Υπόθεση C-94/03

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Προσφυγή ακυρώσεως — Απόφαση 2003/106/ΕΚ του Συμβουλίου, για την έγκριση της Σύμβασης του Ρότερνταμ — Διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση — Επικίνδυνα χημικά προϊόντα και φυτοφάρμακα στο διεθνές εμπόριο — Επιλογή της νομικής βάσης — Άρθρα 133 ΕΚ και 175 ΕΚ»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 26ης Μαΐου 2005 

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 10ης Ιανουαρίου 2006 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Πράξεις των οργάνων — Επιλογή της νομικής βάσης — Κριτήρια — Κοινοτική πράξη που επιδιώκει διττό στόχο ή έχει δύο συνιστώσες

2.     Διεθνείς συμφωνίες — Σύναψη — Σύμβαση του Ρότερνταμ

(Άρθρα 133 ΕΚ, 175 § 1 ΕΚ και 300 § 2, εδ. 1, και § 3, εδ. 1, ΕΚ)

1.     Η επιλογή της νομικής βάσης μιας κοινοτικής πράξης, ακόμη και της κοινοτικής πράξης που εκδίδεται με σκοπό τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας, πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται κυρίως ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξης.

Αν από την εξέταση μιας κοινοτικής πράξης αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή επιδιώκει διττό στόχο ή ότι απαρτίζεται από δύο συνιστώσες, από τις οποίες η μία μπορεί να χαρακτηριστεί ως κύρια ή δεσπόζουσα, ενώ η άλλη είναι απλώς παρακολουθηματική, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνο νομική βάση, ήτοι εκείνη που απαιτείται από τον κύριο ή δεσπόζοντα στόχο ή από την κύρια ή δεσπόζουσα συνιστώσα. Κατ’ εξαίρεση, αν αποδεικνύεται αντίθετα ότι η πράξη επιδιώκει συγχρόνως πολλούς στόχους ή έχει πολλές συνιστώσες, που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας να είναι δευτερεύων και έμμεσος σε σχέση με τον άλλο, η πράξη αυτή πρέπει να στηρίζεται στις αντίστοιχες διαφορετικές νομικές βάσεις. Εντούτοις, η χρησιμοποίηση διττής νομικής βάσης αποκλείεται στην περίπτωση που οι διαδικασίες που προβλέπονται για καθεμία από τις νομικές αυτές βάσεις είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους και/ή η σώρευση νομικών βάσεων μπορεί να θίξει τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου.

(βλ. σκέψεις 34-36, 52)

2.     Η Σύμβαση του Ρότερνταμ, σχετικά με τη διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση όσον αφορά ορισμένα επικίνδυνα χημικά προϊόντα και τα φυτοφάρμακα, έχει, τόσο από την άποψη των στόχων της όσο και από την άποψη του περιεχομένου της, δύο συνιστώσες, άρρηκτα συνδεδεμένες, από τις οποίες καμία δεν είναι δευτερεύουσα ή έμμεση σε σχέση με την άλλη και από τις οποίες η μία εμπίπτει στην κοινή εμπορική πολιτική και η άλλη στην πολιτική προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια, η απόφαση 2003/106, για την έγκριση της Σύμβασης αυτής εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, έπρεπε να στηριχτεί σε διττή νομική βάση, και συγκεκριμένα στα άρθρα 133 ΕΚ και 175, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με τις κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις του άρθρου 300 ΕΚ.

Συναφώς επιβάλλεται καταρχάς η παρατήρηση ότι η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση των άρθρων 133 ΕΚ και 175, παράγραφος 1, ΕΚ ως νομικής βάσης δεν αποκλείεται λόγω ασυμβιβάστου των διαδικασιών που προβλέπονται για καθεμία από τις δύο αυτές νομικές βάσεις. Συγκεκριμένα, η Σύμβαση του Ρότερνταμ δεν ανήκει στην κατηγορία των συμφωνιών για τις οποίες απαιτείται, κατά το άρθρο 133, παράγραφος 5, ΕΚ, ομοφωνία του Συμβουλίου, οπότε η πρόσθετη χρησιμοποίηση του άρθρου 133 ΕΚ δεν μπορούσε εν προκειμένω να επηρεάσει τους κανόνες που διέπουν την ψηφοφορία στο Συμβούλιο, καθόσον το άρθρο αυτό προβλέπει, όπως ακριβώς και το άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ, τη λήψη των αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία. Εξάλλου, η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση των άρθρων 133 ΕΚ και 175, παράγραφος 1, ΕΚ δεν μπορεί ούτε να θίξει τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου, αφού, μολονότι το πρώτο από τα δύο αυτά άρθρα, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, δεν προβλέπει διαβούλευση με το εν λόγω θεσμικό όργανο πριν από τη σύναψη συμφωνίας στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, το δεύτερο εντούτοις από τα παραπάνω άρθρα καταλήγει στο αποτέλεσμα αυτό.

Κατά συνέπεια, η εν λόγω απόφαση 2003/106 πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον στηρίζεται μόνο στο άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 51-54, 56)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 10ης Ιανουαρίου 2006 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Απόφαση 2003/106/ΕΚ του Συμβουλίου, για την έγκριση της Σύμβασης του Ρότερνταμ – Διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση – Επικίνδυνα χημικά προϊόντα και φυτοφάρμακα στο διεθνές εμπόριο – Επιλογή της νομικής βάσης – Άρθρα 133 ΕΚ και 175 ΕΚ»

Στην υπόθεση C-94/03,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, η οποία ασκήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2003,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. zur Hausen και από τις L. Ström van Lier και E. Righini, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τον B. Hoff-Nielsen και την M. Sims-Robertson και στη συνέχεια από την M. Sims-Robertson και την K. Michoel,

καθού,

υποστηριζόμενου από:

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, F. Alabrune και E. Puisais, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την H. G. Sevenster, την S. Terstal και τον N. A. J. Bel,

τη Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη από τον E. Riedl, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από την T. Pynnä, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από την R. Caudwell, επικουρούμενη από τον A. Dashwood, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον C. Pennera και τον M. Moore και στη συνέχεια από τον M. Moore και τον K. Bradley, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. Makarczyk, C. Gulmann, P. Kūris και J. Klučka, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Απριλίου 2005,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 26ης Μαΐου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί με την προσφυγή της την ακύρωση της απόφασης 2003/106/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, για την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Σύμβασης του Ρότερνταμ σχετικά με τη διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση όσον αφορά ορισμένα επικίνδυνα χημικά προϊόντα και τα φυτοφάρμακα [στο διεθνές εμπόριο] (ΕΕ 2003, L 63, σ. 27, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), για τον λόγο ότι ο κανονισμός αυτός στηρίζεται στο άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ και όχι στο άρθρο 133 ΕΚ.

 Το νομικό πλαίσιο

2       Η Σύμβαση του Ρότερνταμ (στο εξής: Σύμβαση), η οποία καταρτίστηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1998 και από την επόμενη ήδη ημέρα ήταν ανοικτή για υπογραφή από όλα τα κράτη και τους περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής ολοκλήρωσης, έχει σκοπό, κατά το άρθρο της 1, «να προάγει τον επιμερισμό της ευθύνης και τις προσπάθειες συνεργασίας μεταξύ των μερών στο διεθνές εμπόριο ορισμένων επικίνδυνων χημικών προϊόντων για να προστατευθεί η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον από δυνητική βλάβη και να συνεισφέρει στην περιβαλλοντικώς σωστή χρήση τους». Το ίδιο αυτό άρθρο διευκρινίζει ότι η Σύμβαση θα επιδιώξει την επίτευξη του σκοπού αυτού «διευκολύνοντας την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα χαρακτηριστικά [των εν λόγω προϊόντων], προβλέποντας μια εθνική διαδικασία λήψης αποφάσεων για την εισαγωγή και εξαγωγή τους και διανέμοντας τις αποφάσεις αυτές στα μέρη».

3       Κατά το άρθρο 3 της Σύμβασης, το οποίο αφορά το πεδίο εφαρμογής της, η εν λόγω Σύμβαση εφαρμόζεται «στα απαγορευμένα ή υποκείμενα σε αυστηρούς περιορισμούς χημικά προϊόντα» και στα «πολύ επικίνδυνα σκευάσματα φυτοπροστασίας», με την εξαίρεση πάντως ορισμένων προϊόντων που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου. Τα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης ορίζονται λεπτομερέστερα στο άρθρο 2 της Σύμβασης αυτής.

4       Έτσι, από το άρθρο 2, στοιχεία β΄ και γ΄, προκύπτει ότι ως «απαγορευμένο χημικό προϊόν» και ως «χημικό προϊόν υποκείμενο σε αυστηρούς περιορισμούς» νοούνται τα χημικά προϊόντα των οποίων «όλες» ή, αντίστοιχα, «σχεδόν όλες» «οι χρήσεις […] έχουν απαγορευθεί με οριστική ρυθμιστική πράξη για να προστατευτεί η ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον». Το δε «πολύ επικίνδυνο φυτοφάρμακο» ορίζεται στο στοιχείο δ΄ του ίδιου άρθρου ως το «χημικό προϊόν που δημιουργήθηκε για να χρησιμοποιείται για λόγους φυτοπροστασίας το οποίο προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία ή το περιβάλλον, οι οποίες παρατηρούνται σε σύντομη χρονική περίοδο μετά από έκθεση μία ή περισσότερες φορές, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις χρήσης». Οι διαδικασίες που εφαρμόζονται σε αυτές τις δυο κατηγορίες προϊόντων περιγράφονται στα άρθρα 5 και 6 της Σύμβασης.

5       Όσον αφορά τα απαγορευμένα ή υποκείμενα σε αυστηρούς περιορισμούς χημικά προϊόντα, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 3, της Σύμβασης προβλέπει κατ’ ουσία ότι, όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος εκδίδει οριστική ρυθμιστική πράξη –η οποία ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της Σύμβασης ως «μια πράξη στην οποία προβαίνει ένα μέρος, η οποία δεν απαιτεί μετέπειτα ρυθμιστική πράξη από το μέρος αυτό, ο σκοπός της οποίας είναι να απαγορεύσει ή να περιορίσει αυστηρά ένα χημικό προϊόν»–, ενημερώνει όσο το δυνατόν ταχύτερα τη γραμματεία που ιδρύεται με τη Σύμβαση, η οποία επαληθεύει στη συνέχεια αν η γνωστοποίηση την οποία έλαβε περιέχει όλες τις πληροφορίες που απαιτεί το παράρτημα Ι της Σύμβασης, όσον αφορά ιδίως την ταυτότητα του οικείου χημικού προϊόντος, τις φυσικοχημικές, τοξικολογικές και οικοτοξικολογικές ιδιότητές του, καθώς και τους λόγους προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος που υπαγόρευσαν την έκδοση της οριστικής ρυθμιστικής πράξης. Αν αυτό όντως συμβαίνει, η γραμματεία αποστέλλει αμέσως σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη μια περίληψη των πληροφοριών που έλαβε. Σε αντίθετη περίπτωση, η γραμματεία ενημερώνει το συμβαλλόμενο μέρος που της απέστειλε ελλιπή γνωστοποίηση, ώστε να της διαβιβάσει χωρίς καθυστέρηση τις πληροφορίες που λείπουν. Το άρθρο 5, παράγραφος 4, της Σύμβασης προβλέπει, εν πάση περιπτώσει, ότι η γραμματεία αποστέλλει κάθε έξι μήνες στα συμβαλλόμενα μέρη μια σύνοψη των πληροφοριών που έχει λάβει σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, «συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με τις γνωστοποιήσεις που δεν περιέχουν όλες τις πληροφορίες που απαιτεί το παράρτημα Ι».

6       Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 5, της Σύμβασης, «όταν η γραμματεία λάβει τουλάχιστον μια γνωστοποίηση από καθεμία από τις δύο περιφέρειες συναίνεσης μετά από ενημέρωση [η διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση θα αποκαλείται στο εξής: διαδικασία ΣΜΕ] σχετικά με συγκεκριμένο χημικό προϊόν για το οποίο έχει επαληθεύσει ότι πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος Ι, τις αποστέλλει στην επιτροπή ανασκόπησης χημικών προϊόντων». Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του ίδιου αυτού άρθρου, η εν λόγω επιτροπή μελετά τις πληροφορίες που παρέχονται στις γνωστοποιήσεις αυτές και προτείνει στη διάσκεψη των μερών, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει το παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης –τα οποία αφορούν κυρίως το βάσιμο και τις αιτιολογίες των οριστικών ρυθμιστικών πράξεων, καθώς και τα πραγματικά ή προσδοκώμενα αποτελέσματά τους για την υγεία των ανθρώπων ή το περιβάλλον–, να υποβληθεί ή να μην υποβληθεί το εν λόγω χημικό προϊόν στη διαδικασία ΣΜΕ και, συνεπώς, να ενταχθεί ή να μην ενταχθεί στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙΙ της Σύμβασης.

7       Παρόμοια διαδικασία προβλέπεται στο άρθρο 6 της Σύμβασης σχετικά με τα πολύ επικίνδυνα φυτοφάρμακα. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, «οποιοδήποτε μέρος που είναι αναπτυσσόμενη χώρα ή χώρα με μεταβατική οικονομία το οποίο αντιμετωπίζει προβλήματα που προέρχονται από πολύ επικίνδυνα φυτοφάρμακα υπό προϋποθέσεις χρήσης στην επικράτειά του, μπορεί να προτείνει στη γραμματεία την ένταξη του πολύ επικίνδυνου σκευάσματος φυτοπροστασίας στον κατάλογο του παραρτήματος III». Η διαδικασία που πρέπει να εφαρμοστεί στην περίπτωση αυτή περιγράφεται στις παραγράφους 2 έως 5 του εν λόγω άρθρου και είναι σε μεγάλο βαθμό όμοια με τη διαδικασία που εφαρμόζεται για τα απαγορευμένα ή υποκείμενα σε αυστηρούς περιορισμούς χημικά προϊόντα, η οποία περιγράφεται στις σκέψεις 5 και 6 της παρούσας απόφασης.

8       Τα άρθρα 7 και 9 της Σύμβασης περιγράφουν τη διαδικασία που εφαρμόζεται για την ένταξη των χημικών προϊόντων στο παράρτημα III της Σύμβασης και, αντίστοιχα, για την αφαίρεση χημικού προϊόντος από το παράρτημα αυτό, ενώ το άρθρο 8 διευκρινίζει τις προϋποθέσεις ένταξης στο παράρτημα αυτό των χημικών προϊόντων που υπέκειντο, πριν από την έναρξη ισχύος της Σύμβασης, στην εθελοντική διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση, την οποία καθιέρωσαν το 1989 το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον (στο εξής: UNEP) και ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: FAO). Η διαδικασία ΣΜΕ την οποία καθιέρωσε η Σύμβαση περιγράφεται λεπτομερώς στα άρθρα 10 και 11, τα οποία αφορούν τις υποχρεώσεις σχετικά με τις εισαγωγές και τις εξαγωγές αντίστοιχα των χημικών προϊόντων που περιλαμβάνονται στο εν λόγω παράρτημα III.

9       Το άρθρο 10 προβλέπει τα εξής:

«1.      Κάθε μέρος υλοποιεί τα κατάλληλα νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα για να εξασφαλίσει έγκαιρες αποφάσεις όσον αφορά την εισαγωγή χημικών προϊόντων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος III.

2.      Κάθε μέρος αποστέλλει στη γραμματεία, το ταχύτερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εννέα μήνες μετά την ημερομηνία αποστολής του καθοδηγητικού εγγράφου απόφασης [που συνοδεύει την καταχώριση από τη διάσκεψη των μερών ενός νέου χημικού προϊόντος στο παράρτημα ΙΙΙ] μια απάντηση σχετικά με τη μελλοντική εισαγωγή του εν λόγω χημικού προϊόντος. Αν κάποιο μέρος τροποποιήσει την απάντηση αυτή, υποβάλλει αμέσως την αναθεωρημένη απάντηση στη γραμματεία.

3.      Η γραμματεία, κατά τη λήξη της χρονικής περιόδου της παραγράφου 2, αποστέλλει σε μέρος που δεν παρείχε την εν λόγω απάντηση, γραπτή αίτηση προς τούτο. Αν το μέρος δεν μπορεί να παρέχει απάντηση, η γραμματεία, όπου αρμόζει, το βοηθά να παράσχει απάντηση εντός της χρονικής περιόδου που καθορίζεται στην τελευταία πρόταση της παραγράφου 2 του άρθρου 11.

4.      Η απάντηση σύμφωνα με την παράγραφο 2 αποτελεί διαζευκτικά:

α)      οριστική απόφαση, σύμφωνα με νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα:

i)      να συναινέσει στην εισαγωγή,

ii)      να μη συναινέσει στην εισαγωγή ή

iii)      να συναινέσει στην εισαγωγή υπό όρους, ή

β)      προσωρινή απάντηση, που μπορεί να περιλαμβάνει:

i)      προσωρινή απόφαση συναίνεσης στην εισαγωγή υπό ή άνευ όρων, ή μη συναίνεσης στην εισαγωγή στη διάρκεια της προσωρινής περιόδου,

ii)      δήλωση ότι η οριστική απόφαση είναι στο στάδιο ενεργούς μελέτης,

iii)      αίτηση προς τη γραμματεία ή προς το μέρος που γνωστοποίησε την οριστική ρυθμιστική πράξη, για περαιτέρω πληροφορίες,

iv)      αίτηση προς τη γραμματεία για βοήθεια στην αξιολόγηση του χημικού προϊόντος.

5.      Η απάντηση σύμφωνα με τα στοιχεία α´ ή β´ της παραγράφου 4 σχετίζεται με την κατηγορία ή κατηγορίες που ορίζονται για το χημικό προϊόν στο παράρτημα III.

[…]

8.      Κάθε μέρος διαθέτει τις απαντήσεις του σύμφωνα με το παρόν άρθρο στους ενδιαφερομένους εντός της δικαιοδοσίας του, σύμφωνα με τα νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα του.

9.      Ένα μέρος το οποίο, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 4 και την παράγραφο 2 του άρθρου 11, λαμβάνει απόφαση να μη συναινέσει στην εισαγωγή χημικού προϊόντος ή να συναινέσει στην εισαγωγή του μόνο υπό όρους απαγορεύει συγχρόνως ή θέτει υπό τους ιδίους όρους, αν δεν το έχει ήδη κάνει:

α)      την εισαγωγή του χημικού προϊόντος από οποιαδήποτε πηγή και

β)      την εγχώρια παραγωγή του χημικού προϊόντος για εγχώρια χρήση.

10.      Κάθε έξι μήνες η γραμματεία ενημερώνει όλα τα μέρη για τις απαντήσεις που έλαβε. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν περιγραφή των νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων στα οποία βασίστηκαν οι αποφάσεις, αν υπάρχουν. Η γραμματεία ενημερώνει επίσης τα μέρη για τυχόν περιπτώσεις μη απάντησης.»

10     Το άρθρο 11 της Σύμβασης, το οποίο αφορά τις υποχρεώσεις σχετικά με τις εξαγωγές χημικών προϊόντων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος III της Σύμβασης, προβλέπει τα εξής:

«1.      Κάθε μέρος που εξάγει:

α)      υλοποιεί τα κατάλληλα νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα για να κοινοποιήσει τις απαντήσεις που του έστειλε η γραμματεία σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 10 στους ενδιαφερομένους εντός της δικαιοδοσίας του,

β)      λαμβάνει κατάλληλα νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι εξαγωγείς εντός της δικαιοδοσίας του συμμορφώνονται με τις αποφάσεις σε κάθε απάντηση το αργότερο έξι μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία η γραμματεία ενημέρωσε για πρώτη φορά τα μέρη για την απάντηση αυτή σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 10,

γ)      συμβουλεύει και βοηθά τα μέρη που εισάγουν, μετά από αίτησή τους:

i)      για τη λήψη περαιτέρω πληροφοριών για να τα βοηθήσει να κάνουν ενέργειες σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 και την παράγραφο 2, στοιχείο γ΄, κατωτέρω και

ii)      για να ενδυναμώσει τις ικανότητες και δυνατότητές τους να διαχειρίζονται τα χημικά προϊόντα με ασφάλεια στη διάρκεια του κύκλου ζωής τους.

2.      Κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι ένα χημικό προϊόν του παραρτήματος ΙΙΙ δεν εξάγεται από την επικράτειά του σε μέρος που κάνει εισαγωγές το οποίο, σε εξαιρετικές περιστάσεις, δεν έστειλε απάντηση ή έστειλε προσωρινή απάντηση που δεν περιέχει προσωρινή απόφαση, εκτός αν:

α)      πρόκειται για χημικό προϊόν το οποίο, κατά τον χρόνο εισαγωγής, είναι καταχωρημένο ως χημικό προϊόν στο μέρος που κάνει εισαγωγή, ή

β)      πρόκειται για χημικό προϊόν για το οποίο υπάρχουν αποδείξεις ότι έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, ή έχει εισαχθεί στο μέρος που εισάγει και σε σχέση με το οποίο δεν έχει γίνει ρυθμιστική πράξη απαγόρευσης της χρήσης του, ή

γ)      έχει ζητηθεί και ληφθεί ρητή συναίνεση εισαγωγής του από τον εξαγωγέα μέσω ορισμένης εθνικής αρχής του μέρους που εισάγει. Το μέρος που εισάγει ανταποκρίνεται στην αίτηση αυτή εντός εξήντα ημερών και γνωστοποιεί έγκαιρα την απόφασή του στη γραμματεία.

Οι υποχρεώσεις των μερών που εξάγουν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο ισχύουν από τη λήξη περιόδου έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η γραμματεία ενημέρωσε για πρώτη φορά τα μέρη, σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 10, ότι ένα μέρος δεν απέστειλε απάντηση ή ότι απέστειλε προσωρινή απάντηση που δεν περιέχει προσωρινή απόφαση, και ισχύουν για ένα έτος.»

11     Ενώ τα άρθρα 10 και 11 της Σύμβασης αφορούν τις υποχρεώσεις σχετικά με τις εισαγωγές και τις εξαγωγές χημικών προϊόντων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα III της Σύμβασης, το άρθρο 12 ρυθμίζει την ειδική περίπτωση των προϊόντων που δεν έχουν περιληφθεί ακόμη στο παράρτημα αυτό. Το άρθρο αυτό προβλέπει κατ’ ουσία ότι, όταν ένα χημικό προϊόν που έχει απαγορευθεί ή υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς από ένα συμβαλλόμενο μέρος εξάγεται από την επικράτειά του, το μέρος αυτό γνωστοποιεί την εξαγωγή στο συμβαλλόμενο μέρος που το εισάγει και που οφείλει να βεβαιώσει την παραλαβή της γνωστοποίησης. Η γνωστοποίηση αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες σχετικά με το είδος του οικείου χημικού προϊόντος και για τα προληπτικά μέτρα για τη μείωση της έκθεσης στο προϊόν αυτό και των εκπομπών του καθώς και τις τυχόν πρόσθετες πληροφορίες που διαθέτει η αρμόδια εθνική αρχή που έχει ορίσει το εξάγον συμβαλλόμενο μέρος και που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την αρμόδια εθνική αρχή του εισάγοντος μέρους. Κατά την παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου 12, η προβλεπόμενη αυτή υποχρέωση γνωστοποίησης εξαγωγής παύει πάντως να ισχύει όταν συντρέχουν οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις: το χημικό προϊόν έχει περιληφθεί στο εν λόγω παράρτημα III, το συμβαλλόμενο μέρος που εισάγει έχει δώσει στη γραμματεία απάντηση για τη μελλοντική εισαγωγή του εν λόγω προϊόντος, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της Σύμβασης, και η γραμματεία έχει διανείμει την απάντηση αυτή στα άλλα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 10.

12     Το άρθρο 13 της Σύμβασης αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να συνοδεύουν τα εξαγόμενα χημικά προϊόντα. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, «η διάσκεψη των μερών ενθαρρύνει τον παγκόσμιο οργανισμό τελωνείων να παραχωρήσει συγκεκριμένους κωδικούς αριθμούς εναρμονισμένου συστήματος τελωνειακού κώδικα στα μεμονωμένα χημικά προϊόντα ή ομάδες χημικών προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα III». Όταν έχει παραχωρηθεί τέτοιος κωδικός, το έγγραφο αποστολής που συνοδεύει το εξαγόμενο χημικό προϊόν πρέπει να φέρει τον κωδικό αυτό. Οι παράγραφοι 2 και 3 του ίδιου άρθρου προβλέπουν εξάλλου την υποχρέωση των συμβαλλόμενων μερών να απαιτούν ότι τόσο τα χημικά προϊόντα που αναφέρονται στο παράρτημα III και τα χημικά προϊόντα που είναι απαγορευμένα ή υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς στην επικράτειά του (άρθρο 13, παράγραφος 2) όσο και τα χημικά προϊόντα που υπόκεινται σε περιβαλλοντικές ή υγειονομικές απαιτήσεις σήμανσης στην επικράτειά του (άρθρο 13, παράγραφος 3) θα υπόκεινται, όταν εξάγονται, «σε απαιτήσεις σήμανσης για να εξασφαλιστεί η ύπαρξη επαρκών πληροφοριών όσον αφορά την επικινδυνότητα και/ή τον κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά διεθνή πρότυπα». Το άρθρο 13, παράγραφος 4, της Σύμβασης καλεί κάθε συμβαλλόμενο μέρος που εξάγει να μεριμνά ώστε να αποστέλλεται σε κάθε εισαγωγέα, τουλάχιστον όσον αφορά τα χημικά προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, και που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για επαγγελματικούς σκοπούς, ένα δελτίο δεδομένων ασφαλείας που ακολουθεί διεθνώς αναγνωρισμένη μορφή και αναφέρει τις πιο πρόσφατες διαθέσιμες πληροφορίες. Τέλος, κατά την παράγραφο 5 του ίδιου αυτού άρθρου 13, οι πληροφορίες στην ετικέτα και στο δελτίο δεδομένων ασφαλείας που συνοδεύει το χημικό προϊόν πρέπει, κατά το δυνατόν, να αναγράφονται σε μία ή περισσότερες από τις επίσημες γλώσσες του μέρους που εισάγει.

13     Με το ίδιο πνεύμα, το άρθρο 14 της Σύμβασης καλεί τα συμβαλλόμενα μέρη να ανταλλάσσουν τις επιστημονικές, τεχνικές, οικονομικές και νομικές πληροφορίες που διαθέτουν σχετικά με τα χημικά προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, καθώς και σχετικά με τις εθνικές ρυθμιστικές πράξεις που περιορίζουν ουσιαστικά μία ή περισσότερες χρήσεις των προϊόντων αυτών, ενώ το άρθρο 16 της Σύμβασης αφορά την τεχνική βοήθεια. Συναφώς τα συμβαλλόμενα μέρη που διαθέτουν πιο προηγμένα προγράμματα νομοθετικής ρύθμισης χημικών προϊόντων καλούνται να παρέχουν τεχνική βοήθεια στα άλλα συμβαλλόμενα μέρη, και ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες και στις χώρες με μεταβατικές οικονομίες, για την ανάπτυξη της απαιτούμενης υποδομής και της απαιτούμενης ικανότητάς τους να διαχειρίζονται τα χημικά προϊόντα «καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους».

14     Τέλος, από το άρθρο 15 της Σύμβασης προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική υλοποίηση της Σύμβασης, μεταξύ των οποίων καταλέγονται η δημιουργία και η ενδυνάμωση της εθνικής υποδομής και των εθνικών θεσμών τους, π.χ. με τη δημιουργία εθνικών βάσεων δεδομένων ή μητρώων που να περιλαμβάνουν πληροφορίες για την ασφάλεια των χημικών προϊόντων, με την ενθάρρυνση πρωτοβουλιών της βιομηχανίας ή την προώθηση εθελοντικών συμφωνιών τεχνικής βοήθειας. Εξάλλου, από την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου 15 προκύπτει ότι «κάθε μέρος εξασφαλίζει, στο βαθμό που είναι δυνατόν, ότι το κοινό έχει κατάλληλη πρόσβαση σε πληροφορίες για τον χειρισμό χημικών προϊόντων και τη διαχείριση ατυχημάτων και για εναλλακτικές λύσεις που είναι ασφαλέστερες για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον από ό,τι τα χημικά προϊόντα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα III», ενώ η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι «κανένα σημείο της […] Σύμβασης δεν ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι περιορίζει το δικαίωμα των μερών να λάβουν μέτρα που προστατεύουν την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον ισχυρότερα απ’ ό,τι η παρούσα Σύμβαση, με την προϋπόθεση ότι τούτο συμμορφώνεται με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης και το διεθνές δίκαιο».

15     Οι επόμενες διατάξεις της Σύμβασης αφορούν κυρίως τον ρόλο και το έργο των θεσμικών και λοιπών οργάνων στα οποία έχει ανατεθεί η παρακολούθηση και η αξιολόγηση της εφαρμογής της Σύμβασης (άρθρα 18 και 19), τους κανόνες που εφαρμόζονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η Σύμβαση ή διαφορών σχετικών με την ερμηνεία της ή την εφαρμογή της (άρθρα 17 και 20) και τη διαδικασία που πρέπει να εφαρμόζεται σε περίπτωση τροποποιήσεων της Σύμβασης ή των παραρτημάτων της ή θέσπισης πρόσθετων παραρτημάτων (άρθρα 21 και 22).

16     Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, της Σύμβασης, η Σύμβαση υπόκειται σε κύρωση, αποδοχή ή έγκριση από τα κράτη και τους περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής ολοκλήρωσης και είναι ανοικτή για προσχώρηση από τα κράτη και τους οργανισμούς αυτούς από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία η σύμβαση κλείνει για υπογραφή. Όσον αφορά τους οργανισμούς αυτούς, η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου διευκρινίζει ότι «κάθε περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ολοκλήρωσης που γίνεται μέρος της […] Σύμβασης χωρίς να είναι μέρος κανένα από τα κράτη μέλη του δεσμεύεται από όλες τις υποχρεώσεις της Σύμβασης». Αντίθετα, «στην περίπτωση τέτοιων οργανισμών, ένα ή περισσότερα από τα κράτη μέλη των οποίων είναι μέρος της παρούσας Σύμβασης, ο οργανισμός και τα κράτη μέλη του αποφασίζουν για τις αντίστοιχες ευθύνες για την εκτέλεση των υποχρεώσεών τους σύμφωνα με τη Σύμβαση». Από το άρθρο 25, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, προκύπτει επίσης ότι στην περίπτωση αυτή «ο οργανισμός και τα κράτη μέλη δεν δικαιούνται να ασκούν δικαιώματα σύμφωνα με τη Σύμβαση ταυτόχρονα». Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 3, της Σύμβασης, ο περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ολοκλήρωσης καλείται να δηλώσει, με το έγγραφο κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησής του, «την έκταση της αρμοδιότητάς του όσον αφορά [τα] ζητήματα που διέπονται από τη […] Σύμβαση.»

 Ιστορικό της διαφοράς

17     Η Επιτροπή, κατόπιν της υπογραφής της Σύμβασης εξ ονόματος της Κοινότητας στις 11 Σεπτεμβρίου 1998 στο Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες), υπέβαλε στις 24 Ιανουαρίου 2002 πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για την έγκριση, εξ ονόματος της Κοινότητας, της Σύμβασης αυτής (ΕΕ C 126 E, σ. 274) και προσδιόρισε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 25, παράγραφος 3, της εν λόγω Σύμβασης, την έκταση της αρμοδιότητας της Κοινότητας όσον αφορά τα ζητήματα που διέπονται από τη Σύμβαση. Η πρόταση αυτή στηριζόταν στο άρθρο 133 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, και το άρθρο 300, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, και προέβλεπε στο άρθρο 2, παράγραφος 2, ότι «η Κοινότητα είναι αρμόδια για όλα τα θέματα που διέπονται από τη Σύμβαση».

18     Το Συμβούλιο όμως, αφού διαβουλεύτηκε με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά το άρθρο 300, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, αποφάσισε ομόφωνα να μη δεχτεί την πρόταση της Επιτροπής και να αντικαταστήσει το άρθρο 133 ΕΚ με το άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ. Η προσβαλλόμενη απόφαση εγκρίθηκε χωρίς συζήτηση κατά τη σύνοδο του Συμβουλίου «Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις» της 19ης Δεκεμβρίου 2002 στις Βρυξέλλες και στηρίχθηκε συνεπώς στο άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, ΕΚ και το άρθρο 300, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Η δήλωση για την αρμοδιότητα, η οποία απαιτείται κατά το άρθρο 25, παράγραφος 3, της Σύμβασης, περιλαμβάνεται στο παράρτημα Β της απόφασης και είναι διατυπωμένη ως εξής:

«Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δηλώνει ότι, σύμφωνα με τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175, παράγραφος 1, είναι αρμόδια να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες και να εκτελεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές, εφόσον αποσκοπούν στην πραγμάτωση των ακόλουθων στόχων:

–       διατήρηση, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος,

–       προστασία της υγείας του ανθρώπου,

–       συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων,

–       προαγωγή διεθνών μέτρων για την αντιμετώπιση περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων.

Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δηλώνει ότι έχει ήδη εγκρίνει νομοθετικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού (ΕΚ) 304/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [της 28ης Ιανουαρίου 2003] σχετικά με τις εξαγωγές και εισαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων [ΕΕ L 63, σ. 1], που δεσμεύουν τα κράτη μέλη της και καλύπτουν τα θέματα που διέπει η παρούσα Σύμβαση, και ότι θα υποβάλει και θα επικαιροποιεί, κατά περίπτωση, κατάλογο των νομικών αυτών πράξεων στη γραμματεία της Σύμβασης.

Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι αρμόδια για την τήρηση των υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από τη Σύμβαση και οι οποίες καλύπτονται από το ισχύον κοινοτικό δίκαιο.

Η άσκηση της κοινοτικής αρμοδιότητας υπόκειται, από τη φύση της, σε συνεχή εξέλιξη.»

19     Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι υπό τις συνθήκες αυτές η πράξη για τη σύναψη της Σύμβασης είναι παράνομη, αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

20     Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 2003, επιτράπηκε στη Γαλλική Δημοκρατία, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στη Δημοκρατία της Αυστρίας, στη Δημοκρατία της Φινλανδίας και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ του Συμβουλίου.

 Επί της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

21     Η Επιτροπή προβάλλει ένα και μόνο λόγο ακύρωσης, και συγκεκριμένα την παραβίαση της Συνθήκης ΕΚ λόγω της επιλογής εσφαλμένης νομικής βάσης. Η Επιτροπή ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι η Σύμβαση αποτελεί κυρίως μέσο ρύθμισης του διεθνούς εμπορίου ορισμένων επικίνδυνων χημικών προϊόντων και επομένως εντάσσεται στην κοινή εμπορική πολιτική και όχι στην κοινοτική πολιτική περιβάλλοντος. Για τον λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε συνεπώς να έχει εκδοθεί με βάση το άρθρο 133 ΕΚ –σε συνδυασμό με το άρθρο 300 ΕΚ– και όχι με βάση το άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ –σε συνδυασμό και πάλι με το άρθρο 300 ΕΚ.

22     Συναφώς η Επιτροπή στηρίζεται κυρίως αφενός στον σκοπό και στους στόχους της Σύμβασης, με τους οποίους τονίζεται σαφώς η βούληση των συμβαλλόμενων μερών να καθιερώσουν στενή συνεργασία μεταξύ τους στον τομέα του διεθνούς εμπορίου των επικίνδυνων φυτοφαρμάκων και λοιπών χημικών προϊόντων, και αφετέρου στο ίδιο το κείμενο της Σύμβασης, της οποίας οι διατάξεις δείχνουν σαφώς ότι οι σκοποί που εξυπηρετεί η Σύμβαση είναι πρωταρχικά εμπορικής φύσης.

23     Αυτό ισχύει καταρχάς, κατά την Επιτροπή, για τον ίδιο τον τίτλο και για το άρθρο 1 της Σύμβασης, όπου γίνεται λόγος για «διεθνές εμπόριο» ορισμένων επικίνδυνων χημικών προϊόντων και φυτοφαρμάκων καθώς και για την «εισαγωγή» και την «εξαγωγή» τους. Το ίδιο ισχύει επίσης για τα άρθρα 5 έως 9 της Σύμβασης, που περιλαμβάνουν τους βασικούς κανόνες για την ένταξη των πολύ επικίνδυνων χημικών προϊόντων στο παράρτημα ΙΙΙ της Σύμβασης –ή για τη διαγραφή τους από το παράρτημα αυτό. Τέλος, αυτό ισχύει κυρίως για τα άρθρα 10 και 11 της Σύμβασης, που έχουν αποφασιστικό ρόλο εντός του συστήματος της εν λόγω Σύμβασης, καθόσον προβλέπουν τις κυριότερες υποχρεώσεις σχετικά με τις εισαγωγές και τις εξαγωγές των χημικών προϊόντων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα αυτό και οριοθετούν επακριβώς τη διαδικασία ΣΜΕ. Είναι προφανές ότι το περιεχόμενο των δύο αυτών άρθρων έχει εμπορικό χαρακτήρα, καθόσον τα άρθρα αυτά δίδουν τη δυνατότητα στους εξαγωγείς, χάρη στον μηχανισμό της γνωστοποίησης των απαντήσεων σχετικά με τις μελλοντικές εισαγωγές χημικών προϊόντων, να γνωρίζουν με ακρίβεια ποιες αγορές είναι ανοικτές για τα προϊόντα τους και με ποιες προϋποθέσεις.

24     Με το ίδιο πνεύμα, οι κανόνες των άρθρων 12 έως 16 της Σύμβασης επηρεάζουν αναμφίβολα το εμπόριο χημικών προϊόντων, αφού προσφέρουν στις χώρες εισαγωγής τα αναγκαία μέσα και στοιχεία για να εντοπίζουν τους δυνητικούς κινδύνους από τη χρησιμοποίηση των προϊόντων αυτών και επομένως για να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την είσοδο στο έδαφός τους των προϊόντων που έχουν απαγορεύσει οι ίδιες ή στα οποία έχουν επιβάλει αυστηρούς περιορισμούς ή τα οποία δεν μπορούν ενδεχομένως να διαχειρίζονται και να χρησιμοποιούν με πλήρη ασφάλεια.

25     Η Επιτροπή προσθέτει ότι το γεγονός ότι η σύναψη της Σύμβασης διαπνέεται ενδεχομένως από λόγους αναγόμενους στην προστασία της υγείας των ανθρώπων ή του περιβάλλοντος δεν εμποδίζει την έγκριση της Σύμβασης αυτής με βάση το άρθρο 133 ΕΚ, καθόσον, πρώτον, προκύπτει από πάγια νομολογία ότι η κοινή εμπορική πολιτική επιδέχεται εξ ορισμού ευρεία ερμηνεία, η οποία βαίνει πέρα από το στενό πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών. Η πολιτική αυτή μπορεί επομένως να καλύπτει και άλλα μέτρα, πέρα από τα τελωνειακά και τα δασμολογικά, και να επιδιώκει και άλλους στόχους, πέρα από τη ρύθμιση απλώς του εμπορίου με τα τρίτα κράτη, όπως είναι η αναπτυξιακή βοήθεια προς τα κράτη αυτά, η εφαρμογή ορισμένης εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής για την ασφάλεια ή βέβαια η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας. Συναφώς η Επιτροπή παραπέμπει κυρίως στις αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 1987, 45/86, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1987, σ. 1493), και της 29ης Μαρτίου 1990, C-62/88, Ελλάδα κατά Συμβουλίου, λεγόμενη απόφαση «Τσερνομπίλ» (Συλλογή 1990, σ. I-1527), καθώς και στην απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-281/01, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I-12049), με την οποία το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2001/469/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2001, για τη σύναψη εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας συμφωνίας μεταξύ της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σχετικά με τον συντονισμό προγραμμάτων επισημάνσεως της ενεργειακής αποδόσεως του γραφειακού εξοπλισμού (ΕΕ L 172, σ. 1).

26     Δεύτερον, κατά την Επιτροπή πάντα, από το ίδιο το γράμμα της Συνθήκης, και συγκεκριμένα των άρθρων 6 ΕΚ και 152, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, προκύπτει ότι οι απαιτήσεις που ανάγονται αφενός στην προστασία του περιβάλλοντος και αφετέρου στην προστασία της υγείας των ανθρώπων πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και στην εφαρμογή όλων των κοινοτικών πολιτικών και δράσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 ΕΚ. Μια διεθνής συμφωνία μπορεί συνεπώς να εγκριθεί με βάση ένα άρθρο σαν το άρθρο 133 ΕΚ, έστω και αν επιδιώκει κυρίως ή δευτερευόντως περιβαλλοντικούς σκοπούς. Εν προκειμένω η χρησιμοποίηση του τελευταίου αυτού άρθρου επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο, καθόσον η Σύμβαση αφορά κυρίως τη ρύθμιση του διεθνούς εμπορίου των επικίνδυνων χημικών προϊόντων και όχι τις εθνικές ρυθμίσεις της παραγωγής τους ή της διάθεσής τους στην αγορά, οι οποίες αποτελούν δευτερεύοντα ζητήματα σε σχέση με την εισαγωγή και την εξαγωγή τους. Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο σε σχέση με την εν λόγω συμφωνία μεταξύ της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Κοινότητας (στο εξής: συμφωνία Energy Star), η Σύμβαση αποτελεί συνεπώς πράξη που έχει «άμεση και ενεστώσα» επίπτωση στο εμπόριο των επικίνδυνων χημικών προϊόντων, ενώ η ευεργετική επίπτωση στην υγεία και στο περιβάλλον είναι απλώς «έμμεση και απομεμακρυσμένη».

27     Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού αμφισβητείται έντονα από το Συμβούλιο και από όλους τους παρεμβαίνοντες. Κατ’ αυτούς, η Σύμβαση, αφού δεν καθιερώνει κανένα μηχανισμό αμοιβαίας αναγνώρισης των κανόνων σήμανσης των επικίνδυνων χημικών προϊόντων και αποσκοπεί αντίθετα στον έλεγχο, ή ακόμη και στον περιορισμό, των εμπορικών συναλλαγών που έχουν ως αντικείμενο τέτοια προϊόντα και όχι στη διευκόλυνση των συναλλαγών αυτών, έχει περισσότερα κοινά σημεία με το Πρωτόκoλλo της Καρθαγένης για την πρόληψη των πρoερχόμενων από τη βιoτεχνoλoγία κινδύνων παρά με τη συμφωνία Energy Star, σκοπός της οποίας ήταν ακριβώς να δοθεί στους κατασκευαστές η δυνατότητα να κάνουν χρήση, κατ’ εφαρμογή μιας διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης των καταχωρίσεων, ενός κοινού λογότυπου και επομένως να ενισχυθεί η προσφορά και η ζήτηση των ενεργειακώς αποδοτικών προϊόντων. Το Δικαστήριο, όταν του ζητήθηκε να αποφανθεί, μεταξύ άλλων, επί της κατάλληλης νομικής βάσης για τη σύναψη του πρωτοκόλλου αυτού, το οποίο επίσης προβλέπει μια διαδικασία «πρoηγoύμενης συμφωνίας εν γνώσει όλων των σχετικών παραμέτρων», δέχτηκε, στη σκέψη 33 της γνωμοδότησης 2/00, της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (Συλλογή 2001, σ. I-9713), ότι η διαδικασία αυτή απoτελεί τυπικό εργαλείo της πoλιτικής περιβάλλoντoς, οπότε επιβαλλόταν η χρησιμοποίηση του άρθρου 175, παράγραφος 1, ΕΚ για τη σύναψη του πρωτοκόλλου αυτού εξ ονόματος της Κοινότητας. Παρόμοιοι λόγοι πρέπει επίσης να πρυτανεύσουν εν προκειμένω σχετικά με τη σύναψη της Σύμβασης.

28     Όσον αφορά συνεπώς τους ίδιους τους στόχους της Σύμβασης, το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνοντες παραπέμπουν αφενός στις διάφορες αιτιολογικές σκέψεις του προοιμίου της, όπου γίνεται λόγος για τους κινδύνους και τις επιβλαβείς επιπτώσεις που έχουν τα χημικά προϊόντα και τα φυτοφάρμακα για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, και αφετέρου στο άρθρο 1, όπου γίνεται λόγος για τη βούληση των συμβαλλόμενων μερών να προαγάγουν όχι το διεθνές εμπόριο των προϊόντων αυτών, αλλά τον επιμερισμό της ευθύνης και τη συνεργασία μεταξύ των μερών στο διεθνές εμπόριο των προϊόντων αυτών, για να προστατευθεί η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον από δυνητική βλάβη και να ενθαρρυνθεί η περιβαλλοντικώς σωστή χρήση τους. Το γεγονός ότι η εν λόγω Σύμβαση έχει κυρίως περιβαλλοντικούς στόχους επιβεβαιώνεται επομένως τόσο από το γράμμα του άρθρου αυτού, όσο και από το άρθρο 2, στοιχείο στ΄, κατά το οποίο οι όροι «εξαγωγή» και «εισαγωγή» σημαίνουν κάθε διακίνηση χημικού προϊόντος από ένα συμβαλλόμενο μέρος σε άλλο, εκτός από την απλή διαμετακόμιση, ανεξάρτητα από τον σκοπό για τον οποίο πραγματοποιείται η διακίνηση αυτή.

29     Έτσι, κατά το Συμβούλιο και τους παρεμβαίνοντες πάντα, πολλές βασικές διατάξεις της Σύμβασης τονίζουν σαφώς την υπέρτερη σημασία των σκοπών της προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος σε σχέση με την αποδιδόμενη από την Επιτροπή στα συμβαλλόμενα μέρη βούληση προαγωγής, διευκόλυνσης ή ρύθμισης του διεθνούς εμπορίου των εν λόγω προϊόντων. Πέρα από τα άρθρα 10 και 11 της Σύμβασης, τα οποία αφορούν τη διαδικασία ΣΜΕ καθαυτή, το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνοντες μνημονεύουν ειδικότερα τις διατάξεις για τη γνωστοποίηση των οριστικών ρυθμιστικών πράξεων με τις οποίες απαγορεύεται χημικό προϊόν ή επιβάλλονται αυστηροί περιορισμοί (άρθρο 5), τη διαδικασία που πρέπει να εφαρμόζεται για την ένταξη των χημικών προϊόντων στο παράρτημα III της Σύμβασης ή για την αφαίρεσή τους από αυτό (άρθρα 7 έως 9), τους κανόνες για τη σήμανση των προϊόντων αυτών (άρθρο 13), την ανταλλαγή πληροφοριών κάθε είδους σχετικά με τα χημικά προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης (άρθρο 14), τη δημιουργία και ενδυνάμωση της εθνικής υποδομής και των εθνικών θεσμών, π.χ. με τη δημιουργία εθνικών βάσεων δεδομένων ή μητρώων που να περιλαμβάνουν πληροφορίες για την ασφάλεια των χημικών προϊόντων (άρθρο 15), και την τεχνική βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες και τις χώρες με μεταβατικές οικονομίες (άρθρο 16).

30     Τέλος, κατά το Συμβούλιο και τους παρεμβαίνοντες, το γεγονός ότι η Σύμβαση έχει πρωτίστως περιβαλλοντικό χαρακτήρα προκύπτει σαφώς από το πλαίσιο εντός του οποίου συνήφθη. Συναφώς το Συμβούλιο επισημαίνει καταρχάς ότι η Σύμβαση διαπνέεται άμεσα από την εθελοντική διαδικασία ενημέρωσης και προηγούμενης συγκατάθεσης, την οποία καθιέρωσαν το UNEP και ο FAO –δηλαδή εντάσσεται σε μη εμπορικό πλαίσιο– και ότι η διάσκεψη των μερών συγκλήθηκε από τα διευθυντικά όργανα του προγράμματος αυτού και του οργανισμού αυτού, με σκοπό την κατάρτιση και την έγκριση της Σύμβασης, τα δε όργανα αυτά έχουν βασικό ρόλο στη διαχείριση της Σύμβασης, αφού, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 3, της Σύμβασης, «τα γραμματειακά καθήκοντα για την παρούσα Σύμβαση εκτελούνται από κοινού από τον εκτελεστικό διευθυντή του UNEP και τον γενικό διευθυντή του FAO, σύμφωνα με τους διακανονισμούς που συμφωνούνται μεταξύ τους και εγκρίνονται από τη διάσκεψη των μερών».

31     Το Συμβούλιο υπενθυμίζει στη συνέχεια ότι η Σύμβαση μνημονεύει επίσης το κεφάλαιο 19 του προγράμματος δράσης της «Ημερήσιας διάταξης 21», το οποίο εγκρίθηκε κατά τη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον και την ανάπτυξη, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Ρίο Ιανέιρο της Βραζιλίας από τις 3 έως τις 14 Ιουνίου 1992. Το κεφάλαιο αυτό, το οποίο επιγράφεται «Περί της περιβαλλοντικώς ορθής διαχείρισης τοξικών χημικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης του διεθνούς λαθρεμπορίου τοξικών και επικίνδυνων προϊόντων», κάνει ρητά λόγο για τη γενίκευση της διαδικασίας ΣΜΕ με σκοπό την ενίσχυση της ορθολογικής διαχείρισης των τοξικών χημικών προϊόντων.

32     Τέλος, κατά το Συμβούλιο και τους παρεμβαίνοντες, η Σύμβαση καταλέγεται επίσης μεταξύ των βασικών συμφωνιών που συζητήθηκαν κατά την παγκόσμια διάσκεψη κορυφής για την αειφόρο ανάπτυξη, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής από τις 26 Αυγούστου μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου 2002. Το σημείο 23, στοιχείο α΄, του προγράμματος δράσης που εγκρίθηκε κατά τη διάσκεψη κορυφής αυτή καλεί όλα τα μέρη να κυρώσουν και να εφαρμόσουν όσο το δυνατόν ταχύτερα τη Σύμβαση του Ρότερνταμ λόγω των θετικών αποτελεσμάτων της για την υγεία των ανθρώπων και για το περιβάλλον.

33     Επομένως, όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνηγορούν σαφώς υπέρ της χρησιμοποίησης του άρθρου 175, παράγραφος 1, ΕΚ ως νομικής βάσης. Το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνοντες αναφέρονται σε πολλές συμφωνίες και πολλούς κοινοτικούς κανονισμούς που περιλαμβάνουν διατάξεις εμπορικής φύσης, αλλά στηρίζονται, λόγω του ότι έχουν κυρίως περιβαλλοντικούς στόχους, στο άρθρο αυτό, στο άρθρο 130 Σ της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 175 ΕΚ) ή στο άρθρο 130 Σ της Συνθήκης ΕΟΚ (που έγινε, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 130 Σ της Συνθήκης ΕΚ). Αυτό συμβαίνει π.χ. με την απόφαση 93/98/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με τη σύναψη, εξ ονόματος της Κοινότητας, της σύμβασης για τον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικίνδυνων αποβλήτων και της διάθεσής τους (σύμβαση της Βασιλείας) (ΕΕ L 39, σ. 1), καθώς και τους κανονισμούς (ΕΟΚ) 2455/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, για τις εξαγωγές και εισαγωγές ορισμένων επικίνδυνων χημικών ουσιών (ΕΕ L 251, σ. 13), 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους (ΕΕ L 30, σ. 1), και (ΕΚ) 338/97 του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 1996, για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους (ΕΕ 1997, L 61, σ. 1).

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34     Καταρχάς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της νομικής βάσης μιας κοινοτικής πράξης, ακόμη και της κοινοτικής πράξης που εκδίδεται με σκοπό τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας, πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται κυρίως ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξης (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 11, και τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 1991, C‑300/89, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, λεγόμενη απόφαση «διοξείδιο του τιτανίου», Συλλογή 1991, σ. I-2867, σκέψη 10, της 3ης Δεκεμβρίου 1996, C-268/94, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. I-6177, σκέψη 22, την προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 2/00, σκέψη 22, και την απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, C-176/03, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 45).

35     Αν από την εξέταση μιας κοινοτικής πράξης αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή επιδιώκει διττό στόχο ή ότι απαρτίζεται από δύο συνιστώσες, από τις οποίες η μία μπορεί να χαρακτηριστεί ως κύρια ή δεσπόζουσα, ενώ η άλλη είναι απλώς παρακολουθηματική, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνο νομική βάση, ήτοι εκείνη που απαιτείται από τον κύριο ή δεσπόζοντα στόχο ή από την κύρια ή δεσπόζουσα συνιστώσα (βλ. αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2001, C‑36/98, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-779, σκέψη 59, της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-211/01, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I-8913, σκέψη 39, και της 29ης Απριλίου 2004, C-338/01, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I-4829, σκέψη 55).

36     Κατ’ εξαίρεση, αν αποδεικνύεται ότι η πράξη επιδιώκει συγχρόνως πολλούς στόχους ή έχει πολλές συνιστώσες, που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας να είναι δευτερεύων και έμμεσος σε σχέση με τον άλλο, η πράξη αυτή πρέπει να στηρίζεται στις αντίστοιχες διαφορετικές νομικές βάσεις (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-336/00, Huber, Συλλογή 2002, σ. Ι-7699, σκέψη 31, και τις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 35, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 40).

37     Όπως τόνισαν το Συμβούλιο και όλοι οι παρεμβαίνοντες με τις γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις τους, εν προκειμένω δεν μπορεί να μη γίνει δεκτό ότι η προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος ήταν η κυριότερη μέριμνα αυτών που υπέγραψαν τη Σύμβαση. Ο σκοπός αυτός προκύπτει σαφώς όχι μόνο από την ανάγνωση του προοιμίου της Σύμβασης, αλλά και από το ίδιο το κείμενό της, αφού πολλές διατάξεις της επιβεβαιώνουν αναμφισβήτητα τη σημασία του σκοπού αυτού.

38     Αυτό συμβαίνει π.χ. με το άρθρο 5 της Σύμβασης, που καθιερώνει μια διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών για τις πράξεις που θεσπίζουν τα συμβαλλόμενα μέρη σε σχέση με την απαγόρευση της χρησιμοποίησης ορισμένου χημικού προϊόντος στο έδαφός τους ή για την επιβολή αυστηρών περιορισμών, καθώς και με το άρθρο 12 της ίδιας αυτής Σύμβασης, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση των μερών αυτών να αποστέλλουν, όταν ένα χημικό προϊόν που έχει απαγορευθεί ή υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς εξάγεται από την επικράτειά τους, γνωστοποίηση εξαγωγής στο συμβαλλόμενο μέρος που το εισάγει και που οφείλει, για λόγους διαφάνειας, να βεβαιώσει την παραλαβή της γνωστοποίησης. Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 37 των προτάσεών της, σκοπός των άρθρων αυτών είναι κυρίως η αποφυγή του ενδεχομένου να πρέπει να αντιμετωπίσει ένα συμβαλλόμενο μέρος, ειδικά μια αναπτυσσόμενη χώρα, την εισαγωγή επικίνδυνων χημικών προϊόντων χωρίς να του έχει δοθεί προηγουμένως η δυνατότητα να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας των ανθρώπων και του περιβάλλοντος.

39     Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να μνημονευθούν τα άρθρα 10 και 11 της Σύμβασης, το οποία προβλέπουν μεν τις υποχρεώσεις σχετικά με τις εισαγωγές και τις εξαγωγές των χημικών προϊόντων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα III της Σύμβασης, αλλά περιέχουν επίσης ορισμένους κανόνες, όπως είναι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 10, παράγραφος 9, στοιχείο β΄, ή από το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της Σύμβασης αυτής –σχετικά με την εγχώρια παραγωγή και διαχείριση των προϊόντων αυτών– με τους οποίους επιδιώκεται η διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος, ανεξάρτητα από την προέλευση ή την πηγή των οικείων χημικών προϊόντων.

40     Τέλος, στο πλαίσιο αυτό μπορούν επίσης να παρατεθούν τα άρθρα 13 έως 16 της Σύμβασης, τα οποία κάνουν λόγο, μεταξύ άλλων, για την κατάρτιση δελτίου δεδομένων ασφαλείας (άρθρο 13, παράγραφος 4), την ανταλλαγή κάθε είδους πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των τοξικολογικών, οικοτοξικολογικών πληροφοριών και των πληροφοριών για την ασφάλεια των εν λόγω προϊόντων (άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο α΄), και την πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες για τον χειρισμό των χημικών προϊόντων και τη διαχείριση των ατυχημάτων καθώς και για τις εναλλακτικές λύσεις «που είναι ασφαλέστερες για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον» (άρθρο 15, παράγραφος 2). Οι διάφορες διατάξεις αυτές, όπως άλλωστε και το άρθρο 16 της Σύμβασης, το οποίο αφορά την τεχνική βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες ή τις χώρες με μεταβατικές οικονομίες, τονίζουν σαφώς την ανάγκη να καταβάλλεται κάθε φροντίδα για την ασφάλεια των χημικών προϊόντων και να διασφαλίζεται η σωστή και σταθερή διαχείρισή τους. Κατά τα λοιπά, η Σύμβαση επιτρέπει ρητά στα συμβαλλόμενα μέρη να λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος σε σχέση με τα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση, με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά συμβιβάζονται με τις διατάξεις της και το διεθνές δίκαιο (άρθρο 15, παράγραφος 4).

41     Από την ανάγνωση των παραπάνω διατάξεων αποδεικνύεται η σημασία που ενέχουν η περιβαλλοντική και η υγειονομική συνιστώσα εντός του συστήματος της Σύμβασης. Όπως ορθά τόνισε το Συμβούλιο, η σημασία αυτή άλλωστε διαπιστώθηκε επίσης τόσο στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών εντός των οποίων συζητήθηκε η Σύμβαση αυτή ή διεξήχθησαν οι σχετικές διαπραγματεύσεις (του UNEP και του FAO, καθώς και της διάσκεψης του Ρίο του 1992 και της διάσκεψης κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ του 2002) όσο και κατά τις συζητήσεις σε κοινοτικό επίπεδο, η δε ταχεία κύρωση της Σύμβασης καταλεγόταν μεταξύ των ενεργειών που έπρεπε να γίνουν κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της απόφασης 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (ΕΕ L 242, σ. 1).

42     Από τις παραπάνω σκέψεις δεν μπορεί πάντως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εμπορική συνιστώσα της Σύμβασης έχει δευτερεύουσα και μόνο σημασία. Από την ανάγνωση των διατάξεων της Σύμβασης αυτής, και ειδικότερα των άρθρων της που αφορούν τη διαδικασία ΣΜΕ, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η εν λόγω Σύμβαση περιλαμβάνει επίσης κανόνες που ρυθμίζουν το εμπόριο επικίνδυνων χημικών προϊόντων και επηρεάζουν άμεσα και αμέσως το εμπόριο αυτό (βλ. συναφώς την προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 2/00, σκέψη 37, και την προπαρατεθείσα απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψεις 40 και 41).

43     Την ύπαρξη τέτοιων κανόνων μαρτυρούν ήδη το άρθρο 1 της Σύμβασης, κατά το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη δηλώνουν ότι σκοπός τους είναι να προαγάγουν τον επιμερισμό της ευθύνης και τη συνεργασία «στο διεθνές εμπόριο ορισμένων επικίνδυνων χημικών προϊόντων», αλλά και η ίδια η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο αναγνωρίζει ρητά, με την τρίτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της απόφασης αυτής, ότι η Σύμβαση «αποτελεί σημαντικό βήμα για τη βελτίωση των διεθνών κανονιστικών ρυθμίσεων του εμπορίου ορισμένων επικινδύνων χημικών ουσιών και φυτοφαρμάκων, προκειμένου να προστατεύονται η υγεία των ανθρώπων και το περιβάλλον από ενδεχόμενους κινδύνους, και για την προώθηση της περιβαλλοντικώς υγιούς χρησιμοποίησής τους». Επομένως, η επίτευξη του σκοπού της προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος επιδιώκεται από τα συμβαλλόμενα μέρη με τη θέσπιση μέτρων εμπορικής φύσης, τα οποία αφορούν το εμπόριο ορισμένων επικίνδυνων χημικών προϊόντων και φυτοφαρμάκων.

44     Στο πλαίσιο αυτό επιβάλλεται επίσης να τονιστεί ότι, όπως επισήμαναν το Συμβούλιο και ορισμένοι από τους παρεμβαίνοντες με τα δικόγραφά τους, η διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση αποτελεί μεν πράγματι χαρακτηριστικό μέσο περιβαλλοντικής πολιτικής, η εφαρμογή της όμως στο πλαίσιο της υπό κρίση Σύμβασης διέπεται από διατάξεις που ρυθμίζουν άμεσα το εμπόριο των προϊόντων που καλύπτει. Συγκεκριμένα, τόσο από τον ίδιο τον τίτλο της Σύμβασης αυτής όσο και από το άρθρο της 5, παράγραφος 6 –σε συνδυασμό με το παράρτημα II, στοιχείο γ΄, σημείο iv, της ίδιας Σύμβασης– προκύπτει ότι η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένα επικίνδυνα χημικά προϊόντα και φυτοφάρμακα για τα οποία υπάρχει διεθνές εμπόριο, πράγμα που αποτελεί επίσης condicio sine qua non για την καταχώριση των προϊόντων αυτών στο παράρτημα III της Σύμβασης και, συνεπώς, για τη συμμετοχή τους στη διαδικασία ΣΜΕ. Στο Πρωτόκoλλo της Καρθαγένης, το οποίο εξέτασε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα γνωμοδότηση 2/00, δεν υπήρχε τόσο σαφής σχέση μεταξύ του εμπορίου και του περιβάλλοντος.

45     Το Πρωτόκoλλo της Καρθαγένης, το οποίο αποτελούσε τη συνέχεια της Σύμβασης για τη βιoλoγική πoικιλoμoρφία, η οποία υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Οικoνoμική Κoινότητα και τα κράτη μέλη της τον Ιούνιο 1992 και εγκρίθηκε με την απόφαση 93/626/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1993 (ΕΕ L 309, σ. 1), έχει ως κύριο σκοπό, όπως επισήμανε το Δικαστήριο με τη σκέψη 34 της προπαρατεθείσας γνωμοδότησης 2/00, την πρoστασία της βιoλoγικής πoικιλoμoρφίας από τις αρνητικές επιπτώσεις πoυ θα μπoρoύσαν να οφείλονται σε δραστηριότητες συνεπαγόμενες τoν χειρισμό ζώντων τρoπoπoιημένων oργανισμών και ιδίως στις διασυνoριακές διακινήσεις τους. Το εμπόριο των οργανισμών αυτών αποτελεί συνεπώς ένα απλώς από τα ζητήματα που διέπει το εν λόγω πρωτόκολλο, ενώ συνιστά, σύμφωνα με το σύστημα της Σύμβασης, το στοιχείο από το οποίο εξαρτάται η εφαρμογή της διαδικασίας ΣΜΕ.

46     Η διαδικασία αυτή, όπως έχει διαμορφωθεί με τη Σύμβαση, περιλαμβάνει επιπλέον διάφορα μέτρα που πρέπει να χαρακτηριστούν ως μέτρα που «διέπουν» ή «ρυθμίζουν» το διεθνές εμπόριο των οικείων προϊόντων και εμπίπτουν συνεπώς στην κοινή εμπορική πολιτική. Συναφώς μπορούν π.χ. να αναφερθούν η υποχρέωση των συμβαλλόμενων μερών να καθορίσουν το καθεστώς εισαγωγής που θα ισχύει για τα προϊόντα που υπόκεινται στη διαδικασία αυτή (άρθρο 10, παράγραφοι 1 έως 5), η ανακοίνωση των βασικών στοιχείων του καθεστώτος αυτού σε κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (άρθρο 10, παράγραφος 8) ή η υποχρέωση των συμβαλλόμενων χωρών που εξάγουν να εξασφαλίζουν ότι οι εξαγωγείς εντός της δικαιοδοσίας τους θα συμμορφώνονται με τα καθεστώτα που έχουν θεσπίσει τα συμβαλλόμενα μέρη που εισάγουν τα προϊόντα, και ειδικότερα να απαγορεύουν, εκτός από ορισμένες σαφώς οριοθετούμενες περιπτώσεις, κάθε εξαγωγή προϊόντων του παραρτήματος III της Σύμβασης προς συμβαλλόμενο μέρος που δεν έχει γνωστοποιήσει στη γραμματεία το καθεστώς εισαγωγής που ισχύει για τα εν λόγω προϊόντα ή έχει στείλει προσωρινή μόνο απάντηση που δεν περιέχει απόφαση για το προσωρινά εφαρμοστέο καθεστώς (άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 2).

47     Το άρθρο 10, παράγραφος 9, της Σύμβασης –που επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη που έχουν λάβει την απόφαση να μη συναινέσουν στην εισαγωγή ορισμένου χημικού προϊόντος ή να συναινέσουν στην εισαγωγή του μόνο υπό όρους την υποχρέωση να απαγορεύσουν συγχρόνως ή να θέσουν υπό τους ίδιους όρους την εισαγωγή του προϊόντος αυτού από οποιαδήποτε πηγή, καθώς και την εγχώρια παραγωγή του προϊόντος αυτού– αποτελεί ιδιαίτερα αποκαλυπτικό στοιχείο για τη στενότατη σχέση που υπάρχει στο πλαίσιο της Σύμβασης μεταξύ της εμπορικής και της περιβαλλοντικής πολιτικής. Αφού δηλαδή το άρθρο αυτό αφορά και την εγχώρια παραγωγή των οικείων χημικών προϊόντων, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι εντάσσεται στην πολιτική προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Συγχρόνως όμως δεν μπορεί να μη γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή έχει σαφώς εμπορικό χαρακτήρα, αφού το απαγορευτικό ή περιοριστικό μέτρο του συμβαλλόμενου μέρους εισαγωγής πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε εισαγωγή των οικείων προϊόντων, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους. Επομένως, η διάταξη αυτή αφορά επίσης τις χώρες που δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση και μπορεί να επηρεάσει άμεσα τον ρου των συναλλαγών από ή προς τις χώρες αυτές.

48     Τέλος, το άρθρο 13 της Σύμβασης, και ειδικότερα οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου αυτού, που επιβάλλουν την υποχρέωση κατάλληλης σήμανσης κατά την εξαγωγή επικίνδυνων χημικών προϊόντων, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι καταλέγεται μεταξύ των κανόνων της Σύμβασης που «διέπουν» ή «ρυθμίζουν» το διεθνές εμπόριο των οικείων προϊόντων. Εξάλλου, το γεγονός ότι η Σύμβαση επηρεάζει το διεθνές εμπόριο επιβεβαιώνεται επίσης από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, με την οποία καλείται ο παγκόσμιος οργανισμός τελωνείων να παραχωρήσει σε κάθε χημικό προϊόν ή κάθε ομάδα χημικών προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα III της Σύμβασης συγκεκριμένο κωδικό αριθμό εναρμονισμένου συστήματος τελωνειακού κώδικα, ο οποίος πρέπει να αναγράφεται υποχρεωτικά στο έγγραφο αποστολής που συνοδεύει το χημικό αυτό προϊόν κατά την εξαγωγή του.

49     Η ορθότητα των διαπιστώσεων αυτών σχετικά με την εμπορική συνιστώσα της Σύμβασης δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εν λόγω Σύμβαση αποσκοπεί στον περιορισμό μάλλον του εμπορίου των προϊόντων αυτών παρά στην προαγωγή του. Όπως τόνισε ορθά η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, πολλές κοινοτικές πράξεις έχουν πράγματι εκδοθεί με βάση το άρθρο 133 ΕΚ ή, προηγουμένως, το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 133 ΕΚ), μολονότι με αυτές επιδιωκόταν ρητά ο περιορισμός ή και η πλήρης ακόμη απαγόρευση των εισαγωγών ή των εξαγωγών ορισμένων προϊόντων (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1995, C-70/94, Werner, Συλλογή 1995, σ. I-3189, σκέψη 10, και C‑83/94, Leifer, Συλλογή 1995, σ. I-3231, σκέψη 10, και της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-124/95, Centro-Com, Συλλογή 1997, σ. I-81, σκέψη 26).

50     Το αναφερθέν από πολλούς από τους παρεμβαίνοντες γεγονός ότι υπάρχουν και άλλες παρόμοιες συμφωνίες ή παρόμοιοι κοινοτικοί κανονισμοί που στηρίζονται στα άρθρα 130 Σ των Συνθηκών ΕΟΚ ή ΕΚ ή στο άρθρο 175 ΕΚ δεν ασκεί καμία επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, η νομική βάση μιας πράξης πρέπει να καθορίζεται βάσει του σκοπού και του περιεχομένου της ίδιας της πράξης και όχι ενόψει της νομικής βάσης που έχει επιλεγεί για την έκδοση άλλων κοινοτικών πράξεων που εμφανίζουν ενδεχομένως παρόμοια χαρακτηριστικά (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 28ης Ιουνίου 1994, C-187/93, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I-2857, σκέψη 28, η οποία αφορούσε ακριβώς την επιλογή της νομικής βάσης για τον κανονισμό 259/93, τον οποίο επικαλούνται το Συμβούλιο και ορισμένοι από τους παρεμβαίνοντες στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ της χρησιμοποίησης του άρθρου 175 ΕΚ ως νομικής βάσης).

51     Κατόπιν όλων των παραπάνω σκέψεων και όπως επίσης προκύπτει σαφώς από την όγδοη αιτιολογική σκέψη της Σύμβασης, κατά την οποία οι εμπορικές και περιβαλλοντικές πολιτικές των συμβαλλόμενων μερών πρέπει να αλληλοϋποστηρίζονται για να επιτευχθεί η αειφόρος ανάπτυξη, πρέπει συνεπώς να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Σύμβαση έχει, τόσο από την άποψη των στόχων της όσο και από την άποψη του περιεχομένου της, δύο συνιστώσες, άρρηκτα συνδεδεμένες, από τις οποίες καμία δεν είναι δευτερεύουσα ή έμμεση σε σχέση με την άλλη και από τις οποίες η μία εμπίπτει στην κοινή εμπορική πολιτική και η άλλη στην πολιτική προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Κατ’ εφαρμογή της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης, η απόφαση για την έγκριση της Σύμβασης εξ ονόματος της Κοινότητας έπρεπε να στηριχτεί επομένως σε διττή νομική βάση, και συγκεκριμένα στα άρθρα 133 ΕΚ και 175, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με τις κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις του άρθρου 300 ΕΚ.

52     Όπως βέβαια έχει δεχτεί το Δικαστήριο, κυρίως με τις σκέψεις 17 έως 21 της προπαρατεθείσας απόφασης «διοξείδιο του τιτανίου», η χρησιμοποίηση διττής νομικής βάσης αποκλείεται στην περίπτωση που οι διαδικασίες που προβλέπονται για καθεμία από τις νομικές αυτές βάσεις είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους και/ή η σώρευση νομικών βάσεων μπορεί να θίξει τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου (βλ. επίσης συναφώς την απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1999, C-164/97 και C‑165/97, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I-1139, σκέψη 14, και την προπαρατεθείσα απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 57). Στην προκείμενη όμως περίπτωση η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση των άρθρων 133 ΕΚ και 175, παράγραφος 1, ΕΚ ως νομικής βάσης δεν έχει καμία από τις παραπάνω συνέπειες.

53     Πρώτον, η Σύμβαση δεν ανήκει στην κατηγορία των συμφωνιών για τις οποίες απαιτείται, κατά το άρθρο 133, παράγραφος 5, ΕΚ, ομοφωνία του Συμβουλίου, οπότε η πρόσθετη χρησιμοποίηση του άρθρου 133 ΕΚ δεν μπορούσε εν προκειμένω να επηρεάσει τους κανόνες που διέπουν την ψηφοφορία στο Συμβούλιο, καθόσον το άρθρο αυτό προβλέπει, όπως ακριβώς και το άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ, τη λήψη των αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία.

54     Δεύτερον, η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση των άρθρων 133 ΕΚ και 175, παράγραφος 1, ΕΚ δεν μπορεί ούτε να θίξει τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου, αφού, μολονότι το πρώτο από τα δύο αυτά άρθρα, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, δεν προβλέπει διαβούλευση με το εν λόγω θεσμικό όργανο πριν από τη σύναψη συμφωνίας στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, το δεύτερο εντούτοις από τα παραπάνω άρθρα καταλήγει στο αποτέλεσμα αυτό. Αντίθετα επομένως από ό,τι συνέβαινε στην προπαρατεθείσα απόφαση «διοξείδιο του τιτανίου», η σωρευτική χρησιμοποίηση των νομικών βάσεων εν προκειμένω δεν θίγει καθόλου τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου.

55     Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η Κοινότητα, στηρίζοντας την απόφαση για την έγκριση της Σύμβασης σε διττή νομική βάση, δηλαδή στα άρθρα 133 ΕΚ και 175 ΕΚ, παρέχει επίσης στα άλλα συμβαλλόμενα μέρη ενδείξεις αφενός για την έκταση της κοινοτικής αρμοδιότητας σε σχέση με τη Σύμβαση αυτή, η οποία, όπως αποδείχθηκε παραπάνω, εμπίπτει τόσο στην κοινή εμπορική πολιτική όσο και στην κοινοτική πολιτική περιβάλλοντος, και αφετέρου για την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών της, η οποία επίσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή της συμφωνίας σε κοινοτικό επίπεδο.

56     Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει συνεπώς να ακυρωθεί, καθόσον στηρίζεται μόνο στο άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

57     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού όμως, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι. Αφού εν προκειμένω τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο ηττήθηκαν εν μέρει, πρέπει να αποφασιστεί ότι καθένας από αυτούς τους διαδίκους θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 2003/106/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, για την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Σύμβασης του Ρότερνταμ σχετικά με τη διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση όσον αφορά ορισμένα επικίνδυνα χημικά προϊόντα και τα φυτοφάρμακα.

2)      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.