1. Περιβάλλον — Ατμοσφαιρική ρύπανση — Οδηγία 1999/32 — Μείωση της περιεκτικότητας σε θείο ορισμένων υγρών καυσίμων — Μέγιστη περιεκτικότητα σε θείο του βαρέος μαζούτ — Παρέκκλιση — Προϋποθέσεις — Άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει τη χρήση βαρέος μαζούτ μέγιστης περιεκτικότητας σε θείο 3 % κατά μάζα — Συμβολή των εκπομπών στην υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων σε κράτος μέλος — Έκταση της συμβολής αυτής και ρόλος της στην πιο πάνω υπέρβαση — Δεν ασκούν επιρροή — Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Παραβίαση — Δεν συντρέχει
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 189 A και 189 Γ (νυν άρθρα 250 ΕΚ και 252 ΕΚ)· οδηγία 1999/32 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 2· απόφαση 2003/3 της Επιτροπής]
2. Περιβάλλον — Ατμοσφαιρική ρύπανση — Οδηγία 1999/32 — Μείωση της περιεκτικότητας σε θείο ορισμένων υγρών καυσίμων — Μέγιστη περιεκτικότητα σε θείο του βαρέος μαζούτ — Παρέκκλιση — Προϋποθέσεις — Μη συμβολή των εκπομπών στην υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων στα κράτη μέλη — Αρχή της αναλογικότητας — Παραβίαση — Δεν συντρέχει
(Οδηγία 1999/32 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 2)
1. Η απόφαση της Επιτροπής να απορρίψει την αίτηση κράτους μέλους να επιτραπεί η χρήση, σε μέρος της επικράτειάς του, βαρέος μαζούτ περιεκτικότητας σε θείο μεταξύ 1 και 3 % κατά μάζα δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 1999/32 σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο ούτε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Συγκεκριμένα, αφενός, κατά το ίδιο το κείμενο του πιο πάνω άρθρου 3, παράγραφος 2, η χρήση του βαρέος αυτού μαζούτ επιτρέπεται εφόσον, πέρα από την προϋπόθεση να τηρούνται τα πρότυπα ποιότητας του αέρα τα οποία καθορίζει για το διοξείδιο του θείου η σχετική κοινοτική ρύθμιση, πληρούται και μια δεύτερη προϋπόθεση, κατά την οποία οι εκπομπές διοξειδίου του θείου «δεν συμβάλλουν στην υπέρβαση» των κρίσιμων φορτίων σε ένα κράτος μέλος, χωρίς η διάταξη αυτή να διευκρινίζει το μέγεθος της συμβολής αυτής ή τον ρόλο της στην πιο πάνω υπέρβαση. Στο κείμενο της διατάξεως αυτής δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να στηρίξει το συμπέρασμα ότι δύναται να επιτραπεί παρέκκλιση όταν η συμβολή δεν είναι καθοριστική για την υπέρβαση ή όταν η συμβολή αυτή, ενώ είναι ανιχνεύσιμη, δεν υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο κατώτατο όριο.
Αφετέρου, όσον αφορά την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μια ανακοίνωση την οποία η Επιτροπή παρουσίασε μαζί με πρόταση οδηγίας, ακόμη και αν στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας αυτής γίνεται μνεία της πιο πάνω ανακοινώσεως, μπόρεσε να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη σχετικά με τη διατήρηση των προσανατολισμών που διατυπώνονται στην ανακοίνωση αυτή, ενώ από τα άρθρα 189 Α και 189 Γ της Συνθήκης (νυν άρθρα 250 ΕΚ και 252 ΕΚ) προκύπτει ότι η Επιτροπή δύναται οποτεδήποτε να τροποποιήσει την πρόταση αυτή και ότι το Συμβούλιο δύναται να εκδώσει μια πράξη η οποία μεταβάλλει την πιο πάνω πρόταση .
(βλ. σκέψεις 58, 72)
2. Δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι, εξαρτώντας τη χορήγηση άδειας χρήσεως βαρέος μαζούτ, του οποίου η περιεκτικότητα σε θείο υπερβαίνει το επιτρεπόμενο κατώτατο όριο του 1 % κατά μάζα, από αυστηρές προϋποθέσεις, όπως αυτές του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 1999/32 σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.
Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη τόσο του ότι η παρουσία θείου στο πετρέλαιο έχει αναγνωριστεί εδώ και δεκαετίες ως η κύρια πηγή των εκπομπών διοξειδίου του θείου που είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για την όξινη βροχή και την ατμοσφαιρική ρύπανση που υπάρχει σε πολλές αστικές και βιομηχανικές ζώνες όσο και του διασυνοριακού χαρακτήρα του προβλήματος της οξινίσεως, το μέτρο αυτό είναι κατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας, δηλαδή για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του θείου από την καύση ορισμένων τύπων υγρών καυσίμων.
Ειδικότερα, όσον αφορά την ανάγκη αυστηρής εφαρμογής της κατά το πιο πάνω άρθρο 3, παράγραφος 2, προϋποθέσεως σχετικά με τη συμβολή των εκπομπών στην υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων στα κράτη μέλη, το Συμβούλιο, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των συνεπειών των εκπομπών θείου για την υγεία των ανθρώπων και για το περιβάλλον καθώς και της σημαντικής συμμετοχής των εκπομπών αυτών στο διασυνοριακό φαινόμενο της οξινίσεως, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεώρησε ότι ήταν αναγκαίο η παρέκκλιση για τη χρήση βαρέος μαζούτ του οποίου η περιεκτικότητα σε θείο υπερβαίνει το 1 % κατά μάζα να επιτρέπεται όταν δεν υπάρχει καμία συμβολή των εκπομπών θείου από ένα κράτος μέλος στην υπέρβαση των κρίσιμων φορτίων στο έδαφος των κρατών μελών, ακόμη και αν το οικονομικό κόστος ενός τέτοιου μέτρου μπορεί να είναι σημαντικό και ακόμη και αν η εν λόγω συμβολή δεν είναι σημαντική για την επιβάρυνση της καταστάσεως στα κράτη μέλη. Η σημασία των επιδιωκομένων σκοπών είναι ικανή να δικαιολογήσει, ακόμη και σημαντικές, αρνητικές οικονομικές συνέπειες για ορισμένους συναλλασσόμενους, πολλώ δε μάλλον όταν η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί έναν από τους ουσιώδεις στόχους της Κοινότητας.
(βλ. σκέψεις 90-93, 95-96)