ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PHILIPPE LÉGER

της 12ης Μαΐου 2005 1(1)

Υπόθεση C-372/03

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 91/439/ΕΟΚ – Άδεια οδηγήσεως – Ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για την οδήγηση ορισμένων οχημάτων – Δυνατότητα οδηγήσεως οχημάτων κατηγορίας διαφορετικής από αυτή για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια – Υποχρεωτική καταχώριση και αντικατάσταση των αδειών οδηγήσεως»





1.     Με την παρούσα προσφυγή, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδηγήσεως (2).

2.     Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει σειρά αιτιάσεων που αφορούν την ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για τη χορήγηση άδειας οδηγήσεως ορισμένων οχημάτων, τη δυνατότητα οδηγήσεως οχημάτων άλλων από αυτά για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια οδηγήσεως (3), καθώς και για τη διαδικασία ταξινομήσεως και αντικαταστάσεως αδειών που έχουν χορηγηθεί από άλλα κράτη μέλη.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 A –       Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

3.     Ένα πρώτο βήμα προς την εναρμόνιση της χορηγήσεως και της χρησιμοποιήσεως αδειών έγινε με τη θέσπιση της πρώτης οδηγίας 80/1263/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1980, περί καθιερώσεως κοινοτικής αδείας οδηγήσεως (4). Σκοπός της ήταν, αφενός, η βελτίωση της ασφάλειας της οδικής κυκλοφορίας και, αφετέρου, η διευκόλυνση της κυκλοφορίας των προσώπων που εγκαθίστανται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο εξετάστηκαν για να λάβουν άδεια οδηγήσεως ή που μετακινούνται εντός της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

4.     Προς τούτο, με την οδηγία 80/1263 επήλθε προσέγγιση ορισμένων εθνικών κανόνων σχετικών με τη χορήγηση αδειών και με τις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η ισχύς τους. Η εν λόγω οδηγία καθιέρωσε ένα κοινοτικό υπόδειγμα άδειας καθώς και την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των εν λόγω αδειών και την αντικατάστασή τους, εφόσον ο τόπος κατοικίας ή εργασίας των δικαιούχων μεταφέρεται από το ένα κράτος μέλος σε άλλο.

5.     Η οδηγία 80/1263 καταργήθηκε με την οδηγία 91/439 (στο εξής: οδηγία). Η οδηγία αυτή σηματοδοτεί ένα νέο βήμα προς την εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων, ειδικότερα όσον αφορά τις προϋποθέσεις χορηγήσεως αδειών και το περιεχόμενο της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεώς τους.

6.     Η χορήγηση των αδειών εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από προϋποθέσεις ελάχιστης ηλικίας που ποικίλλουν ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκει το όχημα που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, όπως αυτές ορίζονται στην οδηγία.

7.     Για τα οχήματα της κατηγορίας Α (5), το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, πρώτη περίοδος, της οδηγίας καθιερώνει την αρχή ότι η ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για τη χορήγηση άδειας γι’ αυτή την κατηγορία οχημάτων είναι τα 18 έτη. Προσθέτει ωστόσο «[…] ότι η οδήγηση μηχανοκίνητων δικύκλων ισχύος άνω των 25 kW ή λόγου ισχύος/βάρους άνω των 0,16 kW/kg (ή μηχανοκίνητων δικύκλων με πλευρικό κάνιστρο με σχέση ισχύος/βάρους άνω των 0,16 kW/kg) προϋποθέτει διετή τουλάχιστον πείρα οδηγήσεως μηχανοκίνητων δικύκλων κατωτέρων χαρακτηριστικών, με άδεια τύπου Α».

8.     Η τελευταία περίοδος της παραγράφου 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, του εν λόγω άρθρου ορίζει ότι «αυτή η προηγούμενη πείρα μπορεί να μην απαιτείται αν ο υποψήφιος είναι τουλάχιστον 21 ετών, εφόσον έχει επιτύχει σε ειδική δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς». Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αναφέρει ότι τα κράτη μέλη μπορούν μεν να παρεκκλίνουν από τις προϋποθέσεις κατωτάτου ορίου ηλικίας που προβλέπονται για τις κατηγορίες Α, Β και Β + Ε (ή Β Ε) και να χορηγούν άδεια για τις κατηγορίες αυτές από τα 17 έτη, εξαιρουμένου του κατωτάτου ορίου ηλικίας που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, τελευταία περίοδος, της εν λόγω οδηγίας.

9.     Όσον αφορά τα οχήματα που εμπίπτουν στις υποκατηγορίες Γ 1 (6) και Γ 1 + E (ή Γ 1 Ε) (7), το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας προβλέπει ότι η ελάχιστη ηλικία για τη χορήγηση άδειας οδηγήσεως είναι τα 18 έτη, υπό την επιφύλαξη των σχετικών με την οδήγηση των οχημάτων αυτών διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 3820/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών (8).

10.   Μετά τη χορήγηση της άδειας, η ισχύς της δεν περιορίζεται συστηματικά στην οδήγηση της κατηγορίας των οχημάτων για τα οποία έχει χορηγηθεί. Για παράδειγμα, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας προβλέπει ότι η άδεια που ισχύει για την κατηγορία Γ + Ε (ή Γ Ε) (9) ισχύει για την κατηγορία Δ + Ε (10) εάν ο κάτοχός της είναι κάτοχος άδειας για την κατηγορία Δ (11).

11.   Επιπλέον, μετά τη χορήγηση της άδειας σε ένα κράτος μέλος, αυτή αναγνωρίζεται και στα άλλα κράτη μέλη. Η εν λόγω αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως καθιερώνεται με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας, το οποίο έχει ως εξής: «τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν αμοιβαία τις άδειες οδηγήσεως που εκδίδουν.»

12.   Εντούτοις, όταν ο κάτοχος άδειας οδηγήσεως αποκτά την κανονική του διαμονή σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο που εξέδωσε την άδεια, η οδηγία ορίζει ότι το κράτος μέλος κατοικίας μπορεί να υπαγάγει τον κάτοχο της άδειας σε ορισμένες από τις εθνικές του διατάξεις.

13.   Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας, στις διατάξεις αυτές περιλαμβάνονται και εθνικές διατάξεις που αφορούν τη φορολογία, τη διάρκεια ισχύος της άδειας και τον ιατρικό έλεγχο. Στο πλαίσιο της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, το κράτος μέλος κατοικίας μπορεί να αναγράφει στην άδεια που έχει χορηγήσει άλλο κράτος μέλος τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διαχείρισή της. Το παράρτημα I, σημείο 4, της οδηγίας διευκρινίζει ότι τα στοιχεία που αφορούν σοβαρές παραβάσεις που διαπράττονται επί του εδάφους του κράτους μέλους κατοικίας μπορούν να αναγράφονται στην άδεια, εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος απαιτεί αναγραφή των στοιχείων αυτών και στις άδειες οδηγήσεως που εκδίδει το ίδιο και εφόσον υπάρχει ο απαιτούμενος για την αναγραφή χώρος (12).

14.   Ομοίως, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας προβλέπει ότι «με την επιφύλαξη της αρχής της εδαφικότητας όσον αφορά την ισχύ των ποινικών και αστυνομικών διατάξεών του, το κράτος μέλος κανονικής διαμονής μπορεί να εφαρμόσει στον κάτοχο άδειας οδήγησης [...] τις εθνικές του διατάξεις όσον αφορά τον περιορισμό, την αναστολή, την αφαίρεση ή την ακύρωση του δικαιώματος οδηγήσεως και, ενδεχομένως, να προβεί, για τους σκοπούς αυτούς, σε αντικατάσταση της άδειας αυτής».

 Β –       Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

15.   Η συναφής με την παρούσα δίκη γερμανική κανονιστική ρύθμιση περιέχεται στη Verordnung über die Zulassung von Personen zum Strassenverkehr (κανονιστική ρύθμιση σχετικά με την πρόσβαση των προσώπων στην οδική κυκλοφορία), της 18ης Αυγούστου 1998, που αποκαλείται επίσης «Fahrerlaubnis-Verordnung» (13).

16.   Το άρθρο 6, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, της FeV ορίζει τα 25 έτη ως ελάχιστη ηλικία για την άμεση πρόσβαση στην οδήγηση μεγάλων μηχανοκίνητων δικύκλων της κατηγορίας Α. Όσον αφορά τα οχήματα των υποκατηγοριών Γ 1 ή Γ 1 E, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της FeV, η οδήγηση των οχημάτων αυτών είναι δυνατή από την ηλικία των 17 ετών, εφόσον η οδήγηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της επαγγελματικής κατάρτισης για επαγγελματίες οδηγούς (και περιορίζεται στα δρομολόγια που εκτελούν στο πλαίσιο αυτό).

17.   Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, σημείο 6, της FeV, επιτρέπεται στους κατόχους αδειών Γ 1 E και Δ η οδήγηση οχημάτων της κατηγορίας Δ Ε. Ομοίως, η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι επιτρέπεται στους κατόχους αδειών των κατηγοριών Γ 1, Γ 1 Ε, Γ ή Γ Ε να οδηγούν λεωφορεία (δηλαδή οχήματα της κατηγορίας Δ) για διαδρομές χωρίς επιβάτες, εντός της χώρας, με αποκλειστικό σκοπό τον έλεγχο της τεχνικής καταστάσεως των οχημάτων ή τη μετακίνησή τους σε άλλον τόπο.

18.   Επιπλέον, κατά το άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 2, της FeV, οι κάτοχοι άδειας χορηγηθείσας από άλλο κράτος μέλος πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας οφείλουν, επί ποινή προστίμου, να καταχωρίζουν την άδειά τους στις γερμανικές διοικητικές αρχές, εφόσον έχουν τη συνήθη διαμονή τους στη Γερμανία και έχουν αποκτήσει την άδειά τους τα τελευταία δύο έτη.

19.   Τέλος, τα άρθρα 29, παράγραφος 3, και 47, παράγραφος 2, της FeV επιβάλλουν στους κατόχους άδειας χορηγηθείσας από άλλο κράτος μέλος, οι οποίοι απέδειξαν ότι έχουν τη συνήθη διαμονή τους στη Γερμανία, την υποχρέωση να αντικαταστήσουν την άδειά τους με γερμανική άδεια οδηγήσεως, προκειμένου να αναγραφούν σ’ αυτή ορισμένα στοιχεία σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη διάρκεια ισχύος της άδειας αυτής στο εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον η διάρκεια αυτή είναι βραχύτερη από την ισχύουσα στο κράτος μέλος εκδόσεως.

II – Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

20.   Η Επιτροπή, κατόπιν της ανταλλαγής επιστολών με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκτιμώντας ότι το εν λόγω κράτος μέλος είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 91/439, του απέστειλε στις 18 Ιουλίου 2001 έγγραφο οχλήσεως, προκειμένου αυτό να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

21.   Η Επιτροπή, μη θεωρώντας πειστικές τις παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της απηύθυνε, με έγγραφο της 21ης Μαρτίου 2002, αιτιολογημένη γνώμη καλώντας την να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω γνώμης.

22.   Επειδή καθυστέρησε η έγκριση του σχεδίου της κανονιστικής ρυθμίσεως, που υποτίθεται ότι θα έθετε μερικώς τέρμα στην προβαλλόμενη παράβαση, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Σεπτεμβρίου 2003.

III – Η προσφυγή

23.   Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει έξι αιτιάσεις, από τις οποίες η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβητεί μόνον τις δύο. Θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, τις δύο αυτές αιτιάσεις που αφορούν την ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για την οδήγηση ορισμένων οχημάτων. Ακολούθως θα εξετάσω εν συντομία τις λοιπές μη αμφισβητούμενες αιτιάσεις, που αφορούν τη δυνατότητα οδηγήσεως οχημάτων άλλων από αυτά για την οδήγηση των οποίων έχει χορηγηθεί άδεια, καθώς και τη διαδικασία καταχωρίσεως και αντικαταστάσεως των αδειών που χορηγούνται από άλλα κράτη μέλη.

 Α –       Επί των αιτιάσεων που αφορούν την ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για την οδήγηση ορισμένων οχημάτων

24.   Οι αιτιάσεις αυτές αφορούν, αφενός, τα βαρέα μηχανοκίνητα δίκυκλα της κατηγορίας A (14) και, αφετέρου, τα οχήματα των υποκατηγοριών Γ 1 και Γ 1 E. Θα εξετάσω διαδοχικά τις δύο αυτές αιτιάσεις.

1.      Επί της αιτιάσεως που αφορά την ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για την οδήγηση βαρέων μηχανοκίνητων δικύκλων της κατηγορίας Α

 α)     Επιχειρήματα των διαδίκων

25.   Με την αιτίαση αυτή, η Επιτροπή προσάπτει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, τελευταία περίοδος, της οδηγίας, ορίζοντας τα 25 έτη ως ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για την άμεση πρόσβαση στην οδήγηση βαρέων μηχανοκίνητων δικύκλων της κατηγορίας A, δηλαδή χωρίς να έχει αποκτηθεί προηγούμενη πείρα ως προς την οδήγηση μηχανοκίνητων δικύκλων κατώτερης κατηγορίας. Κατά την προσφεύγουσα, σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις της οδηγίας, ένα κράτος μέλος μπορεί να ορίσει ως ελάχιστη ηλικία μόνον τα 21 έτη. Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω διατάξεις αποβλέπουν στην πλήρη εναρμόνιση της άμεσης προσβάσεως στην οδήγηση βαρέων μηχανοκίνητων δικύκλων της κατηγορίας A, ορίζοντας προς τούτο ενιαία ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία, κατά τρόπο ώστε τα κράτη μέλη να μην μπορούν να ορίσουν μονομερώς διαφορετική ελάχιστη ηλικία, είτε μικρότερη είτε μεγαλύτερη.

26.   Η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβητεί αυτή την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας. Κατά την άποψή της, οι διατάξεις αυτές δεν οδηγούν σε πλήρη εναρμόνιση της άμεσης προσβάσεως στην οδήγηση αυτού του είδους οχημάτων. Όχι μόνον αφήνουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αρνηθούν ή να δεχθούν την άμεση αυτή πρόσβαση, αλλά τους παρέχουν επίσης τη δυνατότητα, εφόσον αυτά το δέχονται, να προβλέψουν ελάχιστη ηλικία μεγαλύτερη από τα 21 έτη, ακολουθώντας τον επιδιωκόμενο από την οδηγία σκοπό της οδικής ασφάλειας. Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση τονίζει ότι η Επιτροπή πρότεινε προσφάτως, στο πλαίσιο τροποποιήσεως της οδηγίας, να αυξηθεί η ελάχιστη ηλικία στα 24 αντί στα 21 έτη, προκειμένου να ανταποκρίνεται καλύτερα στις απαιτήσεις της οδικής ασφάλειας.

 β)     Εκτίμηση

27.   Θεωρώ ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι βάσιμη.

28.   Κατά την άποψή μου, ορίζοντας τα 21 έτη ως ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για ενδεχόμενη άμεση πρόσβαση στην οδήγηση βαρέων μηχανοκίνητων δικύκλων της κατηγορίας A, το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας αποκλείει από το δικαίωμα οδηγήσεως αυτού του είδους οχημάτων μόνον τα άτομα ηλικίας μικρότερης των 21 ετών. Οι διατάξεις αυτές δεν έρχονται σε αντίθεση με την ύπαρξη εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως προβλέπουσας ελάχιστη ηλικία μεγαλύτερη από την οριζόμενη στην οδηγία, όπως τα 25 έτη. Διάφορα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής.

29.   Κατ’ αρχάς, εφόσον με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας γίνεται δεκτό ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις προϋποθέσεις της ελάχιστης απαιτούμενης ηλικίας για ορισμένες κατηγορίες οχημάτων (πλην των βαρέων μηχανοκίνητων δικύκλων της κατηγορίας A) και να χορηγούν, κατ’ επέκταση, άδειες οδηγήσεως σε άτομα 17 ετών, δηλαδή ηλικίας μικρότερης από αυτή που ορίζει η οδηγία γι’ αυτές τις κατηγορίες οχημάτων, μπορεί να θεωρηθεί ότι σκοπός του συνόλου των προϋποθέσεων ελάχιστης ηλικίας που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας είναι να υπάρχει κατώτατο (και όχι ανώτατο) όριο, κάτω από το οποίο απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, η χορήγηση άδειας, με εξαίρεση τις παρεκκλίσεις που ρητά προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

30.   Ναι μεν οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό παρεκκλίσεις σχετίζονται αποκλειστικά με ελάχιστο όριο ηλικίας κατώτερο από αυτό που θέτει η οδηγία για τις οικείες κατηγορίες οχημάτων, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει, κατά την άποψή μας, ότι απαγορεύεται συστηματικά στα κράτη μέλη να θέτουν προϋποθέσεις μεγαλύτερης ελάχιστης ηλικίας. Αντιθέτως, η σιωπή του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας όσον αφορά τις προϋποθέσεις μεγαλύτερης ελάχιστης ηλικίας οφείλεται αναμφιβόλως στο ότι οι κανόνες της σχετικά με τις προϋποθέσεις ελάχιστης ηλικίας δεν απαγορεύουν κατ’ αρχήν την εκ μέρους των κρατών μελών θέσπιση αυστηρότερων σχετικών κανόνων, οπότε δεν είναι αναγκαίο να προβλεφθούν παρεκκλίσεις επ’ αυτού, προκειμένου να μπορούν τα κράτη μέλη να ενεργήσουν προς την κατεύθυνση αυτή.

31.   Ο επιδιωκόμενος από την οδηγία σκοπός, μέσω του καθορισμού προϋποθέσεων ελάχιστης ηλικίας, επιβεβαιώνει την ανάλυση αυτή.

32.   Συγκεκριμένα, όπως τονίζεται με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, ο καθορισμός ελάχιστων προϋποθέσεων για τη χορήγηση της άδειας οδηγήσεως ανταποκρίνεται στις επιταγές της οδικής ασφάλειας. Προσθέτω ότι οι προϋποθέσεις ελάχιστης ηλικίας που θέτει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περιλαμβάνονται στις ελάχιστες προϋποθέσεις που προορίζονται να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του σκοπού αυτού.

33.   Ο καθορισμός προϋποθέσεων ελάχιστης ηλικίας ανταποκρίνεται προφανώς στις επιταγές της οδικής ασφάλειας, καθόσον απαγορεύει τη χορήγηση άδειας σε πρόσωπα που δεν έχουν ακόμη την προβλεπόμενη ελάχιστη ηλικία, δεν θα ίσχυε όμως το ίδιο αν οι προϋποθέσεις ελάχιστης ηλικίας που θέτει η οδηγία είχαν ως αποτέλεσμα να απαγορεύεται στα κράτη μέλη η χορήγηση άδειας προς πρόσωπα που έχουν ήδη την ελάχιστη αυτή ηλικία. Αντιθέτως, είναι ακριβώς η μέριμνα της προστασίας της οδικής ασφάλειας που εμπνέει σε γενικές γραμμές τον εκ μέρους των κρατών μελών καθορισμό προϋποθέσεων ελάχιστης ηλικίας μεγαλύτερης από την προβλεπόμενη στην οδηγία. Εξάλλου, όπως επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση, η Επιτροπή εξέφρασε προσφάτως την πρόθεση να αυξήσει την ελάχιστη ηλικία για την οδήγηση βαρέων μηχανοκίνητων δικύκλων στα 24 αντί τα 21 έτη, προκειμένου να συμβάλει στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας (15).

34.   Κατά την άποψή μου, από τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, τελευταία περίοδος, της οδηγίας δεν απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση που προβλέπει ελάχιστη ηλικία μεγαλύτερη από την οριζόμενη στο εν λόγω άρθρο, όπως αυτή της επίδικης γερμανικής κανονιστικής ρυθμίσεως. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι η αιτίαση που αφορά την ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για την οδήγηση βαρέων μηχανοκίνητων δικύκλων της κατηγορίας Α, η οποία αντλείται από παράβαση του εν λόγω άρθρου της οδηγίας, δεν είναι βάσιμη.

2.      Επί της αιτιάσεως που αφορά την ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για την οδήγηση αυτοκινήτων των υποκατηγοριών Γ 1 και Γ 1 E

 α)     Επιχειρήματα των διαδίκων

35.   Με την αιτίαση αυτή, η Επιτροπή προσάπτει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 3820/85, καθότι δέχεται ότι μπορούν να οδηγήσουν αυτοκίνητα των υποκατηγοριών Γ 1 ή Γ 1 E πρόσωπα που είναι μόλις 17 ετών, εφόσον η οδήγηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο επαγγελματικής καταρτίσεως για επαγγελματίες οδηγούς. Κατά την άποψή της, οι εν λόγω διατάξεις της οδηγίας, καθώς και αυτές του κανονισμού στις οποίες παραπέμπουν, δεν παρέχουν δικαίωμα οδηγήσεως αυτού του είδους των αυτοκινήτων σε πρόσωπα κάτω των 18 ετών.

36.   Η Γερμανική Κυβέρνηση αντικρούει την αιτίαση αυτή. Διευκρινίζει ότι, στο εσωτερικό της δίκαιο, η απόκτηση άδειας Γ 1 εξαρτάται από την απόκτηση άδειας B.

37.   Επιπλέον, κατά την άποψή της, η απόκτηση πιστοποιητικού επαγγελματικής ικανότητας έπειτα από αναγνωρισμένη κατάρτιση οδηγών για οδικές μεταφορές εμπορευμάτων, βάσει της οποίας μπορεί, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 3820/85, να χορηγηθεί στους κατόχους αυτού του πιστοποιητικού δικαίωμα οδηγήσεως οχημάτων μεταφοράς εμπορευμάτων βάρους ανώτερου των 7,5 τόνων –εφόσον έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους–, συνεπάγεται ότι η εν λόγω κατάρτιση μπορεί να αρχίσει προτού οι ενδιαφερόμενοι συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας τους και ότι αυτό ισοδυναμεί με κάποια εμπειρία οδηγήσεως. Συνεπώς, επιτρέποντας αποκλειστικά σε άτομα 17 ετών να οδηγούν οχήματα των υποκατηγοριών Γ 1 ή Γ 1 E για τις ανάγκες της επαγγελματικής τους κατάρτισης, η εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση ακολουθεί το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας. Η απόρριψη της θέσεως αυτής θα ισοδυναμούσε με δυσμενή αντιμετώπιση των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης για επαγγελματίες οδηγούς που έχουν αρκετά μεγάλη διάρκεια προκειμένου να είναι πλήρη, εις βάρος της οδικής ασφάλειας.

38.   Τέλος, η Γερμανική Κυβέρνηση μετριάζει την έκταση του προβλεπόμενου από την εθνική κανονιστική ρύθμιση πρόωρου δικαιώματος οδηγήσεως οχημάτων των υποκατηγοριών Γ 1 και Γ 1 E. Το δικαίωμα αυτό χορηγείται μόνο στα άτομα που ακολουθούν επαγγελματική κατάρτιση για επαγγελματίες οδηγούς και που πέρασαν επιτυχώς προηγούμενες ιατροψυχιατρικές εξετάσεις. Επιπλέον, η άδεια οδηγήσεως αυτού του είδους των οχημάτων δεν είναι έγκυρη παρά μόνο στο πλαίσιο της εν λόγω επαγγελματικής κατάρτισης και μόνο στην εθνική επικράτεια.

 β)     Εκτίμηση

39.   Κατά την άποψή μου, η αιτίαση αυτή είναι βάσιμη τόσο όσον αφορά τα οχήματα της υποκατηγορίας Γ 1 όσο και τα οχήματα της υποκατηγορίας Γ 1 E.

40.   Όσον αφορά τα οχήματα της υποκατηγορίας Γ 1, το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας, καθώς και το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3820/85 (στον οποίο παραπέμπει το εν λόγω άρθρο της οδηγίας) προβλέπουν ότι δικαίωμα οδηγήσεως των αυτοκινήτων αυτών έχουν μόνον τα άτομα που έχουν συμπληρώσει την ελάχιστη ηλικία των 18 ετών. Επιτρέποντας την οδήγηση των αυτοκινήτων αυτών και σε άτομα που είναι μόλις 17 ετών, η επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω διατάξεις της οδηγίας, οι οποίες συμπίπτουν με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ως άνω κανονισμού. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται παρόλο που, όπως ισχυρίζεται η Γερμανική Κυβέρνηση, η έκταση του πρόωρου αυτού δικαιώματος είναι περιορισμένη.

41.   Ομοίως, δεν έχει μεγάλη σημασία αν, όπως ισχυρίζεται η Γερμανική Κυβέρνηση, η απόκτηση άδειας Γ 1 (δυνάμει της οποίας επιτρέπεται η οδήγηση αυτοκινήτων της υποκατηγορίας Γ 1) εξαρτάται από την απόκτηση άδειας B (δυνάμει της οποίας επιτρέπεται η οδήγηση αυτοκινήτων της κατηγορίας B). Συγκεκριμένα, ναι μεν το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από τις προϋποθέσεις ελάχιστης ηλικίας που θέτει η οδηγία για ορισμένες κατηγορίες αυτοκινήτων, όπως αυτά της κατηγορίας B, και να χορηγούν, κατ’ επέκταση, άδεια γι’ αυτό το είδος αυτοκινήτων σε άτομα που έχουν μόλις συμπληρώσει τα 17 τους έτη, επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι δεν ισχύει το ίδιο για τα αυτοκίνητα της υποκατηγορίας Γ 1. Δεδομένου ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, έχει εξαντλητικό χαρακτήρα, η δυνάμει του άρθρου αυτού απόκτηση άδειας Β από την ηλικία των 17 ετών δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόκτηση άδειας Γ 1 υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ηλικίας.

42.   Όσον αφορά αυτοκίνητα της υποκατηγορίας Γ 1 E, υπενθυμίζω ότι ο κανονισμός 3820/85 [στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας] καθιερώνει, με το άρθρο του 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, την αρχή ότι η ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για την οδήγηση των αυτοκινήτων αυτών είναι τα 21 έτη συμπληρωμένα. Μόνον κατά παρέκκλιση από την αρχή αυτή, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού μειώνει την ελάχιστη αυτή ηλικία στα 18 έτη συμπληρωμένα, υπό την προϋπόθεση, υπενθυμίζω, ότι «ο ενδιαφερόμενος κατέχει πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας, αναγνωρισμένο από ένα από τα κράτη μέλη, το οποίο να πιστοποιεί την ολοκλήρωση κατάρτισης οδηγού οχημάτων για την οδική μεταφορά εμπορευμάτων, σύμφωνα με τις κοινοτικές ρυθμίσεις για το κατώτατο αποδεκτό επίπεδο κατάρτισης των οδηγών οχημάτων οδικών μεταφορών».

43.   Από τις εν λόγω διατάξεις του κανονισμού 3820/85 προκύπτει ότι η οδήγηση αυτοκινήτων της υποκατηγορίας Γ 1 E από την ηλικία των 18 ετών εξαρτάται από την ολοκλήρωση συγκεκριμένης επαγγελματικής κατάρτισης για επαγγελματίες οδηγούς, καθώς και από την κατοχή πιστοποιητικού ικανότητας χορηγούμενου κατά το πέρας της κατάρτισης αυτής.

44.   Κατά συνέπεια, ναι μεν η εν λόγω επαγγελματική κατάρτιση μπορεί να ξεκινήσει προτού ο ενδιαφερόμενος γίνει 18 ετών και του παρέχει σ’ αυτή την ηλικία εμπειρία οδηγήσεως συνοδεία κατόχου άδειας οδηγήσεως, υπό τον μόνιμο έλεγχο ενός εκπαιδευτή, πλην όμως δεν μπορεί να του χορηγηθεί οποιοδήποτε δικαίωμα οδηγήσεως αυτοκινήτων της υποκατηγορίας Γ 1 E, αν δεν έχει ακόμη συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και εφόσον εκκρεμεί η επαγγελματική του κατάρτιση, οπότε δεν κατέχει πιστοποιητικό ικανότητας το οποίο χορηγείται μόνον κατά το πέρας της κατάρτισης αυτής.

45.   Ωστόσο, η οικεία γερμανική κανονιστική ρύθμιση αυτό ακριβώς προβλέπει, εφόσον επιτρέπει σε άτομα ηλικίας μόλις 17 ετών να οδηγούν, στο πλαίσιο επαγγελματικής κατάρτισης για επαγγελματίες οδηγούς, αυτοκίνητα της υποκατηγορίας Γ E 1 στο δημόσιο οδικό εθνικό δίκτυο, χωρίς να συνοδεύονται και να εποπτεύονται διαρκώς από εκπαιδευτή. Επομένως, όσον αφορά αυτού του είδους τα αυτοκίνητα, η εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν λαμβάνει υπόψη το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3820/85. Δεν λαμβάνει, επίσης, υπόψη το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας, στο μέτρο που το άρθρο αυτό παραπέμπει στην εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, καθώς και στην εφαρμογή του άρθρου του 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄.

46.   Συνεπώς, η αιτίαση σχετικά με την ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για την οδήγηση αυτοκινήτων των υποκατηγοριών Γ 1 και Γ 1 E, η οποία αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας είναι βάσιμη.

 Β –       Επί των αιτιάσεων που αφορούν την οδήγηση αυτοκινήτων πλην εκείνων για την οδήγηση των οποίων έχει αποκτηθεί άδεια

47.   Δύο αιτιάσεις αφορούν τη δυνατότητα οδηγήσεως αυτοκινήτων πλην εκείνων για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια. Η πρώτη αφορά την οδήγηση αυτοκινήτων της κατηγορίας Δ E και η δεύτερη την οδήγηση αυτοκινήτων της κατηγορίας Δ. Θα εξετάσω σύντομα καθεμία από τις δύο αυτές αιτιάσεις τις οποίες δεν αντικρούει η Γερμανική Κυβέρνηση.

1.      Επί της αιτιάσεως που αφορά την οδήγηση αυτοκινήτων της κατηγορίας Δ E

48.   Με την αιτίαση αυτή, η Επιτροπή προσάπτει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι παρέβη το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας, επιτρέποντας στους κατόχους αδειών Γ 1 E και Δ να οδηγούν αυτοκίνητα της κατηγορίας Δ E. Φρονώ ότι η αιτίαση αυτή είναι βάσιμη.

49.   Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι «η άδεια που ισχύει για την κατηγορία Γ + Ε ισχύει για την κατηγορία Δ + Ε εάν ο κάτοχός της είναι κάτοχος άδειας για την κατηγορία Δ». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι μόνον ο κάτοχος άδειας Γ E, και όχι Γ 1 E, έχει τη δυνατότητα οδηγήσεως αυτοκινήτων της κατηγορίας Δ E, υπό την προϋπόθεση ότι είναι κάτοχος άδειας για την οδήγηση αυτοκινήτων της κατηγορίας Δ. Επομένως, ο κάτοχος άδειας για την κατηγορία Γ 1 E δεν έχει δικαίωμα να επικαλεστεί την άδεια αυτή για να οδηγήσει αυτοκίνητο της κατηγορίας Δ E.

2.      Επί της αιτιάσεως που αφορά την οδήγηση αυτοκινήτων της κατηγορίας Δ

50.   Με την αιτίαση αυτή η Επιτροπή προσάπτει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παράβαση του άρθρου 3 της οδηγίας, καθόσον αυτή επιτρέπει στους κατόχους άδειας για τις κατηγορίες Γ 1, Γ 1 E, Γ ή Γ E την οδήγηση αυτοκινήτων της κατηγορίας Δ, για διαδρομές χωρίς επιβάτες, εντός της χώρας, με αποκλειστικό σκοπό τον έλεγχο της τεχνικής καταστάσεως των οχημάτων ή τη μετακίνησή τους σε άλλον τόπο. Θεωρώ ότι η αιτίαση αυτή είναι βάσιμη.

51.   Συγκεκριμένα, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, πέμπτη περίπτωση, της οδηγίας προκύπτει ότι τα αυτοκίνητα της κατηγορίας Γ πρέπει να διακρίνονται από αυτά της κατηγορίας Δ, κατά τρόπο ώστε η άδεια για αυτοκίνητα κατηγορίας Γ να μην καθιστά δυνατή την οδήγηση αυτοκινήτων της κατηγορίας Δ. Το ίδιο ισχύει για τα είδη των οχημάτων που σχετίζονται με αυτά της κατηγορίας Γ, ήτοι τα οχήματα της κατηγορίας Γ E και των υποκατηγοριών Γ 1 και Γ 1 E (όπως ορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, έκτη περίπτωση, και παράγραφος 2, τρίτη και τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας).

52.   Όπως τόνισε η Επιτροπή, η διάκριση αυτή μεταξύ, αφενός, των αυτοκινήτων των κατηγοριών και υποκατηγοριών Γ, Γ E, Γ 1 ή Γ 1 E (δηλαδή των φορτηγών) και, αφετέρου, των αυτοκινήτων της κατηγορίας Δ (δηλαδή των λεωφορείων), καθώς και μεταξύ των αντίστοιχων αδειών, στηρίζεται στο γεγονός ότι, στην πράξη, η οδήγηση αυτών των δύο ειδών αυτοκινήτων δεν είναι παρόμοια και, ως εκ τούτου, προϋποθέτει ειδική εκπαίδευση για καθένα από αυτά, οπότε η άδεια για αυτοκίνητο κατηγορίας Γ, Γ E, Γ 1 ή Γ 1 E (η οποία λαμβάνεται κατόπιν ορισμένης εκπαίδευσης) δεν παρέχει τη δυνατότητα οδηγήσεως αυτοκινήτων της κατηγορίας Δ (η οποία απαιτεί την παρακολούθηση διαφορετικής εκπαίδευσης).

53.   Συνεπώς, η αιτίαση που αφορά την οδήγηση αυτοκινήτων της κατηγορίας Δ, η οποία αντλείται από παράβαση του άρθρου 3 της οδηγίας, είναι βάσιμη.

 Γ –       Επί των αιτιάσεων που αφορούν τη διαδικασία καταχωρίσεως και αντικαταστάσεως των αδειών που έχουν χορηγηθεί από άλλα κράτη μέλη

54.   Θα εξετάσω διαδοχικά την αιτίαση σχετικά με τη διαδικασία καταχωρίσεως των αδειών που έχουν χορηγήσει άλλα κράτη μέλη και, στη συνέχεια, την αιτίαση που αφορά τη διαδικασία αντικαταστάσεως των εν λόγω αδειών, υπενθυμίζοντας ότι η Γερμανική Κυβέρνηση δεν αντικρούει τις αιτιάσεις αυτές.

1.      Επί της αιτιάσεως που αφορά τη διαδικασία καταχωρίσεως των αδειών που έχουν χορηγήσει άλλα κράτη μέλη

55.   Με την αιτίαση αυτή η Επιτροπή προσάπτει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραβίαση της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών, την οποία καθιερώνει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας, καθόσον αυτή απαιτεί, επί ποινή προστίμου, τη συστηματική καταχώριση των αδειών που έχουν χορηγήσει άλλα κράτη μέλη, εφόσον οι κάτοχοι των εν λόγω αδειών έχουν τη συνήθη διαμονή τους στη Γερμανία και έχουν αποκτήσει την άδειά τους τα τελευταία δύο έτη.

56.   Θεωρώ ότι η αιτίαση αυτή είναι βάσιμη. Συναφώς, αρκεί να αναφερθούν οι αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2003, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (16), καθώς και της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Ισπανίας (17). Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρεωτική ή συστηματική καταχώριση αδειών συνιστά διατύπωση αντίθετη προς την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας, που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου ούτε βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας (18).

2.      Επί της αιτιάσεως που αφορά τη διαδικασία αντικαταστάσεως των αδειών που έχουν χορηγήσει άλλα κράτη μέλη

57.   Με την αιτίαση αυτή η Επιτροπή προσάπτει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παράβαση διαφόρων διατάξεων της οδηγίας, ειδικότερα του άρθρου της 1, παράγραφος 2, λόγω του ότι επιβάλλει στους κατόχους αδειών που έχει χορηγήσει άλλο κράτος μέλος, οι οποίοι απέδειξαν τη συνήθη διαμονή τους στη Γερμανία, την υποχρέωση αντικαταστάσεως της άδειάς τους με γερμανική άδεια, προκειμένου οι αρμόδιες εθνικές αρχές να αναγράψουν σ’ αυτή ορισμένα στοιχεία σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη διάρκεια ισχύος των αδειών στο κράτος αυτό, εφόσον η διάρκεια αυτή είναι βραχύτερη από την ισχύουσα στο κράτος μέλος εκδόσεως. Φρονώ ότι η αιτίαση αυτή είναι βάσιμη.

58.   Συγκεκριμένα, όπως τόνισε το Δικαστήριο με τη σκέψη 72 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, από την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας προκύπτει ότι σκοπός της ήταν η ρητή κατάργηση των συστημάτων αντικαταστάσεως των αδειών. Το δεδομένο αυτό υπενθυμίστηκε με τη διάταξη της 29ης Ιανουαρίου 2004, Krüger (19).

59.   Το Δικαστήριο, στηριζόμενο κυρίως στο επιχείρημα αυτό, έκρινε με την προπαρατεθείσα διάταξη Krüger ότι «το άρθρο 1, [παράγραφος 2], της οδηγίας 91/439 έχει την έννοια ότι απαγορεύει κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους που προβλέπει, υπό ορισμένες περιστάσεις, υποχρέωση των κατόχων άδειας οδηγήσεως εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο έδαφός του, να αλλάξουν την εν λόγω άδεια με εθνική άδεια οδηγήσεως για τον λόγο ότι άδεια οδηγήσεως χορηγηθείσα από άλλο κράτος μέλος, η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις περί διάρκειας ισχύος που έχουν εφαρμογή στο κράτος μέλος υποδοχής, δεν μπορεί να καταχωριστεί στο μητρώο των αδειών οδηγήσεως του τελευταίου αυτού κράτους» (20).

60.   Ό,τι ισχύει για την επίδικη στην προπαρατεθείσα υπόθεση Krüger διαδικασία αντικαταστάσεως ισχύει και για την επίδικη στην παρούσα υπόθεση αντίστοιχη διαδικασία.

61.   Συνεπώς, η αιτίαση που αφορά τη διαδικασία αντικαταστάσεως αδειών που έχουν χορηγήσει άλλα κράτη μέλη, η οποία αντλείται από παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας, είναι βάσιμη.

IV – Πρόταση

62.   Προτείνω επομένως στο Δικαστήριο τα εξής:

«1)      Να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας:

–       θεσπίζοντας κανονιστική ρύθμιση που προβλέπει το δικαίωμα οδηγήσεως αυτοκινήτων της υποκατηγορίας Γ 1 ή Γ 1 + E (ή Γ 1 E) για άτομα μόλις 17 ετών, εφόσον η οδήγηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο επαγγελματικής κατάρτισης για επαγγελματίες οδηγούς, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδηγήσεως·

–       θεσπίζοντας κανονιστική ρύθμιση που προβλέπει ότι επιτρέπεται στους κατόχους άδειας Γ 1 E και Δ να οδηγούν αυτοκίνητα της κατηγορίας Δ + E (ή Δ E), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 91/439·

–       θεσπίζοντας κανονιστική ρύθμιση που προβλέπει ότι επιτρέπεται στους κατόχους άδειας Γ 1, Γ 1 E, Γ ή Γ + E (ή Γ E) να οδηγούν αυτοκίνητα της κατηγορίας Δ για διαδρομές χωρίς επιβάτες, εντός της χώρας, με αποκλειστικό σκοπό τον έλεγχο της τεχνικής καταστάσεως των οχημάτων ή τη μετακίνησή τους σε άλλον τόπο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3 της οδηγίας 91/439·

–       θεσπίζοντας κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει, επί ποινή προστίμου, τη συστηματική καταχώριση των αδειών που έχουν χορηγήσει άλλα κράτη μέλη, εφόσον οι κάτοχοι των αδειών αυτών απέδειξαν ότι η συνήθης διαμονή τους είναι στη Γερμανία και έχουν αποκτήσει την άδειά τους τα τελευταία δύο έτη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439·

–       θεσπίζοντας κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει στους κατόχους αδειών οδηγήσεως που έχουν χορηγηθεί από άλλα κράτη μέλη και οι οποίοι απέδειξαν ότι έχουν τη συνήθη διαμονή τους στη Γερμανία, την υποχρέωση να αντικαταστήσουν την άδειά τους με γερμανική άδεια οδηγήσεως, προκειμένου οι αρμόδιες εθνικές αρχές να αναγραφούν σ’ αυτή ορισμένα στοιχεία σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη διάρκεια ισχύος της άδειας αυτής στο οικείο κράτος μέλος, εφόσον η διάρκεια αυτή είναι βραχύτερη από την ισχύουσα στο κράτος μέλος εκδόσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439.

2)      Να απορρίψει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα έξοδα της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 237, σ. 1 (στο εξής: οδηγία).


3 – Στο εξής: άδεια.


4 – ΕΕ L 375, σ. 1.


5 – Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας, η κατηγορία Α καλύπτει τα μηχανοκίνητα δίκυκλα με ή χωρίς πλευρικό κάνιστρο.


6 – Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας, η υποκατηγορία Γ 1 καλύπτει αυτοκίνητα διαφορετικά των αυτοκινήτων της κατηγορίας Δ (δηλαδή πλην λεωφορείων) των οποίων η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 3 500 kg (δηλαδή τους 3,5 τόνους) χωρίς να υπερβαίνει τα 7 500 kg (δηλαδή τους 7,5 τόνους). Επισημαίνεται ότι τα αυτοκίνητα της υποκατηγορίας αυτής μπορούν να έλκουν ρυμουλκούμενο του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα δεν υπερβαίνει τα 750 kg.


7 – Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας, η υποκατηγορία Γ 1 + Ε καλύπτει σύνολα συζευγμένων οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα που υπάγεται στην υποκατηγορία Γ 1 και από ρυμουλκούμενο του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 750 kg, με την επιφύλαξη ότι η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα του εν λόγω συνόλου δεν υπερβαίνει τα 12 000 kg και ότι η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα του ρυμουλκουμένου δεν υπερβαίνει τη μάζα εν κενώ του έλκοντος οχήματος.


8 – ΕΕ L 370, σ. 1. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι «το ελάχιστο όριο ηλικίας των οδηγών που απασχολούνται στις μεταφορές εμπορευμάτων ορίζεται:


α) για τα οχήματα, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση των ρυμουλκούμενων ή των ημιρυμουλκούμενων, των οποίων το ανώτατο επιτρεπόμενο βάρος είναι κατώτερο ή ίσο με 7,5 τόνους, στα 18 έτη συμπληρωμένα·


β) για τα άλλα οχήματα στα:


– 21 έτη συμπληρωμένα ή στα


– 18 έτη συμπληρωμένα, με την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος κατέχει πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας, αναγνωρισμένο από ένα από τα κράτη μέλη, το οποίο να πιστοποιεί την ολοκλήρωση κατάρτισης οδηγού οχημάτων για την οδική μεταφορά εμπορευμάτων, σύμφωνα με τις κοινοτικές ρυθμίσεις για το κατώτατο αποδεκτό επίπεδο κατάρτισης των οδηγών οχημάτων οδικών μεταφορών».


9 – Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, έκτη περίπτωση, της οδηγίας, η κατηγορία Γ + E περιλαμβάνει τα σύνολα συζευγμένων οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα που υπάγεται στην κατηγορία Γ και από ρυμουλκούμενο του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 750 kg. Η κατηγορία Γ, όπως προκύπτει από την προηγούμενη περίπτωση της παραγράφου, περιλαμβάνει τα αυτοκίνητα πλην εκείνων της κατηγορίας Δ (δηλαδή πλην λεωφορείων), των οποίων η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 3 500 kg (δηλαδή τους 3,5 τόνους), ενώ επισημαίνεται ότι τα αυτοκίνητα της κατηγορίας αυτής μπορούν να έλκουν ρυμουλκούμενο του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα δεν υπερβαίνει τα 750 kg.


10 – Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, όγδοη περίπτωση, της οδηγίας, η κατηγορία Δ + Ε περιλαμβάνει τα σύνολα συζευγμένων οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα που υπάγεται στην κατηγορία Δ και από ρυμουλκούμενο του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 750 kg.


11 – Όπως προαναφέρθηκε, η κατηγορία Δ περιλαμβάνει τα λεωφορεία. Ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας ορίζει ότι η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τα αυτοκίνητα μεταφοράς προσώπων που έχουν περισσότερες από οκτώ θέσεις καθημένων, εκτός από τη θέση του οδηγού, τα οποία μάλιστα μπορούν να έλκουν ρυμουλκούμενο του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα δεν υπερβαίνει τα 750 kg.


12 – Η διευκρίνιση αυτή επαναλήφθηκε στο παράρτημα Iα, σημείο 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας, κατόπιν της τροποποιήσεώς της με την οδηγία 96/47/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996 (ΕΕ L 235, σ. 1), που τέθηκε σε ισχύ στις 18 Σεπτεμβρίου 1996. Το παράρτημα αυτό παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα χορηγήσεως αδείας σύμφωνα με υπόδειγμα διαφορετικό από αυτό της παραδοσιακής επί χάρτου άδειας που προβλέπει το παράρτημα Ι της οδηγίας 91/439. Το δεύτερο αυτό υπόδειγμα αδείας έχει τη μορφή πλαστικής κάρτας, όπως, μεταξύ άλλων, οι πιστωτικές κάρτες. Σε αυτό το είδος άδειας μπορούν να αναγράφονται στοιχεία όπως και στην παραδοσιακή άδεια.


13 – BGBl. 1998 I, σ. 2214, στο εξής: FeV. Η FeV τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1999.


14 – Με την έκφραση αυτή ορίζονται τα οχήματα που περιγράφονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας. Υπενθυμίζω ότι πρόκειται για δίκυκλα ισχύος άνω των 25 kW ή λόγου ισχύος/βάρους άνω των 0,16 kW/kg (ή μηχανοκίνητων δικύκλων με πλευρικό κάνιστρο με σχέση ισχύος/βάρους άνω των 0,16 kW/kg).


15 – Βλ. πρόταση περί τροποποιήσεως της οδηγίας COM(2003) 621 τελικό, της 21ης Οκτωβρίου 2003, σημεία 71 και 77. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ισχύουσα κανονιστική κοινοτική ρύθμιση παρέχει τη δυνατότητα σε πολλούς νέους οδηγούς χωρίς πρακτική εμπειρία να οδηγούν τα μηχανοκίνητα δίκυκλα με τη μεγαλύτερη ισχύ. Επισημαίνει ότι οι στατιστικές για τα ατυχήματα δείχνουν ότι ο κίνδυνος ατυχήματος για τους αρχάριους οδηγούς αυτού του είδους οχημάτων είναι ιδιαίτερα υψηλός σε άτομα ηλικίας κάτω των 24 ετών. Προς το συμφέρον της οδικής ασφάλειας, η Επιτροπή προτείνει, ως εκ τούτου, να αυξηθεί από 21 σε 24 έτη η ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για την άμεση πρόσβαση στην οδήγηση των εν λόγω οχημάτων.


16 – C-246/00, Συλλογή 2003, σ. I-7485.


17 – C-195/02, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή.


18 – Βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψεις 60 έως 71) και Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψεις 53 έως 65). Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αντιστοίχως σημεία 34 έως 58 και 40 έως 56 των προτάσεών μου στις προαναφερθείσες υποθέσεις.


19 – C-253/01, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή (σκέψη 31).


20 – Σκέψη 37.