ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 15ης Ιουλίου 2004

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-180/02 και T-113/03

Γεώργιος Γκούβρας

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Τοποθέτηση – Απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Αναδρομική μεταβολή του τόπου υπηρεσίας και των σχετικών οικονομικής φύσεως δικαιωμάτων – Αναζήτηση του αχρεωστήτου – Επίδομα εγκαταστάσεως και ημερήσιες αποζημιώσεις – Μεταφορά μέρους των αποδοχών εκτός του τόπου υπηρεσίας»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα II - 0000

Αντικείμενο:      Προσφυγή με αντικείμενο, στην υπόθεση Τ-180/02, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να καθορίσει, αναδρομικώς από 1ης Νοεμβρίου 2000 και καθ’ όλη τη διάρκεια της αποσπάσεώς του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ως τόπο υπηρεσίας του προσφεύγοντος την Αθήνα, να καταργήσει το δικαίωμα του προσφεύγοντος για τη λήψη επιδόματος αποδημίας και για την επιστροφή των ετησίων εξόδων ταξιδίου και να εφαρμόσει επί των αποδοχών του τον ισχύοντα για την Ελλάδα διορθωτικό συντελεστή, καθώς και της αποφάσεως να προβεί σε αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων, και, στην υπόθεση Τ-113/03, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία η τελευταία αρνήθηκε να χορηγήσει στον προσφεύγοντα αποζημίωση εγκαταστάσεως και ημερήσιες αποζημιώσεις για τη περίοδο της αποσπάσεώς του στην Αθήνα προς το συμφέρον της υπηρεσίας, καθώς και αποζημίωση εγκαταστάσεως κατά την εκ νέου τοποθέτησή του στο Λουξεμβούργο, και της αποφάσεως με την οποία περιορίστηκε στο 35 % των καθαρών αποδοχών του το δυνάμενο να μεταφερθεί τμήμα των αποδοχών του στον τόπο υπηρεσίας του στο Λουξεμβούργο κατά τη διάρκεια της αποσπάσεώς του.

Απόφαση:      Η απόφαση της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 2002, καθόσον αρνείται την καταβολή στον προσφεύγοντα του επιδόματος εγκαταστάσεως επ’ ευκαιρία της αποσπάσεώς του στην Αθήνα ακυρώνεται. Τα λοιπά αιτήματα ακυρώσεως που υποβάλλονται στο πλαίσιο των υποθέσεων Τ-180/02 και Τ-113/03 απορρίπτονται. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και το ένα τρίτο των εξόδων του προσφεύγοντος στις δύο αυτές υποθέσεις. Ο προσφεύγων φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών του εξόδων στις υποθέσεις αυτές.

Περίληψη

1.     Υπάλληλοι – Απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Δικαίωμα ακροάσεως του υπαλλήλου – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 38, στοιχ. α΄)

2.     Υπάλληλοι – Απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Τόπος υπηρεσίας – Καθορισμός

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 38, στοιχ. δ΄, στ΄ και ζ΄)

3.     Υπάλληλοι – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων – Προϋποθέσεις – Εμφανής αντικανονικότητα της καταβολής – Υπάλληλος που αποσπάται προς το συμφέρον της υπηρεσίας στη χώρα καταγωγής του – Καταβολή επιδόματος αποδημίας και εφαρμογή του διορθωτικού συντελεστή του τόπου προηγουμένης υπηρεσίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 38, στοιχ. δ΄, και 85)

4.     Υπάλληλοι – Καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση – Περιεχόμενο – Όρια

5.     Υπάλληλοι – Αρχές – Προστασία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Υπάλληλος που αποσπάται προς το συμφέρον της υπηρεσίας στη χώρα καταγωγής του – Καταβολή της αμοιβής, περιλαμβανομένου και του επιδόματος αποδημίας, στον τόπο προηγουμένης υπηρεσίας του – Κατάσταση που δεν γεννά δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τον καθορισμό του τόπου υπηρεσίας

6.     Υπάλληλοι – Επιστροφή δαπανών – Αποζημίωση εγκαταστάσεως – Τοποθέτηση σε νέο τόπο υπηρεσίας – Υπάλληλος που αποσπάται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και υποχρεούται να αλλάξει διαμονή αλλά δεν συνοδεύεται από την οικογένειά του – Δικαίωμα για την αποζημίωση αυτή – Επιστροφή στην οικογένειά του, στον τόπο προηγουμένης υπηρεσίας του – Δεν δικαιούται αποζημίωση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 20· παράρτημα VII, άρθρο 5)

7.     Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Ημερήσια αποζημίωση – Αντικείμενο – Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 20· παράρτημα VII, άρθρο 10)

8.     Υπάλληλοι – Απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Πρόσθετες δαπάνες πού συνεπάγεται η απόσπαση – Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 38, στοιχ. δ΄)

9.     Υπάλληλοι – Αποδοχές – Τακτικές μεταφορές χρημάτων εκτός του τόπου υπηρεσίας – Καθορισμός ανωτάτων ορίων από τα όργανα – Νόμιμος ο καθορισμός ανωτάτου ορίου 35 % των καθαρών αποδοχών

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 17)

10.   Υπάλληλοι – Αποδοχές – Τακτικές μεταφορές χρημάτων εκτός του τόπου υπηρεσίας – Άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Μεταφορά κατ’ εξαίρεση – Δικαιολόγηση – Πλήρης κάλυψη τακτικών δαπανών – Αποκλείεται – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 17 § 2, στοιχ. γ΄)

1.     Στην περίπτωση αποσπάσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας η οποία, αντίθετα με την απόφαση κατ’ αίτηση του υπαλλήλου, αποφασίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και μπορεί μάλιστα να αποφασιστεί παρά τη βούληση του συγκεκριμένου υπαλλήλου, η διοίκηση οφείλει να ενημερώσει σχετικά και να ακούσει τον υπάλληλο πριν λάβει την απόφαση της, σύμφωνα με την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Συναφώς, η διοίκηση εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της όταν, στην περίπτωση υπαλλήλου από τον οποίο, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού του, ευλόγως ανέμενε πολύ καλή γνώση των διοικητικών διαδικασιών που προβλέπει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ), εκθέτει στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει διευκρινίσεις, τα κύρια χαρακτηριστικά της μελετωμένης απόσπασης.

(βλ. σκέψεις 74 και 76)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 28 Φεβρουαρίου 1996, T-15/95, do Paço Quesado κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I-A-57 και II‑171, σκέψη 30· ΠΕΚ, 30 Μαΐου 2001, T-348/00, Barth κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-119 και II-557, σκέψη 33

2.     Ο τόπος υπηρεσίας του αποσπασμένου προς το συμφέρον της υπηρεσίας υπαλλήλου είναι ο τόπος της αποσπάσεως με όλες τις εντεύθεν συνέπειες όσον αφορά το δικαίωμα για επίδομα αποδημίας και εφαρμογή των διορθωτικών συντελεστών. Συναφώς, οι διατάξεις του άρθρου 38 του ΚΥΚ σχετικά με τη διατήρηση της θέσης και της συνολικής αμοιβής του υπαλλήλου στο όργανο από το οποίο προέρχεται δεν επηρεάζει τον καθορισμό του τόπου υπηρεσίας του αποσπασμένου υπαλλήλου διότι σκοπούν απλώς στη διατήρηση των δικαιωμάτων αυτών. Συνεπώς, η θέση αποτελεί λειτουργική και όχι γεωγραφική έννοια.

(βλ. σκέψεις 81 και 82)

3.     Δυνάμει του άρθρου 85 του ΚΥΚ, κάθε ποσό που καταβλήθηκε αχρεωστήτως αναζητείται αν ο λαβών γνώριζε την αντικανονικότητα της καταβολής ή αν η αντικανονικότητα ήταν τόσο εμφανής ώστε δεν μπορούσε να την αγνοεί.

Όσον αφορά την ύπαρξη παρατυπίας, το σφάλμα ως προς πληρωμή μπορεί να οφείλεται σε αμέλεια ή ανοχή της διοίκησης και μπορεί να συνεχίζεται για μεγάλη περίοδο. Τέτοιο σφάλμα ως προς την καταβολή αποτελεί, στην περίπτωση υπαλλήλου που αποσπάται προς το συμφέρον της υπηρεσίας στη χώρα της οποίας είναι υπήκοος, η επί πολλούς μήνες διατήρηση χρηματικών δικαιωμάτων συνδεομένων με εσφαλμένο τόπο υπηρεσίας, όπως είναι η καταβολή αποζημιώσεως αποδημίας καθώς και η εφαρμογή στις αποδοχές του υπαλλήλου του διορθωτικού συντελεστή του αρχικού τόπου υπηρεσίας. Η αρχή της διατήρησης της συνολικής αμοιβής που θεσπίζει το άρθρο 38 του ΚΥΚ προβλέπει εξίσωση σε περίπτωση που ο αποσπασμένος υπάλληλος λαμβάνει από την υπηρεσία στην οποία αποσπάται συνολική αμοιβή χαμηλότερη από αυτήν που αντιστοιχεί στον βαθμό και στο κλιμάκιό του στο όργανο από το οποίο προέρχεται και δεν υποχρεώνει τη διοίκηση να καταβάλλει αποζημιώσεις και πλεονεκτήματα που ο αποσπασμένος υπάλληλος δεν δικαιούται.

Ένα τέτοιο σφάλμα ως προς την πληρωμή δεν απαλλάσσει τον ενδιαφερόμενο από κάθε προσπάθεια προβληματισμού ή ελέγχου και δεν διαφεύγει από έναν υπάλληλο που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια και θεωρείται ότι γνωρίζει τους κανόνες που διέπουν τον μισθό του. Ακόμα και αν η διοίκηση δεν είναι σαφής και χρειάζεται πολλούς μήνες για να λάβει θέση ως προς τα δικαιώματα του ενδιαφερομένου, ο υπάλληλος που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια, έχει μεγάλη πείρα και είναι υψηλόβαθμος δεν μπορεί να αγνοεί ότι η καταβολή του επιδόματος αποδημίας συνδέεται με αποδημία κατά την έννοια του άρθρου 4 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 102, 104, 106, 107, 110 και 111)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 24 Ιουνίου 1976, 56/75, Elz κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 413, σκέψεις 19 και 20· ΠΕΚ, 10 Φεβρουαρίου 1994, T-107/92, White κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-41 και II-143, σκέψη 33

4.     Το καθήκον αρωγής της διοικήσεως έναντι των υπαλλήλων της συνεπάγεται ότι λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που είναι δυνατό να καθορίσουν την απόφασή της και ότι, πράττοντας έτσι, συνεκτιμά όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου. Ωστόσο, το καθήκον αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει τη διοίκηση να αγνοήσει την απαίτηση ότι η προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των υπαλλήλων πρέπει πάντοτε να περιορίζεται από την τήρηση των ισχυόντων κανόνων.

(βλ. σκέψη 123)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 31 Μαρτίου 1992, C-255/90 P, Burban κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I-2253, σκέψη 7· ΠΕΚ, 27 Μαρτίου 1990, T-123/89, Chomel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II-131, σκέψη 32· ΠΕΚ, 16 Μαρτίου 1993, T-33/89 και T-74/89, Blackman κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II-249, σκέψη 96

5.     Κανείς υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοικήσεως.

Συναφώς, στην περίπτωση υπαλλήλου που αποσπάται προς το συμφέρον της υπηρεσίας στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος, η προσωρινή συνέχιση της καταβολής της αμοιβής του περιλαμβανομένης και της αποζημιώσεως αποδημίας στον τόπο της προηγουμένης υπηρεσίας του δεν συνιστά σιωπηρή απόφαση εκ μέρους της διοίκησης όσον αφορά τον καθορισμό του τόπου υπηρεσίας του στη χώρα αυτή που θα γεννούσε δικαίωμα υπέρ του ενδιαφερομένου.

(βλ. σκέψεις 127, 130 και 132)

Παραπομπή: Chomel κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 26· ΠΕΚ, 30 Νοεμβρίου 1994, T-498/93, Dornonville de la Cour κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-257 και II-813, σκέψη 46

6.     Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, αποζημίωση εγκαταστάσεως δικαιούται ο υπάλληλος που αποδεικνύει ότι υποχρεώθηκε να αλλάξει διαμονή για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του άρθρου 20. Συνεπώς, ο υπάλληλος που αποσπάται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και αναγκάζεται να εγκατασταθεί σε τόπο διαφορετικό του τόπου προηγουμένης υπηρεσίας του ενώ η οικογένειά του εξακολουθεί να διαμένει εκεί, δικαιούται την αποζημίωση αυτή για την εγκατάστασή του στον τόπο της αποσπάσεως. Αντιστρόφως, δεν την δικαιούται κατά την επιστροφή του στον αρχικό τόπο υπηρεσίας όπου εξακολουθεί να διαμένει η οικογένειά του, μετά τη λήξη της αποσπάσεώς του.

(βλ. σκέψεις 156, 157 και 161)

7.     Η ημερησία αποζημίωση την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, αποσκοπεί στην αντιστάθμιση των εξόδων και των ενοχλήσεων του υπαλλήλου που οφείλονται στην ανάγκη μετακινήσεώς του και προσωρινής εγκαταστάσεώς του στον τόπο υπηρεσίας του, μολονότι διατηρεί, επίσης προσωρινά, την προηγούμενη κατοικία του. Επομένως δεν χορηγείται σε υπάλληλο που δεν δικαιολογεί ότι υπέστη έξοδα προσωρινής εγκατάστασης.

(βλ. σκέψεις 163 και 165)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 5 Φεβρουαρίου 1987, 280/85, Μουζουράκης κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 589, σκέψη 9· ΠΕΚ, 10 Ιουλίου 1992, T-63/91, Benzler κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2095, σκέψη 20· ΠΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1997, T-57/96, Costantini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I-A-495 και II-1293, σκέψη 40

8.     Η προβλεπόμενη στο άρθρο 38, στοιχείο δ΄, του ΚΥΚ επιστροφή των προσθέτων δαπανών που πραγματοποιεί ο υπάλληλος, ο οποίος αποσπάται προς το συμφέρον της υπηρεσίας για να υπηρετήσει προσωρινά σε θέση εκτός του οργάνου του, δεν έχει ως στόχο την αντιστάθμιση της εφαρμογής άλλων διατάξεων του ΚΥΚ. Συνεπώς, η παύση χορηγήσεως του δικαιώματος αποδημίας και η εφαρμογή του διορθωτικού συντελεστή της χώρας υπηρεσίας δεν συνιστούν επιβάρυνση κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Μόνον οι δαπάνες δύνανται να χαρακτηρισθούν ως πρόσθετες δαπάνες προκύπτουσες από την απόσπαση.

(βλ. σκέψη 195)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 14 Ιανουαρίου 1982, 56/81, Novi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1, σκέψη 7

9.     Το άρθρο 17 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, που προβλέπει τη δυνατότητα του υπαλλήλου να μεταφέρει ποσά από την αμοιβή του, εξουσιοδοτεί τα κοινοτικά όργανα να καθορίζουν τους όρους που διέπουν τις μεταφορές αυτές και τους αφήνει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως. Συνεπώς, ο καθορισμός ανωτάτων ορίων μη προβλεπομένων από τον ΚΥΚ δεν είναι παράνομος καθεαυτός απλώς και μόνο διότι προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος.

Συναφώς, ο καθορισμός ανωτάτου ορίου 35 % των καθαρών αποδοχών για τις τακτικές μεταφορές δεν υπερβαίνει τα όρια αυτής της εξουσίας εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, το όριο αυτό δεν παρίσταται προδήλως δυσάναλογο μέτρο εφόσον πρόκειται για παρέκκλιση από τον κανόνα ότι τα ποσά που δικαιούται ο υπάλληλος του καταβάλλονται στον τόπο και στο νόμισμα της χώρας όπου ασκεί τα καθήκοντά του και όπου θεωρείται ότι πραγματοποιεί τις δαπάνες του.

(βλ. σκέψεις 201 έως 203)

Παραπομπή: Elz κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 11 έως 15· ΠΕΚ, 15 Δεκεμβρίου 1992, T-75/91, Scaramuzza κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2557, σκέψη 44· ΠΕΚ, 26 Οκτωβρίου 1993, T-6/92 και T-52/92, Reinarz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-1047, σκέψεις 71 έως 74

10.   Το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ δεν αφορά τις τακτικές μεταφορές που περιορίζονται στο 35 % των καθαρών αποδοχών, αλλά τις μεταφορές που πραγματοποιούνται απολύτως κατ’ εξαίρεση για περιπτώσεις δεόντως δικαιολογημένες. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να προβληθεί για να καταστήσει δυνατή την πλήρη κάλυψη των τακτικών δαπανών που πραγματοποιεί ο υπάλληλος σε χώρα διαφορετική από τον τόπο υπηρεσίας του. Είναι προφανές ότι η διάταξη αυτή έχει περιοριστικό χαρακτήρα και δεδομένου ότι είναι εξαιρετική, παρέχει εξ ορισμού στη διοίκηση ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή της.

(βλ. σκέψεις 206 έως 209)