1. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Ασφάλεια δικαίου — Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση — Απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια — Όρια
2. Πράξεις των οργάνων — Ιεραρχία των κανόνων — Υπεροχή κανονισμού έναντι κατευθυντηρίων γραμμών ή πλαισίου χωρίς θεμέλιο στη Συνθήκη ή σε πράξη εκδοθείσα δυνάμει αυτής
(Άρθρο 249 ΕΚ)
3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Κανονισμός 70/2001 σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων — Κανονισμός 2204/2002 σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ της απασχολήσεως — Αυτοτελείς έναντι αλλήλων κανονισμοί επιδιώκοντες διαφορετικούς στόχους
(Κανονισμοί της Επιτροπής 70/2001, άρθρο 3 § 2, και 2204/2002, άρθρο 3 § 1)
4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Κανονισμός 2204/2002 σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ της απασχολήσεως — Εξαιρέσεις προβλεπόμενες αντίστοιχα από τα άρθρα 4, 5 και 6 του κανονισμού — Διακριτές και αυτοτελείς προϋποθέσεις συμβατότητας
(Κανονισμός 2204/2002 της Επιτροπής, άρθρα 4, 5 και 6)
5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Εξουσιοδότηση της Επιτροπής βάσει του κανονισμού 994/98 — Έκταση — Εξουσιοδότηση μη περιοριζόμενη στην κωδικοποίηση απλώς και μόνο της προγενέστερης πρακτικής
(Κανονισμός 994/98 του Συμβουλίου, άρθρο 1)
6. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Εξουσιοδότηση της Επιτροπής βάσει του κανονισμού 994/98 — Εξουσιοδότηση μη καλύπτουσα τον ορισμό της εννοίας των κρατικών ενισχύσεων
(Κανονισμός 994/98 του Συμβουλίου)
7. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Κανονισμός 2204/2002 σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ της απασχολήσεως — Θέσπιση εξαντλητικού καταλόγου των κατηγοριών των τελούντων σε μειονεκτική θέση εργαζομένων που μπορούν να τύχουν των ενισχύσεων δυνάμει του ανωτέρω κανονισμού — Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας — Δεν συντρέχει
(Κανονισμός 2204/2002 της Επιτροπής, άρθρα 2, στοιχ. στ΄, και 5)
8. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Προσδιορισμός των προϋποθέσεων συμβατότητας — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Όρια
(Κανονισμός 994/98 του Συμβουλίου)
9. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Κατηγορίες ενισχύσεων, οριζόμενες κανονιστικώς, δυνάμενες να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά — Κανονισμός 2204/2002 σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ της απασχολήσεως — Καθορισμός προϋποθέσεων συμβατότητας αυστηρότερων σε σχέση με τις ισχύουσες κατά την προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής — Παραβίαση της αρχής περί ίσης μεταχειρίσεως — Δεν συντρέχει
(Κανονισμός 2204/2002 της Επιτροπής)
10. Πράξεις των οργάνων — Επιλογή της νομικής βάσεως — Κριτήρια — Κοινοτική πράξη διώκουσα διπλό σκοπό ή έχουσα δύο συνιστώσες — Αναφορά στον σκοπό ή στην κύρια ή δεσπόζουσα συνιστώσα — Θέσπιση του κανονισμού 2204/2002 επί τη βάσει του κανονισμού 994/98 ο οποίος εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εκδώσει κανονισμούς για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών κρατικών ενισχύσεων ως συμβατών προς την κοινή αγορά — Νομιμότητα ακόμη και μετά την ενσωμάτωση του άρθρου 137 ΕΚ με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 94 (νυν άρθρο 89 ΕΚ)· κανονισμός 994/98 του Συμβουλίου)
1. Η αρχή της ασφαλείας δικαίου συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, απαιτούσα, μεταξύ άλλων, τη σαφήνεια και ακρίβεια συγκεκριμένης κανονιστικής ρυθμίσεως, ώστε οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους.
Εντούτοις, εφόσον είναι συμφυής με δεδομένο κανόνα δικαίου ορισμένος βαθμός αβεβαιότητας ως προς την έννοια και την έκταση εφαρμογής του, πρέπει, στο πλαίσιο προσφυγής κράτους μέλους το οποίο θεμελιώνει τις αιτιάσεις του σχετικά με τη νομιμότητα κανονισμού κατ’ ουσίαν επί υποθετικών καταστάσεων, ο έλεγχος να περιορίζεται στο αν η επίδικη νομική πράξη πάσχει παρόμοια ασάφεια ώστε να παρεμποδίζεται το κράτος μέλος να διατυπώσει με ικανή βεβαιότητα τυχόν επιφυλάξεις ως προς την έκταση εφαρμογής ή την έννοια της προσβαλλόμενης πράξεως.
(βλ. σκέψεις 30-31)
2. Οι κατευθυντήριες γραμμές και το πολυτομεακό πλαίσιο που θεσπίζει η Επιτροπή στο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων δεν έχουν νομικό θεμέλιο ούτε στη Συνθήκη ούτε σε νομική πράξη θεσπισθείσα δυνάμει αυτής, οπότε, σε περίπτωση επικαλύψεως με τις διατάξεις κανονισμού εκδοθέντος στον ίδιο τομέα, οι δεύτερες υπερτερούν ως εκ του ότι είναι δεσμευτικές και γενικής ισχύος δυνάμει του άρθρου 249 ΕΚ.
(βλ. σκέψη 33)
3. Ο κανονισμός 70/2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, και ο κανονισμός 2204/2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, είναι αυτοτελείς ο ένας έναντι του άλλου και επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Έτσι, ούτε οι προϋποθέσεις που περιλαμβάνουν ούτε τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής τους συμπίπτουν πλήρως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι σαφές, ενόψει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 70/2001, ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων συμβιβάζεται με την κοινή αγορά και εξαιρείται της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως αν δεν θίγει είτε το πεδίο εφαρμογής και όλες τις προϋποθέσεις του κανονισμού 2204/2002 είτε το πεδίο εφαρμογής και όλες τις προϋποθέσεις του κανονισμού 70/2001.
(βλ. σκέψη 36)
4. Όπως προκύπτει από τη γενική οικονομία και τον σκοπό του κανονισμού 2204/2002 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, οι απαλλαγές που προβλέπουν το άρθρο 4 περί των ενισχύσεων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, το άρθρο 5 σχετικά με τις ενισχύσεις για την πρόσληψη εργαζομένων σε μειονεκτική θέση και εργαζομένων με ειδικές ανάγκες και το άρθρο 6 σχετικά με τις πάγιες ενισχύσεις για την απασχόληση εργαζομένων με ειδικές ανάγκες έχουν διακριτούς στόχους και οι προϋποθέσεις συμβατότητας που καθορίζονται με αυτά είναι καταρχήν αυτοτελείς οι μεν έναντι των δε. Έτσι, εφόσον μια ενίσχυση πληροί τις προϋποθέσεις του ενός εκ των ανωτέρω άρθρων, συμβιβάζεται με την κοινή αγορά ανεξάρτητα από το γεγονός ότι θα μπορούσε επίσης να πληροί τις προϋποθέσεις ενός άλλου εκ των άρθρων αυτών.
(βλ. σκέψη 46)
5. Ουδαμώς από τη διατύπωση του άρθρου 1 του κανονισμού 994/98, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει τα κριτήρια συμβατότητας των ενισχύσεων προς την κοινή αγορά σε πλήρη συμφωνία με την προϋφιστάμενη πρακτική της, χωρίς τη δυνατότητα τροποποιήσεώς τους. Πράγματι, η διάταξη αυτή περιορίζεται απλώς στο να εξαγγείλει εν γένει ότι ο κανονισμός απαλλαγής σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ της απασχολήσεως πρέπει να διευκρινίζει τα κατώφλια ως προς τις ενισχύσεις και τις προϋποθέσεις σχετικά με τη σώρευση των ενισχύσεων, χωρίς, πάντως, να τοποθετείται ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο των εν λόγω κριτηρίων. Η κανονιστική εξουσιοδότηση που παρέσχε το Συμβούλιο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως πρόσκληση προς την Επιτροπή να περιοριστεί απλώς και μόνο στην κωδικοποίηση της προγενέστερης πρακτικής της και να μη χρησιμοποιήσει την πείρα της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων προκειμένου να καθορίσει νέα κριτήρια, έστω και αυστηρότερα έναντι των υφισταμένων.
(βλ. σκέψεις 52-53)
6. Με τον κανονισμό 994/98, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων, το Συμβούλιο παρέσχε στην Επιτροπή την εξουσία να αναγνωρίζει ότι ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως. Έτσι, υπό το φως του άρθρου 87 ΕΚ, το Συμβούλιο περιορίστηκε στο να εξουσιοδοτήσει την Επιτροπή να θέσει σε εφαρμογή την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου εξαγγέλλοντας εξαιρέσεις από την κατά την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου αρχή της ασυμβατότητας ενισχύσεων. Αντιθέτως, δεν της ανέθεσε καμία εξουσία ερμηνείας του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η οποία ορίζει την έννοια των κρατικών ενισχύσεων. Επομένως, η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία, κατά την έκδοση του κανονισμού 2204/2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, να προβεί σε δεσμευτικό και γενικό ορισμό της εννοίας των κρατικών ενισχύσεων. Έτσι, ενήργησε εντός των ορίων των εξουσιών της και επομένως δεν παραβίασε τις γενικές αρχές περί ασφαλείας δικαίου, επικουρικότητας και αναλογικότητας.
(βλ. σκέψη 58)
7. Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας από κοινοτική πράξη προϋποθέτει ότι αυτή επιβάλλει στα υποκείμενα δικαίου υποχρέωση υπερβαίνουσα τα όρια αυτού που είναι ενδεδειγμένο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.
Ο κανονισμός 2204/2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, δεν εξαρτά τα υπέρ των μη περιλαμβανομένων στον ορισμό που δίδει των τελούντων σε μειονεκτική θέση εργαζομένων μέτρα από καμία νέα υποχρέωση. Μη αναφερόμενος στα εν λόγω μέτρα, δεν καταργεί ως μέτρο την ήδη επιβαλλόμενη με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ υποχρέωση κοινοποιήσεως. Επομένως, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθιερώνοντας, στο άρθρο 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 2204/2002, εξαντλητικό κατάλογο των κατηγοριών εργαζομένων που τελούν σε μειονεκτική θέση και μπορούν να τύχουν των χορηγουμένων με βάση το άρθρο 5 αυτού ενισχύσεων.
(βλ. σκέψεις 61-62)
8. Η Επιτροπή απολαύει, σε θέματα κρατικών ενισχύσεων, ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται σε κοινοτικό πλαίσιο. Τούτο συμβαίνει ειδικότερα οσάκις η Επιτροπή επιθυμεί τον συγκερασμό του στόχου διασφαλίσεως υγιούς ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς με άλλους κοινοτικούς στόχους, όπως είναι η προώθηση της απασχολήσεως.
Οσάκις η Επιτροπή απολαύει μιας τέτοιας σημαντικής ελευθερίας εκτιμήσεως, το Δικαστήριο, ελέγχοντας τη νομιμότητα κατά την άσκηση της εν λόγω ελευθερίας, δεν μπορεί να υποκαθιστά με την εκτίμησή του επί του θέματος εκείνη της αρμόδιας αρχής, αλλά οφείλει να περιορίζεται στην εξέταση του αν η τελευταία πάσχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή αν η εν λόγω αρχή υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσ ίας της εκτιμήσεως.
(βλ. σκέψεις 67-68)
9. Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαιτεί παρεμφερείς καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά και διαφορετικές καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται κατ’ ίσο τρόπο, εκτός αν παρόμοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά.
Ο κανονισμός 2204/2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, είναι γενεσιουργός άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ της χορηγήσεως ενισχύσεων στο πλαίσιο καθεστώτων που έχουν αναγνωριστεί από την Επιτροπή ως συμβατά πριν από την έναρξη ισχύος του και της χορηγήσεως των ενισχύσεων με βάση καθεστώτα που θεσπίστηκαν σύμφωνα με τις νέες προϋποθέσεις συμβατότητας, που καθορίζει ο ανωτέρω κανονισμός, από ορισμένες επόψεις αυστηρότερες σε σχέση με εκείνες της προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής. Πλην όμως, παρόμοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά. Αφενός, η Επιτροπή δεν μπορεί να στερείται της δυνατότητας να καθορίζει αυστηρότερες προϋποθέσεις συμβατότητας εφόσον το απαιτούν η εξέλιξη της κοινής αγοράς και ο στόχος υγιούς ανταγωνισμού. Αφετέρου, δεν μπορεί να καθιστά τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων σύμφωνα με τις νέες προϋποθέσεις συμβατότητας του κανονισμού 2204/2002 μονομερώς, αγνοώντας τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ. Παρόμοια προσέγγιση θα ισοδυναμούσε στην πράξη με το να προσδίδει στον εν λόγω κανονισμό αναδρομικά αποτελέσματα. Με τον τρόπο αυτό θα θίγονταν οι αρχές περί ασφαλείας δικαίου και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων.
(βλ. σκέψεις 71-73)
10. Στο πλαίσιο του συστήματος αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά στοιχεία, δεκτικά δικαστικού ελέγχου. Μεταξύ παρομοίων στοιχείων καταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως. Αν από την εξέταση μιας κοινοτικής πράξεως καταδεικνύεται ότι η πράξη αυτή επιδιώκει διπλό σκοπό ή έχει δύο συνιστώσες και αν η μία εξ αυτών μπορεί να χαρακτηριστεί ως κύρια ή δεσπόζουσα, ενώ η άλλη ως παρακολουθηματική, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνο νομική βάση, ήτοι εκείνη που απαιτεί ο κύριος ή δεσπόζων σκοπός ή η κύρια ή δεσπόζουσα συνιστώσα.
Ακόμη και αν ο κανονισμός 994/98 για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων και ο κανονισμός 2204/2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση, έχουν επίπτωση επί της προωθήσεως της απασχολήσεως, κύριος στόχος τους είναι ο προσδιορισμός των ενισχύσεων οι οποίες συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και η απαλλαγή τους από την υποχρέωση κοινοποιήσεως. Έτσι, θέτουν ιδίως σε εφαρμογή το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, το οποίο εξαγγέλλει ότι ορισμένες ενισχύσεις, επιδιώκουσες στόχους γενικού συμφέροντος, μπορούν να θεωρούνται συμβατές με την κοινή αγορά στον βαθμό που οι στόχοι τους δικαιολογούν τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.
Εξ αυτού έπεται ότι το Συμβούλιο εξέδωσε εγκύρως τον κανονισμό 994/98 με βάση το άρθρο 94 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 89 ΕΚ) και ότι ο εν λόγω κανονισμός μπορούσε να αποτελεί νομική βάση για τον κανονισμό 2204/2002 ακόμη και μετά την ενσωμάτωση του άρθρου 137, παράγραφος 3, ΕΚ με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, το οποίο επιφυλάσσει υπέρ του Συμβουλίου τη θέσπιση των αφορώντων τις οικονομικές εισφορές για την προώθηση της απασχολήσεως μέτρων.
(βλ. σκέψεις 78-81)