου, η εκ μέρους της προσφεύγουσας μνεία του εγγράφου του A στην εταιρία Schmidt, της 11ης Σεπτεμβρίου 1990, κατά το οποίο οι εισαγωγές της Haladjian στους λιμένες της Χάβρης και της Μασσαλίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες παρακολουθούνται από τον Γάλλο διανομέα Bergerat, ουδόλως αποδεικνύει ότι η παρακολούθηση αυτή επιβαλλόταν από την Caterpillar και από το σύστημα CES. Πράγματι, το ως άνω έγγραφο εντάσσεται σε μια συγκεκριμένη αλληλουχία πραγματικών περιστατικών, στο πλαίσιο των οποίων η Bergerat και η Caterpillar προσπαθούσαν να εντοπίσουν τις πηγές εφοδιασμού της Haladjian, η οποία εξακολουθούσε να προμηθεύεται ανταλλακτικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες εκτός του συστήματος CES.
71 Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την οποία η επιχείρηση αυτή δεν ανέφερε αλλ’ ούτε και, κατά μείζονα λόγο, απέδειξε ότι αποτέλεσε το αντικείμενο ενός τέτοιου ελέγχου του προορισμού των ανταλλακτικών που αγοράστηκαν από διανομέα ευρισκόμενο εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ. Επομένως, δεν μπορεί να διατείνεται βάσει τούτου ότι το σύστημα CES παρεμβάλλει προσκόμματα στις ενδοκοινοτικές πωλήσεις.
72 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση της προσφεύγουσας σχετικά με την παρακολούθηση του προορισμού των πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών πρέπει να απορριφθεί.
Επί της αιτιάσεως που συνδέεται με την καθυστέρηση του προσδιορισμού κωδικών CES
73 Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι η Caterpillar τής χορηγούσε ενίοτε κωδικούς CES με καθυστέρηση, ενώ οι κωδικοί αυτοί ήταν απαραίτητοι για να εκτελέσει παραγγελίες των πελατών της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά την προσφεύγουσα, οι καθυστερήσεις αυτές πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί ο αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρας του συστήματος CES. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η συλλογιστική που εκτίθεται στο σημείο 5.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως βάσει της οποίας απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί της δεν λαμβάνει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Έτσι, η Επιτροπή αμφισβητεί ορισμένα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε πίνακα τον οποίο η Haladjian συνήψε στις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου του άρθρου 6, όπως είναι η έλλειψη παραδειγμάτων που να στοιχειοθετούν το βάσιμο των ισχυρισμών της και το γεγονός ότι το χρονικό σημείο που ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του διαστήματος που απαιτείτο για τη χορήγηση κωδικού δεν είναι η ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος στη CES στο Βέλγιο, αλλά η ημερομηνία υποβολής του αιτήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ από άλλα έγγραφα αποδεικνύεται ότι η ίδια η Caterpillar αναγνωρίζει τις εν λόγω καθυστερήσεις.
74 Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας κανένα έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο, αλλ’ ούτε κάποια σχετική ένδειξη, για να αποδείξει ότι οι καθυστερήσεις του προσδιορισμού κωδικών CES, που σημειώνονταν συχνά μετά την εφαρμογή του συστήματος CES, συνδέονται με τη βούληση της Caterpillar να καταστήσει έναντί της δυσχερέστερη τη λειτουργία του συστήματος CES.
75 Πράγματι, από την αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ Caterpillar και Haladjian με έγγραφα της 21ης και της 28ης Μαΐου 1993 προκύπτει ότι η Caterpillar πληροφόρησε τη Haladjian περί του γεγονότος ότι ο προσδιορισμός κωδικών CES στηριζόταν σε μια σειρά πληροφοριών που ήταν απαραίτητες για την εκτέλεση των παραγγελιών, πληροφορίες οι οποίες όμως δεν περιλαμβάνονταν όλες –τότε– στα δελτία παραγγελιών που υπέβαλλε η Haladjian.
76 Ομοίως, κατόπιν της καταγγελίας της Haladjian στις 7 Μαρτίου 2000, κατά την οποία ορισμένες καθυστερήσεις στον προσδιορισμό κωδικών σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του 1999 και στις αρχές του 2000, η Caterpillar απάντησε, με έγγραφο της 31ης Μαρτίου 2000, ότι ουδέποτε υπήρξαν προσκόμματα στον προσδιορισμό κωδικών και ότι οι καθυστερήσεις αυτές συνδέονταν με τις δυσχέρειες που συναντούσε η CES προκειμένου να έρθει σε επαφή με τα πρόσωπα που είχαν δώσει εντολή στη Haladjian να παραγγείλει ανταλλακτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι, προς αντιμετώπιση των δυσχερειών αυτών, η CES αποφάσισε να καταστήσει λιγότερο αυστηρό το σύστημά της προβαίνοντας σε δειγματοληπτική εξακρίβωση των εντολών προς υποβολή παραγγελίας και όχι πλέον όλων των σχετικών εντολών, όπως γινόταν προηγουμένως.
77 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση της προσφεύγουσας σχετικά με την καθυστέρηση στον προσδιορισμό κωδικών CES πρέπει να απορριφθεί.
78 Κατά συνέπεια, το σύνολο των αιτιάσεων της προσφεύγουσας σχετικά με την εγγενή αντίθεση του συστήματος CES προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρέπει να απορριφθούν.
2. Επί των αιτιάσεων σχετικά με το έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 1982 της Caterpillar προς τους Ευρωπαίους διανομείς της
79 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται, στο πλαίσιο της εκθέσεως των τροποποιήσεων που επήλθαν στο σύστημα εμπορίας των προϊόντων της Caterpillar από το 1982 (σημείο 5.2) και της εξετάσεως της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ στις επίμαχες συμφωνίες και πρακτικές εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ (σημείο 7.1), σε ένα εσφαλμένο κείμενο του εγγράφου της 15ης Δεκεμβρίου 1982 που είχε αποστείλει η Caterpillar στους Ευρωπαίους διανομείς της. Πράγματι, κατά το κείμενο του εγγράφου περί του οποίου γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Caterpillar ζητούσε από τους διανομείς της στην Ευρώπη να μην πωλούν ανταλλακτικά σε μεταπωλητή που επιθυμεί να τα εξαγάγει εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών ή των χωρών της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ. Όμως, το μόνο κείμενο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι εκείνο που διαβιβάστηκε στη Haladjian από τη Leverton, που ήταν ένας διανομέας εγκατεστημένος στο Ηνωμένο Βασίλειο, από το οποίο προκύπτει ότι η απαγόρευση πωλήσεως εκτός του εδάφους για το οποίο της είχε παραχωρηθεί σχετική δυνατότητα δεν αφορούσε παρά μόνον τις Ηνωμένες Πολιτείες και όχι τις χώρες της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ, όπως εσφαλμένα σημειώνει η προσβαλλόμενη απόφαση.
80 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 6 του κανονισμού 2842/98, κατά το οποίο ο καταγγέλλων πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί των αιτιολογιών της σκοπούμενης απορρίψεως της καταγγελίας του, δεδομένου ότι το κείμενο του εγγράφου της 15ης Δεκεμβρίου 1982 στο οποίο στηρίζεται η απόφαση δεν είναι εκείνο το οποίο συναπτόταν στο έγγραφο του άρθρου 6 και ότι η Επιτροπή δεν ανέφερε στον καταγγέλλοντα πώς επρόκειτο να ερμηνεύσει το έγγραφο αυτό με την τελική απόφασή της (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψεις 26 και 27).
81 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Caterpillar, αμφισβητεί τη συλλογιστική αυτή.
82 Το Πρωτοδικείο σημειώνει, καταρχάς, ότι δεν υπάρχουν δύο κείμενα του εγγράφου της 15ης Δεκεμβρίου 1982, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, αλλά δύο διαφορετικά έγγραφα, με την ίδια ημερομηνία, τα οποία η Caterpillar απηύθυνε σε διαφορετικούς αποδέκτες. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το περιεχόμενο του εγγράφου που μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αντιστοιχεί όντως στο περιεχόμενο του εγγράφου της 15ης Δεκεμβρίου 1982 το οποίο απηύθυνε η Caterpillar στους διανομείς της στη ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ (παράρτημα 46 του δικογράφου της προσφυγής, σ. 1034). Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εσφαλμένη επί του σημείου αυτού. Εξάλλου, όσον αφορά το έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 1982 που επικαλείται η προσφεύγουσα, πρέπει να σημειωθεί ότι το έγγραφο αυτό αντιστοιχεί στην πραγματικότητα σε ένα έγγραφο της ίδιας ημερομηνίας το οποίο απηύθυνε η Caterpillar σε διανομείς στους οποίους δεν είχε παραχωρηθεί κάποια γεωγραφική περιφέρεια υπαγόμενη στη ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ (παράρτημα 46 του δικογράφου της προσφυγής, σ. 1038· βλ. επίσης το παράρτημα 1 του δικογράφου της παρεμβάσεως). Η Επιτροπή, επομένως, δεν όφειλε να λάβει υπόψη το έγγραφο αυτό για να εξετάσει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ στις επίμαχες συμφωνίες και πρακτικές εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ.
83 Κατά τα λοιπά, πρέπει να σημειωθεί ότι το σύστημα CES εισήχθη μόλις το 1990 με σκοπό την αντιμετώπιση του γεγονότος ότι οι διανομείς της Caterpillar δεν ακολουθούσαν τις οδηγίες που τους είχε δώσει το 1982. Συνεπώς, μόνο από το 1990 και μετά η Caterpillar ήταν πράγματι σε θέση να εξασφαλίζει τη διαχείριση και τον έλεγχο των εξαγωγών ανταλλακτικών από μια γεωγραφική ζώνη σε άλλη. Συναφώς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, με το έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 1990 που απηύθυνε σε όλους τους διανομείς της εντός της Κοινότητας κατόπιν της εκ μέρους του Γερμανού διανομέα Zeppelin αρνήσεως πωλήσεως ανταλλακτικών σε ένα Βέλγο μεταπωλητή, η Caterpillar υπενθύμισε ρητά ότι το σύστημα CES δεν εφαρμοζόταν στους μεταπωλητές που πωλούν τα σχετικά προϊόντα σε χρήστες ευρισκόμενους εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ. Επομένως, από το έγγραφο αυτό η Επιτροπή μπορούσε κάλλιστα να θεωρήσει ότι δεν υπάρχουν, εν προκειμένω, γραπτές οδηγίες της Caterpillar προς τους Ευρωπαίους διανομείς της που να τους ζητούν να μην πωλούν ανταλλακτικά σε μεταπωλητές επιθυμούντες να προβούν σε σχετικές αγορές εντός χώρας της ζώνης ΕΚ/ΈΖΕΣ με σκοπό τη μεταπώληση εντός άλλης χώρας της ίδιας ζώνης, όπως σημειώνει επ’ αυτού η προσβαλλόμενη απόφαση, στα σημεία 6.1 και 7.1.
84 Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλείται παράβαση του άρθρου 6 του κανονισμού 2842/98, δεδομένου ότι τα δύο έγγραφα της 15ης Δεκεμβρίου 1982 της κοινοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ως συνημμένα στις παρατηρήσεις της Caterpillar επί της καταγγελίας στις 9 Φεβρουαρίου 1994 και η ίδια η προσφεύγουσα τα σχολίασε με τις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου του άρθρου 6, εφιστώντας την προσοχή της Επιτροπής επί του εγγράφου εκείνου το οποίο αυτή πίστευε ότι αποτελούσε το ορθό κείμενο του εγγράφου της 15ης Δεκεμβρίου 1982 που έπρεπε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των επίμαχων συμφωνιών και πρακτικών εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή ότι εξέθεσε το περιεχόμενο του εγγράφου που πράγματι απηύθυνε η Caterpillar στους διανομείς της στη ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ και ότι συνήγαγε τις συνέπειες που απέρρεαν από αυτό.
85 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με το έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 1982 της Caterpillar προς τους Ευρωπαίους διανομείς της πρέπει να απορριφθούν.
3. Επί των αιτιάσεων σχετικά με τα έγγραφα που αφορούν την Bergerat και τις προσφορές της Bergerat προς τους πελάτες της Haladjian
Επί της αιτιάσεως σχετικά με το έγγραφο της 19ης Ιουλίου 1990 της Caterpillar προς την Bergerat
Η προσβαλλόμενη απόφαση
86 Στο πλαίσιο της εκθέσεως των αποτελεσμάτων της έρευνας όσον αφορά τη σχέση μεταξύ Caterpillar και Bergerat, ήτοι του Γάλλου διανομέα της, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει στο σημείο 6.2 το περιεχόμενο ανταλλαγής αλληλογραφίας μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων. Πρόκειται, αφενός, για το έγγραφο της 10ης Ιουλίου 1990, που απέστειλε η Bergerat στην Caterpillar, για να διαμαρτυρηθεί για την ανταγωνιστική πίεση που ασκείται στο έδαφός της λόγω των εισαγωγών ανταλλακτικών από τις Ηνωμένες Πολιτείες και να ζητήσει να τηρείται ενήμερη επί των αποτελεσμάτων της εφαρμογής του συστήματος CES στις Ηνωμένες Πολιτείες και, αφετέρου, για το έγγραφο της 19ης Ιουλίου 1990, που απέστειλε απαντώντας η Caterpillar στην Bergerat, για να την πληροφορήσει ότι το σύστημα CES θα επιτύχει τον σκοπό του όταν οι πηγές εφοδιασμού των μεταπωλητών σε ανταλλακτικά της μάρκας Caterpillar αρχίσουν να εξαντλούνται και, στη συνέχεια, εξαλειφθούν πλήρως. Το έγγραφο αυτό της 19ης Ιουλίου 1990 εκθέτει επίσης ότι οι σκοποί του συστήματος CES είναι να σταματήσουν οι δραστηριότητες των μεταπωλητών, προβλεπομένης παράλληλα της βελτιώσεως των δυνατοτήτων επιπλέον πωλήσεων και χωρίς να υπάρξει καμία απώλεια σημαντικών συμβολαίων όσον αφορά γνήσια ανταλλακτικά κατασκευής Caterpillar (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.2, σ. 11).
87 Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, τα ως άνω έγγραφα επιβεβαιώνουν την πολιτική της Caterpillar με σκοπό τον μέσω του συστήματος CES έλεγχο των πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών και την παρεμπόδιση του ενδεχομένου πραγματοποιήσεως τέτοιων πωλήσεων εκτός του συστήματος αυτού. Προς στήριξη της απόψεως αυτής η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει ότι, ναι μεν το έγγραφο της Caterpillar της 19ης Ιουλίου 1990 φαίνεται ότι τάσσεται υπέρ μιας εμπορικής πολιτικής με σκοπό να παύσουν οι δραστηριότητες των μεταπωλητών, όμως το έγγραφο αυτό –αν αναγνωσθεί σε συνάρτηση με το γενικό πλαίσιο πραγματικών περιστατικών εντός του οποίου αυτό εντάσσεται– αφορά στην πραγματικότητα μόνον τις εισαγωγές των μεταπωλητών από τις Ηνωμένες Πολιτείες που πραγματοποιούνται εκτός του συστήματος CES. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι το έγγραφο αυτό αποτελεί απάντηση σε εκείνο της Bergerat της 10ης Ιουλίου 1990, με το οποίο η τελευταία αυτή εταιρία αναφέρθηκε στο πρόβλημα της αυστηρής εφαρμογής του συστήματος CES στις εξαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και από το γεγονός ότι «δεν υπάρχει καμία απόδειξη περί της εφαρμογής μιας πολιτικής με σκοπό να παύσουν οι εκ μέρους μεταπωλητών εισαγωγές ανταλλακτικών από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Ευρώπη» (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.2, σ. 12).
Επιχειρήματα των διαδίκων
88 Η προσφεύγουσα σημειώνει ότι από το έγγραφο της 19ης Ιουλίου 1990 της Caterpillar προς την Bergerat προκύπτει ότι σκοπός του συστήματος CES είναι να εξαφανίσει πλήρως τις πηγές εφοδιασμού των μεταπωλητών σε αυθεντικά ανταλλακτικά κατασκευής Caterpillar στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση σφάλλει όταν δέχεται ότι από το έγγραφο αυτό δεν συνάγονται οι προσπάθειες απομονώσεως της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ από τις άλλες γεωγραφικές ζώνες. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, η απόφαση εκθέτει ότι το έγγραφο της 19ης Ιουλίου 1990 αφορά μόνον τις δραστηριότητες των μεταπωλητών που πραγματοποιούνται «εκτός του συστήματος CES». Όμως, για την προσφεύγουσα, η ερμηνεία αυτή αντιβαίνει τόσο στο κείμενο του εγγράφου αυτού όσο και στην οικονομία του συστήματος CES, που στηρίζεται στην ιδέα ότι οι μεταπωλητές δεν δικαιούνται να εμπορεύονται ανταλλακτικά μεταξύ γεωγραφικών ζωνών, καθόσον σχετικό δικαίωμα έχουν μόνον οι τελικοί χρήστες. Κατά την προσφεύγουσα, οι μεταπωλητές τους οποίους αφορά η απαγόρευση εξαγωγής που μνημονεύεται στο έγγραφο της 19ης Ιουλίου 1990 είναι όντως όλοι οι μεταπωλητές και όχι μόνον οι μεταπωλητές οι οποίοι δρουν εκτός του συστήματος CES.
89 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Caterpillar, υποστηρίζει ότι η κριτική αυτή αγνοεί το κείμενο του εγγράφου της 19ης Ιουλίου 1990, που εκφράζει την πρόθεσή της να βεβαιωθεί ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι, ιδίως οι μεταπωλητές, θα τηρούν το σύστημα CES, το οποίο παρέχει στη Haladjian τη δυνατότητα να προβαίνει σε παραγγελίες στις Ηνωμένες Πολιτείες για λογαριασμό των πελατών της.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
90 Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι οι αιτιάσεις που διατυπώνει η προσφεύγουσα κατά της ερμηνείας του εγγράφου της Caterpillar της 19ης Ιουλίου 1990 στην οποία προβαίνει η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως κλονίζουν την ερμηνεία αυτή. Πράγματι, ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνει ότι η μνεία «stopping resellers’ activities» («ώστε να παύσουν οι δραστηριότητες των μεταπωλητών»), που περιλαμβάνεται στο έγγραφο της Caterpillar Overseas της 19ης Ιουλίου 1990 και που θα μπορούσε να αποτελεί, καθαυτή, ένδειξη περί της βουλήσεως της Caterpillar να εξαφανίσει τους μεταπωλητές, πρέπει οπωσδήποτε να αναγνωσθεί σε συνάρτηση με το γενικό πλαίσιο πραγματικών περιστατικών εντός του οποίου αυτή εντάσσεται, δηλαδή λαμβανομένου υπόψη του εγγράφου της Bergerat της 10ης Ιουλίου 1990, με το οποίο η τελευταία αυτή εταιρία είχε κάνει μνεία του προβλήματος της αυστηρής εφαρμογής του συστήματος CES στις εξαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο πλαίσιο αυτό, οι «δραστηριότητες των μεταπωλητών» οι οποίες η Caterpillar επιθυμεί να παύσουν μπορούν κάλλιστα να ερμηνευθούν ως αυτές που αποσκοπεί να περιορίσει το σύστημα CES, δηλαδή οι εισαγωγές στην Ευρώπη από τις Ηνωμένες Πολιτείες τις οποίες πραγματοποιούν οι μεταπωλητές εκτός όμως του συστήματος CES. Αυτές τις πηγές εφοδιασμού αποσκοπεί να εξαφανίσει το σύστημα CES και όχι εκείνες οι οποίες, στο πλαίσιο του συστήματος CES, παρέχουν τη δυνατότητα σε κάθε Ευρωπαίο μεταπωλητή να προμηθεύεται ανταλλακτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν ενεργεί για λογαριασμό Ευρωπαίου χρήστη, όπως επιχειρεί να υποστηρίξει η προσφεύγουσα χωρίς κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο.
91 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση της προσφεύγουσας σχετικά με το έγγραφο της 19ης Ιουλίου 1990 της Caterpillar προς την Bergerat πρέπει να απορριφθεί.
Επί των αιτιάσεων σχετικά με τις προσφορές της Bergerat προς τους πελάτες της Haladjian
Η προσβαλλόμενη απόφαση
92 Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ στις επίμαχες συμφωνίες και πρακτικές εντός των χωρών της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ, η προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Haladjian κατέθεσε διάφορα έγγραφα σχετικά με εμπορικές προσφορές στις οποίες προέβη τον Ιούνιο του 1993 η εταιρία Bergerat, ο Γάλλος διανομέας της Caterpillar, σε ορισμένους από τους πελάτες της. Κατά τη Haladjian, οι προσφορές αυτές περιλαμβάνουν «όρους που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, διότι προτάθηκαν ειδικές εκπτώσεις για την αύξηση των πωλήσεων», δηλαδή ποσοτικές εκπτώσεις και «άλλες προτάσεις, όπως είναι το πάγωμα των τιμών κατά τη διάρκεια δύο ετών». Η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει αντιθέτως ότι «το γεγονός ότι η Bergerat επιχειρεί να πληροφορηθεί τα ονόματα των πελατών της Haladjian μέσω των στοιχείων του συστήματος CES και ότι δραστηριοποιείται για να τους προσελκύσει δεν αποτελεί περιορισμό ανταγωνισμού» (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 7.1, στοιχείο β΄, σ. 21, πρώτο εδάφιο).
Επιχειρήματα των διαδίκων
93 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη καθόσον κάνει λόγο περί των προσφορών της Bergerat προς τους πελάτες της χωρίς να ενοχλείται που η Bergerat επωφελείται «πληροφοριών μέσω του συστήματος CES». Με τον τρόπο αυτό η Επιτροπή φαίνεται ότι δέχεται ότι το σύστημα CES παρέχει τη δυνατότητα στους διανομείς να ενημερώνονται επί των δραστηριοτήτων των μεταπωλητών. Όμως, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι από τα κατατεθέντα κατά τη διοικητική διαδικασία έγγραφα προκύπτει ότι η Bergerat εγνώριζε τα ονόματα των πελατών της Haladjian ήδη από τις 14 Απριλίου 1993, δηλαδή από την επομένη ημέρα κατά την οποία εξέθεσε στην Caterpillar την πρόθεσή της να προβεί σε παραγγελίες για τους πελάτες αυτούς στο πλαίσιο του συστήματος CES. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ένας εκπρόσωπος της Bergerat επισκέφθηκε τους πελάτες της μαζί με έναν εκπρόσωπο της Caterpillar, πράγμα το οποίο δείχνει τη συνεργία μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι από ένα έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 1999 της Caterpillar σε έναν Έλληνα μεταπωλητή προκύπτει ότι το σύστημα CES συνεπάγεται καθαυτό ότι ο διανομέας προϊόντων της Caterpillar του τόπου προορισμού γνωρίζει την ύπαρξη κάθε νέου αγοραστή που χρησιμοποιεί το σύστημα CES καθώς και την ταυτότητα των πελατών του. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να θεωρήσει ως εναρμονισμένη πρακτική απαγορευόμενη από το άρθρο 81 ΕΚ κάθε διαβίβαση ευαίσθητων πληροφοριών στην Bergerat σχετικά με τις δραστηριότητες της Haladjian, με σκοπό τον περιορισμό ή και την εξαφάνισή της από την αγορά ως ανταγωνίστριας.
94 Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη καθόσον χαρακτηρίζει τις εκπτώσεις που προσέφερε η Bergerat στους πελάτες της ως «ποσοτικές εκπτώσεις» οι οποίες δεν αποτελούν περιορισμό του ανταγωνισμού. Όμως, οι εκπτώσεις αυτές δεν είναι ανάλογες προς τις αγοραζόμενες ποσότητες, αλλά αποτελούν συνάρτηση της αυξήσεως των αγορών, οπότε δεν πρόκειται για ποσοτικές εκπτώσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461). Ομοίως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη το ότι και η Bergerat είχε προτείνει να παγώσει τις τιμές για δύο έτη. Λαμβανομένου υπόψη του γενικού πλαισίου πραγματικών περιστατικών εντός του οποίου εντάσσονται οι εκπτώσεις αυτές, που αφορούν συγκεκριμένα πελάτες της Haladjian οι οποίοι εκδήλωσαν την επιθυμία να διατηρήσουν μιαν εναλλακτική πηγή εφοδιασμού στις Ηνωμένες Πολιτείες αναθέτοντας στην εταιρία αυτή να ενεργήσει ως μεσάζων –ενώ μάλιστα η Haladjian, ο μόνον ανταγωνιστής της Bergerat στη γαλλική αγορά, υπέστη σοβαρό περιορισμό των περιθωρίων δράσεώς της–, είναι πρόδηλο ότι σκοπός των σχετικών με τις τιμές προσφορών ήταν ο περιορισμός του ανταγωνισμού στην επίμαχη αγορά με εξαφάνιση της Haladjian.
95 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι προσφορές της Bergerat ήταν αθέμιτες ή ότι προέκυπταν από πληροφορίες προερχόμενες από το σύστημα CES, δεδομένου ότι οι πελάτες της Haladjian μπορούσαν επίσης να είναι πελάτες της Bergerat. Ομοίως, η Haladjian δεν απέδειξε ότι το σύστημα CES συνεπάγεται οπωσδήποτε διαβίβαση στοιχείων σχετικά με τους πελάτες που δίδουν εντολή αγοράς σε μεταπωλητή.
96 Η Caterpillar εκθέτει ότι η πολιτική της CES είναι να μην δίδει στους διανομείς τα ονόματα των τελικών καταναλωτών που προβαίνουν σε εισαγωγές ανταλλακτικών στη γεωγραφική περιοχή τους.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
97 Ο ισχυρισμός της Haladjian ότι η ανταγωνίστριά της, η γαλλική εταιρία διανομής Bergerat, χρησιμοποίησε πληροφορίες που η Haladjian είχε δώσει στην Caterpillar –ήτοι τα ονόματα των πελατών που της είχαν δώσει εντολή αγοράς ανταλλακτικών από Αμερικανούς διανομείς μέσω του συστήματος CES– για να έρθει σε επαφή με τους πελάτες της και να τους παρακινήσει να αγοράζουν τα σχετικά προϊόντα από την Bergerat και όχι από την ίδια θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ αν στηριζόταν σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να πληρούν τους νόμιμους όρους που προβλέπει η διάταξη αυτή. Με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, πρέπει να εξεταστεί η –συνοπτική, είναι αλήθεια,– διαπίστωση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά την οποία «το γεγονός ότι η Bergerat, μέσω των πληροφοριών του συστήματος CES, επιχειρεί να πληροφορηθεί τα ονόματα των πελατών της Haladjian και να προβεί σε ενέργειες με σκοπό να τους κερδίσει δεν αποτελεί περιορισμό ανταγωνισμού».
98 Όμως, όσον αφορά τα σχετικά με την Bergerat έγγραφα στα οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα, από την εξέτασή τους συνάγεται μόνον ότι ο εκπρόσωπος της επιχειρήσεως αυτής επισκέφθηκε έναν από τους πελάτες που είχαν δώσει εντολή αγοράς στη Haladjian στο πλαίσιο του συστήματος CES, συνοδευόμενος από εκπρόσωπο της Caterpillar (τηλεομοιοτυπία της Bergerat στη [B.] της 14ης Απριλίου 1993, παράρτημα 32 του δικογράφου της προσφυγής, σ. 766), και ότι, κατόπιν της επισκέψεως αυτής, στον εν λόγω πελάτη η Bergerat υπέβαλε εμπορική προσφορά περιλαμβάνουσα «μια συμπληρωματική έκπτωση 10 % επί της αυξήσεως των αγορών ανταλλακτικών, μη προοριζόμενων προς εξαγωγή, που θα πραγματοποιούνταν μεταξύ 1ης Ιουλίου και 31ης Δεκεμβρίου 1993» και πάγωμα των τιμών των ανταλλακτικών για το 1993 και το 1994 (έγγραφο της Bergerat στη [B.] της 30ής Ιουνίου 1993, παράρτημα 32 του δικογράφου της προσφυγής, σ. 768). Τα ως άνω έγγραφα εκθέτουν επίσης ότι η Bergerat είχε αναλάβει τις ίδιες υποχρεώσεις έναντι ενός άλλου πελάτη της Haladjian έπειτα από επισκέψεις στην επιχείρησή του (έγγραφο της Bergerat στη [G.] της 30ής Ιουνίου 1993, παράρτημα 32 του δικογράφου της προσφυγής, σ. 772).
99 Αντιθέτως, τα έγγραφα αυτά δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι η Bergerat είχε πληροφορηθεί τα ονόματα των πελατών της Haladjian μέσω του συστήματος CES. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, σε απάντηση σε ερώτηση επί του ζητήματος αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ανέφερε στο Πρωτοδικείο ότι το έγγραφο της CES με ημερομηνία 25 Μαΐου 1993 (παράρτημα 32 του δικογράφου της προσφυγής, σ. 767), στο οποίο περιλαμβάνονται τα ονόματα ορισμένων πελατών για λογαριασμό των οποίων αγόραζε ανταλλακτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο του συστήματος CES –ιδίως τα ονόματα των δύο προαναφερθέντων πελατών στους οποίους η Bergerat απηύθυνε εμπορική προσφορά–, ήταν ένα έγγραφο που της είχε στείλει η Caterpillar· η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσει αν το έγγραφο αυτό είχε επίσης γνωστοποιηθεί στην Bergerat ή αν η Bergerat είχε λάβει γνώση αυτού μέσω της Caterpillar. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι κάθε πελάτης της Haladjian όσον αφορά ανταλλακτικά κατασκευής της Caterpillar είναι οπωσδήποτε πελάτης της Caterpillar που έχει αγοράσει το μηχάνημα εργοταξίου στο οποίο αντιστοιχούν τα ανταλλακτικά αυτά. Επομένως, έτσι εξηγείται το γεγονός ότι εκπρόσωπος της Caterpillar επισκέφθηκε χρήστες μηχανημάτων εργοταξίου προκειμένου να ενημερωθεί επί των αναγκών τους σε ανταλλακτικά. Κατά συνέπεια, οι επαφές της Bergerat με πελάτες της Haladjian, ενίοτε παρουσία εκπροσώπου της Caterpillar, μπορούν να θεωρηθούν ως εμπορικές επαφές της Bergerat έναντι του συνόλου των πελατών που αγοράζουν μηχανήματα μάρκας Caterpillar, οι οποίοι μπορούν να είναι και πελάτες της Haladjian, χωρίς τούτο να συνεπάγεται περιορισμό του ανταγωνισμού έναντι του άρθρου 81 ΕΚ.
100 Ομοίως, όσον αφορά το έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 1999 της Caterpillar προς έναν Έλληνα μεταπωλητή, το περιεχόμενό του αντιφάσκει προς τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας. Πράγματι, το έγγραφο αυτό, που εκθέτει τις αρχές του συστήματος CES, αναφέρει ρητά ότι, στο πλαίσιο αυτό, ο Ευρωπαίος μεταπωλητής μπορεί να προμηθεύεται ανταλλακτικά από οποιονδήποτε εγκεκριμένο από την Caterpillar διανομέα και διευκρινίζει ότι, αν ο μεταπωλητής επιλέξει να αγοράσει ανταλλακτικά από τη CES στο Βέλγιο, η CES θα ζητήσει από τον διανομέα του τόπου προορισμού του προϊόντος την άδεια να ενεργήσει στο όνομά του. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι η CES γνωστοποιεί στον διανομέα αυτόν το όνομα του πελάτη για τον οποίο ενεργεί ο μεταπωλητής.
101 Έτσι, κανένα έγγραφο δεν στηρίζει τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας κατά τον οποίο η Bergerat –ή κάθε άλλος διανομέας της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ– μπορεί να έχει πρόσβαση, μέσω του συστήματος CES, στα ονόματα των πελατών που έχουν δώσει σχετική εντολή αγοράς στη Haladjian όσον αφορά τις πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών.
102 Εξάλλου, όσον αφορά τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με τα σφάλματα της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αυτή δεν προέβη σε εξέταση των εκπτώσεων και των προσφορών παγώματος των τιμών που πρότεινε η Bergerat σε δύο πελάτες της, ενώ οι εν λόγω εμπορικές προσφορές είχαν ως σκοπό την εξαφάνιση της Haladjian από την επίμαχη αγορά, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να εξακριβώσει την ακρίβεια των ισχυρισμών αυτών, που αφορούν παραβάσεις του άρθρου 82 ΕΚ και όχι του άρθρου 81 ΕΚ, στο πλαίσιο της εξετάσεως της καταγγελίας της Haladjian, η οποία αφορούσε την Caterpillar και όχι την Bergerat. Συναφώς, η προσφεύγουσα αδυνατεί να αποδείξει την παραμικρή συνεννόηση μεταξύ Caterpillar και Bergerat όσον αφορά τις εν λόγω εμπορικές προσφορές.
103 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με τις προσφορές της Bergerat σε πελάτες Haladjian πρέπει να απορριφθούν.
4. Επί των αιτιάσεων σχετικά με τα έγγραφα που αφορούν τη Leverton
Η προσβαλλόμενη απόφαση
104 Όσον αφορά τα έγγραφα που αφορούν τη Leverton, έναν από τους εγκατεστημένους στο Ηνωμένο Βασίλειο διανομείς της Caterpillar, τα οποία προσκόμισε η Haladjian για να αποδείξει ότι ο διανομέας αυτός τής πρότεινε απαγορευτικές τιμές, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει στο σημείο 6.4 ότι η τιμή που πρότεινε στη Haladjian η Leverton με το έγγραφό της τής 21ης Απριλίου 1993 αντιστοιχούσε στην τιμή που προτεινόταν στους χρήστες του Ηνωμένου Βασιλείου. Επομένως, η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, αν η τιμή αυτή είναι απαγορευτική για τη Haladjian, είναι επίσης απαγορευτική για τους χρήστες του Ηνωμένου Βασιλείου.
Επιχειρήματα των διαδίκων
105 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραλείπει να υπενθυμίσει επί του σημείου αυτού ότι η Leverton ανακοίνωσε το 1983 ότι θα έπαυε να πωλεί ανταλλακτικά στη Haladjian και να σημειώσει ότι η προσφορά της Leverton που έγινε με βάση τις τιμές που ίσχυαν για τους πελάτες της στην ημεδαπή στις 21 Απριλίου 1993 είναι απολύτως όμοια με εκείνη της Maia προς τη Haladjian, τούτο μάλιστα κατόπιν παρακινήσεως εκ μέρους της Caterpillar. Εξάλλου, η διαπίστωση ότι «αν η τιμή αυτή είναι απαγορευτική για τη Haladjian, είναι επίσης απαγορευτική για τους χρήστες [του Ηνωμένου Βασιλείου]» είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι ο όγκος των παραγγελιών από μεταπωλητές με σκοπό την ενδοκοινοτική εμπορία παρείχε τη δυνατότητα αγοράς των σχετικών προϊόντων σε τιμές υπολογιζόμενες σε συνάρτηση με την «Consumer price» (την οποία η εταιρία Maia αποκαλεί επίσης «διεθνή τιμή») πριν από την εισαγωγή του συστήματος CES και δεδομένου ότι οι τιμές αυτές ήταν χαμηλότερες από τις τιμές προς την αγορά της ημεδαπής στις οποίες πωλούσαν τα ανταλλακτικά οι Ευρωπαίοι διανομείς εντός της γεωγραφικής περιφέρειας που είχε ο καθένας από αυτούς.
106 Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Caterpillar, αμφισβητεί την ανάλυση αυτή.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
107 Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι από κανένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν προκύπτει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως της Επιτροπής.
108 Όσον αφορά την παράλειψη της εκ μέρους της Leverton αρνήσεως πωλήσεως ανταλλακτικών στη Haladjian τον Μάρτιο του 1983, από την εξέταση του επίμαχου εγγράφου (παράρτημα 5 του δικογράφου της προσφυγής, σ. 380) μπορεί μόνον να διαπιστωθεί ότι η Leverton σταμάτησε να ικανοποιεί τις παραγγελίες της Haladjian αναμένοντας την έκβαση των συζητήσεων σχετικά με την εφαρμογή του συστήματος εμπορίας των προϊόντων της Caterpillar, το οποίο μόλις είχε θεσπιστεί. Εν πάση περιπτώσει, το έγγραφο αυτό είναι προγενέστερο της εφαρμογής του συστήματος CES.
109 Όσον αφορά την παράλειψη, στην προσβαλλόμενη απόφαση, της εκ μέρους της Maia προσφοράς προς τη Haladjian την ίδια χρονική περίοδο, πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση προβαίνει σε εξέταση της προσφοράς αυτής στο πλαίσιο της εξετάσεως των εγγράφων σχετικά με τη Maia. Η εν λόγω εξέταση, επομένως, δεν έπρεπε να επαναληφθεί όταν εξετάστηκαν τα έγγραφα σχετικά με τη Leverton. Επιπλέον, η προσφορά της Maia αναφέρεται στις ιταλικές τιμές και όχι στις τιμές στο Ηνωμένο Βασίλειο και περιλαμβάνει έκπτωση κατά 10 %. Συνεπώς, οι σχετικοί όροι πωλήσεως δεν ταυτίζονται με εκείνους της προσφοράς της Leverton. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί πώς τέτοιες προσφορές μπορούν να αποτελούν απόδειξη συνεννοήσεως μεταξύ της Caterpillar και των Άγγλων και Ιταλών διανομέων της έναντι αυτής.
110 Όσον αφορά τις επικρίσεις της προσφεύγουσας κατά της περιλαμβανόμενης στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώσεως ότι, «αν η τιμή [που ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο] είναι απαγορευτική για τη Haladjian, είναι επίσης απαγορευτική για τους χρήστες [του Ηνωμένου Βασιλείου]» –επικρίσεις που στηρίζονται στον ισχυρισμό ότι ο όγκος των παραγγελιών από μεταπωλητές με σκοπό την ενδοκοινοτική εμπορία παρείχε τη δυνατότητα αγοράς των σχετικών προϊόντων σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές που ίσχυαν στην ημεδαπή πριν από την εφαρμογή του συστήματος CES– αρκεί να σημειωθεί ότι οι εν λόγω επικρίσεις δεν επηρεάζουν την προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει ότι ο διανομέας είναι ελεύθερος να καθορίσει την τιμή στην οποία επιθυμεί να πωλήσει τα σχετικά προϊόντα στον μεταπωλητή, οπότε αυτός μπορεί έτσι να προτείνει την τιμή ημεδαπής ή οποιαδήποτε άλλη τιμή κρίνει πρόσφορη. Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει πώς η τιμή που πρότεινε στην υπό κρίση υπόθεση η Leverton εισήγαγε δυσμενείς διακρίσεις έναντι αυτής.
111 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με τα έγγραφα που αφορούν τη Leverton πρέπει να απορριφθούν.
5. Επί των αιτιάσεων σχετικά με τα έγγραφα που αφορούν τη Maia
112 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αλλοιώνει το περιεχόμενο των εγγράφων που αφορούν τη Maia τα οποία κατατέθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Πράγματι, αντί να θεωρήσει τα έγγραφα αυτά ως παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο έπρεπε να ενεργήσει ένας μεταπωλητής για να αντιταχθεί στη de facto απαγόρευση πραγματοποιήσεως παράλληλων εισαγωγών στο πλαίσιο της Κοινότητας, η απόφαση τα λαμβάνει υπόψη προς εξήγηση και προς δικαιολόγηση των πρακτικών της Caterpillar.
Επί των εγγράφων που αφορούν το δίκτυο Maia/ICBO/Schmidt
Η προσβαλλόμενη απόφαση [σημείο 6.3 και σημείο 7.1, στοιχείο c)]
113 Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, από τα έγγραφα που αφορούν τη Maia τα οποία κατέθεσε η Haladjian κατά τη διοικητική διαδικασία μπορεί να διαπιστωθεί ότι ο εν λόγω διανομέας είχε προβλέψει ένα παράλληλο δίκτυο διανομής το οποίο εφοδίαζε με ανταλλακτικά τη Haladjian εκτός του συστήματος CES. Τα σχετικά με το ζήτημα αυτό έγγραφα εκτίθενται στο σημείο 6.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρόκειται για το ανώνυμο έγγραφο που έλαβε η Caterpillar τον Φεβρουάριο του 1990, το οποίο την πληροφορούσε σχετικά με το γεγονός ότι η ιταλική εταιρία ICBO –μέτοχοι της οποίας είναι ο A., ένας αξιωματούχος της Maia, και η αμερικανική εταιρία Schmidt– αγόραζε ανταλλακτικά από τη Maia για λογαριασμό της Schmidt η οποία τα προόριζε για τη Haladjian, σχετικά με την τηλεομοιοτυπία της 13ης Φεβρουαρίου 1990 που απέστειλε ο A. στη Schmidt, αναγγέλλοντας στην τελευταία αυτή εταιρία ότι η Caterpillar ζητούσε εξηγήσεις όσον αφορά τις πωλήσεις της Maia στην ICBO, και σχετικά με το έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 1990 που είχε αποστείλει ο A. στη Schmidt για να της εκθέσει τα της επισκέψεως της Caterpillar και την απάντηση που έδωσε η Maia όσον αφορά τις πωλήσεις προϊόντων στην ICBO.
114 Το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού της 21ης Σεπτεμβρίου 1990, που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι το ακόλουθο:
«[…] Μας επισκέφθηκαν [εκπρόσωποι της Caterpillar Γαλλίας και Ιταλίας]. Ιδού τι μας ανακοίνωσαν. Στη Γαλλία υπάρχει ένας πολύ σημαντικός ανταγωνιστής (η Haladjian, όπως αναγράφεται στον κατάλογο των μεταπωλητών!) ο οποίος, στο παρελθόν, παραλάμβανε πολλά εμπορευματοκιβώτια από τις Ηνωμένες Πολιτείες […] Οι παραλαβές εμπορευματοκιβωτίων σταμάτησαν μεν, η Haladjian όμως συνεχίζει επικερδώς την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Ποιος/Πού είναι η νέα πηγή εφοδιασμού της; Η [Bergerat] έλαβε γνώση στη Μασσαλία σχετικά με ορισμένες φήμες για λαθραία εμπορία αυθεντικών ανταλλακτικών CAT από την Ιταλία, την οποία “διαχειριζόταν” η ιταλική Μαφία […] Απαντήσαμε όπως και την τελευταία φορά. Γνωρίζουμε την ICBO· πωλεί μεταχειρισμένα μηχανήματα με προορισμό τις αφρικανικές χώρες […] Πολύ ευγενικά οι εκπρόσωποι της Caterpillar είπαν ότι μας πίστευαν, αλλά και ότι οφείλαμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί, διότι τελικά η αντίδρασή τους θα μπορούσε να είναι (η καταγγελία της συμβάσεως) […] Η επιχείρησή μου είναι τώρα πολύ ανήσυχη. Πιστεύω ότι πρέπει να συζητήσουμε προσωπικά για το ζήτημα αυτό, διότι η κατάσταση γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη […]» (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.3, τέταρτο εδάφιο.)
115 Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, από τα έγγραφα αυτά μπορεί να διαπιστωθεί το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η παραγγελία της Haladjian από τη Maia το 1993 (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.3, σ. 15, δεύτερο εδάφιο). Τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ιδίως, διαπιστώθηκαν με σαφήνεια. Πρώτον, η Maia, ένας επίσημος διανομέας της Caterpillar, χρησιμοποίησε την ICBO ως δίκτυο παράλληλο προς το δικό της επίσημο δίκτυο για να προβεί σε εμπορία ανταλλακτικών σε μη ευρωπαϊκές χώρες καταστρατηγώντας το σύστημα CES και κατά παράβαση της συμβάσεως διανομής που είχε υπογράψει. Δεύτερον, η ICBO και η Schmidt παρέλαβαν από τη Maia ανταλλακτικά σε τιμές διαφορετικές από τις ιταλικές, προσποιούμενες ότι τα προόριζαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα εν λόγω ανταλλακτικά προορίζονται στην πραγματικότητα για τη Haladjian για τις εμπορικές δραστηριότητές της στην Aφρική και, ίσως, τουλάχιστον κατά τους ισχυρισμούς της Haladjian, στη Γαλλία. Τρίτον, οι πωλήσεις της Maia στη Haladjian, που πραγματοποιήθηκαν μέσω της ICBO και της Schmidt, παρουσιάστηκαν στην Caterpillar ως πωλήσεις μεταχειρισμένων προϊόντων που προορίζονταν για την Aφρική. Τέταρτον, το 1993, όταν η Caterpillar πληροφορήθηκε την αθέμιτη παράλληλη δραστηριότητα της Maia, η τελευταία αυτή εταιρία αποφάσισε να σταματήσει να μετέχει στο δίκτυο στο οποίο μετείχαν οι εταιρίες ICBO, Schmidt και Haladjian. Συναφώς, το γεγονός ότι ο A. ανέφερε σε επιστολή του προς τη Schmidt ότι είχε λάβει εντολή από τον γενικό διευθυντή του να αποφεύγει τις επαφές με τη Haladjian φαίνεται ότι αφορούσε αποκλειστικά τις μυστικές εμπορικές δραστηριότητές τους.
116 Η προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνει ότι η Haladjian δεν αρνείται τα γεγονότα αυτά. Ειδικότερα, η Haladjian δεν αποδεικνύει για ποια χώρα προορίζονταν τα ανταλλακτικά που της προμήθευε η Maia μέσω της ICBO και της Schmidt. Ομοίως, η προσβαλλόμενη απόφαση παρατηρεί ότι η Haladjian δεν αποδεικνύει ούτε ότι, πριν από την παραγγελία που έδωσε στη Maia στις 24 Φεβρουαρίου 1993 (στο εξής: παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993), προσπάθησε να πραγματοποιήσει απευθείας αγορές ανταλλακτικών από τη Maia με προορισμό τη γαλλική αγορά ή άλλη αγορά της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ, ούτε ότι η Maia αρνήθηκε να της προμηθεύσει τα ανταλλακτικά αυτά, αλλ’ ούτε και ότι –σε περίπτωση διαφοράς σχετικά με τις τιμές– η Caterpillar παρενέβη σχετικά με τον προσδιορισμό της τιμής (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.3, σ. 16 και 17).
Επιχειρήματα των διαδίκων
117 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τα τρία έγγραφα που αφορούν τη Maia για το έτος 1990 προκύπτει σαφώς ότι οι προμήθειες ανταλλακτικών στις οποίες προέβη η Haladjian στην Ιταλία και με προορισμό τη Γαλλία αποτέλεσαν το αντικείμενο περιορισμών εκ μέρους της Caterpillar και ορισμένων διανομέων της, σε αντίθεση με όσα επιτάσσει το σύστημα CES και με όσα εκθέτει η προσβαλλόμενη απόφαση.
118 Όσον αφορά το ανώνυμο έγγραφο που εστάλη στην Caterpillar τον Φεβρουάριο του 1990, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι το έγγραφο αυτό εκθέτει ρητά ότι τα εμπορεύματα που αγόρασε η ICBO στην Ιταλία, μέσω της Schmidt, παραδόθηκαν στη Μασσαλία, ενώ στη συνέχεια τα παρέλαβε και τα εκτελώνισε η Haladjian. Η διευκρίνιση αυτή, που δεν περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αποδεικνύει σαφώς ότι οι αγορές της Haladjian που πραγματοποιούνταν μέσω της ICBO και της Schmidt προορίζονταν για τη Γαλλία και όχι για την Aφρική.
119 Όσον αφορά την τηλεομοιοτυπία της 13ης Φεβρουαρίου 1990 που απέστειλε ο A. στη Schmidt, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η τηλεομοιοτυπία αυτή δεν αναφέρει απλώς ότι η Maia θα είχε συνάντηση με την Caterpillar για να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τις πωλήσεις στην ICBO. Με την εν λόγω τηλεομοιοτυπία ο A. ζήτησε επίσης τη γνώμη του παραλήπτη σχετικά με τις ενέργειες που σχεδίαζε, προκειμένου περί μιας πωλήσεως συγκεκριμένων ανταλλακτικών με προορισμό την Aφρική το 1986. Σε συσχετισμό με το ανώνυμο έγγραφο, από την τηλεομοιοτυπία αυτή μπορεί να διαπιστωθεί ότι η Maia αλλοίωσε τα περιστατικά που εξέθεσε στην Caterpillar, προφασιζόμενη ότι οι πωλήσεις είχαν προορισμό την Aφρική –ήτοι κατά παράβαση του συστήματος CES, που απαγορεύει σε κάθε διανομέα να πωλεί τα σχετικά προϊόντα σε μεταπωλητή ο οποίος τα εξάγει εκτός της οικείας γεωγραφικής ζώνης–, αντί να παραδεχθεί ότι υπήρξαν πωλήσεις από την Ιταλία στη Γαλλία, όπως τούτο προέκυπτε εξάλλου από το ανώνυμο έγγραφο. Όμως, δεδομένου ότι οι πωλήσεις από την Ιταλία στη Γαλλία επιτρέπονται κάλλιστα –κατά την Caterpillar αλλά και κατά την Επιτροπή–, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι είναι δύσκολο να αντιληφθεί γιατί οι πωλήσεις από την Ιταλία στη Γαλλία, περιλαμβανομένων των πραγματοποιούμενων από μεσάζοντα όπως είναι η ICBO, έπρεπε να αποτελέσουν το αντικείμενο ανώνυμης καταγγελίας, κατόπιν της οποίας έπρεπε να δοθούν «εξηγήσεις» στην Caterpillar.
120 Όσον αφορά το έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 1990 του A. προς τη Schmidt το οποίο έκανε λόγο για την επίσκεψη στα γραφεία της Maia αντιπροσώπων της Caterpillar στη Γαλλία και στην Ιταλία, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το έγγραφο αυτό εκθέτει, αναφερόμενο στην κατάσταση της Haladjian, ότι ο εν λόγω μεταπωλητής παρέλαβε στο παρελθόν πολλά εμπορευματοκιβώτια από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω των λιμένων της Χάβρης και της Μασσαλίας «όπου η [Bergerat] έχει πληροφοριοδότες». Από την αναφορά στην Bergerat στο σημείο αυτό του εγγράφου όπως και σε άλλα σημεία συνάγεται ότι η Caterpillar ενεργούσε σε στενή συνεννόηση με τον Γάλλο διανομέα της και αποδεικνύεται ο ρόλος της Bergerat στην επιτήρηση της Haladjian και στις ενέργειες της Caterpillar με σκοπό να αποθαρρυνθεί η Maia να προμηθεύει τη Haladjian με ανταλλακτικά. Το έγγραφο αυτό πρέπει επίσης να συσχετιστεί με το έγγραφο της 10ης Ιουλίου 1990 που απέστειλε η Bergerat στην Caterpillar, το οποίο υπενθυμίζει σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη την τήρηση των προβλεπομένων κανόνων.
121 Εξάλλου, η προσφεύγουσα επικρίνει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αυτή δέχεται ότι οι πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν μέσω της ICBO χρησίμευαν για την καταστρατήγηση του συστήματος CES, παρέχοντας τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως αγορών με προορισμό την Aφρική. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται αποκλειστικά στην τηλεομοιοτυπία της 13ης Φεβρουαρίου 1990, με την οποία ο A. εξέθετε στη Schmidt αυτό το οποίο θα ανέφερε στην Caterpillar για να συγκαλύψει τον εφοδιασμό της Haladjian με ανταλλακτικά στη Μασσαλία. Επρόκειτο για μια καθαρή προσποίηση, που δεν αντιστοιχούσε στα επίμαχα πραγματικά περιστατικά. Τούτο το λαμβάνει υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον εκθέτει ότι, ανεξάρτητα από την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο έγγραφο αυτό, η ουσία είναι ότι η Haladjian ουδέποτε απέδειξε ότι οι πωλήσεις της Maia μέσω της ICBO προορίζονταν όλες ή κατά ένα μέρος για τη Γαλλία (βλ. την προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.3, σ. 17). Επομένως, η Επιτροπή, ανίκανη να αποδείξει τους ισχυρισμούς της, θεώρησε ότι η Haladjian είχε υποχρέωση να αποδείξει το αντίθετο. Όμως, επιπλέον του προδήλως εσφαλμένου χαρακτήρα με βάση τα προαναφερθέντα έγγραφα που αποδεικνύουν σαφώς ότι οι πωλήσεις αυτές προορίζονταν για τη Γαλλία και όχι για την Aφρική, η αιτίαση αυτή συνιστά επίσης προσβολή των δικαιωμάτων του καταγγέλλοντος, στον οποίο προσάπτεται, για πρώτη φορά με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δεν προσκόμισε αποδείξεις επί του ζητήματος αυτού, χωρίς τούτο να του έχει ζητηθεί κατά τα δέκα έτη της διαδικασίας. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορούσε να διατυπώνει αμφιβολίες σχετικά με τον τελικό προορισμό των ανταλλακτικών που είχαν παραγγελθεί από τη Maia μέσω της ICBO και της Schmidt, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων της Haladjian πραγματοποιείται στη Γαλλία.
122 Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κατά την οποία τα έγγραφα αυτά αποδεικνύουν ότι η Maia επιχειρούσε να κρύψει από την Caterpillar όχι μια παράβαση του συστήματος CES –λόγω των μη δηλωθεισών εξαγωγών στην Aφρική–, αλλά μια παράβαση ενός άγραφου κανόνα ο οποίος δεν επέτρεπε στη Maia να πωλεί ανταλλακτικά σε Ευρωπαίο μεταπωλητή που τα αγοράζει με προορισμό τη ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ. Η προσφεύγουσα λαμβάνει ως βάση την ύπαρξη περιορισμών που έπρεπε να τηρούνται μυστικοί χωρίς να το αποδεικνύει, τούτο δε ενώ ήταν σε θέση να αποδείξει τον πραγματικό προορισμό των ανταλλακτικών που είχε αγοράσει από τη Maia μέσω της ICBO.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
123 Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίμηση κατά την οποία τα έγγραφα που αφορούν τη Maia για την περίοδο προ της παραγγελίας της 24ης Φεβρουαρίου 1993 δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη περιορισμών στο ενδοκοινοτικό εμπόριο όσον αφορά τους Ευρωπαίους μεταπωλητές. Επ’ αυτού, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι χρησιμοποίησε το δίκτυο Maia/ICBO/Schmidt προκειμένου να προμηθευτεί ανταλλακτικά στην Ιταλία, αλλά υποστηρίζει ότι η εν λόγω προμήθεια προοριζόταν αποκλειστικά για ενδοκοινοτικές πωλήσεις –από την Ιταλία στη Γαλλία–, τούτο δε προκειμένου να καταστρατηγήσει την πρακτική αδυναμία, όπως ισχυρίζεται, πραγματοποιήσεως τέτοιων πωλήσεων λόγω των ενεργειών της Caterpillar και των διανομέων της, ιδίως της Bergerat.
124 Εντούτοις, η προσβαλλόμενη απόφαση απορρίπτει τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι από κανένα έγγραφο δεν προκύπτει η ύπαρξη μιας τέτοιας απαγορεύσεως πραγματοποιήσεως ενδοκοινοτικών πωλήσεων. Ειδικότερα, η απόφαση σημειώνει ότι η Haladjian δεν αποδεικνύει ότι ο τελικός προορισμός των ανταλλακτικών που αγόρασε στην Ιταλία μέσω της ICBO ήταν όντως η Γαλλία. Επομένως, δεν αποδεικνύεται η βάση του ισχυρισμού της προσφεύγουσας. Ομοίως, η προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνει ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο τελικός προορισμός των ανταλλακτικών ήταν πράγματι η Γαλλία, τούτο δεν αποδεικνύει ότι η Caterpillar είχε απαγορεύσει στους Ευρωπαίους διανομείς της να πωλούν ανταλλακτικά στη Haladjian (βλ. την προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.3, σ. 16, τρίτο εδάφιο).
125 Επομένως, πρέπει να εξεταστούν τα σχετικά στοιχεία της δικογραφίας προκειμένου να προσδιοριστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αποφασίζοντας να απορρίψει λόγω ανεπαρκών αποδείξεων τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ότι προορισμός των ανταλλακτικών που αγόρασε από τη Maia, μέσω της ICBO και της Schmidt, ήταν η Γαλλία και ότι της ήταν αδύνατο στην πράξη να προμηθευτεί ανταλλακτικά απευθείας από τη Maia, λόγω κάποιας συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ της Caterpillar και των Ευρωπαίων διανομέων της.
126 Προεισαγωγικώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα έγγραφα που επικαλείται η προσφεύγουσα έχουν πολύ περιορισμένη αποδεικτική ισχύ λόγω της φύσεώς τους και των περιστάσεων. Έτσι, το πρώτο έγγραφο σχετικά με τις δραστηριότητες του δικτύου Maia/ICBO/Schmidt το 1990 είναι ένα ανώνυμο έγγραφο αποσταλέν στην Caterpillar τον Φεβρουάριο του 1990. Τα άλλα δύο έγγραφα που παραθέτει η προσφεύγουσα, δηλαδή η τηλεομοιοτυπία της 13ης Φεβρουαρίου 1990 που απέστειλε ο A. στη Schmidt και το έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 1990 που απέστειλε επίσης ο A. στη Schmidt ανήκουν σε μια γενική αλληλουχία περιστατικών στο πλαίσιο της οποίας η Caterpillar διερωτάτο, κατόπιν του ανωνύμου αυτού εγγράφου, αν η οι ενέργειες του Ιταλού διανομέα της ήταν θεμιτές και σύμφωνες με τη σύμβαση διανομής.
127 Από την εξέταση των τριών αυτών εγγράφων συνάγονται οι ακόλουθες ενδείξεις. Πρώτον, το ανώνυμο έγγραφο που απεστάλη στην Caterpillar τον Φεβρουάριο του 1990 εκθέτει ότι τα ανταλλακτικά που επώλησε στη Schmidt η ICBO παραδόθηκαν σε μιαν αποθήκη στη Μασσαλία, όπου τα «παρέλαβε και τα εκτελώνισε η Haladjian». Δεύτερον, η τηλεομοιοτυπία της 13ης Φεβρουαρίου 1990 που απέστειλε ο A. στη Schmidt αναφέρει μια πώληση της Maia προς την ICBO ύψους 120 εκατομμυρίων λιρών Ιταλίας πραγματοποιηθείσα το 1986 με σκοπό τη χρησιμοποίηση ανταλλακτικών από ιταλικές επιχειρήσεις στο Καμερούν και στην Γκαμπόν. Τρίτον, το έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 1990 που απέστειλε ο A. στη Schmidt εκθέτει, καταρχάς, ότι, στο πλαίσιο επισκέψεως αντιπροσώπων της Caterpillar στη Maia, η Caterpillar ανέφερε στη Maia ότι εγνώριζε ότι η Haladjian είχε παραλάβει πολλά εμπορευματοκιβώτια ανταλλακτικών στη Χάβρη και στη Μασσαλία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι τα εμπορευματοκιβώτια αυτά δεν θα έφθαναν χωρίς να μειώνονται οι πωλήσεις της Haladjian και ότι, επομένως, η Caterpillar διερωτάτο ποια ήταν η νέα πηγή εφοδιασμού της Haladjian. Το έγγραφο αυτό εκθέτει, στη συνέχεια, την απάντηση της Maia, την οποία είχε ήδη δώσει στην Caterpillar, από την οποία προκύπτει ότι η Maia εγνώριζε –μόνο γενικά– ότι η ICBO πωλούσε μεταχειρισμένα ανταλλακτικά με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους σε διάφορες αφρικανικές χώρες.
128 Επομένως, από τη μελέτη των τριών αυτών εγγράφων προκύπτει ότι η περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίμηση, κατά την οποία τα έγγραφα που κατέθεσε η Haladjian δεν αποδεικνύουν τον τελικό προορισμό των ανταλλακτικών που αγόρασε στην Ιταλία η Haladjian, δεν είναι προδήλως εσφαλμένη. Πράγματι, η προερχόμενη από ένα ανώνυμο έγγραφο ένδειξη ότι τα ανταλλακτικά που αγόρασε η Haladjian από τη Maia μέσω της ICBO και της Schmidt παραδόθηκαν και εκτελωνίστηκαν στη Μασσαλία, πράγμα το οποίο αφήνει να υποτεθεί ότι τα εξαγόμενα στις Ηνωμένες Πολιτείες ανταλλακτικά, όπου ευρισκόταν η Schmidt, επανεξάγονταν στη συνέχεια στη Γαλλία όπου και εκτελωνίζονταν, πρέπει να συγκριθεί με τις ενδείξεις που έδωσε η Maia στην Caterpillar, οι οποίες κάνουν λόγο για πωλήσεις στην Aφρική. Επομένως, από μερικά έγγραφα μπορεί να υποτεθεί ότι ορισμένα ανταλλακτικά μπορούσαν πράγματι να έχουν ως τελικό προορισμό την Aφρική. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Haladjian δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία περί του πραγματικού προορισμού των ανταλλακτικών που αγόραζε από τη Maia, μέσω της ICBO και της Schmidt, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι θεώρησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι κανένα στοιχείο δεν αποδείκνυε ότι ο τελικός προορισμός των εν λόγω ανταλλακτικών ήταν όντως η Γαλλία.
129 Επιπλέον, ανεξαρτήτως του τελικού προορισμού των ως άνω ανταλλακτικών, τα έγγραφα που παραθέτει η προσβαλλόμενη απόφαση και επικρίνει η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύουν ότι οι ενδοκοινοτικές πωλήσεις ήταν αδύνατες εξαιτίας της βουλήσεως της Caterpillar. Επιβάλλεται η διαπίστωση, συναφώς, ότι η προσφεύγουσα και πάλι αδυνατεί να αποδείξει την παραμικρή συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ της Caterpillar και των Ευρωπαίων διανομέων της κατ’ εφαρμογήν των οποίων δεν ήταν δυνατή η αγορά ανταλλακτικών στην Ιταλία με σκοπό την πώλησή τους στη Γαλλία, πράγμα το οποίο αποτελεί το επίκεντρο των ισχυρισμών της στην υπό κρίση προσφυγή.
130 Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι εθίγησαν τα δικαιώματά της ως καταγγέλλουσας επειδή, κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν είχε την ευκαιρία να προσκομίσει αποδείξεις σχετικά με τον τελικό προορισμό των ανταλλακτικών που αγόρασε από τη Maia μέσω της ICBO και της Schmidt, δεδομένου ότι η ίδια η προσφεύγουσα ανέφερε με τις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου του άρθρου 6 ότι ο προορισμός των ανταλλακτικών αυτών ήταν η Γαλλία, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή ότι απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό λόγω ανεπαρκών αποδείξεων.
131 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με τα έγγραφα που αφορούν το δίκτυο Maia/ICBO/Schmidt, το οποίο χρησιμοποίησε η Haladjian προς εφοδιασμό της με τα σχετικά προϊόντα πριν από την παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993, πρέπει να απορριφθούν.
Επί των εγγράφων που αφορούν την παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993
Η προσβαλλόμενη απόφαση
132 Η προσβαλλόμενη απόφαση εξετάζει επίσης μια δεύτερη σειρά εγγράφων που αφορούν την παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993 καθώς και τη μεταχείρισή της εκ μέρους της Maia και παρεμπιπτόντως της Caterpillar. Τα σχετικά έγγραφα είναι τα ακόλουθα.
133 Με έγγραφο της 24ης Φεβρουαρίου 1993 η Haladjian απευθύνθηκε εγγράφως στη Maia για να την πληροφορήσει ότι έλαβε έγκριση από πολλούς Γάλλους χρήστες, τα σχετικά έγγραφα των οποίων συνάπτονταν σε παράρτημα, να αγοράσει ανταλλακτικά κατασκευής Caterpillar, ότι είχε συζητήσει το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών με την Caterpillar, η οποία της είχε αναφέρει ότι έπρεπε να προβεί σε σχετική παραγγελία σε κάποιον διανομέα, και ότι, κατά συνέπεια, ενδιαφερόταν να αγοράσει ανταλλακτικά σε τιμή καταναλωτή («Consumer price») σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (στο εξής: δολάρια) (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.3, πέμπτο εδάφιο).
134 Κατόπιν νέας κρούσεως της Haladjian στις 30 Μαρτίου 1993, η Maia απέστειλε στις 31 Μαρτίου 1993 μια τηλεομοιοτυπία στην Caterpillar για να λάβει πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να ενεργήσει, επικοινωνώντας επίσης τηλεφωνικά με την Caterpillar. Κατά ένα εσωτερικό σημείωμα της Maia της 20ής Απριλίου 1993, η Caterpillar απάντησε ότι η Maia έπρεπε να δώσει απάντηση στη Haladjian και ότι, αν η Maia συμφωνούσε, μπορούσε να προτείνει μια τιμή με βάση τον ιταλικό τιμοκατάλογο (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.3, έβδομο εδάφιο).
135 Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993 είναι ασυνήθιστη. Πράγματι, πρώτον, η Haladjian εκθέτει ότι έλαβε έγκριση από Γάλλους πελάτες να αγοράσει ανταλλακτικά κατασκευής Caterpillar· όμως, τέτοια έγκριση δεν είναι αναγκαία όταν ένας μεταπωλητής αγοράζει ανταλλακτικά σε μια χώρα της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ με προορισμό άλλη χώρα της ζώνης αυτής. Δεύτερον, η Haladjian εκθέτει ότι συζήτησε σχετικά με αυτά τα εγκριτικά έγγραφα με διευθύνον στέλεχος της Caterpillar, ενώ ο μεταπωλητής που προβαίνει σε ενδοκοινοτικό εμπόριο προϊόντων δεν είναι υποχρεωμένος να συζητεί με κανέναν προκειμένου να προβεί σε κάποια παραγγελία. Τρίτον, το ζητούμενο τίμημα στην παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993 δεν είναι στο τοπικό νόμισμα, αλλά στηρίζεται στην «Consumer price» σε δολάρια. Όμως, κάθε διανομέας εξέφραζε τις τιμές πωλήσεως στο δικό του νόμισμα και όχι σε δολάρια (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.3).
136 Συναφώς, η προσβαλλόμενη απόφαση υπενθυμίζει, πρώτον, ότι η Haladjian δεν απέδειξε ότι αγόραζε προηγουμένως προϊόντα που προορίζονταν για τη Γαλλία ή για άλλες χώρες της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ σε τιμές εκφραζόμενες σε δολάρια από τη Maia ή από άλλους Ευρωπαίους διανομείς, δεύτερον, ότι η Haladjian ουδέποτε προσκόμισε αποδείξεις ότι η Maia πωλούσε τα σχετικά προϊόντα σ’ αυτή τη διεθνή τιμή σε δολάρια σε άλλους κοινοτικούς πελάτες και ότι –κατά συνέπεια– η άρνηση πωλήσεως ανταλλακτικών στην τιμή αυτή στη Haladjian αποτελεί δυσμενή διάκριση και, τρίτον, ότι η Haladjian δεν απέδειξε ότι αγόραζε τα προϊόντα αυτά, χωρίς παρέμβαση της Caterpillar, σε τιμή χαμηλότερη από εκείνη που προσέφερε η Maia με το έγγραφό της τής 8ης Απριλίου 1993. Επομένως, σύμφωνα με το περιεχόμενό της, η παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993 αποτελεί αντίδραση στο γεγονός ότι η Maia αποφάσισε να σταματήσει να προμηθεύει τη Haladjian κατά καταστρατήγηση του συστήματος CES και είχε ως σκοπό να της παράσχει τη δυνατότητα να συλλέξει στοιχεία προς στήριξη της καταγγελίας της [προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.3 και σημείο 7.1, στοιχείο c)].
137 Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση (σημείο 6.3, έκτo εδάφιο) αναφέρεται στο έγγραφο της 30ής Μαρτίου 1993 που απέστειλε ο A. στη Schmidt, τούτο δε μετά την παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993. Το έγγραφο αυτό εκθέτει τα ακόλουθα:
«Τα πρώτα νέα από την Caterpillar δεν είναι καλά. Τη Δευτέρα το απόγευμα ο γενικός διευθυντής μου με κάλεσε για να μου πει ότι του τηλεφώνησαν από τη Γενεύη συμβουλεύοντάς τον να αποφύγει να εφοδιάσει την H. F. Avignon· επισήμως αυτό δεν μπορεί να γίνει, οπότε θα απαντήσουμε και θα προτείνουμε τις ιταλικές τιμές (τούτο σημαίνει τις τιμές καταναλωτή [Consumer price] σε δολάρια πολλαπλασιαζόμενες επί δύο !!! κατά μέσον όρο)· θα λάβουμε σε λίγο την οριστική απάντηση της Caterpillar. […]»
138 Με έγγραφο της 8ης Απριλίου 1993 η Maia πρότεινε στη Haladjian να την προμηθεύσει με τα ζητούμενα προϊόντα στην ιταλική τιμή με έκπτωση κατά 10 %. Με έγγραφο της 22ας Απριλίου 1993 η Haladjian αρνήθηκε την πρόταση αυτή και ζήτησε να ισχύσει η Consumer price σε δολάρια, όπως είχε προταθεί σε άλλους κοινοτικούς πελάτες της Maia, μαζί με τη σχετική έκπτωση. Διαφορετικά, η Haladjian έκανε λόγο στη Maia για την πρόθεσή της να υποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή σχετικά με μια πρακτική τιμών εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις. Κατά το προαναφερθέν εσωτερικό σημείωμα της Maia της 20ής Απριλίου 1993, η εταιρία αυτή ενημέρωσε την Caterpillar και την Bergerat σχετικά με την αντίδραση της Haladjian (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.3, όγδοο και ένατο εδάφιο).
139 Σύμφωνα με ένα εσωτερικό σημείωμα της Maia της 30ής Απριλίου 1993, η Haladjian απευθύνθηκε στη Maia διότι ήταν σε θέση να φερθεί με εκβιαστικό τρόπο έναντι της Maia, δεδομένου ότι, πρώτον, η Maia πωλούσε στο παρελθόν τα σχετικά προϊόντα στις διεθνείς τιμές σε κοινοτικούς πελάτες (κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, το εν λόγω σημείωμα επαναλαμβάνει στο σημείο αυτό το περιεχόμενο του εγγράφου της Haladjian προς τη Maia της 22ας Απριλίου 1993 που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, το οποίο αναφέρεται στην Consumer price σε δολάρια), δεύτερον, ότι η Maia δεν είχε τηρήσει τους κανόνες του συστήματος CES για τις πωλήσεις εκτός της Κοινότητας, τρίτον, ότι η Haladjian ήταν σε θέση να αποδείξει την ύπαρξη πωλήσεων της Maia προς τη Haladjian μέσω της ICBO και, τέταρτον, ότι ορισμένα διευθυντικά στελέχη της Caterpillar εγνώριζαν τις παράλληλες δραστηριότητες της Maia, τις οποίες εκάλυπταν μέχρι σήμερα (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.3, δέκατο εδάφιο, και υποσημείωση 10).
140 Δεδομένου ότι η παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993 έκανε λόγο περί συζητήσεων με την Caterpillar και λαμβανομένου υπόψη του φόβου της Maia να καταγγελθεί η σύμβαση διανομής εξαιτίας της καταστρατηγήσεως του συστήματος CES, η προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνει ότι «δεν είναι περίεργο» ότι η Maia ζήτησε από την Caterpillar την άποψή της επί του τρόπου με τον οποίο έπρεπε να αντιδράσει στην παραγγελία αυτή. Επί του σημείου αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνει ότι η Caterpillar απάντησε στο σχετικό αίτημα αναφέροντας ότι η Maia έπρεπε να απαντήσει στη Haladjian και ότι, αν η Maia ήταν σύμφωνη, μπορούσε να προτείνει να ισχύσει η ιταλική τιμή. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση τούτο αποτελούσε απλώς μια «πρόταση». Η Maia ακολούθησε την εν λόγω πρόταση –ενεργώντας με πλήρη αυτονομία κατά την προσβαλλόμενη απόφαση– στις 8 Απριλίου 1993, δεδομένου ότι πρότεινε στη Haladjian μια τιμή βασιζόμενη στην ιταλική τιμή με έκπτωση κατά 10 % –την ίδια που είχε χορηγηθεί σε έναν από τους σημαντικότερους πελάτες της Maia. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση συνάγει ότι οι ως άνω διαβουλεύσεις μεταξύ Maia και Caterpillar δεν αποτελούν συνεννόηση με σκοπό να παρεμποδίσουν ή να καταστήσουν δυσχερέστερο το παράλληλο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνει ότι, επειδή από τα προαναφερθέντα έγγραφα δεν προκύπτει περιορισμός του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, η προβαλλόμενη πίεση της Bergerat προς την Caterpillar προς επιτήρηση των εισαγωγών στη Γαλλία επίσης δεν αποτελεί περιορισμό του ανταγωνισμού [προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 6.3, σ. 17, και σημείο 7.1, στοιχείο c)].
Επιχειρήματα των διαδίκων
141 Καταρχάς, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση εκτιμά το περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων που αφορούν τη Maia για το έτος 1993.
142 Καταρχάς, επικρίνει την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίμηση κατά την οποία η παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993 ήταν αφύσικη. Πρώτον, παρατηρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραλείπει να σημειώσει ότι η εν λόγω παραγγελία εντάσσεται στο πλαίσιο των συζητήσεων που είχε η Haladjian την περίοδο εκείνη με την Caterpillar όσον αφορά την εφαρμογή του συστήματος CES έναντι αυτής και αναφέρεται στην ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ Caterpillar και της ίδιας της 30ής Μαρτίου και της 13ης Απριλίου 1993. Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση λαμβάνει ως σημείο αφετηρίας ότι δεν υφίσταται περιορισμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου και ότι, κατά συνέπεια, είναι αφύσικο να υποβάλλεται αίτημα στη Maia για αγορά προϊόντων για τη γαλλική αγορά με παράλληλη αναφορά σε προηγούμενη σχετική συμφωνία της Caterpillar. Όμως, αν μια τέτοια παρατήρηση μπορεί να δικαιολογείται θεωρητικά, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα έγγραφα σχετικά με τη Maia αποδεικνύουν στην πραγματικότητα ότι το ενδοκοινοτικό εμπόριο περιορίζεται. Έτσι, η αντίδραση της Maia, που έσπευσε να συμβουλευθεί την Caterpillar σχετικά με την παραγγελία της Haladjian, δείχνει την αδυναμία πραγματοποιήσεως ενδοκοινοτικού εμπορίου ελεύθερα και ανοιχτά. Συναφώς, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι, αν η περιλαμβανόμενη στην παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993 μνεία σε επαφές της Haladjian με την Caterpillar μπορούσε, το πολύ, να εξηγήσει το ότι η Maia απευθύνθηκε στην τελευταία για να της ζητήσει ορισμένα στοιχεία, η μνεία αυτή δεν δικαιολογούσε το γεγονός ότι η Maia της ζήτησε οδηγίες. Τρίτον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη τη δομή των τιμών του ενδοκοινοτικού εμπορίου όταν εκτιμά ως «αφύσικο» το αίτημα της Haladjian να ισχύσουν για την παραγγελία της τιμές υπολογιζόμενες σε συνάρτηση με την Consumer price σε δολάρια. Πράγματι, συνήθως οι αγορές των μεταπωλητών ελάμβαναν χώρα σε σχέση με την τιμή αυτή (που αποκαλείται επίσης «διεθνής τιμή» στο εσωτερικό σημείωμα της Maia της 30ής Απριλίου 1993), και όχι σε σχέση με τις υπερβολικά υψηλές διεθνείς τιμές, μέχρι ότου η Caterpillar εκφράσει την αντίθεσή της στην πρακτική αυτή.
143 Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η σημασία του εσωτερικού σημειώματος της Maia της 20ής Απριλίου 1993, που διαβιβάστηκε στην Caterpillar στις 23 Απριλίου, δεν μπορεί να περιορίζεται στα δύο στοιχεία που παραθέτει η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή στο ότι η Caterpillar παρακίνησε τη Maia να απαντήσει στη Haladjian προτείνοντάς της τις ιταλικές τιμές και στο ότι η Maia είχε ενημερώσει την Bergerat περί της αντιδράσεως της Haladjian σ’ αυτή την προσφορά τιμών. Το σημείωμα αυτό εξέθετε επίσης ότι η Caterpillar συνεβούλευσε καταρχάς τη Maia να κερδίσει χρόνο πριν δώσει απάντηση στη Haladjian, ότι η Maia ήθελε να πληροφορηθεί αν ο άλλος Ιταλός μεταπωλητής είχε λάβει το ίδιο αίτημα, για να δώσει ενδεχομένως την ίδια απάντηση, ότι με τις «συμβουλές» της η Caterpillar δεν περιορίστηκε να προτείνει στη Maia να προτείνει στη Haladjian τις ιταλικές τιμές, διότι η Caterpillar ασχολήθηκε λεπτομερώς με τους όρους της πωλήσεως και πρότεινε να ζητηθούν τα μοντέλα και οι αριθμοί των μηχανημάτων των Γάλλων πελατών, ότι η Maia επεδίωξε, εκ νέου, να κερδίσει χρόνο όταν, στις 16 Απριλίου 1993, η Haladjian τής ζήτησε να την πληροφορήσει ποιες ήταν οι ιταλικές τιμές και ότι η Maia ενημέρωσε την Bergerat όχι απλώς περί της «αντιδράσεως της Haladjian», όπως εσφαλμένα αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και περί του τρόπου με τον οποίο είχε ενεργήσει η Maia έναντι της Haladjian.
144 Τέλος, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση όφειλε να λάβει υπόψη την εξήγηση που περιέχεται στο έγγραφο της 30ής Μαρτίου 1993 του A. προς τη Schmidt, από το οποίο προκύπτει ότι η Caterpillar «συμβούλευσε» τη Maia να αποφύγει να προμηθεύσει τη «H. F. Avignon» (ήτοι τη Haladjian), διότι τούτο «δεν [μπορούσε] να γίνει επισήμως», ότι η Maia επρόκειτο, κατά συνέπεια, να προτείνει στη Haladjian τις ιταλικές τιμές και ότι η Maia ανέμενε επί του ζητήματος αυτού την τελική απάντηση της Caterpillar.
145 Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικρίνει τους λόγους που παραθέτει η προσβαλλόμενη απόφαση για να υποστηρίξει ότι η Maia πρότεινε τις σχετικές τιμές ενεργώντας αυτόνομα και ότι οι διαβουλεύσεις της Maia με την Caterpillar δεν αποτελούν εναρμονισμένη πρακτική υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, ήτοι την εκτίμηση κατά την οποία τα αιτήματα της Haladjian προς τη Maia δεν είχαν άλλο σκοπό παρά μόνον να ενεργήσουν εκβιαστικά έναντι της Maia και την εκτίμηση κατά την οποία το περιεχόμενο των επαφών μεταξύ Maia και Caterpillar εξηγείται από το γεγονός ότι οι αγορές που πραγματοποιούνταν μέσω της ICBO και της Schmidt προορίζονταν για την Aφρική.
146 Όσον αφορά τον προβαλλόμενο εκβιασμό, η εξήγηση αυτή προσκρούει, κατά την προσφεύγουσα, στη σειρά με την οποία συνέβησαν τα γεγονότα, δεδομένου ότι η παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993 είναι προγενέστερη της αναγγελίας της λήξεως των εμπορικών σχέσεων με τη Maia μέσω μεσαζόντων, η οποία πραγματοποιήθηκε με το έγγραφο του A. στη Schmidt της 30ής Μαρτίου 1993. Ομοίως, η εν λόγω παραγγελία είναι προγενέστερη κατά δύο μήνες από την απειλή της Haladjian να προσφύγει στις κοινοτικές αρχές, που διατυπώθηκε με το έγγραφό της της 22ας Απριλίου 1993 κατόπιν της αρνήσεως της Maia να της πωλήσει ανταλλακτικά σε τιμές ίδιες με εκείνες που είχαν προταθεί σε άλλους αγοραστές στην Κοινότητα οι οποίοι ευρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση.
147 Εξάλλου, στο πλαίσιο του σφάλματος που διαπράχθηκε σχετικά με τα έγγραφα του 1990, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει εκ νέου ότι οι αγοραπωλησίες που πραγματοποιήθηκαν μέσω της ICBO προορίζονταν για την Aφρική, κατά καταστρατήγηση του συστήματος CES, και ότι η Haladjian δεν απέδειξε το αντίθετο. Όμως, το ζήτημα των πωλήσεων της Maia στη Haladjian μέσω της ICBO είναι απολύτως διαφορετικό από εκείνο της παραγγελίας της 24ης Φεβρουαρίου 1993, με σκοπό την απευθείας και ελεύθερη αγορά ανταλλακτικών από τη Maia στο πλαίσιο του συστήματος που προβλέπει η Caterpillar. Επομένως, η ερμηνεία της παραγγελίας της 24ης Φεβρουαρίου 1993 με γνώμονα τις επιχειρηματικές σχέσεις μεταξύ Maia και Haladjian δίδει οπωσδήποτε μια εντελώς ακατανόητη εικόνα της καταστάσεως. Όπως και αν εκτιμηθούν οι σχέσεις με την ICBO, είτε γίνει δεκτό ότι αποτελούν ενδείξεις περί της παρεμβολής προσκομάτων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο είτε όχι, εν πάση περιπτώσει οι σχέσεις αυτές δεν έχουν επίπτωση επί της εκτιμήσεως των ευθέων αποδείξεων σχετικά με συνεννόηση μεταξύ Maia και Caterpillar όσον αφορά την απάντηση που έπρεπε να δοθεί στην παραγγελία της Haladjian.
148 Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη καθόσον υποστηρίζει ότι η ίδια δεν απέδειξε τη δυσμενή διάκριση ως προς τις τιμές την οποία η Haladjian προσήψε στη Maia με το από 22 Απριλίου 1993 έγγραφό της. Έτσι, αρκεί η ανάγνωση του εγγράφου του A. προς τη Schmidt της 30ής Μαρτίου 1993 για να διαπιστωθεί ότι οι εν λόγω τιμές εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις ανοιχτά και σκόπιμα. Ομοίως, μόνο περιπίπτουσα σε αντιφάσεις η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να αμφισβητεί ότι η Maia χρέωνε με τις διεθνείς τιμές άλλους κοινοτικούς πελάτες, δεδομένου ότι το γεγονός αυτό το παραθέτει η ίδια η απόφαση δύο φορές, όταν εξετάζει το εσωτερικό χειρόγραφο σημείωμα της Maia της 30ής Απριλίου 1993 (σημείο 6.3, σ. 14, προτελευταίο εδάφιο, σ. 15, τελευταία περίπτωση), μάλιστα δε μολονότι η υποσημείωση 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκθέτει ότι η μνεία της διεθνούς τιμής στο ως άνω εσωτερικό σημείωμα της Maia δεν αποτελεί «ομολογία» της Maia, αλλά μόνον αναπαραγωγή του περιεχομένου του εγγράφου της Haladjian της 22ας Απριλίου 1993.
149 Η ερμηνεία αυτή είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο συντάκτης του εσωτερικού σημειώματος της 30ής Απριλίου 1993 απλώς παρέθεσε το έγγραφο της Haladjian της 22ας Απριλίου 1993, το εν λόγω σημείωμα αναφέρει ότι το γεγονός αυτό είναι αποδεδειγμένο, ότι η Haladjian μπορεί να το αποδείξει και ότι το ενδεχόμενο ότι η Caterpillar μπορεί να το πληροφορηθεί τον ανησυχεί. Το ως άνω σημείωμα αποδεικνύει με τον τρόπο αυτό όχι μόνον ότι η δυσμενής διάκριση σε βάρος της Haladjian υφίσταται πράγματι, αλλά και ότι η Maia φοβόταν μήπως η Caterpillar πληροφορηθεί ότι πωλούσε ανταλλακτικά σε ανταγωνιστικές τιμές με προορισμό άλλα κράτη μέλη [«avrà certamente “material” che puo “inchiodarci e avvalorare la sua affermazione dell’ ultima lettera” (noi vendiamo usando il listino Internazionale a clienti EEC)»].
150 Εξάλλου, η προσφεύγουσα σημειώνει ότι, τον Μάιο του 1994, έλαβε γνώση προσφορών της Maia σε έναν Άγγλο χρήστη (στο εξής: C.) σε τιμές σαφώς συμφερότερες από εκείνες που της είχε προτείνει η Maia –όπου οι διαφορές κυμαίνονταν ανάλογα με τα ανταλλακτικά από 90 έως 160 %. Την περίοδο εκείνη η Haladjian έλαβε επίσης μια προσφορά από έναν Ιταλό μεταπωλητή (στο εξής: M.), ο οποίος θα προμηθευόταν τα σχετικά προϊόντα από τη Maia και ήταν σε θέση να προσφέρει στη Haladjian χαμηλότερες τιμές από εκείνες τις οποίες η Haladjian μπορούσε να επιτύχει απευθείας από τη Maia.
151 Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη μη δεχόμενη την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ Caterpillar και Maia. Πράγματι, η συλλογιστική της Επιτροπής στηρίζεται στον ασυνήθη χαρακτήρα της παραγγελίας της 24ης Φεβρουαρίου 1993 και στην περίσταση ότι η Haladjian δεν απέδειξε ότι της παραγγελίας αυτής είχαν προηγηθεί άλλες παρόμοιες παραγγελίες. Όμως, όσον αφορά τον προσδιορισμό του αν υφίστανται περιορισμοί του ανταγωνισμού σε περίπτωση ενδοκοινοτικής παραγγελίας, δεν έχει σημασία η αναφορά των υποκειμενικών λόγων της εμπορικής συναλλαγής ή της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας παρόμοιων συναλλαγών στο παρελθόν.
152 Η Επιτροπή αμφισβητεί την άποψη της προσφεύγουσας υπενθυμίζοντας ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι επαφές μεταξύ Caterpillar και Maia, κατόπιν της παραγγελίας της 24ης Φεβρουαρίου 1993, δεν θεμελιώνουν την ύπαρξη κάποιου άγραφου κανόνα απαγορεύοντος τις εξαγωγές σε μεταπωλητές εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ, αλλά εξηγούνται από την ιδιαίτερη αλληλουχία πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η παραγγελία αυτή. Επιπλέον, τίποτα δεν αποδεικνύει ότι η Maia δεν καθόρισε ελεύθερα την τιμή πωλήσεως στην ως άνω εμπορική συναλλαγή, περιλαμβανομένης της εκπτώσεως κατά 10 % υπέρ της Haladjian. Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης τον επαρκώς αποδεικτικό χαρακτήρα των εγγράφων σχετικά με τις προσφορές της Maia στον C. και της προσφοράς του M. στη Haladjian.
153 Η Caterpillar υπογραμμίζει εξάλλου ότι η Maia αποφάσισε μονομερώς να έλθει σε επαφή με την Caterpillar και την Bergerat και ότι η απάντησή της ήταν απλώς να προτείνει την ίδια μεταχείριση έναντι της Haladjian όπως και έναντι των άλλων αγοραστών ανταλλακτικών, δηλαδή με βάση τον κατάλογο των τιμών λιανικής.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
154 Από κανένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν προκύπτει πρόδηλο σφάλμα της Επιτροπής. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα περιορίζεται να επικρίνει το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων που μνημόνευσε και εξέτασε η Επιτροπή όσον αφορά τον τρόπο μεταχειρίσεως της παραγγελίας της 24ης Φεβρουαρίου 1993, χωρίς να παραθέτει στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού, δηλαδή, αφενός, την εκτίμηση κατά την οποία η συνεννόηση μεταξύ Maia και Caterpillar σχετικά με τον τρόπο μεταχειρίσεως της παραγγελίας αυτής δεν αποτελεί περιορισμό του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ και, αφετέρου, την εκτίμηση κατά την οποία η προσφορά τιμής από τη Maia στη Haladjian –με βάση τις εσωτερικές ιταλικές τιμές με έκπτωση 10 %– πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο πλήρους αυτονομίας δράσεως, παρά την πρόταση της Caterpillar, η οποία συνηγορούσε ακριβώς υπέρ της πωλήσεως των σχετικών προϊόντων με βάση τις εσωτερικές ιταλικές τιμές.
155 Πράγματι, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η συνεννόηση μεταξύ Maia και Caterpillar σχετικά με την απάντηση που έπρεπε να δοθεί στην παραγγελία της Haladjian, που προκύπτει ιδίως από το αποσταλέν στην Caterpillar στις 23 Απριλίου 1993 εσωτερικό σημείωμα της Maia της 20ής Απριλίου 1993, εξηγείται από τη γενική αλληλουχία στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η παραγγελία αυτή και από το γεγονός ότι η εν λόγω παραγγελία ανέφερε ότι διεξήχθησαν συζητήσεις μεταξύ Haladjian και Caterpillar όσον αφορά ορισμένα από τα στοιχεία της, ήτοι όσον αφορά τα έγγραφα με τα οποία πελάτες της Haladjian εξουσιοδοτούσαν την εταιρία αυτή να προβεί στις σχετικές αγορές.
156 Πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι, στο παρελθόν, οι πωλήσεις της Maia στη Haladjian πραγματοποιούνταν μέσω ενός δικτύου στο πλαίσιο του οποίου παρενέβαινε η ICBO στην Ιταλία και η Schmidt στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, κατόπιν της έρευνας της Caterpillar, η Maia αποφάσισε να σταματήσει τον τρόπο αυτό εφοδιασμού προκειμένου να αποφύγει την καταγγελία της συμβάσεως διανομής που είχε υπογράψει, καταγγελία με την οποία την απείλησε η Caterpillar (βλ. το έγγραφο της 30ής Μαρτίου 1993 που απέστειλε ο A. στη Schmidt και το παράρτημα 29 του δικογράφου της προσφυγής). Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι προδήλως εσφαλμένη καθόσον θεώρησε ότι η Maia ενήργησε αυτοβούλως για να διασώσει τη σύμβαση διανομής όταν απευθύνθηκε στην Caterpillar ερωτώντας την πώς έπρεπε να απαντήσει στην παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993. Η συμπεριφορά αυτή εξηγείται επίσης από περιεχόμενο της εν λόγω παραγγελίας, που έκανε μνεία επαφών με την Caterpillar και εντολών αγοράς υπογεγραμμένων από Γάλλους χρήστες, ενώ τέτοιες επαφές και τέτοιες εντολές δεν απαιτούνται σε περίπτωση ενδοκοινοτικών πωλήσεων από την Ιταλία στη Γαλλία. Επομένως, η Maia ευλόγως αισθάνθηκε την ανάγκη να επικοινωνήσει με την Caterpillar για να πληροφορηθεί περισσότερα επί του ζητήματος αυτού.
157 Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει λόγω προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως καθόσον συμπεραίνει ότι η συνεννόηση μεταξύ Maia και Caterpillar ήταν δικαιολογημένη για συγκυριακούς λόγους που δεν αποδεικνύουν με επαρκή βεβαιότητα την παρεμβολή προσκομμάτων στις ενδοκοινοτικές πωλήσεις σε μεταπωλητές.
158 Όσον αφορά το αν η Maia προέβη στην προσφορά της ενεργώντας με αυτονομία –δηλαδή προτείνοντας τις εσωτερικές ιταλικές τιμές με έκπτωση 10 %–, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι προδήλως εσφαλμένη καθόσον εκθέτει ότι η εν λόγω προσφορά, έστω και αν στηρίχθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, στην υπόδειξη της Caterpillar, που πρότεινε στη Maia να απαντήσει στη Haladjian με βάση τις εσωτερικές ιταλικές τιμές, πραγματοποιήθηκε με πλήρη αυτονομία, όπως τούτο προκύπτει από την ένδειξη «αν είμαστε σύμφωνοι», που περιλαμβάνεται στο εσωτερικό σημείωμα της Maia της 20ής Απριλίου 1993, το οποίο περιλαμβάνει τις ενδείξεις που έδωσε από τηλεφώνου ένας εκπρόσωπος της Caterpillar στη Maia σχετικά με την παραγγελία της Haladjian. Ακόμη, η έκπτωση κατά 10 % προτάθηκε με πρωτοβουλία της Maia. Η έκπτωση αυτή αποτελεί σαφές παράδειγμα της γενικής αρχής, που εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την οποία ο διανομέας είναι ελεύθερος να προτείνει την τιμή που επιθυμεί στους μεταπωλητές. Κατ’ εφαρμογήν του συστήματος CES, ο εν λόγω διανομέας πρέπει απλώς να φροντίζει να τηρεί τους κανόνες που ισχύουν σε περίπτωση πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών, πράγμα το οποίο όπως φαίνεται δεν συνέβη εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993 έκανε λόγο για έγγραφα Γάλλων χρηστών σχετικά με εντολές αγοράς ανταλλακτικών.
159 Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρουσιάζει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καθόσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προσφορά της Maia προς τη Haladjian πραγματοποιήθηκε με πλήρη αυτονομία εκ μέρους τού εν λόγω διανομέα και ότι δεν είχε ως αντικείμενο να παρεμποδίσει τις ενδοκοινοτικές πωλήσεις στους μεταπωλητές.
160 Επιπλέον, και παρά τους σχετικούς ισχυρισμούς που προβλήθηκαν, η προσφεύγουσα αδυνατεί να αποδείξει ότι η προσφορά της Maia εισήγαγε δυσμενείς διακρίσεις έναντι αυτής ή, γενικότερα, ότι περιόρισε τον ανταγωνισμό. Ειδικότερα, πρέπει να σημειωθεί óτι η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλήξει σε μια τέτοια εκτίμηση λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που της είχαν γνωστοποιηθεί, δηλαδή της μνείας των διεθνών τιμών που περιλαμβάνεται στο έγγραφο του A. στη Schmidt της 30ής Μαρτίου 1993 (της «Consumer price σε δολάρια») και του εσωτερικού σημειώματος της Maia της 30ής Απριλίου 1993, δεδομένου ότι η εν λόγω εμπορική συναλλαγή δεν υπαγόταν στο σύστημα CES και πραγματοποιήθηκε, εν πάση περιπτώσει, χωρίς καμία αποδεδειγμένη παρέμβαση της Caterpillar επ’ αυτού.
161 Όσον αφορά τις προσφορές της Maia στον Άγγλο χρήστη C. της 26ης Ιανουαρίου και της 21ης Φεβρουαρίου 1994, σε τιμές πολύ συμφερότερες από αυτές που πρότεινε στη Haladjian η Maia στις 8 Απριλίου 1993, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσφορές αυτές διατυπώθηκαν σε λίρες Ιταλίας και όχι σε δολάρια και ότι είχε παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα και ένδεκα μηνών από την προσφορά της Maia στη Haladjian, τούτο δε όταν η λίρα Ιταλίας υφίστατο σημαντικές νομισματικές διακυμάνσεις. Επομένως, ελλείψει στοιχείων από τα οποία να προκύπτει ότι μια παραγγελία της Haladjian πραγματοποιούμενη την ίδια χρονική περίοδο θα είχε διαφορετική μεταχείριση από εκείνη του Άγγλου χρήστη, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως δεχόμενη ότι η Haladjian δεν είχε αποδείξει ότι υπέστη δυσμενή διάκριση ως προς τις προτεινόμενες τιμές εκ μέρους της Maia και, εν πάση περιπτώσει, ότι η ευθύνη για την εν λόγω δυσμενή διάκριση βαρύνει την Caterpillar.
162 Ομοίως, όσον αφορά την προσφορά του Ιταλού μεταπωλητή M. προς τη Haladjian, ο οποίος θα προμηθευόταν τα σχετικά ανταλλακτικά από τη Maia και θα ήταν σε θέση να προτείνει στη Haladjian τιμές χαμηλότερες από εκείνες που αυτή μπορούσε να επιτύχει απευθείας από τη Maia, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η εν λόγω προσφορά δεν συνιστά αυτή καθαυτήν επαρκές αποδεικτικό στοιχείο για να αποδειχθεί η δυσμενής διάκριση ως προς τις τιμές την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα. Πράγματι, από κανένα στοιχείο της προσφοράς αυτής σε δολάρια δεν προκύπτει ότι ο Ιταλός μεταπωλητής αγόρασε τα ανταλλακτικά από τη Maia όπως διατείνεται η προσφεύγουσα. Επομένως, δεδομένου ότι δεν είναι βασίμως δυνατή μια σύγκριση με την προσφορά της Maia προς τη Haladjian, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως εκθέτοντας ότι η Haladjian δεν είχε αποδείξει ότι υπέστη δυσμενή διάκριση ως προς τις τιμές εκ μέρους της Maia και, εν πάση περιπτώσει, ότι η ευθύνη για την εν λόγω δυσμενή διάκριση βαρύνει την Caterpillar.
163 Εξάλλου, οι επικρίσεις της προσφεύγουσας σχετικά με την προβαλλόμενη εκβιαστική στάση έναντι της Maia είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι η απειλή υποβολής καταγγελίας στην Επιτροπή λόγω μιας τιμής εισάγουσας δυσμενείς διακρίσεις προκύπτει σαφώς από το έγγραφο της Haladjian της 22ας Απριλίου 1993 με το οποίο η εταιρία αυτή αρνήθηκε την προσφορά της Maia και ζήτησε να ισχύσει η Consumer price σε δολάρια. Συναφώς, η χρονική σειρά των πραγματικών περιστατικών, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα για να αποδείξει την ύπαρξη ενός τέτοιου εκβιασμού, διαψεύδει τους ισχυρισμούς της, δεδομένου ότι η ίδια απείλησε με το από 22 Απριλίου 1993 έγγραφό της να προσφύγει στις κοινοτικές αρχές για να εκδηλώσει τη δυσαρέσκειά της όσον αφορά τους σχετικούς με την τιμή εμπορικούς όρους που πρότεινε η Maia στις 8 Απριλίου 1993. Ομοίως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τις πωλήσεις στην Aφρική είναι άνευ σημασίας, καθόσον δεν ασκεί επιρροή στη συλλογιστική που εκθέτει η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με την παραγγελία της Haladjian και τη σχετική απάντηση της Maia.
164 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με τα έγγραφα που αφορούν την παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993 πρέπει να απορριφθούν.
6. Συμπέρασμα
165 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ.
166 Ειδικότερα, όσον αφορά την εκτίμηση σχετικά με τις επιπτώσεις του συστήματος CES επί των πωλήσεων εντός της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ, πρέπει να σημειωθεί ότι κανένα από τα στοιχεία που κατέθεσε η προσφεύγουσα δεν κλονίζει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή κατόπιν της εξετάσεως της καταγγελίας, δηλαδή ότι «δεν αποδείχθηκε κανένας περιορισμός του ανταγωνισμού που να παρεμποδίζει ή να καθιστά δυσχερέστερο το εμπόριο ανταλλακτικών εντός της ζώνης αυτής» (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 7.1, σ. 22, τρίτο εδάφιο).
167 Ομοίως, όσον αφορά την εκτίμηση σχετικά με τις επιπτώσεις του συστήματος CES επί των πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών που πραγματοποιούνται μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της ζώνης ΕΚ/ΕΖΕΣ, κανένα στοιχείο από όσα προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή μετά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας ότι το σύστημα CES δεν απομονώνει την κοινοτική αγορά απαγορεύοντας τον ανταγωνισμό των εισαγομένων από τις Ηνωμένες Πολιτείες ανταλλακτικών σε τιμές χαμηλότερες από τις ευρωπαϊκές και, επιπλέον, δεν θίγει το ενδοκοινοτικό εμπόριο των ανταλλακτικών αυτών (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 7.2, σ. 25, πρώτη και δεύτερη περίπτωση). Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να δικαιολογείται η εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού σε μια συμφωνία σχετικά με προϊόντα αγοραζόμενα στις Ηνωμένες Πολιτείες με σκοπό την πώλησή τους εντός της Κοινότητας, πρέπει να πιθανολογείται με επαρκή βεβαιότητα, βάσει ενός συνόλου πραγματικών και νομικών στοιχείων, ότι η σχετική συμφωνία μπορεί να ασκήσει μια όχι απλώς περιθωριακή επιρροή επί του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας και επί των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Javico, προαναφερθείσα, σκέψεις 16 και 18). Απλώς και μόνον το γεγονός ότι μια συμπεριφορά έχει ορισμένα αποτελέσματα, όποια και αν είναι αυτά, σχετικά με την οικονομία της Κοινότητας δεν θεμελιώνει, αυτό καθαυτό, κάποια στενή σχέση ώστε να δικαιολογείται η κοινοτική αρμοδιότητα. Για να μπορέσουν να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα αυτά πρέπει να είναι ουσιώδη, δηλαδή αισθητά και όχι αμελητέα.
168 Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.
Επί του δεύτερου λόγου, σχετικά με τη συλλογιστική που ακολούθησε η προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 82 ΕΚ
1. Επί του περιεχομένου της καταγγελίας
169 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη όταν δέχεται στο σημείο 8 ότι από την καταγγελία δεν προκύπτει παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ.
170 Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ, η καταγγελία περιορίζεται να αναφέρει, στο τελικό μέρος της, ότι η συμπεριφορά της Caterpillar «μπορούσε να θεωρηθεί ως κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως απαγορευόμενη από το άρθρο [82] ΕΚ» και ότι η Haladjian ήταν στη διάθεση της Επιτροπής για να τη βοηθήσει να προσδιορίσει την κρίσιμη αγορά, τη δεσπόζουσα θέση της Caterpillar και την κατάχρηση της εν λόγω δεσπόζουσας θέσεως, αν η Επιτροπή έκρινε αναγκαίο να κινήσει έρευνα επί του ζητήματος αυτού. Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, με τις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου του άρθρου 6, η προσφεύγουσα αναγνώρισε επί του σημείου αυτού ότι ο λόγος για τον οποίο δεν ανέπτυξε περαιτέρω τους ισχυρισμούς της σχετικά με την παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ στο πλαίσιο της καταγγελίας της ήταν ότι η ίδια ήταν πεπεισμένη –και εξακολουθεί να είναι– ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά της Caterpillar απαγορεύεται από το άρθρο 81 ΕΚ. Επομένως, ελλείψει κάποιας ενδείξεως στην καταγγελία που να εξηγεί γιατί η συμπεριφορά της Caterpillar μπορούσε να αποτελεί κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, κακώς η προσφεύγουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η ίδια δεν αναφέρθηκε με την καταγγελία της σε παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ.
2. Επί των ισχυρισμών που εκτίθενται στο ανακεφαλαιωτικό σημείωμα της 11ης Αυγούστου 2000
171 Η προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνει, στο σημείο 8, ότι μόνον με το ανακεφαλαιωτικό σημείωμα της 11ης Αυγούστου 2000 η Haladjian έκανε ρητά λόγο, αλλά γενικά και χωρίς να προσκομίζει αποδείξεις, για προβαλλόμενες παραβάσεις του άρθρου 82 ΕΚ, περιοριζόμενη στην απαρίθμηση ορισμένων καταχρηστικών πρακτικών που απαριθμεί η διάταξη αυτή. Εντούτοις, ακόμα και αν θεωρηθεί ως δεδομένο ότι η Caterpillar έχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά ανταλλακτικών της, η προσβαλλόμενη απόφαση απορρίπτει τις αιτιάσεις αυτές.
Επί της προβαλλόμενης επιβολής άνισων τιμών
172 Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό σχετικά με παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ, που αφορά την επιβολή άνισων τιμών, η προσβαλλόμενη απόφαση σημειώνει ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι η Caterpillar δεν επιβάλλει καμία τιμή και ότι οι διανομείς της είναι ελεύθεροι να προτείνουν στους μεταπωλητές και στους χρήστες τις τιμές που επιθυμούν (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 8, δεύτερο εδάφιο).
173 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη, λαμβανομένων υπόψη των πιέσεων που άσκησε η Caterpillar στη Maia το 1993. Ακόμη, το ουσιώδες ζήτημα στο σημείο αυτό είναι το αν το γεγονός ότι η Caterpillar αυξάνει έναντι των Αμερικανών διανομέων κατά 10 % την τιμή πωλήσεως των ανταλλακτικών που προορίζονται να εξαχθούν στην Ευρώπη και ότι δεν χορηγεί ποσοτικές εκπτώσεις στους Ευρωπαίους μεταπωλητές που εφοδιάζονται με ανταλλακτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί επιβολή άνισων τιμών. Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι μπορεί να συνυπολογιστεί μια αύξηση της τιμής προς «αποζημίωση» του Ευρωπαίου διανομέα στη γεωγραφική περιφέρεια του οποίου εξάγονται τα σχετικά προϊόντα, η δυσμενής αντιμετώπιση του Αμερικανού διανομέα που εξάγει στην Ευρώπη βαίνει σαφώς πέραν του ορίου αυτού. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία όσον αφορά τη δυσμενή διάκριση που υφίσταται ο Ευρωπαίος χρήστης που αγοράζει ανταλλακτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, απευθείας ή μέσω Ευρωπαίου μεταπωλητή, καταβάλλοντας σε δολάρια την τιμή αγοράς, σε σχέση με τους Ευρωπαίους διανομείς που αγοράζουν ανταλλακτικά στο Βέλγιο σε ευρωπαϊκά νομίσματα σε τιμή που συνεπάγεται οπωσδήποτε χαμηλότερη ισοτιμία του δολαρίου σε σχέση με την τρέχουσα αξία του. Η εν λόγω ενίσχυση που χορηγεί η Caterpillar στους Ευρωπαίους διανομείς της νοθεύει τη λειτουργία της αγοράς παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν τις εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
174 Το Πρωτοδικείο σημειώνει, καταρχάς και γενικά, ότι η μνεία περί παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ, στην οποία προέβη για πρώτη φορά η προσφεύγουσα με το ανακεφαλαιωτικό σημείωμα της 11ης Αυγούστου 2000, περιορίζεται στην προβολή του ισχυρισμού ότι η Caterpillar επέβαλλε στη Haladjian και στους άλλους Ευρωπαίους μεταπωλητές δυσμενείς όρους πωλήσεως εισάγοντας διακρίσεις σε βάρος τους και ότι, κατά συνέπεια, «η συμπεριφορά της [Caterpillar] συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, η οποία παρουσιάζεται ιδίως με την επιβολή άνισων τιμών, τον περιορισμό των δυνατοτήτων διαθέσεως των σχετικών εμπορευμάτων σε βάρος των καταναλωτών και την εφαρμογή έναντι των αντισυμβαλλομένων της άνισων εμπορικών όρων για την ίδια παροχή, που αποτελούν στο σύνολό τους παραβάσεις ρητά προβλεπόμενες από το άρθρο 82 ΕΚ». Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό η προσφεύγουσα αρκείται στην προβολή κατηγορηματικών ισχυρισμών περί διαπράξεως παραβάσεων του άρθρου 82 ΕΚ χωρίς να τους στηρίζει με κατάλληλα επιχειρήματα και χωρίς να παρέχει συναφώς το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο.
175 Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό της Haladjian, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η Caterpillar παρέχει στους διανομείς της, ιδίως στους Αμερικανούς διανομείς, πλήρη ελευθερία όσον αφορά τον προσδιορισμό της τιμής μεταπωλήσεως των ανταλλακτικών στους πελάτες τους, όπως η Haladjian. Η προσφεύγουσα αρκείται, στο σημείο αυτό, σε επανάληψη των επιχειρημάτων στα οποία έχει ήδη δοθεί απάντηση ή σε προβολή ισχυρισμών χωρίς παράλληλη προσκόμιση επαρκών αποδεικτικών στοιχείων.
176 Έτσι, όσον αφορά τις προβαλλόμενες πιέσεις που άσκησε η Caterpillar στη Maia το 1993, από την εξέταση των επαφών μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων σχετικά με την παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως δεχόμενη ότι οι επαφές αυτές εξηγούνταν από τη γενική αλληλουχία πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο των οποίων πραγματοποιήθηκε η παραγγελία αυτή (βλ. ανωτέρω σκέψεις 155 και 156). Για τους ίδιους λόγους, από τις επαφές αυτές δεν μπορεί να αποδειχθεί επαρκώς η ύπαρξη άνισων τιμών που επικαλείται η Haladjian. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη δυνατότητα του Ευρωπαίου μεταπωλητή να λάβει ποσοτικές εκπτώσεις από τους Αμερικανούς διανομείς της Caterpillar, δεδομένου ότι το στοιχείο αυτό εξετάστηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου και δεν θεμελιώνει την ύπαρξη ενδεχόμενου περιορισμού του ανταγωνισμού στην υπό κρίση υπόθεση (βλ. ανωτέρω σκέψη 62).
177 Εξάλλου, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η αύξηση κατά 10 % της τιμής στην οποία προβαίνει η Caterpillar έναντι των Αμερικανών διανομέων της σε περίπτωση παραγγελίας ανταλλακτικών που προορίζονται να εξαχθούν στη ζώνη ΕΚ/ΕΖΕΣ υπερβαίνει τις ανάγκες του συστήματος CES δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το μέτρο αυτό αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας ή ότι δεν είναι δικαιολογημένο. Επομένως, η προβολή ενός τέτοιου ισχυρισμού δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τους αντικειμενικούς λόγους που υπάρχουν για τη διαφορά των τιμών στις οποίες η Caterpillar πωλεί τα προϊόντα της στους Αμερικανούς διανομείς σε περίπτωση πωλήσεων προς εξαγωγή περί των οποίων γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή, κατ’ ουσίαν, την ανάγκη διατηρήσεως της ποιότητας και του ακέραιου χαρακτήρα του ευρωπαϊκού δικτύου διανομής που έχει.
178 Ομοίως, τα στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη των τιμών στη Γαλλία στις οποίες η Bergerat πωλούσε τα σχετικά προϊόντα και των τιμών οι οποίες προτείνονταν στη Haladjian για αγορές από τις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1992 και 2000, που γνωστοποιήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία με το παράρτημα του ανακεφαλαιωτικού σημειώματος της 11ης Αυγούστου 2000, τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα προς απόδειξη του γεγονότος ότι υπέστη δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους Ευρωπαίους διανομείς της Caterpillar, καθόσον όφειλε να καταβάλλει το τίμημα των αγορών της στις Ηνωμένες Πολιτείες σε δολάρια, ενώ οι Ευρωπαίοι διανομείς μπορούσαν να αγοράζουν τα σχετικά προϊόντα στην Ευρώπη από την Caterpillar Overseas καταβάλλοντας το τίμημα σε ένα ευρωπαϊκό νόμισμα με βάση ευνοϊκή γι’ αυτούς ισοτιμία του δολαρίου, δεν αρκούν για να θέσουν υπό αμφισβήτηση την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίμηση σχετικά με την προβαλλόμενη επιβολή άνισων τιμών. Πράγματι, οι εν λόγω διαφορές τιμών που διαπίστωσε η Haladjian μπορούν κάλλιστα να εξηγηθούν, αφενός, από την ανατίμηση του δολαρίου σε σχέση με τα ευρωπαϊκά νομίσματα κατά την περίοδο 1992-2000 και, αφετέρου, από τις ιδιαίτερες ανάγκες του δικτύου διανομής της Caterpillar, καθόσον η Caterpillar μπορεί να αποφασίζει, στο πλαίσιο της εμπορικής πολιτικής της, να αποτρέπει το ενδεχόμενο να υφίστανται καίρια πλήγματα οι Ευρωπαίοι διανομείς της εξαιτίας των διακυμάνσεων των νομισματικών αγορών. Επιπλέον και κυρίως, η κατάσταση των Ευρωπαίων μεταπωλητών δεν είναι συγκρίσιμη προς εκείνη των Ευρωπαίων διανομέων της Caterpillar, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι πρώτοι δεν δεσμεύονται από τις συμβατικές υποχρεώσεις στις οποίες υπόκεινται οι δεύτεροι.
179 Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα αδυνατεί να αποδείξει κάποιο πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την εξέταση του ισχυρισμού της σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ λόγω της εκ μέρους της Caterpillar επιβολής άνισων τιμών.
Επί του προβαλλόμενου περιορισμού των δυνατοτήτων διαθέσεως των σχετικών προϊόντων σε βάρος των καταναλωτών
180 Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό περί παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ, σχετικά με τον περιορισμό των δυνατοτήτων διαθέσεως των σχετικών προϊόντων σε βάρος των καταναλωτών, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι οι χρήστες μπορούν να εφοδιάζονται με ανταλλακτικά χωρίς περιορισμό οπουδήποτε ανά την υφήλιο και οι μεταπωλητές μπορούν επίσης να εφοδιάζονται με ανταλλακτικά από άλλες γεωγραφικές ζώνες αναφέροντας το όνομα των χρηστών στη γεωγραφική ζώνη προορισμού των παραγγελλόμενων ανταλλακτικών (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 8, δεύτερο εδάφιο).
181 Η προσφεύγουσα επικρίνει την εκτίμηση αυτή, υπογραμμίζοντας ότι δεν λαμβάνει υπόψη την περιπλοκότητα και την ακαμψία του συστήματος CES, που απαιτεί πληροφορίες οι οποίες βαίνουν πέραν των ορίων του αναγκαίου. Ομοίως, το γεγονός ότι ο Ευρωπαίος μεταπωλητής δεν μπορεί να δημιουργήσει απόθεμα με αγορές από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα ανταλλακτικά είναι φθηνότερα, ακόμα και για λογαριασμό συγκεκριμένου χρήστη, έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των δυνατοτήτων εφοδιασμού των Ευρωπαίων χρηστών. Η προσφεύγουσα επικαλείται, συναφώς, βεβαιώσεις δύο πελατών της του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου του 1993, οι οποίοι επιθυμούσαν να μπορεί η εταιρία αυτή να διαχειρίζεται ένα σημαντικό απόθεμα ανταλλακτικών.
182 Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι από την εξέταση των επιχειρημάτων που προβάλλονται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου προκύπτει ότι από κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορεί να συναχθεί ότι δεν εκτελέστηκαν οι παραγγελίες Ευρωπαίων χρηστών που χρησιμοποιούν τη Haladjian ως εντολοδόχο στο πλαίσιο του συστήματος CES (βλ. ανωτέρω σκέψεις 74 έως 77). Επομένως, οι δυνατότητες διαθέσεως των σχετικών προϊόντων δεν περιορίζονται σε βάρος των χρηστών, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα.
183 Επιπλέον, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η απολύτως θεμιτή επιθυμία των Ευρωπαίων χρηστών να μπορούν να αγοράζουν ανταλλακτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου αυτά είναι φθηνότερα, πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με την εμπορική πολιτική της Caterpillar –την οποία δέχθηκε η Επιτροπή–, που τείνει να περιορίσει τέτοιες πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών προκειμένου να προτιμώνται οι Ευρωπαίοι διανομείς της, οι οποίοι, για να έχουν παρουσία στην ευρωπαϊκή αγορά και να παρέχουν το σύνολο των υπηρεσιών που επιθυμεί η Caterpillar, όπως είναι η πώληση μηχανημάτων εργοταξίου, πρέπει να υποβάλλονται σε έξοδα με τα οποία δεν επιβαρύνονται οι Ευρωπαίοι μεταπωλητές που προμηθεύονται ανταλλακτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες για λογαριασμό Ευρωπαίων χρηστών. Επομένως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την κατάσταση αυτή, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των συμφερόντων των διαφόρων εμπλεκομένων μερών, παρά την εκφρασθείσα επιθυμία δύο πελατών της Haladjian που ήθελαν να αυξήσουν όσο ήταν δυνατό τις δυνατότητες εφοδιασμού τους χωρίς ωστόσο να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα της Caterpillar και του δικτύου διανομής της.
184 Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα αδυνατεί να αποδείξει κάποιο πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την εξέταση του ισχυρισμού της σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ λόγω του περιορισμού εκ μέρους της Caterpillar των δυνατοτήτων διαθέσεως των σχετικών προϊόντων σε βάρος των καταναλωτών.
Επί της προβαλλόμενης εφαρμογής έναντι των αντισυμβαλλομένων άνισων εμπορικών όρων για όμοια παροχή
185 Όσον αφορά τον τρίτο ισχυρισμό περί παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ, σχετικά με την εφαρμογή έναντι των αντισυμβαλλομένων άνισων εμπορικών όρων για όμοια παροχή, η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι η καταγγέλλουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο για να αποδείξει ότι υπέστη δυσμενή διάκριση σε σχέση με άλλους μεταπωλητές. Αντιθέτως, το σύστημα CES προβλέπει την ίδια μεταχείριση για όλους τους Ευρωπαίους μεταπωλητές (προσβαλλόμενη απόφαση, σημείο 8, δεύτερο εδάφιο).
186 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι η δυσμενής διάκριση που υπέστη η ίδια έναντι άλλων Ευρωπαίων μεταπωλητών, αλλά η δυσμενής διάκριση που υφίσταται σε σχέση με άλλους Ευρωπαίους αγοραστές –διανομείς, μεταπωλητές και χρήστες–, τούτο δε για παρόμοιο όγκο παραγγελιών. Επομένως, το γεγονός ότι το σύστημα CES δεν δέχεται Ευρωπαίους μεταπωλητές, όπως η Haladjian, παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ενεργούν ως εντολοδόχοι τελικών χρηστών, ισοδυναμεί με επιβολή εμπορικών όρων που δεν δικαιολογούνται αντικειμενικά, με μόνο σκοπό τον περιορισμό των δυνατοτήτων εναλλακτικών προσφορών.
187 Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι, και πάλι στην περίπτωση αυτή, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ζητεί την ίδια εμπορική μεταχείριση με αυτήν που επιφυλλάσσει η Caterpillar στους Ευρωπαίους διανομείς της, δεδομένου ότι οι διανομείς αυτοί δεσμεύονται από συμβατικές υποχρεώσεις που δεν βαρύνουν τη Haladjian. Επομένως, η εν λόγω κατηγορία αγοραστών διακρίνεται από τους μεταπωλητές και τους χρήστες, που δεν βαρύνονται από τέτοιες υποχρεώσεις.
188 Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα αδυνατεί να αποδείξει κάποιο πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την εξέταση του ισχυρισμού της σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ λόγω της εφαρμογής άνισων εμπορικών όρων έναντι των αντισυμβαλλομένων της για όμοια παροχή.
3. Επί των λοιπών αιτιάσεων της προσφεύγουσας
189 Η προσφεύγουσα επικρίνει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αυτή παραλείπει εντελώς να λάβει υπόψη τις λοιπές πρακτικές της Caterpillar, που εντάσσονται στο πλαίσιο πολιτικής συστηματικού αποκλεισμού της, δεδομένου ότι η Haladjian είναι ο μόνος εγκατεστημένος στην Ευρώπη ανταγωνιστής των Ευρωπαίων διανομέων. Οι εν λόγω πρακτικές στις οποίες προβαίνει η Caterpillar, τις περισσότερες φορές μαζί με την Bergerat, συνίστανται στην παρακολούθηση των ποσοτήτων ανταλλακτικών με τα οποία εφοδιάζεται, σε «διαρροές» του συστήματος CES που παρέχουν τη δυνατότητα στην Bergerat να προσελκύει πελάτες της, στην παρεχόμενη στην Bergerat έκπτωση λόγω «πιστώσεως κέρδους», που παρέχει τη δυνατότητα στην επιχείρηση αυτή να γνωρίζει το ύψος των αγορών στις οποίες προέβαινε η Haladjian στις Ηνωμένες Πολιτείες για λογαριασμό Γάλλων πελατών της, σε μεθοδεύσεις με σκοπό τη δυσφήμιση των δραστηριοτήτων της και εκείνων των μεταπωλητών γενικά, που αφήνουν να εννοηθεί ότι η ποιότητα και η αυθεντικότητα των ανταλλακτικών που πωλούν δεν είναι βέβαιη.
190 Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η προσφεύγουσα δεν είχε προβάλλει τις αιτιάσεις αυτές, ιδίως εκείνες που αφορούν ενέργειες της Bergerat, ως ισχυρισμούς περί παραβάσεως του άρθρου 82 ΕΚ. Επομένως, δεν μπορεί να προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν τις εξέτασε από την πλευρά αυτή.
4. Συμπέρασμα
191 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά τη συλλογιστική που ακολουθεί η προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 82 ΕΚ δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις πραγματικών και νομικών στοιχείων στις οποίες προέβη στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί.
Επί του τρίτου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση των κανόνων διαδικασίας
1. Επί της αιτιάσεως που στηρίζεται στην υπέρμετρα μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας
192 Η προσφεύγουσα διαπιστώνει ότι η διοικητική διαδικασία, από την υποβολή της καταγγελίας μέχρι την απορριπτική απόφαση, διήρκεσε περί τα δέκα έτη και υποστηρίζει ότι η διάρκεια αυτή είναι υπέρμετρα μεγάλη. Πράγματι, η έρευνα ήταν υπερβολικά μακρά, καθόσον πέρασαν επτά έτη από της υποβολής της καταγγελίας τον Οκτώβριο του 1993 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2000, οπότε οι υπηρεσίες της Επιτροπής την πληροφόρησαν προφορικά σχετικά με την πρόθεσή τους να θέσουν την καταγγελία αυτή στο αρχείο. Ομοίως, η προσφεύγουσα αναγκάστηκε να προβεί σε πολλά διαβήματα από τον Οκτώβριο του 2000, μεταξύ των οποίων και η άσκηση προσφυγής λόγω παραλείψεως, για να λάβει το έγγραφο του άρθρου 6 και την τελική απόφαση. Επιπλέον, η υπέρμετρα μεγάλη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας επηρέασε το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου, καθόσον με τον τρόπο αυτό η προσφεύγουσα στερήθηκε την πρακτική δυνατότητα συλλογής αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τις τιμές στο πλαίσιο της καθημερινής εφαρμογής του συστήματος CES.
193 Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι, σε περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση θεωρηθεί ως απόφαση περί απορρίψεως της καταγγελίας, ένα ενδεχομένως υπερβολικά μακρύ χρονικό διάστημα για την εξέταση της καταγγελίας αυτής δεν μπορεί, καταρχήν, να έχει επίπτωση επί του περιεχομένου της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής. Πράγματι, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, το εν λόγω χρονικό διάστημα δεν μπορεί να μεταβάλει τα ουσιαστικά στοιχεία τα οποία, αναλόγως της περιπτώσεως, στοιχειοθετούν την ύπαρξη ή την ανυπαρξία παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού ή τα οποία δικαιολογούν το ότι η Επιτροπή δεν προβαίνει σε σχετική έρευνα (διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2000, C-39/00 P, SGA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-11201, σκέψη 44). Επομένως, καταρχήν, η διάρκεια της έρευνας της καταγγελίας δεν θίγει τον καταγγέλλοντα σε περίπτωση απορρίψεως της καταγγελίας αυτής.
194 Επιπλέον, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει δεόντως γιατί η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας μπορεί να επηρέασε ή να μετέβαλε τα ουσιαστικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση.
195 Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος όταν λαμβάνει απόφαση κατόπιν διοικητικής διαδικασίας στον τομέα πολιτικής ανταγωνισμού αποτελεί εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοικήσεως (βλ., στον τομέα της απορρίψεως καταγγελιών, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 1997, C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-1503, σκέψεις 37 και 38). Η εύλογη διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, με τη γενική αλληλουχία πραγματικών περιστατικών στην οποία εντάσσεται η υπόθεση αυτή, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που οφείλει να ακολουθεί η Επιτροπή, το περίπλοκο της υποθέσεως, καθώς και τη σημασία της για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 1997, T-213/95 και T-18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1739, σκέψη 57).
196 Εν προκειμένω, η διάρκεια της διαδικασίας εξηγείται από το περίπλοκο των πραγματικών περιστατικών, που θέτουν υπό αμφισβήτηση την παγκόσμια και ευρωπαϊκή εμπορική πολιτική μιας σημαντικής επιχειρήσεως, και από την ανάγκη εξετάσεως πολλών ισχυρισμών που προέβαλε η προσφεύγουσα και των εγγράφων παραρτημάτων που αυτή κατέθεσε. Έτσι, ως συμπλήρωμα της καταγγελίας, την οποία υπέβαλε στις 18 Οκτωβρίου 1993, που υποβλήθηκε στο πλαίσιο μιας διαδικασίας την οποία είχε κινήσει προηγουμένως η Επιτροπή κατά της Caterpillar κατόπιν της αποστολής ανακοινώσεως αιτιάσεων στις 12 Μαΐου 1993, η προσφεύγουσα απηύθυνε στην Επιτροπή διάφορα έγγραφα τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1994, τον Αύγουστο του 1995, τον Μάιο και τον Αύγουστο του 1997, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1997 και τον Αύγουστο του 2000, προκειμένου να της γνωστοποιήσει νέα στοιχεία ή να σχολιάσει την κατάσταση της διαδικασίας. Ομοίως, κατόπιν του εγγράφου του άρθρου 6, που απεστάλη στην προσφεύγουσα στις 19 Ιουλίου 2001, η τελευταία υπέβαλε ογκώδεις φακέλους παρατηρήσεων στις 22 Οκτωβρίου 2001, τις οποίες η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει πριν εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση την 1η Απριλίου 2003.
197 Κατά συνέπεια, η αιτίαση που στηρίζεται στην υπέρμετρα μεγάλη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί.
2. Επί των αιτιάσεων που στηρίζονται σε έλλειψη επιμελείας και σε μεροληψία κατά την εξέταση της καταγγελίας και σε έλλειψη αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως
198 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια και ενήργησε μεροληπτικά απορρίπτοντας την καταγγελία της χωρίς καν να εξετάσει την κατάσταση της σχετικής αγοράς, τούτο δε ενώ η Επιτροπή διέθετε πληροφορίες επί του ζητήματος αυτού, δηλαδή έναν πίνακα συναπτόμενο στην καταγγελία, που έδειχνε τη μείωση των πωλήσεων της Haladjian από το 1989 έως το 1992 και που ενημερώθηκε το 1999, καθώς και στοιχεία σχετικά με τα πωλούμενα προϊόντα και τις τιμές των διαφόρων διανομέων στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα οποία γνωστοποιήθηκαν από τη Haladjian ή τους διανομείς. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να εξηγήσει με την προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να απορρίψει την καταγγελία, ενώ κατά τη διάρκεια επτά ετών τής παρείχε ενδείξεις περί του αντιθέτου. Συναφώς, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι η Επιτροπή τής είχε αναφέρει με έγγραφο της 13ης Απριλίου 1995 ότι ορισμένα έγγραφα του φακέλου είχαν «ιδιαίτερη σημασία» ή ότι ένα έγγραφο του K. Van Miert, μέλους τότε της Επιτροπής αρμόδιου για τον ανταγωνισμό, της 15ης Ιουνίου 1999, άφηνε να εννοηθεί ότι επρόκειτο να αποσταλεί στην Caterpillar ανακοίνωση αιτιάσεων.
199 Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι η Επιτροπή αιτιολογώντας τις αποφάσεις που εκδίδει προς εξασφάλιση της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση εφ’ όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι προς στήριξη του αιτήματός τους. Aρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που είναι ουσιώδεις για την όλη οικονομία της αποφάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουλίου 1998, T-111/96, ITT Promedia κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-2937, σκέψη 131).
200 Συναφώς, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε την κατάσταση της σχετικής αγοράς, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καθορίζει, στο σημείο 4, τη σχετική αγορά, όσον αφορά τόσο τα επίμαχα προϊόντα, δηλαδή τα μηχανήματα εργοταξίου και τα ανταλλακτικά τους, όσο και τη γεωγραφική διάσταση της αγοράς αυτής. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει σαφώς τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές παρατηρήσεις που δικαιολογούν την απόρριψη της καταγγελίας όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Επομένως, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ή με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έκανε μνεία των εγγράφων τα οποία η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι είχαν ουσιώδη χαρακτήρα.
201 Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι με το από 13 Απριλίου 1995 έγγραφό της η Επιτροπή περιορίστηκε να ζητήσει από την προσφεύγουσα ποια ήταν, μεταξύ των εγγράφων του φακέλου που είχαν ιδιαίτερη σημασία, εκείνα τα οποία θα μπορούσαν να είναι εμπιστευτικά έναντι της Caterpillar και τα οποία δεν μπορούσαν να γνωστοποιηθούν αυτούσια στην τελευταία αυτή επιχείρηση. Ομοίως, το έγγραφο της 15ης Ιουνίου 1999 που απηύθυνε στην προσφεύγουσα ο επίτροπος K. Van Miert απλώς ανέφερε ότι, «κατόπιν της πρόσφατης αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Javico, οι υπηρεσίες [του] [επρόκειτο να] περατώσουν τις διαδικασίες διαβουλεύσεως πριν από την αποστολή νέας ανακοινώσεως αιτιάσεων» και ότι η καταγγέλλουσα όφειλε ωστόσο να συμφωνήσει «ότι της [ήταν] αδύνατο, στο παρόν στάδιο, να προδικάσει το αποτέλεσμα της διαβουλεύσεως αυτής». Επομένως, από τα εν λόγω έγγραφα δεν αποδεικνύεται ότι, κατά τη διάρκεια επτά ετών, η Επιτροπή παρείχε στην προσφεύγουσα ενδείξεις από τις οποίες αυτή μπορούσε να υποθέσει ότι το ως άνω κοινοτικό όργανο είχε αποφασίσει να επιβάλει κύρωση στην Caterpillar δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ αντί να απορρίψει την καταγγελία, τα δε έγγραφα αυτά δεν έπρεπε να εξεταστούν στο πλαίσιο της τελικής αποφάσεως.
202 Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις που στηρίζονται σε έλλειψη επιμελείας και σε μεροληψία κατά την εξέταση της καταγγελίας και σε έλλειψη αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθούν.
3. Επί της αιτιάσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 6 του κανονισμού 2842/98
203 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 6 του κανονισμού 2842/98, κατά το οποίο όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι τα στοιχεία που συνέλεξε δεν δικαιολογούν να γίνει δεκτή η καταγγελία, εκθέτει τους σχετικούς λόγους στον καταγγέλλοντα και του τάσσει προσθεσμία για να υποβάλει εγγράφως τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις του. Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των λόγων στους οποίους σκόπευε να στηριχθεί για να απορρίψει την καταγγελία της. Έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση προσάπτει στην προσφεύγουσα ότι δεν προσκόμισε ορισμένες αποδείξεις, ιδίως όσον αφορά το υποστατό των αγορών από τη Maia σε τιμή Consumer price σε δολάρια πριν από τις 14 Φεβρουαρίου 1993 ή το γεγονός ότι οι παραγγελίες στη Maia προορίζονταν για τη Γαλλία και όχι για την Aφρική, χωρίς να της έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να εκθέσει τα επιχειρήματά της όσον αφορά τις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου του άρθρου 6.
204 Εντούτοις, το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι το έγγραφο του άρθρου 6 ανέφερε ότι η Επιτροπή, αφού μελέτησε τα διάφορα έγγραφα που περιήλθαν στη διάθεσή της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, «στο παρόν στάδιο εξελίξεως των πραγμάτων[,] από τα συλλεγέντα στοιχεία δεν μπορ[ούσε] να δοθεί συνέχεια στο υποβληθέν αίτημα». Όσον αφορά ειδικότερα τα έγγραφα που αφορούν τη Maia, το έγγραφο του άρθρου 6 εξέθετε ιδίως τα ακόλουθα:
«Η ICBO και η Schmidt προμηθεύονται από τη Maia ανταλλακτικά σε τιμές (“Consumer price” σε δολάρια ή σε “διεθνείς τιμές” σε δολάρια) που διαφέρουν και –προφανώς– είναι σαφώς χαμηλότερες από εκείνες των ιταλικών, αναφέροντας ότι τα ανταλλακτικά αυτά προορίζονται δήθεν για τις Ηνωμένες Πολιτείες, χώρα στην οποία, λόγω της υπάρξεως τιμών πολύ χαμηλότερων από τις ισχύουσες στην Ευρώπη, οι εξαγωγές στις τρέχουσες ευρωπαϊκές τιμές κανονικά δεν είναι οικονομικώς συμφέρουσες. Τα ανταλλακτικά αυτά στην πραγματικότητα προορίζονται για τη Haladjian […] για τις εμπορικές δραστηριότητές της στην Aφρική και στη Γαλλία.»
205 Η Haladjian, απαντώντας σ’ αυτήν τη συλλογιστική την οποία σκόπευε να ακολουθήσει η Επιτροπή, υποστήριξε, χωρίς να προσκομίσει σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, ότι τα ανταλλακτικά που αγοράζονταν μέσω της ICBO και της Schmidt προορίζονταν για τη Γαλλία και ότι η Maia δεν τολμούσε να προμηθεύσει ανοιχτά τη Haladjian με τα σχετικά προϊόντα λόγω της εκ μέρους της Caterpillar απειλής καταγγελίας της συμβάσεώς της. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να απορεί επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση απαντά στις παρατηρήσεις αυτές αναφέροντας ότι η Haladjian ουδέποτε απέδειξε ότι αγόρασε ανταλλακτικά σε διεθνείς τιμές από τη Maia και ότι δεν απέδειξε επίσης ότι οι πωλήσεις που πραγματοποιούνταν μέσω της ICBO και της Schmidt είχαν ως τελικό προορισμό τη Γαλλία και όχι την Aφρική.
206 Κατά συνέπεια, η αιτίαση που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 6 του κανονισμού 2842/98 πρέπει να απορριφθεί.
4. Επί των αιτιάσεων που στηρίζονται σε παράβαση του δικαιώματος προσβάσεως στο φάκελο
207 Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, με έγγραφο της 23ης Οκτωβρίου 2001, ζήτησε από τον σύμβουλο ακροάσεων αντίγραφα δύο εγγράφων τα οποία μνημόνευε το έγγραφο του άρθρου 6, ήτοι ενός εγγράφου σχετικά με πληροφορίες για τις τιμές που είχαν παράσχει ορισμένοι Ευρωπαίοι διανομείς της Caterpillar (βλ. έγγραφο του άρθρου 6, σημείο 5.1) και των εγγράφων που είχε λάβει η Επιτροπή από τη Leverton [(βλ. έγγραφο του άρθρου 6, σημείο 7.1, στοιχείο d)]. Με έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2001 ο σύμβουλος ακροάσεων, αφενός, απάντησε ότι τα στοιχεία σχετικά τις τιμές της Caterpillar έναντι διαφόρων διανομέων της είναι εμπιστευτικά, σημειώνοντας παράλληλα ότι, δεδομένου ότι η σκοπούμενη απόρριψη της καταγγελίας δεν στηριζόταν σε συγκεκριμένα επίπεδα των τιμών, η γνώση των εγγράφων αυτών δεν ήταν απαραίτητη για τον καταγγέλλοντα· αφετέρου, ο σύμβουλος ακροάσεων ανέφερε ότι το μη γνωστοποιούμενο έγγραφο της Leverton απαγόρευε στην τελευταία αυτή εταιρία να χρησιμοποιεί την αμερικανική θυγατρική της για να προμηθεύεται ανταλλακτικά εκτός του συστήματος CES. Ο σύμβουλος ακροάσεων συνήγαγε ότι το ως άνω έγγραφο δεν είχε σημασία για την απόρριψη της καταγγελίας.
208 Εντούτοις, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με όσα ισχυρίστηκε ο σύμβουλος ακροάσεων, ένα έγγραφο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Caterpillar εφαρμόζει το σύστημα CES στην αμερικανική θυγατρική ενός Ευρωπαίου διανομέα ήταν οπωσδήποτε σημαντικό για την υπόθεση αυτή, καθόσον παρείχε τη δυνατότητα εξετάσεως των αποτελεσμάτων του συστήματος CES επί του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας. Επιπλέον, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι το έγγραφο του άρθρου 6 παρέθετε ορισμένα στοιχεία σχετικά με τις τιμές της Caterpillar έναντι των διανομέων της, ενώ καμία παρατήρηση επί του σημείου αυτού δεν περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Όμως, τέτοιες πληροφορίες είναι σημαντικές προκειμένου να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της πολιτικής τιμών της Caterpillar έναντι των διανομέων της. Έτσι, χρήσιμο είναι να εξακριβωθεί αν υπάρχει σχέση μεταξύ των εκπτώσεων σε συγκεκριμένες παραγγελίες, τις οποίες πρότεινε η Bergerat σε ορισμένους πελάτες της Haladjian το 1993, και των τιμών της Caterpillar έναντι του εν λόγω διανομέα την περίοδο εκείνη ή, γενικότερα, αν οι τιμές της Caterpillar έναντι των διανομέων της αποκλίνουν ουσιωδώς από τις τιμές έναντι των Αμερικανών διανομέων της και, αν ναι, για ποιους λόγους.
209 Εξάλλου, η προσφεύγουσα σημειώνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ένας υπάλληλος της Maia παραδέχθηκε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ότι η Caterpillar θα της περιέκοπτε τις εκπτώσεις σε περίπτωση πωλήσεων στη Haladjian.
210 Για όλους αυτούς τους λόγους η προσφεύγουσα παρακαλεί το Πρωτοδικείο να λάβει κάθε χρήσιμο μέτρο για να εξακριβώσει αν στον φάκελο της Επιτροπής περιλαμβάνονται στοιχεία που δεν ελήφθησαν υπόψη ή που εκτιμήθηκαν εσφαλμένα, τούτο δε προκειμένου να εξακριβώσει αν η απόφαση πράγματι στηρίζεται σε ακριβή πραγματικά περιστατικά και αν περιλαμβάνει πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως τα οποία προστίθενται σ’ εκείνα που αποκάλυψε η προσφεύγουσα. Υποβάλλοντας το αίτημα αυτό, η προσφεύγουσα έχει επίγνωση ότι, ως καταγγέλλων, δεν διαθέτει τόσο ευρύ δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο όπως οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Ακόμη, δεν ζητεί να πληροφορηθεί απόρρητα επιχειρηματικά στοιχεία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προτείνει στο Πρωτοδικείο να ζητήσει να του γνωστοποιηθεί απευθείας ο σχετικός φάκελος ή, τουλάχιστον, κάθε έγγραφο που αυτό θα κρίνει χρήσιμο, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη εξαλείψεως κάθε αμφιβολίας προς επίλυση της διαφοράς.
211 Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της αιτιάσεως που στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση του συμβούλου ακροάσεων κατά την οποία το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων ήταν εμπιστευτικό έναντι αυτής για λόγους συνδεόμενους με το επιχειρηματικό απόρρητο. Επομένως, δεν μπορεί να υφίσταται εν προκειμένω προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο.
212 Επιπλέον, η προσφεύγουσα, επικρίνοντας την εκτίμηση του συμβούλου ακροάσεων κατά την οποία η γνώση των επίμαχων εγγράφων ουδόλως ήταν απαραίτητη για να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η καταγγελία της Haladjian, περιορίζεται στο να εκθέσει καθαρά υποθετικά και προδικάζοντας εκ των προτέρων μελλοντικές εξελίξεις ποιο θα μπορούσε να είναι το συμφέρον της Επιτροπής να εξετάσει την πολιτική τιμών της Caterpillar έναντι των διανομέων της. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατόπιν καταγγελίας λόγω παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να κινεί διαδικασία προς εξακρίβωση των παραβάσεων αυτών, αλλά μόνον να εξετάζει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που θέτει υπόψη της ο καταγγέλλων, για να εκτιμήσει αν από τα στοιχεία αυτά προκύπτει συμπεριφορά ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς και να θίξει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών (βλ. ανωτέρω σκέψεις 26 έως 28). Επομένως, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε λεπτομερώς στην προσβαλλόμενη απόφαση την πολιτική τιμών της Caterpillar έναντι των διανομέων της, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή εκθέτει με επαρκή βεβαιότητα τους λόγους για τους οποίους οι ισχυρισμοί της Haladjian περί παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ πρέπει να απορριφθούν.
213 Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν κρίνει αναγκαίο να προχωρήσει σε διεξαγωγή αποδείξεων προκειμένου να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει κάθε χρήσιμο για την επίλυση της διαφοράς έγγραφο σε απάντηση στο αίτημα αυτό της προσφεύγουσας.
214 Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αναφέρεται για πρώτη φορά στο στάδιο της δικαιοδοτικής διαδικασίας στο γεγονός ότι, κατ’ αυτήν, σε μια σύσκεψη του γραφείου του μέλους της Επιτροπής K. Van Miert, στις 29 Ιουνίου 1998, ένας από τους συμμετέχοντες ανέφερε ότι, «κατά τη διάρκεια ελέγχου, ένας υπεύθυνος της Maia αναγνώρισε [εγγράφως] ότι, αν η Caterpillar πληροφορούνταν ότι πωλούσε ανταλλακτικά στη Haladjian, τότε η Caterpillar δεν θα της χορηγούσε πλέον εκπτώσεις», για να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, το γεγονός αυτό, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται, πράγμα το οποίο δεν προκύπτει από τη δικογραφία, δεν θα αρκούσε αυτό καθαυτό για να θέσει υπό αμφισβήτηση την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι αυτή εκθέτει ότι η Caterpillar είχε απειλήσει τη Maia πριν από τον Φεβρουάριο του 1993 ότι θα προέβαινε σε καταγγελία της συμβάσεως διανομής μαζί της αν προέκυπτε ότι καταστρατηγούσε τους κανόνες του συστήματος CES προβαίνοντας σε πωλήσεις μεταξύ γεωγραφικών ζωνών χωρίς να τηρεί τους σχετικούς κανόνες. Επομένως, το προαναφερθέν σχόλιο του υπευθύνου της Maia μπορούσε κάλλιστα να εντάσσεται στο πλαίσιο της απειλής εκ μέρους της Caterpillar να καταγγείλει τη σύμβαση της Maia αν η τελευταία συνέχιζε τις πωλήσεις της στις ICBO/Schmidt, τις οποίες καταμαρτυρούσε το ανώνυμο έγγραφο τον Φεβρουάριο του 1990.
215 Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις που στηρίζονται σε παράβαση του άρθρου 6 του κανονισμού 2842/98 πρέπει να απορριφθούν.
216 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.
217 Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Επί των δικαστικών εξόδων
218 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα, αυτή πρέπει να καταδικαστεί στα δικά της δικαστικά έξοδα, καθώς και σε εκείνα της Επιτροπής και των παρεμβαινόντων διαδίκων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την προσφυγή.
2) Η προσφεύγουσα θα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής και των παρεμβαινόντων διαδίκων.
García-Valdecasas |
Cooke |
Trstenjak |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Σεπτεμβρίου 2006.
Ο Γραμματέας |
Ο Πρόεδρος |
E. Coulon |
R. García-Valdecasas |
Πίνακας περιεχομένων
Ιστορικό της προσφυγής
Α – Οι εμπλεκόμενες εταιρίες
Β – Οι διοικητικές διαδικασίες
1. Η διαδικασία που κίνησε η Επιτροπή κατά της Caterpillar
2. Η διαδικασία που κινήθηκε κατόπιν της καταγγελίας της Haladjian
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
Σκεπτικό
Α – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της εκτάσεως των υποχρεώσεων της Επιτροπής κατά την εξέταση καταγγελίας λόγω παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ
Β – Γενική παρουσίαση του «συστήματος CES», των αιτιάσεων της Haladjian και της προσβαλλομένης αποφάσεως
1. Περιγραφή του συστήματος CES
2. Έκθεση των αιτιάσεων της Haladjian
3. Η προσβαλλόμενη απόφαση και η προσφυγή της Haladjian
Γ – Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται στην ύπαρξη προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και νομικών σφαλμάτων όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ
1. Επί των αιτιάσεων σχετικά με το σύστημα CES
α) Επί της επιπτώσεως του περιορισμού των πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών
Επιχειρήματα των διαδίκων
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
β) Επί της αιτιάσεως σχετικά με τον πίνακα μεταπωλητών μεταξύ γεωγραφικών ζωνών
γ) Επί της αιτιάσεως σχετικά με την παρακολούθηση του προορισμού των πωλήσεων μεταξύ γεωγραφικών ζωνών
δ) Επί της αιτιάσεως που συνδέεται με την καθυστέρηση του προσδιορισμού κωδικών CES
2. Επί των αιτιάσεων σχετικά με το έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 1982 της Caterpillar προς τους Ευρωπαίους διανομείς της
3. Επί των αιτιάσεων σχετικά με τα έγγραφα που αφορούν την Bergerat και τις προσφορές της Bergerat προς τους πελάτες της Haladjian
α) Επί της αιτιάσεως σχετικά με το έγγραφο της 19ης Ιουλίου 1990 της Caterpillar προς την Bergerat
Η προσβαλλόμενη απόφαση
Επιχειρήματα των διαδίκων
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
β) Επί των αιτιάσεων σχετικά με τις προσφορές της Bergerat προς τους πελάτες της Haladjian
Η προσβαλλόμενη απόφαση
Επιχειρήματα των διαδίκων
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
4. Επί των αιτιάσεων σχετικά με τα έγγραφα που αφορούν τη Leverton
α) Η προσβαλλόμενη απόφαση
β) Επιχειρήματα των διαδίκων
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
5. Επί των αιτιάσεων σχετικά με τα έγγραφα που αφορούν τη Maia
α) Επί των εγγράφων που αφορούν το δίκτυο Maia/ICBO/Schmidt
Η προσβαλλόμενη απόφαση [σημείο 6.3 και σημείο 7.1, στοιχείο c)]
Επιχειρήματα των διαδίκων
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
β) Επί των εγγράφων που αφορούν την παραγγελία της 24ης Φεβρουαρίου 1993
Η προσβαλλόμενη απόφαση
Επιχειρήματα των διαδίκων
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
6. Συμπέρασμα
Δ – Επί του δεύτερου λόγου, σχετικά με τη συλλογιστική που ακολούθησε η προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 82 ΕΚ
1. Επί του περιεχομένου της καταγγελίας
2. Επί των ισχυρισμών που εκτίθενται στο ανακεφαλαιωτικό σημείωμα της 11ης Αυγούστου 2000
α) Επί της προβαλλόμενης επιβολής άνισων τιμών
β) Επί του προβαλλόμενου περιορισμού των δυνατοτήτων διαθέσεως των σχετικών προϊόντων σε βάρος των καταναλωτών
γ) Επί της προβαλλόμενης εφαρμογής έναντι των αντισυμβαλλομένων άνισων εμπορικών όρων για όμοια παροχή
3. Επί των λοιπών αιτιάσεων της προσφεύγουσας
4. Συμπέρασμα
Ε – Επί του τρίτου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση των κανόνων διαδικασίας
1. Επί της αιτιάσεως που στηρίζεται στην υπέρμετρα μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας
2. Επί των αιτιάσεων που στηρίζονται σε έλλειψη επιμελείας και σε μεροληψία κατά την εξέταση της καταγγελίας και σε έλλειψη αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως
3. Επί της αιτιάσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 6 του κανονισμού 2842/98
4. Επί των αιτιάσεων που στηρίζονται σε παράβαση του δικαιώματος προσβάσεως στο φάκελο
Επί των δικαστικών εξόδων
* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.