Υπόθεση C-111/03

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Βασιλείου της Σουηδίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Ελεύθερη κυκλοφορία γεωργικών προϊόντων — Οδηγία 89/662/ΕΟΚ — Άρθρο 5 — Κτηνιατρικοί έλεγχοι στο κράτος μέλος προορισμού των εμπορευμάτων — Εθνικό σύστημα εκ των προτέρων δηλώσεως η οποία επιβάλλεται στους εισαγωγείς ορισμένων ζωικών προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger της 12ης Μαΐου 2005 

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 20ής Οκτωβρίου 2005 

Περίληψη της αποφάσεως

Γεωργία — Προσέγγιση των νομοθεσιών στον αγορανομικό τομέα — Κτηνιατρικοί έλεγχοι που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο — Οδηγία 89/662 — Εθνική ρύθμιση που διατηρεί σύστημα υποχρεωτικής εκ των προτέρων δηλώσεως για τις εισαγωγές ορισμένων ζωικών προϊόντων — Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 89/662 του Συμβουλίου, άρθρο 5)

Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της οδηγίας 89/662, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, το κράτος μέλος που διατηρεί ένα σύστημα υποχρεωτικής εκ των προτέρων δηλώσεως και υγειονομικών ελέγχων για τις εισαγωγές ορισμένων ζωικών προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.

Συγκεκριμένα, η οδηγία 89/662 έθεσε σε εφαρμογή ένα εναρμονισμένο σύστημα κτηνιατρικών ελέγχων το οποίο βασίζεται στον πλήρη έλεγχο του εμπορεύματος στο κράτος μέλος αποστολής, το οποίο αποσκοπεί να υποκαταστήσει κατ’ αρχήν τον έλεγχο στο κράτος μέλος προορισμού και να επιτρέψει την ελεύθερη κυκλοφορία των οικείων προϊόντων υπό συνθήκες ανάλογες με αυτές της εσωτερικής αγοράς μέσω της καταργήσεως των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα της Κοινότητας. Συναφώς, δεν είναι δυνατόν η ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας να δικαιολογεί τη μονομερή επιβολή στους μεταφορείς από ένα κράτος μέλος προσθέτων ειδικών υποχρεώσεων κατά τη διέλευση των συνόρων. Επιπλέον, η βαλλόμενη εθνική ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη προς τις επιταγές του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας.

(βλ. σκέψεις 51-53, 60, 69, διατακτ. 1)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 20ής Οκτωβρίου 2005 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Ελεύθερη κυκλοφορία γεωργικών προϊόντων – Οδηγία 89/662/ΕΟΚ– Άρθρο 5 – Κτηνιατρικοί έλεγχοι στο κράτος μέλος προορισμού των εμπορευμάτων – Εθνικό σύστημα εκ των προτέρων δηλώσεως η οποία επιβάλλεται στους εισαγωγείς ορισμένων ζωικών προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη»

Στην υπόθεση C-111/03,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 12 Μαρτίου 2003,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη L. Ström van Lier και τον A. Bordes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου της Σουηδίας, εκπροσωπούμενου από τον A. Kruse,

καθού,

υποστηριζόμενο από

Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από την A. Guimaraes-Purokoski, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τον C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, τον R. Schintgen (εισηγητή), τη R. Silva de Lapuerta και τους P. Kūris και Γ. Αρέστη, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Σουηδίας, διατηρώντας ένα σύστημα υποχρεωτικής εκ των προτέρων δηλώσεως και υγειονομικών ελέγχων για τις εισαγωγές ορισμένων ζωικών προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ L 395, σ. 13).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία

2       Mε προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, η οδηγία 89/662 έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση των κτηνιατρικών ελέγχων που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο των προϊόντων ζωικής προελεύσεως.

3       Δυνάμει του άρθρου 1 της εν λόγω οδηγίας, οι κτηνιατρικοί έλεγχοι που πρέπει να διενεργούνται επί των προϊόντων ζωικής προελεύσεως που καλύπτονται από αυτήν και τα οποία προορίζονται για το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών δεν πρέπει πλέον να διενεργούνται (με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6 που αφορά τα προϊόντα που προέρχονται από τρίτες χώρες) στα εσωτερικά σύνορα της Κοινότητας, αλλά σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 89/662.

4       Το άρθρο 2 της οδηγίας 89/662 διευκρινίζει ότι ως «κτηνιατρικός έλεγχος», υπό την έννοια της οδηγίας, νοείται κάθε υλικός έλεγχος ή/και κάθε διοικητική διατύπωση που αφορά τα προϊόντα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία και αποβλέπει, άμεσα ή έμμεσα, να εξασφαλίσει την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας των ζώων.

5       Το κεφάλαιο Ι της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Έλεγχοι στον τόπο καταγωγής», περιλαμβάνει τα άρθρα 3 και 4 που ρυθμίζουν τους κτηνιατρικούς ελέγχους στο κράτος μέλος αποστολής.

6       Κατ’ εφαρμογή της πρώτης από τις δύο αυτές διατάξεις, το κράτος μέλος αποστολής φροντίζει να προορίζονται για το εμπόριο μόνον τα προϊόντα που έχουν ληφθεί, ελεγχθεί και σημανθεί με σφραγίδα και ετικέτα, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες για τον οικείο προορισμό, και τα οποία συνοδεύονται μέχρι τον παραλήπτη από τα πιστοποιητικά που απαιτούνται από τους κοινοτικούς κτηνιατρικούς κανόνες. Οι φορείς του τόπου προελεύσεως ασκούν συνεχή αυτοέλεγχο, καθιστώντας δυνατή την εξακρίβωση ότι τα εν λόγω προϊόντα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές. Με την επιφύλαξη των καθηκόντων ελέγχου που ανατίθενται από τους κοινοτικούς κανόνες στον επίσημο κτηνίατρο, η αρμόδια αρχή του κράτους αποστολής υποχρεούται να ελέγχει τακτικά κάθε επιχείρηση που παράγει, αποθηκεύει και επεξεργάζεται τα εν λόγω προϊόντα ώστε να εξασφαλίζεται ότι ανταποκρίνονται στις κοινοτικές απαιτήσεις, καθώς και να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα τα οποία μάλιστα μπορεί να οδηγήσουν έως και στην αναστολή της εγκρίσεως, σε περίπτωση μη τηρήσεως των εν λόγω επιταγών.

7       Σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 89/662, το κράτος μέλος αποστολής πρέπει να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζει την τήρηση των κτηνιατρικών απαιτήσεων σε όλα τα στάδια της παραγωγής, της αποθηκεύσεως, της μεταφοράς και της εμπορίας των οικείων προϊόντων και να επιβάλλει κυρώσεις για κάθε παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας που διαπράττεται στο πλαίσιο αυτό. Το κράτος μέλος αυτό μεριμνά ιδίως ώστε, αφενός, τα προϊόντα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις οδηγίες για την εναρμόνιση στα κτηνιατρικά θέματα, τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα Α της οδηγίας 89/662, να ελέγχονται κτηνιατρικώς κατά τον ίδιο τρόπο, είτε προορίζονται για το ενδοκοινοτικό εμπόριο είτε για την εθνική αγορά, και, αφετέρου, τα προϊόντα που δεν υπόκεινται σε κοινοτική εναρμόνιση, αλλά περιλαμβάνονται στο παράρτημα Β της ίδιας οδηγίας, να μην αποστέλλονται προς άλλο κράτος μέλος αν δεν είναι δυνατό να διατεθούν στο εμπόριο ούτε στη δική του επικράτεια για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 30 ΕΚ).

8       Το κεφάλαιο II της οδηγίας 89/662, με τίτλο «Έλεγχοι στον τόπο προορισμού», περιλαμβάνει τα άρθρα 5 έως 8.

9       Το άρθρο 5 έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη προορισμού εφαρμόζουν τα ακόλουθα μέτρα ελέγχου:

α)       η αρμόδια αρχή μπορεί, στον τόπο προορισμού του εμπορεύματος, να εξακριβώνει με δειγματοληπτικούς κτηνιατρικούς ελέγχους και άνευ διακρίσεων, αν τηρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 3· μπορεί επίσης, με αυτή την ευκαιρία, να προβαίνει και σε δειγματοληψία.

Εξάλλου, όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους διαμετακόμισης ή του κράτους μέλους προορισμού διαθέτει πληροφορίες σχετικά με πιθανή παράβαση, μπορεί επίσης να διενεργεί ελέγχους κατά τη διάρκεια της μεταφοράς των εμπορευμάτων στο έδαφός του, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου πιστότητας των μεταφορικών μέσων·

[…]

3.      Οι επιχειρήσεις που παραλαμβάνουν προϊόντα προερχόμενα από άλλο κράτος μέλος ή που προβαίνουν στην πλήρη κατάτμηση μιας παρτίδας τέτοιων προϊόντων:

[…]

γ)       είναι υποχρεωμένες, εφόσον το ζητήσει η αρμόδια αρχή, να αναφέρουν την άφιξη προϊόντων που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, στον αναγκαίο βαθμό για την ολοκλήρωση των ελέγχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

[…]

4. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 18.

[…]»

10     Τα άρθρα 7 και 8 της οδηγίας 89/662 προβλέπουν τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται και την ακολουθητέα διαδικασία εάν, κατά τη διάρκεια ελέγχου που πραγματοποιείται στον τόπο προορισμού της αποστολής, η αρμόδια αρχή διαπιστώσει την ύπαρξη επιζωοτίας ή κάθε νέας σοβαρής και μολυσματικής ασθένειας ή οποιαδήποτε αιτία που ενδέχεται να συνιστά κίνδυνο για τα ζώα ή για τον άνθρωπο. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των δύο αυτών άρθρων θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18 της ίδιας οδηγίας.

11     Τα άρθρα 9, 17 και 18 περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο III της οδηγίας 89/662 με τίτλο «Κοινές διατάξεις».

12     Σε περίπτωση εμφανίσεως οποιασδήποτε ζωονοσίας, ασθένειας ή αιτίας που ενδέχεται να συνιστά σοβαρό κίνδυνο για τα ζώα ή την υγεία των ανθρώπων, το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ιδίως ότι, μέχρις ότου ληφθούν κοινοτικά μέτρα, το κράτος μέλος προορισμού μπορεί, για σοβαρούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, να λαμβάνει συντηρητικά μέτρα έναντι της συγκεκριμένης εγκαταστάσεως ή, σε περίπτωση επιζωοτίας, έναντι της ζώνης προστασίας που προβλέπεται από τους κοινοτικούς κανόνες. Τα μέτρα αυτά κοινοποιούνται αμελλητί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή, η οποία, το συντομότερο δυνατό, εξετάζει την κατάσταση στο πλαίσιο της Μόνιμης Κτηνιατρικής Επιτροπής και θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα· παρακολουθεί την εξέλιξη της κατάστασης και τροποποιεί ή ακυρώνει, ανάλογα με αυτή την εξέλιξη, τις ληφθείσες αποφάσεις.

13     Σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 89/662, όπως έχει διορθωθεί (ΕΕ 1990, L 151, σ. 40):

«1. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της διαδικασίας του παρόντος άρθρου, η Μόνιμη Κτηνιατρική Επιτροπή, η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 68/361/ΕΟΚ, αποκαλούμενη στο εξής: επιτροπή, συγκαλείται αμέσως από τον πρόεδρό της, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε με αίτηση ενός κράτους μέλους.

2.      Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας δύο ημερών. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148, παράγραφος 2, της Συνθήκης [νυν άρθρο 205, παράγραφος 2, ΕΚ] για την έκδοση των αποφάσεων τις οποίες το Συμβούλιο καλείται να λάβει μετά από πρόταση της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία.

3.      Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα όταν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

4.       Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ή όταν δεν έχει διατυπωθεί γνώμη, η Επιτροπή υποβάλλει αμέσως στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Αν το Συμβούλιο δεν λάβει απόφαση εντός 15 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία του υπεβλήθη το θέμα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή εκτός εάν το Συμβούλιο αποφασίσει με απλή πλειοψηφία κατά των εν λόγω μέτρων.»

14     Το άρθρο 18 της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«1.       Σε περίπτωση αναφοράς στη διαδικασία που ορίζεται στο παρόν άρθρο, η Μόνιμη Κτηνιατρική Επιτροπή, η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 68/361/ΕΟΚ, στο εξής καλούμενη “επιτροπή”, συγκαλείται αμέσως από τον πρόεδρό της, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε με αίτηση ενός κράτους μέλους.

2.      Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας που ορίζεται από τον πρόεδρο σε συνάρτηση με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων τις οποίες το Συμβούλιο καλείται να λάβει μετά από πρόταση της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία, στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία.

3.       Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα όταν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

4.       Όταν τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ή όταν δεν έχει διατυπωθεί γνώμη, η Επιτροπή υποβάλλει αμέσως στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Αν το Συμβούλιο δεν λάβει απόφαση εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία του υπεβλήθη το θέμα, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή και τίθενται αμέσως σε εφαρμογή εκτός εάν το Συμβούλιο αποφασίσει με απλή πλειοψηφία κατά των μέτρων αυτών.»

 Η επίδικη εθνική ρύθμιση

15     Το άρθρο 8 του διατάγματος της 15ης Δεκεμβρίου 1998 της σουηδικής διοικητικής αρχής περί τροφίμων (Livsmedelsverket), σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους των τροφίμων ζωικής προελεύσεως στο ενδοκοινοτικό εμπόριο (SFS 1998, αριθ. 39), προβλέπει ότι ο εισαγωγέας ή ο αντιπρόσωπός του υποχρεούται, το αργότερο 24 ώρες πριν την αναμενόμενη ώρα αφίξεως, να δηλώσει ορισμένα προϊόντα στην αρμόδια αρχή ελέγχου του τόπου στον οποίο βρίσκεται ο πρώτος παραλήπτης του εμπορεύματος.

16     Τα εν λόγω προϊόντα απαριθμούνται στο παράρτημα 3 του εν λόγω διατάγματος και είναι τα εξής:

–       γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα που δεν έχουν υποστεί θερμική επεξεργασία (ώστε να παρουσιάζουν θετική αντίδραση στη δοκιμασία φωσφατάσης)·

–       αυγά κότας προοριζόμενα για άμεση κατανάλωση (κατηγορίες A και B)·

–       νωπό κρέας οποιουδήποτε ζώου (περιλαμβανομένων και των κατεψυγμένων)·

–       παρασκευάσματα κρέατος (στα οποία περιλαμβάνεται, π.χ., προϊόν που δεν υπέστη θερμική επεξεργασία)·

–       κιμάς·

–       κάθε άλλο προϊόν που ενδέχεται να παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία και για το οποίο η εθνική αρχή τροφίμων προέβλεψε κατά συνέπεια την υποχρέωση εκ των προτέρων δηλώσεως κατά την καταχώριση.

17     Δεν αμφισβητείται ότι όλα τα προαναφερθέντα προϊόντα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 89/662 είτε άμεσα είτε, όσον αφορά τον κιμά και τα παρασκευάσματα κρέατος, μέσω της παραπομπής στην οποία προβαίνει το άρθρο 10 της οδηγίας 94/65/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1994, περί καθορισμού των υγειονομικών κανόνων για την παραγωγή και τη θέση στην αγορά κιμάδων και παρασκευασμάτων κρέατος (ΕΕ L 368, σ. 10).

18      Η έννοια του ΟΟ«πρώτου παραλήπτη» του άρθρου 8 του προαναφερθέντος διατάγματος της 15ης Δεκεμβρίου 1998 ορίζεται στο άρθρο 2 του ίδιου διατάγματος ως αυτός που πρώτος παραλαμβάνει, στη Σουηδία, τα προϊόντα και τα επεξεργάζεται στον τόπο στον οποίο τα παραλαμβάνει. Αν μια παρτίδα εμπορευμάτων διαιρείται κατά τη μεταφορά, κάθε παραλήπτης του μέρους της παρτίδας λογίζεται ως πρώτος παραλήπτης.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

19     Η Επιτροπή, έχοντας λάβει σχετική καταγγελία και εκτιμώντας ότι η προαναφερθείσα σουηδική ρύθμιση αντιβαίνει στις επιταγές του άρθρου 5 της οδηγίας 89/662, απηύθυνε προς το Βασίλειο της Σουηδίας, στις 9 Ιουλίου 1999, έγγραφο οχλήσεως και το κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας δύο μηνών.

20     Επειδή δεν ικανοποιήθηκε από τις εξηγήσεις που έδωσε η Σουηδική Κυβέρνηση, η Επιτροπή απηύθυνε στο Βασίλειο της Σουηδίας, στις 21 Δεκεμβρίου 2001, αιτιολογημένη γνώμη καλώντας το να λάβει, εντός δύο μηνών από της λήψεως, τα αναγκαία προς συμμόρφωση μέτρα.

21     Επειδή η Σουηδική Κυβέρνηση απάντησε στην αιτιολογημένη αυτή γνώμη με έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2002, με το οποίο επανέλαβε την προηγούμενη επιχειρηματολογία της, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή.

22     Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Ιουλίου 2003, επετράπη στη Δημοκρατία της Φινλανδίας να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων του Βασιλείου της Σουηδίας.

 Επί της προσφυγής

23     Η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο της Σουηδίας ότι, θεσπίζοντας το 1998 και διατηρώντας σε ισχύ ένα σύστημα που προβλέπει, όσον αφορά ορισμένα ζωικά προϊόντα διατροφής που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, αφενός, υποχρεωτική εκ των προτέρων δήλωση με την οποία επιφορτίζονται οι εισαγωγείς των εν λόγω προϊόντων, και, αφετέρου, υγειονομικούς ελέγχους που διενεργούνται κατά την εισαγωγή των προϊόντων αυτών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της οδηγίας 89/662.

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής

24     Η Επιτροπή διευκρίνισε με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως ότι παραιτείται από την αιτίασή της που αντλείται από την ύπαρξη υγειονομικών ελέγχων κατά την εισαγωγή των οικείων προϊόντων.

25     Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται να εξεταστεί μόνον το βάσιμο της αιτιάσεως της Επιτροπής που αντλείται από την ύπαρξη συστήματος υποχρεωτικής εκ των προτέρων δηλώσεως με την οποία επιφορτίζονται οι εισαγωγείς των προϊόντων που αναφέρονται στην επίδικη σουηδική ρύθμιση.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

26     Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 89/662 αποτελεί εξαίρεση από την αρχή που θεσπίζει η οδηγία αυτή, σύμφωνα με την οποία οι κτηνιατρικοί έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται στο κράτος μέλος προελεύσεως.

27     Πάντως, επειδή αποτελεί εξαίρεση από τον πρωταρχικό στόχο της οδηγίας αυτής που είναι η μείωση των διατυπώσεων ελέγχου στον τόπο προορισμού των εμπορευμάτων, το άρθρο αυτό θα έπρεπε να ερμηνευθεί περιοριστικά.

28     Εξάλλου, το εν λόγω άρθρο 5 αφορά μόνον τους «δειγματοληπτικούς» κτηνιατρικούς ελέγχους που διενεργούνται «στον τόπο προορισμού του εμπορεύματος» και η παράγραφος 3 της ίδιας διατάξεως έχει εφαρμογή μόνο στις «επιχειρήσεις που παραλαμβάνουν προϊόντα προερχόμενα από άλλο κράτος μέλος ή που προβαίνουν στην πλήρη κατάτμηση» των προϊόντων αυτών.

29     Επιπλέον, το ίδιο άρθρο 5 διευκρινίζει, στην παράγραφο 3, στοιχείο γ΄, ότι η υποχρέωση αναφοράς της αφίξεως των οικείων προϊόντων είναι απαραίτητη μόνο «στον αναγκαίο βαθμό» για την ολοκλήρωση των δειγματοληπτικών και άνευ διακρίσεων ελέγχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου.

30     Πάντως, αφενός, η βαλλόμενη εθνική διάταξη αφορά τους εισαγωγείς και θα έπρεπε, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ως συνεπαγόμενη ελέγχους στα σύνορα, οι οποίοι απαγορεύονται από την οδηγία 89/662.

31     Αφετέρου, έλεγχοι που διενεργούνται κατά την είσοδο των προϊόντων στο έδαφος της Σουηδίας ενέχουν δυσμενείς διακρίσεις, εφόσον αφορούν, εξ ορισμού, μόνον τα εισαγόμενα προϊόντα.

32     Η Επιτροπή προσθέτει ότι η άποψη της Σουηδικής Κυβερνήσεως αντιβαίνει στο αντικείμενο και στην αποτελεσματικότητα της οδηγίας 89/662, στον βαθμό που οι έλεγχοι που δεν αναγνωρίζονται ούτε θεωρούνται αξιόπιστοι διενεργήθηκαν στο κράτος μέλος αποστολής και η υποχρέωση δηλώσεως αφορά συστηματικά όλους τους εισαγωγείς των οικείων προϊόντων.

33     Όσον αφορά το επιχείρημα της εν λόγω κυβερνήσεως, σύμφωνα με το οποίο είχαν διαπιστωθεί σοβαρές παραβάσεις ορισμένων κρατών μελών αποστολής ως προς τον έλεγχο για την ύπαρξη σαλμονελών στα τρόφιμα ζωικής προελεύσεως και ότι, επομένως, οι απλοί δειγματοληπτικοί έλεγχοι στον τόπο του τελικού προορισμού δεν επαρκούν για την αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας, η Επιτροπή απαντά ότι ο έλεγχος για την ύπαρξη σαλμονέλας στα τρόφιμα αποτελεί αντικείμενο ειδικών ρυθμίσεων και ότι, εν πάση περιπτώσει, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να δικαιολογεί τη μη εκτέλεση των υποχρεώσεων που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο επικαλούμενο το γεγονός ότι και άλλα κράτη μέλη παρέβησαν επίσης τις υποχρεώσεις τους.

34     Εξάλλου, η ίδια η οδηγία 89/662 παρέχει την ευχέρεια σε κάθε κράτος μέλος να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα σε περίπτωση που διαπιστώνει παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων κατά τη δειγματοληψία. Ειδικότερα, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής καθορίζει τη διαδικασία για τον σκοπό αυτό. Επιπλέον, το άρθρο της 9, παράγραφος 1, επιτρέπει να ληφθούν συντηρητικά μέτρα αν διαπιστωθούν κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία.

35     Η Σουηδική Κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από τη Φινλανδική Κυβέρνηση, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της Επιτροπής.

36     Πρώτον, η απαίτηση περί εκ των προτέρων δηλώσεως για ορισμένα προϊόντα, που θεσπίζεται με το άρθρο 8 του προαναφερθέντος διατάγματος της 15ης Δεκεμβρίου 1998, υπαγορεύεται από την πρόνοια αποτελεσματικής οργανώσεως των δειγματοληπτικών ελέγχων στο κράτος μέλος προορισμού, που προβλέπονται ρητά από την οδηγία 89/662, εξασφαλίζοντας τη διαθεσιμότητα των προϊόντων για τους σκοπούς των ελέγχων και επιτρέποντας τον σχεδιασμό της επιτηρήσεως από τις αρμόδιες αρχές. Πράγματι, ο έλεγχος στον τελικό προορισμό δεν θα ήταν ευχερής στην πράξη, διότι τα εν λόγω προϊόντα είναι δύσκολο να εντοπιστούν λόγω της ταχείας διαθέσεώς τους στον καταναλωτή.

37     Ακολούθως, η υποχρέωση αυτή ουδόλως σημαίνει ότι η αρμόδια εθνική αρχή έχει την ευχέρεια να διενεργεί έλεγχο σε κάθε παρτίδα που εισέρχεται στο έδαφος της Σουηδίας.

38     Επιπλέον, η προσβαλλόμενη από την Επιτροπή ρύθμιση δεν αφορά αναγκαστικά τον εισαγωγέα, αλλά την επιχείρηση που παραλαμβάνει πρώτη τα τρόφιμα και τα επεξεργάζεται στον τόπο παραλαβής (π.χ., στο πλαίσιο εγκαταστάσεως μεταποιήσεως ή χονδρεμπορίου, εγκαταστάσεως καταψύξεως ή αποθήκης τροφίμων).

39     Εξάλλου, σκοπός της ρυθμίσεως αυτής είναι να δώσει στην αρμόδια εθνική υπηρεσία τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως ελέγχων όταν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι δεν τηρήθηκε η εθνική νομοθεσία σε κάποιο από τα προηγούμενα στάδια. Ειδικότερα, οι δειγματοληπτικοί έλεγχοι στον τόπο του τελικού προορισμού δεν επαρκούν για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω της διαπιστώσεως σοβαρών παραβάσεων στο θέμα των απαιτήσεων που επιβάλλονται στα κράτη αποστολής όσον αφορά την ύπαρξη σαλμονέλας στα τρόφιμα ζωικής προελεύσεως: συγκεκριμένα, όλα τα κράτη μέλη δεν έχουν το ίδιο επίπεδο προστασίας ως προς το θέμα αυτό και οι μολύνσεις στη Σουηδία προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από «αλλοδαπά» προϊόντα.

40     Κατά τα λοιπά, η αναφερόμενη στο δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής εθνική ρύθμιση δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο στις εμπορικές συναλλαγές, εφόσον οι εισαγωγές κρέατος από άλλα κράτη μέλη βαίνουν αυξανόμενες από το 1997.

41     Τέλος, η επίδικη σουηδική ρύθμιση δεν αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 89/662, το οποίο αφήνει στα κράτη μέλη την εξουσία θέσεως σε εφαρμογή της διαδικασίας δηλώσεως των προϊόντων που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος και προβλέπει συναφώς γι’ αυτά ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως. Ειδικότερα, η οδηγία δεν περιέχει ορισμό του τόπου προορισμού που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της ίδιας οδηγίας. Ο κοινοτικός νομοθέτης δεν διευκρινίζει επίσης το χρονικό σημείο κατά το οποίο γίνεται η δήλωση ούτε τη συχνότητά της. Ομοίως, η εν λόγω οδηγία δεν διευκρινίζει τι εννοεί ως «επιχειρήσεις».

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

42     Ενόψει της εκτιμήσεως του βασίμου της προσφυγής της Επιτροπής, όπως συγκεκριμενοποιήθηκε στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται να αναφερθεί ευθύς εξ αρχής ότι, όπως προκύπτει από τον τίτλο και από την πρώτη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία 89/662 αποτελεί ένα από τα μέτρα που προορίζονται για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς.

43     Για την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των γεωργικών προϊόντων, η οποία αποτελεί, σύμφωνα με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, «θεμελιώδες στοιχείο των κοινών οργανώσεων αγοράς», η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό την «εξάλειψη των εμποδίων κτηνιατρικής φύσεως όσον αφορά την ανάπτυξη του ενδοκοινοτικού εμπορίου των εν λόγω προϊόντων» ζωικής προελεύσεως.

44     Λαμβάνοντας υπόψη τον τελικό στόχο, ο οποίος συνίσταται, σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη, στον περιορισμό των κτηνιατρικών ελέγχων στον τόπο αποστολής των οικείων προϊόντων, η οδηγία 89/662 έχει σκοπό, όπως προκύπτει από την πέμπτη αιτιολογική της σκέψη, «να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στους ελέγχους που πραγματοποιούνται στον τόπο αποστολής» των εμπορευμάτων και «να διοργανωθούν οι έλεγχοι που είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν στον τόπο προορισμού», η λύση δε αυτή συνεπάγεται, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική της σκέψη, την κατάργηση των κτηνιατρικών ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα της Κοινότητας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στους κτηνιατρικούς ελέγχους που πραγματοποιούνται από το κράτος μέλος αποστολής.

45     Επίσης, το άρθρο 1 της οδηγίας 89/662 ορίζει ότι οι κτηνιατρικοί έλεγχοι επί των προϊόντων ζωικής προελεύσεως που αφορά δεν πρέπει πλέον να διενεργούνται στα σύνορα. Εξάλλου, η οδηγία αυτή επιχειρεί μια βασική διάκριση μεταξύ των ελέγχων στον τόπο αποστολής και των ελέγχων στον τόπο προορισμού, διευκρινίζοντας, στην έβδομη αιτιολογική της σκέψη, ότι, στο κράτος μέλος προορισμού, οι κτηνιατρικοί έλεγχοι μπορούν κατ’ αρχήν να διενεργούνται μόνο δειγματοληπτικά στον τόπο προορισμού των εμπορευμάτων.

46     Υπό το πρίσμα αυτό, η εν λόγω οδηγία, αφού δίδει έναν ευρύ ορισμό της έννοιας του «κτηνιατρικού ελέγχου» ο οποίος καλύπτει κάθε υλικό έλεγχο ή/και κάθε διοικητική διατύπωση που αφορά τα οικεία προϊόντα και αποβλέπει, αμέσως ή εμμέσως, να εξασφαλίσει την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας των ζώων, ρυθμίζει λεπτομερώς, στα άρθρα 3 και 4, τους ελέγχους στον τόπο αποστολής.

47     Όσον αφορά τους ελέγχους στον τόπο προορισμού, το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι η αρμόδια εθνική αρχή μπορεί να ελέγξει με κτηνιατρικούς ελέγχους την τήρηση των επιταγών του άρθρου 3, υπό τη ρητή προϋπόθεση ότι οι έλεγχοι θα διενεργηθούν στον τόπο προορισμού του εμπορεύματος, θα περιορίζονται σε δειγματοληπτικούς ελέγχους και θα διενεργούνται άνευ διακρίσεων. Στην περίπτωση που η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους διαμετακομίσεως ή προορισμού διαθέτει πληροφορίες σχετικά με πιθανή παράβαση μπορεί επίσης να διενεργεί ελέγχους κατά τη διάρκεια της μεταφοράς των εμπορευμάτων στο έδαφός του, εξαιρουμένου όμως κάθε ελέγχου στα σύνορα. Η παράγραφος 4 του εν λόγω άρθρου 5 διευκρινίζει ότι οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18 της οδηγίας 89/662.

48     Εξάλλου, τα άρθρα της 7 και 8 καθορίζουν τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει το κράτος μέλος προορισμού στην περίπτωση που διαπιστωθεί, κατά τη διάρκεια ελέγχου που πραγματοποιείται στον τόπο προορισμού της αποστολής ή κατά τη μεταφορά, ότι προϊόν ζωικής προελεύσεως ενδέχεται να αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την προστασία της δημόσιας υγείας. Ειδικότερα, οι διατάξεις αυτές υποχρεώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού να επικοινωνήσουν, χωρίς καθυστέρηση, με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί να καταλήξει στο να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα για την επίτευξη διαβουλεύσεως των κρατών μελών τα οποία πρέπει να επιβεβαιώνονται ή να αναθεωρούνται σύμφωνα με την κοινοτική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 της οδηγίας 89/662. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των προαναφερθέντων άρθρων 7 και 8 θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18 της ίδιας οδηγίας.

49     Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας, τα ενδεχομένως ανόμοια συντηρητικά μέτρα που λαμβάνει επειγόντως το κράτος μέλος σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου αντικαθίστανται από ένα κοινοτικό σύστημα διασφαλίσεως, το πλαίσιο του οποίου καθορίζει το άρθρο αυτό και του οποίου οι λεπτομέρειες εφαρμογής θεσπίζονται επίσης κατά τη διαδικασία του άρθρου 18.

50     Πάντως, από τα στοιχεία που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 42 έως 49 της παρούσας αποφάσεως σαφώς προκύπτει ότι η επίδικη σουηδική ρύθμιση πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι ασυμβίβαστη με τις επιταγές της οδηγίας 89/662.

51     Συγκεκριμένα, το εναρμονισμένο σύστημα κτηνιατρικών ελέγχων που θέτει σε εφαρμογή η οδηγία αυτή, το οποίο βασίζεται στον πλήρη έλεγχο του εμπορεύματος στο κράτος μέλος αποστολής, αποσκοπεί να υποκαταστήσει κατ’ αρχήν τον έλεγχο στο κράτος μέλος προορισμού και πρέπει να επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των οικείων προϊόντων υπό συνθήκες ανάλογες με αυτές της εσωτερικής αγοράς. Συναφώς, δεν είναι δυνατόν η ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας να δικαιολογεί τη μονομερή επιβολή στους μεταφορείς από ένα κράτος μέλος προσθέτων ειδικών υποχρεώσεων κατά τη διέλευση των συνόρων, όπως είναι η υποχρέωση περί εκ των προτέρων δηλώσεως που επιβάλλεται με την επίδικη σουηδική ρύθμιση στους εισαγωγείς προϊόντων ζωικής προελεύσεως που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.

52     Εφόσον η εν λόγω οδηγία έχει ως αντικείμενο να ρυθμίσει λεπτομερώς τους κτηνιατρικούς ελέγχους που πρέπει να διενεργούνται κατά την αποστολή των εμπορευμάτων, προκειμένου να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τους ελέγχους που γίνονται στον τόπο προορισμού και, κατά μείζονα λόγο, να καταργήσει τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα της Κοινότητας με σκοπό τη βαθμιαία υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, η οδηγία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι πλαισιώνει κατά τρόπο σαφή και ακριβή την εξουσία των κρατών μελών κατά τη θέση σε εφαρμογή υγειονομικών ελέγχων που ενδεχομένως διενεργούνται στον τόπο προορισμού.

53     Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 5 της οδηγίας 89/662 δεν μπορεί, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Σουηδικής Κυβερνήσεως, να επιτρέπει εθνική ρύθμιση όπως η βαλλόμενη από την Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

54     Έτσι, γενικώς, το εν λόγω άρθρο 5 πρέπει, καθόσον αποτελεί εξαίρεση από το βασικό αντικείμενο της οδηγίας 89/662 που είναι η μείωση των ελέγχων και των διατυπώσεων στον τόπο προορισμού των προϊόντων ζωικής προελεύσεως, να ερμηνευθεί κατά τρόπο περιοριστικό.

55     Ειδικότερα, η διάταξη αυτή αφορά, όπως προκύπτει και από το γράμμα της, μόνο τους «δειγματοληπτικούς και άνευ διακρίσεων» κτηνιατρικούς ελέγχους που διενεργούνται «στον τόπο προορισμού του εμπορεύματος» και έχουν σκοπό την «εξακρίβωση […] της τηρήσεως των επιταγών του άρθρου 3».

56     Εξάλλου, η παράγραφός της 3 έχει εφαρμογή μόνο στις «επιχειρήσεις που παραλαμβάνουν προϊόντα προερχόμενα από άλλο κράτος μέλος ή που προβαίνουν στην πλήρη κατάτμηση μιας παρτίδας τέτοιων προϊόντων» και, δυνάμει της ίδιας παραγράφου, στοιχείο γ΄, οι εν λόγω επιχειρήσεις «είναι υποχρεωμένες, εφόσον το ζητήσει η αρμόδια αρχή, να αναφέρουν την άφιξη προϊόντων που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, στον βαθμό που απαιτείται για την ολοκλήρωση των ελέγχων», όπως αυτοί ορίζονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

57     Αντιθέτως, η βαλλόμενη από την Επιτροπή εθνική ρύθμιση, πρώτον, αφορά ρητά τους «εισαγωγείς», έννοια που δεν καλύπτει η έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 89/662 και η οποία όχι μόνο συνεπάγεται ότι υποβάλλονται στην επίμαχη διατύπωση αποκλειστικά τα προϊόντα αλλοδαπής προελεύσεως, εξαιρουμένων αυτών που προέρχονται από τη Σουηδία, αλλά επίσης οδηγεί σε ελέγχους κατά τη διέλευση των συνόρων, τους οποίους απαγορεύει η οδηγία αυτή. Εν πάση περιπτώσει, το κείμενο της βαλλόμενης σουηδικής ρυθμίσεως ουδόλως εξασφαλίζει ότι οι έλεγχοι διενεργούνται στον τόπο προορισμού των εμπορευμάτων, όπως απαιτεί το άρθρο 5 της οδηγίας 89/662, και η καθής κυβέρνηση αναφέρει πρακτικές δυσχέρειες που δήθεν ενυπάρχουν στον έλεγχο στον τελικό προορισμό.

58     Στη συνέχεια, η υποχρέωση περί εκ των προτέρων δηλώσεως που καθιερώνεται από την εν λόγω ρύθμιση έχει γενικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός να έχει ως αποτέλεσμα ελέγχους που υπερβαίνουν τον απλό δειγματοληπτικό έλεγχο που επιτρέπει το άρθρο 5.

59     Τέλος, η ίδια ρύθμιση δεν τηρεί τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 89/662, που υποδηλώνουν σαφώς ότι η υποχρέωση αναφοράς της αφίξεως προϊόντων που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος δεν πρέπει να είναι συστηματική, αλλά συναρτάται με ειδικό προς τούτο αίτημα της αρμόδιας αρχής στην περίπτωση μόνον που το μέτρο αυτό είναι απαραίτητο για την επιτυχή πραγματοποίηση ελέγχων όπως αυτοί που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου.

60     Υπό τις συνθήκες αυτές, η βαλλόμενη από την Επιτροπή σουηδική ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη προς τις επιταγές του άρθρου 5 της οδηγίας 89/662.

61     Πρέπει να προστεθεί ότι η εν λόγω ρύθμιση ενέχει σοβαρό κίνδυνο διπλού ελέγχου, πέραν του διενεργούμενου κατά την είσοδο του προϊόντος στο εθνικό έδαφος, υποδηλώνοντας έτσι εμφανή έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς την καταλληλότητα των ελέγχων που διενεργήθηκαν στον τόπο αποστολής.

62     Ειδικότερα, οι εξηγήσεις που έδωσε η καθής κυβέρνηση όσον αφορά τον λόγο υπάρξεως της αμφισβητούμενης από την Επιτροπή εσωτερικής διατάξεως, δηλαδή την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των υγειονομικών ελέγχων για να εμποδιστεί η είσοδος στη Σουηδία τροφίμων που έχουν μολυνθεί από σαλμονέλα, αντιβαίνουν στο πνεύμα της οδηγίας 89/662 το οποίο ευνοεί την ελεύθερη κυκλοφορία των γεωργικών προϊόντων δίδοντας ιδιαίτερη σημασία στους ελέγχους που πραγματοποιούνται στον τόπο αποστολής.

63     Ο σκοπός αυτός της εν λόγω οδηγίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και η πρακτική αποτελεσματικότητά της αποδυναμώνεται αν τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να υπερβαίνουν τις ταχθείσες προδιαγραφές, οπότε η διατήρηση ή η υιοθέτηση άλλων εθνικών μέτρων πέραν αυτών που προβλέπονται ρητώς πρέπει να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στον σκοπό της οδηγίας αυτής.

64     Εξάλλου, αφενός, η ίδια η οδηγία περιλαμβάνει, στα άρθρα της 7, 8 και 9, διατάξεις που επιτρέπουν στο κράτος μέλος προορισμού να λάβει μέτρα σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου κατά της δημόσιας υγείας, τα οποία όμως συνοδεύονται από διαδικαστικές εγγυήσεις ικανές να τα πλαισιώσουν σε κοινοτικό επίπεδο, τα οποία δηλαδή έχουν προσωρινό μόνο χαρακτήρα μέχρι να ληφθούν τα από κοινού μέτρα.

65     Αφετέρου, όπως ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 14, 77 και 78 των προτάσεών του, το Βασίλειο της Σουηδίας, όπως άλλωστε και η Δημοκρατία της Φινλανδίας, εξασφάλισαν, στο πλαίσιο της προσχωρήσεώς τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρόσθετες εγγυήσεις όσον αφορά τον έλεγχο της σαλμονέλας κατά την παράδοση ορισμένων προϊόντων ζωικής προελεύσεως που προορίζονται γι’ αυτά.

66     Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με πάγια νομολογία, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, προκειμένου να δικαιολογήσει τη δική του παράβαση, να προβάλει ισχυρισμό περί ενδεχόμενης παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους άλλου κράτους μέλους. Συνεπώς, ένα κράτος μέλος δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να λάβει μονομερώς διορθωτικά ή προστατευτικά μέτρα που έχουν ως σκοπό να αντιμετωπίσουν αυτή τη μη τήρηση, αλλά υποχρεούται να ενεργήσει στο πλαίσιο των διαδικασιών και των ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπονται προς τούτο από τη Συνθήκη (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου 1979, 232/78, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 323, σκέψη 9· της 14ης Φεβρουαρίου 1984, 325/82, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1984, σ. 777, σκέψη 11· της 9ης Ιουλίου 1991, C-146/89, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1991, σ. I-3533, σκέψη 47, και της 23ης Μαΐου 1996, C-5/94, Hedley Lomas, Συλλογή 1996, σ. I-2553, σκέψη 20).

67     Επιπροσθέτως, το επιχείρημα της Σουηδικής Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το οποίο οι εισαγωγές κρεάτων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη δεν επηρεάζονται από την εφαρμογή του επίμαχου εθνικού μέτρου, πρέπει να απορριφθεί υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, από την οποία προκύπτει ότι η μη τήρηση υποχρεώσεως που επιβάλλεται από κοινοτικό κανόνα δικαίου συνιστά αφ’ εαυτής παράβαση και ότι το ενδεχόμενο η εν λόγω παράβαση να μην έχει αρνητικές συνέπειες δεν ασκεί επιρροή (βλ. απόφαση της 26ης Ιουνίου 2003, C-233/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2003, σ. I-6625, σκέψη 62).

68     Βάσει όλων των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθεί βάσιμη.

69     Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Σουηδίας, διατηρώντας ένα σύστημα υποχρεωτικής εκ των προτέρων δηλώσεως για τις εισαγωγές ορισμένων ζωικών προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της οδηγίας 89/662.

 Επί των δικαστικών εξόδων

70     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Βασίλειο της Σουηδίας ηττήθηκε και η Επιτροπή έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, το κράτος μέλος αυτό πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, που παρενέβη στη δίκη, θα φέρει τα έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Το Βασίλειο της Σουηδίας, διατηρώντας ένα σύστημα υποχρεωτικής εκ των προτέρων δηλώσεως για τις εισαγωγές ορισμένων ζωικών προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς.

2)      Καταδικάζει το Βασίλειο της Σουηδίας στα δικαστικά έξοδα.

3)      Η Δημοκρατία της Φινλανδίας φέρει τα δικά της έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική.