Υπόθεση C-320/03

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Δημοκρατίας της Αυστρίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ — Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Άρθρα 1 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 881/92 — Άρθρα 1 και 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3118/93 — Μεταφορές — Τομεακή απαγόρευση κυκλοφορίας φορτηγών άνω των 7,5 τόνων που μεταφέρουν ορισμένα είδη εμπορευμάτων — Ποιότητα του αέρα — Προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος — Αρχή της αναλογικότητας»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed της 14ης Ιουλίου 2005 

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Νοεμβρίου 2005 

Περίληψη της αποφάσεως

Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Ποσοτικοί περιορισμοί — Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος — Τομεακή απαγόρευση κυκλοφορίας φορτηγών άνω των 7,5 τόνων που μεταφέρουν ορισμένα είδη εμπορευμάτων — Δεν επιτρέπεται — Δικαιολόγηση — Προστασία του περιβάλλοντος

(Άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ)

Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ ένα κράτος μέλος που, προκειμένου να διασφαλίσει την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα στην επίμαχη περιοχή, θεσπίζει ρύθμιση με την οποία απαγορεύει στα φορτηγά βάρους άνω των 7,5 τόνων που μεταφέρουν ορισμένα εμπορεύματα να κυκλοφορούν σε οδικό τμήμα πρωταρχικής σημασίας, το οποίο αποτελεί μια από τις κύριες οδούς χερσαίας επικοινωνίας μεταξύ ορισμένων κρατών μελών.

Μια τέτοια απαγόρευση παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και, ειδικότερα, την ελεύθερη διαμετακόμισή τους και πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, ασυμβίβαστο με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο με τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ, εκτός αν δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Μια τέτοια ρύθμιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για επιτακτικούς λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, εκτός αν αποδειχθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέσα, λιγότερο περιοριστικά της ελευθερίας κυκλοφορίας.

(βλ. σκέψεις 66, 69, 71, 87, 89, 95 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 15ης Νοεμβρίου 2005 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ – Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Άρθρα 1 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 881/92 – Άρθρα 1 και 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3118/93 – Μεταφορές – Τομεακή απαγόρευση κυκλοφορίας φορτηγών άνω των 7,5 τόνων που μεταφέρουν ορισμένα είδη εμπορευμάτων – Ποιότητα του αέρα – Προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος – Αρχή της αναλογικότητας»

Στην υπόθεση C-320/03,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 24 Ιουλίου 2003,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την C. Schmidt, καθώς και από τους W. Wils και G. Braun, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από:

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον W.-D. Plessing και την A. Tiemann, επικουρούμενους από τον T. Lübbig, Rechtsanwalt,

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον G. De Bellis, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την H. G. Sevenster,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Δημοκρατίας της Αυστρίας, εκπροσωπουμένης από τους E. Riedl και H. Dossi, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas και K. Schiemann, προέδρους τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή), J. N. Cunha Rodrigues, R. Silva de Lapuerta, K. Lenaerts, P. Kūris, E. Juhász, Γ. Αρέστη και A. Borg Barthet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: K. Sztranc, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Μαΐου 2005,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Ιουλίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, απαγορεύοντας σε φορτηγά άνω των 7,5 τόνων που μεταφέρουν ορισμένα είδη εμπορευμάτων να κυκλοφορούν σε τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A 12 στην κοιλάδα του Inn (Αυστρία), κατόπιν της εκδόσεως της Verordnung des Landeshauptmanns von Tirol, mit der auf der A 12 Inntalautobahn verkehrsbeschränkende Maßnahmen erlassen werden (sektorales Fahrverbot) [αποφάσεως του υπουργού-προέδρου του Τιρόλου περί περιορισμού των μεταφορών στον αυτοκινητόδρομο Α 12 στην κοιλάδα του Inn (τομεακή απαγόρευση κυκλοφορίας)], της 27ης Μαΐου 2003 (BGBl. II, 279/2003, στο εξής: επίδικη απόφαση), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 1 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 881/92 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 1992, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά των οδικών εμπορευματικών μεταφορών μέσα στην Κοινότητα, οι οποίες έχουν ως σημείο αναχώρησης ή προορισμού το έδαφος κράτους μέλους ή διέρχονται από το έδαφος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών (ΕΕ L 95, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) 484/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 1ης Μαρτίου 2002 (ΕΕ L 76, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 881/92), από τα άρθρα 1 και 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3118/93 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1993, για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σ’ ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό (ΕΕ L 279, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 484/2002 (στο εξής: κανονισμός 3118/93), καθώς και από τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ.

 Το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά

 Η κοινοτική νομοθεσία περί της εσωτερικής αγοράς των οδικών μεταφορών

2       Οι κανονισμοί 881/92 και 3118/93 διέπουν τις οδικές εμπορευματικές μεταφορές στο έδαφος της Κοινότητας.

3       Ο κανονισμός 881/92, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο του 1, παράγραφος 1, εφαρμόζεται στις διεθνείς οδικές εμπορευματικές μεταφορές που εκτελούνται για λογαριασμό τρίτου για τις διαδρομές που πραγματοποιούνται στο έδαφος της Κοινότητας, προβλέπει, στο άρθρο του 3, τη χορήγηση από τα κράτη μέλη κοινοτικής άδειας στους μεταφορείς εμπορευμάτων που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος κρατών μελών και έχουν το δικαίωμα να εκτελούν διεθνείς οδικές εμπορευματικές μεταφορές.

4       Περαιτέρω, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 3118/93 προβλέπει τα εξής:

«Κάθε μεταφορέας που εκτελεί οδικές εμπορευματικές μεταφορές για λογαριασμό τρίτου, ο οποίος είναι κάτοχος της κοινοτικής άδειας που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 881/92 και του οποίου ο οδηγός, εφόσον είναι υπήκοος τρίτης χώρας, έχει στην κατοχή του βεβαίωση οδηγού υπό τους όρους που προβλέπονται από τον εν λόγω κανονισμό, γίνεται δεκτός, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από τον παρόντα κανονισμό, να εκτελεί προσωρινά εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές, αποκαλούμενες στο εξής “ενδομεταφορές” ή “καμποτάζ”, για λογαριασμό τρίτου σε άλλο κράτος μέλος, αποκαλούμενο στο εξής “κράτος μέλος υποδοχής”, χωρίς να διαθέτει στο εν λόγω κράτος έδρα ή άλλη εγκατάσταση.»

5       Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 3118/93, η εκτέλεση των ενδομεταφορών υπόκειται, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κοινοτικών ρυθμίσεων, στις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής, όσον αφορά τους τομείς που περιγράφει η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου, και οι διατάξεις αυτές πρέπει να εφαρμόζονται στους μη εγκατεστημένους μεταφορείς υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που επιβάλλει το κράτος μέλος στους δικούς του υπηκόους, ώστε να εμποδίζεται κάθε καταφανής ή συγκεκαλυμμένη διάκριση λόγω ιθαγένειας ή τόπου εγκατάστασης.

 Οι κοινοτικές οδηγίες που αφορούν την προστασία της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος

6       Η κοινοτική νομοθεσία για την προστασία του αέρα του περιβάλλοντος συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην οδηγία 96/62/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1996, για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος (ΕΕ L 296, σ. 55), και στην οδηγία 1999/30/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1999, σχετικά με τις οριακές τιμές διοξειδίου του θείου, διοξειδίου του αζώτου και οξειδίων του αζώτου, σωματιδίων και μολύβδου, στον αέρα του περιβάλλοντος (ΕΕ L 163, σ. 41), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2001/744/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Οκτωβρίου 2001 (ΕΕ L 278, σ. 35, στο εξής: οδηγία 1999/30).

7       Σύμφωνα με το άρθρο της 1, γενικός στόχος της οδηγίας 96/62 είναι ο καθορισμός των βασικών αρχών μιας κοινής στρατηγικής με σκοπό:

–       τον προσδιορισμό και καθορισμό των στόχων για την ποιότητα του αέρα του περιβάλλοντος στην Κοινότητα, ώστε να αποφεύγονται, να προλαμβάνονται ή να μειώνονται οι [...] επιπτώσεις για την ανθρώπινη υγεία και το σύνολο του περιβάλλοντος,

–       τη βάσει κοινών μεθόδων και κριτηρίων εκτίμηση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος στα κράτη μέλη,

–       τη συγκέντρωση κατάλληλων πληροφοριών για την ποιότητα του αέρα του περιβάλλοντος και την ενημέρωση του κοινού, μεταξύ άλλων, μέσω ορίων συναγερμού,

–       τη διατήρηση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος, όταν είναι καλή, και τη βελτίωσή της στις άλλες περιπτώσεις.

8       Το άρθρο 4 της οδηγίας 96/62 προβλέπει ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως καθορίζει, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, τις οριακές τιμές για τους ρύπους του παραρτήματος Ι της οδηγίας αυτής.

9       Το άρθρο 7 της οδηγίας 96/62 έχει ως εξής:

«Βελτίωση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος

Γενικές απαιτήσεις

1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την τήρηση των οριακών τιμών.

[…]

3.      Τα κράτη μέλη εκπονούν σχέδια δράσης με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα στην περίπτωση κινδύνου υπέρβασης των οριακών τιμών ή/και των ορίων συναγερμού, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος υπέρβασης και να περιορισθεί η διάρκειά του. Τα σχέδια αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν ενδεχομένως μέτρα ελέγχου και, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο, μέτρα αναστολής των δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στην υπέρβαση των οριακών τιμών, περιλαμβανομένης της κυκλοφορίας αυτοκινήτων.»

10     Το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/62 προβλέπει περαιτέρω τα εξής:

«Στις ζώνες και τους οικισμούς [όπου τα επίπεδα ενός ή περισσοτέρων ρύπων υπερβαίνουν την οριακή τιμή προσαυξημένη κατά το περιθώριο ανοχής], τα κράτη μέλη μεριμνούν για την εκπόνηση ή την εφαρμογή σχεδίου ή προγράμματος, προς επίτευξη της οριακής τιμής εντός της οριζόμενης προθεσμίας.

Το σχέδιο ή πρόγραμμα, το οποίο θα πρέπει να είναι προσιτό στο κοινό, περιλαμβάνει τουλάχιστον τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα IV.»

11     Οι οριακές τιμές για το διοξείδιο του αζώτου (NO2) καθορίζονται με την οδηγία 1999/30.

12     Το άρθρο 4 της οδηγίας 1999/30 έχει ως εξής:

«Διοξείδιο του αζώτου και οξείδια του αζώτου

1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του αζώτου και, εφόσον απαιτείται, οξειδίων του αζώτου, στον αέρα του περιβάλλοντος, όπως εκτιμώνται σύμφωνα με το άρθρο 7, δεν υπερβαίνουν τις οριακές τιμές, που αναφέρονται στο μέρος Ι του παραρτήματος ΙΙ, από τις καθοριζόμενες στο μέρος αυτό ημερομηνίες.

Τα περιθώρια ανοχής που καθορίζονται στο μέρος Ι του παραρτήματος ΙΙ εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 96/62/ΕΚ.

2.      Το όριο συναγερμού για τις συγκεντρώσεις διοξειδίου του αζώτου στον αέρα του περιβάλλοντος καθορίζεται στο μέρος ΙΙ του παραρτήματος ΙΙ.»

13     Από το παράρτημα II, σημείο I, της οδηγίας 1999/30 προκύπτει ότι, όσον αφορά το διοξείδιο του αζώτου:

–       η ωριαία οριακή τιμή ορίζεται στα 200 µg/m3, «των οποίων δεν πρέπει να σημειώνεται υπέρβαση πάνω από 18 φορές ανά ημερολογιακό έτος», προσαυξημένη κατά ποσοστό υπέρβασης που θα μειωθεί μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2010,

–       η ετήσια οριακή τιμή ορίζεται σε 40 µg/m3, επίσης προσαυξημένη κατά το ίδιο ποσοστό υπέρβασης που θα μειωθεί μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 2010, ήτοι σε 56 μg/m3 για το 2002.

14     Το εν λόγω σημείο I προβλέπει, επίσης, ότι οι προαναφερθείσες οριακές τιμές πρέπει να τηρηθούν μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2010.

15     Σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 1999/30, οι οριακές τιμές που καθορίζει η εν λόγω οδηγία αποτελούν ελάχιστες απαιτήσεις και, σύμφωνα με το άρθρο 176 ΕΚ, τα κράτη μέλη δύνανται να τις διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα ενισχυμένης προστασίας και, μεταξύ άλλων, να καθορίζουν αυστηρότερες οριακές τιμές.

 Η εθνική νομοθεσία και το ιστορικό της διαφοράς

16     Οι οδηγίες 96/62 και 1999/30 μεταφέρθηκαν στο αυστριακό δίκαιο με την τροποποίηση του νόμου για την προστασία του αέρα από τη μόλυνση (Immissionsschutzgesetz-Luft, BGBl. I, 115/1997, στο εξής: IG-L).

17     Το άρθρο 10 του IG‑L προβλέπει τη δημοσίευση καταλόγου με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση υπερβάσεως μιας οριακής τιμής. Το άρθρο 11 του νόμου αυτού θέτει τις αρχές που πρέπει να τηρούνται στην περίπτωση αυτή, όπως η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και η αρχή της αναλογικότητας. Το άρθρο 14 του ίδιου νόμου περιέχει διατάξεις που εφαρμόζονται ειδικώς στον τομέα των μεταφορών.

18     Την 1η Οκτωβρίου 2002, αφού διαπιστώθηκε υπέρβαση της οριζομένης στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 1, της οδηγίας 1999/30 οριακής τιμής για το διοξείδιο του αζώτου, οι αρχές του Τιρόλου επέβαλαν προσωρινή απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας των βαρέων οχημάτων σε τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A 12 στην κοιλάδα του Inn.

19     Κατά τη διάρκεια του 2002, σημειώθηκε νέα υπέρβαση της ετήσιας οριακής τιμής, η οποία είχε οριστεί στα 56 μg/m3 με το ως άνω παράρτημα II, στο σημείο μέτρησης Vomp/Raststätte που βρισκόταν σ’ αυτό το τμήμα του αυτοκινητοδρόμου, με μέση ετήσια καταχωρισθείσα τιμή τα 61 μg/m3.

20     Ως εκ τούτου, η προσωρινή απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας αρχικώς παρατάθηκε και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε, από 1ης Ιουνίου 2003, από μόνιμη απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας των βαρέων φορτηγών οχημάτων άνω των 7,5 τόνων καθόλη τη διάρκεια του έτους.

21     Στις 27 Μαΐου 2003, ο Landeshauptmann του Τιρόλου, ενεργώντας βάσει του IG-L, εξέδωσε την επίδικη απόφαση περί απαγορεύσεως, από 1ης Αυγούστου 2003 και για αόριστο χρονικό διάστημα, της κυκλοφορίας μιας κατηγορίας φορτηγών οχημάτων που μεταφέρουν ορισμένα εμπορεύματα στο εν λόγω τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A 12.

22     Η επίδικη απόφαση αποσκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο της 1, στη μείωση των εκπομπών ρύπων που συνδέονται με ανθρώπινες δραστηριότητες και στην κατ’ αυτόν τον τρόπο βελτίωση της ποιότητας του αέρα, προς διασφάλιση της συνεχούς προστασίας της ανθρώπινης υγείας, της πανίδας και της χλωρίδας.

23     Με το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως οριοθετείται η αποκαλούμενη «ζώνη εξυγιάνσεως» που συνίσταται σε τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A 12, μεταξύ των δήμων Kundl και Ampass, μήκους 46 km.

24     Το άρθρο 3 της ίδιας αποφάσεως απαγορεύει την κυκλοφορία, σ’ αυτό το τμήμα του αυτοκινητοδρόμου, των βαρέων φορτηγών οχημάτων ή των ημιρυμουλκουμένων με μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος άνω των 7,5 τόνων και των βαρέων φορτηγών οχημάτων με ρυμουλκούμενα, με μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος αμφοτέρων των οχημάτων άνω των 7,5 τόνων, εφόσον μεταφέρουν τα ακόλουθα εμπορεύματα: όλα τα είδη αποβλήτων που εμφαίνονται στον ευρωπαϊκό κατάλογο αποβλήτων [ο οποίος περιλαμβάνεται στην απόφαση 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2000, για αντικατάσταση της αποφάσεως 94/3/ΕΚ για τη θέσπιση καταλόγου αποβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της αποφάσεως 94/904/ΕΚ του Συμβουλίου για την κατάρτιση καταλόγου επικίνδυνων αποβλήτων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΕ L 226, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2001/573/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής για τη θέσπιση καταλόγου αποβλήτων (ΕΕ L 203, σ. 18)], δημητριακά, ξυλεία, φελλό, σιδηρούχα και μη σιδηρούχα μεταλλεύματα, λίθους, χώματα, μπάζα, μηχανοκίνητα και ρυμουλκούμενα οχήματα ή δομικό χάλυβα. Η απαγόρευση αρχίζει να ισχύει αμέσως, από 1ης Αυγούστου 2003, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω παρέμβαση εκ μέρους των αρμόδιων αρχών.

25     Κατά το άρθρο 4 της επίδικης αποφάσεως, δεν εμπίπτουν στην απορρέουσα από το άρθρο 3 απαγόρευση τα βαρέα φορτηγά οχήματα που εκτελούν μεταφορές των οποίων το σημείο εκκινήσεως ή προορισμού βρίσκεται εντός των ορίων του δήμου Innsbruck ή των περιφερειών Kufstein, Schwaz ή Innsbruck-Land. Περαιτέρω, ο IG-L προβλέπει ορισμένες άλλες εξαιρέσεις: εξαιρεί από την απαγόρευση κυκλοφορίας διάφορες κατηγορίες οχημάτων, μεταξύ των οποίων τα οχήματα συντηρήσεως των οδών και συλλογής των απορριμμάτων, καθώς και γεωργικά ή δασικά οχήματα. Για άλλες κατηγορίες οχημάτων μπορεί, εξάλλου, να ζητείται ειδική παρέκκλιση λόγω δημοσίου ή σπουδαίου ιδιωτικού συμφέροντος.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

26     Κατόπιν μιας πρώτης ανταλλαγής αλληλογραφίας με τη Δημοκρατία της Αυστρίας, η Επιτροπή απηύθυνε, στις 25 Ιουνίου 2003, στο εν λόγω κράτος μέλος έγγραφο οχλήσεως, καλώντας το να απαντήσει εντός μιας εβδομάδας. Η Αυστριακή Κυβέρνηση απάντησε με έγγραφο της 3ης Ιουλίου 2003.

27     Στις 9 Ιουλίου 2003, η Επιτροπή απηύθυνε στη Δημοκρατία της Αυστρίας αιτιολογημένη γνώμη βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, τάσσοντάς της επίσης προθεσμία μιας εβδομάδας για να συμμορφωθεί προς αυτήν. Το εν λόγω κράτος μέλος απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη με έγγραφο της 18ης Ιουλίου 2003.

28     Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι οι εξηγήσεις που έδωσε η Δημοκρατία της Αυστρίας ως απάντηση στην αιτιολογημένη γνώμη δεν ήταν ικανοποιητικές, αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή.

 Η αναστολή εκτελέσεως της τομεακής απαγορεύσεως κυκλοφορίας

29     Με διάταξη της 30ής Ιουλίου 2003, C-320/03 R, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2003, σ. I‑7929), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου υποχρέωσε τη Δημοκρατία της Αυστρίας, δυνάμει συντηρητικών μέτρων, να αναστείλει την εκτέλεση της απαγορεύσεως κυκλοφορίας που επιβάλλει η επίδικη απόφαση μέχρι την έκδοση της διατάξεως με την οποία περατώθηκε η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

30     Με διάταξη της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-320/03 R, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2003, σ. I‑11665), η ισχύς του μέτρου αναστολής εκτελέσεως της εν λόγω απαγορεύσεως κυκλοφορίας παρατάθηκε μέχρι τις 30 Απριλίου 2004 και, με διάταξη της 27ης Απριλίου 2004 (C‑320/03 R, Συλλογή 2004, σ. I‑3593), η παράταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της ουσίας της προσφυγής.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

31     Η Δημοκρατία της Αυστρίας αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής, λόγω του ότι οι προθεσμίες που της τάχθηκαν, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, για να προετοιμάσει τις απαντήσεις της στο έγγραφο οχλήσεως και στην αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, ήταν εξαιρετικά βραχείες. Θεωρεί ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας, καθώς και το δικαίωμά της για δίκαιη δίκη, και εκφράζει τις αμφιβολίες της ως προς το αν οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξέτασαν σοβαρά τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν οι αυστριακές αρχές σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας.

32     Η Δημοκρατία της Αυστρίας προσθέτει ότι η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει τη διαδικασία του κανονισμού (ΕΚ) 2679/98 του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 1998, για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 337, σ. 8).

33     Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι πολύ βραχείες προθεσμίες που έταξε η Επιτροπή στη Δημοκρατία της Αυστρίας, προκειμένου να απαντήσει στο έγγραφο οχλήσεως και να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη, υπαγορεύτηκαν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της επίδικης αποφάσεως, την οποία είχαν ορίσει οι αυστριακές αρχές. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι οι εν λόγω αρχές γνώριζαν τη θέση της Επιτροπής πριν από την έναρξη της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας και, μάλιστα, πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, καθότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, το εν λόγω θεσμικό όργανο, κατόπιν της υποβολής σχετικής καταγγελίας, ζήτησε με έγγραφο της 6ης Μαΐου 2003 από τις εν λόγω αρχές να της παράσχουν πληροφορίες σχετικές με το υπό κατάρτιση κείμενο.

34     Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή, η οποία είναι επιφορτισμένη δυνάμει του άρθρου 211 ΕΚ να εξασφαλίζει την εκ μέρους των κρατών μελών τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο, ότι έταξε προθεσμίες λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση υπόθεση και, μεταξύ άλλων, τον επείγοντα χαρακτήρα τους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 293/85, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1988, σ. 305, σκέψη 14· της 28ης Οκτωβρίου 1999, C‑328/96, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 1999, σ. I-7479, σκέψεις 34 και 51, καθώς και της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-1/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I-9989, σκέψεις 64 και 65).

35     Όσον αφορά τη διαδικασία του κανονισμού 2679/98, σκοπός του οποίου είναι να παύσουν το ταχύτερο δυνατό τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 1 του κανονισμού αυτού εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 35 των προτάσεών του, ότι η Επιτροπή ουδόλως οφείλει να εφαρμόσει τη διαδικασία αυτή προτού κινήσει την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ και ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν μπορεί με κανένα τρόπο να περιορίσει τις αρμοδιότητες που αντλεί το εν λόγω θεσμικό όργανο από την τελευταία αυτή διάταξη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, C‑394/02, Επιτροπή κατά Ελλάδας, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 27 και 28, καθώς και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36     Κατά συνέπεια, η παρούσα προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα της Επιτροπής και των παρεμβαινόντων κρατών μελών

37     Κατά την Επιτροπή, η επίδικη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τις κοινοτικές διατάξεις περί ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών μεταφορών, που περιέχονται στους κανονισμούς 881/92 και 3118/93, και παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την οποία διασφαλίζουν τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ.

38     Το απαγορευτικό μέτρο που θέσπισε η επίδικη απόφαση πλήττει εκ των πραγμάτων και προεχόντως τη διεθνή διαμετακομιστική μεταφορά εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα, το 80 % και πλέον των διαμετακομιστικών μεταφορών που πλήττονται από ένα τέτοιο μέτρο πραγματοποιούνται από μη αυστριακές επιχειρήσεις, ενώ το 80 % και πλέον των μεταφορών που δεν επηρεάζονται από το εν λόγω μέτρο πραγματοποιούνται από αυστριακές επιχειρήσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η επίδικη απόφαση εισάγει τουλάχιστον έμμεση δυσμενή διάκριση, γεγονός που δεν συνάδει προς τους κανονισμούς 881/92 και 3118/93 καθώς και προς τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ.

39     Επομένως, αν η εφαρμογή του δημιουργεί δυσμενή διάκριση, το μέτρο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με στοιχεία αντλούμενα από την προστασία του περιβάλλοντος. Ναι μεν αληθεύει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας προσπαθεί να δικαιολογήσει την επίδικη απόφαση με λόγους που άπτονται τόσο της δημόσιας υγείας όσο και της προστασίας του περιβάλλοντος, πλην όμως είναι προφανές, κατά την Επιτροπή και τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, ότι ο στόχος αυτός είναι πρωταρχικής σημασίας. Μια δικαιολογία αντλούμενη από εκτιμήσεις σχετικές με τη δημόσια υγεία, δυνάμει του άρθρου 30 ΕΚ, δεν μπορεί να ισχύει παρά μόνον όταν τα οικεία εμπορεύματα απειλούν την ανθρώπινη υγεία κατά τρόπο άμεσο και δυνάμενο να αποδειχθεί. Είναι σαφές ότι τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

40     Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η επίδικη απόφαση, μολονότι εισάγει διακρίσεις, μπορεί βασίμως να στηριχθεί σε στοιχεία αντλούμενα από την προστασία του περιβάλλοντος, η Επιτροπή υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι η απόφαση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των οδηγιών 96/62 και 1999/30. Συγκεκριμένα, αφενός, μια επ’ αόριστον τομεακή απαγόρευση κυκλοφορίας δεν μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/62, το οποίο αφορά μόνον επείγοντα και προσωρινά μέτρα. Αφετέρου, ναι μεν κατά το 2002 σημειώθηκε σαφής υπέρβαση της οριζομένης στο άρθρο 8, παράγραφος 3, οριακής τιμής για το διοξείδιο του αζώτου, προσαυξημένης κατά το περιθώριο ανοχής, πλην όμως ο κατάλογος των μέτρων του άρθρου 10 του IG-L δεν περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, και του παραρτήματος IV της οδηγίας 96/62.

41     Τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη βάλλουν, επίσης, κατά της μεθόδου που εφαρμόζει η Αυστρία για τη μέτρηση των επιπέδων μολύνσεως και, βάσει της οποίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εκπομπές διοξειδίου του αζώτου οφείλονται ειδικώς σε μια συγκεκριμένη κατηγορία βαρέων φορτηγών οχημάτων. Συγκεκριμένα, η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το παράρτημα II, σημείο I, της οδηγίας 1999/30, η ετήσια οριακή τιμή για την προστασία της ανθρώπινης υγείας καθίσταται δεσμευτική μόλις από την 1η Ιανουαρίου 2010. Πριν από την ημερομηνία αυτή, η υπέρβαση των οριακών τιμών που έχουν οριστεί για τα διάφορα έτη δεν δικαιολογεί τη λήψη άμεσων μέτρων από τα κράτη μέλη. Μπορεί να τους επιτραπεί να το πράξουν μόνον εφόσον σημειωθεί υπέρβαση του προβλεπόμενου στο άρθρο 2, σημείο 6, και στο παράρτημα ΙΙ, σημείο ΙΙ, της εν λόγω οδηγίας «ορίου συναγερμού», πράγμα το οποίο η Δημοκρατία της Αυστρίας όχι μόνο δεν τεκμηρίωσε αλλά ούτε καν επικαλέστηκε. Επιπλέον, σύμφωνα με τη Γερμανική και την Ιταλική Κυβέρνηση, η υπέρβαση της οριακής τιμής για το διοξείδιο του αζώτου, λόγω της οποίας εκδόθηκε η επίδικη απόφαση, δεν αποδείχθηκε σύμφωνα με τις επιταγές των παραρτημάτων V και VI της οδηγίας 1999/30. Η Γερμανική Κυβέρνηση επικαλείται, επίσης, σειρά αδυναμιών μεθοδολογικής φύσεως σχετικών με τη δειγματοληπτική μέθοδο που εφαρμόζουν οι αυστριακές αρχές. Επισημαίνει, επίσης, ότι η χρησιμοποίηση μεγαλύτερων σε μήκος εναλλακτικών οδών συνεπάγεται μεγαλύτερη ατμοσφαιρική ρύπανση και απλώς μεταθέτει το πρόβλημα.

42     Εν πάση περιπτώσει, η επίδικη απόφαση δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

43     Συναφώς, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με τις στατιστικές που κατάρτισαν οι αρχές του Τιρόλου, το 2002 διέρχονταν καθημερινά από τον αυτοκινητόδρομο A 12 μεταξύ των περιοχών Wörgl (πλησίον των γερμανικών συνόρων) και Hall (σε απόσταση 10 km από το Innsbruck) κατά μέσον όρο 5 200 βαρέα φορτηγά οχήματα. Η επίδικη απόφαση όμως απαγορεύει το σύνολο της διεθνούς διαμετακομιστικής οδικής κυκλοφορίας για τα βαρέα φορτηγά οχήματα που μεταφέρουν τα απαριθμούμενα στην επίδικη απόφαση εμπορεύματα, καθότι οι άλλες πιθανές διαδρομές συνεπάγονται σημαντική παράκαμψη για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

44     Επιπλέον, σύμφωνα με την Επιτροπή και τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, η χρησιμοποίηση του σιδηρόδρομου δεν αποτελεί, βραχυπρόθεσμα, βιώσιμη εναλλακτική λύση για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις οδικών μεταφορών, λόγω της περιορισμένης μεταφορικής ικανότητας του σιδηροδρομικού άξονα του Brenner και λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών περιορισμών, των καθυστερήσεων και της ελλείψεως αξιοπιστίας αυτού του μέσου μεταφοράς, και μάλιστα ανεξαρτήτως του σιδηροδρομικού μέσου που θα επιλεγεί για να υποκαταστήσει την οδική μεταφορά των εμπορευμάτων που προβλέπει η επίδικη απόφαση.

45     Η Επιτροπή επικαλείται, επίσης, τις σημαντικές οικονομικές συνέπειες της απαγορεύσεως που επιβάλλει η επίδικη απόφαση, όχι μόνο για τη βιομηχανία των μεταφορών, αλλά και για τους παρασκευαστές των οικείων εμπορευμάτων, ιδίως δε για τις γερμανικές και ιταλικές επιχειρήσεις που θα πληγούν κυρίως από αυτό το μέτρο, οι οποίοι θα αναγκαστούν να υποβληθούν σε υψηλότερα μεταφορικά έξοδα. Η Επιτροπή και τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη επισημαίνουν ότι απειλούνται ιδίως οι μικρές και μεσαίες μεταφορικές εταιρίες, πολλές από τις οποίες ειδικεύονται στη μεταφορά ορισμένων από τα οικεία προϊόντα.

46     Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, αναφέρει διάφορα μέτρα που, κατά την άποψή τους, συνεπάγονται μικρότερο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών μεταφορών, καίτοι με αυτά επιτυγχάνεται κάλλιστα ο επιδιωκόμενος με την επίδικη απόφαση σκοπός, και συγκεκριμένα:

–       τη δυνατότητα σταδιακής απαγορεύσεως της κυκλοφορίας βαρέων οχημάτων των διαφόρων κατηγοριών EURO,

–       το σύστημα των οικοσημείων που καθιερώνει το πρωτόκολλο αριθ. 9 για τις οδικές, σιδηροδρομικές και συνδυασμένες μεταφορές στην Αυστρία (στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 9), το οποίο έχει επισυναφθεί στην πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και περί των προσαρμογών των ιδρυτικών Συνθηκών της Ένωσης (ΕΕ 1994, C 241, σ. 21, και ΕΕ 1995, L 1, σ. 1), το οποίο έχει συμβάλει σημαντικά στο να συμβιβαστεί η κυκλοφορία βαρέων φορτηγών οχημάτων με τις απαιτήσεις της προστασίας του περιβάλλοντος,

–       τον περιορισμό της κυκλοφορίας βαρέων φορτηγών οχημάτων κατά τις ώρες αιχμής,

–       την απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας των οχημάτων αυτών,

–       την καθιέρωση συστήματος διοδίων αναλόγου προς το επίπεδο των ρύπων που εκπέμπονται ή και

–       την επιβολή περιορισμών στα όρια ταχύτητας.

47     Τα διάφορα αυτά μέτρα, τα οποία μάλλον συνάδουν προς την αρχή της καταπολεμήσεως στην πηγή του προβλήματος των ζημιών που προκαλούνται στο περιβάλλον και προς την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», ισχύουν επίσης για την τοπική κυκλοφορία και περιορίζουν τη ρύπανση που προκαλούν οχήματα μη καλυπτόμενα από την επίδικη απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα της απαγορεύσεως της νυχτερινής κυκλοφορίας, η οποία επιβλήθηκε μερικούς μήνες πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, επί της συγκεντρώσεως του διοξειδίου του αζώτου δεν είχαν ακόμη αξιολογηθεί, η επίδικη απόφαση εκδόθηκε πρόωρα.

48     Η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι η επιλογή των σχετικών εμπορευμάτων είναι αυθαίρετη και άδικη. Κατά την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, η επίδικη απόφαση εφαρμόζεται μόνο σε μία από τις πολλές πηγές ρύπανσης στην οικεία περιοχή και περιορίζει μάλιστα τη χρησιμοποίηση των σχετικά φιλικών προς το περιβάλλον βαρέων φορτηγών οχημάτων που εμπίπτουν στην κατηγορία EURO‑3. Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση δεν λαμβάνει, επίσης, υπόψη το αναγνωρισμένο από το κοινοτικό δίκαιο δικαίωμα διαμετακόμισης για τα οχήματα στα οποία έχουν χορηγηθεί οικοσημεία.

49     Τέλος, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΕΚ, η Δημοκρατία της Αυστρίας όφειλε να προβεί εγκαίρως σε διαβουλεύσεις με τα οικεία κράτη μέλη και με την Επιτροπή, προτού λάβει μέτρο τόσο δραστικό όπως η τομεακή απαγόρευση κυκλοφορίας. Κατά την Επιτροπή, ένα τέτοιο μέτρο έπρεπε τουλάχιστον να επιβληθεί σταδιακά, προκειμένου να μπορέσουν οι ενδιαφερόμενοι τομείς να προετοιμαστούν για τη μεταβολή των συνθηκών που προκαλεί η επιβολή του.

 Επιχειρηματολογία της Δημοκρατίας της Αυστρίας

50     Η Δημοκρατία της Αυστρίας εκτιμά ότι η επίδικη απόφαση είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο. Εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των οδηγιών για την προστασία της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος και, ειδικότερα, με τα άρθρα 7 και 8 της οδηγίας 96/62, όπως αυτά μεταφέρθηκαν στην αυστριακή έννομη τάξη.

51     Η τελευταία αυτή οδηγία, σε συνδυασμό με την οδηγία 1999/30, επιβάλλει στο οικείο κράτος μέλος, σε περίπτωση υπερβάσεως της ετήσιας οριακής τιμής του διοξειδίου του αζώτου, υποχρέωση λήψεως μέτρων. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι, το 2002, σημειώθηκε υπέρβαση της οριακής τιμής των 56 μg/m3, προσαυξημένης κατά το περιθώριο ανοχής, στο σημείο μέτρησης Vomp/Raststätte και ότι, το 2003, σημειώθηκε επίσης σημαντική υπέρβαση της τιμής αυτής, καθότι οι συγκεντρώσεις του διοξειδίου του αζώτου στον ατμοσφαιρικό αέρα ανήλθαν σε 68 μg/m3. Υπό αυτές τις συνθήκες θεσπίστηκε η επίδικη απόφαση.

52     Η Δημοκρατία της Αυστρίας αναγνωρίζει ότι το πρωτόκολλο αριθ. 9, με το οποίο θεσπίστηκε η ρύθμιση για τα οικοσημεία, προβλέπει ρητές παρεκκλίσεις από το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο. Εντούτοις, οι παρεκκλίσεις αυτές απαριθμούνται εξαντλητικά και οι οδηγίες 96/62 και 1999/30 δεν εμπίπτουν σ’ αυτές.

53     Οι επιστημονικές μελέτες αποδεικνύουν σαφώς ότι οι εκπομπές διοξειδίου του αζώτου από βαρέα φορτηγά οχήματα αποτελούν μεγάλη πηγή ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως στην περιοχή την οποία αφορά η επίδικη απόφαση. Είναι προφανές ότι ήταν αναγκαίος ο περιορισμός του αριθμού των μεταφορών που πραγματοποιούν τα οχήματα αυτά. Προς τούτο, οι αυστριακές αρχές επέλεξαν εμπορεύματα για τα οποία η σιδηροδρομική μεταφορά αποτελεί πρακτική και υλοποιήσιμη εναλλακτική λύση, τόσο από τεχνικής όσο και από οικονομικής απόψεως. Η Δημοκρατία της Αυστρίας στηρίζεται, συναφώς, σε έγγραφα προερχόμενα από διάφορες δημόσιες και ιδιωτικές σιδηροδρομικές εταιρίες, ημεδαπές και αλλοδαπές, από τα οποία προκύπτει ότι το υπάρχον δυναμικό επαρκεί για την αντιμετώπιση της αυξημένης ζήτησης που απορρέει από τη θέσπιση της επίδικης αποφάσεως. Υπάρχουν επίσης εναλλακτικές οδικές διαδρομές. Συγκεκριμένα, περίπου το ήμισυ της οδικής κυκλοφορίας των βαρέων φορτηγών οχημάτων που διέρχονται από το Brenner μπορεί να χρησιμοποιήσει εναλλακτική διαδρομή είτε συντομότερη είτε ίσης τουλάχιστον αποστάσεως με τη διαδρομή μέσω Brenner.

54     Λαμβανομένων υπόψη των εναλλακτικών επιλογών, είναι αβάσιμες οι κινδυνολογικές ανησυχίες της Επιτροπής, που στηρίζονται στην υπόθεση ότι όλες οι διαμετακομιστικές μεταφορές των οικείων αλλοδαπών βαρέων φορτηγών οχημάτων θα πρέπει να διοχετευτούν είτε προς την Ελβετία είτε προς το Tauern στην Αυστρία.

55     Η Δημοκρατία της Αυστρίας βάλλει, επίσης, κατά των επιχειρημάτων που αντλούνται από τις οικονομικές συνέπειες της επίδικης αποφάσεως για τον τομέα των μεταφορών. Ο τομέας αυτός χαρακτηρίζεται από πλεονάζουσες δομές και από εξαιρετικά χαμηλά περιθώρια κέρδους. Το γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση ενδέχεται να επιδεινώσει τα προβλήματα αυτά δεν στοιχειοθετεί τον παράνομο χαρακτήρα της.

56     Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η επίδικη απόφαση εισάγει διακρίσεις, η Δημοκρατία της Αυστρίας ισχυρίζεται ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας πλήττει επίσης την κυκλοφορία στο εσωτερικό της χώρας και ότι τα εμπορεύματα τα οποία αφορά επελέγησαν σε συνάρτηση με τη δυνατότητα εύκολης σιδηροδρομικής μεταφοράς τους.

57     Η Δημοκρατία της Αυστρίας προσθέτει ότι το γεγονός ότι εξαιρούνται από την απαγόρευση οι μεταφορές των οποίων το σημείο εκκινήσεως ή προορισμού βρίσκεται εντός της επίμαχης περιοχής δεν μπορεί να θεμελιώσει την ύπαρξη διακρίσεως εις βάρος των μη αυστριακών μεταφορέων. Η παρέκκλιση υπέρ της τοπικής κυκλοφορίας είναι, στην πραγματικότητα, εγγενής του ισχύοντος συστήματος, καθότι η πραγματοποίηση αυτού του είδους των μεταφορών σιδηροδρομικώς εντός της οικείας περιοχής θα συνεπαγόταν πολύ μεγαλύτερες σιδηροδρομικές διαδρομές, γεγονός που θα επέφερε αποτέλεσμα αντίθετο από το επιδιωκόμενο με την επίδικη απόφαση.

58     Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η επίδικη απόφαση εισάγει έμμεσες διακρίσεις, η απαγόρευση της κυκλοφορίας δικαιολογείται από λόγους προστασίας τόσο της ανθρώπινης υγείας όσο και του περιβάλλοντος. Η Δημοκρατία της Αυστρίας ισχυρίζεται, συναφώς, ότι οι οριακές τιμές που προβλέπουν οι οδηγίες 96/62 και 1999/30 ορίστηκαν βάσει επιστημονικών κριτηρίων, στο επίπεδο που κρίνεται αναγκαίο για να εξασφαλιστεί η διαρκής προστασία της δημόσιας υγείας, καθώς και των οικοσυστημάτων και της χλωρίδας. Επομένως, δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται ότι κάθε υπέρβαση των εν λόγω τιμών θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία ή το περιβάλλον στο σύνολό του.

59     Επιπλέον, η επιβαλλόμενη με την επίδικη απόφαση απαγόρευση είναι πρόσφορη, αναγκαία και ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε τον πρόσφορο χαρακτήρα του μέτρου, τουλάχιστον μέχρι την υποβολή του υπομνήματος απαντήσεως, ούτε τον αναγκαίο χαρακτήρα του, λαμβανομένης υπόψη της υπερβάσεως των ετήσιων οριακών τιμών. Η Δημοκρατία της Αυστρίας, αντιθέτως, αμφισβητεί τον πρόσφορο χαρακτήρα των εναλλακτικών λύσεων που πρότειναν η Επιτροπή και τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη. Το να απαγορευθούν ορισμένες κατηγορίες οχημάτων EURO θα ήταν είτε ανεπαρκές (αναφορικά με τις κατηγορίες 0 και 1) είτε δυσανάλογο (αναφορικά με τις κατηγορίες 0, 1 και 2). Η τελευταία αυτή απαγόρευση πλήττει το 50 % της κυκλοφορίας των βαρέων οχημάτων και ουδόλως λαμβάνει υπόψη τη δυνατότητα εκτελέσεως των μεταφορών αυτών σιδηροδρομικώς. Η Δημοκρατία της Αυστρίας τονίζει, επιπλέον, ότι σημειώθηκε υπέρβαση των οριακών τιμών παρά την εφαρμογή του συστήματος των οικοσημείων και ότι η νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας των βαρέων οχημάτων ελήφθη υπόψη κατά την κατάρτιση της αποφάσεως αυτής.

60     Περαιτέρω, η τομεακή απαγόρευση κυκλοφορίας των βαρέων οχημάτων δεν αποτελεί μεμονωμένο μέτρο, καθότι πραγματοποιήθηκαν και άλλες δράσεις διαρθρωτικής φύσεως, όπως η επέκταση της σιδηροδρομικής υποδομής, καθώς και η βελτίωση των δημόσιων μεταφορών για τους επιβάτες τόσο σε τοπικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.

61     Τέλος, η Δημοκρατία της Αυστρίας εκτιμά ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση των κανονισμών 881/92 και 3118/93 είναι ασαφής και πολύ συνοπτική. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο θεωρεί ότι σημειώθηκε παράβαση των κανονισμών αυτών, οπότε δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 38, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

62     Η προσφυγή της Επιτροπής αποβλέπει, γενικώς, στην εκ μέρους του Δικαστηρίου διαπίστωση ότι η επίδικη απόφαση, απαγορεύοντας στα φορτηγά βάρους άνω των 7,5 τόνων που μεταφέρουν ορισμένα εμπορεύματα να κυκλοφορούν στο τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A 12 εντός της κοιλάδας του Inn, δημιουργεί εμπόδιο ασυμβίβαστο με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την οποία εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ, και συνιστά παράβαση των κανονισμών 881/92 και 3118/93. Επομένως, πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά οι δύο αυτές αιτιάσεις.

Επί της παραβάσεως των κανόνων της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων

–       Επί της παρεμποδίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων

63     Συναφώς, προέχει να υπομνησθεί κατ’ αρχάς ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας (απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1997, C-265/95, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1997, σ. Ι-6959, σκέψη 24).

64     Έτσι, η παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του άρθρου 3 ΕΚ, το οποίο έχει ενσωματωθεί στο πρώτο μέρος της Συνθήκης, υπό τον τίτλο «Αρχές», ορίζει ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 2 της εν λόγω Συνθήκης, η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει μια εσωτερική αγορά την οποία χαρακτηρίζει η εξάλειψη των εμποδίων, μεταξύ άλλων, στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών. Ομοίως, το άρθρο 14 ΕΚ ορίζει στο δεύτερο εδάφιο ότι «η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης», ιδίως αυτές των άρθρων 28 ΕΚ και 29 ΕΚ.

65     Αυτή η ελευθερία κυκλοφορίας συνεπάγεται την ύπαρξη μιας γενικής αρχής περί ελεύθερης διαμετακομίσεως των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας (βλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 1983, 266/81, SIOT, Συλλογή 1983, σ. 731, σκέψη 16).

66     Είναι πρόδηλον ότι η επίδικη απόφαση, απαγορεύοντας στα βαρέα οχήματα άνω των 7,5 τόνων που μεταφέρουν ορισμένες κατηγορίες εμπορευμάτων να κυκλοφορούν σε ένα οδικό τμήμα πρωταρχικής σημασίας, το οποίο αποτελεί μια από τις κύριες οδούς χερσαίας επικοινωνίας μεταξύ της Νότιας Γερμανίας και της Βόρειας Ιταλίας, παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και, ειδικώς, την ελεύθερη διαμετακόμισή τους.

67     Το γεγονός ότι υπάρχουν, όπως υποστηρίζει η Δημοκρατία της Αυστρίας, εναλλακτικές διαδρομές ή άλλοι τρόποι μεταφοράς των εν λόγω εμπορευμάτων δεν αποκλείει την ύπαρξη εμποδίου. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία που έχει διαμορφωθεί μετά την έκδοση της αποφάσεως της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Dassonville (Συλλογή τόμος 1974, σ. 411, σκέψη 5), τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ, ερμηνευόμενα εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, έχουν την έννοια ότι σκοπούν στην εξάλειψη κάθε εμποδίου, αμέσου ή εμμέσου, πραγματικού ή εν δυνάμει, στη ροή των συναλλαγών εντός του ενδοκοινοτικού εμπορίου (βλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003, C-112/00, Schmidberger, Συλλογή 2003, σ. Ι-5659, σκέψη 56).

68     Είναι ωστόσο προφανές ότι η επιβαλλόμενη με την επίδικη απόφαση απαγόρευση, υποχρεώνοντας τις οικείες επιχειρήσεις να αναζητήσουν, και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αποδοτικές εναλλακτικές λύσεις για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στα οποία αναφέρεται ο κανονισμός αυτός, μπορεί να περιορίσει τις εμπορικές δυνατότητες μεταξύ των βόρειων χωρών της Ευρώπης και της Βόρειας Ιταλίας.

69     Συνεπώς, η επίδικη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, κατ’ αρχήν ασυμβίβαστο με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο με τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ, εκτός αν το μέτρο αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς.

–       Επί της ενδεχόμενης δικαιολογήσεως του εμποδίου

70     Κατά πάγια νομολογία, εθνικά μέτρα δυνάμενα να παρακωλύσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο μπορούν να δικαιολογηθούν για επιτακτικούς λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, εφόσον τα μέτρα αυτά είναι ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C‑463/01,Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2004, σ. Ι-11705, σκέψη 75, καθώς και C‑309/02, Radlberger Getränkegesellschaft και S. Spitz, Συλλογή 2004, σ. I-11763, σκέψη 75).

71     Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε προκειμένου να διασφαλίσει την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα στην επίμαχη περιοχή και δικαιολογείται, ως εκ τούτου, για λόγους συνδεόμενους με την προστασία του περιβάλλοντος.

72     Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι η προστασία του περιβάλλοντος συνιστά έναν από τους ουσιώδεις σκοπούς της Κοινότητας (βλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 240/83, ADBHU, Συλλογή 1985, σ. 531, σκέψη 13, της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 302/86, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1988, σ. 4607, σκέψη 8, της 2ας Απριλίου 1998, C-213/96, Outokumpu, Συλλογή 1998, σ. I‑1777, σκέψη 32, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑176/03, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 41). Υπό την έννοια αυτή, το άρθρο 2 ΕΚ προβλέπει ότι η Κοινότητα έχει ως αποστολή να προάγει «υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος» και, προς τούτο, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο λ΄, ΕΚ προβλέπει την εφαρμογή μιας «πολιτικής στον τομέα του περιβάλλοντος».

73     Επιπλέον, το άρθρο 6 ΕΚ ορίζει ότι «οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δράσεων» και αποτελεί διάταξη που τονίζει τον καθολικό και θεμελιώδη χαρακτήρα του σκοπού αυτού (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 42).

74     Ακολούθως, σημειωτέον ότι, όσον αφορά ειδικότερα την προστασία της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος, το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 1999/30 θέτει οριακές τιμές για το διοξείδιο και τα οξείδια του αζώτου, προκειμένου να αξιολογείται η ποιότητα αυτή και να καθορίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα ή κατασταλτικά μέτρα.

75     Συναφώς, σύμφωνα με την οδηγία 96/62, η κατάσταση διαφέρει ανάλογα με το αν υπάρχει «κίνδυνος υπερβάσεως των οριακών τιμών» ή αν έχει πράγματι σημειωθεί υπέρβασή τους.

76     Έτσι, στην πρώτη περίπτωση, το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη «εκπονούν σχέδια δράσης [...], ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος [αυτός]». Σύμφωνα με την ίδια διάταξη, τα σχέδια αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν ενδεχομένως «μέτρα [...] αναστολής των δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στην υπέρβαση των οριακών τιμών, περιλαμβανομένης της κυκλοφορίας αυτοκινήτων».

77     Στη δεύτερη περίπτωση, ήτοι όταν αποδεικνύεται ότι τα επίπεδα ενός ή περισσότερων ρύπων υπερβαίνουν τις οριακές τιμές, προσαυξημένες κατά το περιθώριο ανοχής, το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/62 ορίζει ότι τα κράτη μέλη «μεριμνούν για την εκπόνηση ή την εφαρμογή σχεδίου ή προγράμματος, προς επίτευξη της οριακής τιμής εντός της οριζόμενης προθεσμίας». Τα εν λόγω σχέδια ή προγράμματα δημοσιεύονται και περιέχουν τα απαριθμούμενα στο παράρτημα IV της εν λόγω οδηγίας στοιχεία.

78     Στο μέτρο που η Δημοκρατία της Αυστρίας υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση, η οποία εκδόθηκε βάσει του IG-L, με τον οποίο μεταφέρθηκαν οι οδηγίες 96/62 και 1999/30 στο εθνικό δίκαιο, αποβλέπει συγκεκριμένα στην εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 7 και 8 της οδηγίας 96/62, πρέπει να εξεταστεί προηγουμένως αν η εν λόγω απόφαση έχει πράγματι αυτό το αντικείμενο.

79     Συναφώς, μολονότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Δημοκρατία της Ιταλίας αμφισβήτησαν τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του επιπέδου του διοξειδίου του αζώτου στον ατμοσφαιρικό αέρα, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι, το 2002 και το 2003, σημειώθηκε υπέρβαση της ετήσιας οριακής τιμής που είχε οριστεί για τον ρύπο αυτό, προσαυξημένης κατά το περιθώριο ανοχής, στο σημείο μέτρησης Vomp/Raststätte.

80     Υπό τις συνθήκες αυτές, η Δημοκρατία της Αυστρίας, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/62, όφειλε να ενεργήσει. Ασφαλώς, οι οριακές τιμές που ορίστηκαν για το διοξείδιο του αζώτου πρέπει να τηρούνται, σύμφωνα με το παράρτημα II, σημείο I, της οδηγίας 1999/30, μόλις από την 1η Ιανουαρίου 2010. Ωστόσο, σε περίπτωση υπερβάσεως των οριακών τιμών, δεν μπορεί να προσαφθεί σε κράτος μέλος ότι ενήργησε σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 3, πριν από την ως άνω ημερομηνία, προκειμένου να υλοποιήσει σταδιακά το επιδιωκόμενο από αυτήν αποτέλεσμα και να επιτύχει κατ’ επέκταση, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τον επιδιωκόμενο από αυτήν σκοπό.

81     Ειδικότερα, από το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/62 προκύπτει ότι, σε περίπτωση υπερβάσεως των οριακών τιμών, το οικείο κράτος μέλος οφείλει να καταρτίσει και να εφαρμόσει σχέδιο ή πρόγραμμα το οποίο να περιέχει τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα IV της οδηγίας αυτής, δηλαδή τον τόπο όπου σημειώθηκε υπέρβαση των ορίων, τις κύριες πηγές των υπεύθυνων για τη ρύπανση εκπομπών ή τα υφιστάμενα και σχεδιαζόμενα μέτρα. Ένα τέτοιο σχέδιο ή πρόγραμμα πρέπει εξ ορισμού να περιλαμβάνει σειρά κατάλληλων και συναφών μέτρων για τη μείωση του επιπέδου της ρύπανσης, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της οικείας περιοχής.

82     Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «σχέδιο» ή «πρόγραμμα» υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/62 ούτε τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 10 του IG‑L ούτε οι αρχές που καθιερώνει το άρθρο 11 του ίδιου αυτού νόμου ούτε και οι ειδικές διατάξεις του τομέα των μεταφορών οι οποίες περιέχονται στο άρθρο 14 του IG-L, εφόσον ουδόλως συνδέονται με συγκεκριμένη περίπτωση υπερβάσεως των οριακών τιμών. Όσον αφορά αυτή καθ’ εαυτήν την επίδικη απόφαση, η οποία εκδόθηκε βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων του IG-L, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να χαρακτηριστεί ως σχέδιο ή πρόγραμμα, δεν περιέχει, όπως επισήμανε η Επιτροπή, όλα τα στοιχεία που προβλέπει το παράρτημα IV της οδηγίας 96/62 και, ειδικότερα, τα προβλεπόμενα στα σημεία 7 έως 10 του παραρτήματος αυτού.

83     Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η επίδικη απόφαση στηρίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/62, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ορθή και πλήρη εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

84     Ωστόσο, η προηγούμενη διαπίστωση δεν συνεπάγεται ότι το εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, που απορρέει από το μέτρο απαγορεύσεως της κυκλοφορίας που επιβλήθηκε με την επίδικη απόφαση, μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει επιταγών γενικού συμφέροντος, όπως αυτές που έχουν καθιερωθεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

85     Προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένα τέτοιο εμπόδιο είναι ανάλογο με τον νόμιμο επιδιωκόμενο εν προκειμένω σκοπό, ήτοι την προστασία του περιβάλλοντος, είναι σημαντικό να καθοριστεί αν αυτό είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

86     Επ’ αυτού, η Επιτροπή και τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη τονίζουν τόσο την έλλειψη πραγματικών εναλλακτικών τρόπων μεταφοράς των οικείων εμπορευμάτων όσο και την ύπαρξη πολλών άλλων μέτρων, όπως η επιβολή περιορισμών στα όρια ταχύτητας ή τα συστήματα διοδίων για τις διάφορες κατηγορίες βαρέων οχημάτων ή και το σύστημα των οικοσημείων, τα οποία μπορούν ενδεχομένως να περιορίσουν τις εκπομπές του διοξειδίου του αζώτου σε επιτρεπτά επίπεδα.

87     Χωρίς να χρειάζεται το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της υπάρξεως εναλλακτικών τρόπων, σιδηροδρομικών ή οδικών, μεταφοράς των προβλεπόμενων στην επίδικη απόφαση εμπορευμάτων υπό αποδεκτούς οικονομικούς όρους ούτε να εξετάσει αν μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα, συνδυασμένα ή μη, για την επίτευξη του σκοπού της μειώσεως των εκπομπών ρύπων στην οικεία περιοχή, αρκεί να σημειωθεί, συναφώς ότι, πριν από τη λήψη ενός τόσο δραστικού μέτρου όπως η καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας σε ένα τμήμα του αυτοκινητοδρόμου που αποτελεί ζωτικής σημασίας οδό επικοινωνίας μεταξύ ορισμένων κρατών μελών, οι αυστριακές αρχές όφειλαν να εξετάσουν επισταμένως τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως άλλων μέσων που να περιορίζουν λιγότερο την ελευθερία κυκλοφορίας και να τα απορρίψουν μόνον εφόσον αποδεικνυόταν σαφώς ότι ήταν απρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

88     Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του δεδηλωμένου σκοπού της εκτελέσεως των οδικών εμπορευματικών μεταφορών σιδηροδρομικώς, οι εν λόγω αρχές όφειλαν να εξασφαλίσουν την ύπαρξη επαρκούς και κατάλληλου σιδηροδρομικού δικτύου για να καταστεί δυνατή η μεταφορά αυτή, προτού τεθεί σε ισχύ μέτρο όπως το θεσπισθέν με την επίδικη απόφαση.

89     Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 113 των προτάσεών του, εν προκειμένω δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι οι αυστριακές αρχές, θεσπίζοντας την επίδικη απόφαση, είχαν μελετήσει επαρκώς αν ο σκοπός της μειώσεως των εκπομπών ρύπων μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέσα, λιγότερο περιοριστικά της ελευθερίας κυκλοφορίας, και αν υπήρχε πράγματι βιώσιμη εναλλακτική λύση που να διασφαλίζει τη μεταφορά των οικείων εμπορευμάτων με άλλα μέσα μεταφοράς ή μέσω άλλων οδικών διαδρομών.

90     Επιπλέον, μια μεταβατική περίοδος μόλις δύο μηνών μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως και της ημερομηνίας που έταξαν οι αυστριακές αρχές για την επιβολή της τομεακής απαγορεύσεως κυκλοφορίας ήταν προδήλως ανεπαρκής για να παράσχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις του νέου συστήματος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψεις 79 και 80, καθώς και Radlberger Getränkegesellschaft και S. Spitz, σκέψεις 80 και 81).

91     Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση, μη τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, δεν μπορεί βασίμως να δικαιολογηθεί από λόγους σχετικούς με την προστασία της ποιότητας του αέρα. Κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή είναι αντίθετη προς τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ.

Επί της παραβάσεως των κανονισμών 881/92 και 3118/93

92     Κατά την Επιτροπή, η επίδικη απόφαση συνιστά επίσης παράβαση των άρθρων 1 και 3 του κανονισμού 881/92 καθώς και των άρθρων 1 και 6 του κανονισμού 3118/93.

93     Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, τόσο με το δικόγραφο της προσφυγής της ή με το υπόμνημά της απαντήσεως όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε ειδικά επιχειρήματα προς στήριξη μιας τέτοιας αιτιάσεως.

94     Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

95     Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, απαγορεύοντας στα φορτηγά βάρους άνω των 7,5 τόνων που μεταφέρουν ορισμένα εμπορεύματα να κυκλοφορούν σε τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A 12 εντός της κοιλάδας του Inn, κατόπιν της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

96     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα η Δημοκρατία της Αυστρίας και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Η Δημοκρατία της Αυστρίας, απαγορεύοντας στα φορτηγά βάρους άνω των 7,5 τόνων που μεταφέρουν ορισμένα εμπορεύματα να κυκλοφορούν σε τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A 12 εντός της κοιλάδας του Inn, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του υπουργού-προέδρου του Τιρόλου περί περιορισμού των μεταφορών στον αυτοκινητόδρομο Α 12 στην κοιλάδα του Inn (τομεακή απαγόρευση κυκλοφορίας) [Verordnung des Landeshauptmanns von Tirol, mit der auf der A 12 Inntalautobahn verkehrsbeschränkende Maßnahmen erlassen werden (sektorales Fahrverbot)], της 27ης Μαΐου 2003, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα.

4)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ιταλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.