ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PHILIPPE LÉGER

της 11ης Οκτωβρίου 2005 1(1)

Υπόθεση C‑173/03

Traghetti del Mediterraneο SpA

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας

[αίτηση του Tribunale di Genονa (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ευθύνη κράτους μέλους για τις ζημίες που προκλήθηκαν σε ιδιώτες λόγω της εκ μέρους ανώτατου δικαστηρίου παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου – Ουσιαστικές προϋποθέσεις – Εθνική κανονιστική ρύθμιση αποκλείουσα την ευθύνη του κράτους όταν η εν λόγω παράβαση οφείλεται στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων και περιορίζουσα την εν λόγω ευθύνη σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας»





1.     Kατά το κοινοτικό δίκαιο, απαγορεύεται, αφενός, να θεμελιωθεί ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες που προκλήθηκαν σε ιδιώτες λόγω παραβάσεως της κοινοτικής νομοθεσίας από ανώτατο δικαστήριο, όταν η επίδικη παράβαση αφορά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, και, αφετέρου, να περιοριστεί η εν λόγω ευθύνη – πέραν της περιπτώσεως αυτής – στις περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας;

2.     Αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το ερώτημα που έθεσε το Tribunale di Genονa (Iταλία) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ μιας επιχειρήσεως θαλάσσιων μεταφορών (η οποία τελεί υπό εκκαθάριση) και του ιταλικού Δημοσίου, κατόπιν της εκ μέρους του χορηγήσεως επιδοτήσεων σε ανταγωνιστική επιχείρηση.

3.     Με το ερώτημα αυτό το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει το περιεχόμενο της αρχής της ευθύνης κράτους μέλους για τις ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες σε περιπτώσεις παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο, την οποία έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (2).

I –    Νομικό πλαίσιο

 Α ? Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

4.     Η κρίσιμη κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης κοινοτική ρύθμιση είναι εκείνη που διέπει, στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ, τους τομείς των κρατικών ενισχύσεων και της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως.

5.     Οι κρατικές ενισχύσεις καταρχήν απαγορεύονται. Συγκεκριμένα, το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης EΚ (νυν άρθρο 87, παράγραφος 1, EΚ) ορίζει ότι «[ε]νισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα Συνθήκη ορίζει άλλως».

6.     Η Συνθήκη προβλέπει σειρά παρεκκλίσεων από την εν λόγω καταρχήν απαγόρευση. Ορισμένες μόνον από τις παρεκκλίσεις αυτές παρουσιάζουν ενδιαφέρον στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

7.     Πρόκειται, καταρχάς, για την παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, της Συνθήκης, όσον αφορά τις ενισχύσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη (3). Οι ενισχύσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά.

8.     Το άρθρο 77 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 73 ΕΚ) προβλέπει ένα άλλο είδος παρεκκλίσεως, ειδικώς στον τομέα των μεταφορών, η οποία αφορά τις ενισχύσεις που χορηγούνται προς κάλυψη της ανάγκης συντονισμού των μεταφορών και επιστροφής των εξόδων που σχετίζονται με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβατές με τη Συνθήκη.

9.     Το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ) προβλέπει μια επιπλέον παρέκκλιση υπέρ των επιχειρήσεων που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις αυτές «υπόκεινται στους κανόνες της παρούσας Συνθήκης, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί». Η παρέκκλιση αυτή ισχύει με την επιφύλαξη ότι «η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν […] επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας».

10.   Μόνον η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι, καταρχήν, αρμόδια να αποφαίνεται επί της συμβατότητας των ενισχύσεων με την κοινή αγορά, λειτουργία που δεν επιτελούν τα εθνικά δικαστήρια (4). Ο έλεγχος που διενεργεί η Επιτροπή διέπεται από κανόνες οι οποίοι διαφέρουν μεταξύ τους, ανάλογα με το αν οι οικείες ενισχύσεις είναι υφιστάμενες ή νέες. Ενώ οι υφιστάμενες ενισχύσεις υπόκεινται σε διαρκή έλεγχο, κατόπιν της χορηγήσεώς τους, προκειμένου να εξακριβώνεται αν εξακολουθούν να συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, οι νέες ενισχύσεις αποτελούν, αντιθέτως, αντικείμενο ελέγχου πριν από τη χορήγησή τους, ενώ βρίσκονται ακόμη σε στάδιο σχεδίου.

11.   Για να μπορεί η Επιτροπή να ασκεί τον εν λόγω προηγούμενο έλεγχο, το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ) επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα σχέδια νέων ενισχύσεων τα οποία καταρτίζουν. Πέραν της εν λόγω υποχρεώσεως κοινοποιήσεως, τα κράτη μέλη οφείλουν, βάσει του ίδιου άρθρου, να μην υλοποιούν τα σχέδια νέων ενισχύσεων που έχουν καταρτίσει, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει εκδώσει τελική απόφαση διαπιστώνουσα τη συμβατότητά τους με την κοινή αγορά. Οι δύο αυτές υποχρεώσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς. Συνεπώς, μια νέα ενίσχυση πρέπει να θεωρείται παράνομη όταν έχει χορηγηθεί χωρίς προηγουμένως να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή ή όταν έχει νομοτύπως κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, αλλά χορηγήθηκε πριν η Επιτροπή αποφανθεί επί της συμβατότητάς της με την κοινή αγορά εντός των ταχθεισών προθεσμιών (5).

12.   Οι διατάξεις αυτές του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης έχουν άμεσο αποτέλεσμα, οπότε εξασφαλίζουν στους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προασπίζουν (6).

13.   Η δε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως αποτελεί αντικείμενο γενικής και συστηματικής απαγορεύσεως. Συγκεκριμένα, το άρθρο 86, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 82, πρώτο εδάφιο, ΕΚ) προβλέπει ότι «είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της». Οι διατάξεις αυτές έχουν επίσης άμεσο αποτέλεσμα (7).

14.   Οι κανόνες της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων και καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως έχουν εφαρμογή στον τομέα των μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων μεταφορών (8).

 B ? Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

15.   Στην Ιταλία, η ευθύνη του κράτους στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής δραστηριότητας διέπεται από τον νόμο 117 περί της αποκαταστάσεως των ζημιών που προκλήθηκαν κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής δραστηριότητας και περί της αστικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών (legge 117 [sul] risarcimentο dei danni cagiοnati nell’eserciziο delle funziοni giudiziarie e respοnsabilità ciνile dei magistrati), της 13ης Απριλίου 1988 (9).

16.   Η επίδικη εθνική ρύθμιση θεσπίστηκε από τον νομοθέτη κατόπιν δημοψηφίσματος που διενεργήθηκε τον Νοέμβριο του 1987, με το οποίο καταργήθηκαν οι νομοθετικές διατάξεις που ίσχυαν μέχρι τότε στον τομέα αυτό (10).

17.   Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της επίδικης εθνικής ρυθμίσεως θέτει την αρχή ότι «[ό]ποιος υπέστη απρόκλητη ζημία λόγω συμπεριφοράς, πράξεως ή δικαστικού μέτρου εκ μέρους δικαστικού λειτουργού (11), ο οποίος επέδειξε δόλο ή βαριά αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ή λόγω αρνησιδικίας, μπορεί να προσφύγει κατά του Δημοσίου για να επιτύχει αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστη καθώς και της μη περιουσιακής ζημίας που απορρέει από τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας».

18.   Κατά παρέκκλιση από την αρχή αυτή, η δεύτερη παράγραφος του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι «[κ]ατά την άσκηση της δικαιοδοτικής δραστηριότητας, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν θεμελιώνουν ευθύνη». Αυτός ο αποκλεισμός της ευθύνης του κράτους απορρέει από την επιδίωξη να διαφυλαχθεί η ανεξαρτησία των δικαστών, η οποία αποτελεί συνταγματική αρχή (12).

19.   Η κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της επίδικης ρυθμίσεως έννοια της «βαριάς αμέλειας» καλύπτει σειρά περιπτώσεων, οι οποίες αριθμούνται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου. Συγκεκριμένα, «[σ]υνιστούν βαριά αμέλεια:

α)      η σοβαρή παράβαση του νόμου που προκλήθηκε λόγω ασύγγνωστης αμέλειας·

β)      η οφειλόμενη σε ασύγγνωστη αμέλεια διαπίστωση ενός πραγματικού περιστατικού του οποίου η ύπαρξη αδιαμφισβήτητα αποκλείεται από τη δικογραφία·

γ)      η οφειλόμενη σε ασύγγνωστη αμέλεια άρνηση πραγματικού περιστατικού του οποίου η ύπαρξη αδιαμφισβήτητα προκύπτει από τη δικογραφία·

δ)      η λήψη μέτρου που αφορά την προσωπική ελευθερία πέραν των περιπτώσεων που ορίζει ο νόμος ή χωρίς αιτιολογία».

20.   Όσον αφορά την έννοια της «αρνησιδικίας», την οποία προβλέπει επίσης το άρθρο 2, παράγραφος 1, της επίδικης εθνικής ρυθμίσεως, ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, ως «η άρνηση, παράλειψη ή καθυστέρηση που διαρκεί ορισμένο χρόνο εκ μέρους του δικαστή κατά την εκπλήρωση πράξεων της αρμοδιότητάς του, οσάκις, αφού παρέλθει η νόμιμη προθεσμία εκδόσεως της επίδικης πράξεως, ο διάδικος υποβάλλει αίτηση με την οποία ζητεί την έκδοσή της και οσάκις, χωρίς εύλογη αιτία, δεν ελήφθη κανένα μέτρο εντός των τριάντα ημερών από την κατάθεση της εν λόγω αιτήσεως στη Γραμματεία […]».

21.   Η προσφυγή με την οποία ζητείται να διαπιστωθεί η ευθύνη του κράτους στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής δραστηριότητας ασκείται κατά του προέδρου του υπουργικού συμβουλίου της Ιταλίας (13). Η αίτηση αποκαταστάσεως της ζημίας, η οποία υποβάλλεται στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, συνεπάγεται προκαταρκτικό έλεγχο εκ μέρους του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται επί του παραδεκτού της. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, της επίδικης εθνικής ρυθμίσεως, η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται όταν δεν πληροί τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια των άρθρων 2 και 3 της εν λόγω ρυθμίσεως, ή όταν αποδεικνύεται προδήλως αβάσιμη. Η απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως μπορεί να προσβληθεί με έφεση καθώς και με αναίρεση (14).

II – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

22.   Το 1981 η επιχείρηση θαλάσσιων μεταφορών Traghetti del Mediterraneο (στο εξής: TDM), η οποία τελούσε υπό πτωχευτικό συμβιβασμό, προσέφυγε κατά ανταγωνίστριας επιχειρήσεως, της Tirrenia di Naνigaziοne (στο εξής: Tirrenia), ενώπιον του Tribunale di Napοli (Ιταλία), ζητώντας αποκατάσταση της ζημίας που της είχε προκαλέσει η εν λόγω επιχείρηση από το 1976 μέχρι το 1980 λόγω της πολιτικής χαμηλών τιμών (κατώτερων των τιμών κόστους) που εφάρμοζε στην αγορά θαλάσσιων ενδομεταφορών μεταξύ, αφενός, της ηπειρωτικής Ιταλίας και, αφετέρου, της Σαρδηνίας και της Σικελίας, βασιζόμενη σε κρατικές επιδοτήσεις που της είχαν χορηγηθεί.

23.   Προς στήριξη της προσφυγής της, η TDM υποστήριξε ότι η επίδικη συμπεριφορά αποτελούσε πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 2598, παράγραφος 3, του ιταλικού αστικού κώδικα, καθώς και κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, αντίθετη προς το άρθρο 86, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Η προσφεύγουσα επικαλέστηκε επίσης παράβαση των άρθρων 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 81 ΕΚ), 90 και 92 της Συνθήκης.

24.   Η εν λόγω αίτηση αποζημιώσεως απορρίφθηκε με απόφαση του Tribunale di Napοli της 22ας Απριλίου 1993. Η απόφαση αυτή, κατά της οποίας ο αιτών άσκησε έφεση, κυρώθηκε από το Cοrte d’appellο di Napοli, με απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 1997, με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι οι επίδικες επιδοτήσεις προσέβλεπαν στην περιφερειακή ανάπτυξη και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν επηρέαζαν την άσκηση δραστηριοτήτων θαλάσσιων συνδέσεων οι οποίες ήταν διαφορετικές και ανταγωνιστικές προς εκείνες που ασκούσε η καθής, οπότε η χορήγηση των εν λόγω επιδοτήσεων δεν αντιβαίνει στη Συνθήκη.

25.   Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαίο, αντιθέτως προς το σχετικό αίτημα της TDM, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο όσον αφορά την ερμηνεία των κανόνων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, προκειμένου να εξακριβωθεί αν οι διατάξεις αυτές απαγόρευαν τη χορήγηση των επίδικων επιδοτήσεων.

26.   Δεδομένου ότι η TDM τέθηκε στη συνέχεια υπό εκκαθάριση, ο σύνδικος της πτωχεύσεως (ο οποίος θα αναφέρεται στο εξής επίσης ως TDM) άσκησε αναίρεση κατά της εν λόγω αποφάσεως. Στο πλαίσιο της αναιρέσεως αυτής, ο αναιρεσείων ζήτησε εκ νέου να υποβληθεί αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

27.   Με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1999, το Cοrte suprema di cassaziοne απέρριψε την εν λόγω αναίρεση χωρίς να υποβάλει αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Μολονότι το Δικαστήριο δεν κλήθηκε να εξετάσει το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής, προκειμένου να διευκολύνει το αιτούν δικαστήριο κατά την εκτίμηση της βασιμότητας της επίδικης αιτήσεως αποζημιώσεως, η οποία εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου, θεωρώ χρήσιμη την αναφορά στην επίδικη απόφαση, στο μέτρο που η απόφαση αυτή αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

28.   Όσον αφορά τη φερόμενη παράβαση των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνων της Συνθήκης, το Cοrte suprema di cassaziοne έκρινε ότι τα άρθρα 90 και 92 της εν λόγω Συνθήκης επιτρέπουν, σε ορισμένες περιπτώσεις όπως η προκείμενη, παρέκκλιση από τη γενική απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων, προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη των μειονεκτουσών περιοχών ή να καλυφθούν οι ανάγκες για προϊόντα και υπηρεσίες που ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει πλήρως.

29.   Στο πλαίσιο αυτό, το Cοrte suprema di cassaziοne τόνισε ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία χορηγήθηκαν οι επίδικες επιδοτήσεις, οι μαζικές μεταφορές μεταξύ της ηπειρωτικής Ιταλίας και των κύριων νησιών της δεν μπορούσαν, λόγω του υψηλού κόστους τους, να εξασφαλισθούν παρά μόνο διά της θαλάσσιας οδού, οπότε ήταν αναγκαίο η δραστηριότητα αυτή να ανατεθεί σε ένα δημόσιο ανάδοχο που εφαρμόζει καθορισμένη τιμή. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, η νόθευση του ανταγωνισμού που ανέκυψε δεν θίγει τη συμβατότητα των επίδικων ενισχύσεων με τη Συνθήκη, στο μέτρο που, μεταξύ άλλων, η TDM δεν απέδειξε ότι η Tirrenia είχε επωφεληθεί από τις εν λόγω ενισχύσεις προκειμένου να αποκομίσει κέρδη από άλλες δραστηριότητες, πλην αυτών για τις οποίες χορηγήθηκαν.

30.   Όσον αφορά τον λόγο που αντλείται από τη φερόμενη παράβαση των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης, το Cοrte suprema di cassaziοne τον έκρινε αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι η δραστηριότητα θαλάσσιων ενδομεταφορών δεν είχε ακόμη ελευθερωθεί κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και ότι ο περιορισμένος χαρακτήρας και το περιορισμένο γεωγραφικό πλαίσιο εντός του οποίου ασκούνταν η δραστηριότητα αυτή δεν καθιστούσαν δυνατό τον σαφή προσδιορισμό της σχετικής αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

31.   Όσον αφορά το αίτημα περί εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που προέβαλε η TDM, το εν λόγω ανώτατο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι δεν ήταν αναγκαία η προδικαστική παραπομπή, στο μέτρο που η λύση που έδωσε το Cοrte d’appellο di Napοli με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνάδει προς τη νομολογία του Δικαστηρίου και ιδίως με την απόφαση της 22ας Μαΐου 1985, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (15), που αφορά τον τομέα των μεταφορών.

32.   Κατόπιν της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως από το Cοrte suprema di cassaziοne, η TDM άσκησε ενώπιον του Tribunale di Genονa αγωγή αποζημιώσεως κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας (στρεφόμενη κατά του προέδρου του υπουργικού συμβουλίου της Ιταλίας), προς αποκατάσταση της ζημίας που της είχε προκαλέσει η απόφαση αυτή.

33.   Προς στήριξη της αγωγής αυτής, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση στηρίζεται σε ανακριβή ερμηνεία των κανόνων της Συνθήκης στον τομέα του ανταγωνισμού και των κρατικών ενισχύσεων, καθώς και στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι υφίσταται πάγια νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα αυτό. Κατά συνέπεια, με την απόφαση αυτή, το Cοrte suprema di cassaziοne υπέπεσε τόσο σε παράβαση του ουσιαστικού κοινοτικού δικαίου όσο και σε παραβίαση της υποχρεώσεως υποβολής αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέχουν τα ανώτατα δικαστήρια από το άρθρο 177, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 234, τρίτο εδάφιο, ΕΚ).

34.   Επί του σημείου αυτού, η TDM υποστηρίζει ότι, αν είχε υποβληθεί αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία των κρίσιμων κανόνων της Συνθήκης θα ήταν όντως τέτοια, ώστε το Cοrte suprema di cassaziοne θα δεχόταν τους ισχυρισμούς της. Απόδειξη αποτελεί, κατά την άποψή της, το ότι, κατόπιν της ολοκληρώσεως της διαδικασίας ελέγχου επιδοτήσεων χορηγηθεισών στην Tirrenia μετά την περίοδο την οποία αφορά η προσφυγή της κύριας δίκης (που κινήθηκε από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η επίδικη απόφαση), το εν λόγω δικαστήριο εξέδωσε μια απόφαση η οποία ανέδειξε την κοινοτική διάσταση των θαλάσσιων ενδομεταφορών, καθώς και τις δυσκολίες εκτιμήσεως της συμβατότητας των εν λόγω επιδοτήσεων με τους κανόνες της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (16). Κατά την TDM, τα κριτήρια εκτιμήσεως που εφάρμοσε η Επιτροπή με την απόφαση αυτή, τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της συμβατότητας των επίδικων επιδοτήσεων, είναι ικανά να αντικρούσουν την ανάλυση στην οποία προέβη το Cοrte suprema di cassaziοne με την επίδικη απόφαση.

35.   Ο πρόεδρος του ιταλικού υπουργικού συμβουλίου προσβάλλει την αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε η TDM με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, της επίδικης ρυθμίσεως αποκλείει την ευθύνη του κράτους στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον η επίδικη δικαιοδοτική δραστηριότητα σχετίζεται με την ερμηνεία των κανόνων δικαίου.

36.   Προς απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, η TDM υποστηρίζει ότι η εν λόγω ρύθμιση καθιστά εξαιρετικώς δύσκολη, και ενδεχομένως πρακτικώς αδύνατη την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στους ιδιώτες από το κράτος λόγω της δικαιοδοτικής δραστηριότητας. Η κατάσταση αυτή αντιβαίνει στις αρχές που έθεσε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francονich κ.λπ. (17), και της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factοrtame (18).

III – Το προδικαστικό ερώτημα

37.   Λαμβανομένων υπόψη των απόψεων που διατύπωσαν οι διάδικοι και των αμφιβολιών του Τribunale di Genονa όσον αφορά την ενδεχόμενη επέκταση της αρχής περί ευθύνης του κράτους σε περιπτώσεις παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου στη δικαιοδοτική δραστηριότητα, το εν λόγω δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Ευθύνεται ένα κράτος μέλος έναντι των πολιτών, με βάση τις αρχές περί εξωσυμβατικής ευθύνης, από σφάλματα των δικαστικών του λειτουργών κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ή την παράλειψη εφαρμογής του δικαίου αυτού και ειδικότερα την παράλειψη εκπληρώσεως εκ μέρους δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 234, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης;

2)      Στην περίπτωση που πρέπει να θεωρηθεί ότι ένα κράτος μέλος ευθύνεται από τα σφάλματα των δικαστών του κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και ειδικότερα από την παράλειψη προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο εκ μέρους δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο κατά την έννοια του άρθρου 234, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης, ερωτάται αν εμποδίζει τη διαπίστωση της ευθύνης αυτής - και, επομένως, είναι ασυμβίβαστη προς τις αρχές του κοινοτικού δικαίου - εθνική ρύθμιση περί ευθύνης του κράτους λόγω σφαλμάτων των δικαστών όταν:

–      αποκλείει την ευθύνη που συνδέεται με τη δραστηριότητα ερμηνείας των κανόνων δικαίου και την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της δικαστικής δραστηριότητας,

–      περιορίζει την ευθύνη του κράτους μόνο στις περιπτώσεις δόλου και βαριάς αμέλειας του δικαστή;»

38.   Κατόπιν της δημοσιεύσεως της προαναφερθείσας αποφάσεως Köbler (που πραγματοποιήθηκε μετά την έκδοση της αποφάσεως περί παραπομπής), την οποία το Δικαστήριο διαβίβασε στο Tribunale di Genονa, το εθνικό αυτό δικαστήριο αποφάσισε, αφού άκουσε τους διαδίκους της κύριας δίκης, να αποσύρει το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, δεδομένου ότι με την πρώτη απόφαση είχε ήδη δοθεί καταφατική απάντηση σ’ αυτό, και να διατηρήσει το δεύτερο, οπότε απέμεινε ένα μόνο προδικαστικό ερώτημα, με το οποίο το εθνικό δικαστήριο ερωτούσε αν «εμποδίζει τη διαπίστωση της ευθύνης αυτής ?και, επομένως, είναι ασυμβίβαστη προς τις αρχές του κοινοτικού δικαίου– εθνική ρύθμιση περί ευθύνης του κράτους λόγω σφαλμάτων των δικαστών, όταν αποκλείει την ευθύνη που συνδέεται με τη δραστηριότητα ερμηνείας των κανόνων δικαίου και την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της δικαστικής δραστηριότητας».

IV – Η έννοια και το περιεχόμενο του προδικαστικού ερωτήματος

39.   Το εν τέλει υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα έχει, λόγω της διατυπώσεώς του, ευρύ περιεχόμενο, καθόσον καλύπτει το σύνολο της δικαιοδοτικής δραστηριότητας, ήτοι τόσο τη δραστηριότητα των ανωτάτων δικαστηρίων, όσο και εκείνη των τακτικών δικαστηρίων. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αγωγή αποζημιώσεως κατά του κράτους, στην οποία συνίσταται η διαφορά της κύριας δίκης, βάλλει μόνον κατά μιας αποφάσεως ανωτάτου δικαστηρίου, κατά της οποίας δεν μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο, και όχι κατά παρεμφερών αποφάσεων τακτικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν σε προγενέστερο στάδιο επί της ιδίας υποθέσεως (19). Συνεπώς, επιβάλλεται η αναδιατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιοριστεί το περιεχόμενο της απαντήσεως του Δικαστηρίου στο απολύτως αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς η οποία υποβλήθηκε στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου.

40.   Επίσης, για να διευκρινιστεί ακόμη περισσότερο το περιεχόμενο του προδικαστικού ερωτήματος είναι απαραίτητα ορισμένα στοιχεία σχετικά με την έννοια της επίδικης εθνικής ρυθμίσεως, της οποίας η φερόμενη ασυμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο αποτελεί αντικείμενο της προδικαστικής παραπομπής.

41.   Κατά το Tribunale di Genονa, αν η εν λόγω ρύθμιση εφαρμοζόταν εν προκειμένω, η αίτηση της TDM θα έπρεπε, προφανώς, να κηρυχθεί (όπως υποστηρίζει ο καθού) απαράδεκτη, καθόσον στηρίζεται σε φερόμενο σφάλμα ερμηνείας κανόνων δικαίου από δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη ότι τόσο η έλλειψη προδικαστικής παραπομπής, όσο και η εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στην επίδικη υπόθεση αποτελούν απόρροια της εν λόγω ερμηνείας (20).

42.   Αυτή η άποψη στηρίζεται στο αξίωμα ότι, βάσει της επίδικης εθνικής ρυθμίσεως, η ερμηνευτική δραστηριότητα του δικαστή, «ανεξάρτητα από το αν πρέπει να γίνει δεκτή επί της ουσίας, πρέπει να θεωρηθεί αφ’ εαυτής, νόμιμη», οπότε, ως εκ τούτου, αποκλείεται να θεμελιώσει ευθύνη του κράτους (21).

43.   Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Κυβέρνηση προέβη σε μια ερμηνεία της επίδικης εθνικής ρυθμίσεως σαφώς διαφορετική από εκείνη που δέχθηκε το αιτούν δικαστήριο. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, ο αποκλεισμός της ευθύνης του κράτους που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω ρυθμίσεως όσον αφορά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου δεν χωρεί στην περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω ερμηνεία είχε ως αποτέλεσμα σοβαρή παράβαση του νόμου λόγω ασύγγνωστης αμέλειας, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 3, στοιχείο α΄, του ίδιου άρθρου. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις αυτές εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα περί ευθύνης που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, ο οποίος αποτελεί επίσης παρέκκλιση από την αρχή περί ευθύνης που θέτει η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου.

44.   Είναι γεγονός ότι, καταρχάς, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον είναι δυνατόν οι περιπτώσεις παραβάσεως του νόμου που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της επίδικης εθνικής ρυθμίσεως να μην σχετισθούν με την ερμηνεία των κανόνων δικαίου, η οποία διέπεται από την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, οπότε η παράγραφος 3 δεν εισάγει καμία παρέκκλιση από τον κανόνα που θέτει η παράγραφος 2. Μόνο στην περίπτωση αυτή η εν λόγω ρύθμιση συνεπάγεται τόσο τον αποκλεισμό της ευθύνης του κράτους σε ορισμένους τομείς δικαιοδοτικής δραστηριότητας (οι οποίοι διέπονται από την εν λόγω παράγραφο 2) όσο και τον περιορισμό της ευθύνης αυτής σε όλους τομείς δραστηριοτήτων του δικαστή (οι οποίοι διέπονται από την εν λόγω παράγραφο 3). Πράγματι, στην περίπτωση κατά την οποία οι τομείς δραστηριότητας που διέπονται από καθεμία από τις εν λόγω παραγράφους δεν διακρίνονται μεταξύ τους, αλλά συμπίπτουν πλήρως, η επίδικη εθνική ρύθμιση μπορεί να ερμηνευθεί μόνον υπό την έννοια του περιορισμού της ευθύνης του κράτους και όχι υπό την έννοια του αποκλεισμού της.

45.   Εξάλλου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά τη διαδικασία προδικαστικής παραπομπής, η ερμηνεία του εθνικού δικαίου δεν απόκειται στο Δικαστήριο, αλλά μόνο στα εθνικά δικαστήρια (22).

46.   Σύμφωνα με την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, της επίδικης εθνικής ρυθμίσεως την οποία δέχθηκε το αιτούν δικαστήριο, φρονώ, επομένως, ότι, βάσει του άρθρου αυτού, αποκλείεται η ευθύνη του κράτους λόγω της δικαιοδοτικής δραστηριότητας, όταν η βαλλόμενη δραστηριότητα ενός δικαστηρίου σχετίζεται με την ερμηνεία κανόνων δικαίου, ακόμη και όταν η δραστηριότητα αυτή οδήγησε σε σοβαρή παράβαση του νόμου λόγω ασύγγνωστης αμέλειας. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της επίδικης εθνικής ρυθμίσεως έχει εφαρμογή σε άλλες περιπτώσεις παραβάσεως του νόμου, πλην εκείνων τις οποίες αφορά η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου.

47.   Συνεπώς, φρονώ ότι, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει, αφενός, να θεμελιωθεί ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες που προκλήθηκαν σε ιδιώτες λόγω παραβάσεως της κοινοτικής νομοθεσίας από ανώτατο δικαστήριο, όταν η επίδικη παράβαση αφορά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, και, αφετέρου, να περιοριστεί η εν λόγω ευθύνη –πέραν της περιπτώσεως αυτής– στις περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας.

V –    Ανάλυση

48.   Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, θε εξεταστεί η συμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο των περιπτώσεων αποκλεισμού καθώς και περιορισμού της ευθύνης του κράτους λόγω της δραστηριότητας ανωτάτου δικαστηρίου, τις οποίες αφορά διαδοχικώς το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

 Α ? Επί του αποκλεισμού της ευθύνης του κράτους οσάκις η παράβαση του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο σχετίζεται με την ερμηνεία των κανόνων δικαίου

49.   Υπενθυμίζω ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση Köbler, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω των εκ μέρους τους παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου έχει επίσης εφαρμογή, οσάκις η επίδικη παράβαση απορρέει από απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου. Αυτό ισχύει λόγω των απαιτήσεων περί προασπίσεως των δικαιωμάτων που κατισχύουν του κοινοτικού δικαίου (23).

50.   Η διαπίστωση αυτή δεν θίγεται από επιχειρήματα αντλούμενα, μεταξύ άλλων, από την ανεξαρτησία των δικαστών ή από την αρχή του δεδικασμένου, τα οποία έχει ρητώς απορρίψει το Δικαστήριο (24). Συγκεκριμένα, μολονότι το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα της δικαστικής λειτουργίας καθώς και τις νόμιμες απαιτήσεις περί ασφάλειας δικαίου, περιόρισε την ευθύνη του κράτους «στην εξαιρετική περίπτωση στην οποία ο δικαστής [ήτοι ένα ανώτατο δικαστήριο] προδήλως αγνόησε το εφαρμοστέο δίκαιο» (25), εντούτοις έκρινε ότι ούτε η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, ούτε η αρχή του δεδικασμένου μπορούν να δικαιολογήσουν τον γενικό αποκλεισμό κάθε μορφής ευθύνης του κράτους σε περιπτώσεις παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο.

51.   Κατά την άποψή μου, οι εν λόγω αρχές, ακόμη και όταν είναι συνταγματικής φύσεως, δεν μπορούν επίσης να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό της ευθύνης του κράτους στην ειδική περίπτωση στην οποία η παράβαση του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο σχετίζεται με την ερμηνεία των κανόνων δικαίου (26).

52.   Σε αντίθετη περίπτωση, η αρχή περί ευθύνης του κράτους λόγω πράξεων ανωτάτων δικαστηρίων, την οποία έθεσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Köbler, θα είχε στερηθεί της ουσίας ή της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της.

53.   Συγκεκριμένα, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου κατέχει σημαντική θέση στη δικαιοδοτική δραστηριότητα. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τα ανώτατα δικαστήρια, καθόσον αυτά καλούνται παραδοσιακώς να εξασφαλίζουν την ομοιόμορφη, σε εθνική κλίμακα, ερμηνεία του δικαίου.

54.   Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη ακριβώς αυτού του καθοριστικού ρόλου των ανωτάτων δικαστηρίων, οι αποφάσεις των οποίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ένδικο μέσο στο εσωτερικό δίκαιο, τα εν λόγω δικαστήρια οφείλουν, βάσει του άρθρου 234 ΕΚ, να προσφεύγουν ενώπιον του Δικαστηρίου υποβάλλοντας προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο διαστάσεως στη σχετική με το εν λόγω ζήτημα νομολογία εντός τής Κοινότητας (27).

55.   Κατά την άσκηση των παραδοσιακών λειτουργιών εναρμονίσεως της ερμηνείας των κανόνων δικαίου, είναι δυνατόν τα εν λόγω δικαστήρια να υποπέσουν σε παράβαση της εφαρμοστέας κοινοτικής νομοθεσίας δυνάμενη να θεμελιώσει ευθύνη του κράτους, με την προϋπόθεση ότι η παράβαση αυτή είναι πρόδηλη (28). Η εν λόγω παράβαση, δεδομένου ότι σχετίζεται με την ερμηνεία κανόνων δικαίου, μπορεί να διαπιστωθεί σε πολλές περιπτώσεις, παραδείγματα των οποίων θα δοθούν στη συνέχεια, είτε μεμονωμένες είτε συνδυαζόμενες μεταξύ τους.

56.   Καταρχάς, η επίδικη παράβαση θα μπορούσε να προκύψει από ερμηνεία του εθνικού δικαίου αντίθετη προς το ισχύον κοινοτικό δίκαιο και προς την υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας την οποία υπέχουν, κατά πάγια νομολογία, όλα τα εθνικά δικαστήρια και των οποίων η σπουδαιότητα υπενθυμίστηκε προσφάτως με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ. (29), στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών όσον αφορά την ερμηνεία διατάξεων του εσωτερικού δικαίου που θεσπίστηκαν προκειμένου να μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο μια οδηγία που εξασφαλίζει δικαιώματα στους ιδιώτες.

57.   Η περίπτωση που είχε εξετάσει το Δικαστήριο με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ιταλίας (30) (η οποία εκδόθηκε λίγο μετά την προαναφερθείσα απόφαση Köbler) είναι παρεμφερής προς την εν λόγω περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου (η οποία βεβαίως προϋποθέτει ότι η οικεία εθνική ρύθμιση μπορεί να τύχει ομοιόμορφης ερμηνείας).

58.   Υπενθυμίζω ότι, στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή προσήπτε στην Ιταλική Δημοκρατία ότι διατήρησε σε ισχύ μια εθνική ρύθμιση η οποία, όπως ερμηνεύθηκε από τα ιταλικά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένου του Cοrte suprema di cassaziοne, και όπως εφαρμόστηκε από τις διοικητικές αρχές, καθιστούσε την επιστροφή των φόρων που καταβλήθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων περί αποδείξεως που επιβάλλονται στους ιδιώτες προκειμένου να τύχουν της εν λόγω επιστροφής φόρου.

59.   Αυτή η εθνική ρύθμιση δεν ήταν, αφ’ εαυτής, αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, δεν είχε αποτελέσματα ούτε όσον αφορά το βάρος αποδείξεως της μετακυλίσεως των εν λόγω φόρων σε άλλα πρόσωπα ούτε όσον αφορά τα επιτρεπόμενα προς τούτο αποδεικτικά μέσα (31). Πάντως, η εν λόγω εθνική ρύθμιση αποτελούσε αντικείμενο διαφορετικών ερμηνειών εκ μέρους των δικαστηρίων, ορισμένες εκ των οποίων οδηγούσαν σε συμβατή προς το κοινοτικό δίκαιο εφαρμογή της εν λόγω ρυθμίσεως, ενώ άλλες σε ασυμβίβαστη προς αυτό εφαρμογή της. Δεδομένου ότι η τελευταία αυτή τάση της νομολογίας έχει ουσιώδη και γενικευμένο χαρακτήρα, το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη προκειμένου να καθορίσει το περιεχόμενο της επίδικης εθνικής ρυθμίσεως. Συναφώς, απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στις αποφάσεις τού Cοrte suprema di cassaziοne (32), το οποίο έδιδε στην εθνική ρύθμιση ερμηνεία ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο και προδήλως αντίθετη προς τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου (33).

60.   Λαμβανομένων υπόψη αυτών των διαφορών νομολογίας και πρακτικής που εφαρμόζει η διοίκηση εν προκειμένω, από τις οποίες προκύπτει ότι η επίδικη εθνική ρύθμιση δεν ήταν επαρκώς σαφής ώστε να εξασφαλισθεί μια εφαρμογή συμβατή προς το κοινοτικό δίκαιο, οπότε ο εθνικός νομοθέτης έπρεπε να είχε επιφέρει τις απαραίτητες μεταβολές και διευκρινίσεις (34), το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως ήταν βάσιμη.

61.   Μολονότι η επίδικη παράβαση του κοινοτικού δικαίου προσάπτεται στο σύνολο των εθνικών αρχών (δικαστικών, διοικητικών και νομοθετικών) και όχι μόνο στο Cοrte suprema di cassaziοne, και μολονότι εξετάστηκε στο ειδικό πλαίσιο της διαδικασίας παραβάσεως, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι η υπόθεση αυτή δεν αποτελεί ενδιαφέρον παράδειγμα παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο δυνάμενης να θεμελιώσει την ευθύνη του κράτους, λόγω μη σύμφωνης ερμηνείας (του εθνικού δικαίου σε σχέση με τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου) στην οποία προέβη εθνικό δικαστήριο κατά πρόδηλη παράβαση της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου (35).

62.   Κατ’ επέκταση, μπορεί να αναφερθεί η περίπτωση στην οποία ένα ανώτατο δικαστήριο εφαρμόζει μια εθνική ρύθμιση την οποία θεωρεί σύμφωνη προς την κοινοτική έννομη τάξη, ενώ θα έπρεπε να την απορρίψει, δυνάμει της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου επί του εθνικού δικαίου, λόγω της ανυπέρβλητης αντιφατικότητάς της προς το κοινοτικό δίκαιο (που αποκλείει κάθε δυνατότητα σύμφωνης ερμηνείας). Η συνακόλουθη παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να απορρέει από μια ερμηνευτική δραστηριότητα αφορώσα το εθνικό και/ή το κοινοτικό δίκαιο η οποία συνίσταται, για παράδειγμα, στην ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά τέτοιο τρόπο ώστε η εφαρμογή του να καταστεί συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, οπότε το κοινοτικό δίκαιο μάλλον τυγχάνει εσφαλμένης ερμηνείας, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, είναι εντελώς αδύνατο να συμβιβασθούν οι διατάξεις τους.

63.   Παρεμφερής προς την περίπτωση αυτή, όπως και προς την προηγούμενη, είναι η περίπτωση κατά την οποία η παράβαση του κοινοτικού δικαίου απορρέει από εσφαλμένη ερμηνεία κανόνα της εφαρμοστέας κοινοτικής νομοθεσίας, είτε πρόκειται περί ουσιαστικού, είτε περί δικονομικού κανόνα.

64.   Ο αποκλεισμός της ευθύνης του κράτους σε περίπτωση παραβάσεως του δικαίου με μοναδική αιτιολογία ότι η επίδικη παράβαση αφορά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου συνεπάγεται αποκλεισμό της ευθύνης τους κράτους σε καθεμία από τις τρεις αυτές περιπτώσεις παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Είναι προφανές ότι ο εν λόγω αποκλεισμός της ευθύνης του κράτους, όταν η παράβαση του κοινοτικού δικαίου προσάπτεται σε ανώτατο δικαστήριο, παραβιάζει κατάφορα την αρχή που έθεσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Köbler.

65.   Στις διάφορες αυτές περιπτώσεις παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου συγκαταλέγεται και η περίπτωση κατά την οποία ένα ανώτατο δικαστήριο δεν τηρεί την υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, την οποία υπέχει από το άρθρο 234, τρίτο εδάφιο, ΕΚ.

66.   Συγκεκριμένα, η παράβαση της εν λόγω υποχρεώσεως ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα το οικείο δικαστήριο να υποπέσει σε σφάλμα το οποίο εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, είτε πρόκειται περί σφάλματος κατά την ερμηνεία της εφαρμοστέας κοινοτικής νομοθεσίας, είτε περί σφάλματος κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων στην προσήκουσα ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου ή στην εκτίμηση της συμβατότητάς του με το κοινοτικό δίκαιο.

67.   Οι συνέπειες της μη τηρήσεως της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής για τη διαπίστωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο κατά τον προσδιορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων πρέπει να εκτιμάται αν ένα ανώτατο δικαστήριο παρέβη προδήλως την εφαρμοστέα νομοθεσία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν πληρούται η πρώτη απαραίτητη για τη θεμελίωση της ευθύνης του κράτους προϋπόθεση, η οποία συνίσταται στην ύπαρξη αρκούντως χαρακτηριστικής παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου.

68.   Πράγματι, με τη σκέψη 55 της προαναφερθείσας αποφάσεως Köbler, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι πρέπει να λαμβάνεται, μεταξύ άλλων, υπόψη, «ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, ο αυτοπροαίρετος χαρακτήρας της παραβιάσεως, ο συγγνωστός ή ασύγγνωστος χαρακτήρας της νομικής πλάνης, η ενδεχόμενη διατύπωση γνώμης ενός κοινοτικού οργάνου, καθώς και η μη συμμόρφωση του συγκεκριμένου δικαστηρίου προς την υποχρέωσή του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 234, τρίτο εδάφιο, ΕΚ».

69.   Η μη τήρηση της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής αποτελεί ένα από τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να εξακριβωθεί αν υφίσταται αρκούντως χαρακτηριστική παράβαση του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο, κριτήριο το οποίο προστίθεται σε εκείνα που το Δικαστήριο είχε θέσει με την προαναφερθείσα απόφαση Brasserie du pêcheur και Factοrtame, καθώς και με τη νομολογία που ακολούθησε και αφορά την ευθύνη του κράτους για πράξεις του νομοθέτη ή της διοικήσεως (36).

70.   Μολονότι το Δικαστήριο ιεράρχησε τα διάφορα αυτά κριτήρια, ορισμένα εκ των οποίων, κατά την άποψή μου, δεν ασκούν επιρροή (37), φρονώ ότι το κριτήριο που αφορά την υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής είναι ιδιαιτέρως σημαντικό.

71.   Συγκεκριμένα, για να εξακριβωθεί αν το επίδικο νομικό σφάλμα είναι συγγνωστό ή ασύγγνωστο (κατά την άποψή μου, το στοιχείο αυτό εξακολουθεί να αποτελεί το κεντρικό κριτήριο γύρω από το οποίο συσπειρώνονται τα λοιπά κριτήρια) (38), πρέπει να αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στη στάση που ακολουθεί το οικείο ανώτατο δικαστήριο όσον αφορά την υποχρέωση παραπομπής που υπέχει.

72.   Όταν ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου δεν είναι σαφής και αναμφίλεκτος, το επίδικο νομικό σφάλμα δεν είναι συγγνωστό, διότι, ιδίως στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, καθόσον δεν μπορούσε να κρίνει ότι η λύση που έπρεπε να δοθεί στο οικείο νομικό ζήτημα δεν άφηνε περιθώριο εύλογης αμφιβολίας κατά την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως Cilfit (39), κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση στην οποία δεν υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου δυνάμενη να διευκρινίσει το συγκεκριμένο ζήτημα (40).

73.   Αντιστρόφως, όταν ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου είναι σαφής και αναμφίλεκτος, το επίδικο νομικό σφάλμα είναι κατά μείζονα λόγο ασύγγνωστο, καθόσον, αν τυχόν το ανώτατο δικαστήριο είχε πρόθεση να μην εφαρμόσει τον εν λόγω κανόνα, για παράδειγμα στην περίπτωση στην οποία, κατά την άποψή του, αυτός ο κανόνας αναιρείται από άλλους των οποίων η ερμηνεία ή η εφαρμογή σε συνδυασμό με τον παραβιαζόμενο κανόνα είναι δυσχερής, θα έπρεπε επίσης να είχε υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, καθόσον, σύμφωνα με την ανάλυσή του, δεν μπορούσε να κρίνει ότι η λύση που επρόκειτο να δώσει στο συγκεκριμένο νομικό ζήτημα δεν άφηνε περιθώριο εύλογης αμφιβολίας, κυρίως στην περίπτωση στην οποία το εν λόγω ανώτατο δικαστήριο αποφάσισε να απόσχει από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου (41).

74.   Κατά την άποψή μου, από τα παραδείγματα αυτά προκύπτει ότι η μη τήρηση από ανώτατο δικαστήριο της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την απαιτητική εκτίμηση του συγγνωστού ή ασύγγνωστου χαρακτήρα του επίδικου νομικού σφάλματος, με την οποία θα εξακριβωθεί αν η οικεία παράβαση είναι αρκούντως χαρακτηριστική ώστε να θεμελιώσει την ευθύνη του κράτους.

75.   Η ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο, με τη σκέψη 55 της προαναφερθείσας αποφάσεως Köbler, στο ζήτημα της μη τηρήσεως της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής, της οποίας η σπουδαιότητα για την εκτίμηση του συγγνωστού ή ασύγγνωστου χαρακτήρα του επίδικου νομικού σφάλματος τονίστηκε με τα ανωτέρω σημεία, απάδει, κατά την άποψή μου, προς τον αποκλεισμό της ευθύνης του κράτους σε περιπτώσεις στις οποίες η εκ μέρους ανωτάτου δικαστηρίου παράβαση του κοινοτικού δικαίου συνδυάζεται με παραβίαση της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής.

76.   Αυτή φρονώ ότι είναι η έννοια μιας εθνικής ρυθμίσεως όπως η επίδικη στη διαφορά της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, η παραβίαση της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής εμφανίζει πολλά κοινά σημεία με την ερμηνεία των κανόνων δικαίου. Όπως προαναφέρθηκε, η εν λόγω παραβίαση δεν ενδέχεται απλώς να οδηγήσει σε παράβαση του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά την ερμηνεία των εν λόγω κανόνων, αλλά δύναται, περαιτέρω, να προκύψει η ίδια από μια εσφαλμένη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, ή από μια ανακριβή ερμηνεία της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου. Συνεπώς, βάσει αυτής της εθνικής ρυθμίσεως, μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο η οποία στηρίζεται στη μη τήρηση της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής που υπέχει το δικαστήριο αυτό δεν μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του κράτους.

77.   Αν ληφθεί υπόψη μόνον η σκέψη 55 της προαναφερθείσας αποφάσεως Köbler, η οποία διευκρινίζει το περιεχόμενο της αρχής της ευθύνης του κράτους σε περιπτώσεις παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αρχή αυτή απαγορεύει, βάσει εθνικής διατάξεως (όπως της επίδικης της διαφοράς της κύριας δίκης), τον αποκλεισμό της ευθύνης του κράτους σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η οικεία παράβαση συνδυάζεται με παραβίαση της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής.

78.   Κατά την άποψή μου, το ίδιο ισχύει στην (μάλλον σπάνια (42)) περίπτωση κατά την οποία η παράβαση του κοινοτικού δικαίου που προσάπτεται σε ανώτατο δικαστήριο από ιδιώτη του οποίου τα αιτήματα δεν ικανοποιήθηκαν στηρίζεται μόνο στην παραβίαση της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής.

79.   Συγκεκριμένα, όπως επισήμανα με το σημείο 144 των προτάσεών μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Köbler, δεν μπορεί εκ των προτέρων να αποκλειστεί η ευθύνη του κράτους αποκλειστικώς λόγω της πρόδηλης παραβιάσεως της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής, ακόμη και αν, όπως επίσης τονίστηκε (με τα σημεία 149 και 150 των εν λόγω προτάσεων), η προσπάθεια θεμελιώσεως ευθύνης του Δημοσίου μπορεί να προσκρούσει σε ορισμένες δυσχέρειες ως προς την απόδειξη της άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβιάσεως της υποχρεώσεως παραπομπής και της προβαλλομένης ζημίας.

80.   Κατά την άποψή μου, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αρχή της ευθύνης του κράτους σε περιπτώσεις παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο, την οποία έθεσε η προαναφερθείσα απόφαση Köbler, θίγεται στην περίπτωση κατά την οποία η ευθύνη αυτή αποκλείεται (βάσει εθνικής ρυθμίσεως), καθόσον η επίμαχη παράβαση σχετίζεται με την ερμηνεία κανόνων δικαίου.

81.   Κατά συνέπεια., η αρχή της ευθύνης του κράτους σε περιπτώσεις παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο απαγορεύει τον αποκλεισμό της εν λόγω ευθύνης, βάσει εθνικής ρυθμίσεως, με μοναδική αιτιολογία ότι η επίμαχη παράβαση σχετίζεται με την ερμηνεία κανόνων δικαίου.

 Β ? Επί του αποκλεισμού της ευθύνης του κράτους οσάκις η παράβαση του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους ανωτάτου δικαστηρίου σχετίζεται με την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων

82.   Καταρχάς, τίθεται το ερώτημα αν ο αποκλεισμός της ευθύνης του κράτους, σε περιπτώσεις στις οποίες η επίδικη δικαιοδοτική δραστηριότητα σχετίζεται με την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, έχει επιπτώσεις στην αρχή περί ευθύνης του κράτους οσάκις πρόκειται περί παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο.

83.   Συγκεκριμένα, είναι κοινώς γνωστό ότι τα ανώτατα δικαστήρια, αντιθέτως προς τα τακτικά, δεν αποφαίνονται επί της ουσίας και επί νομικών ζητημάτων, αλλά μόνον επί νομικών ζητημάτων. Επιδίωξή τους, καταρχήν, δεν είναι ούτε η εκτίμηση της βασιμότητας των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών, ούτε η κρισιμότητα, η έννοια ή το περιεχόμενο των αποδεικτικών στοιχείων που παρέχονται προς τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή η εκτίμηση απόκειται, ως εκ της φύσεώς της, μόνο στα δικαστήρια ουσίας. Κατά συνέπεια, καταρχήν, ο έλεγχος που ασκούν τα ανώτατα δικαστήρια επί των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων δεν αφορά, καταρχήν, το ουσιαστικό σφάλμα, αλλά μόνον το νομικό (43).

84.   Ωστόσο, η εκ μέρους των τακτικών δικαστηρίων εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν εκφεύγει εντελώς του ελέγχου των ανωτάτων δικαστηρίων, στο μέτρο που τα δικαστήρια αυτά σκοπούν, μεταξύ άλλων, στην τήρηση των κανόνων περί αποδείξεως (οι οποίοι αφορούν το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων ή το βάρος αποδείξεως) και καλούνται να επιβεβαιώσουν την ακρίβεια του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών, ήτοι να εξετάσουν αν τα πραγματικά περιστατικά της επίδικης υποθέσεως, όπως εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, εμπίπτουν όντως στη νομική κατηγορία στην οποία τα ενέταξαν οι δικαστές ουσίας, οπότε αυτό συνεπάγεται ότι εμπίπτουν σε καθορισμένο νομικό καθεστώς (44). Καθεμία από τις δραστηριότητες αυτές εντάσσεται το πλαίσιο του ελέγχου του νομικού σφάλματος, είτε πρόκειται για τη συνήθη απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσαν οι δικαστές ουσίας, είτε πρόκειται για την εκ μέρους των εν λόγω δικαστών διαπίστωση εννόμων συνεπειών (διαπίστωση η οποία απορρέει, εξάλλου, από εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας που αντιστοιχεί στην οικεία νομική κατηγορία).

85.   Το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα ασκήσεως τέτοιου ελέγχου.

86.   Καταρχάς, μολονότι οι δικονομικοί κανόνες, που σκοπό έχουν την προάσπιση, στο εσωτερικό δίκαιο, των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, διέπονται σε μεγάλο βαθμό από την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, με την επιφύλαξη της τηρήσεως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, υφίστανται, εντούτοις, ορισμένοι κανόνες κοινοτικού δικαίου στον τομέα της αποδείξεως. Πρόκειται, για παράδειγμα, για τους κανόνες που προβλέπουν διάφορες οδηγίες όσον αφορά το βάρος αποδείξεως σε περιπτώσεις δυσμενούς διακρίσεως (45). Στα ανώτατα δικαστήρια απόκειται να εξασφαλίζουν την τήρηση των εν λόγω κανόνων από τα δικαστήρια ουσίας.

87.   Επιπλέον και κυρίως, πολλές έννοιες του κοινοτικού δικαίου χρησιμεύουν για τον έλεγχο του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών. Αυτό ισχύει ιδίως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

88.   Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε (με την επιφύλαξη των τροποποιήσεων που απορρέουν από τον κανονισμό 994/98) (46), η εφαρμογή ενός συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων απόκειται τόσο στην Επιτροπή όσο και στο εθνικό δικαστήριο, όργανα επιφορτισμένα με χωριστές και αλληλοσυμπληρούμενες λειτουργίες. Συγκεκριμένα, ενώ η Επιτροπή είναι επιφορτισμένη με την εξέταση της συμβατότητας μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά, ο εθνικός δικαστής οφείλει να προασπίζει (μέχρι την έκδοση τελικής αποφάσεως εκ μέρους της Επιτροπής σχετικά με τη συμβατότητα της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά) τα δικαιώματα που αντλούν οι ιδιώτες από το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

89.   Στο πλαίσιο αυτό, στον εθνικό δικαστή απόκειται να προβεί σε σειρά ενεργειών για τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών. Καταρχάς, πρέπει να εξετάσει αν το επίδικο μέτρο αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 87, παράγραφος 1, EΚ), δηλαδή αν το μέτρο αυτό εξασφαλίζει πλεονέκτημα, μέσω της λήψεως κρατικών πόρων, στον(στους) αποδέκτη(ες) του (47). Ακολούθως, πρέπει να εξακριβώσει αν η εν λόγω κρατική ενίσχυση εμπίπτει στην κατηγορία των ενισχύσεων που απαγορεύονται από το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης EΚ (νυν άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ), δηλαδή, αφενός, αν δύναται να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και, αφετέρου, αν μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Αφ’ ης στιγμής ο εθνικός δικαστής καταλήξει ότι το επίδικο μέτρο καλύπτεται από την κύρια απαγόρευση που προβλέπει το εν λόγω άρθρο, απομένει να εξακριβώσει αν το μέτρο αυτό εμπίπτει στη διαδικασία ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ), οπότε θα χρειαστεί, ενδεχομένως, να εξακριβώσει ότι όντως πρόκειται περί νέας ενισχύσεως (η οποία εμπίπτει στη διαδικασία αυτή) και όχι περί υφισταμένης ενισχύσεως (η οποία δεν εμπίπτει στην εν λόγω διαδικασία).

90.   Μόνο μετά το πέρας των διαφόρων αυτών ενεργειών για τον χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών μπορεί ο εθνικός δικαστής να αποφανθεί επί της νομιμότητας του επίδικου μέτρου και να συναγάγει όλες τις συνέπειες που διαπιστώνονται σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης (48).

91.   Υπάρχουν πολλές πράξεις νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που αφορούν, σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη στη διαφορά της κύριας δίκης, τον έλεγχο των ανωτάτων δικαστηρίων.

92.   Ωστόσο, στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου του νομικού σφάλματος, ελλοχεύει για τα ανώτατα δικαστήρια ο κίνδυνος να υποπέσουν σε νομικό σφάλμα δυνάμενο να θεμελιώσει την ευθύνη του κράτους, στην περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με τα κριτήρια που έθεσε η προαναφερθείσα απόφαση Köbler, διαπιστώνεται πρόδηλη παράβαση της εφαρμοστέας κοινοτικής νομοθεσίας.

93.   Συνεπώς, καταλήγω ότι η αρχή περί ευθύνης του κράτους σε περιπτώσεις παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο απαγορεύει τον γενικό αποκλεισμό, βάσει εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, της ευθύνης αυτής με μοναδική αιτιολογία ότι η επίδικη παράβαση σχετίζεται με την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

94.   Επιβάλλεται στο σημείο αυτό να εξεταστεί αν η εν λόγω αρχή απαγορεύει επίσης, βάσει εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως (όταν η ευθύνη δεν αποκλείεται), τον περιορισμό της ευθύνης του κράτους σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας.

 Γ ? Επί του περιορισμού της ευθύνης του κράτους λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας

95.   Υπενθυμίζω ότι, με τη σκέψη 53 της προαναφερθείσας αποφάσεως Köbler, το Δικαστήριο περιόρισε την ευθύνη του κράτους λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου απορρέουσας από απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου «στην εξαιρετική περίπτωση στην οποία […] [το δικαστήριο αυτό] προδήλως αγνόησε το εφαρμοστέο δίκαιο» (49).

96.   Η διατύπωση αυτή διαφέρει από εκείνη στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Brasserie du pêcheur και Factοrtame, όσον αφορά την περίπτωση κατά την οποία ένα κράτος μέλος ενεργεί σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση αυτή, ευθύνη του κράτους θεμελιώνεται μόνον εφόσον συντρέχει «πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια» (50).

97.   Διερωτώμαι επί της σημασίας μιας τέτοιας μεταβολής της διατυπώσεως, στο μέτρο που, με την προαναφερθείσα απόφαση Köbler (σκέψεις 55 και 56), το Δικαστήριο επανέλαβε, in extensο, τα διάφορα κριτήρια που έθεσε η προαναφερθείσα απόφαση Brasserie du pêcheur και Factοrtame (σκέψεις 56 και 57), προκειμένου να εξακριβώσει αν αυτή η σχετική με τη φύση της παραβάσεως προϋπόθεση πράγματι πληρούται. Όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο, με την απόφαση αυτή, απλώς προσέθεσε το κριτήριο που σχετίζεται με τη μη τήρηση της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής.

98.   Συνδέεται η έλλειψη ρητής αναφοράς στη σοβαρότητα της επίδικης παραβάσεως με το γεγονός ότι, με την απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Gοupil κατά Επιτροπής (51), έπαυσε να λαμβάνεται υπόψη ως προϋπόθεση θεμελιώσεως της ευθύνης του κράτους η σπουδαιότητα του παραβιαζόμενου κανόνα δικαίου, προϋπόθεση την οποία είχε προ πολλού επιβάλει το Δικαστήριο όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας; Μολονότι αυτή η προϋπόθεση θεμελιώσεως της ευθύνης του κράτους δεν επεκτάθηκε, με την προαναφερθείσα απόφαση Brasserie du pêcheur και Factοrtame, στην ευθύνη των κρατών μελών, ενώ το Δικαστήριο επανέλαβε, με την ίδια απόφαση, την απαίτηση περί σοβαρότητας της επίδικης παραβάσεως (η οποία προβλεπόταν επίσης στο πλαίσιο της ευθύνης της Κοινότητας), τίθεται το ερώτημα αν, στην προαναφερθείσα απόφαση Köbler, το Δικαστήριο δεν επιδίωξε να αποτρέψει το ενδεχόμενο η εν λόγω απαίτηση περί σοβαρότητας της επίδικης παραβάσεως να ερμηνευθεί ως απαίτηση αφορώσα τη φύση του παραβιαζόμενου κανόνα δικαίου, στο μέτρο που ο φερόμενος σημαντικός ή θεμελιώδης χαρακτήρας θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει τη σοβαρότητα της επίδικης παραβάσεως. Το ερώτημα μένει ανοικτό.

99.   Πάντως, επαναλαμβάνω ότι, ανεξαρτήτως της ερμηνείας που πρέπει να δοθεί στην εν λόγω εξέλιξη της ορολογίας που χρησιμοποιείται στη νομολογία, για να εκτιμηθεί αν πληρούται η προϋπόθεση θεμελιώσεως της ευθύνης του κράτους που αφορά τη φύση της παραβάσεως του κοινοτικού εκ μέρους ανωτάτου δικαστηρίου, επιβάλλεται, κατά το Δικαστήριο, να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, «ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, ο αυτοπροαίρετος χαρακτήρας της παραβιάσεως, ο συγγνωστός ή ασύγγνωστος χαρακτήρας της νομικής πλάνης, η ενδεχόμενη διατύπωση γνώμης ενός κοινοτικού οργάνου, καθώς και η μη συμμόρφωση του συγκεκριμένου δικαστηρίου προς την υποχρέωσή του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 234, τρίτο εδάφιο, ΕΚ» (52). Υπενθυμίζω ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο, «[ε]ν πάση περιπτώσει, η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου είναι κατάφωρη, όταν η σχετική απόφαση εκδόθηκε κατά προφανή αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου» (53).

100. Μολονότι οι έννοιες του δόλου και της βαριάς αμέλειας μπορούν να τύχουν σημαντικά διαφορετικών ερμηνειών στα διάφορα νομικά συστήματα των κρατών μελών, μπορεί να γίνει δεκτό, κατ’ επέκταση της αποφάσεως Brasserie du pécheur και Factοrtame (54), ότι ορισμένα από τα στοιχεία που συνθέτουν τις έννοιες αυτές στο πλαίσιο εθνικού νομικού συστήματος παρουσιάζουν ενδιαφέρον, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που τέθηκαν με τις σκέψεις 55 και 56 της προαναφερθείσας αποφάσεως Köbler, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αν ένα ανώτατο δικαστήριο παρέβη προδήλως το εφαρμοστέο δίκαιο.

101. Μολονότι η ευθύνη του κράτους μπορεί να θεμελιωθεί, βάσει του εθνικού δικαίου, υπό λιγότερο περιοριστικούς όρους από εκείνους που το Δικαστήριο έθεσε με την προαναφερθείσα απόφαση Köbler (55), αντιθέτως, η επιβολή πρόσθετου όρου, και επομένως περιοριστικότερου, μπορεί να προσβάλει το δικαίωμα αποκαταστάσεως το οποίο στηρίζεται στην κοινοτική έννομη τάξη (56).

102. Συμφωνώντας με την Επιτροπή και χωρίς να άρω τις επιφυλάξεις μου ως προς την κρισιμότητα του κριτηρίου που αφορά τον ηθελημένο χαρακτήρα της επίδικης παραβάσεως, το οποίο εν τέλει έλαβε υπόψη το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Köbler (στην οποία στηρίζομαι) (57), συνάγω από το σύνολο των νομολογιακών αυτών εξελίξεων το συμπέρασμα ότι η θεμελίωση της ευθύνης του κράτους σε περιπτώσεις παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο δεν μπορεί να εξαρτηθεί από μια προϋπόθεση αντλούμενη από την έννοια του δόλου ή της βαριάς αμέλειας η οποία βαίνει πέραν της πρόδηλης παραβάσεως του εφαρμοστέου δικαίου (κατά την έννοια των σκέψεων 55 και 56 της προαναφερθείσας αποφάσεως Köbler) (58).

103. Κατά συνέπεια, στο προδικαστικό ερώτημα που εν τέλει υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι, μολονότι η αρχή περί ευθύνης του κράτους σε περιπτώσεις παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο απαγορεύει εν γένει τον αποκλεισμό, βάσει εθνικής ρυθμίσεως, της ευθύνης αυτής με μοναδική αιτιολογία ότι η επίδικη παράβαση σχετίζεται με την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή με την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, αντιθέτως, η ίδια αυτή αρχή δεν απαγορεύει την εξάρτηση της εν λόγω ευθύνης από την ύπαρξη δόλου ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου, με την επιφύλαξη ότι η προϋπόθεση αυτή δεν βαίνει πέραν της πρόδηλης παραβάσεως του εφαρμοστέου δικαίου.

VI – Πρόταση

104. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο προδικαστικό ερώτημα του ΤΤ ribunale di Genονa την ακόλουθη απάντηση:

«Μολονότι η αρχή περί ευθύνης του κράτους σε περιπτώσεις παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από ανώτατο δικαστήριο απαγορεύει εν γένει τον αποκλεισμό, βάσει εθνικής ρυθμίσεως, της ευθύνης αυτής με μοναδική αιτιολογία ότι η επίδικη παράβαση σχετίζεται με την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή με την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, αντιθέτως, η ίδια αυτή αρχή δεν απαγορεύει την εξάρτηση της εν λόγω ευθύνης από την ύπαρξη δόλου ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου, με την επιφύλαξη ότι η προϋπόθεση αυτή δεν βαίνει πέραν της πρόδηλης παραβάσεως του εφαρμοστέου δικαίου.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Υπόθεση C‑224/01, Συλλογή 2003, σ. I‑10239.


3 – Ειδικότερα, το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της Συνθήκης αφορά τις «ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση», και το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της ίδιας Συνθήκης τις «ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον».


4 – Δεν λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη του ρόλου της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων, όπως προκύπτει από τον κανονισμό (ΕΚ) 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ L 142, σ. 1), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ μετά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης.


5 – Αυτή σύνθεση των κανόνων διαδικασίας που προβλέπει η Συνθήκη ΕΚ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν αναιρείται από τον κανονισμό (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ μετά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης και επαναλαμβάνει, σε γενικές γραμμές, τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.


6 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Cοsta (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191), της 19ης Ιουνίου 1973, 77/72, Capοlοngο (Συλλογή 1973, σ. 611, σκέψη 6), της 11ης Δεκεμβρίου 1973, 120/73, Lοrenz (Συλλογή 1973, σ. 1471, σκέψη 8), της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑354/90, Fédératiοn natiοnale du cοmmerce extérieur des prοduits alimentaires και Syndicat natiοnal des négοciants και transfοrmateurs de saumοn (Συλλογή 1991, σ. I‑5505, στο εξής: απόφαση Saumοn, σκέψη 11), και της 11ης Ιουλίου 1996, C‑39/94, SFEI κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑3547, σκέψη 39).


7 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Απριλίου 1989, 66/86, Ahmed Saeed Flugreisen και Silνer Line Reisebürο (Συλλογή 1989, σ. 803, σκέψη 32).


8 – Όσον αφορά τους κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 1978, 156/77, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή τόμος 1978, σ. 587, σκέψεις 10 και 11). Όσον αφορά το άρθρο 86 ΕΚ περί καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 30ής Απριλίου 1986, 209/84 έως 213/84, Asjes κ.λπ. (Συλλογή 1986, σ. 1425, σκέψεις 39, 42 και 45).


9 – GURI αριθ. 88, της 15ης Απριλίου 1988, σ. 3, στο εξής: επίδικη εθνική ρύθμιση».


10 – Οι οικείες διατάξεις περιλαμβάνονται στα άρθρα 55, 56 και 74 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ευθύνη του κράτους στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής δραστηριότητας περιορίζεται σε περιπτώσεις δόλου, απάτης ή καταχρήσεως.


11 – Κατά το άρθρο 1 της επίδικης ρυθμίσεως, η ρύθμιση εφαρμόζεται «σε όλα τα μέλη του δικαστικού σώματος κοινής, διοικητικής, δημοσιοοικονομικής, στρατιωτικής και ειδικής δικαιοδοσίας, ανεξαρτήτως της φύσεως των καθηκόντων τους, όπως και σε άλλα πρόσωπα που μετέχουν στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας».


12 – Βλ. απόφαση του Cοrte cοstituziοnale, της 19ης Ιουνίου 1989, n° 18, σκέψη 10 (Giustiziaciνile, 1989, I, σ. 769).


13 – Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 1, της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως.


14 – Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 4, της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως.


15 – Απόφαση της 22ας Μαΐου 1985, 13/83, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1985, σ. 1513).


16 – Πρόκειται για την απόφαση 2001/851/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2001, όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Ιταλία στη ναυτιλιακή επιχείρηση Tirrenia di Naνigaziοne (ΕΕ L 318, σ. 9). Πρέπει να διευκρινίσω ότι, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή κήρυξε συμβατές με την κοινή αγορά τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην εν λόγω επιχείρηση από την 1η Ιανουαρίου 1990 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000, ως αντιστάθμισμα παροχής δημόσιων υπηρεσιών και ενέκρινε, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων, τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2001 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2004. Όσον αφορά τις ενισχύσεις αυτές, που χαρακτηρίστηκαν ως νέες, έγινε δεκτό ότι εμπίπτουν στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ και όχι στις εξαιρέσεις του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ.


17 – Υπόθεση C‑6/90 και C‑9/90, Συλλογή 1991, σ. I‑5357.


18 – Υπόθεση C‑46/93 και C‑48/93, Συλλογή 1996, σ. I‑1029.


19 – Εξάλλου, όπως επισήμανα με τις προτάσεις μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Köbler (σημείο 38), μολονότι, ελλείψει της δυνατότητας ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά αποφάσεως ανωτάτου δικαστηρίου, μόνον η αγωγή αποζημιώσεως παρέχει τη δυνατότητα ?in ultima ratiο? της αποκαταστάσεως του θιγέντος δικαιώματος και, τελικώς, της διασφαλίσεως ενός επαρκούς επιπέδου αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες έλκουν από την κοινοτική έννομη τάξη, δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τις αποφάσεις τακτικών δικαστηρίων, καθόσον οι αποφάσεις αυτές μπορούν να προσβληθούν με ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου.


20 – Βλ. το γαλλικό κείμενο της αποφάσεως περί παραπομπής, σ. 7 και 9.


21 – Όπ.π., σ. 7.


22 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 1986, 296/84, Sinatra (Συλλογή 1986, σ. 1047, σκέψη 11), και της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑341/94, Allain (Συλλογή 1996, σ. I‑4631, σκέψη 11).


23 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Köbler (σκέψη 36).


24 – Όπ.π. (σκέψεις 37 έως 43).


25 – Όπ.π (σκέψη 53).


26 – Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, όπως επισημάνθηκε με το σημείο 18, ο αποκλεισμός της ευθύνης του κράτους που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της επίδικης ρυθμίσεως (ο οποίος ισχύει στην ειδική αυτή περίπτωση) καθιερώθηκε μάλλον προκειμένου να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία των δικαστών, η οποία αποτελεί συνταγματική αρχή.


27 – Αυτός ο στόχος της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής διευκρινίστηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, Cilfit (Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψη 7).


28 – Θα εξεταστεί στη συνέχεια η έννοια αυτής της προϋποθέσεως θεμελιώσεως ευθύνης του κράτους, η οποία διευκρινίζεται με τις 54 έως 56 της προαναφερθείσας αποφάσεως Köbler.


29 – Υπόθεση C‑397/01 έως C‑403/01, που δεν δημοσιεύθηκαν ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 110 έως 115.


30 – Υπόθεση C-129/00, Συλλογή 2003, σ. I-14637.


31 – Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 31).


32 – Όπ.π. (σκέψεις 34 και 35).


33 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1999, C‑343/96, Dilexpοrt (Συλλογή 1999, σ. I‑579, σκέψεις 52 και 54), που αφορά ιδίως την οικεία εθνική ρύθμιση, καθώς και τις αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, 199/82, San Giοrgiο (Συλλογή 1983, σ. 3595, σκέψη 14), και της 24ης Μαρτίου 1988, 104/86, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1988, σ. 1799, σκέψεις 7 και 11), που αφορά προγενέστερη εθνική ρύθμιση, η οποία εν τέλει καταργήθηκε και προέβλεπε ρητώς τις ίδιες απαιτήσεις αποδείξεως με εκείνες που επιβάλλουν ορισμένα δικαστήρια και η διοίκηση στο πλαίσιο της ερμηνείας και της εφαρμογής της οικείας εθνικής ρυθμίσεως που θεσπίστηκε κατόπιν αυτής.


34 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 33).


35 – Επισημαίνω ότι το Cοrte suprema di cassaziοne απέστη από αυτή τη νομολογία κατόπιν της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση. Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004, 13054, Sοc. Sief κ.λπ. κατά Ministerο dell’Ecοnοmia e delle Finanze κ.λπ. (Fοrο italianο 2004, I, σ. 2700).


36 – Ως προς αυτή την εξέλιξη της νομολογίας, βλ. σημεία 131 έως 137 των προτάσεών μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Köbler.


37 – Κατά την άποψή μου, πρόκειται για το κριτήριο που αφορά τον υπαίτιο ή μη χαρακτήρα της παραβάσεως, καθώς και για το κριτήριο που αφορά τη στάση των κοινοτικών οργάνων (με την επιφύλαξη του ιδιαίτερου τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού και των κρατικών ενισχύσεων στον οποίο το εν λόγω κριτήριο μπορεί να ασκήσει επιρροή). Βλ., προς τούτο, σημεία 154 έως 156 των προτάσεών μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Köbler.


38 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, σημείο 139 των προτάσεών μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Köbler.


39 – Βλ. σκέψεις 16 έως 20 της αποφάσεως.


40 – Κατά την άποψή μου, η ανάλυση αυτή δεν αναιρείται από εκείνη της προαναφερθείσας αποφάσεως Köbler (σκέψεις 120 έως 124), όσον αφορά την παράβαση ορισμένων κανόνων κοινοτικού δικαίου που το Δικαστήριο έκρινε ασαφείς και αόριστους. Βεβαίως, κατά το Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη του πνεύματος δικαστικής συνεργασίας που διαπνέει τον μηχανισμό της προδικαστικής παραπομπής, η απόσυρση ενός προδικαστικού ερωτήματος είναι λιγότερο σοβαρή από την πλήρη απουσία προδικαστικών ερωτημάτων, οπότε το επίδικο νομικό σφάλμα (το οποίο πιθανότατα απετράπη με τη διατήρηση του εν λόγω ερωτήματος) είναι περισσότερο συγγνωστό απ’ όσο αν δεν υπήρχε προδικαστική παραπομπή. Ωστόσο, από αυστηρώς νομικής απόψεως και από απόψεως νομολογιακής πολιτικής, τίθεται το ερώτημα αν αυτή η διάκριση ασκεί επιρροή όταν, όπως εν προκειμένω, το οικείο ανώτατο δικαστήριο απέσυρε το προδικαστικό ερώτημά του λόγω εσφαλμένης ερμηνείας μιας αποφάσεως που του είχε κοινοποιήσει το Δικαστήριο αφότου είχε λάβει το εν λόγω ερώτημα, ενώ μια προσεκτική ανάγνωση της αποφάσεως αυτής (η οποία στερείται αμφισημίας) θα είχε αποτρέψει αυτό το σφάλμα ερμηνείας (καθώς και πιθανότατα το σφάλμα στην εκτίμηση των επιπτώσεων για την επίλυση της διαφοράς). Πάντως, αυτή η ανάλυση του Δικαστηρίου, η οποία τείνει να περιορίσει τη σπουδαιότητα του κριτηρίου που σχετίζεται με τη μη τήρηση της υποχρεώσεως παραπομπής, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις σχετικές με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως εκτιμήσεις, οπότε μπορεί να γίνει δεκτό ότι δεν πρέπει να εκτείνεται πέραν των εν λόγω περιστάσεων.


41 – Όπως επισήμανα με το σημείο 141 των προτάσεών μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Köbler, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου, ιδίως εκείνες που εκδίδονται στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας, δεσμεύουν αναγκαστικώς τα εθνικά δικαστήρια ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, οπότε, αν τα δικαστήρια αυτά επιθυμούν να αποκλίνουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν έχουν άλλη δυνατότητα παρά να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα παρέχοντας νέα στοιχεία εκτιμήσεως, προκειμένου το Δικαστήριο να δώσει διαφορετική απάντηση σε ένα ζήτημα επί του οποίου έχει ήδη αποφανθεί.


42 – Μπορεί να αναφερθεί η περίπτωση κατά την οποία ένας ιδιώτης προτιμά να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως κατά του κράτους μάλλον βάσει φερόμενης παραβιάσεως της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής, παρά βάσει φερόμενης παραβάσεως κανόνα του κοινοτικού δικαίου, του οποίου η ερμηνεία θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο της εν λόγω παραπομπής, στην περίπτωση στην οποία θα ήταν ευκολότερο να αποδειχθεί η ύπαρξη πρόδηλης παραβιάσεως της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής απ’ ό,τι η ύπαρξη πρόδηλης παραβάσεως του οικείου ουσιαστικού κανόνα δικαίου.


43 – Βλ., επί του σημείου αυτού, μεταξύ άλλων, όσον αφορά το γαλλικό σύστημα, Bοré, J., και Bοré, L., Lacassatiοnenmatièreciνile, Dallοz, τρίτη έκδοση, 2003, σ. 223 και σημεία 262 έως 278. Για τη μελέτη συγκριτικού δικαίου του γαλλικού και του γερμανικού συστήματος, βλ. F., Cassatiοn française et Réνisiοn allemande, PUF, 1993, σ. 42 και 161. Για το ιταλικό σύστημα, Di Federicο, G., Manuale di οrdinamentο giudiziariο, CEDAM, 2004, σ. 83 έως 85. Για παρεμφερή συστήματα, βλ. Wathelet, M., και Νan Raepenbusch, S., «Le cοntrôle sur pοurνοi de la Cοur de justice des Cοmmunautés eurοpéennes, dix ans après la créatiοn du Tribunal de première instance», Mélanges en l’hοnneur de M. Schοckweiler, 1999, σ. 605 έως 633.


44 – Βλ., μεταξύ άλλων, όσον αφορά το γαλλικό σύστημα, Bοré, J., et Bοré, L., όπ.π., σ. 274 και 275, καθώς και σ. 279 έως 294. Για το γαλλικό και το γερμανικό σύστημα, βλ. Ferrand, F., όπ.π., σ. 135 και 163, και για το ιταλικό σύστημα, Ascarelli, T., «Le fait et le drοit deνant la Cοur de cassatiοn italienne», Le Fait et le drοit, Etudes de lοgique juridique, Bruylant, Bruxelles, 1961, σ. 113 επ., καθώς και Mazzarella, F., Analisi del giudiziο ciνile di cassaziοne, CEDAM, τρίτη έκδοση, 2003, σ. 86.


45 – Βλ. άρθρο 8 της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (ΕΕ L 180, σ. 22), καθώς και το άρθρο 10 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16), που αποτελεί συνέχεια της οδηγίας 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου (ΕΕ 1998, L 14, σ. 6).


46 – Βλ. σημεία 10 έως 12 των προτάσεων, καθώς και τις σχετικές υποσημειώσεις.


47 – Αυτός ο χαρακτηρισμός μπορεί να αποβεί δυσχερής για τον εθνικό δικαστή, ιδίως όταν πρόκειται για ενισχύσεις κρατικής προελεύσεως χορηγούμενες προς αντιστάθμιση του κόστους εκπληρώσεως των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που επιβάλλονται σε μια επιχείρηση, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου που το Δικαστήριο απέδωσε με την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (Συλλογή 2003, σ. I‑7747, σκέψεις 83 έως 94), στο κριτήριο του πλεονεκτήματος που παραχωρείται στον αποδέκτη του εν λόγω μέτρου. Υπενθυμίζω, πάντως, ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση SFEI κ.λπ. (σκέψη 50), το Δικαστήριο επισήμανε ότι, «[α]ν το εθνικό δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το αν τα επίμαχα μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση, μπορεί να ζητήσει διευκρινίσεις από την Επιτροπή επί του ζητήματος αυτού», επισημαίνοντας ότι «[μ]ε την ανακοίνωση της 23ης Νοεμβρίου 1995 σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων […], η Επιτροπή ενεθάρρυνε ρητώς τα εθνικά δικαστήρια να έρχονται σε επαφή μαζί της, οσάκις αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στην εφαρμογή του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης και εξήγησε τη φύση των στοιχείων που είναι σε θέση να παρέχει». Υπό την ίδια έννοια, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, «[ε]ξάλλου, το εθνικό δικαστήριο δύναται ή οφείλει, βάσει του άρθρου 177, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία του άρθρου 92 της Συνθήκης» (σκέψη 51).


48 – Για να καταστούν αντιληπτές οι συνέπειες αυτές, βλ. σημείο 125 των πρώτων προτάσεών μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg. Επί του σημείου αυτού, επισημαίνω ότι η ανάγκη να αποφανθεί ο εθνικός δικαστής επί της νομιμότητας του επίδικου μέτρου δεν επηρεάζεται από μια τελική απόφαση της Επιτροπής η οποία κηρύσσει το μέτρο συμβατό με την κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, μια τέτοια απόφαση της Επιτροπής δεν συνεπάγεται την a pοsteriοri εκτέλεση των μέτρων ενισχύσεως που δεν κοινοποιήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση Saumοn (σκέψεις 16 και 17), καθώς και αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2003, C‑261/01 και C‑262/01, Νan Calster κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I‑12249, σκέψεις 62 και 63), και της 21ης Ιουλίου 2005, C‑71/04, Xunta de Galicia, (δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 31).


49 – Η υπογράμμιση δική μου.


50 – Σκέψη 55, η υπογράμμιση δική μου.


51 – Υπόθεση C-352/98 P, Συλλογή 2000, σ. I-5291 (βλ. σκέψεις 13 και 39 έως 47).


52 – Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Köbler (σκέψη 55).


53 – Όπ.π. (σκέψη 56).


54 – Βλ. σκέψη 78 της προαναφερθείσας αποφάσεως Brasserie du pêcheur και Factοrtame, όσον αφορά τη δυνατότητα εξαρτήσεως της ευθύνης κράτους μέλους από την ύπαρξη πταίσματος. Σημειωτέον ότι η έννοια αυτή συνδέεται με την έννοια του δόλου (που αφορά εκούσια ή ηθελημένη ενέργεια) ή της βαριάς αμέλειας (που αφορά μη ηθελημένη ενέργεια).


55 – Βλ. σκέψη 57 της προαναφερθείσας αποφάσεως Köbler, η οποία συμπίπτει με τη σκέψη 66 της προαναφερθείσας αποφάσεως Brasserie du pêcheur και Factοrtame.


56 – Όπ.π.


57 – Βλ. τις επιφυλάξεις που διατύπωσα με το σημείο 156 των προτάσεών μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Köbler. Αν εμμείνω στις εν λόγω επιφυλάξεις, δεν μπορώ να προτείνω τη μεταστροφή της νομολογίας επί του σημείου αυτού.


58 – Βλ., για παρεμφερή συλλογιστική, σκέψη 79 της προαναφερθείσας αποφάσεως Brasserie du pêcheur και Factοrtame.