ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 15ης Ιουλίου 2004

Υπόθεση T-384/02

Fernando Valenzuela Marzo

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα εγκαταστάσεως – Άρθρο 9, παράγραφος 3, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Προθεσμία ενός έτους»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα II - 0000

Αντικείμενο:         Προσφυγή με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως των αποφάσεων της Επιτροπής της 16ης Νοεμβρίου 2001 και της 13ης Φεβρουαρίου 2002 να μη χορηγηθεί στον ενάγοντα το δεύτερο ήμισυ της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως με την αιτιολογία ότι η εγκατάσταση της οικογενείας του στον τόπο υπηρεσίας του δεν πραγματοποιήθηκε εντός της προβλεπόμενης από τον ΚΥΚ προθεσμίας ενός έτους από της αναλήψεως υπηρεσίας εκ μέρους του και, αφετέρου, αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει το δεύτερο ήμισυ της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως, προσαυξημένο με ετήσιο επιτόκιο 8 %.

Απόφαση:         Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Πράξη αμιγώς επιβεβαιωτική – Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

2.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως – Κατηγορηματική απόρριψη – Επιβεβαιωτική πράξη – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

3.     Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Αποζημίωση εγκαταστάσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Πραγματική μεταφορά του τόπου της συνήθους διαμονής – Μεταφορά του τόπου της διαμονής της οικογένειας του υπαλλήλου – Έννοια της συνήθους διαμονής – Ο υπάλληλος έχει το βάρος της αποδείξεως του υποστατού της εγκαταστάσεώς του

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρα 5 § 1 και 4, και 9 § 3)

4.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων όπως αυτά έχουν κατά τον χρόνο της εκδόσεώς της

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

5.     Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Αποζημίωση εγκαταστάσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Υπάλληλοι με οικογενειακά βάρη – Εγκατάσταση της οικογένειας του υπαλλήλου στον τόπο υπηρεσίας – Προθεσμία ενός έτους από της λήξεως της περιόδου δοκιμασίας – Παράταση για τους υπαλλήλους για τους οποίους δεν απαιτείται περίοδος δοκιμασίας – Δεν χωρεί

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρα 5 §§ 1 και 4 και 9 § 3)

1.     Mια απόφαση απλώς επιβεβαιώνει προηγουμένη απόφαση και, επομένως, δεν αποτελεί βλαπτική πράξη υπό την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ), όταν δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με την προηγούμενη πράξη και δεν προηγήθηκε αυτής επανεξέταση της καταστάσεως του αποδέκτη της πράξεως αυτής.

(βλ. σκέψη 32)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 18 Σεπτεμβρίου 2003, T‑321/01, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. II-3225, σκέψη 23

2.     Κάθε απορριπτική ενστάσεως απόφαση, ρητή ή σιωπηρή, δεν κάνει τίποτα άλλο, όταν είναι κατηγορηματική, από το να επιβεβαιώνει την πράξη ή την παράλειψη για την οποία παραπονείται ο ενιστάμενος και δεν είναι προσβλητή, μεμονωμένως λαμβανόμενη. Η απόφαση αυτή θα είναι, ενδεχομένως, καθαυτή, πράξη δεκτική προσφυγής μόνον όταν με αυτήν γίνεται δεκτή, εν όλω ή εν μέρει, η ένσταση του ενδιαφερομένου.

(βλ. σκέψη 36)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 16 Ιουνίου 1988, 371/87, Προγούλης κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 3081, σκέψη 17· ΠΕΚ, 3 Ιουνίου 1997, T-196/95, H κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I-A-133 και II‑403, σκέψη 40

3.     H συνήθης κατοικία είναι ο τόπος που καθόρισε ο ενδιαφερόμενος, με τη βούληση να του προσδώσει διαρκή χαρακτήρα, ως μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του, δεδομένου ότι, για να προσδιοριστεί η συνήθης κατοικία, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία που την απαρτίζουν. Εντούτοις, η έννοια της κατοικίας συνεπάγεται, επιπλέον του πραγματικού στοιχείου της κατοικίας σε ορισμένο τόπο, την πρόθεση να προσδοθεί στο στοιχείο αυτό μια συνέχεια προκύπτουσα από τη συνήθη διαβίωση και την ύπαρξη συνήθων κοινωνικών σχέσεων στον τόπο αυτό, χωρίς η έννοια αυτή να στηρίζεται σε καθαρά ποσοτικά στοιχεία όσον αφορά τον χρόνο που περνά ο υπάλληλος στο έδαφος της μιας ή της άλλης χώρας.

Επομένως, η εκτίμηση της εγκαταστάσεως ή της μεταφοράς της συνήθους κατοικίας αποτελεί πραγματικό ζήτημα, που μπορεί να αποδειχθεί με κάθε πρόσφορο μέσον. Εναπόκειται στον υπάλληλο που διατείνεται ότι δικαιούται αποζημίωση εγκαταστάσεως ίση προς τις βασικές αποδοχές δύο μηνών να αποδείξει εντός έτους από της μονιμοποιήσεώς του τη μεταφορά της συνήθους διαμονής της οικογένειάς του στον τόπο υπηρεσίας του είτε προσκομίζοντας κάποιο ακλόνητο αποδεικτικό στοιχείο είτε ένα σύνολο συγκεκριμένων και μη αντιφατικών στοιχείων παρεχόντων μια σειρά σχετικών ενδείξεων.

Δεδομένου ότι οι διατάξεις που παρέχουν δικαίωμα για τη λήψη παροχών οικονομικής φύσεως πρέπει να ερμηνεύονται στενά, η διοίκηση μπορεί να επιδεικνύει αυστηρότητα όσον αφορά την απόδειξη της μεταφοράς της συνήθους διαμονής της οικογένειας του υπαλλήλου και να αρνείται την καταβολή της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως αν έχει σοβαρές αμφιβολίες επί του υποστατού της εγκαταστάσεως αυτής εντός της τασσόμενης από τον ΚΥΚ προθεσμίας.

(βλ. σκέψεις 81 έως 83 και 104)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 15 Σεπτεμβρίου 1994, C‑452/93 P, Magdalena Fernández κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4295, σκέψη 22· ΠΕΚ, 24 Απριλίου 2001, T‑37/99, Miranda κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑87 και II‑413, σκέψη 32· ΠΕΚ, 18 Σεπτεμβρίου 2003, T‑221/02, Lebedef κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑211 και II‑1037, σκέψη 38

4.     Η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων όπως αυτά έχουν κατά τον χρόνο της εκδόσεώς της. Αν το Πρωτοδικείο εξέταζε τις προσβαλλόμενες πράξεις βάσει πραγματικών στοιχείων που δεν υφίσταντο κατά τον χρόνο αυτό, τότε θα υποκαθιστούσε το κοινοτικό όργανο που εξέδωσε τη συγκεκριμένη πράξη. Το Πρωτοδικείο όμως δεν είναι αρμόδιο να υποκαθιστά τα κοινοτικά όργανα.

(βλ. σκέψη 98)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 7 Φεβρουαρίου 1979/Ι, 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979, σ. 141, σκέψη 7· ΔΕΚ, 17 Μαΐου 2001, C‑449/98 P, IECC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑3875, σκέψη 87· ΠΕΚ, 11 Ιουλίου 1991, T‑19/90, Von Hoessle κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1991, σ. II‑615, σκέψη 30· ΠΕΚ, 12 Δεκεμβρίου 1996, T‑177/94 και T‑377/94, Altmann κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑2041, σκέψη 119

5.     Aπό το άρθρο 5, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση εγκαταστάσεως καταβάλλεται στον μόνιμο υπάλληλο και ότι η προθεσμία περί της οποίας κάνει μνεία η παράγραφος 4 της διατάξεως αυτής είναι, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, του ιδίου παραρτήματος, ένα έτος από της λήξεως της περιόδου δοκιμασίας. Η σαφήνεια των διατάξεων αυτών εμποδίζει τη δυνατότητα παρατάσεως της προθεσμίας αυτής για το διάστημα της περιόδου δοκιμασίας την οποία ο υπάλληλος δεν όφειλε να συπληρώσει.

Πράγματι, τόσο για τους υπαλλήλους που οφείλουν να διανύσουν περίοδο δοκιμασίας όσο και για τους υπαλλήλους που δεν έχουν τέτοια υποχρέωση, το δεύτερο ήμισυ της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως που χορηγείται στους υπαλλήλους με οικογενειακά βάρη καταβάλλεται με βάση τον ίδιο χρονικής φύσεως όρο, δηλαδή υπό την προϋπόθεση ότι η αλλαγή του τόπου διαμονής της οικογένειας πραγματοποιήθηκε εντός έτους από της μονιμοποιήσεως.

Η κατάσταση των υπαλλήλων που δεν έχουν υποχρέωση να διανύσουν περίοδο δοκιμασίας είναι αντικειμενικά διαφορετική, νομικώς και πραγματικώς, από εκείνη των υπαλλήλων που έχουν μια τέτοια υποχρέωση, λόγω της αβεβαιότητας που υφίσταται μόνο για τους τελευταίους μέχρις ότου μονιμοποιηθούν. Και οι μεν και οι δε περιέρχονται στην ίδια κατάσταση μόνον μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, που αίρει την αβεβαιότητα που υφίσταται όσον αφορά τους υπαλλήλους που έχουν υποχρέωση να διανύσουν περίοδο δοκιμασίας. Επομένως, όσον αφορά και τις δύο ως άνω κατηγορίες υπαλλήλων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να αρχίζει η προβλεπόμενη από τον ΚΥΚ προθεσμία ενός έτους από την ημερομηνία μονιμοποιήσεώς τους.

(βλ. σκέψεις 119, 120 και 122)