ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PHILIPPE LÉGER

της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (1)

Υπόθεση C-40/03 P

Rica Foods (Free Zone) NV

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

υπόθεση C-41/03 P

Rica Foods (Free Zone) NV

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Καθεστώς ΥΧΕ – Αγορά ζάχαρης – Μέτρα διασφαλίσεως»






1.     Το 1999 και το 2000 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έλαβε μέτρα διασφαλίσεως έναντι ορισμένων εισαγωγών ζάχαρης και κακάου προελεύσεως υπερπόντιων χωρών και εδαφών (ΥΧΕ). Η Επιτροπή θεώρησε ότι οι επίμαχες εισαγωγές διατάρασσαν τη λειτουργία της κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης.

2.     Κατά των εν λόγω μέτρων διασφαλίσεως ασκήθηκαν διάφορες προσφυγές, μεταξύ των οποίων οι προσφυγές της εταιρίας Rica Foods (Free Zone) NV (στο εξής: Rica Foods) ενώπιον του Πρωτοδικείου, καθώς και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών ενώπιον του Δικαστηρίου.

3.     Το Πρωτοδικείο απέρριψε τις προσφυγές της Rica Foods με τρεις αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 2002 (2) και της 14ης Νοεμβρίου 2002 (3). Κατά δύο από τις ως άνω αποφάσεις ασκήθηκε αναίρεση, η οποία εξετάζεται στο πλαίσιο των προτάσεών μου αυτών.

4.     Όσον αφορά τις προσφυγές που άσκησε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Δικαστήριο ανέστειλε την εξέτασή τους μέχρις ότου το Πρωτοδικείο εκδώσει τις αποφάσεις του στις προαναφερθείσες υποθέσεις. Οι προσφυγές αυτές εξετάζονται στο πλαίσιο των προτάσεών μου τις οποίες αναπτύσσω σήμερα στις υποθέσεις C-26/00, C-180/00 και C-452/00, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής.

I –    Το νομικό πλαίσιο

5.     Οι εφαρμοστέοι κανόνες για την εξέταση των υποθέσεων αυτών είναι εκείνοι οι οποίοι αφορούν την κοινή οργάνωση αγορών στον τομέα της ζάχαρης (σημείο A), εκείνοι που αφορούν το καθεστώς συνδέσεως ΥΧΕ με την Κοινότητα (σημείο B), καθώς και εκείνοι που αφορούν τα επίμαχα μέτρα διασφαλίσεως που αμφισβητούνται εν προκειμένω (σημείο Γ).

Α –      Η κοινή οργάνωση αγορών στον τομέα της ζάχαρης

6.     Ο κανονισμός (ΕΚ) 2038/1999 του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 1999, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (4), προέβη στην κωδικοποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1785/81, της 30ής Ιουνίου 1981 (5), ο οποίος είχε συστήσει την εν λόγω κοινή οργάνωση αγοράς, μετά τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του. Η ως άνω κοινή οργάνωση αποσκοπεί στη ρύθμιση της αγοράς κοινοτικής ζάχαρης, προκειμένου να αυξήσει τα επίπεδα απασχολήσεως και διαβιώσεως των κοινοτικών παραγωγών ζάχαρης.

7.     Η στήριξη της κοινοτικής παραγωγής μέσω εγγυημένων τιμών περιορίζεται στις εθνικές ποσοστώσεις παραγωγής (ποσοστώσεις Α και Β) που χορηγούνται από το Συμβούλιο σε κάθε κράτος μέλος, το οποίο στη συνέχεια τις κατανέμει μεταξύ των παραγωγών του. Η ζάχαρη που εμπίπτει στην ποσόστωση Β (ζάχαρη Β) υπόκειται, σε σχέση με τη ζάχαρη της ποσοστώσεως Α (ζάχαρη Α), σε υψηλότερη εισφορά κατά την παραγωγή. Η παραγόμενη καθ’ υπέρβαση των ποσοστώσεων Α και Β ζάχαρη αποκαλείται «ζάχαρη Γ» και δεν μπορεί να πωλείται εντός της Κοινότητας, εκτός αν διατεθεί ως ποσόστωση Α και Β την επόμενη περίοδο.

8.     Για τις εκτός Κοινότητας εξαγωγές χορηγούνται, με εξαίρεση τη ζάχαρη Γ, επιστροφές κατά την εξαγωγή βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 2038/1999, που αντισταθμίζουν τη διαφορά μεταξύ της τιμής στην κοινοτική αγορά και της τιμής στη διεθνή αγορά.

9.     Η ποσότητα ζάχαρης για την οποία μπορεί να χορηγηθεί επιστροφή κατά την εξαγωγή και το συνολικό ετήσιο ποσό των επιστροφών διέπονται από τις συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (στο εξής: συμφωνίες ΠΟΕ), στις οποίες μετέχει η Κοινότητα, σύμφωνα με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994 (6). Το αργότερο από την περίοδο εμπορίας 2000/2001, η ποσότητα ζάχαρης που εξάγεται με παράλληλη καταβολή επιστροφής και το συνολικό ποσό των επιστροφών έπρεπε να περιοριστούν σε 1 273 500 τόνους και σε 499,1 εκατομμύρια ευρώ, πράγμα το οποίο αντιπροσωπεύει, αντιστοίχως, μείωση 20 % και 36 % σε σχέση με τα στοιχεία της περιόδου εμπορίας 1994/1995.

Β –      Το καθεστώς συνδέσεως ΥΧΕ με την Κοινότητα

10.   Βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο σ΄, ΕΚ, η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει τη σύνδεση με τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη, με σκοπό την αύξηση των συναλλαγών και την προώθηση με κοινή προσπάθεια της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

11.   Κατά το άρθρο 299, παράγραφος 3, ΕΚ και το παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης ΕΚ, η Αρούμπα και οι Ολλανδικές Αντίλλες υπάγονται στις ΥΧΕ.

12.   Σύμφωνα με το άρθρο 182 ΕΚ, σκοπός της συνδέσεως είναι η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως ΥΧΕ και της δημιουργίας στενών οικονομικών σχέσεων μεταξύ αυτών και της Κοινότητας στο σύνολό της. Το άρθρο 183, σημείο 1, ΕΚ ορίζει ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν στις εμπορικές τους συναλλαγές με τις ΥΧΕ το καθεστώς που διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις δυνάμει της Συνθήκης.

13.   Δυνάμει του άρθρου 187 ΕΚ, το Συμβούλιο εξέδωσε πολλές αποφάσεις προβλέπουσες τις λεπτομέρειες εφαρμογής και τη διαδικασία της συνδέσεως μεταξύ ΥΧΕ και της Κοινότητας. Η εφαρμοστέα εν προκειμένω απόφαση είναι η απόφαση 91/482/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1991 (7), η οποία, κατά το άρθρο 240, παράγραφος 1, ισχύει για περίοδο δέκα ετών από 1ης Μαρτίου 1990.

14.   Διάφορες διατάξεις της ως άνω αποφάσεως τροποποιήθηκαν με την απόφαση 97/803/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1997, για την ενδιάμεση αναθεώρηση της απόφασης 91/482 (8). Επιπλέον, στις 25 Φεβρουαρίου 2000, το Συμβούλιο παρέτεινε την εν λόγω απόφαση μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2001 (9).

15.   Δυνάμει του άρθρου 101, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ, τα προϊόντα καταγωγής ΥΧΕ εισάγονται στην Κοινότητα άνευ δασμών. Το άρθρο 102 της ίδιας αποφάσεως προσθέτει ότι, «με την επιφύλαξη [του άρθρου] 108β, η Κοινότητα δεν επιβάλλει στις εισαγωγές των προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ ούτε ποσοτικούς περιορισμούς, ούτε μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος».

16.   Το άρθρο 108, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως ΥΧΕ παραπέμπει στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως (στο εξής: παράρτημα ΙΙ) όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον ορισμό της εννοίας των προϊόντων καταγωγής. Κατά το άρθρο 1 του εν λόγω παραρτήματος, ως προϊόν καταγωγής ΥΧΕ, της Κοινότητας ή των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής ή του Ειρηνικού (στο εξής: κράτη ΑΚΕ) θεωρείται το προϊόν που έχει είτε εξ ολοκλήρου παραχθεί είτε επαρκώς μεταποιηθεί εντός αυτών.

17.   Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΙΙ περιλαμβάνει έναν πίνακα των εργασιών κατεργασίας ή μεταποιήσεως που θεωρούνται ανεπαρκείς για να προσδώσουν την ιδιότητα του προϊόντος καταγωγής σε ένα προϊόν προελεύσεως, μεταξύ άλλων, από τις ΥΧΕ.

18.   Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του παραρτήματος ΙΙ ορίζει, ωστόσο, τα ακόλουθα: «[ό]ταν προϊόντα εξ ολοκλήρου παραγόμενα στην Κοινότητα ή στα κράτη ΑΚΕ υφίστανται κατεργασίες ή μεταποιήσεις στις ΥΧΕ, θεωρούνται ότι έχουν εξ ολοκλήρου παραχθεί στις ΥΧΕ». Πρόκειται για τους αποκαλούμενους κανόνες «σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ και ΑΚΕ/ΥΧΕ».

19.   Βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 4, του παραρτήματος ΙΙ, οι κανόνες αυτοί σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ και ΑΚΕ/ΥΧΕ εφαρμόζονται σε «όλες τις κατεργασίες ή μεταποιήσεις που πραγματοποιούνται στις ΥΧΕ, συμπεριλαμβανομένων των εργασιών που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 3».

20.   Η απόφαση 97/803 περιόρισε όμως την εφαρμογή των ως άνω κανόνων σωρεύσεως, προσθέτοντας στην απόφαση 91/482 το άρθρο 108β, η παράγραφος 1, του οποίου ορίζει ότι «η σώρευση καταγωγής ΑΚΕ/ΥΧΕ, που αναφέρεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος ΙΙ γίνεται δεκτή για ετήσια ποσότητα 3 000 τόνων ζάχαρης». Ωστόσο, η απόφαση 97/803 δεν περιόρισε την εφαρμογή του κανόνα σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ.

Γ –      Τα επίδικα μέτρα διασφαλίσεως

21.   Το άρθρο 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να λαμβάνει «τα αναγκαία μέτρα διασφαλίσεως» σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη είναι όταν «η εφαρμογή της [αποφάσεως ΥΧΕ] προκαλεί σοβαρές διαταραχές σε τομέα οικονομικής δραστηριότητας της Κοινότητας ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ή θέτει σε κίνδυνο την εξωτερική οικονομική τους σταθερότητα». Η δεύτερη είναι όταν «δημιουργούνται δυσκολίες, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν επιδείνωση τομέα δραστηριοτήτων ή περιφέρειας αυτής».

22.   Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΥΧΕ, η Επιτροπή οφείλει να επιλέγει «τα μέτρα που δημιουργούν τις ελάχιστες διαταραχές στη λειτουργία της σύνδεσης και της Κοινότητας». Ακόμη, «[τ]α μέτρα αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα απολύτως αναγκαία όρια για την αντιμετώπιση των δυσχερειών που προκύπτουν».

23.   Στις 15 Νοεμβρίου 1999, η Επιτροπή εξέδωσε βάσει του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ τον κανονισμό (ΕΚ) 2423/1999, για την καθιέρωση μέτρων διασφαλίσεως όσον αφορά τη ζάχαρη του κωδικού ΣΟ 1701 και τα μείγματα ζάχαρης και κακάου που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1806 10 30 και 1806 10 90 καταγωγής ΥΧΕ (10). Με τον κανονισμό αυτό, που ίσχυε μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή υπέβαλε τις εισαγωγές ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/YXE σε σύστημα κατώτατων τιμών και υπέβαλε τις εισαγωγές μιγμάτων ζάχαρης και κακάου (στο εξής: μίγματα) καταγωγής YXE στη διαδικασία κοινοτικής επιτηρήσεως σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 308δ του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 (11), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1427 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1997 (12).

24.   Στις 29 Φεβρουαρίου 2000 η Επιτροπή εξέδωσε, επίσης βάσει του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ, τον κανονισμό (ΕΚ) 465/2000, για την καθιέρωση μέτρων διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές, από τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη, προϊόντων του τομέα της ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ (13).

25.   Το προοίμιο του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«(1)      Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές ζάχαρης (κωδικός ΣΟ 1701) και μειγμάτων […] προέλευσης [ΥΧΕ] παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση από το έτος 1997, ιδίως με σώρευση της καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ. Οι εν λόγω εισαγωγές εξελίχθηκαν από 0 τόνους το 1996 σε περισσότερους από 48 000 τόνους το 1999 [...].

[...]

(4)      Τα τελευταία έτη ανέκυψαν δυσχέρειες στην κοινοτική αγορά ζάχαρης. Η εν λόγω αγορά είναι πλεονασματική. Η κατανάλωση είναι σταθερή σε επίπεδο περίπου 12,7 εκατ. τόνους. Η παραγωγή κυμαίνεται μεταξύ 16,7 και 17,8 εκατ. τόνους. Τοιουτοτρόπως, κάθε εισαγωγή ζάχαρης στην Κοινότητα εκτοπίζει ωθώντας την εξαγωγή αντίστοιχη ποσότητα κοινοτικής ζάχαρης η οποία δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά της για τη ζάχαρη αυτή πληρώνονται επιστροφές –με όριο ορισμένες ποσοστώσεις– από τον κοινοτικό προϋπολογισμό (το ποσό ανέρχεται σήμερα σε 520 ευρώ ανά τόνο περίπου). Εντούτοις, οι εξαγωγές με χορήγηση επιστροφής περιορίζονται όσον αφορά τον όγκο τους από τη συμφωνία για τη γεωργία που έχει συναφθεί στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης και μειώνονται από 1 555 600 τόνους για την περίοδο 1995/1996 σε 1 273 500 τόνους κατά την περίοδο 2000/2001.

(5)      Οι δυσχέρειες αυτές ενέχουν τον κίνδυνο ισχυρής αποσταθεροποίησης της ΚΟΑ (κοινής οργάνωσης αγοράς). Για την περίοδο εμπορίας 2000/2001 που αρχίζει την 1η Ιουλίου 2000, διαβλέπεται, με βάση τις πλέον συντηρητικές διαθέσιμες σήμερα εκτιμήσεις, μείωση των ποσοστώσεων των κοινοτικών παραγωγών κατά περίπου 500 000 τόνους […] Κάθε συμπληρωματική εισαγωγή ζάχαρης και προϊόντων με μεγάλο ποσοστό ζάχαρης προέλευσης ΥΧΕ θα συνεπάγεται μεγαλύτερη μείωση των ποσοστώσεων των κοινοτικών παραγωγών και επομένως μεγαλύτερη απώλεια της κατοχύρωσης του εισοδήματός των.»

26.   Γι’ αυτό η Επιτροπή αποφάσισε να περιορίσει τη σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ περί της οποίας κάνει λόγο το άρθρο 6 του παραρτήματος II της αποφάσεως ΥΧΕ σε ποσότητα 3 340 τόνων ζάχαρης για τη ζάχαρη και τα μείγματα.

27.   Σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού, ο κανονισμός 465/2000 ίσχυε από 1ης Μαρτίου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2000.

28.   Στις 29 Σεπτεμβρίου 2000 η Επιτροπή εξέδωσε, και πάλι βάσει του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ, τον κανονισμό (ΕΚ) 2081/2000, για τη συνέχιση της εφαρμογής μέτρων διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές, από τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη, προϊόντων του τομέα της ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ (14).

29.   Το προοίμιο του κανονισμού αυτού έχει ως ακολούθως:

«(1)      Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές ζάχαρης (κωδικός ΣΟ 1701) και µειγµάτων […] που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1806 10 30 και 1806 10 90 προέλευσης των [ΥΧΕ] παρουσίασαν µεγάλη αύξηση από το έτος 1997 έως το 1999 […]. Οι εν λόγω εισαγωγές εξελίχθηκαν από 0 τόνους το 1996 σε περισσότερους από 53 000 τόνους το 1999 […].

[...]

(4)      Τα τελευταία έτη ανέκυψαν δυσχέρειες στην κοινοτική αγορά ζάχαρης. Η εν λόγω αγορά είναι πλεονασµατική. Η κατανάλωση ζάχαρης είναι σταθερή σε επίπεδο περίπου 12,8 εκατοµµυρίων [τόνων] ετησίως. Η παραγωγή εντός ποσοστώσεων ανέρχεται περίπου σε 14,3 εκατοµµύρια τόνους ετησίως. Τοιουτοτρόπως, κάθε εισαγωγή ζάχαρης στην Κοινότητα εκτοπίζει ωθώντας στην εξαγωγή αντίστοιχης ποσότητας κοινοτικής ζάχαρης, η οποία δεν µπορεί να διατεθεί στην αγορά της. Για τη ζάχαρη αυτή πληρώνονται επιστροφές –µε όριο ορισµένες ποσοστώσεις– από τον κοινοτικό προϋπολογισµό (το ποσό ανέρχεται σήµερα σε 520 ευρώ ανά τόνο περίπου). Εντούτοις, οι εξαγωγές µε χορήγηση επιστροφής περιορίζονται όσον αφορά τον όγκο τους από τη συµφωνία µε τη γεωργία που έχει συναφθεί στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης […] και µειώνονται από 1 555 600 τόνους για την περίοδο 1995/96 σε 1 273 500 τόνους κατά την περίοδο 2000/01.

(5)      Οι δυσχέρειες αυτές ενέχουν τον κίνδυνο ισχυρής [αποσταθεροποίησης] της ΚΟΑ (κοινής οργάνωσης αγοράς) ζάχαρης. Για την περίοδο εµπορίας 2000/2001, η Επιτροπή αποφάσισε να µειώσει τις ποσοστώσεις των κοινοτικών παραγωγών κατά περίπου 500 000 τόνους […]. Κάθε συµπληρωµατική εισαγωγή ζάχαρης και προϊόντων µε µεγάλο ποσοστό ζάχαρης προέλευσης ΥΧΕ θα συνεπάγεται µεγαλύτερη µείωση των ποσοστώσεων των κοινοτικών παραγωγών και εποµένως µεγαλύτερη απώλεια της κατοχύρωσης του εισοδήµατός των.

(6)      Κατά συνέπεια, εξακολουθούν να υπάρχουν δυσχέρειες που ενέχουν τον κίνδυνο επιδείνωσης ενός τοµέα δραστηριότητας της Κοινότητας [...]».

30.   Γι’ αυτό η Επιτροπή περιόρισε τη σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ σε 4 848 τόνους ζάχαρης για τα προϊόντα των δασμολογικών κωδικών ΣΟ 1701, 1806 10 30 και 1806 10 90.

31.   Ο κανονισμός 2081/2000 ίσχυε από 1ης Οκτωβρίου 2000 μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2001, σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού.

II – Οι ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγές και οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις

32.   Με προσφυγές που κατέθεσαν το έτος 2000, διάφορες επιχειρήσεις μεταποιήσεως ζάχαρης εγκατεστημένες στις ΥΧΕ (Αρούμπα και Ολλανδικές Αντίλλες) άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Πρωτοδικείου.

33.   Καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές ζήτησε την ακύρωση, μεταξύ άλλων, των κανονισμών 465/2000 και 2081/2000 (στο εξής: επίδικοι κανονισμοί), καθώς και να υποχρεωθεί η Κοινότητα να αποκαταστήσει τη ζημία που εκτιμούσαν ότι υπέστησαν εξαιτίας της λήψεως των μέτρων αυτών.

34.   Με τις αποφάσεις Rica Foods II και Rica Foods III (15), το Πρωτοδικείο απέρριψε τις ως άνω προσφυγές-αγωγές και καταδίκασε τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

III – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και τα κατ’ αναίρεση προβαλλόμενα αιτήματα

35.   Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Ιανουαρίου 2003 (υποθέσεις C-40/03 P και C-41/03 P) η Rica Foods άσκησε αναίρεση κατά των ως άνω αποφάσεων.

36.   Η Rica Foods ζητεί την ακύρωση των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα. Ζητεί επιπλέον από το Δικαστήριο να εκδικάσει τη διαφορά επί της ουσίας και να δεχθεί τα αιτήματα ακυρώσεως και αποζημιώσεως που είχε προβάλει πρωτοδίκως.

37.   Στις δύο υποθέσεις, η Επιτροπή, καθής, και το Βασίλειο της Ισπανίας, παρεμβαίνον πρωτοδίκως, ζητούν την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα. Η Γαλλική Δημοκρατία, επίσης παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως, υποβάλλει τα ίδια αιτήματα στην υπόθεση C-41/03 P.

IV – Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

38.   Μολονότι οι αιτήσεις αναιρέσεως είναι σχετικά συγκεχυμένες, μπορεί να θεωρηθεί ότι η Rica Foods επικαλείται έξι λόγους προς στήριξη των αιτημάτων της:

–       παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE ·

–       πλάνη κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων των επίμαχων εισαγωγών· 

–       παραμόρφωση των επίδικων κανονισμών·

–       πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ·

–       παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως YXE, και

–       προσβολή του προτιμησιακού καθεστώτος που έχουν οι YXE.

39.   Πριν εξετάσω τους λόγους αυτούς σημειώνω ότι η αιτιολογία της αποφάσεως Rica Foods II είναι σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη της αποφάσεως Rica Foods III και ότι, επιπλέον, η αναιρεσείουσα προβάλλει τις ίδιες αιτιάσεις κατά των δύο αποφάσεων. Έτσι, απλώς για λόγους ευκολίας, στη συνέχεια των προτάσεών μου θα αναφέρομαι μόνο στην πρώτη απόφαση και στην αίτηση αναιρέσεως που στρέφεται κατ’ αυτής, χωρίς να υπενθυμίζω κάθε φορά ότι η σχετική ανάπτυξη ισχύει και για τη δεύτερη υπόθεση.

Α –      Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως YXE

40.   Ο πρώτος λόγος στρέφεται κατά της σκέψεως 86 της αποφάσεως Rica Foods II.

41.   Στη σκέψη αυτή το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την εφαρμογή του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ». Προσέθεσε ότι, «ενόψει μιας τέτοιας ευχέρειας, εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να περιοριστεί στον έλεγχο του αν η άσκηση της ευχέρειας αυτής πάσχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή του αν ακόμη τα κοινοτικά όργανα υπερέβησαν προφανώς τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας».

42.   Η Rica Foods υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, αναγνωρίζοντας μια τέτοια ευχέρεια υπέρ της Επιτροπής, παρέβη το άρθρο 109 της αποφάσεως ΥΧΕ. Θεωρεί ότι η διάταξη αυτή αποτελεί εξαίρεση από την αρχή, που θέτει το άρθρο 101, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ, περί της απαγορεύσεως δασμών επί των προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ και ότι, όπως κάθε εξαίρεση, έπρεπε να ερμηνευθεί στενά. Επομένως, κατ’ αυτήν, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να αναγνωρίσει υπέρ της Επιτροπής ευρεία διακριτική ευχέρεια στον τομέα αυτό.

43.   Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Πρωτοδικείο, αναγνωρίζοντας μια τέτοια ευχέρεια υπέρ της Επιτροπής, περιορίστηκε να εφαρμόσει την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Πράγματι, το Δικαστήριο δέχεται ότι τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια προς εκτίμηση του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ και ότι, όταν υφίσταται μια τέτοια ευχέρεια, ο δικαστικός έλεγχος μιας πράξεως πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο του αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, αν τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη για την αμφισβητουμένη επιλογή ήταν ακριβή και αν δεν υφίσταται πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (16).

44.   Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Rica Foods, η αναγνώριση μιας τέτοιας διακριτικής ευχέρειας υπέρ κοινοτικού οργάνου δεν συνδέεται με το αν η οικεία διάταξη έχει ή όχι το χαρακτήρα εξαιρέσεως.

45.   Πράγματι, κατά τη νομολογία, θεωρώ ότι είναι δυνατό να διακρίνουμε δύο κατηγορίες «διακριτικής ευχέρειας». Η πρώτη κατηγορία είναι εκείνη η οποία μπορεί να αποκληθεί διακριτική ευχέρεια «πολιτικής» φύσεως. Η διακριτική αυτή ευχέρεια αναγνωρίζεται γενικά στα κοινοτικά όργανα όταν ενεργούν ως «πολιτικές» αρχές και, ιδίως, όταν νομοθετούν σε δεδομένο τομέα ή όταν καθορίζουν τις γενικές γραμμές μιας κοινοτικής πολιτικής. Στην περίπτωση αυτή, η αναγνώριση διακριτικής ευχέρειας δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα κοινοτικά όργανα πρέπει γενικά να συμβιβάζουν διιστάμενα συμφέροντα και να καταλήγουν σε λύσεις στο πλαίσιο πολιτικών επιλογών που υπάγονται στις ευθύνες τους (17). Έτσι, η διακριτική ευχέρεια «πολιτικής» φύσεως αντιστοιχεί προς τις πολιτικές ευθύνες τις οποίες αναθέτει στα κοινοτικά όργανα μια κοινοτική διάταξη (18).

46.   Η δεύτερη κατηγορία καλύπτει αυτό το οποίο μπορεί να αποκαλείται διακριτική ευχέρεια «τεχνικής» φύσεως. Η εν λόγω διακριτική ευχέρεια αναγνωρίζεται γενικά στα κοινοτικά όργανα όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της «διοικητικής» αρχής και, ιδίως, όταν λαμβάνουν ατομικές αποφάσεις στον τομέα του ανταγωνισμού ή των κρατικών ενισχύσεων, ή ακόμα όταν λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα προστασίας αντιντάμπινγκ. Στην περίπτωση αυτή, η αναγνώριση μιας διακριτικής ευχέρειας υπέρ των κοινοτικών οργάνων δικαιολογείται από την τεχνική, οικονομική και νομική περιπλοκότητα των καταστάσεων που τα όργανα αυτά πρέπει να εξετάζουν και τις εκτιμήσεις στις οποίες πρέπει να προβαίνουν (19).

47.   Δεν αμφισβητείται ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η αναγνώριση διακριτικής ευχέρειας υπέρ κοινοτικού οργάνου συνεπάγεται περιορισμό του δικαστικού ελέγχου. Όπως είδαμε (20), το Δικαστήριο δέχεται ότι, όταν πρόκειται για μια τέτοια ευχέρεια, ο έλεγχος του δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, αν τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη για την αμφισβητούμενη επιλογή ήταν ακριβή και αν δεν υφίσταται πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας.

48.   Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας Poiares Maduro (21), επομένως, ο περιορισμός δεν αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου: σε όλες τις περιπτώσεις ο έλεγχος αφορά τις διάφορες πλημμέλειες που παραθέτει το άρθρο 230 ΕΚ, δηλαδή την έλλειψη αρμοδιότητας, την τήρηση των κανόνων δικαίου και την κατάχρηση εξουσίας. Ο περιορισμός αφορά περισσότερο την ένταση του ελέγχου, υπό την έννοια ότι ο δικαστής περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν υφίσταται πρόδηλη παράβαση ή πρόδηλη πλάνη κατά την τήρηση του εφαρμοστέου δικαίου και κατά την εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών.

49.   Κατόπιν αυτού, πιστεύω ότι η ένταση του δικαστικού ελέγχου διαφέρει ανάλογα με το αν πρόκειται για διακριτική ευχέρεια πολιτικής φύσεως ή διακριτική ευχέρεια τεχνικής φύσεως. Πράγματι, έστω και αν ο έλεγχος του δικαστή περιορίζεται και στις δύο περιπτώσεις στην «πρόδηλη πλάνη», λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας πιστεύω ότι ο έλεγχος του δικαστή είναι λιγότερο έντονος όταν η επίμαχη πράξη απορρέει από την άσκηση, από μέρους κοινοτικού οργάνου, διακριτικής ευχέρειας πολιτικής φύσεως.

50.   Όπως και αν έχουν τα πράγματα, τα ως άνω στοιχεία επαρκούν σαφώς για να διαπιστωθεί ότι ο πρώτος λόγος της Rica Foods δεν είναι βάσιμος. Πράγματι, προκύπτει ότι η αναγνώριση διακριτικής ευχέρειας υπέρ κοινοτικού οργάνου ουδόλως συνδέεται με το αν η επίμαχη διάταξη έχει ή όχι τον χαρακτήρα εξαιρέσεως. Η εξουσία αυτή αντιστοιχεί εν προκειμένω στις πολιτικές ευθύνες τις οποίες το άρθρο 109 της αποφάσεως ΥΧΕ έχει αναθέσει στα κοινοτικά όργανα (22). Εξάλλου η νομολογία παρέχει πολυάριθμα παραδείγματα περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται στα κοινοτικά όργανα ευρεία διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της εκτιμήσεως διατάξεων που εισάγουν παρεκκλίσεις, όπως είναι το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ (23), το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (24), ή το άρθρο 108, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης του Μάαστριχτ (25).

51.   Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον πρώτο λόγο ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε πλάνη κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων των επίμαχων εισαγωγών

52.   Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η Rica Foods υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πολλά σημεία σε πλάνη κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων των επίμαχων εισαγωγών.

53.   Η εταιρία αυτή αμφισβήτησε πρωτοδίκως διάφορους ισχυρισμούς της Επιτροπής. Είχε υποστηρίξει μεταξύ άλλων ότι οι συμπληρωματικές εισαγωγές ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ δεν οδηγούσαν σε αύξηση του πλεονάσματος ζάχαρης στην κοινοτική αγορά και ότι δεν επέφεραν πρόσθετες δαπάνες για τον προϋπολογισμό της Κοινότητας.

54.   Το Πρωτοδικείο απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς για τους ακόλουθους λόγους:

«95      [...] από τις στατιστικές της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Eurostat) που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει ότι το 1996 οι εισαγωγές ζάχαρης καταγωγής ΥΧΕ ανέρχονταν σε 2 251,1 τόνους και ότι δεν υφίστατο εισαγωγή μιγμάτων καταγωγής ΥΧΕ. Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι οι 2 251,1 τόνοι ζάχαρης που εισήχθησαν αφορούσαν ζάχαρη με σώρευση καταγωγής ΑΚΕ/ΥΧΕ [και ότι] το 1996 δεν υφίσταντο εισαγωγές στην Κοινότητα ζάχαρης υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ [...].

96      Στη συνέχεια, από τις στατιστικές της Eurostat προκύπτει ότι το 1999 οι εισαγωγές στην Κοινότητα ζάχαρης υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ ανέρχονταν σε 35 791,8 τόνους ενώ οι εισαγωγές μιγμάτων σε 12 420 τόνους.

97      Επομένως, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε […] ότι οι εισαγωγές στην Κοινότητα ζάχαρης που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 1701 και μιγμάτων ζάχαρης και κακάου που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1806 10 30 και 1806 10 90 προελεύσεως ΥΧΕ με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ “εξελίχθηκαν από 0 τόνους το 1996 σε περισσότερους από 48 000 τόνους το 1999” [και ότι επρόκειτο] για “μεγάλη αύξηση” […].

98      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν […] τη διαπίστωση […] σύμφωνα με την οποία οι εισαγωγές στην Κοινότητα ζάχαρης υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ ωθούν στην εξαγωγή με επιστροφή αντίστοιχη ποσότητα κοινοτικής ζάχαρης […].

99      Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, συναφώς, καταρχάς, ότι οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι η [κοινοτική] αγορά ζάχαρης είναι πλεονασματική. Η κοινοτική παραγωγή ζάχαρης Α και Β, ήτοι ζάχαρης για την οποία χορηγείται επιστροφή κατά την εξαγωγή, υπερβαίνει ήδη την κοινοτική κατανάλωση ζάχαρης […].

100      Επιπλέον, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο στην [προαναφερθείσα] απόφαση Emesa Sugar […] (σκέψη 56), η Κοινότητα υποχρεούται να εισάγει ορισμένη ποσότητα ζάχαρης από τρίτες χώρες βάσει των συμφωνιών ΠΟΕ.

101      Υπό αυτές τις συνθήκες, αν η κοινοτική παραγωγή ζάχαρης δεν μειωθεί, κάθε συμπληρωματική εισαγωγή ζάχαρης υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ θα αυξάνει το πλεόνασμα ζάχαρης στην κοινοτική αγορά και θα οδηγήσει σε αύξηση των επιχορηγούμενων εξαγωγών (βλ. παρατεθείσα στη σκέψη 100, ανωτέρω, απόφαση Emesa Sugar, σκέψη 56).

102      Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, επομένως, ότι η [Επιτροπή] ορθώς θεώρησε […] ότι “κάθε εισαγωγή ζάχαρης στην Κοινότητα ωθεί στην εξαγωγή αντίστοιχης ποσότητας κοινοτικής ζάχαρης η οποία δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά της” […].

[...]

116      Τέλος, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι […] οι εισαγωγές ζάχαρης από τις ΥΧΕ δεν [επιβαρύνουν] τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Συγκεκριμένα, κατά το μέτρο που αυτές οι εισαγωγές ωθούν στην εξαγωγή αντίστοιχη ποσότητα κοινοτικής ζάχαρης, οι επιστροφές κατά την εξαγωγή που συνδέονται με τις εξαγωγές αυτές βαρύνουν τους ευρωπαίους παραγωγούς ζαχαροκάλαμου, με το σύστημα της αυτοχρηματοδοτήσεως, και σε τελική ανάλυση τους ευρωπαίους καταναλωτές […].

[…]

118      Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι οι δυσχέρειες για τις οποίες γίνεται λόγος στον προσβαλλόμενο κανονισμό είναι η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών ζάχαρης ή μιγμάτων, υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ, η πλεονασματική κατάσταση της αγοράς κοινοτικής ζάχαρης που οδηγεί σε επιδοτούμενες εξαγωγές και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμφωνίες ΠΟΕ […].

119      Ενόψει της πλεονασματικής καταστάσεως της κοινοτικής αγοράς, η εισαγόμενη ζάχαρη καταγωγής ΥΧΕ θα [υποκαταστήσει] την κοινοτική ζάχαρη, η οποία, προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία της κοινής οργανώσεως των αγορών, θα πρέπει να εξάγεται.

120      Ακόμη και αν οι εξαγωγές κοινοτικής ζάχαρης χρηματοδοτούνται εν πολλοίς από τη βιομηχανία κοινοτικής ζάχαρης και επομένως από τον καταναλωτή, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι οι συμφωνίες ΠΟΕ περιορίζουν τις επιδοτήσεις κατά την εξαγωγή, ανεξαρτήτως του ποιος βαρύνεται τελικώς με το κόστος αυτών των επιδοτήσεων, και ότι κάθε επιπλέον εισαγωγή επιδεινώνει την κατάσταση σε μια ήδη πλεονασματική αγορά.

121      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν [εκ μέρους της Rica Foods] δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.»

55.   Ο δεύτερος λόγος περιλαμβάνει δύο σκέλη, που πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά (26).

56.   Με το πρώτο σκέλος η Rica Foods προβάλλει διάφορα επιχειρήματα προς απόδειξη του ότι, σε αντίθεση με όσα έκρινε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 99 έως 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι εισαγωγές ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ δεν είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του πλεονάσματος ζάχαρης στην κοινοτική αγορά (27).

57.   Επί του σημείου αυτού υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία (28), το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώνει πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο προς στήριξη των περιστατικών αυτών. Αν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προσκομίστηκαν νομοτύπως και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι εφαρμοστέοι δικονομικοί κανόνες επί της διεξαγωγής των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα υποβληθέντα υπόψη του στοιχεία. Επομένως η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση των στοιχείων αυτών.

58.   Όμως, εν προκειμένω το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, ότι, δεδομένου ότι η κοινοτική παραγωγή ζάχαρης είναι ήδη πλεονασματική, «κάθε συμπληρωματική εισαγωγή ζάχαρης υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ θα αυξάνει το πλεόνασμα ζάχαρης στην κοινοτική αγορά και θα οδηγ[εί] σε αύξηση των επιχορηγούμενων εξαγωγών (29).

59.   Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του λόγου είναι προδήλως απαράδεκτο. Πράγματι, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε αλλ’ ούτε καν ισχυρίστηκε ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε τα πραγματικά και αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, η εκτίμησή του σχετικά με την αύξηση του πλεονάσματος ζάχαρης στην κοινοτική αγορά αποτελεί πραγματική εκτίμηση η οποία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως.

60.   Με το δεύτερο σκέλος η Rica Foods υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο πλανήθηκε δεχόμενο, στις σκέψεις 118 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εισαγωγές ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ προκαλούσαν πρόσθετα έξοδα στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Υπογραμμίζει ότι οι επιστροφές κατά την εξαγωγή ζάχαρης A και B χρηματοδοτούνται πλήρως από τους παραγωγούς, μέσω εισφορών οι οποίες μετακυλίονται στους καταναλωτές. Στον βαθμό που οι επίμαχες εισαγωγές ωθούν σε εξαγωγή μια αντίστοιχη ποσότητα κοινοτικής ζάχαρης, οι εισαγωγές αυτές δεν έχουν επίπτωση επί του προϋπολογισμού της Κοινότητας.

61.   Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο δεν έκρινε ότι οι επίμαχες εισαγωγές προκαλούσαν πρόσθετα έξοδα στον προϋπολογισμό της Κοινότητας. Αντιθέτως, υπογράμμισε ότι, λαμβανομένης υπόψη της πλεονασματικής καταστάσεως της κοινοτικής αγοράς και του περιορισμού των επιδοτούμενων εξαγωγών που προβλέπεται από τις συμφωνίες ΠΟΕ, κάθε συμπληρωματική εισαγωγή ζάχαρης δυσχεραίνει την κατάσταση «ανεξαρτήτως του ποιος βαρύνεται τελικώς με το κόστος αυτών των επιδοτήσεων» κατά την εξαγωγή (30).

62.   Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος της Rica Foods πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου, που στηρίζεται σε παραμόρφωση των επίδικων κανονισμών

63.   Ο τρίτος λόγος αφορά τις σκέψεις 107 και 108 της αποφάσεως Rica Foods II. Το Πρωτοδικείο έκρινε στις σκέψεις αυτές τα ακόλουθα:

«107      Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ούτε η αύξηση των εισαγωγών στην Κοινότητα ζάχαρης και μιγμάτων υπό καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ, ούτε το πλεόνασμα παραγωγής ή οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμφωνίες ΠΟΕ συνιστούν δυσκολίες υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ, που μπορούν να δικαιολογήσουν τη λήψη ενός μέτρου διασφαλίσεως.

108      Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, εκ προοιμίου, ότι η Επιτροπή ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι καθεμία από τις δυσχέρειες που προέβαλε μπορεί να δικαιολογήσει, καθεαυτή, τη λήψη ενός μέτρου διασφαλίσεως. Αντιθέτως, από [τους] προσβαλλόμενο[υς] κανονισμ[ούς] προκύπτει ότι οι δυσχέρειες που επικαλέστηκε η Επιτροπή συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η πλεονασματική κατάσταση της αγοράς έχει ως αποτέλεσμα κάθε συμπληρωματικός εισαγόμενος τόνος να οδηγεί σε αύξηση των επιδοτήσεων για την εξαγωγή, αύξηση η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγεί σε υπέρβαση των ορίων που προβλέπουν οι συμφωνίες ΠΟΕ.»

64.   Η Rica Foods υποστηρίζει ότι, επί του σημείου αυτού, το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε τους επίδικους κανονισμούς. Σε αντίθεση με όσα έκρινε το Πρωτοδικείο, η Επιτροπή ουδέποτε θεώρησε με τους επίδικους κανονισμούς ότι οι «δυσκολίες» περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 109 της αποφάσεως ΥΧΕ προέκυπταν εν προκειμένω από τον συνδυασμό των τριών προαναφερθέντων στοιχείων, δηλαδή λόγω της πλεονασματικής καταστάσεως της κοινοτικής αγοράς, της αυξήσεως των επίμαχων εισαγωγών και των περιορισμών που επέβαλλαν οι συμφωνίες ΠΟΕ. Επομένως, το Πρωτοδικείο υποκατέστησε την αιτιολογία των επίδικων κανονισμών με τη δική του.

65.   Πρέπει να υπομνησθεί ότι, ναι μεν το Πρωτοδικείο και μόνο είναι αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί (31), το ζήτημα όμως της παραμορφώσεως των στοιχείων αυτών ή της προσβαλλομένης πράξεως αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως (32). Ένας λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε παραμόρφωση της προσβαλλομένης πράξεως έχει ως σκοπό να διαπιστωθεί ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε το νόημά της, το περιεχόμενό της ή την έκτασή της. Έτσι, η παραμόρφωση μπορεί να προκύπτει από τροποποίηση του περιεχομένου της πράξεως (33), όταν δεν λαμβάνονται υπόψη οι ουσιώδεις πτυχές της (34) ή όταν δεν λαμβάνεται υπόψη το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται (35).

66.   Επομένως, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου ο ως άνω λόγος είναι παραδεκτός, σε αντίθεση με όσα διατείνεται η Γαλλική Κυβέρνηση (36), δεδομένου ότι στηρίζεται σε παραμόρφωση των επίδικων κανονισμών.

67.   Ωστόσο, πιστεύω ότι ο λόγος αυτός είναι προδήλως αβάσιμος.

68.   Πράγματι, από απλή ανάγνωση των επίδικων κανονισμών γίνεται αντιληπτό ότι η Επιτροπή όντως θεώρησε ότι εν προκειμένω οι «δυσκολίες» περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 109 της αποφάσεως ΥΧΕ απέρρεαν από τον συνδυασμό τριών παραγόντων.

69.   Έτσι, αφού διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές ζάχαρης και μιγμάτων προελεύσεως ΥΧΕ «παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση» (37), η Επιτροπή ανέφερε ότι «τα τελευταία έτη ανέκυψαν δυσχέρειες» (38). Εξήγησε ότι «η [κοινοτική αγορά ζάχαρης] είναι πλεονασματική [οπότε] κάθε εισαγωγή ζάχαρης στην Κοινότητα εκτοπίζει ωθώντας στην εξαγωγή αντίστοιχη ποσότητα κοινοτικής ζάχαρης» (39). Διευκρίνισε επίσης ότι «για τη ζάχαρη αυτή πληρώνονται επιστροφές […]. Εντούτοις, οι εξαγωγές με χορήγηση επιστροφής περιορίζονται [πλέον] όσον αφορά τον όγκο τους από τ[ις] συμφωνί[ες ΠΟΕ]» (40). Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτών ότι «κάθε συμπληρωματική εισαγωγή ζάχαρης και προϊόντων με μεγάλο ποσοστό ζάχαρης προέλευσης ΥΧΕ θα συνεπάγεται μεγαλύτερη μείωση των ποσοστώσεων των κοινοτικών παραγωγών και επομένως μεγαλύτερη απώλεια της κατοχύρωσης του εισοδήματός των» (41).

70.   Επομένως, η Επιτροπή θεώρησε πράγματι ότι οι δυσκολίες περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ προέκυπταν από τον συνδυασμό πολλών παραγόντων, ήτοι από την αύξηση των επίμαχων εισαγωγών, την πλεονασματική κατάσταση της κοινοτικής αγοράς και τον περιορισμό των επιστροφών κατά την εξαγωγή ο οποίος απέρρεε από τις συμφωνίες ΠΟΕ. Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Rica Foods, επομένως, το Πρωτοδικείο δεν παραμόρφωσε τους επίμαχους κανονισμούs επί του σημείου αυτού.

 Επί του τετάρτου λόγου, που στηρίζεται σε πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ

71.   Με τον τέταρτο λόγο η Rica Foods προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι πλανήθηκε σε πολλά σημεία κατά την ερμηνεία του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ.

72.   Υποστήριξε πρωτοδίκως ότι τα στοιχεία που είχε επικαλεστεί η Επιτροπή δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως «δυσκολίες» που ενείχαν τον κίνδυνο «να προκαλέσουν επιδείνωση τομέα δραστηριοτήτων της Κοινότητας» υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ.

73.   Το Πρωτοδικείο απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά. Καταρχάς, όσον αφορά την ύπαρξη «δυσκολιών» υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ, έκρινε τα ακόλουθα:

«108      […] από το[υς] προσβαλλόμενο[υς] κανονισμ[ούς] προκύπτει ότι οι δυσχέρειες που επικαλέστηκε η Επιτροπή συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η πλεονασματική κατάσταση της αγοράς έχει ως αποτέλεσμα κάθε συμπληρωματικός εισαγόμενος τόνος να οδηγεί σε αύξηση των επιδοτήσεων για την εξαγωγή, αύξηση η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγεί σε υπέρβαση των ορίων που προβλέπουν οι συμφωνίες ΠΟΕ.

[...]

112      ΄Οσον αφορά το πλεόνασμα παραγωγής και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμφωνίες ΠΟΕ, οι προσφεύγουσες παρατηρούν, αφενός, ότι το πλεόνασμα παραγωγής υφίσταται εδώ και τριάντα έτη και, αφετέρου, ότι οι συμφωνίες ΠΟΕ, που προβλέπουν όρια για την επιδότηση των εξαγωγών ζάχαρης, συνήφθησαν το 1994. Επομένως, δεν πρόκειται για “δυσκολίες” υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ.

113      Το Πρωτοδικείο θυμίζει ότι ο όγκος των επιδοτούμενων εξαγωγών ζάχαρης μειώθηκε με τις συμφωνίες ΠΟΕ, και ιδίως με τον κατάλογο CXL. Ενώ για την περίοδο 1995/1996 ο όγκος των επιδοτούμενων εξαγωγών ήταν 1 555 600 τόνοι, μειώθηκε σε 1 273 500 τόνους την περίοδο 2000/2001.

114      Ενόψει της πλεονασματικής καταστάσεως της κοινοτικής αγοράς ζάχαρης, κάθε συμπληρωματική εισαγωγή ζάχαρης προς την Κοινότητα ωθεί στην εξαγωγή αντίστοιχη ποσότητα κοινοτικής ζάχαρης […]. Η αύξηση των εισαγωγών ζάχαρης ή μιγμάτων που υπάγονται σε καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ μπορεί επομένως να προκαλέσει δυσχέρειες ενόψει των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμφωνίες ΠΟΕ.

115      Ακόμη και αν το όριο για την περίοδο 2000/2001 ήταν ήδη γνωστό από το 1994 και ακόμη και αν η πλεονασματική κατάσταση της κοινοτικής αγοράς υφίσταται ήδη από δεκαετίες, ωστόσο η Επιτροπή ευλόγως θεώρησε ότι η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών ζάχαρης και μιγμάτων υπό καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ συνιστά, στο πλαίσιο της πλεονασματικής κοινοτικής αγοράς, “δυσκολία” υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ, πολλώ μάλλον εφόσον το προβλεπόμενο με τις συμφωνίες ΠΟΕ όριο καθιστούσε ήδη αναγκαία μία ουσιαστική μείωση των κοινοτικών ποσοστώσεων παραγωγής για την περίοδο 2000/2001 […]».

74.   Όσον αφορά, στη συνέχεια, την ύπαρξη κινδύνου σχετικά με «επιδείνωση τομέα δραστηριοτήτων της Κοινότητας», το Πρωτοδικείο ανέπτυξε την ακόλουθη συλλογιστική:

«123      Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, σε περίπτωση πτώσεως των τιμών στην αγορά ζάχαρης ή σε περίπτωση ριζικής επιδεινώσεως της καταστάσεως στον τομέα της ζάχαρης, θα υφίστατο επιδείνωση ή απειλή επιδεινώσεως υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ, η οποία θα [είχε ως αποτέλεσμα ζημίες], απολύσεις κ.λπ. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή βιομηχανία ζάχαρης είναι απολύτως υγιής. Οι τιμές της ζάχαρης δεν υφίστανται μειώσεις.

124      Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι οι περιστάσεις για τις οποίες κάνουν λόγο οι προσφεύγουσες μπορούν να συνιστούν απόδειξη ότι υφίσταται επιδείνωση ή απειλή επιδεινώσεως ενός τομέα δραστηριότητας της Κοινότητας υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ. Ωστόσο, μια κατάσταση στην οποία η μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής των κοινοτικών παραγωγών είναι αναγκαία, επίσης αποδεικνύει επιδείνωση ενός τομέα δραστηριότητας της Κοινότητας. Συγκεκριμένα, μια τέτοια μείωση επηρεάζει άμεσα το εισόδημα των κοινοτικών παραγωγών.

125      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ανάγκη μειώσεως των κοινοτικών ποσοστώσεων παραγωγής ζάχαρης κατά 500 000 τόνους λόγω των συμφωνιών ΠΟΕ [...].

126      Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι η κοινοτική παραγωγή ζάχαρης υπερβαίνει την κατανάλωση ζάχαρης στην Κοινότητα […]. Επιπλέον, όπως τόνισε το Δικαστήριο στην [προαναφερθείσα] απόφασή του Emesa Sugar […] (σκέψη 56), η Κοινότητα υποχρεούται “να εισάγει ορισμένη ποσότητα ζάχαρης από τρίτες χώρες, βάσει των συμφωνιών που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο του [ΠΟΕ]”. Σε τούτο προστίθενται ακόμη “οι εισαγωγές ζαχαροκάλαμου προελεύσεως των χωρών ΑΚΕ για την αντιμετώπιση της ειδικής ζητήσεως αυτού του προϊόντος” ([προαναφερθείσα] απόφαση Emesa Sugar, σκέψη 56)].

127      Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι υφίσταται [σχέση] μεταξύ της τηρήσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμφωνίες ΠΟΕ, αφενός, και της μειώσεως των κοινοτικών ποσοστώσεων παραγωγής που μνημονεύει ο προσβαλλόμενος κανονισμός, αφετέρου. Αμφισβητούν ωστόσο τον αριθμό των 500 000 τόνων που μνημονεύεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

128      Από τον κανονισμό (ΕΚ) 2073/2000 της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, για τη μείωση στον τομέα της ζάχαρης της εγγυημένης ποσότητας στο πλαίσιο του καθεστώτος των ποσοστώσεων παραγωγής και των αναμενόμενων μεγίστων αναγκών εφοδιασμού των επιχειρήσεων ραφιναρίσματος στο πλαίσιο των προτιμησιακών καθεστώτων εισαγωγής, για την περίοδο 2000/2001 (ΕΕ L 246, σ. 38), προκύπτει ότι η Επιτροπή πράγματι μείωσε τις ποσοστώσεις παραγωγής για την περίοδο εμπορίας 2000/2001 κατά 478 277 τόνους για τη ζάχαρη Α και Β […].

129      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, στη συνέχεια, ότι το επίπεδο εισαγωγών στην Κοινότητα ζάχαρης και μιγμάτων υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ είναι αμελητέο εάν ο όγκος των εισαγωγών ζάχαρης καταγωγής ΥΧΕ συγκριθεί με την κοινοτική παραγωγή ζάχαρης και με τις ποσότητες ζάχαρης που εισάγονται από ορισμένες τρίτες χώρες.

130      Η [Rica Foods] υπολογίζει ότι οι εισαγωγές ζάχαρης και μιγμάτων, υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΑΚΕ/ΥΧΕ και ΕΚ/ΥΧΕ, αντιπροσώπευαν, το 1999, το 0,320 % (κωδικός ΣΟ 1701) και το 0,102 % (κωδικός ΣΟ 1806) της κοινοτικής παραγωγής. Οι εισαγωγές υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ αντιπροσώπευαν, το 1999, 40 000 τόνους, ήτοι ποσότητα μικρότερη από εκείνη την οποία μια μεμονωμένη χώρα της ΑΚΕ όπως το Μπαρμπάντος μπορεί να εισάγει ετησίως προς την Κοινότητα (49 300 τόνοι).

131      Αυτό το επιχείρημα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει, συναφώς, ότι η Επιτροπή ευλόγως θεώρησε ότι η πολύ μεγάλη αύξηση των εισαγωγών ζάχαρης και των μιγμάτων υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ στο συγκεκριμένο πλαίσιο της πλεονασματικής αγοράς κοινοτικής ζάχαρης και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμφωνίες ΠΟΕ συνεπαγόταν “δυσκολίες” υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ.

132      Λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμφωνίες ΠΟΕ, που περιορίζουν τις επιδοτήσεις κατά τις εξαγωγές, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι “[κ]άθε συμπληρωματική εισαγωγή ζάχαρης και προϊόντων με μεγάλο ποσοστό ζάχαρης προέλευσης ΥΧΕ θα συνεπάγεται μεγαλύτερη μείωση των ποσοστώσεων των κοινοτικών παραγωγών και επομένως μεγαλύτερη απώλεια της κατοχύρωσης του εισοδήματός τους” […]. Το Πρωτοδικείο υπογραμμίζει, συναφώς, ότι οι εισαγωγές ζάχαρης ή μιγμάτων υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ, αντιπροσώπευαν, κατά την έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού, περίπου το 10 % της μειώσεως των ποσοστώσεων κοινοτικής παραγωγής που είχε αναγγείλει ο προσβαλλόμενος κανονισμός και ότι οι δυνατότητες παραγωγής ζάχαρης στις ΥΧΕ ανέρχονταν σε 100 000 έως 150 000 τόνους ετησίως […].

133      Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η μείωση της κοινοτικής παραγωγής προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αύξηση εισαγωγών ζάχαρης καταγωγής ΥΧΕ “αναστατώνει την κοινή οργάνωση των αγορών ζάχαρης [...] και [είναι] [...] αντίθετη προς τους στόχους της κοινής αγροτικής πολιτικής” ([προαναφερθείσα] απόφαση Emesa Sugar, σκέψη 56).

134      Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή ευλόγως θεώρησε [στους] προσβαλλομένου[ς] κανονισμού[ς] ότι οι αυξημένες εισαγωγές ζάχαρης καταγωγής ΥΧΕ συνεπάγονταν κίνδυνο αποσταθεροποιήσεως της κοινής οργανώσεως των αγορών ζάχαρης.»

75.   Στην απόφαση Rica Foods III, το Πρωτοδικείο προσέθεσε τα εξής:

«127      Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ακόμη ότι η μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής ζάχαρης Α και Β δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην σε απώλεια εισοδημάτων για τους αγρότες. Οι τελευταίοι μπορούν, πράγματι, να αποφασίσουν να καλλιεργήσουν άλλα προϊόντα.

128      Ωστόσο, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν άλλες καλλιέργειες θα μπορούσαν να αποδειχθούν εξίσου αποδοτικές όπως η καλλιέργεια ζάχαρης, η ανάγκη ουσιαστικής μειώσεως των ποσοστώσεων παραγωγής ζάχαρης Α και Β αποδεικνύει, καθεαυτή, την ύπαρξη επιδεινώσεως, ή τουλάχιστον απειλής επιδεινώσεως, ενός τομέα δραστηριότητας της Κοινότητας υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ.»

76.   Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο συνήγαγε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε καμία πρόδηλη πλάνη εκτιμώντας ότι η αύξηση των επίμαχων εισαγωγών συνιστούσε «δυσκολία» ικανή να «προκαλέσει επιδείνωση τομέα δραστηριοτήτων της Κοινότητας», υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ.

77.   Μολονότι οι αιτήσεις αναιρέσεως είναι ιδιαίτερα συγκεχυμένες επί του σημείου αυτού, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο τέταρτος λόγος αποτελείται από τέσσερα σκέλη, που θα εξετάσω διαδοχικά.

78.   Με το πρώτο σκέλος η Rica Foods υπογραμμίζει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης όχι μόνον μπορούσε να προβλέψει τα διάφορα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή –ήτοι την αύξηση των επίμαχων εισαγωγών, το πλεόνασμα της κοινοτικής παραγωγής και τον περιορισμό των επιστροφών κατά την εξαγωγή–, αλλά επίσης, σε ορισμένο, βαθμό, τα επιθυμούσε. Έτσι, κατά την απόφαση ΥΧΕ, η εξέλιξη των εισαγωγών προϊόντων ΥΧΕ αποτελούσε τον κύριο σκοπό της εμπορικής συνεργασίας που θέσπισε η απόφαση αυτή. Ομοίως, ο περιορισμός των επιστροφών κατά την εξαγωγή, που περιλαμβάνεται στον κατάλογο CXL, προκύπτει από εκούσια επιλογή του κοινοτικού νομοθέτη.

79.   Η Rica Foods προσθέτει ότι τα ως άνω στοιχεία υφίσταντο ήδη κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αποφάσεως ΥΧΕ και, εν πάση περιπτώσει, κατά τον χρόνο της αναθεωρήσεώς της το 1997. Έτσι, η κοινοτική αγορά ζάχαρης ήταν πλεονασματική ήδη από το 1968. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να εκτιμήσει τα στοιχεία αυτά ως «δυσκολίες» που ενείχαν τον κίνδυνο «να προκαλέσουν επιδείνωση τομέα δραστηριοτήτων της Κοινότητας» υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ.

80.   Κατ’ εμέ, το ως άνω πρώτο σκέλος σκέλος στηρίζεται επί εσφαλμένης βάσεως. Πράγματι, από τις αναιρεσιβαλλομένες αποφάσεις προκύπτει σαφώς ότι, μέχρι το 1997, δεν υφίσταντο εισαγωγές ζάχαρης και μιγμάτων στην Κοινότητα υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ. Στη σκέψη 110 της αποφάσεως Rica Foods II το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι οι επίμαχες εισαγωγές «εξελίχθηκαν από 0 τόνους το 1996 σε περισσότερους από 48 000 τόνους το 1999». Επομένως, είναι λάθος να προβάλλεται ο ισχυρισμός, όπως πράττει η αναιρεσείουσα, ότι οι «δυσκολίες» που διαπίστωσε η Επιτροπή υφίσταντο ήδη από την εποχή της εκδόσεως της αποφάσεως ΥΧΕ, το 1991, ή ακόμη κατά τον χρόνο της αναθεωρήσεώς της το 1997.

81.   Όσον αφορά το αν ήταν δυνατό να προβλεφθούν ορισμένα από τα εν λόγω στοιχεία ή αν αυτά ήταν επιθυμητά, και αν ακόμα αποδειχθεί κάτι τέτοιο (42), τούτο δεν είναι αυτό καθαυτό ικανό να εμποδίσει την Επιτροπή και, στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο, να καταλήξουν στη διαπίστωση ότι τα ως άνω στοιχεία αποτελούσαν «δυσκολίες» υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ. Πράγματι, απλώς και μόνον το γεγονός ότι προβλέφθηκε μια ρήτρα διασφαλίσεως στην απόφαση ΥΧΕ, ενώ αυτή αποσκοπεί στην εξέλιξη των εμπορικών συναλλαγών με τις ΥΧΕ, δείχνει, παρά το ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα φέρεται ως επιθυμητό, ότι θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί κάποτε ότι οι συναλλαγές αυτές δημιουργούν «δυσκολίες» ή κίνδυνο «επιδεινώσεως» τομέα δραστηριοτήτων της Κοινότητας.

82.   Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως η Rica Foods υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με όσα έκρινε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 128 της αποφάσεως Rica Foods III, η μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής, που προκλήθηκε από τις επίμαχες εισαγωγές, δεν επέφερε καμία μείωση του εισοδήματος των κοινοτικών παραγωγών. Μόνη συνέπεια της μειώσεως των ποσοστώσεων ήταν ότι οι παραγωγοί θα στρέφονταν στην καλλιέργεια άλλου προϊόντος και θα υπάγονταν σε άλλο σύστημα καθεστώς γεωργικών εγγυήσεων.

83.   Το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί. Πράγματι, η αναιρεσείουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι, σε περίπτωση μειώσεως των ποσοστώσεων παραγωγής, οι κοινοτικοί παραγωγοί θα έχουν όντως τη δυνατότητα να στραφούν σε άλλες καλλιέργειες. Εξάλλου, η Επιτροπή αμφισβητεί σοβαρά τον ισχυρισμό αυτό (43).

84.   Εν πάση περιπτώσει, η Rica Foods δεν απέδειξε αλλ’ ούτε καν υποστήριξε ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη δεχόμενο ότι, «ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν άλλες καλλιέργειες θα μπορούσαν να αποδειχθούν εξίσου αποδοτικές όπως η καλλιέργεια ζάχαρης, η ανάγκη ουσιαστικής μειώσεως των ποσοστώσεων παραγωγής ζάχαρης Α και Β αποδεικνύει, καθεαυτή, την ύπαρξη επιδεινώσεως, ή […] απειλής επιδεινώσεως, ενός τομέα δραστηριότητας της Κοινότητας υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ» (44).

85.   Με το τρίτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως η Rica Foods υπενθυμίζει ότι οι επίμαχες εισαγωγές αποτελούσαν μια αμελητέα ποσότητα σε σχέση με την κοινοτική παραγωγή. Έτσι, το 1999, οι εισαγωγές ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΑΚΕ/ΥΧΕ και ΕΚ/ΥΧΕ αντιπροσώπευαν μόλις το 0,320 % (κωδικός ΣΟ 1701) και 0,102 % (κωδικός ΣΟ 1806) της κοινοτικής παραγωγής. Η αναιρεσείουσα θεωρεί, επομένως, ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι τόσο ελάχιστες ποσότητες μπορούσαν να αποτελούν «δυσκολίες» υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ.

86.   Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση Emesa Sugar, το Δικαστήριο έκρινε, σχετικά με τη θέσπιση της ποσοστώσεως των 3 000 τόνων ετησίως για τις εισαγωγές ζάχαρης ΑΚΕ/ΥΧΕ, ότι «οποιαδήποτε πρόσθετη ποσότητα ζάχαρης, έστω και ελάχιστη σε σύγκριση με την κοινοτική παραγωγή, θα ανάγκαζε τα κοινοτικά όργανα, αν έφθανε στην αγορά της Κοινότητας, να αυξήσουν τις επιδοτήσεις των εξαγωγών […] ή να μειώσουν τις ποσοστώσεις των Ευρωπαίων παραγωγών, πράγμα που θα διατάρασσε την κοινοτική αγορά ζάχαρης […] και θα αντέβαινε προς τους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής» (45). Υπενθυμίζω ότι, το 1996 και το 1997, κατά τον χρόνο θεσπίσεως της προαναφερθείσας ποσοστώσεως, οι εισαγωγές ζάχαρης ΥΧΕ στην Κοινότητα ανέρχονταν, αντιστοίχως, σε 2 251,1 τόνους και σε 10 372,2 τόνους (46).

87.   Όμως, κατά τον χρόνο εκδόσεως των επίδικων κανονισμών, το 1999, οι ίδιες εισαγωγές ανέρχονταν σε 51 969,5 τόνους (47).

88.   Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη. Πράγματι, δεδομένου ότι, τον Φεβρουάριο του 2000, το Δικαστήριο έκρινε ότι εισαγωγές ζάχαρης ύψους 10 000 τόνων συνιστούσαν κίνδυνο διαταράξεως για την κοινή οργάνωση αγοράς ζάχαρης, ήταν εύλογο να θεωρήσει τον Νοέμβριο του 2002 το Πρωτοδικείο ότι εισαγωγές πέντε φορές μεγαλύτερες αποτελούσαν «δυσκολίες» και απειλή «επιδεινώσεως» για την ίδια κοινή οργάνωση αγοράς.

89.   Τέλος, με το τελευταίο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη δεχόμενο στις σκέψεις 112 έως 115 της αποφάσεως Rica Foods II ότι οι εισαγωγές ζάχαρης ΥΧΕ για την περίοδο εμπορίας 1999/2000 είχαν επιπτώσεις επί των υποχρεώσεων της Κοινότητας οι οποίες απορρέουν από τον κατάλογο CXL. Η Rica Foods θεωρεί, λαμβανομένων υπόψη των λεπτομερειών εφαρμογής των ανωτάτων ορίων που προβλέπει ο κατάλογος αυτός, ότι η Κοινότητα διέθετε επαρκή περιθώρια για να δεχθεί την αύξηση των εισαγωγών ζάχαρης και μιγμάτων με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ κατά την περίοδο εμπορίας 1999/2000.

90.   Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι, στις σκέψεις 112 έως 115 της αποφάσεως Rica Foods II, το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε το ζήτημα αν τα ανώτατα όρια που έθεταν οι συμφωνίες ΠΟΕ παρείχαν τη δυνατότητα αποδοχής των επίμαχων εισαγωγών για την περίοδο εμπορίας 1999/2000. Αντιθέτως, εξέτασε το επιχείρημα της νυν αναιρεσείουσας κατά το οποίο το πλεόνασμα της παραγωγής και οι υποχρεώσεις που απέρρεαν από τις συμφωνίες ΠΟΕ δεν αποτελούσαν «δυσκολίες» υπό την έννοια του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ επειδή «το πλεόνασμα παραγωγής υφίσταται εδώ και τριάντα έτη» και «οι συμφωνίες ΠΟΕ [...] συνήφθησαν το 1994» (48).

91.   Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον τέταρτο λόγο στο σύνολό του.

 Επί του πέμπτου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΥΧΕ

92.   Ο πέμπτος λόγος στρέφεται κατά της εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου σχετικά με τη συμφωνία των επίμαχων μέτρων προς την αρχή της αναλογικότητας.

93.   Σε πρώτο βαθμό το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε παραβεί την αρχή της αναλογικότητας που εκφράζεται στο άρθρο 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΥΧΕ περιορίζοντας τις εισαγωγές ζάχαρης και μιγμάτων με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ σε 3 340 τόνους με τον κανονισμό 465/2000, στη συνέχεια δε σε 4 848 τόνους με τον κανονισμό 2081/2000 (49).

94.   Με τον πέμπτο λόγο η Rica Foods υποστηρίζει ότι η εκτίμηση αυτή αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας. Προβάλλει δύο αιτιάσεις σε βάρος του Πρωτοδικείου.

95.   Πρώτον, θεωρεί ότι τα ανώτατα όρια που καθόρισε η Επιτροπή με τους επίδικους κανονισμούs, δηλαδή 3 340 τόνοι και 4 484 τόνοι, είναι υπερβολικά χαμηλά σε σχέση με τις ποσότητες ζάχαρης ΥΧΕ που εισάγονται στην Κοινότητα.

96.   Κατ’ εμέ, αυτή η πρώτη αιτίαση είναι προδήλως απαράδεκτη.

97.   Πράγματι, κατά πάγια νομολογία (50), από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που με συγκεκριμένο τρόπο στηρίζουν την αίτηση αυτή.

98.   Όμως, εν προκειμένω, η Rica Foods περιορίστηκε να αναφέρει με την αίτηση αναιρέσεως ότι:

«[...] η [Επιτροπή] και το Συμβούλιο δεν εξηγούν [...] κατά τρόπο αποδεκτό ή κατανοητό ποια ήταν τα συμφέροντα και οι λόγοι [...] που υπήρχαν ώστε να περιοριστούν οι εισαγωγές ζάχαρης ΥΧΕ στο επίπεδο του 1997, δηλαδή σε ποσότητα η οποία είναι:

–       εντελώς αμελητέα σε σχέση με την ευρωπαϊκή παραγωγή, τις ευρωπαϊκές εισαγωγές ή εξαγωγές, το ευρωπαϊκό πλεόνασμα ή κάθε άλλο στοιχείο της ευρωπαϊκής οργανώσεως ζάχαρης·

–       εντελώς ανεπαρκής για να παράσχει τη δυνατότητα στη ζαχαροβιομηχανία των ΥΧΕ μια εύλογη βάση για το μέλλον» (51).

99.   Επομένως, η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει ειδικά πώς το Πρωτοδικείο παρέβη την αρχή της αναλογικότητας που θέτει το άρθρο 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΥΧΕ.

100. Δεύτερον, η Rica Foods υποστηρίζει ότι οι ποσότητες ζάχαρης ΥΧΕ που εισάγονταν στην Κοινότητα ήταν τόσο αμελητέες ώστε δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον καθορισμό των επίμαχων ποσοστώσεων (52).

101. Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν αφορά τη συμφωνία των επίδικων κανονισμών προς την αρχή της αναλογικότητας. Αφορά το αν οι επίμαχες εισαγωγές μπορούσαν να θεωρηθούν ως «δυσκολίες» που δικαιολογούσαν τη λήψη μέτρου διασφαλίσεως δυνάμει του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ. Εξάλλου, εξετάστηκε ως τέτοιο στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου, που στηρίζεται σε πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ (53).

102. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον πέμπτο λόγο.

ΣΤ –      Επί του έκτου λόγου, που στηρίζεται σε προσβολή του προτιμησιακού καθεστώτος των ΥΧΕ

103. Ο τελευταίος λόγος στρέφεται κατά της εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου σχετικά με το προτιμησιακό καθεστώς των προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ.

104. Η εκτίμηση αυτή διατυπώνεται με τον ακόλουθο τρόπο (54):

«198      Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο σ΄, ΕΚ και των διατάξεων του τέταρτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ […] τα κοινοτικά όργανα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αρχή της ιεραρχίας των προτιμήσεων. Βάσει αυτής της αρχής, τα όργανα δεν μπορούν να θέτουν τα εμπορεύματα καταγωγής ΥΧΕ σε κατάσταση δυσμενέστερη από εκείνη των εμπορευμάτων ΑΚΕ ή άλλων χωρών […].

199      Πρώτον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι το άρθρο 213 της συμβάσεως του Lomé αποκλείει εντελώς τη λήψη μέτρων διασφαλίσεως για τη ζάχαρη. Η έκδοση τ[ων] προσβαλλομέν[ων] κανονισμ[ών] παραβιάζει, επομένως, το προτιμησιακό καθεστώς που απολαμβάνουν οι ΥΧΕ σε σχέση με τις χώρες ΑΚΕ.

200      [Η Rica Foods] συγκρίνει επίσης το άρθρο 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ με άλλες διατάξεις διασφαλίσεως […]. Αυτή η προσφεύγουσα καταλήγει ότι, εφόσον οι ΥΧΕ απολαμβάνουν του μέγιστου βαθμού προτιμήσεως, η Επιτροπή πρέπει να αποφεύγει τη λήψη μέτρων διασφαλίσεως βάσει του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ έναντι των εισαγωγών καταγωγής ΥΧΕ όταν οι προϋποθέσεις λήψεως αυτών των μέτρων δεν πληρούνται όσον αφορά τις εισαγωγές που προέρχονται από τρίτες, λιγότερο ευνοούμενες, χώρες.

201      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, βάσει του πρωτοκόλλου 8 της συμβάσεως του Lomé, η Κοινότητα παραχώρησε στις χώρες ΑΚΕ ποσόστωση μεγαλύτερη από 1,7 εκατομμυρία τόνους ζάχαρης, που αυτές μπορούν να εισάγουν στην Κοινότητα, εν όλω ή εν μέρει, άνευ δασμών και έναντι εγγυημένης τιμής. Περιορίζοντας τις εισαγωγές ζάχαρης καταγωγής ΥΧΕ υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ, σε 3 340 τόνους για επτά μήνες, η Κοινότητα παραβίασε την αρχή κατά την οποία τα εμπορεύματα καταγωγής ΥΧΕ δεν μπορούν να υπάγονται σε καθεστώς δυσμενέστερο από ό,τι τα προϊόντα που προέρχονται από χώρες ΑΚΕ ή άλλες τρίτες χώρες.

202      Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι ο κοινοτικός δικαστής, στο πλαίσιο του ελέγχου του, πρέπει να περιοριστεί στον έλεγχο του αν η Επιτροπή, η οποία διέθετε εν προκειμένω ευρεία διακριτική ευχέρεια, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως εκδίδοντας το[υς] προσβαλλόμενο[υς] κανονισμ[ούς] […].

203      Ακόμη και αν τα προϊόντα καταγωγής ΥΧΕ απολαύουν, βάσει του τέταρτου μέρους της Συνθήκης, προτιμησιακού καθεστώτος, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο έχουν ήδη κρίνει ότι το άρθρο 109 της αποφάσεως ΥΧΕ, που επιτρέπει στην Επιτροπή να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως, δεν παραβιάζει καμία αρχή του τέταρτου μέρους της Συνθήκης, απλώς και μόνον επειδή υπάρχει […]. Επομένως, από την απλή λήψη μέτρου διασφαλίσεως βάσει του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ δεν μπορεί να συναχθεί παράβαση του προτιμησιακού καθεστώτος των προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ.

204      Όσον αφορά το καθεστώς της ζάχαρης στη σύμβαση του Lomé, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, στο όγδοο πρωτόκολλο που επισυνάπτεται σε αυτή τη σύμβαση, η Επιτροπή δεσμεύεται έναντι των χωρών ΑΚΕ να αγοράσει ζάχαρη σε εγγυημένες τιμές και να εισαγάγει συγκεκριμένη ετήσια ποσότητα ζάχαρης (1,7 εκατομμύρια τόνους). Αυτές οι εισαγωγές γίνονται εν όλω ή εν μέρει άνευ δασμών. Προκειμένου να αποφευχθεί αυτή η εγγύηση να αποβεί νεκρό γράμμα, το άρθρο 213 της συμβάσεως του Lomé προβλέπει ότι η ρήτρα διασφαλίσεως (άρθρο 177 της συμβάσεως του Lomé) δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου αριθμός 8.

205      Αντιθέτως, βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ, όλα τα προϊόντα καταγωγής ΥΧΕ, και επομένως κατ’ αρχήν και η ζάχαρη, γίνονται δεκτά προς εισαγωγή στην Κοινότητα άνευ δασμών. Η ζάχαρη καταγωγής ΥΧΕ απολαύει, επομένως, σαφώς προτιμησιακού καθεστώτος σε σχέση με τη ζάχαρη ΑΚΕ. Το γεγονός ότι η Επιτροπή λαμβάνει ένα μέτρο διασφαλίσεως –μέτρο εκ φύσεως προσωρινό– δεν μεταβάλλει αυτή την κατάσταση πραγμάτων. Το Πρωτοδικείο υπογραμμίζει ακόμη, συναφώς, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά μόνον τη ζάχαρη και τα μίγματα που εισάγονται υπό το καθεστώς σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ. Δεν επιβάλλει ανώτατο όριο στις εισαγωγές ζάχαρης καταγωγής ΥΧΕ κατά τους συνήθεις κανόνες καταγωγής, στην περίπτωση που υφίσταται τέτοια παραγωγή.

206      Το επιχείρημα που αντλείται από το προτιμησιακό καθεστώς της ζάχαρης καταγωγής ΥΧΕ σε σχέση με τη ζάχαρη καταγωγής ΑΚΕ πρέπει επομένως να απορριφθεί.

207      Για τους ίδιους λόγους, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αντλήσουν επιχείρημα από τις ρήτρες διασφαλίσεως που περιέχονται στις συμφωνίες που η Κοινότητα έχει συνάψει με ορισμένες τρίτες χώρες.

[...]

210      Ενόψει αυτών των διαπιστώσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο[ι] προσβαλλόμενο[ι] κανονισμ[οί] δεν είχ[αν] ως συνέπεια να περιαγάγ[ουν] τις χώρες ΑΚΕ και τις τρίτες χώρες σε ανταγωνιστική θέση σαφώς [ευνοϊκότερη] από ό,τι τις ΥΧΕ.»

105. Με τον τελευταίο λόγο αναιρέσεως η Rica Foods υποστηρίζει ότι η ως άνω εκτίμηση προσβάλλει το προτιμησιακό καθεστώς των προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ. Κατ’ αυτήν, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη την πολύ διαφορετική μεταχείριση που προκύπτει από τα μέτρα διασφαλίσεως μεταξύ, αφενός, των εισαγωγών προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ και, αφετέρου, των εισαγωγών προϊόντων καταγωγής κρατών ΑΚΕ και των μάλλον ευνοουμένων κρατών, ή ακόμα και των εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες.

106. Όπως και η Επιτροπή, πιστεύω ότι ο λόγος αυτός είναι προδήλως απαράδεκτος.

107. Πράγματι, στις σκέψεις 198 έως 210 της αποφάσεως Rica Foods II, που παρατίθενται ανωτέρω, το Πρωτοδικείο εξέθεσε σαφώς τους λόγους για τους οποίους, κατ’ αυτό, τα επίμαχα μέτρα διασφαλίσεως δεν έθεταν τα κράτη ΑΚΕ και τις τρίτες χώρες σε ευνοϊκότερη ανταγωνιστική θέση έναντι των ΥΧΕ.

108. Όμως, με τα δικόγραφα των αιτήσεων αναιρέσεως, η Rica Foods δεν αναφέρει πώς η συλλογιστική του Πρωτοδικείου πάσχει λόγω νομικής πλάνης επί του σημείου αυτού. Η αναιρεσείουσα περιορίζεται να επαναλάβει ότι «τα προϊόντα των ΥΧΕ έχουν προνομιούχο θέση βάσει του “προτιμησιακού” καθεστώτος τους εντός της Κοινότητας» και ότι, «με τα [επίμαχα] μέτρα διασφαλίσεως η αναιρεσίβλητη επιφύλαξε πολύ διαφορετική […] μεταχείριση μεταξύ, αφενός, των εισαγωγών από τα κράτη ΑΚΕ και από τα πλέον ευνοούμενα κράτη [...] και, αφετέρου, [των] ΥΧΕ» (55).

109. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 97 των προτάσεών μου αυτών.

V –    Πρόταση

110. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, με εξαίρεση τα δικαστικά έξοδα των παρεμβαινόντων διαδίκων, σύμφωνα με τα άρθρα 69 και 118 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Υπόθεση T-47/00, Rica Foods κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑113).


3 – Υποθέσεις T-94/00, T-110/00 και T-159/00, Rica Foods κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-4677, στο εξής: απόφαση Rica Foods II), και T-332/00 και T-350/00, Rica Foods και Free Trade Foods κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-4755, στο εξής: απόφαση Rica Foods III).


4 – ΕΕ L 252, σ. 1.


5 – Κανονισμός του Συμβουλίου περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 177, σ. 4).


6 – Απόφαση σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336, σ. 1).


7 – Απόφαση σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΕ L 263, σ. 1).


8 – ΕΕ L 329, σ. 50 (στο εξής, ομού με την απόφαση 91/482: απόφαση ΥΧΕ).


9 – Βλ. την απόφαση 2000/169/ΕΚ (ΕΕ L 55, σ. 67).


10 – ΕΕ L 294, σ. 11.


11 – Κανονισμός της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253, σ. 1).


12 – ΕΕ L 196, σ. 31. Η διαδικασία την οποία προβλέπει το άρθρο 308δ της πράξεως αυτής συνίσταται στην επιβολή στα κράτη μέλη της υποχρεώσεως «να παρέχουν στην Επιτροπή μία φορά κάθε μήνα, ή συχνότερα [...] λεπτομέρειες για τις ποσότητες των προϊόντων που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία με υπαγωγή σε προτιμησιακές δασμολογικές ρυθμίσεις κατά τους προηγούμενους μήνες».


13 – ΕΕ L 56, σ. 39.


14 – ΕΕ L 246, σ. 64.


15 – Που καλούνται επίσης «αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις».


16 – Βλ. ως πρόσφατο παράδειγμα, την απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, C-328/99 και C-399/00, Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-4035, σκέψη 39). Στον συγκεκριμένο τομέα του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ, το Δικαστήριο χρησιμοποιεί γενικά διαφορετική διατύπωση. Δέχεται ότι «ενόψει μιας τέτοιας ευχέρειας, εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να περιοριστεί στον έλεγχο του αν η άσκηση της ευχέρειας αυτής πάσχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή του αν ακόμα τα κοινοτικά όργανα υπερέβησαν προφανώς τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας» (βλ. τις αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-110/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-8763, σκέψη 62, και C-301/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-8853, σκέψη 74). Βλ. επίσης την απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 1999, C-390/95 P, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I‑769, σκέψη 48). Εντούτοις, θεωρώ τη διατύπωση αυτή λιγότερο ορθή σε σχέση με εκείνη που χρησιμοποιείται στο σημείο 43 των σημερινών προτάσεών μου, καθόσον παραλείπει να κάνει λόγο για τον έλεγχο ορισμένων στοιχείων, όπως η ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών ή η τήρηση των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογήσεως. Επιπλέον, δεν είναι σαφής η διαφορά μεταξύ υπάρξεως «προδήλης πλάνης» και της καταστάσεως στην οποία το κοινοτικό όργανο «υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας».


17 – Βλ. για παράδειγμα τις αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I-4973, σκέψεις 90 και 91)· της 17 Οκτωβρίου 1995, C-44/94, Fishermen’s Organisations κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I‑3115, σκέψη 37)· της 19ης Νοεμβρίου 1998, C-150/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. I‑7235, σκέψη 87)· της 8ης Φεβρουαρίου 2000, C-17/98, Emesa Sugar (Συλλογή 2000, σ. I-675, σκέψη 53), και τις προαναφερθείσες αποφάσεις Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, C-110/97, σκέψη 63, και C-301/97, σκέψεις 64 έως 68 και 75.


18 – Βλ. επίσης επ’ αυτού τις αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1990, C-267/88 έως C-285/88, Wuidart κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. I‑435, σκέψη 14)· της 26 Ιουνίου 1990, C‑8/89, Zardi (Συλλογή 1990, σ. I‑2515, σκέψη 11), και του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 1996, Τ-162/94, NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II‑427, σκέψη 70).


19 – Βλ. για παράδειγμα τις αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1966, 56/64 και 58/64, Consten και Grundig κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 363), και του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουλίου 1998, T-118/96, Thai Bicycle κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. II-2991, σκέψη 32 και τις εκεί παρατιθέμενες παραπομπές).


20 – Σημείο 43 των προτάσεών μου αυτών.


21 – Προτάσεις στην υπόθεση Επιτροπή κατά max.mobil, C-141/02 P, που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, σημεία 77 και 78.


22 – Βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, τις προαναφερθείσες αποφάσεις Emesa Sugar, σκέψη 53, και Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, C-110/97, σκέψη 63, και C-301/97, σκέψεις 64 έως 68 και 75.


23 – Βλ. για παράδειγμα τις αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψη 56)· της 21ης Μαρτίου 1991, C-303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I-1433, σκέψη 34), και της 15ης Ιουνίου 1993, C-225/91, Matra κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-3203, σκέψη 24).


24 – Κανονισμός του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1). Βλ. για παράδειγμα τις αποφάσεις Consten και Grundig κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα (Rec. 1966, σ. 501) και της 23ης Οκτωβρίου 1974, 17/74, Transocean Marine Paint κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 441, σκέψη 16).


25 – Βλ. την απόφαση της 4ης Απριλίου 1990, C-111/88, C-112/88 και C-20/89, Ελλάς κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-1559, συνοπτική δημοσίευση, σημείο 1 της περιλήψεως).


26 – Με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως (σημεία 31 έως 35) η Rica Foods προβάλλει μια τρίτη αιτίαση, που θα εξεταστεί στο πλαίσιο του τρίτου λόγου (βλ. σημεία 63 έως 70 των προτάσεών μου αυτών).


27 – Δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως της Rica Foods (σημεία 16 έως 19 και 24 έως 26).


28 – Βλ., ως πλέον πρόσφατες, την απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, C-122/01 P, T. Port κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. Ι-4261, σκέψη 27), και τη διάταξη της 9ης Ιουλίου 2004, C-116/03, Fichtner κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 33.


29 – Απόφαση Rica Foods II, σκέψη 101.


30 – Όπ.π. (σκέψη 120).


31 – Βλ. μεταξύ άλλων τις αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I 1981, σκέψη 66)• της 7ης Μαΐου 1998, C-401/96 P, Somaco κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-2587, σκέψη 54), και της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψη 24).


32 – Αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 1994, C-53/92 P, Hilti κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-667, σκέψη 42)• της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, C-362/95 P, Blackspur DIY κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I-4775, σκέψη 29)• της 28ης Μαΐου 1998, C-8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-3175, σκέψη 26)• Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα (σκέψη 24)• της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C-257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I-5251, σκέψεις 45 έως 47), καθώς και τις διατάξεις της 6ης Οκτωβρίου 1997, C-55/97 P, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I-5383, σκέψη 25)• της 16ης Οκτωβρίου 1997, C-140/96 P, Δημητριάδης κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1997, σ. I-5635, σκέψη 35), και της 27ης Ιανουαρίου 2000, C-341/98 P, Proderec κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 28).


33 – Βλ. τις αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2000, C-164/98 P, DIR International Film κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I 447, σκέψεις 47 και 48), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-197/99 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I 8461, σκέψη 67).


34 – Βλ. μεταξύ άλλων τη διάταξη της 11ης Απριλίου 2001, Επιτροπή κατά Trenker, C-459/00 P(R) (Συλλογή 2001, σ. I 2823, σκέψη 71).


35 – Βλ. μεταξύ άλλων, την απόφαση της 3ης Απριλίου 2003, C-277/01, Κοινοβούλιο κατά Samper (Συλλογή 2003, σ. I 3019, σκέψη 40).


36 – Υπόμνημα παρεμβάσεως (σημεία 11 επ.).


37 – Επίμαχοι κανονισμοί (πρώτη αιτιολογική σκέψη).


38 – Όπ.π. (τέταρτη αιτιολογική σκέψη).


39 – Όπ.π.


40 – Όπ.π.


41 – Επίμαχοι κανονισμοί (πέμπτη αιτιολογική σκέψη).


42 – Με τις προτάσεις του στην προαναφερθείσα απόφαση Emesa Sugar ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer ανέφερε ότι οι συνέπειες της εφαρμογής του κανόνα σωρεύσεως καταγωγής δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αποφάσεως ΥΧΕ. Κατ’ αυτόν, πράγματι, «[τ]ο πλάσμα [δικαίου] που καθιερώνει ο μηχανισμός σωρεύσεως καταγωγών εγκρίθηκε τότε από το Συμβούλιο χωρίς το Συμβούλιο να έχει –και πιθανότατα χωρίς να μπορεί να έχει– πλήρη επίγνωση των συνεπειών που μπορούσαν να υπάρξουν» (σημείο 58).


43 – Βλ. υπομνήματα απαντήσεως στις υποθέσεις C-40/03 P (σημείο 39) και  C-41/03 P (σημείο 45).


44 – Απόφαση Rica Foods III (σκέψη 128, η υπογράμμιση δική μου).


45 – Σκέψη 56 (η υπογράμμιση δική μου).


46 – Στατιστικές της Eurostat για τις εξαγωγές, από τις ΥΧΕ προς την Κοινότητα, προϊόντων των κωδικών ΣΟ 1806 10 30, ΣΟ 1806 10 90 και ΣΟ 1701 για τα έτη 1991-2000 (παράρτημα 1 του υπομνήματος παρεμβάσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στην υπόθεση Τ-94/00).


47 – Όπ.π.


48 – Σκέψη 112. Στην πραγματικότητα, το Πρωτοδικείο εξέτασε το περιθώριο ελιγμών που άφηναν οι συμφωνίες ΠΟΕ στις σκέψεις 135 έως 139 της αποφάσεως Rica Foods II. Ωστόσο, και αν ακόμα υποτεθεί ότι η αίτηση αναιρέσεως της Rica Foods μπορεί να εκληφθεί υπό την έννοια ότι αφορά τις τελευταίες αυτές σκέψεις και όχι τις σκέψεις 112 έως 115 της αποφάσεως Rica Foods II που απαριθμούνται ρητά στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, πιστεύω ότι η επιχειρηματολογία της Rica Foods είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμη για τους λόγους που εξέθεσα στις προτάσεις μου της σήμερον στις προαναφερθείσες υποθέσεις Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (C-26/00, C-180/00 και C-452/00, σημεία 76 έως 79).


49 – Βλ. τις αποφάσεις Rica Foods II (σκέψεις 157 έως 197) και Rica Foods III (σκέψεις 142 έως 177).


50 – Βλ. ως πλέον πρόσφατα παραδείγματα, την απόφαση της 23ης Μαρτίου 2004, C-234/02 P, Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής κατά Lamberts (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 76), και τη διάταξη της 28ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά CMA CGM κ.λπ. C-236/03 P (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 43).


51 – Δικόγραφα των αιτήσεων αναιρέσεως στις υποθέσεις C-40/03 P (σημείο 66) και C-41/03 P (σημείο 72).


52 – Δικόγραφα των αιτήσεων αναιρέσεως στις υποθέσεις C-40/03 P (σημείο 68) και C-41/03 P (σημείο 74).


53 – Βλ. σημεία 85 έως 88 των προτάσεών μου αυτών.


54 – Απόφαση Rica Foods II.


55 – Δικόγραφα αιτήσεων αναιρέσεως στις υποθέσεις C-40/03 P (σημείο 88) και C-41/03 P (σημείο 99).