Υπόθεση C-220/03

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

«Πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Συμφωνία περί της έδρας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Ρήτρα διαιτησίας — Ακίνητα μισθωμένα από την ΕΚΤ — Έμμεσοι φόροι ενσωματούμενοι στα μισθώματα»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 8ης Δεκεμβρίου 2005 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Προνόμια και ασυλίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Φορολογική ασυλία των Κοινοτήτων — Συμφωνία περί της έδρας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Επιστροφή του φόρου κύκλου εργασιών που βαρύνει παραδόσεις αγαθών και παροχές διαφόρων υπηρεσιών στο πλαίσιο πράξεων που αφορούν την εσωτερική λειτουργία της τράπεζας — Προϋπόθεση — Χωριστή αναγραφή στα τιμολόγια — Προϋπόθεση σαφής και επακριβής

(Πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 3, εδ. 2)

2.     Προνόμια και ασυλίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Φορολογική ασυλία των Κοινοτήτων — Επιστροφή εμμέσων φόρων και επιβαρύνσεων που βαρύνουν την πώληση αγαθών — Εφαρμογή επί του φόρου κύκλου εργασιών που βαρύνει παραδόσεις αγαθών και παροχές διαφόρων υπηρεσιών — Προϋπόθεση — Χωριστή αναγραφή στα τιμολόγια — Επιτρέπεται — Περιθώριο εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων και των κρατών μελών κατά τη σύναψη συμφωνιών εφαρμογής σχετικών με την επιστροφή

(Πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 3, εδ. 2)

1.     Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της συμφωνίας περί της έδρας εξαρτά την επιστροφή του φόρου κύκλου εργασιών, ρητώς και άνευ δυνατότητας αμφισβητήσεως, από την προϋπόθεση, η οποία εν προκειμένω δεν πληρούται, ότι ο φόρος αυτός έχει «αναγραφεί χωριστά στα τιμολόγια». Μολονότι είναι, κατ’ αρχήν, δυνατή η ερμηνεία μιας διατάξεως συμφωνίας «υπό το πρίσμα» του νομικού πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, προκειμένου να αρθεί μια αμφιβολία οφειλόμενη σε ασαφή διατύπωση, εντούτοις, μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το σαφές και επακριβές γράμμα αυτής της διατάξεως.

(βλ. σκέψη 31)

2.     Η προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, της συμφωνίας της 18ης Σεπτεμβρίου 1998 μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας περί της έδρας του εν λόγω οργάνου κατά την οποία ο φόρος κύκλου εργασιών που βαρύνει τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές διαφόρων υπηρεσιών στο πλαίσιο πράξεων που γίνονται προς κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών της ΕΚΤ, πρέπει να «αναγράφονται χωριστά στο τιμολόγιο» προκειμένου να χωρήσει επιστροφή τους από το οικείο κράτος μέλος δεν αντιβαίνει ούτε προς τον σκοπό ούτε προς το γράμμα του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο προβλέπει την έκπτωση ή την επιστροφή των εμμέσων φόρων και των τελών επί των πωλήσεων όταν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες πραγματοποιούν για υπηρεσιακή χρήση σημαντικές αγορές των οποίων η τιμή περιλαμβάνει φόρους και τέλη αυτής της φύσεως. Η διάταξη αυτή προβλέπει τη λήψη «των καταλλήλων μέτρων» προς επιστροφή των φόρων, τούτο δε μόνον καθόσον αφορά «σημαντικές αγορές» και «όταν […] είναι δυνατόν». Επομένως, παρέχεται περιθώριο διακριτικής ευχέρειας τόσο στα κοινοτικά όργανα όσο και στα κράτη μέλη όσον αφορά τη σύναψη συμφωνιών για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου.

(βλ. σκέψη 32)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 8ης Δεκεμβρίου 2005 (*)

«Πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Συμφωνία περί της έδρας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Ρήτρα διαιτησίας – Ακίνητα μισθωμένα από την ΕΚΤ – Έμμεσοι φόροι ενσωματούμενοι στα μισθώματα»

Στην υπόθεση C-220/03,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ που ασκήθηκε στις 21 Μαΐου 2003,

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εκπροσωπούμενη από την C. Zilioli και τον M. Benisch, επικουρούμενους από τους H.-G. Kamann και M. Selmayr, Rechtsanwälte, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τον U. Forsthoff, επικουρούμενο από τον W. Hölters, Rechtsanwalt,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann (εισηγητή), K. Lenaerts, E. Juhász και M. Ilešič, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

γραμματέας: K. Sztranc, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 9ης Ιουνίου 2005,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ζητεί ουσιαστικώς από το Δικαστήριο να κρίνει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποχρεούται να της επιστρέφει, για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών που της είναι αναγκαίες προς κάλυψη των υπηρεσιακών της αναγκών στη Γερμανία, ιδίως δε για τις μισθώσεις ακινήτων, τα ποσά που αντιστοιχούν στον φόρο κύκλου εργασιών ως προς τα οποία μπορεί να αποδειχθεί, ή κατόπιν ευλόγου οικονομικής αναλύσεως μπορεί να συναχθεί, ότι ενσωματώνονται στις αντιπαροχές που καταβάλλει το εν λόγω όργανο. Πέραν αυτής της καταρχήν διαπιστώσεως, η ΕΚΤ ζητεί να υποχρεωθεί το εν λόγω κράτος μέλος να της επιστρέψει το ποσό των 8 794 023,37 ευρώ, ως φόρο ενσωματωθέντα στα μισθώματα που κατέβαλε, καθώς και το ποσό του 1 925 689,23 ευρώ, ως φόρο ενσωματωθέντα στις παρεπόμενες δαπάνες και τις πάσης φύσεως εργασίες που σχετίζονται με τις ως άνω μισθώσεις.

 Το νομικό πλαίσιο

2       Η ΕΚΤ στηρίζει τα αιτήματά της αυτά, τα οποία προβάλλει δυνάμει ρήτρας διαιτησίας περιεχόμενης στη συμφωνία της 18ης Σεπτεμβρίου 1998 μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας περί της έδρας του εν λόγω οργάνου (BGBl. 1998 II, σ. 2745, στο εξής: συμφωνία περί της έδρας), επί του άρθρου 8, παράγραφος 1, της εν λόγω συμφωνίας, ερμηνευομένου υπό το πρίσμα των άρθρων 3, δεύτερο εδάφιο, και 23, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 8ης Απριλίου 1965 (ΕΕ L 291, της 19ης Νοεμβρίου 1979, στο εξής: Πρωτόκολλο).

3       Το άρθρο 291 ΕΚ ορίζει ότι:

«Η Κοινότητα απολαύει, στην επικράτεια των κρατών μελών, των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση της αποστολής της, υπό τους όρους που καθορίζονται στο Πρωτόκολλο της 8ης Απριλίου 1965 περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το αυτό ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα και [την] Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.»

 Το Πρωτόκολλο

4       Το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου προβλέπει ότι:

«Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, όταν τους είναι δυνατό, για την έκπτωση ή επιστροφή του ποσού των εμμέσων φόρων και των τελών επί των πωλήσεων που περιλαμβάνονται στην τιμή των κινητών ή ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, όταν οι Κοινότητες πραγματοποιούν για υπηρεσιακή χρήση σημαντικές αγορές των οποίων η τιμή περιλαμβάνει φόρους και τέλη αυτής της φύσεως. Εν τούτοις, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός των Κοινοτήτων.»

5       Το άρθρο 23, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου ορίζει ότι αυτό εφαρμόζεται επί της ΕΚΤ.

 Η συμφωνία περί της έδρας

6       Κατά το πέμπτο εδάφιο του προοιμίου της, η συμφωνία περί της έδρας αποσκοπεί «στον καθορισμό των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».

7       Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της συμφωνίας περί της έδρας ορίζει ότι:

«Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου, το Bundesamt für Finanzen [η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Οικονομικών] επιστρέφει, κατόπιν αιτήσεως, από τα έσοδα του φόρου κύκλου εργασιών, το φόρο κύκλου εργασιών που αναγράφεται χωριστά στα εκδιδόμενα επ’ ονόματι της ΕΚΤ τιμολόγια από επιχειρήσεις για παραδόσεις αγαθών και παροχή υπηρεσιών προς την ΕΚΤ, εφόσον οι πράξεις αυτές γίνονται προς κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών της ΕΚΤ. Το ποσό του οφειλόμενου για τις πράξεις αυτές φόρου πρέπει να υπερβαίνει για κάθε πράξη, το ποσό των 50 γερμανικών μάρκων (DM) και να έχει καταβληθεί στην επιχείρηση από την ΕΚΤ. […]»

8       Το άρθρο 21 της συμφωνίας περί της έδρας προβλέπει την ακόλουθη ρήτρα διαιτησίας:

«Οι διαφορές μεταξύ της Κυβερνήσεως [της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας] και της ΕΚΤ ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας, που δεν μπορούν να επιλυθούν απευθείας από τους συμβαλλομένους, μπορούν να αχθούν ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπό ενός των συμβαλλομένων, σύμφωνα με το άρθρο 35.4 του καταστατικού του ΕΣΚΤ [Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας].»

 Το καταστατικό του ΕΣΚΤ

9       Το άρθρο 35.4 του Πρωτοκόλλου περί του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΕΚ (στο εξής: καταστατικό του ΕΣΚΤ), έχει ως εξής:

«Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει διαιτητικής ρήτρας, περιλαμβανομένης σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που έχει συναφθεί από την ΕΚΤ ή για λογαριασμό της.»

 Οι διατάξεις περί του φόρου κύκλου εργασιών

10     Ο νόμος περί υπαγωγής στον φόρο κύκλου εργασιών (Umsatzsteuergesetz), της 9ης Ιουνίου 1999 (BGBl. 1999 I, σ. 1270, στο εξής: UStG), μεταφέρει στη γερμανική έννομη τάξη τις διατάξεις της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία).

11     Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 12, στοιχείο α΄, του UStG, το οποίο στηρίζεται στο άρθρο 13, B, στοιχείο β΄, της έκτης οδηγίας, η μίσθωση ακινήτων απαλλάσσεται από τον φόρο κύκλου εργασιών. Η απαλλαγή αυτή περιλαμβάνει και όλες τις παρεπόμενες παροχές και, ιδίως, τις επιβαρύνσεις που χρεώνει ο εκμισθωτής στον μισθωτή δυνάμει της μισθωτηρίου συμβάσεως.

12     Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του UStG, το οποίο στηρίζεται στο άρθρο 13, Γ, της έκτης οδηγίας, προβλέπει τη δυνατότητα αντιμετωπίσεως ως υποκείμενης στον φόρο μιας πράξεως η οποία κατά κανόνα απαλλάσσεται δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 12, στοιχείο α΄, του εν λόγω νόμου, εφόσον η πράξη αυτή τελείται υπέρ επιχειρηματία ο οποίος προβαίνει σε πράξεις υποκείμενες στον φόρο κύκλου εργασιών και παρέχουσες τη δυνατότητα εκπτώσεως του φόρου εισροών.

13     Η ΕΚΤ δεν έχει την ιδιότητα επιχειρηματία κατά την έννοια του γερμανικού φορολογικού δικαίου και, κατά συνέπεια, οι εκμισθωτές των ακινήτων που αυτή μισθώνει δεν έχουν την προβλεπόμενη από το άρθρο 9, παράγραφος 1, του UStG δυνατότητα να αντιμετωπίζουν ως υποκείμενες στον εν λόγω φόρο τις πράξεις εκμισθώσεως ακινήτων στο εν λόγω όργανο και τις παρεπόμενες προς τις πράξεις αυτές παροχές υπηρεσιών. Τη δυνατότητα αυτή επιλογής υπέρ της υπαγωγής στον φόρο αποκλείει, επίσης, το γερμανικό φορολογικό δίκαιο, καθόσον η ΕΚΤ, όπως και οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρίες του ιδιωτικού τομέα, προβαίνει μόνο σε πράξεις αποκλείουσες την έκπτωση του φόρου εισροών.

14     Δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του UStG, το οποίο στηρίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας, οι επιχειρηματίες οι οποίοι προβαίνουν σε πράξεις υποκείμενες στον αντίστοιχο φόρο κύκλου εργασιών έχουν τη δυνατότητα να εκπίπτουν από τον φόρο αυτόν το ποσό του φόρου εισροών που κατέβαλαν στους προμηθευτές τους για τις ενδιάμεσες παροχές. Εντούτοις, δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα όσον αφορά τις απαλλασσόμενες πράξεις, όπως είναι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 12, στοιχείο α΄, του UStG, η μίσθωση ακινήτων και η παροχή παρεπομένων προς τη μίσθωση αυτή υπηρεσιών, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, δεν επιβάλλεται φόρος κύκλου εργασιών και, συνεπώς, δεν υφίσταται δυνατότητα εκπτώσεως.

 Τα πραγματικά περιστατικά

15     Η ΕΚΤ μισθώνει ορισμένα ακίνητα στη Φραγκφούρτη (Γερμανία), πόλη στην οποία έχει την έδρα της. Τα δύο κυριότερα ακίνητα είναι:

–       το κτίριο Eurotower, επί της Kaiserstraße 29 (στο εξής: Eurotower), και

–       το κτίριο Eurotheum, επί της Neue Mainzer Straße και της Junghofstraße (στο εξής: Eurotheum).

16     Δεν αμφισβητείται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 12, στοιχείο α΄, του UStG, η μίσθωση των ακινήτων αυτών απαλλάσσεται από τον φόρο κύκλου εργασιών. Ομοίως, δυνάμει της αρχής ότι για τις παρεπόμενες παροχές ισχύει το ίδιο καθεστώς με την κύρια παροχή, οι σχετικές με τις μισθώσεις αυτές επιβαρύνσεις (δαπάνες συντηρήσεως, ηλεκτρισμού, νερού, ασφαλίσεως, κ.λπ., στο εξής: επιβαρύνσεις) απαλλάσσονται επίσης από τον φόρο αυτό. Κατά συνέπεια, οι εκμισθωτές που μισθώνουν τα ακίνητα αυτά στην ΕΚΤ και διαχειρίζονται τις σχετικές επιβαρύνσεις δεν αναγράφουν στα τιμολόγια που εκδίδουν στο όνομα του εν λόγω οργάνου φόρο κύκλου εργασιών για τις πράξεις αυτές.

17     Οι ίδιοι οι εκμισθωτές υπόκεινται στον φόρο κύκλου εργασιών για όλες τις παρεπόμενες παροχές που σχετίζονται με τα ακίνητα που εκμισθώνουν (εργασίες κατασκευής, διαρρυθμίσεως, συντηρήσεως, καθώς και για τις δαπάνες ηλεκτρισμού, νερού, ασφαλίσεως, κ.λπ., στο εξής: πράξεις εισροών). Αν η εκ μέρους τους μίσθωση υπόκειτο στον φόρο αυτό, δεν αμφισβητείται ότι οι εκμισθωτές θα είχαν τη δυνατότητα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 1, του UStG, να εκπέσουν από τον φόρο που οφείλουν να καταβάλουν για τις φορολογητέες αυτές πράξεις το ποσό του φόρου που οι ίδιοι κατέβαλαν για τις πράξεις εισροών (στο εξής: φόρος εισροών). Θα δικαιούντο, επομένως, επιστροφής αυτού του ποσού.

18     Για τον λόγο αυτό, οι εκμισθωτές έχουν συμφέρον να κάνουν χρήση της δυνατότητας επιλογής που τους παρέχει το άρθρο 9, παράγραφος 1, του UStG, και να ζητήσουν να αντιμετωπιστεί ως πράξη υποκείμενη στον φόρο κύκλου εργασιών μίσθωση η οποία κανονικώς απαλλάσσεται από τον φόρο αυτό. Στις περιπτώσεις στις οποίες παρέχεται τέτοια δυνατότητα στον εκμισθωτή, δηλαδή όταν οι μισθωτές έχουν την ιδιότητα του επιχειρηματία και προβαίνουν οι ίδιοι σε φορολογητέες πράξεις, οι μισθωτές έχουν, στη συνέχεια, τη δυνατότητα να εκπέσουν το ποσό του φόρου κύκλου εργασιών που βαρύνει την πράξη μισθώσεως από τον φόρο που οι ίδιοι οφείλουν να καταβάλουν για τις πράξεις στις οποίες προβαίνουν. Συνεπώς, οι μισθωτές έχουν, καταρχήν, δυνατότητα να ζητούν απόδοση του φόρου που βαρύνει το μίσθωμα, το γεγονός δε ότι ο εκμισθωτής έκανε χρήση του δικαιώματος επιλογής υπέρ της υπαγωγής στον φόρο δεν έχει καμία αρνητική οικονομική συνέπεια για τον εν λόγω μισθωτή.

19     Κατά την ΕΚΤ, αυτό το σύστημα απαλλαγών έχει ως αποτέλεσμα να την υποχρεώνει να καταβάλλει στους εκμισθωτές της τα ποσά του φόρου κύκλου εργασιών που αυτοί κατέβαλαν για τις πράξεις εισροών. Πράγματι, οι εκμισθωτές υπολογίζουν το ύψος των μισθωμάτων αναλόγως του περιθωρίου κέρδους που έχουν και, κατά συνέπεια, ζητούν υψηλότερα μισθώματα από μισθωτές όπως η ΕΚΤ, οι οποίοι δεν δύνανται να αναγράψουν εκ νέου σε τιμολόγιο τον φόρο εισροών. Καίτοι τα ποσά αυτά δεν εμφανίζονται χωριστά στα τιμολόγια, είναι δυνατόν, κατά το εν λόγω όργανο, να αποδειχθεί ότι ενσωματώνονται στα μισθώματα και στις επιβαρύνσεις που καταβάλλει. Το εν λόγω θεσμικό όργανο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι επιβαρύνεται εμμέσως με τον φόρο κύκλου εργασιών.

20     Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμφισβητεί ότι τα ποσά του φόρου κύκλου εργασιών ενσωματώνονται στα μισθώματα και τις επιβαρύνσεις που καταβάλλει η ΕΚΤ. Υποστηρίζει ότι πολυάριθμοι άλλοι πιστωτές, όπως οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρίες του ιδιωτικού τομέα, βρίσκονται από φορολογικής απόψεως στην ίδια θέση με την ΕΚΤ. Τα μισθώματα και οι επιβαρύνσεις διαμορφώνονται στην αγορά και η ΕΚΤ δεν απέδειξε ότι τα μισθώματα και οι επιβαρύνσεις που καταβάλλει προσαυξάνονται κατά τα ποσά που πράγματι αντιστοιχούν στον φόρο εισροών που έχουν καταβάλει οι εκμισθωτές για τις σχετικές με τη μίσθωση φορολογητέες πράξεις τους.

21     Με το από 9 Απριλίου 2001 έγγραφό του, το Finanzamt Wiesbaden, αρμόδια τοπική διεύθυνση φορολογίας, αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα της ΕΚΤ περί επιστροφής του φόρου κύκλου εργασιών που περιλαμβάνεται, κατά την άποψή της, στα τιμολόγια των μισθωμάτων και των επιβαρύνσεων που εκδίδουν στο όνομά της οι εκμισθωτές της. Η ΕΚΤ αμφισβήτησε την απορριπτική αυτή απόφαση επικαλούμενη το άρθρο 8, παράγραφος 1, της συμφωνίας περί της έδρας και το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου. Δεδομένου ότι οι γερμανικές φορολογικές αρχές και η ΕΚΤ επέμειναν στις διαφορετικές τους απόψεις, η δεύτερη άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

 Επι του παραδεκτού της προσφυγής

22     Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής τόσο με κριτήριο το Πρωτόκολλο όσο και με κριτήριο τη συμφωνία περί της έδρας.

23     Πρώτον, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η περιεχόμενη στο άρθρο 21 της συμφωνίας περί της έδρας ρήτρα διαιτησίας εφαρμόζεται ρητώς και αποκλειστικώς μόνον όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή «της παρούσας συμφωνίας». Επομένως, κατά την άποψή της, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, ιδίως όσον αφορά την απευθείας εφαρμογή του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω Πρωτοκόλλου, επομένως δε η προσφυγή είναι, από αυτής της απόψεως, απαράδεκτη.

24     Αρκεί συναφώς η διαπίστωση, όπως υποστήριξε η ΕΚΤ κατά την προφορική διαδικασία, ότι σκοπός της προσφυγής δεν είναι η ερμηνεία ή η απευθείας εφαρμογή του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου, αλλ’ ότι αποβλέπει αποκλειστικώς στην εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, της συμφωνίας περί της έδρας, το οποίο πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου, του οποίου το ως άνω άρθρο 8, παράγραφος 1, συνιστά εξειδικευμένη εφαρμογή στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, δυνάμει της περιεχόμενης στο άρθρο 21 της συμφωνίας περί της έδρας ρήτρας διαιτησίας, να ερμηνεύει και να εφαρμόζει το άρθρο 8, παράγραφος 1, αυτής της συμφωνίας υπό το πρίσμα του νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή.

25     Δεύτερον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η ρήτρα διαιτησίας, η οποία, δυνάμει πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, δεν έχει εφαρμογή επί της υπό κρίση διαφοράς, καθόσον δεν συντρέχει «διαφωνία ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή της συμφωνίας περί της έδρας». Πράγματι, τόσο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όσο και η ΕΚΤ από συμφώνου θεωρούν ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω συμφωνίας προβλέπει, κατά το γράμμα αυτού, αποκλειστικώς την επιστροφή του φόρου κύκλου εργασιών που αναγράφεται χωριστά στα τιμολόγια, επομένως δε η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή καθόσον, εν προκειμένω, δεν πρόκειται για την επιστροφή ενός τέτοιου φόρου.

26     Ως προς το ζήτημα αυτό, η ΕΚΤ ορθώς επισημαίνει ότι, προφανώς, υφίσταται διαφωνία μεταξύ της ιδίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, της συμφωνίας περί της έδρας, ιδίως ως προς το ζήτημα αν επιβάλλεται περισσότερο διασταλτική ερμηνεία αυτής της διατάξεως υπό το πρίσμα του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτόκολλου, υπό την έννοια ότι το εν λόγω κράτος μέλος υποχρεούται να επιστρέφει στην ΕΚΤ τον φόρο κύκλου εργασιών όχι μόνον όταν αυτός αναγράφεται χωριστά στα τιμολόγια, όπως προβλέπει το γράμμα του εν λόγω άρθρου 8, παράγραφος 1, αλλά και όταν είναι δυνατόν να αποδειχθεί, ακόμα και στην περίπτωση της μη χωριστής αναγραφής του φόρου στα τιμολόγια, ότι έχει πράγματι βαρυνθεί η ΕΚΤ με έναν τέτοιο φόρο.

27     Ενόψει των σκέψεων αυτών, επιβάλλεται να απορριφθούν οι ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και να διαπιστωθεί ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 21 της συμφωνίας περί της έδρας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 238 ΕΚ και 35, παράγραφος 4, του καταστατικού ΕΣΚΤ, να αποφανθεί επί της προσφυγής της ΕΚΤ.

 Επί της ουσίας

28     Δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της συμφωνίας περί της έδρας προβλέπει, κατά το ίδιο το γράμμα αυτής της διατάξεως, αποκλειστικώς επιστροφή του φόρου κύκλου εργασιών «που αναγράφεται χωριστά στα τιμολόγια […] για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών» προς την ΕΚΤ. Δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι επί των εν λόγω παραδόσεων αγαθών και παροχών υπηρεσιών δεν επιβάλλεται φόρος κύκλου εργασιών και ότι, κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να αναγραφεί χωριστά φόρος κύκλου εργασιών «για» αυτές τις παραδόσεις και παροχές.

29     Εντούτοις, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της συμφωνίας περί της έδρας προβλέπει όχι μόνον επιστροφή του φόρου κύκλου εργασιών που αναγράφεται χωριστά στα τιμολόγια, αλλά και οποιουδήποτε φόρου κύκλου εργασιών που ενσωματώνεται στις καταβαλλόμενες από την ΕΚΤ τιμές, επομένως δε και του φόρου κύκλου εργασιών που βαρύνει εμμέσως το εν λόγω θεσμικό όργανο ως εκ της μετακυλίσεως αυτού του φόρου στα μισθώματα για τα οποία εκδίδουν τιμολόγια οι εκμισθωτές της, ανεξαρτήτως της χωριστής αναγραφής στα εν λόγω τιμολόγια. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου ρητώς προβλέπει την εκ μέρους των κρατών μελών επιστροφή του φόρου κύκλου εργασιών «όταν τους είναι δυνατόν», προβλέποντας επιπροσθέτως, κατά τρόπο γενικό, την επιστροφή «του ποσού των εμμέσων φόρων […] που περιλαμβάνονται στην τιμή των κινητών ή ακινήτων περιουσιακών στοιχείων».

30     Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

31     Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της συμφωνίας περί της έδρας εξαρτά την επιστροφή του φόρου κύκλου εργασιών ρητώς και άνευ δυνατότητας αμφισβητήσεως, από την προϋπόθεση, η οποία εν προκειμένω δεν πληρούται, ότι ο φόρος αυτός έχει «αναγραφεί χωριστά στα τιμολόγια». Μολονότι είναι, κατ’ αρχήν, δυνατή η ερμηνεία μιας διατάξεως συμφωνίας «υπό το πρίσμα» του νομικού πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, προκειμένου να αρθεί μια αμφιβολία οφειλόμενη σε ασαφή διατύπωση, εντούτοις, μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το σαφές και επακριβές γράμμα αυτής της διατάξεως.

32     Επιπροσθέτως, η προϋπόθεση της «χωριστής αναγραφής του φόρου στο τιμολόγιο» δεν αντιβαίνει ούτε προς τον σκοπό ούτε προς το γράμμα του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου. Η διάταξη αυτή προβλέπει τη λήψη «των καταλλήλων μέτρων» προς επιστροφή των φόρων, τούτο δε μόνον καθόσον αφορά «σημαντικές αγορές» και «όταν […] είναι δυνατόν». Επομένως, παρέχεται περιθώριο διακριτικής ευχέρειας τόσο στα κοινοτικά όργανα όσο και στα κράτη μέλη όσον αφορά τη σύναψη συμφωνιών για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο.

33     Ο αποκλεισμός της επιστροφής φόρων που δεν έχουν αναγραφεί χωριστά στα εκδιδόμενα επ’ ονόματι της ΕΚΤ τιμολόγια, αλλά οι οποίοι έχουν καταβληθεί επί των εισροών των αντισυμβαλλομένων της και μπορούν, επομένως, να επηρεάσουν την τιμή των προς αυτήν παροχών, δεν εκφεύγει των ορίων αυτού του περιθωρίου. Το ίδιο ισχύει για το όριο των 50 γερμανικών μάρκων (DEM) που προβλέπει η συμφωνία περί της έδρας για την επιστροφή των φόρων. Επομένως, οι προϋποθέσεις αυτές είναι σύμφωνες με το Πρωτόκολλο.

34     Επιπροσθέτως, η προαναφερθείσα προϋπόθεση διασφαλίζει το δημοσιονομικό συμφέρον τόσο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όσο και του κράτους μέλους υποδοχής, καθόσον αποτρέπει το ενδεχόμενο χρησιμοποιήσεως δημοσίων πόρων για την εφαρμογή λεπτομερών και περίπλοκων διαδικασιών επιστροφής σκοπούντων στην απόδειξη ότι μέρος των δαπανών στις οποίες υποβάλλεται η ΕΚΤ αντιπροσωπεύει, στην πράξη, φόρο επί των εισροών που έχουν καταβάλει οι αντισυμβαλλόμενοί της.

35     Τελικώς, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 1968, 2/68, Ufficio Imposte di Consumo di Ispra κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 821), την οποία επικαλέστηκε η ΕΚΤ, στερείται σημασίας στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αφορούσε μια κατάσταση στην οποία η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχε επιχειρήσει, με συμφωνία που είχε συνάψει με την Ιταλική Κυβέρνηση, να περιορίσει τα δικαιώματα και τις εγγυήσεις που απήλαυαν τρίτοι, μη συμβαλλόμενοι στη συμφωνία αυτή, δυνάμει του Πρωτοκόλλου.

36     Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται να απορριφθεί η προσφυγή της ΕΚΤ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

37     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε την καταδίκη της ΕΚΤ, αυτή δε ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.