1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Μέτρο δικαιολογούμενο από τη φύση ή τη γενική οικονομία του συστήματος – Προσβολή του ανταγωνισμού
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 1 ΕΚ)]
2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρο επιδιώκον κοινωνικό σκοπό – Παρέκκλιση προβλεπόμενη στο άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης (νυν άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ) – Κρατικά μέτρα σκοπεύοντα στην προσέγγιση των όρων ανταγωνισμού προς εκείνους που ισχύουν εντός άλλων κρατών μελών – Δεν ασκεί επιρροή ως προς τον χαρακτηρισμό της ενισχύσεως
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 90 § 2 και 93 § 3 (νυν άρθρο 86 § 2 ΕΚ και 88 § 3 ΕΚ) και άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 1 ΕΚ)]
3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Παραίτηση, σε περίπτωση μεταβάσεως, όσον αφορά τους ιατρούς, από ένα καθεστώς πράξεων υποκειμένων στον φόρο προστιθέμενης αξίας σε ένα καθεστώς απαλλασσομένων πράξεων, από την επιτασσόμενη με το άρθρο 20 της έκτης οδηγίας περί φόρου προστιθέμενης αξίας μείωση της εκπτώσεως που έχει ήδη πραγματοποιηθεί όσον αφορά αγαθά που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται εντός της επιχειρήσεως – Εμπίπτει
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 1 ΕΚ)· οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, άρθρο 20]
1. Κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ), πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις, ώστε ένα μέτρο να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για σχετική παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.
Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, δεν υφίσταται κάποιο όριο ή ποσοστό κάτω από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επηρεάζεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Πράγματι, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου. Επομένως, η δεύτερη αυτή προϋπόθεση μπορεί να πληρούται ανεξάρτητα από την τοπική ή περιφερειακή φύση των παρεχομένων υπηρεσιών ή από τη σπουδαιότητα του οικείου κλάδου δραστηριότητας.
Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, ως γνωστόν, η έννοια της ενισχύσεως περιλαμβάνει όχι μόνο θετικές παροχές, αλλά και παρεμβάσεις, οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που βαρύνουν κανονικώς τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και που ως εκ τούτου, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή επάγονται τα ίδια αποτελέσματα. Συναφώς, το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης επιτάσσει να καθορίζεται αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, κρατικό μέτρο είναι ικανό να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» σε σχέση με άλλους, οι οποίοι τελούν, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει το εν λόγω καθεστώς, σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση. Σε καταφατική περίπτωση, το οικείο μέτρο πληροί την προϋπόθεση επιλεκτικότητας που αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως. Πράγματι, το γεγονός ότι ο αριθμός των επιχειρήσεων που μπορεί να ζητήσει να τύχει του επίμαχου μέτρου είναι πολύ μεγάλος ή ότι οι επιχειρήσεις αυτές ανήκουν σε διαφορετικούς τομείς δραστηριότητας δεν αρκεί για να αρθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας του και, συνεπώς, για να αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός του ως κρατικής ενισχύσεως. Ομοίως, οι ενισχύσεις μπορεί μεν να αφορούν ολόκληρο οικονομικό τομέα, εμπίπτοντας, πάντως, στο άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Διαφέρει η περίπτωση όταν ένα μέτρο, μολονότι συνιστά πλεονέκτημα για τον δικαιούχο του, δικαιολογείται από τη φύση ή τη γενική οικονομία του συστήματος εντός του οποίου εντάσσεται.
Όσον αφορά την τέταρτη προϋπόθεση, οι ενισχύσεις που αποσκοπούν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από έξοδα που θα έπρεπε κανονικά να επωμισθεί η ίδια, στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της, νοθεύουν κατά κανόνα τις συνθήκες του ανταγωνισμού.
(βλ. σκέψεις 27, 32-33, 36, 40, 42-43, 55)
2. Το γεγονός απλώς και μόνο ότι ένα μέτρο επιδιώκει κοινωνικό σκοπό δεν αρκεί για να μη χαρακτηριστεί εκ προοιμίου παρόμοιο μέτρο ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ). Πράγματι, στην παράγραφο 1 της εν λόγω διατάξεως δεν γίνεται διάκριση ανάλογα με τις αιτίες ή τους στόχους των κρατικών παρεμβάσεων, αυτές δε προσδιορίζονται με γνώμονα τα αποτελέσματά τους. Επιπλέον, η προβλεπόμενη στο άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης (νυν άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ) παρέκκλιση δεν επιτρέπει τον μη χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 92 αυτής. Δεν δύναται περαιτέρω, εφόσον στοιχειοθετήθηκε παρόμοιος χαρακτηρισμός, να απαλλάξει το οικείο κράτος μέλος από την υποχρέωση κοινοποιήσεως του μέτρου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ). Τέλος, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιδιώκει να επιτύχει την προσέγγιση, μέσω μονομερών μέτρων, των όρων ανταγωνισμού που ισχύουν σε ορισμένο οικονομικό τομέα προς αυτούς που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορεί να άρει τον χαρακτήρα των εν λόγω μέτρων ως ενισχύσεων.
(βλ. σκέψεις 46, 51, 54)
3. Το άρθρο 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) έχει την έννοια ότι κανόνας δυνάμει του οποίου το γεγονός της μεταβάσεως, όσον αφορά τους ιατρούς, από ένα καθεστώς πράξεων υποκειμένων στον φόρο προστιθέμενης αξίας σε ένα καθεστώς απαλλασσομένων πράξεων, δεν συνεπάγεται την επιτασσόμενη από το άρθρο 20 της έκτης οδηγίας μείωση της ήδη πραγματοποιηθείσας εκπτώσεως σχετικά με αγαθά που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται εντός της επιχειρήσεως, πρέπει να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση.
(βλ. σκέψη 59)