Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-261/03 και C-262/03

Allevamenti Associati Srl

κατά

Regione Emilia-Romagna 

και 

Latteria Sociale Moderna Soc. coop. Arl

κατά

Azienda di Stato per gli interventi nel mercato agricolo (AIMA) κ.λπ.

(αιτήσεις του Tribunale amministrativo regionale per l’Emilia-Romagna για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας – Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Καθεστώς συμπληρωματικής εισφοράς – Επεξεργασία και μεταποίηση από γαλακτοκομείο στο πλαίσιο εκτελέσεως συμβάσεως έργου – Έννοιες “παραδόσεως” και “απευθείας πωλήσεως”»

Περίληψη της διατάξεως

Γεωργία – Κοινή οργάνωση των αγορών – Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος – Παραχώρηση γάλακτος εκ μέρους του παραγωγού σε τρίτους, άνευ μεταβιβάσεως κυριότητας, στο πλαίσιο εκτελέσεως συμβάσεως έργου – Πράξη συνιστώσα παράδοση

(Κανονισμός 3950/92 του Συμβουλίου, άρθρα 1, 2 και 9, στοιχ. ζ΄· κανονισμός 536/93 της Επιτροπής, άρθρο 1)

Τα άρθρα 1, 2, και 9, στοιχείο ζ΄, του κανονισμού 3950/92, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και το άρθρο 1 του κανονισμού 536/93, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, για τον καθορισμό των ποσοστώσεων γάλακτος και την επιβολή της συμπληρωματικής εισφοράς, η εκ μέρους της γαλακτοπαραγωγού επιχειρήσεως παραχώρηση, άνευ μεταβιβάσεως κυριότητας, ορισμένων ποσοτήτων γάλακτος σε τρίτους, στο πλαίσιο εκτελέσεως συμβάσεως έργου που αφορά την έναντι αμοιβής επεξεργασία και μετατροπή του γάλακτος σε τυρί, βούτυρο και ορό γάλακτος, πρέπει να χαρακτηρισθεί παράδοση.

(βλ. σκέψη 28 και διατακτ.)




ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Νοεμβρίου 2004 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας – Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Καθεστώς συμπληρωματικής εισφοράς – Επεξεργασία και μεταποίηση από γαλακτοκομείο στο πλαίσιο εκτελέσεως συμβάσεως έργου – Έννοιες “παραδόσεως” και “απευθείας πωλήσεως”»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-261/03 και C-262/03,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per l’Emilia-Romagna (Ιταλία), με αποφάσεις της 6ης Μαΐου 2003, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 17 Ιουνίου 2003, στο πλαίσιο των υποθέσεων

Allevamenti Associati Srl

κατά

Regione Emilia-Romagna,

παρισταμένων των:

Agenzia per le Erogazioni in Agricoltura (AGEA)

και

Latteria Sociale Moderna Soc. coop. arl (C-261/03),

και

Latteria Sociale Moderna Soc. coop. arl

κατά

Azienda di Stato per gli interventi nel mercato agricolo (AIMA),

Servizio Provinciale Agricoltura di Reggio Emilia,

Regione Emilia-Romagna,

Agenzia per le Erogazioni in Agricoltura (AGEA),

παρισταμένης της:

Allevamenti Associati Srl (C-262/03),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. Colneric (εισηγήτρια), προεδρεύουσα του τετάρτου τμήματος, J. N. Cunha Rodrigues και E. Juhász, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: María Múgica Arzamendi, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

αφού ενημέρωσε το αιτούν δικαστήριο ότι προτίθεται να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του,

αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου να υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αυτού,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1, 2 και 9, στοιχείο ζ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 405, σ. 1), και των άρθρων 1, 2, και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 57, σ. 12).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ της Allevamenti Associati Srl (στο εξής: Allevamenti Associati) και της Latteria Sociale Moderna Soc. coop. arl (στο εξής: Latteria Sociale Moderna), αφενός, και δύο ιταλικών διοικητικών αρχών αντιστοίχως, αφετέρου, ως προς το ζήτημα του χαρακτηρισμού, ως παραδόσεως ή ως απευθείας πωλήσεως, της επεξεργασίας και μεταποιήσεως που πραγματοποίησε η δεύτερη εταιρία σε ποσότητα γάλακτος που παρήγαγε η πρώτη εταιρία.

 Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

3        Ο κανονισμός 3950/92 ανανέωσε, για επτά δωδεκάμηνες διαδοχικές περιόδους, της πρώτης αρχομένης από τα έτη 1993/1994, την εφαρμογή της συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος που είχε καθιερωθεί σε κοινοτικό επίπεδο από το 1984, με τους κανονισμούς (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68, περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 10), και 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 13).

4        Ως προς τις σχετικές με την είσπραξη της εισφοράς λεπτομέρειες, με την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3950/92 επισημαίνεται ότι η μέθοδος που υιοθετήθηκε το 1984 και συνίσταται στην επιβολή εισφοράς επί των ποσοτήτων γάλακτος που συλλέγονται ή πωλούνται απευθείας, πέραν του κατώτατου ορίου εγγυήσεως, πρέπει να διατηρηθεί· ότι το εν λόγω κατώτατο όριο εκφράζεται, για καθένα από τα κράτη μέλη, με τον καθορισμό μιας συνολικής εγγυημένης ποσότητας, την οποία το σύνολο των ατομικώς χορηγουμένων ποσοτήτων δεν δύναται να υπερβαίνει, τόσο όσον αφορά τις παραδόσεις όσο και τις απευθείας πωλήσεις, και ότι οι ποσότητες καθορίζονται για επτά περιόδους, της πρώτης αρχομένης από 1ης Απριλίου 1993, και λαμβάνουν υπόψη διάφορα στοιχεία του παλαιού καθεστώτος.

5        Με την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού διευκρινίζεται ότι, προκειμένου να αποφευχθούν, όπως κατά το παρελθόν, μεγάλες καθυστερήσεις στην είσπραξη και την καταβολή της εισφοράς, ασυμβίβαστες με τον σκοπό του καθεστώτος, είναι σκόπιμο, αφενός, να οριστεί ότι ο αγοραστής, που είναι σε θέση να προβαίνει ευχερέστερα στις απαιτούμενες ενέργειες, είναι ο υπόχρεος της εισφοράς και, αφετέρου, να χορηγηθούν στον αγοραστή τα μέσα εισπράξεως της εισφοράς από τους παραγωγούς που είναι οι οφειλέτες.

6        Κατά το άρθρο 1 του ιδίου κανονισμού, καθιερώνεται συμπληρωματική εισφορά, η οποία επιβαρύνει τους παραγωγούς αγελαδινού γάλακτος, επί των ποσοτήτων γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παραδίδονται σε αγοραστή ή πωλούνται απευθείας προς κατανάλωση, κατά τη διάρκεια της οικείας δωδεκάμηνης περιόδου, και υπερβαίνουν ποσότητα που θα καθοριστεί.

7        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1, 2 και 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει:

«1. Η εισφορά οφείλεται για όλες τις ποσότητες γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που διατίθενται στο εμπόριο κατά την οικεία δωδεκάμηνη περίοδο και οι οποίες υπερβαίνουν μία από τις ποσότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3. Κατανέμεται μεταξύ των παραγωγών που συνέβαλαν στην υπέρβαση.

[...]

2. Όσον αφορά τις παραδόσεις, ο υπόχρεος της εισφοράς αγοραστής καταβάλλει στον αρμόδιο οργανισμό του κράτους μέλους, πριν από μια ορισμένη ημερομηνία και σύμφωνα με διαδικασίες που θα καθορισθούν, το οφειλόμενο ποσό το οποίο παρακρατεί επί της τιμής του γάλακτος την οποία καταβάλλει στους παραγωγούς που οφείλουν την εισφορά και, αν όχι, το ποσό το οποίο εισπράττει με κάθε κατάλληλο μέσο.

[...]

3. Όσον αφορά τις απ’ ευθείας πωλήσεις, ο παραγωγός καταβάλλει την οφειλόμενη εισφορά στον αρμόδιο οργανισμό του κράτους μέλους πριν από μια συγκεκριμένη ημερομηνία και σύμφωνα με διαδικασίες που θα καθορισθούν.»

8        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 3950/92:

«Η ατομική ποσότητα αναφοράς αυξάνεται ή καθορίζεται μετά από δεόντως αιτιολογημένη αίτηση του παραγωγού, ώστε να λαμβάνονται υπόψη τυχόν μεταβολές που επηρεάζουν τις παραδόσεις του ή/και τις απευθείας πωλήσεις του. Η αύξηση ή ο καθορισμός μιας ποσότητας αναφοράς υπόκειται σε αντίστοιχη μείωση ή κατάργηση της άλλης ποσότητας αναφοράς που διαθέτει ο παραγωγός [...]»

9        Το άρθρο 9 του ιδίου κανονισμού ορίζει:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοείται ως:

[...]

γ)       παραγωγός: κάτοχος γεωργικής εκμετάλλευσης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ομάδα φυσικών ή νομικών προσώπων, η εκμετάλλευση των οποίων βρίσκεται στο γεωγραφικό έδαφος της Κοινότητας:

–      που πωλεί γάλα ή άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα απευθείας στον καταναλωτή

ή/και

–      που παραδίδει στον αγοραστή·

[...]

ε)      αγοραστής: η επιχείρηση ή η ένωση που αγοράζει γάλα ή άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα από τον παραγωγό:

–      για να τα επεξεργαστεί ή να τα μεταποιήσει,

–      για να τα παραχωρήσει σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες επεξεργάζονται ή μεταποιούν το γάλα ή τα άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα.

[...]

στ) επιχείρηση που επεξεργάζεται ή μεταποιεί γάλα ή άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα: η επιχείρηση ή η ομάδα που ασχολείται με τη συγκέντρωση, συσκευασία, αποθήκευση και ψύξη του γάλακτος, καθώς και τη μεταποίηση του γάλακτος ή περιορίζει τις γαλακτοκομικές της δραστηριότητες σε μία από τις παραπάνω πράξεις·

ζ)       παράδοση: κάθε παράδοση γάλακτος ή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων, η μεταφορά της οποίας εξασφαλίζεται από τον παραγωγό ή από τον αγοραστή ή από την επιχείρηση που επεξεργάζεται ή μεταποιεί τα προϊόντα αυτά ή από έναν τρίτο·

η)       γάλα ή ισοδύναμο γάλακτος που πωλούνται απευθείας στην κατανάλωση: το γάλα ή τα μεταποιημένα σε ισοδύναμο γάλακτος γαλακτοκομικά προϊόντα, τα οποία πωλούνται ή διατίθενται δωρεάν δίχως τη μεσολάβηση επιχείρησης επεξεργασίας ή μεταποίησης του γάλακτος ή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων.»

10      Το άρθρο 1 του κανονισμού 536/93 ορίζει:

«Για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής εισφοράς που θεσπίζεται με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3950/92:

1)      [ως] ποσότητες γάλακτος ή ισοδύναμου γάλακτος οι οποίες τίθενται σε εμπορία, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, σε κράτος μέλος, νοούνται οι ποσότητες γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που εξέρχονται από οποιαδήποτε εκμετάλλευση ευρισκομένη στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.

Οι ποσότητες οι οποίες παραδίδονται από έναν παραγωγό προκειμένου να υποστούν επεξεργασία ή μεταποίηση στ[ο] πλαίσι[ο] συμβάσεως κατ’ αποκοπήν εργασίας θεωρούνται ως παράδοση·

[...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11      Κατά τις γαλακτοκομικές περιόδους 1998/1999 και 1999/2000, η Latteria Sociale Moderna ανέλαβε, στο πλαίσιο συμβάσεως έργου που συνήψε με την Allevamenti Associati, την επεξεργασία και μεταποίηση ορισμένης ποσότητας γάλακτος, παραγωγής της Allevamenti Associati, για την παρασκευή τυριού, βουτύρου και ορού γάλακτος. Η εν λόγω σύμβαση προέβλεπε ότι, με το πέρας της μεταποιήσεως, το τυρί, το βούτυρο και ο ορός θα επιστρέφονταν στην εντολέα εταιρία η οποία θα προέβαινε στη διάθεση των εν λόγω προϊόντων στο εμπόριο.

12      Στο πλαίσιο της επιβολής της συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος κατά τις δύο επίμαχες περιόδους, η Allevamenti Associati θεώρησε ότι οι παραχωρήσεις των ποσοτήτων στη Latteria Sociale Moderna συνιστούσαν «απευθείας πωλήσεις». Ως εκ τούτου, η εν λόγω εταιρία δήλωσε στις αρμόδιες ιταλικές αρχές τις παραχωρήσεις των ως άνω ποσοτήτων ως «απευθείας πωλήσεις».

13      Το Servizio Provinciale Agricoltura di Reggio Emilia εκτίμησε, αντιθέτως, ότι, εν προκειμένω, επρόκειτο για «παραδόσεις» γάλακτος. Η εν λόγω αρχή μετέτρεψε τον χαρακτηρισμό των παραγωγών για τα έτη 1998/1999 και 1999/2000 από «απ’ ευθείας πωλήσεις σε παραδόσεις» και, κατά συνέπεια, επέβαλε στη Latteria Sociale Moderna, ως «αγοράστρια» του παραδοθέντος γάλακτος, την υποχρέωση καταβολής συμπληρωματικής εισφοράς.

14      Η Allevamenti Associati και η Latteria Sociale Moderna άσκησαν, έκαστη για τα ζητήματα που την αφορούν, προσφυγή κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per l’Emilia-Romagna, υποστηρίζοντας ότι οι αποφάσεις αυτές είναι παράνομες, καθώς αντιβαίνουν στους κανονισμούς 3950/92 και 536/93.

15      Στο πλαίσιο των διαφορών αυτών, κατά το αιτούν δικαστήριο ανακύπτει το ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 9, στοιχείο ζ΄, του κανονισμού 3950/92. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν στη διάταξη αυτή μπορεί να δοθεί η ερμηνεία ότι στην έννοια της «παραδόσεως» εμπίπτει η μεταβίβαση κυριότητας ή, εν πάση περιπτώσει, η χορήγηση νόμιμου τίτλου δυνάμει του οποίου ο αγοραστής μπορεί να προβαίνει για δικό του λογαριασμό σε πράξεις διαθέσεως του γάλακτος και ότι στην έννοια αυτή δεν εμπίπτει η απλή διάθεση του γάλακτος με σκοπό τη μεταποίησή του, εφόσον το γάλα παραμένει στην αποκλειστική κυριότητα του παραγωγού που το παραλαμβάνει κατόπιν μεταποιήσεως.

16      Το Tribunale amministrativo regionale per l’Emilia-Romagna, εκτιμώντας ότι το Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί επί αυτού του ζητήματος, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3950/92, της 28ης Δεκεμβρίου 1992 (και, ειδικότερα, τα άρθρα 1, 2 και 9, στοιχείο ζ΄, και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 536/93, της 9ης Μαρτίου 1993 (και, ειδικότερα, τα άρθρα 1, 2 και 3), να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η βάσει συμβάσεως έργου παραχώρηση ποσοτήτων γάλακτος από την παραγωγό εταιρία σε τρίτους, στους οποίους δεν μεταβιβάζεται η κυριότητα, με σκοπό την επεξεργασία του παραχθέντος γάλακτος και τη μεταποίησή του σε τυρί, βούτυρο και ορό, έναντι αντιπαροχής για την παροχή της υπηρεσίας αυτής, συνιστά “παράδοση σε γαλακτοκομείο” ή “απ’ ευθείας πώληση”, όσον αφορά τον καθορισμό των ποσοστώσεων γάλακτος και την επιβολή συμπληρωματικής εισφοράς;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

17      Το Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να συναχθεί με σαφήνεια από τη νομολογία του και, ιδίως, από την απόφαση της 29ης Απριλίου 1999, C-288/97, Consorzio Caseifici dell’Altopiano di Asiago (Συλλογή 1999, σ. I-2575), και από τη διάταξη της 8ης Ιανουαρίου 2004, C-69/03, Caseificio Cooperativo di Cornedo (Συλλογή 2004, σ. Ι-773), ενημέρωσε το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του, ότι θα αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη και κάλεσε τους κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αυτού.

18      Η Ιταλική Κυβέρνηση, η Regione Emilia-Romagna και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του Δικαστηρίου προς υποβολή παρατηρήσεων, δεν προέβαλαν αντιρρήσεις ως προς την πρόθεση του Δικαστηρίου να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη. Αντιθέτως, η Allevamenti Associati και η Latteria Sociale Moderna υποστήριξαν ότι η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την προπαρατεθείσα απόφαση Consorzio Caseifici dell’Altopiano di Asiago, ούτε από την προπαρατεθείσα διάταξη Caseificio Cooperativo di Cornedo. Οι δύο εταιρίες επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η πρώτη απόφαση, οι παραγωγοί είχαν μεταβιβάσει την κυριότητα του γάλακτος στην συνεταιριστική επιχείρηση μεταποιήσεως γάλακτος, ενώ στη διαφορά της κύριας δίκης, η Latteria Sociale Moderna μεταποιούσε το γάλα δυνάμει συμβάσεως έργου. Εντούτοις, οι παρατηρήσεις αυτές δεν ανατρέπουν την εκ μέρους του Δικαστηρίου πρόκριση της συγκεκριμένης δικονομικής οδού.

19      Με το ερώτημά του, το Tribunale amministrativo regionale per l’Emilia-Romagna ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η εκ μέρους γαλακτοκομείου επεξεργασία και μεταποίηση γάλακτος, βάσει συναφθείσας με τον γαλακτοπαραγωγό συμβάσεως έργου, πρέπει, στην περίπτωση κατά την οποία ο εν λόγω παραγωγός παραμένει κύριος του γάλακτος, να χαρακτηρισθούν παράδοση ή απευθείας πώληση.

20      Καθόσον το αιτούν δικαστήριο θέτει αυτό το ερώτημα προκειμένου, επίσης, να καθοριστούν οι ποσοστώσεις γάλακτος, η Επιτροπή διατυπώνει αμφιβολίες ως προς τη σημασία της απαντήσεως στο ερώτημα αυτό. Συναφώς, από τις παρατηρήσεις της Allevamenti Associati προκύπτει ότι η αρμόδια εθνική διοικητική αρχή είχε, αρχικώς, δεχθεί την αίτησή της περί μετατροπής των ποσοτήτων αναφοράς για τις παραδόσεις σε ποσότητες αναφοράς για τις απευθείας πωλήσεις, αλλά ότι, εν συνεχεία, το Servizio Provinciale Agricoltura di Reggio Emilia τις χαρακτήρισε παραδόσεις γάλακτος.

21      Συνεπώς, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητείται προκειμένου να καθοριστούν αυτές οι ποσότητες αναφοράς ουδόλως σχετίζεται με τα πραγματικά περιστατικά ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης και ότι το σχετικό με τον καθορισμό των ποσοστώσεων γάλακτος ερώτημα στερείται σημασίας.

22      Επί της ουσίας της διαφοράς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οικονομία του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς βασίζεται στη διάκριση μεταξύ ποσοτήτων αναφοράς για το απευθείας πωλούμενο προς κατανάλωση γάλα και ποσοτήτων για το παραδιδόμενο σε αγοραστή γάλα (βλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1995, C-196/94, Schiltz-Thilmann, Συλλογή 1995, σ. I-3991, σκέψη 16, και προπαρατεθείσα απόφαση Consorzio Caseifici dell’Altopiano di Asiago, σκέψη 18).

23      Με τη σκέψη 25 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Consorzio Caseifici dell’Altopiano di Asiago, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος «αγοραστής» δηλώνει οποιαδήποτε επιχείρηση αγοράζει γάλα από παραγωγό στο πλαίσιο συμβατικής σχέσεως, ανεξαρτήτως του τρόπο αμοιβής του τελευταίου, με σκοπό είτε την εκ μέρους της επεξεργασία ή μεταποίησή του είτε τη διάθεσή του σε επιχείρηση επεξεργασίας ή μεταποιήσεως (βλ, ομοίως, προπαρατεθείσα διάταξη Caseificio Cooperativo di Cornedo, σκέψη 20).

24      Επομένως, δεν είναι αναγκαίο, για την επιβολή υποχρεώσεως καταβολής συμπληρωματικής εισφοράς, να συνεπάγονται οι παραδόσεις που γίνονται σε αγοραστή κατά την έννοια του κανονισμού 3950/92 κτήση κυριότητας (βλ. προπαρατεθείσα διάταξη Caseificio Cooperativo di Cornedo, σκέψη 21).

25      Εν αντιθέσει προς τους ισχυρισμούς που προβάλλει με τις παρατηρήσεις της η Allevamenti Associati, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η εμπορία και η παράδοση του γάλακτος κατά την έννοια του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος υφίστανται ανεξαρτήτως του ζητήματος της μεταβιβάσεως ή όχι της κυριότητας του γάλακτος στο γαλακτοκομείο.

26      Όσον αφορά, ειδικότερα, την επεξεργασία ή τη μεταποίηση των ποσοτήτων γάλακτος στο πλαίσιο συμβάσεως, η οποία αποκλείει, εκ φύσεως, τη μεταβίβαση κυριότητας, όπως μια σύμβαση κατ’ αποκοπήν εργασίας, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93, ότι η παραχώρηση των ποσοτήτων αυτών πρέπει να θεωρηθεί παράδοση.

27      Το γεγονός ότι το γάλα που υπέστη επεξεργασία ή μεταποίηση από τρίτον πωλείται, εν συνεχεία, από τον παραγωγό του γάλακτος απευθείας σε καταναλωτές δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό αυτής της διαδικασίας ως απευθείας πωλήσεως κατά την έννοια του κανονισμού 3950/92. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 21 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Consorzio Caseifici dell’Altopiano di Asiago, υφίσταται παράδοση γάλακτος, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 3950/92, οσάκις μια ποσότητα γάλακτος εξέρχεται από την εκμετάλλευση του παραγωγού και παραδίδεται σε ενδιάμεσο πρόσωπο προκειμένου να υποστεί επεξεργασία ή μεταποίηση.

28      Από το σύνολο των ως άνω σκέψεων προκύπτει ότι τα άρθρα 1, 2 και 9, στοιχείο ζ΄, του κανονισμού 3950/92, καθώς και το άρθρο 1 του κανονισμού 536/93 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, για τον καθορισμό των ποσοστώσεων γάλακτος και την επιβολή της συμπληρωματικής εισφοράς, η εκ μέρους της γαλακτοπαραγωγού επιχειρήσεως παραχώρηση, άνευ μεταβιβάσεως κυριότητας, ορισμένων ποσοτήτων γάλακτος σε τρίτους, στο πλαίσιο εκτελέσεως συμβάσεως έργου που αφορά την έναντι αμοιβής επεξεργασία και μετατροπή του γάλακτος σε τυρί, βούτυρο και ορό, πρέπει να χαρακτηρισθεί παράδοση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

29      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 1, 2, και 9, στοιχείο ζ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, και το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, για τον καθορισμό των ποσοστώσεων γάλακτος και την επιβολή της συμπληρωματικής εισφοράς, η εκ μέρους της γαλακτοπαραγωγού επιχειρήσεως παραχώρηση, άνευ μεταβιβάσεως κυριότητας, ορισμένων ποσοτήτων γάλακτος σε τρίτους, στο πλαίσιο εκτελέσεως συμβάσεως έργου που αφορά την έναντι αμοιβής επεξεργασία και μετατροπή του γάλακτος σε τυρί, βούτυρο και ορό γάλακτος, πρέπει να χαρακτηρισθεί παράδοση.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.