Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Διαδικασία — Απόφαση αντικαθιστώσα κατά τη διάρκεια της δίκης την προσβαλλόμενη απόφαση

2. Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή — Προσφυγή στρεφόμενη κατά κοινής θέσης εκδοθείσας δυνάμει των τίτλων V και VI της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Άρθρο 230 ΕΚ· άρθρο 15 ΕΕ, 34 ΕΕ, 35 ΕΕ και 46 ΕΕ)

3. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων ληφθείσα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων για τα οποία υπάρχουν υποψίες τελέσεως τρομοκρατικών πράξεων

(Άρθρο 249 ΕΚ· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 3· απόφαση 2005/930 του Συμβουλίου)

4. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών επιβάλλον τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων μη προσδιοριζομένων προσώπων και οντοτήτων για τα οποία υπάρχουν υποψίες τελέσεως τρομοκρατικών πράξεων — Εφαρμογή από την Επιτροπή κατά την άσκηση ιδίας εξουσίας

(Άρθρο 60 ΕΚ, 301 ΕΚ και 308 ΕΚ· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου)

5. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων ληφθείσα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων για τα οποία υπάρχουν υποψίες τελέσεως τρομοκρατικών πράξεων

(Κοινή θέση 2001/931, άρθρο 1 § 4· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 3)

6. Ευρωπαϊκή Ένωση — Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και κοινοτικών οργάνων

(Άρθρο 10 ΕΚ· κοινή θέση 2001/931, άρθρο 1 § 4· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 3)

7. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων ληφθείσα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων για τα οποία υπάρχουν υποψίες τελέσεως τρομοκρατικών πράξεων

(Κοινή θέση 2001/931, άρθρο 1 §§ 4 και 6)

8. Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου)

9. Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ· κοινή θέση 2001/931, άρθρο 1 §§ 4 και 6· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου)

10. Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων

(Άρθρο 230, εδ. 2, ΕΚ· κοινή θέση 2001/931, άρθρο 1 §§ 4 και 6· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 3)

Περίληψη

1. Οσάκις, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, απόφαση αντικαθίσταται με άλλη απόφαση έχουσα το ίδιο αντικείμενο, πρέπει αυτή να θεωρηθεί ως νέο γεγονός που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του. Πράγματι, θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και προς την αρχή της οικονομίας της διαδικασίας να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να ασκήσει νέα προσφυγή. Επιπροσθέτως, θα ήταν άδικο να έχει το καθού κοινοτικό όργανο τη δυνατότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αιτιάσεις που περιέχει η ενώπιον του κοινοτικού δικαστή ασκηθείσα προσφυγή κατά αποφάσεως, να προσαρμόζει την προσβαλλομένη αυτή απόφαση ή να την αντικαθιστά με άλλη και να επικαλείται κατά τη δίκη αυτήν την τροποποίηση ή την αντικατάσταση για να στερήσει από τον αντίδικο τη δυνατότητα να εκτείνει τα αρχικά του αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως στη μεταγενέστερη απόφαση ή να αναπτύξει συμπληρωματικά αιτήματα και λόγους κατά της αποφάσεως αυτής. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία ένας κανονισμός που αφορά άμεσα και ατομικά έναν ιδιώτη αντικαθίσταται, κατά τη διάρκεια της δίκης, από κανονισμό που έχει το ίδιο αντικείμενο.

(βλ. σκέψεις 28-29)

2. Το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο προς εκδίκαση προσφυγής ακυρώσεως στρεφομένης κατά κοινής θέσης εκδοθείσας βάσει των άρθρων 15 ΕΕ, που περιλαμβάνεται στον τίτλο V ο οποίος αφορά την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλεια (ΚΕΠΠΑ), και 34 ΕΕ, που περιλαμβάνεται στον τίτλο VI ο οποίος αφορά την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις (ΔΕΥ), στον βαθμό αυστηρώς και μόνον που προβάλλεται, προς στήριξη της προσφυγής αυτής, παραβίαση των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας.

Πράγματι, ούτε στο πλαίσιο του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ ο οποίος αφορά την ΚΕΠΠΑ ούτε στο πλαίσιο του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ ο οποίος αφορά τη ΔΕΥ προβλέπεται προσφυγή ακυρώσεως δυνάμενη να ασκηθεί κατά κοινής θέσης ενώπιον κοινοτικού δικαστηρίου.

Στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΕ, όπως διαμορφώθηκε μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 46 ΕΕ. Το άρθρο αυτό, όμως, δεν προβλέπει καμία αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο των διατάξεων του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ και, από τα άρθρα 35 ΕΕ και 46 ΕΕ, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ, τα ένδικα βοηθήματα προς εκτίμηση του κύρους ή προς ακύρωση μπορούν να ασκηθούν μόνο κατά των αποφάσεων-πλαισίων, των αποφάσεων και των μέτρων εφαρμογής των συμβάσεων που προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχεία β΄, γ΄ και δ΄, ΕΕ, εξαιρουμένων των κοινών θέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ΕΕ.

(βλ. σκέψεις 46-49, 52, 56)

3. Η εγγύηση που αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, αυτών καθ’ εαυτά, στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του κανονισμού 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, δεν μπορεί να μην αναγνωριστεί στους ενδιαφερομένους με το αιτιολογικό και μόνο ότι ούτε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ούτε οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου δεν παρέχουν στους ιδιώτες κάποιο δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση πράξεως κανονιστικού χαρακτήρα.

Πράγματι, μολονότι είναι αληθές ότι η απόφαση 2005/930, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, έχει την ίδια γενική ισχύ με τον κανονισμό αυτό και εφαρμόζεται, όπως αυτός, ευθέως σε όλα τα κράτη μέλη και ότι, παρά τον τίτλο της, μετέχει στην κανονιστική φύση της πράξεως αυτής κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ, ωστόσο, η απόφαση αυτή δεν είναι αποκλειστικώς κανονιστικής φύσεως. Μολονότι παράγει τα αποτελέσματά της erga omnes, αφορά άμεσα και ατομικά τα πρόσωπα, τα οποία προσδιορίζει εξάλλου ονομαστικώς, που πρέπει να περιληφθούν στον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων των οποίων τα κεφάλαια πρέπει να δεσμευθούν κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 95, 97-98)

4. Στο πλαίσιο του ψηφίσματος 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας, εναπόκειται στα κράτη μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών —και, εν προκειμένω, στην Κοινότητα, μέσω της οποίας τα κράτη μέλη της αποφάσισαν να ενεργήσουν— να προσδιορίζουν συγκεκριμένα ποια είναι τα πρόσωπα, οι ομάδες και οι οντότητες των οποίων τα κεφάλαια πρέπει να δεσμευθούν κατ’ εφαρμογήν του ψηφίσματος αυτού, τηρουμένων των κανόνων της έννομης τάξης τους.

Συγκεκριμένα, αφενός, το ψήφισμα αυτό ουδόλως προσδιόρισε ατομικώς τα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες κατά των οποίων πρέπει να ληφθούν τα μέτρα αυτά και δεν θέσπισε ακριβείς νομικούς κανόνες σχετικά με τη διαδικασία δεσμεύσεως των κεφαλαίων ούτε σχετικά με τις εγγυήσεις ή τις ένδικες προσφυγές που θα διασφαλίζουν στα πρόσωπα και στις οντότητες που εμπλέκονται σε μια τέτοια διαδικασία τη δυνατότητα να προσβάλουν τα μέτρα που λαμβάνουν κατ’ αυτών τα κράτη.

Αφετέρου, η αρμοδιότητα της Κοινότητας δεν δεσμεύεται από τη βούληση της Ένωσης ή τη βούληση των κρατών μελών όταν το Συμβούλιο λαμβάνει μέτρα οικονομικών κυρώσεων βάσει των άρθρων 60 ΕΚ, 301 ΕΚ και 308 ΕΚ.

Εφόσον ο προσδιορισμός των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που διαλαμβάνονται στο ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας και η λήψη του μέτρου δεσμεύσεως των κεφαλαίων που έπεται του προσδιορισμού αυτού εμπίπτουν στην άσκηση ιδίας εξουσίας, που προϋποθέτει εκτίμηση της Κοινότητας βασιζόμενη σε διακριτική ευχέρεια, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερομέρων επιβάλλεται κατ’ αρχήν στα οικεία κοινοτικά όργανα, εν προκειμένω στο Συμβούλιο, όταν ενεργούν με σκοπό να συμμορφωθούν προς το εν λόγω ψήφισμα. Επομένως, η εγγύηση των δικαιωμάτων άμυνας ισχύει, κατ’ αρχήν, απολύτως στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του κανονισμού 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

(βλ. σκέψεις 101-102, 106-108)

5. Στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, τα δικαιώματα άμυνας μπορούν να ασκηθούν μόνον έναντι των πραγματικών και νομικών στοιχείων που μπορούν να επηρεάσουν την εφαρμογή του επίμαχου μέτρου στον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή.

Το ζήτημα του σεβασμού των δικαιωμάτων αυτών στο πλαίσιο αυτό μπορεί ωστόσο να τεθεί σε δύο επίπεδα:

Κατ’ αρχάς, τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου πρέπει να διασφαλίζονται αποτελεσματικά στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας που κατέληξε στην εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής έκδοση της αποφάσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Σε αυτό το εθνικό πλαίσιο πρέπει κατ’ ουσίαν να δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος του για να στηριχθεί η εν λόγω απόφαση, υπό την επιφύλαξη ενδεχομένων περιορισμών των δικαιωμάτων άμυνας που νόμιμα δικαιολογούνται στο εθνικό δίκαιο, ιδίως για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή διατήρησης των διεθνών σχέσεων.

Εν συνεχεία, τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου πρέπει να διασφαλίζονται αποτελεσματικά στο πλαίσιο της κοινοτικής διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην εκ μέρους του Συμβουλίου έκδοση της αποφάσεως εγγραφής του ή διατηρήσεώς του στον επίδικο κατάλογο, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001. Κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο αυτό, στον ενδιαφερόμενο πρέπει να δίδεται απλώς η δυνατότητα να προβάλει επωφελώς την άποψή του σχετικά με τις νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής του επίμαχου κοινοτικού μέτρου, ήτοι, αν πρόκειται για αρχική απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων, σχετικά με την ύπαρξη ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του σχετικού φακέλου από τα οποία να προκύπτει ότι έχει ληφθεί από την αρμόδια εθνική αρχή, έναντι του ενδιαφερομένου, απόφαση εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, και, αν πρόκειται για επακόλουθη απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων, σχετικά με τη δικαιολογία της διατηρήσεως του ενδιαφερομένου στον επίδικο κατάλογο.

(βλ. σκέψεις 114-115, 118-120)

6. Δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων διέπονται από αμοιβαία καθήκοντα αγαστής συνεργασίας. Η αρχή αυτή έχει γενική εφαρμογή και επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις που διέπεται από τον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ και η οποία στηρίζεται εξάλλου πλήρως στη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων.

Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμησ η της τρομοκρατίας, ήτοι διατάξεων που εγκαθιδρύουν μια μορφή ειδικής συνεργασίας μεταξύ του Συμβουλίου και των κρατών μελών, στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, η αρχή αυτή συνεπάγεται, για το Συμβούλιο, την υποχρέωση να στηριχθεί κατά το μέτρο του δυνατού στην εκτίμηση της αρμόδιας εθνικής αρχής, τουλάχιστον αν πρόκειται για δικαστική αρχή, τόσο όσον αφορά την ύπαρξη των «σοβαρών και αξιοπίστων αποδείξεων ή ενδείξεων» στις οποίες στηρίζεται η απόφασή της όσο και όσον αφορά την αναγνώριση των ενδεχομένων περιορισμών προσβάσεως στις αποδείξεις ή ενδείξεις αυτές, οι οποίοι δικαιολογούνται νομίμως βάσει του εθνικού δικαίου για υπέρτερους λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή διατήρησης των διεθνών σχέσεων.

Ωστόσο, οι σκέψεις αυτές ισχύουν μόνον εφόσον οι εν λόγω αποδείξεις ή ενδείξεις υποβλήθηκαν πράγματι στην εκτίμηση της αρμόδιας εθνικής αρχής. Αντιθέτως, αν, κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το Συμβούλιο στηρίξει την αρχική του απόφαση ή επακόλουθη απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων σε πληροφοριακά ή αποδεικτικά στοιχεία που του κοινοποιήθηκαν από τους εκπροσώπους των κρατών μελών χωρίς να έχουν υποβληθεί στην εκτίμηση της εν λόγω αρμόδιας εθνικής αρχής, τα στοιχεία αυτά πρέπει να θεωρηθούν νέα επιβαρυντικά στοιχεία τα οποία πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποτελέσουν αντικείμενο κοινοποίησης και ακρόασης σε κοινοτικό επίπεδο, εφόσον δεν αποτέλεσαν ήδη τέτοιο αντικείμενο σε εθνικό επίπεδο.

(βλ. σκέψεις 123-125)

7. Η γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει, εκτός αν αντιτίθενται υπέρτεροι λόγοι απτόμενοι της ασφαλείας της Κοινότητας ή των κρατών μελών της ή της διαμορφώσεως των διεθνών σχέσεών τους, να κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο τα επιβαρυντικά στοιχεία, κατά το μέτρο του δυνατού, είτε ταυτόχρονα είτε, κατά το μέτρο του δυνατού, αμέσως μετά την έκδοση αρχικής αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων. Υπό τις ίδιες επιφυλάξεις, κάθε επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων πρέπει κατ’ αρχήν να προηγείται κοινοποίηση των νέων επιβαρυντικών στοιχείων και ακρόαση. Αντιθέτως, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας δεν επιβάλλει ούτε την κοινοποίηση των επιβαρυντικών στοιχείων στον ενδιαφερόμενο πριν από τη λήψη αρχικού μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων ούτε την a posteriori αυτεπάγγελτη ακρόασή του σε ένα τέτοιο πλαίσιο.

Στην περίπτωση αρχικής αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, η κοινοποίηση των επιβαρυντικών στοιχείων απαιτεί, κατ’ αρχήν, αφενός, να κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο από το Συμβούλιο οι ακριβείς πληροφορίες ή τα στοιχεία του φακέλου από τα οποία προκύπτει ότι έχει ληφθεί έναντι αυτού απόφαση εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων προς καταπολέμηση της τρομοκρατίας, εκ μέρους αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, καθώς και, ενδεχομένως, τα νέα στοιχεία που προκύπτουν από πληροφοριακά ή αποδεικτικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στο Συμβούλιο από τους εκπροσώπους των κρατών μελών χωρίς να έχουν υποβληθεί στην εκτίμηση της εν λόγω αρμόδιας εθνικής αρχής, και, αφετέρου, να του παρέχεται η δυνατότητα να προβάλει επωφελώς την άποψή του σχετικά με αυτές τις πληροφορίες ή τα στοιχεία του φακέλου.

Στην περίπτωση επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, για τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας απαιτείται επίσης, αφενός, να κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο οι πληροφορίες ή τα στοιχεία του φακέλου τα οποία, κατά το Συμβούλιο, δικαιολογούν τη διατήρησή του στους επίδικους καταλόγους, καθώς και, ενδεχομένως, τα νέα στοιχεία που προαναφέρθηκαν ανωτέρω, και, αφετέρου, να του παρέχεται η δυνατότητα να προβάλει επωφελώς την άποψή του επί του θέματος αυτού.

(βλ. σκέψεις 125-126, 137)

8. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 253 ΕΚ εγγύηση που αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως ισχύει απολύτως στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του κανονισμού 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Κατ’ αρχήν, η αιτιολογία ενός μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του κανονισμού 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, πρέπει να αφορά όχι μόνο τις νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής του κανονισμού αυτού, αλλά και τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο θεωρεί, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας εκτιμήσεως, ότι πρέπει να ληφθεί ένα τέτοιο μέτρο έναντι του ενδιαφερομένου.

Ωστόσο, επιτακτικοί λόγοι απτόμενοι της ασφαλείας της Κοινότητας και των κρατών μελών της ή των διεθνών σχέσεών τους μπορούν να αποκλείσουν την αποκάλυψη στους ενδιαφερομένους της ακριβούς και πλήρους αιτιολογίας της αρχικής ή επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως των κεφαλαίων τους, όπως μπορούν επίσης να αποκλείσουν τη γνωστοποίηση των επιβαρυντικών στοιχείων στους ενδιαφερομένους κατά τη διοικητική διαδικασία.

(βλ. σκέψεις 109, 146, 148)

9. Εκτός αν αντιτίθενται επιτακτικοί λόγοι απτόμενοι της ασφαλείας της Κοινότητας ή των κρατών μελών της ή των διεθνών σχέσεών τους και υπό την επιφύλαξη επίσης της δυνατότητας μόνο το διατακτικό και μια γενική αιτιολογία να περιλαμβάνονται στη μορφή της αποφάσεως που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα, η αιτιολογία αρχικής αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, πρέπει να περιέχει τουλάχιστον, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία του σχετικού φακέλου από τα οποία προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση έναντι του ενδιαφερομένου έχει ληφθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους. Η αιτιολογία μιας τέτοιας αποφάσεως πρέπει να αναφέρει, επιπλέον, τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο θεωρεί, κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του εκτιμήσεως, ότι θα έπρεπε να ληφθεί έναντι του ενδιαφερομένου ένα τέτοιο μέτρο. Περαιτέρω, η αιτιολογία επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της εν λόγω κοινής θέσης πρέπει, υπό τις ίδιες επιφυλάξεις, να αναφέρει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο θεωρεί, μετά από επανεξέταση, ότι εξακολουθεί να δικαιολογείται η δέσμευση των κεφαλαίων του ενδιαφερομένου, ενδεχομένως, βάσει νέων πληροφοριακών ή αποδεικτικών στοιχείων.

(βλ. σκέψεις 116, 125-126, 147, 151)

10. Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων ληφθείσας βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, είναι αυτός τον οποίο προβλέπει το άρθρο 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο ο κοινοτικός δικαστής είναι αρμόδιος να αποφαίνεται επί προσφυγών που ασκούνται λόγω αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως της Συνθήκης ΕΚ ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας.

Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού και λαμβανομένων υπόψη των λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν από τον ενδιαφερόμενο ή ελήφθησαν αυτεπαγγέλτως υπόψη, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής του κανονισμού 2580/2001 σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, όπως είναι αυτές που διατυπώνονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού και, με παραπομπή, είτε στο άρθρο 1, παράγραφος 4, είτε στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ανάλογα με το αν πρόκειται για αρχική ή για επακόλουθη απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων. Τούτο συνεπάγεται ότι ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως εκτείνεται στην εκτίμηση των γεγονότων και των περιστάσεων βάσει των οποίων δικαιολογείται η απόφαση, καθώς και στην εξέταση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμηση αυτή. Το Πρωτοδικείο πρέπει επίσης να ελέγχει συναφώς τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και την τήρηση της απαιτήσεως αιτιολογήσεως καθώς και, ενδεχομένως, το βάσιμο των επιτακτικών λόγων που κατ’ εξαίρεση επικαλέστηκε το Συμβούλιο για να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις αυτές.

Ο έλεγχος αυτός είναι απαραίτητος, τοσούτω μάλλον όταν συνιστά τη μοναδική διαδικαστική εγγύηση που επιτρέπει να εξασφαλίζεται μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων της καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Δεδομένου ότι οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει το Συμβούλιο στα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων πρέπει να αντισταθμίζονται από ένα ανεξάρτητο, αμερόληπτο και αυστηρό δικαστικό έλεγχο, ο κοινοτικός δικαστής πρέπει να μπορεί να ελέγχει τη νομιμότητα και το βάσιμο των μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων, χωρίς να μπορούν να του αντιταχθούν το απόρρητο ή η εμπιστευτικότητα των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο.

(βλ. σκέψεις 153-155)