ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

DÁMASO RUIZ-JARABO COLOMER

11ης Μαρτίου 2004 (1)

Υπόθεση C-150/03 P

Chantal Hectors

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Πολιτικές ομάδες – Διαδικασία προσλήψεως – Προσωπική συνέντευξη που δεν προβλέπεται από την προκήρυξη του διαγωνισμού – Επιτροπή ad hoc – Πίνακας προτεινόμενων υποψηφίων – Πρόσληψη του τελευταίου υποψηφίου του πίνακα – Ένσταση εκ μέρους του υποψηφίου που κατέχει την πρώτη θέση – Απόρριψη – Έλλειψη αιτιολογίας»





1.        H Chantal Hectors, υποψήφια για θέση εκτάκτου υπαλλήλου ολλανδικής γλώσσας της πολιτικής ομάδας του Eυρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και των Ευρωπαίων Δημοκρατών (στο εξής: EΛΚ-ΕΔ) άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το πέμπτο τμήμα του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 23 Ιανουαρίου 2003 (2).

2.        Η αναίρεση αυτή δίδει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα διοικητικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –       Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

3.        Το άρθρο 25, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (3) (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει ότι κάθε ατοµική απόφαση που λαµβάνεται κατ’ εφαρµογήν του κανονισµού πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως και αμελλητί στον ενδιαφερόµενο υπάλληλο και ότι κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να αιτιολογείται.

 Β –       Το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

4.        Κατά το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (4) (στο εξής: ΚΛΠ), υπάλληλος ο οποίος προσλαµβάνεται για να ασκεί καθήκοντα σε πολιτική οµάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θεωρείται «έκτακτος υπάλληλος». Ως προς τους κανόνες που διέπουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εκτάκτων υπαλλήλων, το άρθρο 11 του ΚΛΠ παραπέμπει στα άρθρα 11 έως 26 του ΚΥΚ.

 Γ –       Ο κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Μαρτίου 1989

5.        Το άρθρο 8 του εσωτερικού κανονισμού του Προεδρείου του Κοινοβουλίου περί προσλήψεως μονίμων υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού (5) (στο εξής: εσωτερικός κανονισμός) ορίζει ότι η πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων σε πολιτική ομάδα πραγματοποιείται βάσει προτάσεων μιας επιτροπής ad hoc,η οποία ορίζεται από την αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή (στο εξής: συμβαλλόμενη αρχή) και περιλαμβάνει ένα μέλος που ορίζεται από την επιτροπή προσωπικού.

6.        Το άρθρο 9 του εσωτερικού κανονισμού ορίζει ότι οι ανακοινώσεις κενών θέσεων πρέπει να δημοσιεύονται και καθορίζει σε γενικές γραμμές τη σχετική διαδικασία. Το εν λόγω άρθρο διευκρινίζει ότι η επιτροπή ad hoc, αφού λάβει γνώση των φακέλων υποψηφιότητας και βάσει των κριτηρίων που καθορίζει για την πλήρωση της θέσεως η οικεία πολιτική ομάδα, καταρτίζει τον πίνακα των υποψηφίων που πληρούν τις προϋποθέσεις και τον διαβιβάζει στη συμβαλλόμενη αρχή.

 Δ –       Οι κανόνες διαδικασίας που εφαρμόζονται κατά την πρόσληψη του προσωπικού του ΕΛΚ-ΕΔ

7.        Η πολιτική ομάδα ΕΛΚ-ΕΔ καθόρισε τους κανόνες για την πρόσληψη του προσωπικού της. Σύμφωνα με τον πέμπτο κανόνα, η διαδικασία διεξάγεται ενώπιον επιτροπής, η οποία ετοιμάζει τις γραπτές και τις προφορικές δοκιμασίες, καθορίζει τη βάση επιτυχίας, τον αριθμό των υποψηφίων που θα εγγραφούν στον πίνακα επιτυχόντων και τη διάρκεια ισχύος του πίνακα αυτού.

8.        Σύμφωνα με τον έκτο κανόνα, η επιτροπή υποβάλλει στο Προεδρείο της ομάδας τον κατάλογο των υποψηφίων που επέτυχαν στον διαγωνισμό, καθώς και τη βαθμολογία κάθε επιτυχόντος. Όταν κενωθεί θέση, το Προεδρείο επιλέγει έναν από τους τρεις πρώτους περιληφθέντες στον πίνακα επιτυχόντων.

II – Η προ της αιτήσεως αναιρέσεως διαδικασία

 Α –        Τα πραγματικά περιστατικά

9.        Από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στις σκέψεις 5 έως 21 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου υπόψη, κατά την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να ληφθούν τα ακόλουθα:

–        Η πολιτική ομάδα ΕΛΚ-ΕΔ δημοσίευσε μια ανακοίνωση κενής θέσεως υπαλλήλου διοικήσεως ολλανδικής γλώσσας, υπαγόμενης στο καθεστώς των εκτάκτων υπαλλήλων. Μεταξύ των καθηκόντων της εν λόγω θέσεως περιλαμβάνονταν η σύλληψη ιδεών και η μελέτη σχετικών με τις δραστηριότητες της ομάδας θεμάτων.

–        Κατά τους απαιτούμενους από την ανακοίνωση όρους, ο υποψήφιος έπρεπε: 1) να είναι κάτοχος πτυχίου που να πιστοποιεί πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές ή να έχει επαγγελματική εμπειρία επιστημονικού επιπέδου· 2) να γνωρίζει σε βάθος τη θεσμική δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις δραστηριότητές της· 3) να έχει ικανότητα συλλήψεως, αναλύσεως και συνθέσεως βάσει κατευθυντήριων γραμμών· 4) να είναι ενημερωμένος για το πρόγραμμα, τους σκοπούς και τις δραστηριότητες της πολιτικής ομάδας του ΕΛΚ-ΕΔ, για την κοινοτική πολιτική, καθώς και για την κοινή γεωργική πολιτική, ενώ ενδεχόμενη επαγγελματική εμπειρία στον τομέα αυτό θα αποτελούσε ιδιαίτερο προσόν· 5) να έχει σε βάθος γνώση της ολλανδικής γλώσσας και καλή γνώση της γερμανικής και της γαλλικής ή της αγγλικής γλώσσας, ενώ θα λαμβανόταν υπόψη και η γνώση άλλων κοινοτικών γλωσσών.

–        Η C. Hectors υπέβαλε αίτηση υποψηφιότητας στις 21 Ιουνίου 2000. Η αναιρεσείουσα έλαβε μέρος στις γραπτές και στις προφορικές εξετάσεις, που διεξήχθησαν, αντιστοίχως, στις 9 και στις 19 Οκτωβρίου 2000.

–        Βάσει των αποτελεσμάτων αυτών των εξετάσεων, η επιτροπή ad hoc κατάρτισε τον πίνακα επιτυχόντων στον οποίο η C. Hectors κατέλαβε την πρώτη θέση (με 83,50 βαθμούς), η L. τη δεύτερη (με 73,50 βαθμούς) και ο B. την τρίτη θέση (με 65,25 βαθμούς).

–        Οι επιτυχόντες κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη με τέσσερα μέλη της ολλανδικής αντιπροσωπείας της πολιτικής ομάδας. Οι συνεντεύξεις αυτές έλαβαν χώρα στις 7 Νοεμβρίου 2000.

–        Στις 16 Ιανουαρίου 2001, η C. Hectors, η οποία, αφού ειδοποιήθηκε, περί τα τέλη Νοεμβρίου 2000, για την εγγραφή της στον πίνακα επιτυχόντων, δεν είχε εν συνεχεία καμία ενημέρωση για την περαιτέρω εξέλιξη της διαδικασίας, ζήτησε σχετικές πληροφορίες.

–        Ο πρόεδρος της επιτροπής απάντησε στην αίτηση της C. Hectors με έγγραφο της 31ης Ιανουαρίου 2001, με το οποίο την ενημέρωσε ότι για την εν λόγω θέση είχε προκριθεί η υποψηφιότητα του Β. Συγκεκριμένα, το έγγραφο αυτό ανέφερε τα εξής:

«Η βαθμολογία που λάβατε στις προφορικές και στις γραπτές εξετάσεις της 9ης και της 19ης Οκτωβρίου 2000 είναι 83,5/100. Ως εκ τούτου, είστε πρώτη στον πίνακα επιτυχόντων.

Κατά τη συνήθη πρακτική, η εξεταστική επιτροπή διαβίβασε τα ονόματα των τριών πρώτων επιτυχόντων στο προεδρείο της ομάδας: το προεδρείο έλαβε την ως άνω απόφαση.

Για λόγους τάξεως, θέτω υπόψη σας την ακόλουθη διάταξη:

Κατά το άρθρο 9 [του εσωτερικού κανονισμού του Προεδρείου του Κοινοβουλίου], όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από την αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή της πολιτικής ομάδας του Eυρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και των Ευρωπαίων Δημοκρατών».

–        Στις 11 Απριλίου 2001, η C. Hectors υπέβαλε ένσταση κατά του διορισμού του B. και της απορρίψεως της δικής της υποψηφιότητας. Η ένστασή της απορρίφθηκε από τον πρόεδρο της ομάδας του ΕΛΚ-ΕΔ με έγγραφο της 28ης Μαΐου 2001, το οποίο ανέφερε ειδικότερα ότι:

«[…] το άρθρο 30 του ΚΥΚ […] (6) ορίζει ότι, για κάθε διαγωνισμό, διορίζεται εξεταστική επιτροπή από την Αρμόδια για τους Διορισμούς Αρχή. Η εξεταστική επιτροπή καταρτίζει τον πίνακα επιτυχόντων και η Αρμόδια για τους Διορισμούς Αρχή επιλέγει από τον πίνακα αυτόν τον ή τους υποψηφίους που θα διορίσει στις κενές θέσεις. Συνεπώς, η εν λόγω Αρχή δεν υποχρεούται να τηρεί τη σειρά του πίνακα επιτυχόντων.

Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιλαμβάνεστε ότι η ένστασή σας είναι αδικαιολόγητη και απορρίπτεται».

 Β – Τα πρωτοδίκως υποβληθέντα αιτήματα και προβληθέντα επιχειρήματα

10.      Στις 6 Αυγούστου 2001, η C. Hectors άσκησε προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή] ενώπιον του Πρωτοδικείου με την οποία ζήτησε, πέραν της καταδίκης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα δικαστικά έξοδα, την ανάκληση του διορισμού του Β., την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως περί απορρίψεως της δικής της υποψηφιότητας και, αφετέρου, της αποφάσεως της 28ης Μαΐου 2001, καθώς και την καταβολή, εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του συμβολικού ποσού του ενός ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη.

11.      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η C. Hectors προέβαλε δύο επιχειρήματα επί της διαδικασίας και τρία επιχειρήματα επί της ουσίας. Τα πρώτα αντλούνται από έλλειψη αιτιολογίας των επίδικων πράξεων και από παρατυπίες κατά την εξέλιξη της διαδικασίας επιλογής, οι οποίες οφείλονται στο γεγονός ότι οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη που δεν προβλέπεται από τους κανόνες περί προσλήψεων. Από τα επιχειρήματα ουσίας, στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, θα εξετασθούν μόνο δύο: ήτοι ο ισχυρισμός περί παραβάσεως του άρθρου 12 του ΚΛΠ, λόγω μη λήψεως υπόψη του συμφέροντος της υπηρεσίας, και ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών.

12.      Το Κοινοβούλιο ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής, αίτημα που έγινε δεκτό από το Πρωτοδικείο.

 Γ –       Το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως

1)      Επί της ελλείψεως αιτιολογίας (σκέψεις 35 έως 46)

13.      Το Πρωτοδικείο, υπενθυμίζοντας την ελευθερία επιλογής που διαθέτει ο πρόεδρος μιας πολιτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως προς την πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων, έκρινε επαρκή την αιτιολογία ως προς τον προβληθέντα ισχυρισμό περί μη τηρήσεως των όρων νομιμότητας της διαδικασίας επιλογής, δεδομένου ότι οι απαντήσεις που κοινοποιήθηκαν στην C. Hectors με τα έγγραφα της 31ης Ιανουαρίου και της 28ης Μαΐου 2001 αρκούσαν για την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

2)      Επί της παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 29 και 30 του ΚΥΚ, των κανόνων περί ανακοινώσεων διαγωνισμών και της πάγιας πρακτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (σκέψεις 93 έως 108)

14.      Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι κανόνες που διέπουν την πρόσληψη μονίμων υπαλλήλων δεν εφαρμόζονται επί της προσλήψεως εκτάκτων υπαλλήλων, η οποία διέπεται από του κανόνες του ΚΛΠ, και εν προκειμένω, από τον εσωτερικό κανονισμό. H συμβαλλόμενη αρχή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς  τη διοργάνωση των εξετάσεων και, συνεπώς, έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τους υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη, ακόμη και αν αυτή δεν προβλεπόταν.

3)      Επί της παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 12 του ΚΛΠ (σκέψεις 65 έως 78)

15.      Το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι, κατά την επιλογή του Β., η Διοίκηση δεν ενήργησε κατά κατάχρηση της εξουσίας που αυτή διαθέτει ως προς τη λήψη αποφάσεων, διότι από το βιογραφικό σημείωμα του εν λόγω υποψηφίου προέκυπτε ότι αυτός είχε την απαιτούμενη από την ανακοίνωση εμπειρία στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής και ότι η εμπειρία αυτή ήταν μεγαλύτερη από την εμπειρία της προσφεύγουσας, όπως αυτή προέκυπτε από τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα.

4)      Επί της παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (σκέψεις 117 έως 128)

16.      Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι εγκυμοσύνη της C. Hectors, η οποία διένυε τον έκτο μήνα κυήσεως κατά τον χρόνο διεξαγωγής των εξετάσεων, γεγονός γνωστό στα μέλη της ολλανδικής αντιπροσωπείας που διεξήγαγαν τη συνέντευξη, δεν αποτελεί τεκμήριο διακριτικής εις βάρος της μεταχειρίσεως. Επομένως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να αποδείξει ότι είχε τηρήσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, η επιλογή του Β. από την αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων επί του διαγωνισμού αρχή δεν συνιστά σφάλμα εκτιμήσεως ούτε παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως, στον τομέα της εργασίας, αδικαιολόγητων διακρίσεων με βάση το φύλο.

III – Η αναίρεση

17.      Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως.

18.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν αποκατέστησε το παράτυπο της διοργανώσεως συναντήσεων μεταξύ των υποψηφίων με τα μέλη της ολλανδικής αντιπροσωπείας της πολιτικής ομάδας. Κατά την αναιρεσείουσα, η συμβαλλόμενη αρχή παρέβη τους κανόνες που η ίδια έχει θεσπίσει, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως , της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας.

19.      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παραβίαση, εκ μέρους του Πρωτοδικείου, της γενικής αρχής περί αιτιολογήσεως, καθόσον το Πρωτοδικείο δέχθηκε ως βάση των προσβαλλόμενων πράξεων την απλή αναφορά τους στους ισχύοντες κανόνες διαδικασίας. Κατά την C. Hectors, εφόσον η συμβαλλόμενη αρχή είχε αποφασίσει να μην ακολουθήσει, κατά την επιλογή υπαλλήλου, την προταθείσα από την εξεταστική επιτροπή σειρά, όφειλε να διευκρινίσει τους λόγους αυτής της αποφάσεως. Επιπλέον, η αμοιβαία εμπιστοσύνη που πρέπει να διέπει τις σχέσεις μεταξύ του εκτάκτου υπαλλήλου και των μελών της εθνικής πολιτικής ομάδας που τον απασχολεί ουδόλως συνδέεται με την υποχρέωση αιτιολογήσεως της αποφάσεως, διότι, ειδάλλως, η διαδικασία που αποσκοπεί στην επιλογή του καλύτερου υποψηφίου θα ήταν περιττή. Πράγματι, θα ήταν περιττή η διοργάνωση διαγωνισμού αν η σχέση εμπιστοσύνης αποτελούσε τον καθοριστικό παράγοντα.

20.      Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από το άρθρο 12 του ΚΛΠ και από την έννοια του υπηρεσιακού συμφέροντος, τα οποία δεν έλαβε υπόψη της η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον κατά την αναιρεσείουσα, ο Β. δεν ήταν, όπως προκύπτει από σύγκριση της εμπειρίας των υποψηφίων, ο ικανότερος υποψήφιος. Η ως άνω διάταξη επιβάλλει την υποχρέωση προσλήψεως του υποψηφίου με τα υψηλότερα προσόντα. Η εμπειρία του υποψηφίου που θα επιλεγεί δεν πρέπει να είναι απλώς «επαρκής», αλλά «η καλύτερη».

21.      Τέλος, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η C. Hectors διατυπώνει την αιτίαση ότι, κατά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη. Η C. Hectors θεωρεί, συγκεκριμένα, ότι το γεγονός ότι ήταν έγκυος και ότι η πολιτική ομάδα επέλεξε τον μοναδικό άνδρα που περιλαμβανόταν στον πίνακα επιτυχόντων, ο οποίος, επιπροσθέτως, κατείχε την τελευταία θέση με βαθμολογία που υπολειπόταν της δικής της κατά είκοσι περίπου μονάδες, αποτελεί ένδειξη της προβαλλόμενης παρανομίας. Η αναιρεσείουσα, εκτιμώντας ότι απέδειξε την παράβαση των διατάξεων του άρθρου 12 του ΚΛΠ και τη μη λήψη υπόψη του υπηρεσιακού συμφέροντος, καθώς και την ύπαρξη σφάλματος εκτιμήσεως που συνίσταται στην επιλογή του Β., υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν απαίτησε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αποδείξει ότι η επιλογή του δεν βασίσθηκε σε διακριτική μεταχείριση.

IV – Ανάλυση της αιτήσεως αναιρέσεως

 Α –       Οι δυο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως

22.      Οι αιτιάσεις που διατυπώνει η C. Hectors είναι διαφορετικής φύσεως. Η πρώτη και η δεύτερη αφορούν το τυπικό μέρος της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ενώ οι δύο τελευταίες βάλλουν κατά του περιεχομένου της αποφάσεως της επιτροπής του διαγωνισμού. Επιβάλλεται, καταρχάς, η εξέταση των δύο πρώτων λόγων αναιρέσεως, διότι, αν γίνει δεκτός ένας εξ αυτών, παρέλκει η ανάλυση των λοιπών, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν να εξετασθούν αμιγώς επικουρικά.

23.      Το πρώτο τμήμα της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η C. Hectors παρουσιάζει πρακτικό ενδιαφέρον, καθώς αφορά το ζήτημα των ορίων της εξουσίας λήψεως αποφάσεως την οποία διαθέτει η Διοίκηση κατά την πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων. Η λειτουργία του συστήματος αυτού μπορεί να γίνει πιο κατανοητή αν καταστούν σαφή τα χαρακτηριστικά των εκτάκτων υπαλλήλων.

1)      Ορισμένες βασικές έννοιες της ιδιότητας του εκτάκτου υπαλλήλου και της προσλήψεώς του

24.      Από το άρθρο 283 EΚ (πρώην άρθρο 212 της Συνθήκης ΕΚ (7)) προκύπτει ότι το προσωπικό των Κοινοτήτων αποτελείται από μονίμους υπαλλήλους και από εκτάκτους υπαλλήλους, γεγονός που δεν εμποδίζει τα θεσμικά όργανα να καταφεύγουν, αν καθίσταται αναγκαίο, σε άλλες μορφές προσλήψεως προσωπικού προκειμένου να αντιμετωπίζουν πρόσκαιρες υπηρεσιακές ανάγκες (8).

25.      Η κατηγορία των μη μονίμων υπαλλήλων περιλαμβάνει τέσσερις υποκατηγορίες: τους εκτάκτους υπάλληλους, τους επικουρικούς υπαλλήλους, τους τοπικούς υπαλλήλους και τους ειδικούς συµβούλους (άρθρο 1 του ΚΛΠ) (9). Η θεωρία επισήμανε (10) την αδυναμία κάθε διοικήσεως να εκπληρώσει την αποστολή της αποκλειστικά με μόνιμο προσωπικό λόγω του, κατά καιρούς, αναπόφευκτα μεγάλου φόρτου εργασίας ή της πρόσκαιρης ανάγκης για προσωπικό ειδικών προσόντων ή γνώσεων, εμπειρογνωμόνων που, κατά κανόνα, δεν περιλαμβάνονται στο προσωπικό μιας μη εξειδικευμένου χαρακτήρα δημόσιας διοικήσεως.

26.      Με την πάροδο των χρόνων, ο ρόλος του λοιπού προσωπικού ενισχύθηκε και οι εν λόγω υπάλληλοι κατέχουν πλέον θέσεις όμοιες με αυτές των μονίμων υπαλλήλων (11). Οι υπάλληλοι αυτοί ασκούν παρεμφερή καθήκοντα και δρουν ακόμη και στον πυρήνα των κοινοτικών δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα να αμβλύνονται οι διαφορές μεταξύ μονίμων υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού (12). Εντούτοις, διατηρείται μια διαχωριστική γραμμή την οποία το λοιπό προσωπικό δεν δύναται να υπερβεί, ήτοι ο συνεχής χαρακτήρας της απασχολήσεως. Ενώ οι υπαγόμενοι στον ΚΥΚ υπάλληλοι διορίζονται ως μόνιμοι υπάλληλοι (13), το λοιπό προσωπικό δεν απολαύει αυτής της εργασιακής σταθερότητας.

27.      Στο καθεστώς του «εκτάκτου υπαλλήλου» υπάγονται διάφορες περιπτώσεις. Πέραν των εκτάκτων υπαλλήλων που καταλαμβάνουν προσωρινή θέση, περιλαμβάνεται και η κατηγορία υπαλλήλων που προσλαμβάνονται για καταλάβουν προσωρινώς μόνιμη θέση. Έκτακτοι υπάλληλοι θεωρούνται επίσης οι υπάλληλοι που εργάζονται στην υπηρεσία μελών των κοινοτικών οργάνων ή των ομάδων τους (άρθρο 2 του ΚΛΠ). Η τελευταία αυτή κατηγορία χαρακτηρίζεται όχι μόνο από τον μη σταθερό χαρακτήρα της εργασίας, αλλά και από τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ υπαλλήλου και εργοδότη.

28.      Συνεπώς, η διαφορά μεταξύ μονίμων υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού και, ειδικότερα, εκτάκτων υπαλλήλων δεν έγκειται τόσο στη φύση των καθηκόντων των δύο κατηγοριών όσο στον χαρακτήρα του δεσμού τους με τη Διοίκηση (14). Για τον λόγο αυτό οι διατάξεις του ΚΥΚ (άρθρα 11 έως 26) που καθορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μονίμων υπαλλήλων εφαρμόζονται εξολοκλήρου στους εκτάκτους υπαλλήλους, χωρίς προσαρμογή άλλη πέραν της απαιτούμενης από τον προσωρινό χαρακτήρα της απασχολήσεως.

29.      Το ΚΛΠ δεν προβλέπει καμία διαδικασία για την πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων. Το γεγονός, ωστόσο, ότι ο αόριστος χρόνος της συμβάσεως αγγίζει σε κάποιες περιπτώσεις τη μονιμότητα οδήγησε την Επιτροπή (15) στην εφαρμογή, κατά την επιλογή ορισμένων κατηγοριών εκτάκτων υπαλλήλων, διαδικασιών παρόμοιων με αυτές που εφαρμόζονται στους μονίμους υπαλλήλους. Σε άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή καθορίζει επίσης τους γενικούς όρους προσλήψεως και τα χαρακτηριστικά της προσφερόμενης θέσεως εργασίας και ακολουθεί διαδικασία προσομοιάζουσα σε διαγωνισμό βάσει τίτλων, κατά τη διάρκεια της οποίας παρεμβαίνει μια συμβουλευτική επιτροπή με δυνατότητα υποβολής προτάσεων στη συμβαλλόμενη αρχή (16). Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ακολούθησε αυτό το πρότυπο, εντάσσοντας στις υπαγόμενες σ’ αυτό περιπτώσεις και την περίπτωση των θέσεων εργασίας που βασίζονται σε σχέση εμπιστοσύνης, όπως η περίπτωση της υπό κρίση διαφοράς.

30.      Συνεπώς, το ΚΛΠ δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη επιβάλλουσα συγκεκριμένη διαδικασία για την πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων, αλλά εάν ένα όργανο θεσπίζει διατάξεις στο πλαίσιο της εξουσίας που διαθέτει να οργανώνει τις υπηρεσίες του, οφείλει να τις τηρεί αυστηρώς προκειμένου να επιλέγει το πρόσωπο «που έχ[ει] τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας» (άρθρο 12, παράγραφος 1, του ΚΛΠ).

31.      Στις περιπτώσεις θέσεων εργασίας όπως, εν προκειμένω, η επίδικη, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών, η συμβαλλόμενη αρχή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή του ικανότερου υποψηφίου, η οποία ωστόσο δεν πρέπει να συγχέεται με την αυθαιρεσία. Εφόσον προκηρύσσεται μια θέση για την οποία παρουσιάζονται περισσότεροι υποψήφιοι με τα απαιτούμενα προσόντα, η επιλογή δεν είναι απολύτως ελεύθερη και υπόκειται σε ορισμένους όρους, οι οποίοι είναι αναγκαίο να εξετασθούν στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς.

2)      Η προσωπική συνέντευξη στο πλαίσιο της διαδικασίας προσλήψεως υπαλλήλου σε εμπιστευτική θέση

32.      Η διακριτική ευχέρεια της συμβαλλόμενης αρχής, μολονότι ευρεία, δεν της δίδει τη δυνατότητα να διαφοροποιήσει τη δράση της από το καθιερωμένο πλαίσιο (17). Η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη τον κανόνα patere legem quam ipse fecisti, υποστηρίζει ότι το κοινοτικό όργανο πρέπει να τηρεί τους κανόνες που το ίδιο θέσπισε και δεν δύναται να διαφεύγει τις συνέπειες των πράξεών του.

33.      Επομένως, είναι, καταρχήν, παράτυπη η παράλειψη προβλεπόμενης φάσεως ή η προσθήκη φάσεως που δεν προβλεπόταν στη διαδικασία επιλογής. Όπως επισήμανα με τις προτάσεις μου στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (18), οι τυπικές πλημμέλειες δεν είναι αυτοτελείς, διακρινόμενες από την ουσία της διαφοράς. Ένα ελάττωμα διαδικασίας επιφέρει την ακυρότητα της αποφάσεως αν εμποδίζει την έκδοση δικαστικής αποφάσεως επί της αποφάσεως της διοικητικής αρχής ή συνεπάγεται εσφαλμένη ως προς την ουσία της δικαστική απόφαση. Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 230 ΕΚ (πρώην άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΚ), το οποίο καθορίζει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επί των προσφυγών ακυρώσεως, αναφέρεται σε «παράβαση ουσιώδους τύπου». Δεν αρκεί, συνεπώς, μια οποιαδήποτε παράβαση στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής: θα πρέπει να πρόκειται για πλημμέλεια που αντιβαίνει στον σκοπό της διαδικασίας, ήτοι στην εξασφάλιση της νομιμότητας, της ορθότητας και της καταλληλότητας της αποφάσεως, προκειμένου να διασφαλισθεί το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να διαγωνισθούν όλοι οι υποψήφιοι επί ίσοις όροις και να επιλεγεί ο ικανότερος υποψήφιος.

34.      Συνεπώς, τα επιχειρήματα της C. Hectors αποδυναμώνονται, καθώς, μολονότι οι προσωπικές συνεντεύξεις στις οποίες κλήθηκαν οι τρεις προεπιλεγέντες υποψήφιοι, εκτός του πλαισίου των κανόνων της προκηρύξεως του διαγωνισμού, δεν άσκησαν καμία επιρροή στην απόφαση περί επιλογής του ικανότερου για την κενή θέση υποψηφίου, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι, αν δεν είχαν λάβει χώρα οι εν λόγω συνεντεύξεις, θα είχε επιλεγεί η αναιρεσείουσα. Επιπλέον, οι συνεντεύξεις αυτές δεν της προκάλεσαν, έναντι των λοιπών υποψηφίων, βλάβη ούτε περιόρισαν τις πιθανότητες επιλογής της, καθόσον, λόγω της φύσεως της επιζητούμενης θέσεως, όλοι οι  υποψήφιοι μπορούσαν να προβλέψουν ότι η προσωπική συνέντευξη θα αποτελούσε απαραίτητο στάδιο της διαδικασίας επιλογής.

35.      Επιπροσθέτως, η επίμαχη προφορική εξέταση όχι μόνο δικαιολογείται και είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά και ενδείκνυται, καθώς η σχέση εμπιστοσύνης υπαλλήλου και μελών του ΕΛΚ-ΕΔ αποτελεί συμφυές στοιχείο της συγκεκριμένης θέσεως. Συνεπώς, η συνάντηση των μελών της ολλανδικής αντιπροσωπείας της πολιτικής ομάδας με τους τρεις προεπιλεγέντες υποψηφίους, στο πλαίσιο συνεντεύξεως, δεν συνιστά παράδοξη ή παράτυπη ενέργεια, καθόσον, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο μέλλων υπάλληλος θα συνεργάζεται στενά με τα συγκεκριμένα μέλη του Κοινοβουλίου.

36.      Επομένως, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η εκ μέρους της διοικητικής αρχής οργάνωση προσωπικών συνεντεύξεων που δεν προβλέπονταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού δεν συνιστά υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που η εν λόγω αρχή διαθέτει ως προς τον καθορισμό της σχετικής διαδικασίας, δεν παραβίασε τις αρχές της νομιμότητας, της ασφάλειας δικαίου ή της αναλογικότητας. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

37.      Εξάλλου, η εκ μέρους της C. Ηectors επίκληση των συγκεκριμένων αποφάσεων δεν είναι λυσιτελής για τους σκοπούς που επιδιώκει. Η προπαρατεθείσα απόφαση που εξέδωσε το Πρωτοδικείο επί της υποθέσεως Coget κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά περίπτωση εντελώς αντίθετη από τη δική της: στην υπόθεση εκείνη, οι αναιρεσείοντες επιδίωκαν την προσωπική συνάντηση στο πλαίσιο διαδικασίας για την οποία μια τέτοια εξέταση δεν είχε κριθεί εκ των προτέρων λυσιτελής. Με την απόφασή του, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η συμβαλλόμενη διοικητική αρχή δεν υποχρεούται να δεχθεί τους υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη αν το στάδιο αυτό δεν προβλέπεται από το καθιερωθέν πλαίσιο κανόνων (σκέψεις 136 και 137), αλλά πρόσθεσε ότι είχε το δικαίωμα να το πράξει. Η προπαρατεθείσα απόφαση Ragusa κατά Επιτροπής και η απόφαση Κοινοβούλιο κατά Volger (19) δεν παρουσιάζουν εν προκειμένω ενδιαφέρον, καθόσον αφορούν την παράλειψη φάσεων της διαδικασίας που προβλέπονταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Συγκεκριμένα, στην πρώτη υπόθεση, το στάδιο που φερόταν ως παραληφθέν δεν είχε στην πραγματικότητα παραληφθεί (σκέψεις 4, 5 και 18), ενώ στη δεύτερη υπόθεση, η προσωπική συνέντευξη, σημείο αναφοράς στην αξιολόγηση των προσόντων, είχε παραληφθεί στην περίπτωση ενός υποψηφίου, ενώ είχε λάβει χώρα για τους λοιπούς (σκέψεις 8 έως 16), και, συνεπώς, η ratio decidendi δεν ήταν τόσο αυτή η πλημμέλεια όσο, κατ’ ουσίαν, η διακριτική μεταχείριση. Τέλος, το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις Παππάς κατά Επιτροπής Περιφερειών (20) και Robinson κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (21), τις οποίες επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθόσον αφορούν, ομοίως, παρατυπίες της διαδικασίας οι οποίες σημειώθηκαν ερήμην των υποψηφίων, ήτοι, αντιστοίχως, μια δεύτερη συνάντηση με τα μέλη της επιτροπής και την παράλειψη συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων τους.

38.      Αφετέρου, δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι δικαιολόγησε την πρόσθετη προσωπική συνέντευξη επικαλούμενο τη σημασία της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθόσον η εκ μέρους του εν λόγω δικαστηρίου εξέταση επιχειρήματος που το καθόν δεν είχε προβάλει δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας των διαδίκων. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο, σύμφωνα με την αρχή ius novit curia, στάθμισε απλώς με ακρίβεια ένα από τα στοιχεία που προσδιορίζουν την κατηγορία των εκτάκτων υπαλλήλων κατά το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, του ΚΛΠ.

3)      Η αιτιολογία της αποφάσεως της επιτροπής διαγωνισμού

39.      Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της επίμαχης θέσεως εργασίας, η αιτιολογία μπορεί να αφορά μόνον την τήρηση των όρων από τους οποίους εξαρτάται το νομότυπο της διαδικασίας διορισμού (σκέψη 41).

40.      Η θέση αυτή μπορεί να γίνει δεκτή υπό τον αναγκαίο όρο ότι πρόκειται για το κατ’ ελάχιστον επιτασσόμενο καθήκον των δημόσιων αρχών στο πλαίσιο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεών τους, όταν με αυτές θίγονται τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τρίτων. Το άρθρο 25 του ΚΥΚ, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 11 του ΚΛΠ, εφαρμόζεται και στους εκτάκτους υπαλλήλους, επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση λεπτομερούς ενημερώσεως του αποδέκτη μιας αποφάσεως για την εις βάρος του απόφαση. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (22) δίδει μια νέα διάσταση στην ερμηνεία αυτής της διατάξεως, καθώς ενσωματώνει την υποχρέωση της διοικήσεως να αιτιολογεί τις πράξεις της στο δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης σε μια χρηστή διοίκηση (άρθρο 41, παράγραφος 2, εδάφιο 3).

41.      Η απόφαση περί αποκλεισμού ενός υποψηφίου και περί διορισμού άλλου είναι βαρύτητας τέτοιας ώστε να απαιτεί αδιαμφισβήτητα επαρκή αιτιολόγηση. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η κοινοτική νομολογία, κατά την οποία τέτοιες πράξεις πρέπει να αιτιολογούνται, τουλάχιστον όταν πρόκειται για απόρριψη  ενστάσεως που υποβάλλει αποκλεισθείς υποψήφιος (23).

Η έκταση αυτής της υποχρεώσεως εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις· εφόσον η υποχρέωση αυτή έχει ως σκοπό να παράσχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Διοικήσεως, η Διοίκηση, κατά την παροχή στον ενδιαφερόμενο των αναγκαίων στοιχείων για τη νόμιμη προστασία των δικαιωμάτων του (24), οφείλει να αποκλείει τις επίσημες εκφράσεις, τις στερεότυπες διατυπώσεις και τις αφηρημένες αναφορές που δεν σχετίζονται άμεσα με τις λεπτομέρειες της υποθέσεως, διότι, όπως επισήμανα στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως (25), η αιτιολογία δεν αποτελεί τύπο ευγενείας ή τελετουργικό τύπο, αλλά, κατά κύριο λόγο, έναν ορθολογικό παράγοντα κατά την άσκηση της εξουσίας, ο οποίος όχι μόνον καθιστά ευχερέστερο τον έλεγχό της, αλλά λειτουργεί ως φραγμός έναντι της αυθαιρεσίας και ως μέσο άμυνας.

42.      Υπό αυτό το πρίσμα, οι διευκρινίσεις τις οποίες η συμβαλλόμενη αρχή, αφού σιώπησε (26), παρέσχε στην C. Hectors προς αιτιολόγηση της αποφάσεώς της να προσλάβει τον Β., τελευταίο στον πίνακα επιτυχόντων που της διαβίβασε η επιτροπή ad hoc,είναι ανεπαρκείς. Η γενική αναφορά στις ισχύουσες διατάξεις ή η έμμεση αναφορά στον μη δεσμευτικό χαρακτήρα της προτάσεως της επιτροπής ad hoc δεν λαμβάνουν, κατά συγκεκριμένο τρόπο, υπόψη τους λόγους της επιλογής και, συνεπώς, δεν ανταποκρίνονται στην επιταγή κατά την οποία κάθε αιτιολογία πρέπει ανταποκρίνεται στον σκοπό της.

43.      Όπως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω, κάθε όργανο διαθέτει μεγάλη αυτονομία ως προς τη διοργάνωση διαδικασιών προσλήψεως εκτάκτων υπαλλήλων και ως προς την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου. Κατά την άσκηση αυτής της ελευθερίας, το κοινοτικό όργανο δύναται να ορίσει επιτροπή για την εξέταση των ικανοτήτων και των προσόντων των υποψηφίων σε σχέση με τις απαιτήσεις της θέσεως ή με την ανάγκη καλύψεως των υπηρεσιακών αναγκών. Στην περίπτωση αυτή, επ’ ουδενί περιορίζεται η διακριτική ευχέρεια της συμβαλλόμενης αρχής ως προς τη σχετική επιλογή (27). Από την κοινοτική νομολογία προκύπτει ότι, όταν ένα κοινοτικό όργανο συγκροτεί μια επιτροπή στην οποία αναθέτει το έργο της διευκολύνσεως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως, μέσω της εκ μέρους της γνωμοδοτήσεως ή προτάσεως για την εξασφάλιση μεγαλύτερης ακρίβειας στην επιλογή, η γνώμη αυτής της επιτροπής εντάσσεται στο σύνολο των στοιχείων επί των οποίων το όργανο στηρίζει τη δική του εκτίμηση για τους υποψηφίους (28), και, ως εκ τούτου, αν το όργανο διαφοροποιήσει τη θέση του από αυτήν της επιτροπής υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή του (29).

44.      Το Πρωτοδικείο επέκτεινε αυτήν τη νομολογία, την οποία είχε διαμορφώσει στον τομέα της προαγωγής των μονίμων υπαλλήλων, στην πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων, εκτιμώντας ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για σύγκριση των προσόντων διαφόρων υποψηφίων, όπως επισήμανε με την απόφαση Pierrat κατά Δικαστηρίου (30), με την οποία αποφάνθηκε επί υποθέσεως στην οποία ο επιλεγείς υποψήφιος δεν περιλαμβανόταν στον πίνακα επιτυχόντων. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως της επιλογής ενός υποψηφίου επιβάλλεται επίσης όταν, όπως εν προκειμένω, το κοινοτικό όργανο επιλέγει έναν από τους προεπιλεγέντες υποψηφίους χωρίς να τηρήσει τη σειρά που τού προτάθηκε.

45.      Συνεπώς, η συμβαλλόμενη αρχή δεν υποχρεούται να δεχθεί την πρόταση που της έγινε, αν, όμως, διαφοροποιήσει τη θέση της, οφείλει να εκθέσει τους σχετικούς λόγους. Η εν λόγω αρχή υποχρεούται να παράσχει τις σχετικές διευκρινίσεις, καταρχάς, διότι θεωρείται ότι ο πίνακας που τής διαβιβάζει η αρμόδια προς τούτο επιτροπή αντικατοπτρίζει την αντίστοιχη ικανότητα κάθε υποψηφίου να ασκήσει τα καθήκοντα της προσφερόμενης θέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ΚΛΠ, το οποίο αναφέρεται στην πρόσληψη ως εκτάκτων υπαλλήλων προσώπων που διαθέτουν «τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας»· η αιτιολόγηση είναι επίσης αναγκαία διότι οι λοιποί υποψήφιοι και, ειδικότερα, οι υποψήφιοι που προηγούνται του επιλεγέντος στη σειρά κατατάξεως έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους επελέγη υποψήφιος τον οποίο η επιτροπή επιλογής δεν είχε προκρίνει ως καταλληλότερο.

46.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, στην οποία το κοινοτικό όργανο πρόσθεσε μια φάση η οποία δεν προβλεπόταν αρχικώς στη διαδικασία, ήτοι την προσωπική συνέντευξη με τα μέλη της πολιτικής ομάδας με τα οποία θα συνεργαζόταν ο μέλλων υπάλληλος. Αν η προσθήκη μιας τέτοιας εξετάσεως στη διαδικασία επιλογής παρουσιάζεται πράγματι εύλογη λόγω της φύσεως της συγκεκριμένης θέσεως, θα ήταν επίσης εύλογο, δεδομένου ότι δεν υφίσταται γραπτή απόδειξη του περιεχομένου της, να διευκρινισθεί αν η απόφαση προσλήψεως του Β, τελευταίου στον καταρτισθέντα από την επιτροπή πίνακα επιτυχόντων και υπολειπόμενου κατά πολύ των προηγουμένων, υπαγορεύθηκε από την εντύπωση που σχημάτισαν οι Ολλανδοί βουλευτές της πολιτικής ομάδας κατά τη διάρκεια των προσωπικών συνεντεύξεων και να παρασχεθούν οι σχετικές εξηγήσεις.

47.      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν τήρησε αυτήν τη στάση, αλλά, αντιθέτως, ενώ αρχικώς σιώπησε, εν συνεχεία παρέσχε στην αναιρεσείουσα, η οποία είχε ζητήσει διευκρινίσεις, στερεότυπες και γενικόλογες απαντήσεις και, τέλος, παρέσχε καθυστερημένα μια αιτιολογία η οποία ήταν, ως εκ τούτου, αλυσιτελής. Συνεπώς, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως της αποφάσεώς του. Η απόφαση του Πρωτοδικείου, η οποία δεν αναγνώρισε την ως άνω κατάσταση, ενέχει  τις πλημμέλειες που η C. Hectors τής προσάπτει με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως και, συνεπώς, πρέπει να αναιρεθεί.

 Β –        Επικουρική εξέταση του τρίτου και του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

48.      Στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις είναι έγκυρες και ότι, επομένως, η απόφαση του Πρωτοδικείου δεν ενέχει νομικές πλημμέλειες, οι άλλοι δύο λόγοι αναιρέσεως, που βάλλουν κατά της ουσίας της αποφάσεως του Κοινοβουλίου, θα πρέπει ομοίως να απορριφθούν.

49.      Οι εκτιμήσεις που ακολουθούν λαμβάνουν ως δεδομένο ότι η αναιρεσείουσα και τα κοινοτικά δικαστήρια είναι σε θέση να γνωρίζουν την αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων, εφόσον είναι ορθώς θεμελιωμένες. Λαμβάνεται, ομοίως, ως δεδομένο ότι η αναιρεσείουσα είναι σε θέση να ασκήσει τα  δικαιώματά της άμυνας και τα δικαστήρια τη δικαιοδοτική τους εξουσία.

1)      Η «καλύτερη» υπoψηφιότητα

50.      Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 12 του ΚΛΠ, καθώς και από μη λήψη υπόψη του υπηρεσιακού συμφέροντος. Η αναιρεσείουσα ζητεί από το κοινοτικό δικαστήριο να ενεργήσει ως επιτροπή διαγωνισμού και να υπεισέλθει σε πεδίο στο οποίο, καταρχήν, δεν έχει το δικαίωμα να υπεισέλθει τόσο σε πρώτο βαθμό όσο και κατ’ αναίρεση.

51.      Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε (με τη σκέψη 69 της αποφάσεώς του) ότι η εκτίμησή του επί των προσόντων των υποψηφίων δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση της συμβαλλόμενης αρχής και ότι η εξέταση στην οποία οφείλει να προβεί περιορίζεται στο ζήτημα αν η εν λόγω αρχή, κατά την έκδοση της αποφάσεώς της, ενήργησε εντός ευλόγων ορίων και δεν άσκησε την εξουσία της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο, ήτοι, εν προκειμένω, χωρίς να υπερβεί το περιθώριο εκτιμήσεως επιλέγοντας τον Β, για τον λόγο ότι, όπως προέκυπτε από το βιογραφικό του σημείωμα, διέθετε επαρκή επαγγελματική εμπειρία στους τομείς της γεωργικής και δασικής πολιτικής (σκέψεις 72, 74 και 76).

52.      Η C. Hectors, εμμένοντας στη θέση ότι το Πρωτοδικείο δεν ενήργησε ως όφειλε, ζητεί από το Δικαστήριο να υποκαταστήσει τη Διοίκηση και να αντικαταστήσει με την απόφασή του την απόφαση της συμβαλλόμενης αρχής. Συγκεκριμένα, η C. Hectors, επαναλαμβάνοντας ότι η υποψηφιότητά της ήταν καλύτερη από αυτήν του Β, ζητεί από το Δικαστήριο να προβεί σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των δύο υποψηφίων, μέσω της αναλύσεως των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, για την οποία, όμως, ένα αναιρετικό δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο (31).

53.      Για άλλον τομέα, στενά συνδεδεμένο με τον επίμαχο τομέα (ήτοι αυτόν της προαγωγής των μονίμων υπαλλήλων), το Δικαστήριο έκρινε ότι απόκειται στη Διοίκηση να προβεί σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων και να επιλέξει αυτόν που, λόγω των ικανοτήτων του και λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που θα κληθεί να ασκήσει, αποδεικνύεται ο ικανότερος για την πλήρωση της κενής θέσεως (32) και ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη Διοίκηση στην εκτίμηση των ικανοτήτων και των προσόντων των υποψηφίων (33).

54.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσάψει στον δικαστή ουσίας παράβαση του άρθρου 12 του ΚΛΠ για τον λόγο ότι επικύρωσε απόφαση επιλογής υποψηφίου που δεν ήταν ο ικανότερος.

2)      Η άνευ διακρίσεως ανδρών και γυναικών πρόσβαση στη Δημόσια Διοίκηση

55.      Η απόρριψη του προηγούμενου λόγου αναιρέσεως συνεπάγεται την απόρριψη του τετάρτου λόγου αναιρέσεως. Εφόσον, όπως επισημάνθηκε, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι ο διορισμός του Β. ήταν έγκυρος, δεν παρέβη το άρθρο 12 του ΚΛΠ και τον κανόνα του υπηρεσιακού συμφέροντος, κανένα στοιχείο δεν συνηγορεί υπέρ της αιτιάσεως κατά την οποία στη σχετική διαδικασία παρεισέφρησε διακριτική μεταχείριση. Αν η ορισμένη από την έννομη τάξη επιτροπή ασκεί προσηκόντως τα καθήκοντά της και επιλέγει το κατάλληλο για την κενή θέση πρόσωπο, είναι σαφές ότι δεν λαμβάνει την απόφασή της βάσει αμφίβολης νομιμότητας κριτηρίων που αντιβαίνουν στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

56.      Για τον λόγο αυτό, η εγκυμοσύνη της αναιρεσείουσας, το γεγονός ότι τα μέλη της επιτροπής γνώριζαν την κατάστασή της και η κατάταξη του τελικώς επιλεχθέντος υποψηφίου στην τελευταία θέση του πίνακα επιτυχόντων, ο όποιος δεν περιλάμβανε άλλους άρρενες υποψηφίους, δεν συνιστούν ενδείξεις διακρίσεως με βάση το φύλο, την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα όφειλε να άρει (34).

V –    Η απόφαση του Δικαστηρίου

57.      Αν γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να αναιρεθεί. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 1, του Οργανισμού ΕΚ, να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς, αν διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για την έκδοση αποφάσεως.

58.      Όπως επανειλημμένα υποστήριξε η C. Hectors κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένες και η ελλιπής αιτιολογία δεν επιτρέπει στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει προσηκόντως τον έλεγχο για τον οποίο είναι αρμόδιος, καθόσον, λόγω της ανεπαρκούς αιτιολογίας, ο κοινοτικός δικαστής δεν γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους η συμβαλλόμενη αρχή δεν ακολούθησε την πρόταση της επιτροπής. Συνεπώς, δεν είναι σε θέση να εξετάσει αν υπήρξε πράγματι παράβαση του άρθρου 12 του ΚΛΠ ή αν παραβιάσθηκε η αρχή της ισότητας των φύλων ως προς την πρόσβαση στην κοινοτική Δημόσια Διοίκηση.

59.      Συνεπώς, η μόνη λύση η οποία θα μπορούσε να προταθεί είναι η ακύρωση του διορισμού του Β. καθώς και της αποφάσεως της 28ης Μαΐου 2001, με την οποία απορρίφθηκε η υποβληθείσα από την C. Hectors ένσταση. Δεν είναι ωστόσο αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της κοινοποιήσεως που απηύθυνε στην C. Hectors ο πρόεδρος της επιτροπής, στις 31 Ιανουαρίου 2001, προς απάντηση στην αίτησή της για παροχή πληροφοριών, καθώς η κοινοποίηση αυτή αποτελεί απλώς μια καθυστερημένη και ανεπαρκή επεξήγηση του περιεχομένου της αποφάσεως της 28ης Μαΐου 2001.

60.      Η αναιρεσείουσα ζητεί, επίσης, αποζημίωση ύψους ενός ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Το αίτημα αυτό είναι, εντούτοις, αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον οι πράξεις επί των οποίων στηρίζεται, τις οποίες προτείνω στο Δικαστήριο να ακυρώσει, δεν περιέχουν καμία αρνητική εκτίμηση των προσόντων της η οποία θα μπορούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να την βλάψει (35). Εξάλλου, η ακύρωση την οποία ζητεί η αναιρεσείουσα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσήκουσα αποκατάσταση (36).

VI – Επί των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των διαδικασιών

61.      Η μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η C. Hectors συνεπάγεται την κατανομή των δικαστικών εξόδων, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου (37).

62.      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας αναιρέσεως, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 122, πρώτο εδάφιο, και 69, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου (38).

VII – Πρόταση

63.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)         να δεχθεί τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως που προβάλλει η C. Hectors κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 23 Ιανουαρίου 2003 το πέμπτο τμήμα του Πρωτοδικείου στην υπόθεση Τ-181/01, Hectors κατά Κοινοβουλίου·

2)         να αναιρέσει την ως άνω απόφαση·

3)         να δεχθεί εν μέρει τα αιτήματα της C. Hectors και να ακυρώσει τον διορισμό του Β. στη θέση επικουρικού υπαλλήλου ολλανδικής γλώσσας της πολιτικής ομάδας του Eυρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και των Ευρωπαίων Δημοκρατών, υπό το καθεστώς των εκτάκτων υπαλλήλων (προκήρυξη διαγωνισμού G-453), καθώς και την απόφαση με την οποία ο πρόεδρος της εν λόγω ομάδας απέρριψε, στις 28 Μαΐου 2001, την ένσταση που υπέβαλε η αναιρεσείουσα κατά του διορισμού αυτού.

4)         να απορρίψει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως και

5)         να αποφανθεί ότι, ως προς την ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκη, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης.


1 – Γλώσσα πρωτοτύπου: η ισπανική.


2  – Απόφαση T-181/01, Hectors κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-19 και II-103).


3  – Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 10). Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος τροποποίησε τον κανονισμό 31 (EOK), 11 (EKAE) των Συμβουλίων, της 18ης Δεκεμβρίου 1961 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 19), τροποποιήθηκε επανειλημμένως.


4  – Τα στοιχεία δημοσιεύσεως του κειμένου του ΚΛΠ είναι τα αυτά με του ΚΥΚ.


5  – Εσωτερικός κανονισμός περί προσλήψεως υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού και περί μεταβάσεως σε άλλη κατηγορία ή κλάδο (κείμενο που ενοποιήθηκε κατόπιν των τροποποιήσεων που τέθηκαν σε ισχύ το 1989, το 1992, το 1994, το 1995, το 1996, το 1997, το 1998 και το 2001).


6  –      Η σχετική παραπομπή θα έπρεπε να γίνει στα άρθρα 8 και 9 του εσωτερικού κανονισμού ή στον πέμπτο και στον έκτο «κανόνα» της πολιτικής ομάδας.


7  – Το άρθρο 212 της Συνθήκης EΚ, το οποίο, όπως και το άρθρο 186 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, καταργήθηκε με το άρθρο 24, παράγραφος 2, της Συνθήκης περί ιδρύσεως Ενιαίου Συμβουλίου και Ενιαίας Επιτροπής των Κοινοτήτων, της 9ης Απριλίου 1965, επαναλαμβάνει τη διατύπωση του εν λόγω άρθρου 24, παράγραφος 1, εδάφιο 2. Η νομοθετική αυτή τροποποίηση έγινε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (άρθρο 6, σημείο 71).


8  – Τα κοινοτικά όργανα μπορούν, επομένως, να προσλαμβάνουν προσωπικό που εμπίπτει στην κατηγορία του καλούμενου «εξωτερικού προσωπικού». Η κατηγορία αυτή, επί της οποίας δεν εφαρμόζεται ούτε ο ΚΥΚ ούτε το καθεστώς λοιπού προσωπικού, υποδιαιρείται σε δύο ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει τους αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες, τους ανταποκριτές, τους επιστημονικούς επισκέπτες και τους ασκουμένους, επί των οποίων εφαρμόζεται ο ειδικός κανονισμός κάθε οργάνου. Η δεύτερη ομάδα διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται με σύμβαση εργασίας, τους εργαζόμενους με σύμβαση έργου και  τους προσωρινούς υπαλλήλους που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συμφωνιών που συνάπτονται με εταιρίες προσωρινής απασχολήσεως.


9  – Το σχέδιο του νέου κανονισμού του Συμβουλίου, για την τροποποίηση του ΚΥΚ, καθώς και του ΚΛΠ [COM(2002) 213 τελικό], προσθέτει την υποκατηγορία του «συμβασιούχου υπαλλήλου».


10  – Fuentetaja Pastor, J. A., Función pública comunitaria, Marcial Pons, Ediciones Jurídicas y Sociales SA, Madrid-Barcelona 2000, σ. 50.


11  – Στον ορισμό της έννοιας του «υπαλλήλου», το άρθρο 1 του ΚΥΚ κάνει λόγο για μόνιμες θέσεις. Κατά τα άρθρα 2, στοιχεία β΄ και δ΄, και 3, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ, οι έκτακτοι υπάλληλοι ή οι επικουρικοί υπάλληλοι μπορούν ομοίως να προσλαμβάνονται προσωρινά σε µόνιµες θέσεις. Ο Penaud J. στο έργο «La fonction publique des Communautés Européennes», Problèmes politiques etsociaux, La Documentation Française, nº 617, Παρίσι, 13 Οκτωβρίου 1989, σ. 11, επισημαίνει ότι η πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου δεν χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι αυτός θα καταλάβει προσωρινή θέση· μολονότι η περίπτωση αυτή είναι δυνατή, ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί επίσης να προσληφθεί για να καταλάβει προσωρινώς μόνιμη θέση.


12  – Fuentetaja Pastor, J.A., όπ.π., σ. 44.


13  – Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει: «Υπάλληλος των Κοινοτήτων [...] είναι κάθε πρόσωπο που έχει διορισθεί [...] σε µόνιµη θέση ενός από τα όργανα των Κοινοτήτων [...]». Το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό με τους κανόνες του καθεστώτος λοιπού προσωπικού που περιορίζουν τη διάρκεια των συμβάσεων του λοιπού προσωπικού, καταδεικνύει ότι ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της υπηρεσιακής καταστάσεως του μονίμου υπαλλήλου είναι η μονιμότητα της θέσεώς του και η σταθερή του απασχόληση.


14  – Η έννοια της «κοινοτικής Δημόσιας Διοικήσεως» θα έπρεπε, ωστόσο, να περιορισθεί στις εργασίες διευθύνσεως, συλλήψεως, ελέγχου, ερμηνείας και υλοποιήσεως των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες εκτελούνται από τους υπαλλήλους που υπάγονται σε υπηρεσιακό καθεστώς, είτε ως μόνιμοι υπάλληλοι είτε, λόγω της φύσεως της αποστολής τους, ως έκτακτοι υπάλληλοι, ενώ οι εργαζόμενοι σε χειρωνακτικές εργασίες, των οποίων η συμβολή είναι αμιγώς επικουρική, θα μπορούσαν να υπαχθούν σε ξεχωριστό καθεστώς, πλησιέστερο προς τους κανόνες του εργατικού δικαίου. Από το κείμενο του προαναφερθέντος σχεδίου του νέου κανονισμού, περί τροποποιήσεως του ΚΥΚ και του καθεστώτος λοιπού προσωπικού, προκύπτει ότι το σχέδιο αυτό ακολουθεί εν μέρει αυτή την ιδέα μέσω της δημιουργίας της ιδιότητας του «συμβασιούχου υπαλλήλου» για χειρωνακτικές εργασίες και για υπηρεσίες υποστηρίξεως (άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο).


15  – Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΓΔ IX, Διεύθυνση Προσωπικού, Μονάδα Προσλήψεων), Guide pour les membres des jurys et des comités de sélection [Οδηγός για τα μέλη των εξεταστικών επιτροπών και των επιτροπών επιλογής], Οκτώβριος 1996, σ. 9 και 10.


16  – Εν πάση περιπτώσει, όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με την απόφαση που εξέδωσε στις 20 Σεπτεμβρίου 2001 επί της υποθέσεως T-95/01, Coget κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-191 και II-879, σκέψη 56, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως), οι διαδικασίες προσλήψεως μονίμων υπαλλήλων δεν εφαρμόζονται καθαυτές στους εκτάκτους υπαλλήλους


17  – Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Απριλίου 1983, 282/81, Ragusa κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 1245, σκέψη 18), σχετικά με την καθιέρωση προηγούμενης διαδικασίας διαβουλεύσεως με επιτροπή προσλήψεων, απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1990, C-343/87, Culin κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-225, σκέψη 19), σχετικά με τους όρους προσβάσεως σε κενή θέση, και απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1992, C-107/90 P, Hochbaum κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-157, σκέψη 9), σχετικά με τους όρους υποβολής υποψηφιότητας.


18  – Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P (Συλλογή 2004, σ. Ι-123).


19  – Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1993, C-115/92 (Συλλογή 1993, σ. I-6549).


20  – Απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, T-73/01 (Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. Ι-Α-207 και ΙΙ-1011).


21  – Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2004, T-328/01 (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).


22  – ΕΕ 2000, C 364, σ. 1.


23  – Προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Volger, σκέψεις 22 και 23.


24  –      Βλ. αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1980, 33/79 και 75/79, Kuhner κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/II, σ. 221, σκέψη 15)· της 14ης Ιουλίου 1983, 176/82, Nebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 2475, σκέψη 21)· της 21ης Ιουνίου 1984, 69/83, Lux κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1984, σ. 2447, σκέψη 36), και της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C-160/88, Prelle κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 4335, σκέψη 9) .


25  –      Βλ. σημείο 19 των προτάσεων που ανέπτυξα στις 14 Ιουνίου 2001 στην υπόθεση C-120/99, Ιταλία κατά Συμβουλίου, επί της οποίας το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 25 Οκτωβρίου 2001 (Συλλογή 2001, σ. I-7997).


26  – Με την απόφαση Κοινοβούλιο κατά Volger, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι η Αρμόδια για τους Διορισμούς Αρχή δεν υποχρεούται, εν γένει, να απαντά στις διοικητικές ενστάσεις, η κατάσταση διαφοροποιείται όταν η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της ενστάσεως είναι πλημμελώς αιτιολογημένη (σκέψη 23), με ακραία μορφή τη πλήρη απουσία αιτιολογίας από το κείμενό της.


27  – Με την απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1998, T-217/96, Fabert-Goossens κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-607 και II-1841), το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την επιλογή μεταξύ των εγγεγραμμένων στον πίνακα επιτυχόντων, υπό την έννοια ότι, εφόσον κινηθεί η διαδικασία επιλογής, δεν υποχρεούνται να την περατώσουν με πλήρωση της κενής θέσης ούτε να τηρήσουν επακριβώς την σειρά κατατάξεως των επιτυχόντων (σκέψη 28).


28  – Βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 1987, 44/85, 77/85, 294/85 και 295/85, Hochbaum και Rawes κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 3259, σκέψη 16).


29  – Απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιανουαρίου 1992, T-25/90, Schönherr κατά ΟΚΕ (Συλλογή 1992, σ. II-63, σκέψη 29).


30  – Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1995, T-60/94 (Συλλογή 1995, σ. I-A-23, σ. II-77, σκέψεις 36 έως 38).


31  – Είναι γνωστό ότι το Δικαστήριο μπορεί να αποκαταστήσει την παράβαση κανόνα δικαίου στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο, αλλά επ’ ουδενί, πλην της περιπτώσεως ελέγχου του νομικού χαρακτηρισμού, δύναται να αποφανθεί επί των πραγματικών περιστατικών (βλ. αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 2001, C-280/99 P έως C-282/99 P, Μoccia Irme κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-4717, σκέψη 78· της 10ης Ιουλίου 2001, C-315/99 Ρ, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 2001, σ. I-5281, σκέψη 19, και προπαρατεθείσα απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Pórtland κ.λπ. Επιτροπής, σκέψεις 47 έως 49).


32  – Βλ. σημείο 3 των προτάσεων που ανέπτυξε, στις 15 Οκτωβρίου 1991, ο γενικός εισαγγελέας Tesauro στην προαναφερθείσα υπόθεση Hochbaum και Rowes κατά Επιτροπής.


33  – Προπαρατεθείσα απόφαση Ragusa κατά Επιτροπής, σκέψη 13, και απόφαση της 3ης Απριλίου 2003, C-277/01 P, Κοινοβούλιο κατά Samper (Συλλογή 2003, σ. I-3019, σκέψη 35).


34  – Ήδη με την απόφαση της 7ης Ιουνίου 1972, 20/71, Sabbatini κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [Συλλογή (μόνο σε ξενόγλωσσες εκδόσεις 1972, σ. 345], το Δικαστήριο αναγνώρισε την αναγκαιότητα να εξασφαλισθεί η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών κοινοτικών εργαζομένων, αρχή η οποία δεν συνεπάγεται μόνον την εφαρμογή των κανόνων του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 141 EΚ), αλλά και την εφαρμογή αυτών που περιλαμβάνονται στις κοινοτικές οδηγίες που εκδόθηκαν στον τομέα αυτό, σύμφωνα με την απόφαση της 20ης Μαρτίου 1984, 75/82 και 117/82, Razzouk και Beydoun κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 1509). Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου (ΕΕ L 104, σ. 6), και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16), ορίζουν ότι όταν ο προσφεύγων προσκομίζει στοιχεία περί υπάρξεως διακριτικής μεταχειρίσεως, απόκειται στον καθού να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.


35  – Βλ., υπό την αντίθετη έννοια, τις σκέψεις 27 έως 29 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Culin κατά Επιτροπής.


36  – Βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Hochbaum και Rawes κατά Επιτροπής και Culin κατά Επιτροπής, σκέψεις 22 και 26, αντιστοίχως. Βλ., επίσης, απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 1985, 128/84, Van der Stijl κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 3281, σκέψη 26).


37  – Kωδικοποιημένο κείμενο δημοσιευμένο στην ΕΕ 2003, C 193, σ. 41.


38  – Kωδικοποιημένο κείμενο δημοσιευμένο στην ΕΕ 2003, C 193, σ. 1.