Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Προδικαστικά ερωτήματα — Υποβολή στο Δικαστήριο — Εθνικό δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ — Έννοια — Γερμανικό δικαστήριο επιληφθέν διαδικασίας που κινήθηκε από συμβολαιογράφο δημόσιο υπάλληλο κατόπιν εντολής του ιεραρχικώς προϊσταμένου του — Εμπίπτει

(Άρθρο 234 ΕΚ)

2. Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια — Γενικά ή υποθετικά ερωτήματα — Έλεγχος εκ μέρους του Δικαστηρίου της δικαιοδοσίας του — Υποθετικό νομικό πλαίσιο — Νομοθετική μεταβολή που σχεδιάζεται αλλά δεν έχει ακόμη εγκριθεί

(Άρθρο 234 ΕΚ)

3. Φορολογικές διατάξεις — Εναρμόνιση των νομοθεσιών — Έμμεσοι φόροι επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων — Φόρος κατά την έννοια της οδηγίας 69/335 — Έννοια — Δικαιώματα εισπραττόμενα από συμβολαιογράφο δημόσιο υπάλληλο για πράξη εμπίπτουσα στην οδηγία και διατιθέμενα στον κρατικό προϋπολογισμό — Εμπίπτουν — Συμβολαιογράφοι που δεν είναι αποκλειστικώς δημόσιοι υπάλληλοι, είναι δε οι ίδιοι δανειστές των δικαιωμάτων και τελών — Δεν ασκεί επιρροή

(Οδηγία 69/335 του Συμβουλίου)

Περίληψη

1. Από το άρθρο 234 ΕΚ προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιον τους διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας έχουσας προορισμό να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα.

Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση εθνικού δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία που κινήθηκε από συμβολαιογράφο δημόσιο υπάλληλο κατόπιν εντολής του ιεραρχικώς προϊσταμένου του, δυνάμει του ομοσπονδιακού νόμου περί δαπανών για την κατάρτιση πράξεων, και έχει ως αντικείμενο το ύψος των δικαιωμάτων και τελών που εισπράττονται για την κατάρτιση συμβολαιογραφικής πράξεως, εφόσον, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, όλοι οι ενδιαφερόμενοι αναπτύσσουν τις απόψεις τους, η απόφαση που θα εκδοθεί έχει ως αντικείμενο την επίλυση διαφοράς και, εξάλλου, η απόφαση αυτή ισχύει τόσο έναντι του δανειστή όσο και έναντι του οφειλέτη των δικαιωμάτων και τελών που υπολογίστηκαν με την πράξη εκκαθαρίσεως, τελεσιδικεί δε έναντι όλων των ενδιαφερομένων εάν κανένας από αυτούς δεν την προσβάλει.

(βλ. σκέψεις 25-26)

2. Η διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο τούς παρέχει τα ερμηνευτικά στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει.

Εντούτοις, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εναπόκειται στο Δικαστήριο να ερευνήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον είναι αρμόδιο να απαντήσει. Δεν είναι δυνατό να προβληθεί άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η αιτούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. Πράγματι, το πνεύμα συνεργασίας, που πρέπει να πρυτανεύει κατά τη λειτουργία της διαδικασίας των προδικαστικών ερωτημάτων, συνεπάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο σέβεται την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, η οποία συνίσταται στη συμβολή για την απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών σχετικά με γενικά ή υποθετικά ερωτήματα.

Έχει υποθετικό χαρακτήρα, κατά την έννοια αυτή, το προδικαστικό ερώτημα περί του εάν συνάδει προς κοινοτική διάταξη πλαίσιο εθνικών ρυθμίσεων, του οποίου χαρακτηριστικό είναι σχεδιαζόμενη αλλά μη εγκριθείσα ακόμη τροποποίηση της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας.

(βλ. σκέψεις 30-34)

3. Η οδηγία 69/335, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, έχει την έννοια ότι τα δικαιώματα και τέλη για την κατάρτιση συμβολαιογραφικού εγγράφου, από συμβολαιογράφο έχοντα την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, για δικαιοπραξία εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας, αποτελούν φόρο κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, εάν, δυνάμει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, οι συμβολαιογράφοι δημόσιοι υπάλληλοι υποχρεούνται να καταβάλλουν μέρος των εν λόγω δικαιωμάτων και τελών στο Δημόσιο, το οποίο χρησιμοποιεί αυτά τα έσοδα για τη χρηματοδότηση του έργου του, ακόμη και αν οι έχοντες την άδεια να ασκούν συμβολαιογραφικά καθήκοντα δεν είναι αποκλειστικώς συμβολαιογράφοι δημόσιοι υπάλληλοι, είναι δε οι ίδιοι δανειστές των επίμαχων δικαιωμάτων και τελών.

(βλ. σκέψη 45 και διατακτ.)