ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (μονομελούς)

17 Μαρτίου 2004

Υπόθεση T-175/02

Giorgio Lebedef

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Προαγωγή – Πλημμέλεια της διαδικασίας προαγωγής – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Προσφυγή ακυρώσεως»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα II - 0000

Αντικείμενο:         Προσφυγή με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μην προαγάγει τον προσφεύγοντα στον βαθμό B 1 για το έτος 2000.

Απόφαση:         Η απόφαση περί μη προαγωγής του προσφεύγοντος ακυρώνεται. Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως – Σαφής και αμιγής απόρριψη – Βεβαιωτική πράξη – Απαράδεκτη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

2.     Υπάλληλοι – Προαγωγή – Υποψήφιοι με θεμιτή προσδοκία προαγωγής – Δικαίωμα για προαγωγή – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45 § 1)

3.     Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Διαδικασία –Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Όρια – Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45 § 1)

4.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση προσόντων – Λαμβάνονται υπόψη οι εκθέσεις βαθμολογίας – Συνυπολογισμός μη οριστικής εκθέσεως βαθμολογίας που τέθηκε στον φάκελο αντικανονικά και αμφισβητήθηκε από τον υπάλληλο – Απαράδεκτος – Συνυπολογισμός οριστικής εκθέσεως βαθμολογίας παρά τη μεταγενέστερη αμφισβήτησή της δικαστικώς – Παραδεκτός

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45 § 1)

1.     Κάθε απορριπτική διοικητικής ενστάσεως απόφαση, είτε ρητή είτε σιωπηρή, δεν κάνει τίποτε άλλο, όταν είναι σαφής και αμιγής, παρά να επιβεβαιώνει την πράξη ή την παράλειψη για την οποία παραπονείται ο ενιστάμενος και δεν συνιστά, μεμονωμένως λαμβανομένη, πράξη δεκτική προσβολής. Μόνον όταν με την απόφαση αυτή γίνει δεκτή, εν όλω ή εν μέρει, η ένσταση του ενδιαφερομένου, τότε η απόφαση αυτή συνιστά, ενδεχομένως, αφ’ εαυτής, πράξη δυνάμενη να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής.

Συγκεκριμένα, ως βλαπτική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μια καθαρώς επιβεβαιωτική πράξη, όπως είναι η πράξη η οποία δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με προγενέστερη βλαπτική πράξη την οποία, επομένως, δεν αντικαθιστά

(βλ. σκέψεις 19 και 20)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 10 Δεκεμβρίου 1980, 23/80, Grasselli κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980, σ. 3709, σκέψη 18· ΔΕΚ, 16 Ιουνίου 1988, 371/ 87, Προγούλης κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 3081, σκέψη 17· ΠΕΚ, 27 Ιουνίου 2000, Τ-608/97, Plug κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Yπ. 2000, σ. I-A 125 και II-569, σκέψη 23· ΠΕΚ, 9 Απριλίου 2003, Τ-134/02, Tejada Fernández κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 16

2.     Ο ΚΥΚ δεν απονέμει κανένα δικαίωμα για προαγωγή, τούτο δε ακόμη και όσον αφορά τους υπαλλήλους που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για προαγωγή.

(βλ. σκέψη 24)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 9 Φεβρουαρίου 1994, Τ-3/92, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A 23 και II-83, σκέψη 50· ΠΕΚ, 6 Ιουνίου 1996, Τ-262/94, Baiwir κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Yπ. 1996, σ. I-A 257 και II-739, σκέψη 67· Tejada Fernández κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 40

3.     Προκειμένου να εκτιμήσει τα προσόντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της αποφάσεως περί προαγωγής βάσει του άρθρου 45 του ΚΥΚ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος αν, ενόψει των μέσων που οδήγησαν τη διοίκηση στην εκτίμησή της, αυτή κινήθηκε μέσα σε εύλογα όρια και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δική του εκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων στην εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

Εντούτοις, η εξουσία εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στη διοίκηση για την αξιολόγηση των προσόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο αποφάσεως περί προαγωγής βάσει του άρθρου 45 του ΚΥΚ περιορίζεται από την ανάγκη της διεξαγωγής της συγκριτικής εξετάσεως των υποψηφιοτήτων με προσοχή και αμεροληψία, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων. Στην πράξη, η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται με ίσους όρους και βάσει συγκρίσιμων πληροφοριακών στοιχείων.

Εξάλλου, προκύπτει ρητώς από το άρθρο 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας προαγωγής, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή οφείλει να πραγματοποιεί την επιλογή της βάσει συγκριτικής εξετάσεως των εκθέσεων βαθμολογίας και των αντιστοίχων προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων. Η εξέταση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται με φροντίδα και αμεροληψία, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Προς τούτο, η εν λόγω αρχή διαθέτει την αντλούμενη από τον ΚΥΚ εξουσία να προβαίνει σε μια τέτοια εξέταση σύμφωνα με τη διαδικασία ή τη μέθοδο που θεωρεί ως πλέον κατάλληλη.

(βλ. σκέψεις 25 και 26)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 30 Νοεμβρίου 1993, Τ-76/92, Τσιριμώκος κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II-1281, σκέψεις 20 και 21· Baiwir κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 66· ΠΕΚ, 5 Μαρτίου 1998, Τ-221/96, Manzo-Tafaro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A 115 και II-307, σκέψη 16· ΠΕΚ, 21 Σεπτεμβρίου 1999, Τ-157/98, Oliveira κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I-A 163 και II-851, σκέψη 35· Tejada Fernández κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 41

4.     Η έκθεση βαθμολογίας συνιστά απαραίτητο στοιχείο εκτιμήσεως κάθε φορά που η σταδιοδρομία του υπαλλήλου λαμβάνεται υπόψη για την έκδοση αποφάσεως σχετικά με την προαγωγή του. Συναφώς, έκθεση βαθμολογίας που τέθηκε αντικανονικά στον ατομικό φάκελο, ενώ είχε αμφισβητηθεί από τον υπάλληλο, αποτελεί τμήμα των πληροφοριών για τα προσόντα των υποψηφίων προς προαγωγή που δεν μπορούν να ληφθούν εγκύρως υπόψη από την επιτροπή προαγωγών αντί της εκθέσεως βαθμολογίας.

Διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία η έκθεση βαθμολογίας, αν και μεταγενεστέρως αποτέλεσε αντικείμενο ένδικης προσφυγής, έπρεπε να θεωρηθεί ως οριστική, ενόψει των γενικών εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 43 του ΚΥΚ όπως ισχύει στο οικείο όργανο.

(βλ. σκέψεις 34 και 35)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1980, 156/79 και 51/80, Gratreau κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980, σ. 3943, σκέψη 22· ΠΕΚ, 21 Νοεμβρίου 1996, T-144/95, Michaël κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I-A 529 και II-1429, σκέψη 52· ΠΕΚ, 24 Φεβρουαρίου 2000, T-82/98, Jacobs κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A 39 και II-169, σκέψεις 34 και 39