Υπόθεση T-229/02

Kurdistan Workers’ Party (PKK) και Kurdistan National Congress (KNK)

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Προσφυγή ακυρώσεως — Ειδικά περιοριστικά μέτρα έναντι ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας — Ικανότητα προς άσκηση προσφυγής — Ιδιότητα του νομιμοποιουμένου ενεργητικώς — Παραδεκτό»

Διάταξη του Πρωτοδικείου (δεύτερο τμήμα) της 15ης Φεβρουαρίου 2005 

Περίληψη της διατάξεως

1.     Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση περί λήψεως περιοριστικών μέτρων στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας — Ομάδες και οντότητες αποδέκτες των ανωτέρω μέτρων — Παραδεκτό — Εκτίμηση κατά περίπτωση

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.     Διαδικασία — Παραδεκτό των προσφυγών — Εκτίμηση με γνώμονα την κατάσταση κατά τον χρόνο καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής — Δεν ασκεί επιρροή απόφαση αντικαθιστώσα κατά τη διάρκεια της δίκης την προσβαλλόμενη απόφαση

3.     Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Προσφυγή ενώσεως που προωθεί τα γενικά συμφέροντα μιας κατηγορίας φυσικών ή νομικών προσώπων — Προϋπόθεση — Ενεργητική νομιμοποίηση των μελών της ατομικώς — Συνεκτίμηση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των πρώην μελών — Αποκλείεται

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

4.     Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Πράξη γενικής ισχύος — Έννοια προσώπου το οποίο αφορά ατομικά διάταξη γενικής ισχύος

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

1.     Όταν πρόκειται για ομάδες ή οντότητες επί των οποίων τυγχάνουν εφαρμογής περιοριστικά μέτρα στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας, οι διέποντες το παραδεκτό μιας προσφυγής ακυρώσεως κανόνες πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Πράγματι, ενδέχεται να μην έχουν νομική υπόσταση ή να μην ήσαν σε θέση να τηρήσουν τους συνήθως εφαρμοζομένους επί των νομικών προσώπων κανόνες δικαίου. Ως εκ τούτου, υπερβολική τυπολατρία θα ισοδυναμούσε με τη μη αναγνώριση σε ορισμένες περιπτώσεις οποιασδήποτε δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως τη στιγμή κατά την οποία οι εν λόγω ομάδες και οντότητες αποτέλεσαν αντικείμενο κοινοτικών περιοριστικών μέτρων.

(βλ. σκέψη 28)

2.     Η αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης επιβάλλει ο προσφεύγων, αντιμέτωπος με την αντικατάσταση της προσβαλλόμενης πράξεως κατά τη διάρκεια της δίκης με πράξη έχουσα το αυτό αντικείμενο, να μην απαιτείται να ασκήσει νέα προσφυγή αλλά να δύναται να επεκτείνει ή προσαρμόσει το αρχικό αίτημά του κατά τρόπον ώστε να καλύπτει τη νέα πράξη. Εντούτοις, το παραδεκτό της προσφυγής εκτιμάται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της. Επομένως, ακόμη και σε περίπτωση προσαρμογής των αιτημάτων των προσφευγόντων λόγω εκδόσεως νέων πράξεων κατά τη διάρκεια της δίκης, παρόμοια προσαρμογή δεν μπορεί να θίγει τις προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής πλην εκείνης που ανάγεται στο ότι εξακολουθεί να υφίσταται έννομο συμφέρον προς άσκησή της. Όσον αφορά το παραδεκτό μιας προσφυγής, δεν συντρέχει επομένως λόγος να παρασχεθεί στα προσφεύγοντα η δυνατότητα προσαρμογής των αιτημάτων του ενόψει της εκδόσεως νέας πράξεως.

(βλ. σκέψεις 29-30)

3.     Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πράξη θίγουσα τα συλλογικά συμφέροντα μιας ενώσεως η οποία συνεστήθη για την προώθηση των συλλογικών συμφερόντων μιας κατηγορίας πολιτών αφορά ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, την η ένωση, η οποία δεν νομιμοποιείται ως εκ τούτου να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως οσάκις τα μέλη της δεν νομιμοποιούνται ατομικώς προς τούτο. Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η κατά το παρελθόν ιδιότητα ενός προσώπου ως μέλους ενώσεως επιτρέπει στην τελευταία να κάνει χρήση του δικαιώματος του εν λόγω προσώπου να κινηθεί ενδεχομένως δικαστικώς. Πράγματι, η αποδοχή παρόμοιας συλλογιστικής θα ισοδυναμούσε με την παροχή σε δεδομένη ένωση μιας μορφής διαρκούς δικαιώματος προς άσκηση προσφυγής, και τούτο παρά το γεγονός ότι η οικεία ένωση δεν μπορεί πλέον να ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί τα συμφέροντα του παλαιού μέλους της.

(βλ. σκέψεις 45, 49)

4.     Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ισχυρίζεται ότι το αφορά ατομικώς πράξη γενικής ισχύος μόνον αν αυτή το θίγει λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που προσιδιάζουν σ’ αυτό ή πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει έναντι οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Το γεγονός ότι η πράξη γενικής ισχύος μπορεί να έχει αποκλίνουσες συγκεκριμένες συνέπειες για τα διάφορα υποκείμενα δικαίου επί των οποίων τυγχάνει εφαρμογής δεν είναι ικανό να τα διακρίνει έναντι όλων των λοιπών ενδιαφερομένων προσώπων, εφόσον η εφαρμογή της πράξεως αυτής χωρεί δυνάμει μιας αντικειμενικώς προσδιοριζόμενης καταστάσεως.

Απόφαση περί απαγορεύσεως διαθέσεως κεφαλαίων σε ομάδα ή ένωση απευθυνόμενη σε όλα τα υποκείμενα δικαίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εφαρμόζεται επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένων καταστάσεων και επάγεται έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων αντιμετωπιζομένων γενικώς και αφηρημένως.

Ένωση υπέχουσα την υποχρέωση να σεβαστεί την επιβαλλόμενη με την επίδικη απόφαση απαγόρευση η οποία ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο με τον ισχύοντα για όλα τα λοιπά πρόσωπα εντός της Κοινότητας δεν επηρεάζεται ατομικώς από την απόφαση αυτή.

(βλ. σκέψεις 51-52)




ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 15ης Φεβρουαρίου 2005 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Ειδικά περιοριστικά μέτρα έναντι ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Ικανότητα προς άσκηση προσφυγής – Ιδιότητα του νομιμοποιουμένου ενεργητικώς – Παραδεκτό»

Στην υπόθεση T-229/02,

Kurdistan Workers' Party (PKK),

Kurdistan National Congress (KNK), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενα από τους M. Muller και E. Grieves, barristers, και την J. Peirce, solicitor,

προσφεύγοντα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τους Μ. Βιτσεντζάτο και M. Bishop,

καθού,

υποστηριζόμενου από

το Ηνωμένο Βασίλειο Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον J. Collins, ακολούθως από την R. Caudwell, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

και από

την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους C. Brown και P. Kuijper, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2002/334/ΕΚ του Συμβουλίου, της 2ας Μαΐου 2002, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001, σχετικά με τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση της αποφάσεως 2001/927/ΕΚ (ΕΕ L 116, σ. 33), καθώς και της αποφάσεως 2002/460/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2002, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της αποφάσεως 2002/334 (EE L 160, σ. 26),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, N. J. Forwood και Σ. Παπασάββα, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1       Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, το Kurdistan Workers’ Party (κουρδικό εργατικό κόμμα) (PKK) εμφανίστηκε το 1978 και ανέλαβε ένοπλο αγώνα κατά της Τουρκικής Κυβερνήσεως προκειμένου να αναγνωριστεί στους Κούρδους το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως. Σύμφωνα με την έγγραφη μαρτυρία του O. Ocalan, το PKK κήρυξε μονομερώς παύση του πυρός υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος αυτοάμυνας, τον Ιούλιο 1999. Σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, τον Απρίλιο 2002 το συνέδριο του PKK αποφάσισε, προκειμένου να εκφράσει τον συγκεκριμένο επαναπροσανατολισμό, ότι «στις 4 Απριλίου 2002 διακόπτονται όλες οι ασκούμενες υπό το όνομα του “PKK” δραστηριότητες και όλες οι εξ ονόματος του PKK δραστηριότητες λογίζονται ως παράνομες» (παράρτημα 2 του δικογράφου της προσφυγής, σημείο 16). Συνεστήθη νέα ομάδα, και συγκεκριμένα το Kongreya AzadÓ š Demokrasiya Kurdistan (Συνέδριο για τη δημοκρατία και την ελευθερία του Κουρδιστάν – KADEK) προκειμένου να επιτευχθούν δημοκρατικώς πολιτικοί στόχοι εξ ονόματος της κουρδικής μειονότητας. Ο A. Ocalan ορίστηκε πρόεδρος του KADEK.

2       Το Kurdistan National Congress (εθνικό συνέδριο του Κουρδιστάν) (KNK) είναι ομοσπονδία συνενούσα τριάντα περίπου οργανώσεις. Το KNK έχει ως στόχο «την ενίσχυση της ενότητας και της συνεργασίας των Κούρδων σε όλα τα τμήματα του Κουρδιστάν και την υποστήριξη του αγώνα τους υπό το φως των υπέρτατων συμφερόντων του Κουρδικού Έθνους» (άρθρο 7, παράγραφος Α, του συνταγματικού χάρτη του KNK). Σύμφωνα με τη γραπτή μαρτυρία του S. Vanly, προέδρου του KNK, ο επίτιμος ηγέτης του PKK συγκαταλεγόταν μεταξύ εκείνων που προώθησαν την ίδρυση του KNK. Το PKK ήταν μέλος του KNK και τα ατομικά μέλη του PKK χρηματοδοτούσαν εν μέρει το KNK.

3       Προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το Συμβούλιο, εκτιμώντας ότι απαιτούνταν δράση της Κοινότητας, εξέδωσε στις 27 Δεκεμβρίου 2001 την κοινή θέση 2001/930/ΚΕΠΠA για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (EE L 344, σ. 90) και την κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων προς καταπολέμηση της τρομοκρατίας (EE L 344, σ. 93).

4       Δυνάμει του άρθρου 2 της κοινής θέσεως 2001/931:

«Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ενεργούσα εντός των ορίων των εξουσιών που της απονέμει η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αποφασίζει τη δέσμευση κεφαλαίων και άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πηγών προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα.»

5       Στις 27 Δεκεμβρίου 2001 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (EE L 344, σ. 70).

6       Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 2580/2001:

«1.      Εκτός αν επιτρέπεται δυνάμει των άρθρων 5 και 6:

α)       δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια, χρηματικά περιουσιακά στοιχεία και οικονομικοί πόροι που ανήκουν ή βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή φυσικού ή νομικού προσώπου, ομάδας ή οντότητας που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3,

β)       κανένα κεφάλαιο, άλλο χρηματικό περιουσιακό στοιχείο ή οικονομικός πόρος δεν διατίθεται, άμεσα ή έμμεσα, σε οποιοδήποτε ή προς όφελος οποιουδήποτε από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τις ομάδες ή τις οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3.

2.       Εκτός αν επιτρέπεται δυνάμει των άρθρων 5 και 6, απαγορεύεται η παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε οποιοδήποτε ή προς όφελος οποιουδήποτε από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τις ομάδες ή τις οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3.

3.      Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, καταρτίζει, αναθεωρεί και τροποποιεί τον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφοι 4, 5 και 6, της κοινής θέσεως 2001/931/ΚΕΠΠΑ. Ο κατάλογος αυτός αποτελείται από:

i)      φυσικά πρόσωπα που διαπράττουν, ή επιχειρούν να διαπράξουν, συμμετέχουν ή διευκολύνουν τη διάπραξη οιασδήποτε τρομοκρατικής πράξεως·

ii)      νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που διαπράττουν, ή επιχειρούν να διαπράξουν, συμμετέχουν ή διευκολύνουν τη διάπραξη οιασδήποτε τρομοκρατικής πράξεως·

iii)      νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που ανήκουν σε ή ελέγχονται από ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία i και ii ή

iv)       φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που ενεργούν εξ ονόματος ή υπό την καθοδήγηση ενός ή περισσοτέρων φυσικών ή νομικών προσώπων, ομάδων ή οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία i και ii.»

7       Το Συμβούλιο εξέδωσε στις 2 Μαΐου 2002 την απόφαση 2002/334/ΕΚ για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της αποφάσεως 2001/927/ΕΚ (EE L 116, σ. 33). Με την εν λόγω απόφαση το PKK συμπεριελήφθη στον προβλεπόμενο από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 κατάλογο (στο εξής: επίδικος κατάλογος).

8       Με δικόγραφο το οποίο πρωτοκολλήθηκε υπό τον αριθμό T-206/02, το KNK άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως 2002/334.

9       Το Συμβούλιο εξέδωσε στις 17 Ιουνίου 2002 την απόφαση 2002/460/ΕΚ για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της αποφάσεως 2002/334 (EE L 160, σ. 26). Το όνομα του PKK διατηρήθηκε στον επίδικο κατάλογο. Ακολούθως, ο οικείος κατάλογος αναπροσαρμοζόταν με αποφάσεις του Συμβουλίου.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Ιουλίου 2002, το KNK, εκπροσωπούμενο από τον S. Vanly, και το PKK, εκπροσωπούμενο από τον O. Ocalan, άσκησαν την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως κατά των αποφάσεων 2002/334 και 2002/460 (στο εξής: επίδικες αποφάσεις).

11     Με διάταξη της 17ης Ιουνίου 2003, επετράπη στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Επιτροπή να παρέμβουν προς υποστήριξη του Συμβουλίου.

12     Με χωριστό δικόγραφο, το Συμβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου στα πλαίσια της παρούσας υποθέσεως δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Τα προσφεύγοντα και η Επιτροπή κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί των ενστάσεων εντός των ταχθεισών προθεσμιών. Το Ηνωμένο Βασίλειο παραιτήθηκε από την υποβολή παρατηρήσεων συναφώς.

13     Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη·

–       να καταδικάσει τα προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

14     Τα προσφεύγοντα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–       να συνεκδικάσει τις ενστάσεις με την ουσία της διαφοράς·

–       να κηρύξει παραδεκτές τις προσφυγές·

–       να ακυρώσει τις επίδικες αποφάσεις και, επικουρικώς, να αναγνωρίσει την έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 2580/2001·

–       να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

15     Το Συμβούλιο υπογραμμίζει πρωταρχικώς ότι η προσφυγή ασκείται εξ ονόματος του PKK και του KNK. Ουδεμία ένδειξη υφίσταται ότι οι O. Ocalan και S. Vanly παρεμβαίνουν επί προσωπικής βάσεως.

16     Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η προσφυγή ασκείται εκπρόθεσμα στον βαθμό που αφορά την απόφαση 2002/334.

17     Το Συμβούλιο εκτιμά ότι το PKK δεν έχει την ικανότητα ασκήσεως προσφυγής δεδομένου ότι το ίδιο το προσφεύγον αναγνωρίζει ότι δεν υφίσταται πλέον. Το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι η παρατήρηση αυτή δεν προδικάζει τις συνέπειες που κάθε κράτος μέλος μπορεί να συναγάγει από τη φαινομενική διάλυση του PKK. Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα αποδεικτικά στοιχεία είναι ανεπαρκή για να συναχθεί το ότι ο O. Ocalan μπορεί να εκπροσωπεί νομίμως το PKK.

18     Όσον αφορά το KNK, το Συμβούλιο προβάλλει ένσταση εκκρεμοδικίας λόγω της ταυτότητας των διαδίκων, του αντικειμένου και των προβαλλομένων με τις προσφυγές επί των υποθέσεων T-206/02 και T-229/02 λόγων. Η απόφαση 2002/460 καθιστά απλώς επίκαιρο τον επίδικο κατάλογο. Η Επιτροπή προβάλλει ότι τα προσφεύγοντα δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί της συνδρομής νέας παραμέτρου ή επανεξετάσεως της περιπτώσεώς τους, κατά τρόπον ώστε να μην μπορεί η απόφαση 2002/460 να εκληφθεί ως επιβεβαιωτική της προγενέστερης αποφάσεως. Το Συμβούλιο εκτιμά ότι, αν η ορθή δίκη συνίσταται για τα προσφεύγοντα στην επέκταση ή προσαρμογή του αρχικού αιτήματός τους κατά τρόπον ώστε να καλύπτεται η νέα πράξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 8), η προσαρμογή αυτή είναι όλως τυπική ως εκ του ότι συνίσταται απλώς στην αντικατάσταση της μνημονευόμενης προγενέστερης αποφάσεως με την επακόλουθη. Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι ο κανονισμός 2580/2001 προσβάλλεται μόνο παρεμπιπτόντως και ότι το ένδικο αυτό βοήθημα δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση του οικείου κανονισμού.

19     Επικουρικώς, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ισχυρίζεται ότι το KNK δεν θίγεται άμεσα και ατομικά. Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι το KNK δεν συμπεριλαμβάνεται στον επίδικο κατάλογο. Το επιχείρημα του KNK ότι η καταγραφή του PKK προσβάλλει την πολιτική αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία του είναι υπερβολικά αόριστο και υποθετικό. Η απαγόρευση διαθέσεως κεφαλαίων σε οντότητες εγγεγραμμένες στον επίδικο κατάλογο είναι γενικής ισχύος. Το γεγονός ότι το KNK κατέστη εφικτό, λόγω των στενών δεσμών του με το PKK, να αντιπαρέλθει την απαγόρευση αυτή δεν δύναται να το εξατομικεύσει επαρκώς κατά νόμο. Τέλος, το KNK δεν μπορεί να επικαλείται την υπεράσπιση των συλλογικών συμφερόντων των μελών του δοθέντος ότι ο στόχος του είναι υπερβολικά γενικόλογος.

20     Τα προσφεύγοντα διατυπώνουν προκαταρκτικώς τέσσερις παρατηρήσεις. Πρώτον, υπογραμμίζουν τη μεγάλη νομική σημασία των επιδίκων αποφάσεων, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την απαγόρευση ενός πολιτικού κόμματος και τον σοβαρό περιορισμό της πολιτικής δράσεως του KNK. Δεύτερον, λόγω της αδυναμίας προσφυγής στη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής, η παρούσα προσφυγή ακυρώσεως είναι το μόνο ένδικο βοήθημα που διαθέτουν τα προσφεύγοντα. Τρίτον, οι προβλεπόμενες από τη Συνθήκη ΕΚ προϋποθέσεις όσον αφορά την ιδιότητα του νομιμοποιουμένου ενεργητικώς πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ειδικότερα της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψεις 38, 39 και 44). Τέταρτον, θα έπρεπε να είναι πρόδηλο ότι τα προσφεύγοντα άσκησαν την οικεία προσφυγή υπό την ιδιότητά τους ως εκπροσωπούντων δύο πολιτικά κόμματα. Δεδομένου ότι τα αντίστοιχα δικαιώματα και συμφέροντα δεν είναι αποκλειστικά εκείνα των προσφευγόντων αλλά και των μελών τους, επιβάλλεται η αποφυγή υπερβολικής τυπολατρίας.

21     Τα προσφεύγοντα υποστηρίζουν ότι οι προσφυγές τους κατατέθηκαν στις 24 Ιουλίου 2002. Ευθύς μόλις ενημερώθηκαν ως προς το ότι το Πρωτοδικείο δεν είχε λάβει το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής, παρά την περί τούτου πεποίθησή τους, έλαβαν πάραυτα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αποκαταστήσουν την κατάσταση. Εν πάση περιπτώσει, τηρήθηκαν οι προθεσμίες σχετικά με την απόφαση 2002/460. Η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί χωριστή απόφαση, προϊόν επανεξετάσεως του βασίμου της καταγραφής του PKK στον επίδικο κατάλογο.

22     Όσον αφορά την ικανότητα του PKK προς άσκηση προσφυγής, τα προσφεύγοντα εκτιμούν ότι το επιχείρημα του Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξη του PKK αφορά την ουσία του ζητήματος σχετικά με την καταγραφή του στον επίδικο κατάλογο. Πιθανολογείται ότι το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το PKK εξακολουθεί να υφίσταται κατά τη συζήτηση επί της ουσίας, ώστε να δικαιολογήσει την καταγραφή του στον επίδικο κατάλογο, ενώ επικαλείται τη διάλυσή του κατά το στάδιο του παραδεκτού.

23     Το PKK δύναται να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως δοθέντος ότι, πρώτον, ουδαμώς αμφισβητήθηκε η ιδιότητα του O. Ocalan ως φυσικού προσώπου νομιμοποιούμενου ενεργητικώς, έστω και αν ενεργεί ως εκπρόσωπος. Δεύτερον, το γεγονός ότι αποφάσισε το 2002 να παύσει όλες τις ασκούμενες εξ ονόματος του PKK δραστηριότητες και να ιδρύσει νέα οργάνωση ουδεμία είχε επίπτωση από απόψεως κοινοτικού δικαίου επί της συνεχείας της ικανότητας του PKK να ασκήσει προσφυγή. Συγκεκριμένα, το PKK τελεί στην ίδια κατάσταση με εκείνη μιας εμπορικής εταιρίας υπό εκκαθάριση (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Οκτωβρίου 2001, C-77/99, Επιτροπή κατά Oder-Plan Architektur κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I-7355). Επί πλέον, το Συμβούλιο θεώρησε προδήλως ότι το PKK διέθετε επαρκή ικανότητα ώστε να το θέσει υπό απαγόρευση. Η ευθυδικία και η λογική επιβάλλουν υπό τις περιστάσεις αυτές το PKK να είναι σε θέση να αμφισβητήσει τις επίδικες αποφάσεις.

24     Όσον αφορά το KNK, τα προσφεύγοντα εκτιμούν ότι οι επίδικες αποφάσεις το αφορούν άμεσα και ατομικά. Το PKK ήταν η κύρια από τις οργανώσεις που αποτελούσαν μέρος του KNK, ενώ αμφότερα συμμερίζονται τον ίδιο σκοπό και τους ίδιους πολιτικούς στόχους. Η απόλυτη απαγόρευση του PKK έχει «αποθαρρυντικές επιπτώσεις» επί της ικανότητας του KNK να συνεχίσει τον σκοπό αυτό και τους συγκεκριμένους στόχους, τη στιγμή κατά την οποία το τελευταίο είναι η μόνη δυνάμενη να τους συνεχίζει οντότητα. Επί πλέον, το KNK τελεί σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς τα μέλη του και το ίδιο. Το φόβητρο δεσμεύσεως στοιχείων του ενεργητικού ή απαγγελίας κατηγορίας για ενίσχυση ή παροχή κεφαλαίων σε απαγορευμένο οργανισμό έχει ως αποτέλεσμα τον έντονο περιορισμό των δραστηριοτήτων του. Οι σχετικοί φόβοι είναι ιδιαίτερα σοβαροί όσον αφορά το KADEK, εν δυνάμει μέλος του KNK. Ως εκ τούτου, το KNK δρα τόσο για λογαριασμό του όσο και για λογαριασμό των μελών του και των εν δυνάμει μελών του τα οποία αφορούν άμεσα και ατομικά οι επίδικες αποφάσεις.

25     Κατά τα προσφεύγοντα, οι αφορώντες το locus standi ενώπιον του Πρωτοδικείου κανόνες σκοπούν στη διασφάλιση του ότι οι μη εμφανίζοντες πραγματικούς δεσμούς με πράξη των θεσμικών οργάνων διάδικοι να μη δύνανται να την προσβάλουν. Όπως προκύπτει προδήλως από τη διαφορά, αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Επί πλέον, οι επίδικες αποφάσεις επάγονται συνέπειες έναντι των προσφευγόντων και αυτομάτως, χωρίς παρέμβαση των κρατών μελών. Το KNK εξατομικεύεται με μοναδικό τρόπο λόγω του ιστορικού δεσμού που το συνδέει με το PKK. Τέλος, αν το PKK έπρεπε να θεωρηθεί ως μη δυνάμενο να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή, το KNK είναι το μόνο σε θέση να προσβάλει τις επίδικες αποφάσεις.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

26     Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Πρωτοδικείο μπορεί να αποφανθεί επί του απαραδέκτου, χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας διαφωτίστηκε αρκούντως, οπότε δεν συντρέχει λόγος κινήσεως της προφορικής διαδικασίας. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο είναι σε θέση να αποφανθεί επί της παρούσας ενστάσεως απαραδέκτου, χωρίς να την εξετάσει με την ουσία της υποθέσεως.

27     Καταρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το PKK πρέπει να θεωρηθεί ως θιγόμενο άμεσα και ατομικά από τις επίδικες αποφάσεις, εφόσον περιλαμβάνεται σ’ αυτές ονομαστικώς.

28     Ακολούθως, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι διέποντες το παραδεκτό μιας προσφυγής ακυρώσεως κανόνες, όταν πρόκειται για πρόσωπο περιλαμβανόμενο στον επίδικο κατάλογο –ήτοι στον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων επί των οποίων τυγχάνουν εφαρμογής περιοριστικά μέτρα στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας–, πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Πράγματι, όταν πρόκειται ειδικότερα για τις οικείες ομάδες ή οντότητες, ενδέχεται να μην έχουν νομική υπόσταση ή να μην ήσαν σε θέση να τηρήσουν τους συνήθως εφαρμοζομένους επί των νομικών προσώπων κανόνες δικαίου. Ως εκ τούτου, υπερβολική τυπολατρία θα ισοδυναμούσε με τη μη αναγνώριση σε ορισμένες περιπτώσεις οποιασδήποτε δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως τη στιγμή κατά την οποία οι εν λόγω ομάδες και οντότητες αποτέλεσαν αντικείμενο κοινοτικών περιοριστικών μέτρων.

29     Τέλος, πρέπει να διαπιστωθεί ότι οι επίδικες αποφάσεις καταργήθηκαν από την ημερομηνία ασκήσεως της παρούσας προσφυγής και αντικαταστάθηκαν επανειλημμένως με νέες αποφάσεις. Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης επιβάλλει ο προσφεύγων, αντιμέτωπος με την αντικατάσταση της προσβαλλόμενης πράξεως κατά τη διάρκεια της δίκης με πράξη έχουσα το αυτό αντικείμενο, να μην απαιτείται να ασκήσει νέα προσφυγή αλλά να δύναται να επεκτείνει ή προσαρμόσει το αρχικό αίτημά του κατά τρόπον ώστε να καλύπτει τη νέα πράξη (απόφαση Alpha Steel κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 18, σκέψη 8, και απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2003, C-217/01 P, Hendrickx κατά Cedefop, Συλλογή 2003, σ. I-3701).

30     Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, το παραδεκτό της προσφυγής εκτιμάται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 1984, 50/84, Bensider κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3991, σκέψη 8, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2001, T-236/00 R, Stauner κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-2943, σκέψη 49). Επομένως, ακόμη και σε περίπτωση προσαρμογής των αιτημάτων των προσφευγόντων λόγω εκδόσεως νέων πράξεων κατά τη διάρκεια της δίκης, παρόμοια προσαρμογή δεν μπορεί να θίγει τις προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής πλην εκείνης που ανάγεται στο ότι εξακολουθεί να υφίσταται έννομο συμφέρον προς άσκηση της προσφυγής. Όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής τους, δεν συντρέχει επομένως λόγος να παρασχεθεί στα προσφεύγοντα η δυνατότητα προσαρμογής των αιτημάτων τους ενόψει της εκδόσεως νέων αποφάσεων περί καταργήσεως των επιδίκων αποφάσεων.

31     Επιβάλλεται η εξέταση του παραδεκτού της παρούσας προσφυγής με γνώμονα τα προσφεύγοντα.

 Ως προς το PKK

32     Σύμφωνα με τις εξαγγελθείσες στη σκέψη 28 αρχές, ο O. Ocalan, φυσικό πρόσωπο, νομιμοποιείται να αποδείξει με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο ότι ενεργεί εγκύρως εξ ονόματος του PKK, νομικού προσώπου, του οποίου ισχυρίζεται ότι είναι ο εκπρόσωπος. Εντούτοις, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία πρέπει τουλάχιστον να καταδεικνύουν ότι το PKK είχε όντως την πρόθεση να ασκήσει την παρούσα προσφυγή και ότι δεν είχε καταστεί όργανο τρίτου, ακόμη και ενός εκ των μελών του ενδεχομένως.

33     Επιβάλλεται επίσης η διευκρίνιση ότι δεν εναπόκειται στο Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της παρούσας εξετάσεως του παραδεκτού της προσφυγής, να αποφανθεί επί του υποστατού του PKK. Το ερώτημα που τίθεται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εξετάσεως περιορίζεται αυστηρώς στο αν ο O. Ocalan διαθέτει την ικανότητα ασκήσεως προσφυγής για λογαριασμό του PKK.

34     Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφυγή ασκήθηκε τύποις από τον O. Ocalan για λογαριασμό («on behalf») του PKK.

35     Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα προσφεύγοντα βεβαιώνουν μετ’ επιτάσεως ότι το PKK διαλύθηκε τον Απρίλιο 2002. Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με τη μαρτυρία του O. Ocalan η οποία παρατίθεται ως παράρτημα της προσφυγής, το συνέδριο του PKK, όπου αποφασίστηκε η διάλυσή του, εξέδωσε ταυτόχρονα τη δήλωση, σύμφωνα με την οποία «[του λοιπού] όλες οι εξ ονόματος του PKK δραστηριότητες λογίζονται ως παράνομες».

36     Τρίτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ουδαμώς στα έγγραφα των προσφευγόντων γίνεται μνεία του O. Ocalan υπό άλλη ιδιότητα πλην εκείνης του εκπροσώπου του PKK. Ειδικότερα, ουδέποτε προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι θα υφίστατο ενδεχομένως οποιοδήποτε ατομικό συμφέρον για την ακύρωση των επιδίκων αποφάσεων.

37     Πόρρω αποδεικνύοντας την ικανότητα δικαίου του O. Ocalan να εκπροσωπεί το PKK, τα προσφεύγοντα ισχυρίζονται αντιθέτως ότι τούτο δεν υφίσταται πλέον. Είναι λοιπόν αδύνατον να γίνεται δεκτό ότι εξαφανισθέν νομικό πρόσωπο, αν θεωρηθεί ως τοιούτο, μπορεί εγκύρως να ορίζει εκπρόσωπο.

38     Η αδυναμία αποδοχής του ότι ο O. Ocalan εκπροσωπεί εγκύρως το PKK ενισχύεται και από τη δική του μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε πράξη εξ ονόματος του PKK είναι παράνομη μετά τον Απρίλιο 2002. Αν γίνει δεκτή η μαρτυρία αυτή, η δράση που ισχυρίζεται ότι αναλαμβάνει ο O. Ocalan εξ ονόματος του PKK κηρύχθηκε παράνομη από τον ίδιο τον εντολοδότη της.

39     Επομένως, τα προσφεύγοντα θέτουν το Πρωτοδικείο ενώπιον της παράδοξης καταστάσεως όπου το φυσικό πρόσωπο που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί ένα νομικό πρόσωπο τελεί όχι μόνο σε αδυναμία να καταδείξει ότι το εκπροσωπεί εγκύρως, αλλά, έτι περισσότερο, εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να το εκπροσωπεί.

40     Ως προς το επιχείρημα που τα προσφεύγοντα θεμελιώνουν στην ανυπαρξία άλλων ενδίκων βοηθημάτων, τούτο δεν μπορεί να οδηγήσει στο να γίνει δεκτή η προσφυγή οποιουδήποτε προσώπου έχοντος την βούληση να υπερασπιστεί τα συμφέροντα τρίτου.

41     Επομένως, το Πρωτοδικείο είναι υποχρεωμένο να αναγνωρίσει ότι ο O. Ocalan άσκησε εξ ιδίας πρωτοβουλίας προσφυγή για λογαριασμό του PKK. Ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτη η προσφυγή που άσκησε ο O. Ocalan για λογαριασμό του PKK.

42     Εκ των προεκτεθέντων έπεται ότι δεν συντρέχει λόγος αποφάνσεως επί άλλων λόγων απαραδέκτου, όπως η εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής σχετικά με την απόφαση 2002/334.

 Ως προς το KNK

43     Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι το KNK προσέβαλε ήδη την απόφαση 2002/334 με την εγγραφείσα στο πρωτόκολλο υπ’ αριθ. T-206/2002 προσφυγή του. Επομένως, λόγω της ταυτότητας του αντικειμένου, της αιτίας και των διαδίκων, η παρούσα προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω της ενστάσεως εκκρεμοδικίας ως εκ του ότι το KNK βάλλει κατά της αποφάσεως 2002/334.

44     Όσον αφορά την απόφαση 2002/460 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), παρίσταται σαφώς ότι πρόκειται για νέα απόφαση σε σχέση με την καταργούμενη 2002/334. Αφενός, το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 ορίζει ότι το Συμβούλιο καταρτίζει, αναθεωρεί και τροποποιεί τον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων επί των οποίων εφαρμόζεται ο εν λόγω κανονισμός. Έπεται ότι το Συμβούλιο αναθεωρεί με κάθε νέα πράξη τον επίδικο κατάλογο. Αφετέρου, η αναθεώρηση αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται στην εγγραφή νέων προσώπων ή οντοτήτων ή στη διαγραφή ορισμένων προσώπων ή οντοτήτων, δοθέντος ότι σε μία Κοινότητα δικαίου δεν μπορεί να γίνεται δεκτό ότι πράξη θεσπίζουσα περιοριστικά μέτρα διαρκείας έναντι προσώπων ή οντοτήτων μπορεί να τυγχάνει εφαρμογής απεριορίστως, χωρίς το θεσμικό όργανο που τα εξέδωσε να τα επαναπροσαρμόζει τακτικά κατόπιν επανεξετάσεως. Επομένως, το γεγονός ότι το KNK είχε προσβάλει την απόφαση 2002/334, με την οποία το PKK εγγραφόταν για πρώτη φορά στον επίδικο κατάλογο, δεν μπορεί να το εμποδίσει να προσβάλει την απόφαση 2002/460, περί διατηρήσεως του PKK στον εν λόγω κατάλογο, λόγω της ενστάσεως εκκρεμοδικίας.

45     Όσον αφορά την ασκηθείσα κατά της αποφάσεως 2002/460 προσφυγή του KNK, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά ένωση, συσταθείσα για την προώθηση των συλλογικών συμφερόντων μιας κατηγορίας πολιτών, πράξη θίγουσα τα γενικά συμφέροντα της εν λόγω κατηγορίας, οπότε η ένωση αυτή δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως οσάκις τα μέλη της δεν νομιμοποιούνται ατομικώς προς τούτο (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1962, 19/62 έως 22/62, Fédération nationale de la boucherie en gros et du commerce en gros des viandes, Συλλογή τόμος 1954-64, σ. 845, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Μαρτίου 2001, T-69/96, Hamburger Hafen- und Lagerhaus κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1037, σκέψη 49).

46     Εν προκειμένω, πρέπει να διαπιστωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος Α, του καταστατικού χάρτη του KNK, τούτο έχει ως αποστολή την ενίσχυση της ενότητας και της συνεργασίας των Κούρδων σε όλα τα τμήματα του Κουρδιστάν και την υποστήριξη του αγώνα τους υπό το φως των υπέρτατων συμφερόντων του Κουρδικού Έθνους. Άρα, το KNK πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση συσταθείσα για την προώθηση των συλλογικών συμφερόντων μιας κατηγορίας πολιτών.

47     Το συμπέρασμα αυτό στοιχειοθετείται και από το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η εγγραφή του PKK επάγεται «αποθαρρυντικές επιπτώσεις» ως προς την ικανότητα του KNK για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αυτού στόχου. Δυνάμει της προμνησθείσας νομολογίας, δεν είναι σε θέση υπό την έννοια αυτή να επηρεάζεται ατομικώς.

48     Ακολούθως, πρέπει να ερευνηθεί αν το KNK μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι ένα ή περισσότερα από τα μέλη του νομιμοποιούνται να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως.

49     Όσον αφορά το PKK, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα προσφεύγοντα, ισχυριζόμενα ότι το τελευταίο δεν υφίσταται πλέον, αναγνωρίζουν τουλάχιστον ότι το PKK δεν είναι πλέον μέλος του KNK. Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η κατά το παρελθόν ιδιότητα ενός προσώπου ως μέλους ενώσεως επιτρέπει στην τελευταία να κάνει χρήση του δικαιώματος του εν λόγω προσώπου να κινηθεί ενδεχομένως δικαστικώς. Πράγματι, η αποδοχή παρόμοιας συλλογιστικής θα ισοδυναμούσε με την παροχή σε δεδομένη ένωση μιας μορφής διαρκούς δικαιώματος προς άσκηση προσφυγής, και τούτο παρά το γεγονός ότι η οικεία ένωση δεν μπορεί πλέον να ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί τα συμφέροντα του παλαιού μέλους της.

50     Όσον αφορά το KADEK, τα προσφεύγοντα επικαλούνται κατ’ ουσίαν το γεγονός ότι τούτο, εν δυνάμει μέλος του KNK, θίγεται από την απόφαση 2002/460 σε βαθμό ώστε να αδυνατεί να προσχωρήσει σ’ αυτό. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το KADEK θα μπορούσε να προσβάλει παραδεκτώς την απόφαση 2002/460 κατά την ημερομηνία ασκήσεως της παρούσας προσφυγής, και τούτο είναι προφανώς εφικτό, ιδίως αν μπορούσε να θεωρηθεί ως ο κατά νόμο ή και στην πράξη διάδοχος του PKK, το KNK δεν μπορεί να επικαλεστεί την ιδιότητα του KADEK ως μέλους της οργανώσεώς του, εφόσον δεν ανήκει σ’ αυτήν.

51     Τέλος, τα προσφεύγοντα ισχυρίζονται ότι το KNK καθώς και τα μέλη του εν γένει θίγονται ατομικώς εκ του λόγου ότι οι δραστηριότητές τους περιορίζονται από τον φόβο δεσμεύσεως των περιουσιακών τους στοιχείων σε περίπτωση συνεργασίας με εγγεγραμμένη στον επίδικο κατάλογο οντότητα. Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι η επιβληθείσα με την επίδικη απόφαση απαγόρευση διαθέσεως κεφαλαίων στο PKK έχει γενική ισχύ ως εκ του ότι απευθύνεται σε όλα τα υποκείμενα δικαίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Έτσι, η επίδικη απόφαση εφαρμόζεται επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένων καταστάσεων και επάγεται έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων αντιμετωπιζομένων γενικώς και αφηρημένως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 1982, 307/81, Alusuisse Italia κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 3463, σκέψη 9).

52     Πρέπει να υπομνηστεί ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ισχυρίζεται ότι το αφορά ατομικώς πράξη γενικής ισχύος μόνον αν αυτή το θίγει λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που προσιδιάζουν σ’ αυτό ή πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει έναντι οιουδήποτε άλλου προσώπου (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-64, σ. 937, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Απριλίου 1995, T-12/93, CCE de Vittel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1247, σκέψη 36). Τόσο το KNK όσο και τα μέλη του είναι υποχρεωμένα να σεβαστούν την επιβληθείσα με την επίδικη απόφαση απαγόρευση όσον αφορά το PKK κατά τον ίδιο τρόπο με όλα τα λοιπά πρόσωπα εντός της Κοινότητας. Το γεγονός ότι, ως εκ των πολιτικών πεποιθήσεών τους, το KNK και τα μέλη του υπέστησαν εντονότερα από άλλους τις συνέπειες της απαγορεύσεως αυτής δεν είναι ικανό να τα εξατομικεύσει έναντι οποιουδήποτε άλλου προσώπου εντός της Κοινότητας. Πράγματι, το γεγονός ότι πράξη γενικής ισχύος μπορεί να έχει αποκλίνουσες συγκεκριμένες συνέπειες για τα διάφορα υποκείμενα δικαίου επί των οποίων τυγχάνει εφαρμογής δεν είναι ικανό να τα διακρίνει έναντι όλων των λοιπών ενδιαφερομένων προσώπων, εφόσον η εφαρμογή της πράξεως αυτής χωρεί δυνάμει μιας αντικειμενικώς προσδιοριζόμενης καταστάσεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Φεβρουαρίου 2000, T-138/98, ACAV κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II‑341, σκέψη 66, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53     Τέλος, τα προσφεύγοντα ισχυρίζονται ότι ουδέν άλλο ένδικο βοήθημα πέραν της παρούσας προσφυγής θα τους επέτρεπε να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως στο μέτρο που αυτή αφορά το PKK.

54     Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι πεπλανημένος. Το γεγονός ότι το KNK αδυνατεί το ίδιο να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως ουδόλως σημαίνει ότι κανένα άλλο πρόσωπο, αποδέκτης της εν λόγω αποφάσεως ή θιγόμενος εξ αυτής άμεσα και ατομικά, δύναται να ασκήσει παρόμοια προσφυγή.

55     Συναφώς, είναι πασίγνωστο ότι το Συμβούλιο, με την απόφαση 2004/306/ΕΚ, της 2ας Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της αποφάσεως 2003/902/ΕΚ (EE L 99, σ. 28), ενέγραψε το KADEK και το Kongra‑Gel ως συμμάχους του PKK στον επίδικο κατάλογο. Με προσφυγή, ασκηθείσα στις 25 Ιουνίου 2004 και φέρουσα τον αριθμό T-253/04 εγγραφής της στο πρωτόκολλο (EE C 262, σ. 28), το Kongra-Gel ζήτησε την ακύρωση της οικείας αποφάσεως.

56     Επειδή το KNK αδυνατεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι ένα από τα μέλη του μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως, επιβάλλεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η απόφαση αυτή δεν το αφορά ατομικώς.

57     Επομένως, η προσφυγή είναι απαράδεκτη ως ασκηθείσα από το KNK κατά της αποφάσεως 2002/460.

58     Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η προσφυγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

59     Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι τα προσφεύγοντα ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του Συμβουλίου.

60     Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ιδίου κανονισμού, τα παρεμβάντα στη διαφορά κράτη μέλη και θεσμικά όργανα φέρουν τα έξοδά τους. Επομένως, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Τα προσφεύγοντα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και εκείνα του Συμβουλίου.

3)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Λουξεμβούργο, 15 Φεβρουαρίου 2005.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

       J. Pirrung


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.