ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

DÁMASO RUIZ-JARABO COLOMER

της 15ης Ιουλίου 2004 (1)

Υπόθεση C-106/03 P

Vedial SA

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς

(εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

«Αναίρεση – Κοινοτικό σήμα – Λεκτικό και εικονιστικό σήμα “HUBERT” – Ανακοπή του δικαιούχου του εθνικού λεκτικού σήματος “SAINT-HUBERT 41” – Παραβίαση της αρχής της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης – Παραβίαση της έννοιας του κινδύνου συγχύσεως»





Εισαγωγή

1.        Στην προκειμένη περίπτωση ιδιαίτερη σημασία έχει ο καθορισμός του πεδίου εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών που αφορούν το κοινοτικό σήμα, ιδίως στο πλαίσιο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας, όταν δι’ αυτής σκοπείται ο έλεγχος του κύρους μιας διοικητικής αποφάσεως εκδοθείσας στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής κατά της καταχωρίσεως ενός σήματος.

Ιστορικό της διαφοράς

2.        Την 1η Απριλίου 1996, η France Distribution, εταιρία με έδρα το Emerainville (Γαλλία), υπέβαλε, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94(2), αίτηση κοινοτικού σήματος στο Γραφείο εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (στο εξής: ΓΕΕΑ), αποτελούμενο από ένα μεικτό σημείο, λεκτικό και εικονιστικό, όπως απεικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

3.        Τα προϊόντα που επρόκειτο να προσδιορίζει, εμπίπτουν στις κλάσεις 29, 30 και 42, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας (3), ανταποκρίνονται δε στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 29: «Κρέατα, αλλαντικά, ψάρια, πουλερικά και κυνήγια· εκχυλίσματα κρέατος, φρούτα και λαχανικά διατηρημένα, αποξηραθέντα ή μαγειρεμένα·ζελατίνες, μαρμελάδες, αυγά, προϊόντα γενικά με αυγά, γάλα και λοιπά γαλακτοκομικά προϊόντα· κονσέρβες, φρούτα και λαχανικά σε κονσέρβα ή κατεψυγμένα, πίκλες»·

–        κλάση 30: «Καφές, τσάι, κακάο, ζάχαρη, ρύζι, ταπιόκα, σάγο (αλεύρι κολλαρίσματος), υποκατάστατα καφέ· άλευρα και παρασκευάσματα από δημητριακά, άρτος, γλυκά και ζαχαρώδη, παγωτά· μέλι, σιρόπι μελάσσας· μαγιά, μπέϊκιν πάουντερ· αλάτι, μουστάρδα· ξύδι, σάλτσες (καρυκεύματα)· μπαχαρικά· πάγος»·

–        κλάση 42: «Υπηρεσίες ξενοδοχειακές και εστίασης».

4.        Η αίτηση αυτή δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 22/97 της 6ης Οκτωβρίου 1997.

5.        Στις 6 Ιανουαρίου 1998 η αναιρεσείουσα Vedial SA, εταιρία με έδρα το Ludres (Γαλλία), άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94, κατά του αιτουμένου σήματος για ορισμένα από τα προϊόντα που αφορούσε το αιτούμενο σήμα, ειδικότερα, «το γάλα και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, της κλάσεως 29 και τα «ξύδι, σάλτσες» της κλάσεως 30.

Το προβληθέν προγενέστερο σήμα είναι η γαλλική καταχώριση υπ’ αριθ. 1.552.214 του λεκτικού σήματος SAINT-HUBERT 41, το οποίο χρησιμοποιείται για «βούτυρα, διατροφικά λίπη, τυριά και όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα» της κλάσεως 29.

6.        Με απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1999, το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ απέρριψε την ανακοπή με το σκεπτικό ότι δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως τουλάχιστον όσον αφορά το κοινό της γαλλικής επικράτειας εντός της οποίας προστατεύεται το προγενέστερο σήμα, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (4).

7.        Στις 31 Ιανουαρίου 2000, η Vedial άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει του άρθρου 59 του κανονισμού 40/94, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα κατέθεσε μαζί με το υπόμνημά της σειρά εγγράφων προκειμένου να αποδείξει τη φήμη του σήματός της στη Γαλλία.

8.        Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 9ης Μαρτίου 2001 του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ.

9.        Το εν λόγω τμήμα έκρινε ότι η απόφαση του τμήματος ανακοπών ήταν βάσιμη όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, καθόσον, μολονότι υφίσταται μεγάλος βαθμός ομοιότητας μεταξύ των οικείων προϊόντων και μολονότι, στο πλαίσιο εφαρμογής αυτής της διατάξεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φήμη του προγενεστέρου σήματος, την οποία απέδειξε η προσφεύγουσα, εντούτοις δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του οικείου κοινού, δεδομένου ότι τα συγκρουόμενα σημεία δεν παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες.

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

10.      Στις 23 Μαΐου 2001 η Vedial άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου. Προς στήριξη αυτής της προσφυγής προέβαλε ένα μόνο λόγο ακυρώσεως, συγκεκριμένα την παραβίαση της έννοιας του κινδύνου συγχύσεως, όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94.

11.      Με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Vedial κατά ΓΕΕΑ (5), το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή.

12.      Προκαταρκτικώς, το Πρωτοδικείο εξέτασε το παραδεκτό των ισχυρισμών του ΓΕΕΑ που εστρέφοντο κατά της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε την αρμοδιότητα να αναγνωρίσει τη φήμη του προγενεστέρου σήματος στη Γαλλία, καθόσον η Vedial δεν είχε προσκομίσει, εντός της προθεσμίας που είχε τάξει προς τούτο το τμήμα ανακοπών, κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί της υπάρξεως αυτής της φήμης.

Εντούτοις, το σφάλμα αυτό δεν αρκούσε, κατά την άποψη του ΓΕΕΑ, προς δικαιολόγηση της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

13.      Με το υπόμνημα αντικρούσεως το ΓΕΕΑ ζήτησε από το Πρωτοδικείο:

–        να διευκρινίσει ότι το τμήμα προσφυγών δεν όφειλε να αναγνωρίσει τη φήμη του προγενεστέρου σήματος·

–        να αποφανθεί επί του κινδύνου συγχύσεως και να μην ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση παρά αφού προηγουμένως δεχθεί την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως·

–        να αποφασίσει ότι οι διάδικοι φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα (6).

14.      Κατά το Πρωτοδικείο, το αίτημα του ΓΕΕΑ να διευκρινιστεί ότι το τμήμα προσφυγών δεν όφειλε να αναγνωρίσει τη φήμη του προγενεστέρου σήματος ισοδυναμεί με αίτημα μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Εντούτοις, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το ΓΕΕΑ δεν ήταν διάδικος στην ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασία· επίσης, ότι ως συντάκτης της πράξεως της οποίας ελεγχόταν η νομιμότητα, δεν μπορούσε παρά να έχει την ιδιότητα του καθού· ότι τα τμήματα προσφυγών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ΓΕΕΑ· τέλος δε, ότι προκειμένου να αναγνωριστεί στο ΓΕΕΑ το δικαίωμα να προσβάλει απόφαση τμήματος προσφυγών στο πλαίσιο των καλουμένων inter partes διαδικασιών, θα έπρεπε ο Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου να παρέχει στους λοιπούς μετέχοντες στην ενώπιόν του διαδικασία, όταν αυτοί παρίστανται ως παρεμβαίνοντες, τη δυνατότητα να ζητούν την ακύρωση ή τη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως ακόμα και επί ζητήματος στο οποίο δεν έχει αναφερθεί το ΓΕΕΑ με το υπόμνημά του αντικρούσεως.

15.      Βάσει αυτών, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι το ΓΕΕΑ δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει την ακύρωση ή τη μεταρρύθμιση αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών και έκρινε απαράδεκτο το αίτημά του.

16.      Επί της ουσίας της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστήριζε ότι η απόφαση του τμήματος συνιστούσε παραβίαση της έννοιας του κινδύνου συγχύσεως, όπως την έχει ερμηνεύσει το Δικαστήριο, ισχυριζόμενη ότι το προγενέστερο σήμα είχε, αφεαυτού, ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα και ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε σειρά πεπλανημένων εκτιμήσεων κατά τη σύγκριση των σημάτων περί των οποίων επρόκειτο.

Όσον αφορά τη φωνητική σύγκριση, η οποία έχει ενδιαφέρον για την παρούσα υπόθεση, η Vedial υπογράμμισε ότι το τμήμα προσφυγών δεν διαπίστωσε ότι η ομοιότητα μεταξύ των σημείων αφορούσε κύρια στοιχεία των συγκρουομένων σημάτων.

17.      Το ΓΕΕΑ υποστήριξε ότι, αν το Πρωτοδικείο έκρινε ως κύριο στοιχείο του προγενεστέρου σήματος το όνομα HUBERT, θα ήταν δύσκολο να αρνηθεί την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων. Αντιθέτως, αν το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το προγενέστερο σήμα δεν είχε ιδιαιτέρως διακριτικό χαρακτήρα και ότι αποτελούσε μία σύνθεση της οποίας κανένα στοιχείο δεν ήταν κυρίαρχο, οι μεταξύ των σημάτων διαφορές θα έπρεπε να κριθούν επαρκείς προς αποκλεισμό οιουδήποτε κινδύνου συγχύσεως.

18.      Με την απόφασή του, το Πρωτοδικείο δέχθηκε, καταρχάς, ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι υπήρχε ταυτότητα μεταξύ ορισμένων επιμάχων προϊόντων και μεταξύ ορισμένων άλλων ομοιότητα.

19.      Στη συνέχεια, προέβη σε σύγκριση των σημείων από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως. Κατόπιν λεπτομερούς εξετάσεως, σχημάτισε την πεποίθηση ότι οι οπτικές, φωνητικές και εννοιολογικές διαφορές μεταξύ των σημείων συνιστούσαν επαρκή λόγο αποκλεισμού της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως στο ενδιαφερόμενο κοινό (7).

20.      Ειδικότερα, όσον αφορά τη φωνητική εξέταση, το Πρωτοδικείο διατύπωσε τις ακόλουθες κρίσεις:

«[...] το τμήμα προσφυγών δέχεται ότι το προγενέστερο σήμα περιλαμβάνει επτά φωνήματα, ενώ το ζητούμενο σήμα δύο. Επιπλέον, διαπιστώνει ότι ο τονισμός ακούγεται, στα γαλλικά, όσον αφορά το προγενέστερο σήμα, στην πρώτη, την τρίτη και την πέμπτη συλλαβή ενώ, στο ζητούμενο σήμα, στη δεύτερη (σημείο 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η φωνητική ανάλυση του τμήματος προσφυγών είναι ορθή. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το κοινό στοιχείο των δύο σημείων είναι μόνον η δεύτερη λέξη του λεκτικού συμπλέγματος που συνιστά το προγενέστερο σήμα, το οποίο αποτελείται από δύο λέξεις και έναν αριθμό. Επομένως, τα επίμαχα σήματα είναι ανόμοια από ακουστικής απόψεως» (8).

Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

21.      Η αίτηση αναιρέσεως της Vedial πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 2003.

Κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις τόσο η αναιρεσείουσα όσο και το ΓΕΕΑ. Δεν υπήρξε προφορική συζήτηση.

Η εκδίκαση της υποθέσεως ανατέθηκε, στις 23 Μαρτίου 2004, στο δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου, το οποίο περάτωσε την εξέταση στις 7 Ιουνίου 2004.

Εξέταση των λόγων αναιρέσεως

22.      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους και έναν ακόμα επικουρικό.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

23.      Η Vedial υποστηρίζει, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της ελευθέρας διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, κατά την οποία οι διάδικοι είναι κύριοι της διαφοράς και μπορούν να καθορίζουν το αντικείμενό της.

24.      Κατά την αναιρεσείουσα, η αρχή αυτή σημαίνει ότι, όταν επί συγκεκριμένου ζητήματος δεν υφίσταται καμία αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων, ο δικαστής δεν υπεισέρχεται, παρά μόνον αν συντρέχουν λόγοι δημοσίας τάξεως.

25.      Η Vedial υποστηρίζει ότι, κατά το χρόνο συμμετοχής τους στην ενώπιον του Πρωτοδικείου προφορική διαδικασία, οι διάδικοι ήταν σύμφωνοι ως προς την ομοιότητα των συγκρουομένων σημείων, τουλάχιστον από φωνητικής απόψεως, καθώς και επί της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως αν κριθεί ότι δεν δέχθηκε πεπλανημένως το τμήμα προσφυγών ότι το σήμα Saint-Hubert 41 είχε ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα λόγω της φήμης που είχε αποκτήσει στη Γαλλία.

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνιστά παραβίαση της αρχής της ελευθέρας διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, καθόσον έκρινε, αντιθέτως προς τη συμφωνία των διαδίκων, ότι τα σήματα δεν είχαν καμία ομοιότητα μεταξύ τους.

26.      Το ΓΕΕΑ διατυπώνει αμφιβολίες ως προς τα όρια της αρχής της ελευθέρας διαθέσεως στο πλαίσιο μιας διαδικασίας διοικητικού χαρακτήρα, όπως είναι η αφορώσα το κοινοτικό σήμα διαδικασία.

Επιπροσθέτως, υπογραμμίζει τις ιδιομορφίες της συγκεκριμένης διαδικασίας προσφυγής, χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι το ΓΕΕΑ δεν παρίσταται στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών, σκοπός της οποίας είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της ληφθείσας αποφάσεως.

Στην παρούσα υπόθεση, το Πρωτοδικείο εξέτασε, κατόπιν αιτήματος της προσφεύγουσας, τη νομική έννοια του κινδύνου συγχύσεως, χωρίς δέσμευσή του από τις απόψεις που εξέφρασαν οι διάδικοι.

Τέλος, το ΓΕΕΑ επισημαίνει ότι οι ισχυρισμοί που διατύπωσε ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν σημαίνουν συμφωνία. Προς στήριξη αυτού του ισχυρισμού του, προβάλλει δύο επιχειρήματα: πρώτον, ότι η άποψή του επιβεβαιώνεται από την απόφαση του τμήματος προσφυγών· δεύτερον, ότι η France Distribution, αντίδικος στις ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίες και παρεμβαίνουσα στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, δεν εξέφρασε συμφωνία επί του ζητήματος αυτού.

27.      Προκειμένου να γίνει δεκτός ο λόγος αυτός, πρέπει να εξεταστεί:

–        κατά πόσον η αρχή της ελευθέρας διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης εφαρμόζεται στις ένδικες διαδικασίες ελέγχου της νομιμότητας αποφάσεων που εξέδωσε το ΓΕΕΑ επί διαδικασιών ανακοπής· και, ενδεχομένως,

–        αν μπορεί να συναχθεί ότι στην παρούσα υπόθεση υπήρξε παραβίαση αυτής της αρχής.

28.      Η αρχή αυτή της ελευθέρας διαθέσεως συμβάλλει, όλως ιδιαιτέρως, στην προβολή ορισμένων χαρακτηριστικών της δίκης, κατά κανόνα της πολιτικής δίκης, τα οποία αποτελούν έκφραση της αναγνωρίσεως της ιδιωτικής αυτονομίας των ατόμων (9). Απόκειται στους διαδίκους, ως κυρίους της διαδικασίας, όχι μόνο αν θα την κινήσουν ή θα παραιτηθούν του σχετικού δικαιώματος, αλλά, επίσης, και ο καθορισμός του αντικειμένου της. Πρόκειται, δηλαδή, για την δικονομική κατοχύρωση της δυνατότητας διαθέσεως των ιδίων δικαιωμάτων, η οποία, από πρακτικής απόψεως, εκδηλώνεται με την αρχή της υπεροχής της βουλήσεως των συμβαλλομένων. Απόμακρη δικαιολόγηση αυτής της αρχής αποτελεί το στοιχείο ότι ο, έστω δυνητικός ή τεκμαιρόμενος, κύριος δικαιωμάτων επί ενός πράγματος πρέπει να διατηρήσει αυτή τη δυνατότητα διαθέσεως και όσον αφορά την προσφυγή στη δικαιοσύνη, προς διεκδίκηση ή εκχώρηση του πράγματος, πλήρως ή μερικώς, μέσω παραιτήσεως ή συναινέσεως, καθορίζοντας, δηλαδή, το αντικείμενο της διαφοράς.

29.      Διαφορετική από την αρχή της ελευθέρας διαθέσεως –με την οποία όμως συνδέεται στενά (10)– είναι η αρχή κατά την οποία οι διάδικοι είναι εκείνοι που εισφέρουν τα ουσιαστικά στοιχεία της διαφοράς (Beibringungsgrundsatz), ότι δηλαδή οι διάδικοι παρέχουν τα πραγματικά στοιχεία της διαφοράς υπό τη μορφή και στον βαθμό που τους ενδιαφέρει, διαγράφοντας το αντικείμενό της και δεσμεύοντας τον δικαστή, ο οποίος υποχρεούται να αποφανθεί με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτοί προσκομίζουν (11).

30.      Κατά το αστικό δικονομικό δίκαιο, προκειμένου να προβληθεί λυσιτελώς η αρχή της ελευθέρας διαθέσεως, πρέπει να αποδειχθεί, αφενός, ότι ο επικαλούμενος την αρχή είναι κύριος της διαφοράς και, αφετέρου, ότι το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι ακαθόριστο (12). Ακόμα και στο αστικό δίκαιο υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες, πέραν των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους ιδιώτες, υφίσταται ισοδύναμο ή ισχυρότερο δημόσιο συμφέρον, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση, περιορισμό ή και ακύρωση της αποτελεσματικότητας αυτής της αρχής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ορισμένων υποθέσεων σχετικών με το οικογενειακό δίκαιο, στις οποίες η συμμετοχή της εισαγγελικής αρχής συμβολίζει το γεγονός ότι η διαφορά υπερβαίνει το πλαίσιο της ατομικής αποφάσεως της σχετικής με τον καθορισμό των εννόμων σχέσεων (13).

31.      Δεν συντρέχει κανένας λόγος αποκλεισμού της εφαρμογής αυτής της θεμελιώδους δικονομικής αρχής στις διαφορές διοικητικής φύσεως, όπως είναι αυτές που ανακύπτουν ενώπιον του ΓΕΕΑ. Εντούτοις, η εφαρμογή της, επί μιας συγκεκριμένης διαδικασίας, εξαρτάται από το κατά πόσον οι διάδικοι μπορούν να επικαλεστούν δικαιώματα επί του αγαθού ή του συμφέροντος που αποτελεί αντικείμενο διεκδικήσεως, δηλαδή, από το αν είναι πράγματι κύριοι της διαφοράς (14).

32.      Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο (15), «η αρχή του εθνικού δικαίου σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο αστικής δίκης, ο δικαστής οφείλει ή δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ισχυρισμούς περιορίζεται από την υποχρέωσή του να παραμένει στο αντικείμενο της διαφοράς και να στηρίζει την απόφασή του στα προβληθέντα ενώπιόν του πραγματικά περιστατικά. Ο ανωτέρω περιορισμός δικαιολογείται από την αρχή ότι οι διάδικοι έχουν την πρωτοβουλία της δίκης και ότι ο δικαστής δεν μπορεί να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η παρέμβαση του επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον. Η εν λόγω αρχή αποτελεί έκφραση αντιλήψεων που συμμερίζεται η πλειονότητα των κρατών μελών όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ κράτους και πολίτη, προστατεύει τα δικαιώματα άμυνας και εξασφαλίζει την ομαλή διεξαγωγή της δίκης, ιδίως προλαμβάνοντας καθυστερήσεις συμφυείς με την εκτίμηση των νέων ισχυρισμών».

Το Δικαστήριο στην απόφαση αυτή επιθυμούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξη αυτής της αρχής στο εσωτερικό δίκαιο, με σκοπό να απαλλάξει τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα από την υποχρέωση να εγείρουν αυτεπαγγέλτως, στις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνονται, λόγο στηριζόμενο σε παράβαση κοινοτικών κανόνων, αποβάλλοντας την παθητικότητα που τα χαρακτηρίζει. Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι η αρχή της ελευθέρας διαθέσεως εφαρμόζεται, επίσης, στην ενώπιον του κοινοτικού δικαστή διαδικασία, καίτοι υπόκειται σε προσαρμογές επιβαλλόμενες από την ιδιόμορφη φύση των διαφορών που άγονται υπό την κρίση αυτού του δικαστή.

33.      Έκφραση της αρχής αυτής αποτελεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 77 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου δυνατότητα των διαδίκων να συμφωνήσουν στη λύση της διαφοράς και να παραιτηθούν από κάθε αξίωση. Στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος διατάσσει απλώς τη διαγραφή της υποθέσεως από το πρωτόκολλο.

Ο Κανονισμός Διαδικασίας αποκλείει τη γενική εφαρμογή αυτής της αρχής μόνο για τις προσφυγές ακυρώσεως (άρθρο 230 ΕΚ) ή για τις προσφυγές που έχουν ως αντικείμενο την διαπίστωση της παραλείψεως ενός κοινοτικού οργάνου προς ενέργεια (άρθρο 232 ΕΚ), ακριβώς διότι έχουν τον χαρακτήρα αντικειμενικής κρίσεως της συγκεκριμένης πράξεως.

Ομοίως, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή η παραίτηση του προσφεύγοντος συνεπάγεται διαγραφή της υποθέσεως από το πρωτόκολλο (άρθρο 78 του Κανονισμού Διαδικασίας).

Άλλα στοιχεία που συνιστούν εκδήλωση, κατά το μάλλον ή ήττον έντονη, των διαφόρων πτυχών της αρχής της ελευθέρας διαθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου αποτελούν π.χ. οι διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας περί καθορισμού του αντικειμένου διαφοράς με το δικόγραφο της προσφυγής ή, στις περιπτώσεις προσφυγής λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, περί υποχρεωτικής προηγούμενης γνώμης της Επιτροπής· η απαγόρευση τροποποιήσεως του αντικειμένου της διαφοράς επί αιτήσεως αναιρέσεως (άρθρο 113, παράγραφος 2)· ή η αδυναμία προβολής νέων ισχυρισμών, εκτός εν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία (άρθρο 42, παράγραφος 2).

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι και ο κοινοτικός δικαστής δεσμεύεται από το πραγματικό πλαίσιο και τους νομικούς ισχυρισμούς που προβάλλουν οι διάδικοι.

34.      Είναι, εντούτοις, αξιοσημείωτο ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν περιέχει καμία γενικής φύσεως διάταξη ως προς τη συναίνεση του καθού. Τούτο οφείλεται, ίσως, στο γεγονός ότι στις κοινοτικές διαφορές οι διάδικοι δεν έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίζουν πλήρως το αντικείμενο της διαφοράς.

Αυτό, φυσικά, ισχύει για την προδικαστική παραπομπή, που αποτελεί διάλογο μεταξύ δικαστηρίων. Μόνο το εθνικό δικαιοδοτικό όργανο έχει δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Ομοίως, οι προσφυγές λόγω παραβάσεως, οι προσφυγές ακυρώσεως ή οι προσφυγές διαπιστώσεως παραλείψεως δεν προσφέρονται για συνεννόηση των διαδίκων (16).

35.      Εντούτοις, πρέπει να εξεταστεί αν τα δεδομένα αυτά μπορούν να εφαρμοστούν στις δίκες που έχουν ως αντικείμενο την αμφισβήτηση της νομιμότητας αποφάσεως του ΓΕΕΑ που αφορά σήματα και έχει εκδοθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής.

36.      Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου μιας διαφοράς η οποία έχει αυτά τα χαρακτηριστικά;

Προκειμένου να δοθεί, έστω αφηρημένη, απάντηση στο ερώτημα αυτό, επιβάλλεται να εξεταστεί αν το νομικό διακύβευμα διακρίνεται από το απλό συμφέρον των διαδίκων.

37.      Από την κατά παράδοση νομολογία του Δικαστηρίου την σχετική με τη λειτουργία του σήματος, μπορεί, τουλάχιστον προσωρινώς, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο θεσμός αυτός της βιομηχανικής ιδιοκτησίας δεν αποσκοπεί απλώς στην προστασία των δικαιούχων του σήματος επιχειρήσεων, δεδομένου ότι παγίως το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η βασική λειτουργία του σήματος είναι «να εγγυάται στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη την ταυτότητα καταγωγής του φέροντος το σήμα προϊόντος ή υπηρεσίας, αφού του δίνει τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το εν λόγω προϊόν ή την υπηρεσία από αυτά που έχουν άλλη προέλευση» προσθέτοντας ότι «για να μπορεί το σήμα να επιτελεί τη λειτουργία του ως ουσιώδες στοιχείο του συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού που η Συνθήκη επιδιώκει να καθιερώσει, πρέπει να παρέχει την εγγύηση ότι όλα τα φέροντα αυτό προϊόντα ή υπηρεσίες έχουν κατασκευαστεί υπό τον έλεγχο μιας και μόνο επιχειρήσεως η οποία φέρει την ευθύνη για την ποιότητά τους» (17).

38.      Ερμηνεύοντας την προϋπόθεση την σχετική με τον συγκεκριμένο διακριτικό χαρακτήρα, στο πλαίσιο της εξετάσεως των απολύτων λόγων απαραδέκτου κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 89/104/ΕΟΚ (18), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο ειδικός σκοπός αυτής της προϋποθέσεως είναι να διασφαλίσει ότι το σήμα «μπορεί να προσδιορίσει το προϊόν για το οποίο ζητείται η καταχώριση ως προερχόμενο από συγκεκριμένη επιχείρηση και επομένως να το διακρίνει από προϊόντα άλλων επιχειρήσεων» (19).

39.      Από τη νομολογία αυτή θα μπορούσε ευκόλως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται ένα δημόσιο συμφέρον, ανεξάρτητο εκείνου του δικαιούχου του σήματος, που συνίσταται στο να γνωρίζει ο καταναλωτής, με τη βοήθεια του συγκεκριμένου σημείου, την εμπορική καταγωγή των προϊόντων. Στην περίπτωση αυτή, το δημόσιο συμφέρον συνίσταται στην αποτροπή του κινδύνου συγχύσεως. Τέτοιος κίνδυνος συντρέχει σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, στην περίπτωση κατά την οποία σε μία συγκεκριμένη αγορά δύο ίδια ή ομοειδή σήματα υποδηλώνουν προϊόντα επίσης ίδια ή ομοειδή.

40.      Η λύση αυτή, μολονότι εμφανίζεται εύλογη, αποκλείεται από τον τρόπο με τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης ρύθμισε τη διαδικασία ανακοπής.

41.      Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο τμήμα του τίτλου IV του κανονισμού 40/94, αφού το ΓΕΕΑ διαπιστώσει ότι για το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν ισχύει κανένας από του απολύτους λόγους απαραδέκτου, αναζητεί τα κοινοτικά σήματα ή τις προγενέστερες αιτήσεις των οποίων οι δικαιούχοι θα μπορούσαν ενδεχομένως να αντιταχθούν στην καταχώριση δυνάμει του άρθρου 8. Κατά παρόμοιο τρόπο ενεργούν και οι εθνικοί οργανισμοί, προκειμένου περί σημάτων που ισχύουν στις αντίστοιχες επικράτειές τους.

42.      Κατόπιν αυτού, το ΓΕΕΑ δημοσιεύει την αίτηση καταχωρίσεως, κοινοποιώντας τη δημοσίευση αυτή σε όλους τους δικαιούχους προγενεστέρων σημάτων που αναγράφονται στις εκθέσεις που καταρτίστηκαν μετά τις έρευνες οι οποίες διεξήχθησαν σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο.

43.      Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού, μόνο οι δικαιούχοι προγενεστέρων σημάτων έχουν το προνόμιο να αντιταχθούν στην καταχώριση ενός νέου σημείου για τους προβλεπόμενους στο άρθρο 8 λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο κίνδυνος συγχύσεως, ο οποίος προβλήθηκε στην παρούσα διαφορά. Τη διαδικασία ανακοπής δεν μπορεί να κινήσει ούτε το ΓΕΕΑ, ούτε οι εθνικές αρχές, ούτε κάποιος άλλος φορέας δημοσίου δικαίου.

44.      Από τα δεδομένα αυτά προκύπτει ότι, ελλείψει πρωτοβουλίας του δικαιούχου του προγενεστέρου σήματος, τίποτα δεν αποκλείει την καταχώριση σημείων που όχι μόνο ενδέχεται να δημιουργήσουν σύγχυση στους καταναλωτές, αλλά ακόμα και σημείων ίδιων με ήδη καταχωρισμένα που προορίζονται για την επισήμανση ομοειδών προϊόντων (περίπτωση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού). Επομένως, το συμπέρασμα είναι ότι ο δικαιούχος του προγενεστέρου σήματος έχει δικαίωμα ελευθέρας διαθέσεως της δυνατότητάς του να ασκήσει ανακοπή.

45.      Το σύστημα αυτό, στο πλαίσιο του οποίου η τήρηση των σχετικών λόγων απαραδέκτου έχει ανατεθεί στους ιδιώτες επιχειρηματίες, μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να παρεμποδίσει το σήμα να εκπληρώσει τη λειτουργία του, να διασφαλίσει δηλαδή στον καταναλωτή τη συγκεκριμένη προέλευση του εμπορεύματος. Δεν πρέπει, όμως, να αγνοείται ότι ο νομοθέτης, έχοντας συνείδηση της εμπορικής πραγματικότητας, αποφάσισε ότι το σύστημα αυτό είναι πολύ πιο αποτελεσματικό στην πράξη, αποδεχόμενος και κρίνοντας αμελητέο τον κίνδυνο στον οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως.

46.      Επομένως, εφόσον στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως, ο δικαιούχος του προγενεστέρου σήματος δύναται να διαθέσει ελευθέρως το δικαίωμά του, θα ήταν ασυνεπής η εφαρμογή διαφορετικών κριτηρίων στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας που ενδεχομένως ακολουθεί.

47.      Κατά συνέπεια, δεν χωρεί αμφιβολία ότι, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, ο δικαιούχος προγενεστέρου σήματος απολαύει επίσης και στην ίδια έκταση της ελευθερίας διαθέσεως που του αναγνωρίζεται στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

48.      Για τον λόγο αυτόν, όταν ο δικαιούχος παρίσταται ως παρεμβαίνων, ο Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου του παρέχει τα ίδια ακριβώς προνόμια που έχει ο τύποις καθού, δηλαδή το ΓΕΕΑ, ως συντάκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως. Παρόμοια είναι τα προβλεπόμενα για τον δικαιούχο του νέου σήματος, όταν αυτός προσβάλλει απόφαση τμήματος προσφυγών με την οποία περατούται η διαδικασία ανακοπής κατά τρόπο δυσμενή για τα συμφέροντά του. Πράγματι, το άρθρο 134 προβλέπει ότι οι διάδικοι της ενώπιον τμήματος προσφυγών διαδικασίας, πλην του προσφεύγοντος, δύνανται να μετάσχουν στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία ως παρεμβαίνοντες (παράγραφος 1), στην περίπτωση δε αυτή, έχουν «τα ίδια δικονομικά δικαιώματα με τους κυρίους διαδίκους», δυνάμενοι να προβάλουν αιτήματα και ισχυρισμούς αυτοτελείς σε σχέση με εκείνους των κυρίων διαδίκων (παράγραφος 2).

49.      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο δικαιούχος του προγενεστέρου σήματος δύναται, άνευ επιφυλάξεων, να διαθέτει το δικαίωμα ανακοπής, ενώπιον των δικαστηρίων, σύμφωνα με τα δικαιώματα που του παρέχει ο κανονισμός 40/94 στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

50.      Επιπροσθέτως, θα μπορούσε, εξ αντιδιαστολής, να συναχθεί ότι το ΓΕΕΑ στερείται αυτού του δικαιώματος. Η ιδιότητά του ως καθού περιορίζεται και εξαντλείται στην υπεράσπιση της νομιμότητας της αποφάσεως ενός των οργάνων του, συγκεκριμένα του οικείου τμήματος προσφυγών. Δεν έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το κύρος αυτής της αποφάσεως, όπως ορθώς εξέθεσε το Πρωτοδικείο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (20), πολύ δε λιγότερο έχει δικαίωμα ελευθέρας διαθέσεως της διαφοράς, δεδομένου ότι ο κανονισμός 40/94 δεν του παρέχει το δικαίωμα να αντιτίθεται στην καταχώριση σήματος για το οποίο ισχύει ένας από τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου που προβλέπει το άρθρο 8.

51.      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται να απορριφθεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το ακριβές περιεχόμενο της συμφωνίας που προβάλλεται ότι κατέληξαν οι διάδικοι ενώπιον του Πρωτοδικείου: το ΓΕΕΑ δεν έχει την ιδιότητα του «κυρίου της διαφοράς» και, κατά συνέπεια, δεν έχει και την παρεπόμενη δυνατότητα καθορισμού του αντικειμένου της διαφοράς.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

52.      Ο δεύτερος από τους κυρίους λόγους αναιρέσεως αντλείται από το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο όφειλε, τουλάχιστον, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας προκειμένου να ενημερώσει τους διαδίκους ότι δεν συμμερίζεται τη συμφωνία βάσει της οποίας οι εν λόγω διάδικοι αναγνώρισαν την ύπαρξη φωνητικής ομοιότητας μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων.

53.      Ο λόγος αυτός θα μπορούσε να γίνει δεκτός μόνο αν αποδεικνυόταν ότι το Πρωτοδικείο στήριξε την απόφασή του επί επιχειρημάτων που δεν είχαν προβληθεί κατά τη συζήτηση. Αν π.χ. είχε στηριχθεί στο σημείο α΄ του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού.

54.      Εν προκειμένω, το ζήτημα που είχε τεθεί υπό την κρίση του Πρωτοδικείου ήταν αν το τμήμα προσφυγών είχε προβεί σε ορθή εφαρμογή της έννοιας του κινδύνου συγχύσεως. Αρκεί σχετικώς να υπογραμμιστεί ότι στη συλλογιστική που διατυπώνεται στις σκέψεις 41 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εξετάζεται το ζήτημα αυτό και τονίζεται ότι το Πρωτοδικείο σχημάτισε την πεποίθηση ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη αποκλείοντας οποιαδήποτε δυνατότητα συγχύσεως μεταξύ του αιτουμένου σήματος και του προγενεστέρου σήματος.

Όσον αφορά την προβαλλόμενη φωνητική ομοιότητα, το Πρωτοδικείο περιορίστηκε να εξετάσει το λυσιτελές του κριτηρίου που χρησιμοποίησε το τμήμα προσφυγών, αποφαινόμενο ότι τα συγκρουόμενα σήματα δεν είναι όμοια (σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) ή ότι δεν πρέπει να θεωρηθούν ως ίδια ή ομοειδή (σκέψη 62), ενώ το τμήμα προσφυγών είχε αποφανθεί ότι τα δύο σημεία δεν παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα (σημείο 33 της αποφάσεως). Οι διαφορές αυτές στη διατύπωση στερούνται σημασίας, καθόσον δεν έχουν καμία έννομη συνέπεια ως προς την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ιδίως διότι το ίδιο το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε στην υπόθεση –την οποία κατόπιν απέκλεισε το Πρωτοδικείο– ότι το προγενέστερο σήμα απολαύει μεγάλης φήμης στη Γαλλία.

55.      Το γεγονός ότι, όπως τονίζεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το ΓΕΕΑ, με τους ισχυρισμούς που προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου, διαφοροποιήθηκε από τη γνώμη του τμήματος προσφυγών, δεχόμενο ότι «αν το προγενέστερο σήμα μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί ως σήμα που χαίρει μεγάλης φήμης, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως με το αιτούμενο σήμα» (σκέψη 31), δεν μεταβάλλει τα όρια μιας συζητήσεως επί της οποίας, όπως υπογράμμισα κατά την εξέταση του πρώτου λόγου, το ΓΕΕΑ δεν έχει δικαίωμα ελευθέρας διαθέσεως.

56.      Για τους λόγους αυτούς, επιβάλλεται η απόρριψη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

57.      Κατά τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει επικουρικώς, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προέβη σε πεπλανημένη εφαρμογή των εννοιών «κίνδυνος συγχύσεως» και «ενδιαφερόμενο κοινό», στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Η Vedial προβάλλει τέσσερις αιτιάσεις.

58.      Η πρώτη πεπλανημένη εκτίμηση είναι αυτή της σκέψεως 62, κατά την οποία το κοινό, ενόψει προϊόντων που φέρουν το αιτούμενο σήμα και το προγενέστερο σήμα, δεν θα τους απέδιδε την ίδια εμπορική καταγωγή. Κατά την αναιρεσείουσα, ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και το ενδεχόμενο να θεωρήσει το κοινό ότι οι δύο επιχειρήσεις συνδέονται οικονομικώς.

59.      Ο ισχυρισμός αυτός είναι αλυσιτελής, στην καλύτερη περίπτωση. Εφόσον το Πρωτοδικείο σχημάτισε την πεποίθηση, όπως τονίζεται στις σκέψεις 48 έως 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα σημεία δεν παρουσιάζουν καμία ομοιότητα μεταξύ τους (όπως κατηγορηματικώς τονίζεται, επίσης, στη σκέψη 65), δεν υφίσταται ούτε κίνδυνος συγχύσεως, ούτε, πολύ περισσότερο, ο κίνδυνος συσχετισμού στον οποίο αναφέρεται η αναιρεσείουσα. Ελλείψει μιας τέτοιας ομοιότητας, είναι εντελώς αλυσιτελές να εξεταστεί αν το κοινό θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι τα φέροντα το νέο σήμα προϊόντα προέρχονται από επιχείρηση οικονομικώς συνδεόμενη με τον δικαιούχο του προγενεστέρου σήματος.

Επιπροσθέτως, στην απόφαση του Πρωτοδικείου υπογραμμίζεται, στη σκέψη 62, ότι «κατά συνέπεια, δεν υφίσταται κίνδυνος να πιστέψει το ενδιαφερόμενο κοινό ότι υφίσταται κάποια σχέση μεταξύ των προϊόντων τα οποία προσδιορίζει το καθένα από τα σήματα που έχουν διαφορετική σημασία».

60.      Η δεύτερη πεπλανημένη εκτίμηση διατυπώνεται στη σκέψη 63, όπου τονίζεται ότι «έστω και αν υφίσταται ταυτότητα και ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων τα οποία αφορούν τα εριζόμενα σήματα, οι οπτικές, ακουστικές και εννοιολογικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των σημείων συνιστούν επαρκή λόγο ώστε να αποκλείεται ο κίνδυνος συγχύσεως από πλευράς του ενδιαφερομένου κοινού», ενώ, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, η ορθή προσέγγιση θα ήταν να ληφθεί υπόψη η παράμετρος της συνολικής εκτιμήσεως του συγκεκριμένου σημείου προκειμένου να κριθεί αν η ταυτότητα ή ομοιότητα είναι τέτοιες ώστε να μπορούν να δημιουργήσουν κίνδυνο συγχύσεως.

61.      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για λόγους παρόμοιους προς εκείνους που εκτέθηκαν αναφορικά με την πρώτη αιτίαση: το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα σημεία δεν παρουσιάζουν καμία ομοιότητα μεταξύ τους, η δε αναιρεσείουσα δεν αμφισβήτησε βασίμως αυτό το συμπέρασμα. Επομένως, παρέλκει να εξεταστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες δύο διαφορετικά σημεία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κίνδυνο συγχύσεως.

62.      Η τρίτη πεπλανημένη εκτίμηση που κατά την άποψη της αναιρεσείουσας περιέχεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνίσταται στην πεπλανημένη εφαρμογή του κανόνα της αλληλεξαρτήσεως. Κατά την άποψη της Vedial, αν το Δικαστήριο αποφανθεί ότι το Πρωτοδικείο είχε αντιληφθεί μια κάποια ομοιότητα, έστω φωνητική, μεταξύ των σημείων, πρέπει, εντούτοις, να υπογραμμίσει ότι η μικρή αυτή ομοιότητα αντισταθμίζεται από την ταυτότητα των προϊόντων και τον ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα του προγενεστέρου σήματος, πριν αποφανθεί επί της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως.

63.      Το σκέλος αυτό του λόγου αναιρέσεως είναι προδήλως αβάσιμο, δεδομένου ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη υπόθεση, καθόσον σε κανένα σημείο το Πρωτοδικείο δεν δέχεται την προβαλλόμενη φωνητική ομοιότητα μεταξύ των δύο σημείων. Αντιθέτως, έχει υπογραμμίσει ότι τα σημεία αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε ως ίδια ούτε ως ομοειδή (σκέψη 65), ζήτημα το οποίο η αναιρεσείουσα δεν αμφισβήτησε. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί.

64.      Τέλος, η Vedial προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παραβίασε την έννοια του κινδύνου συγχύσεως, καθόσον έκρινε ότι το οικείο κοινό αποτελείται από τους καταναλωτές εκείνους που θα μπορούσαν να αγοράσουν τα φέροντα το σήμα προϊόντα και όχι από το σύνολο εκείνων που θα μπορούσαν να προσέξουν το σήμα.

65.      Το επιχείρημα αυτό είναι το ίδιο αλυσιτελές με τα προηγούμενα. Τα σημεία δεν είναι όμοια, επομένως δεν έχει καμία σημασία ο επακριβής καθορισμός του κοινού που θα μπορούσε να εκτεθεί σε κίνδυνο συγχύσεως, ενδεχόμενο το οποίο εξ ορισμού, αποκλείεται.

Βάσει αυτής της σκέψεως, το περιεχόμενο της συγκεκριμένης έννοιας εκτέθηκε επακριβώς στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να κριθεί ο διακριτικός χαρακτήρας του σήματος, ως οικείο κοινό εκλαμβάνεται ο μέσος καταναλωτής των προϊόντων ή υπηρεσιών περί των οποίων πρόκειται (21).

66.      Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής και, κατά τα λοιπά, ως προδήλως αβάσιμος.

 Τα δικαστικά έξοδα

67.      Δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή επί της διαδικασίας αναιρέσεως, δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επομένως, αν, όπως προτείνω, απορριφθούν όλοι οι λόγοι αναιρέσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα, επιβάλλεται να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας αναιρέσεως.

 Πρόταση

68.      Κρίνοντας ότι όλοι οι λόγοι αναιρέσεως που προβλήθηκαν είναι αλυσιτελείς για τους προεκτεθέντες λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την παρούσα αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2  – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.


3  – Διακανονισμός της Νίκαιας για τη διεθνή κατάταξη προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.


4  – Στην ενώπιον του τμήματος ανακοπών διαδικασία διεξήχθη συζήτηση ως προς την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, η οποία στερείται ενδιαφέροντος για την παρούσα υπόθεση.


5  – Υπόθεση Τ-110/01, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-5275.


6  – Σκέψη 11 της προσβαλλομένης αποφάσεως.


7  – Σκέψη 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως.


8  –      Σκέψεις 55 και 56.


9  – Zeiss, W. και Schreiber, K.: Zivilprozessrecht, εκδ. Mohr Siebeck, 2003, σ. 64 επ.


10  – Και στην οποία, τουλάχιστον στην ισπανική επιστημονική βιβλιογραφία, δανείζει το όνομά της.


11  – Ramos Méndez, F.: Derecho procesal civil, εκδ. Bosch, Βαρκελώνη, 1986, σ. 347 και 348.


12  – Όπ.π., σ. 348.


13  – Jauernig, O., Zivilprozeßrecht, εκδ. Beck, Μόναχο, 1993, σ. 72.


14  – Gimeno Sendra κλ.π.: Derecho procesal administrativo, εκδ. Tirant lo Blanch, Valencia, 1993, σ. 63 και 64.


15  – Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-430/93 και C-431/93, Van Schijndel (Συλλογή 1995, σ. I-4705, σκέψεις 20 και 21).


16  –      Βλ., εντούτοις, τις αποφάσεις της 23ης Μαΐου 2000, C-58/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2000, σ. I-3811), και της 17ης Ιουνίου 2004, C-255/03, Επιτροπή κατά Βελγίου (που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή), στις οποίες το Δικαστήριο άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε κράτος μέλος να συμφωνήσει με το αίτημα της Επιτροπής περί διαπιστώσεως της παραβάσεως. Εντούτοις, οι περιπτώσεις αυτές δεν συνιστούν λυσιτελή δικονομικά προηγούμενα, καθόσον είναι προφανές ότι, στις δύο περιπτώσεις, το Δικαστήριο προτίμησε να ακολουθήσει μία συντομευμένη συλλογιστική, κρίνοντας ότι η προβαλλόμενη παράβαση είναι προφανής.


17  – Απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C-39/97, Canon (Συλλογή 1998, σ. I-5507, σκέψη 28).


18  – Οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, πρώτη οδηγία για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), του αυτού περιεχομένου με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.


19  – Αποφάσεις της 4ης Μαΐου 1999 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-108/97 και C-109/97, Windsurfing Chiemsee (Συλλογή 1999, σ. I-2779, σκέψη 46)· της 18ης Ιουνίου 2002, C-299/99, Philips (Συλλογή 2002, σ. I-5475, σκέψη 35), της 8ης Απριλίου 2003, C-53/01 έως C-55/01, Linde κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-3161, σκέψη 40), και της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C-218/01 (Henkel, Συλλογή 2004, σ. Ι‑1725, σκέψη 48).


20  – Βλ. σκέψεις 12 ως 14 ανωτέρω.


21  –      Βλ. τις παρατεθείσες στην υποσημείωση 19 αποφάσεις: Philips, σκέψη 63, Henkel, σκέψη 50, και Linde, σκέψη 50, στο πλαίσιο της οδηγίας 89/104.