Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-361/02 και C-362/02
Ελληνικό Δημόσιο
κατά
Νικολάου Τσάπαλου και Κωνσταντίνου Διαμαντάκη
(αίτηση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Οδηγία 76/308/ΕΟΚ – Αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη δασμών – Εφαρμογή επί απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος της οδηγίας»
Περίληψη της αποφάσεως
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη δασμών – Οδηγία 76/308 – Κατά χρόνον εφαρμογή – Εφαρμογή επί
απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος της οδηγίας στο κράτος όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή
(Οδηγία 76/308 του Συμβουλίου)
Η οδηγία 76/308, περί της αμοιβαίας συνδρομής στον τομέα της εισπράξεως των απαιτήσεων που προκύπτουν από πράξεις οι οποίες
αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, έχει την έννοια
ότι εφαρμόζεται επί τελωνειακής φύσεως απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν σε κράτος μέλος και αποτελούν αντικείμενο τίτλου εκδοθέντος
από το κράτος αυτό πριν από τη θέση σε ισχύ της εν λόγω οδηγίας εντός άλλου κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια
αρχή.
Πράγματι, δεδομένου ότι σκοπός της οδηγίας είναι η άρση των κωλυμάτων στη λειτουργία της Κοινής Αγοράς που προκύπτουν από
τις δυσχέρειες διασυνοριακής εισπράξεως των απαιτήσεων τις οποίες αφορά η οδηγία, καθώς και η αποτροπή δολίων ενεργειών, δεν
δύναται να αποκλειστεί η εφαρμογή της οδηγίας επί απαιτήσεων οι οποίες είχαν ήδη γεννηθεί κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος
της εντός του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.
(βλ. σκέψεις 22-23 και διατακτ.)
-
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 1ης Ιουλίου 2004(1)
Οδηγία 76/308/ΕΟΚ – Αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη δασμών – Εφαρμογή επί απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος της οδηγίας
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-361/02 και C-362/02,
που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς (Ελλάδα), κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με τις οποίες
ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Ελληνικού Δημοσίου
και
Νικολάου Τσάπαλου (C-361/02),Κωνσταντίνου Διαμαντάκη (C-362/02),
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1 της οδηγίας 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου
1976, περί της αμοιβαίας συνδρομής στον τομέα της εισπράξεως των απαιτήσεων που προκύπτουν από πράξεις οι οποίες αποτελούν
μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, καθώς και από γεωργικές
εισφορές και δασμούς, και περί του φόρου προστιθεμένης αξίας και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ.
126), όπως τροποποιήθηκε με την πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας
και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των ιδρυτικών συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ 1994, C 241, σ. 21),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),,
συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή) και N. Colneric, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott,
γραμματέας: Μ. Múgica Arzamendi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- –
ο Ν. Τσάπαλος, εκπροσωπούμενος από τον Β. Κ. Κουτουλάκο, δικηγόρο,
- –
ο Κ. Διαμαντάκης, εκπροσωπούμενος από την Χ. Καρά-Σεπετζόγλου, δικηγόρο,
- –
η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Σ. Σπυρόπουλο, Δ. Καλόγηρο και Π. Μυλωνόπουλο,
- –
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους X. Lewis και Μ. Κωνσταντινίδη,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως εκπροσωπούμενης από τους Σ. Σπυρόπουλο και Μ. Απέσσο, και
της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους X. Lewis και Μ. Κωνσταντινίδη, κατά τη συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου 2004,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 19ης Φεβρουαρίου 2004,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
- 1
Με αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2002, οι οποίες περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Οκτωβρίου 2002, το Διοικητικό
Εφετείο Πειραιώς υπέβαλε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1 της οδηγίας
76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976, περί της αμοιβαίας συνδρομής στον τομέα της εισπράξεως των απαιτήσεων που
προκύπτουν από πράξεις οι οποίες αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού
και Εγγυήσεων, καθώς και από γεωργικές εισφορές και δασμούς, και περί του φόρου προστιθεμένης αξίας και τους ειδικούς φόρους
κατανάλωσης (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 126), όπως τροποποιήθηκε με την πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της
Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των ιδρυτικών συνθηκών της Ευρωπαϊκής
Ενώσεως (ΕΕ 1994, C 241, σ. 21, στο εξής: οδηγία).
- 2
Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Ν. Τσάπαλου, αφενός, και του Κ. Διαμαντάκη,
αφετέρου, αναφορικά με την είσπραξη τελωνειακής φύσεως απαιτήσεων της Ιταλικής Δημοκρατίας οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την
έκδοση της οδηγίας και πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής στην Ελλάδα.
-
- Το νομικό πλαίσιο
Η κοινοτική νομοθεσία
- 3
Σκοπός της οδηγίας είναι η άρση των εμποδίων για την εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινής αγοράς που προκύπτουν από τον εδαφικό
περιορισμό του πεδίου εφαρμογής διατάξεων της εσωτερικής νομοθεσίας περί εισπράξεως, μεταξύ άλλων, δασμών. Η κατάσταση αυτή,
όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, διευκολύνει «την πραγματοποίηση δολίων ενεργειών».
- 4
Προς τούτο, η οδηγία προβλέπει κοινούς κανόνες αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων. Κατά το άρθρο 8, πρώτο και
δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας:
«Ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεση της απαιτήσεως, αν συντρέχει περίπτωση και σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στο κράτος
μέλος όπου η αρμόδια αρχή έχει την έδρα της, επικυρώνεται, αναγνωρίζεται, συμπληρώνεται ή αντικαθίσταται από τίτλο που επιτρέπει
την εκτέλεσή του στο έδαφος του κράτους μέλους.
Η επικύρωση, η αναγνώριση, η συμπλήρωση ή η αντικατάσταση του τίτλου πρέπει να γίνουν το δυνατό συντομότερο μετά την παραδοχή
της αιτήσεως εισπράξεως. Δεν δύνανται να αποκρουσθούν αν ο τίτλος, που επιτρέπει την εκτέλεση στο κράτος μέλος όπου η αιτούσα
αρχή έχει την έδρα της, περιέχει όλα τα τυπικά στοιχεία.»
- 5
Κατά το άρθρο 2, στοιχεία γ΄ και στ΄, η οδηγία έχει, μεταξύ άλλων, εφαρμογή επί απαιτήσεων που αφορούν δασμούς, κατά την έννοια
ιδίως του άρθρου 2, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 70/243/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί αντικαταστάσεως
των χρηματικών συνεισφορών των κρατών μελών από ιδίους πόρους των Κοινοτήτων (GU L 94, σ. 19), καθώς και επί των τόκων και
δαπανών που αφορούν τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το εν λόγω άρθρο.
- 6
Επιπροσθέτως, δυνάμει του άρθρου 2 της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας και περί των προσαρμογών
των Συνθηκών (ΕΕ ειδ. έκδ. της 19ης Νοεμβρίου 1979, στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως), οι πράξεις των οργάνων των Κοινοτήτων δεσμεύουν
την Ελληνική Δημοκρατία και εφαρμόζονται στο κράτος αυτό από της προσχωρήσεώς του, δηλαδή από 1ης Ιανουαρίου 1981.
- 7
Το άρθρο 145 της Πράξεως Προσχωρήσεως ορίζει ότι:
«Η Ελληνική Δημοκρατία θέτει σε ισχύ τα μέτρα που της είναι αναγκαία για να συμμορφωθεί από της προσχωρήσεώς της προς τις
διατάξεις των οδηγιών […], κατά την έννοια του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΟΚ […], εκτός αν προβλέπεται προθεσμία στον πίνακα
του παραρτήματος XII ή σε άλλες διατάξεις της παρούσης πράξεως.»
- 8
Στην Πράξη Προσχωρήσεως δεν προβλέπεται τέτοια προθεσμία όσον αφορά την οδηγία.
Η εθνική νομοθεσία
- 9
Η οδηγία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα άρθρα 86 έως 98 (κεφάλαιο 1.Α, υπό τον τίτλο «Αμοιβαία συνδρομή για είσπραξη
απαιτήσεων») του νόμου 1402/1983, περί προσαρμογής της τελωνειακής και δασμολογικής νομοθεσίας στο δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(ΕΟΚ) (ΦΕΚ Α΄ 167, μέρος Ι, στο εξής: νόμος 1402/1983), και με την απόφαση 1243/319 του Υπουργού Οικονομικών, της 26ης Μαρτίου 1984,
με την οποία καθορίστηκαν οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του καθεστώτος της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη
των παραπάνω απαιτήσεων μεταξύ των κρατών μελών (ΦΕΚ Α΄ 179, μέρος I, στο εξής: υπουργική απόφαση).
- 10
Το άρθρο 103 του νόμου 1402/1983 ορίζει ότι «ο παρών νόμος αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1981, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά
στις επιμέρους διατάξεις του».
- 11
Επιπροσθέτως, στο άρθρο 21, παράγραφος 1, της υπουργικής αποφάσεως ορίζονται τα ακόλουθα:
«Κάθε απαίτηση που αποτελεί αντικείμενο αίτησης είσπραξης ή λήψης συντηρητικών μέτρων αιτούσας αρχής άλλου κράτους μέλους
εξετάζεται από τα αρμόδια τελωνεία ή δημόσια ταμεία σαν απαίτηση που γεννήθηκε στην Ελλάδα και εφαρμόζονται για την είσπραξή
της οι διατάξεις της εθνικής μας νομοθεσίας και ιδιαίτερα εκείνες του κώδικα είσπραξης δημοσίων εσόδων […]».
Οι διαφορές στις κύριες δίκες και το προδικαστικό ερώτημα
- 12
Με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1970 του Corte d’appello di Catania (Ιταλία), τα μέλη του πληρώματος του «Ster», σκάφους υπό
παναμαϊκή σημαία, μεταξύ των οποίων οι καθών των κύριων δικών, καταδικάστηκαν σε ποινές φυλακίσεως και στην καταβολή των δασμών
και των λοιπών φόρων, λόγω της παράνομης εισαγωγής καπνού στην Ιταλία. Με απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1972, το Corte suprema
di cassazione (Ιταλία) απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως.
- 13
Η αίτηση των ιταλικών αρχών περί εισπράξεως των εν λόγω απαιτήσεων, ανερχομένων συνολικώς σε 1 787 485 050 ιταλικές λίρες
(ITL), περιλαμβανομένων των τόκων και των λοιπών εξόδων, διαβιβάστηκε στις αρμόδιες ελληνικές αρχές (συγκεκριμένα στην ειδική
υπηρεσία τελωνειακών ερευνών της γενικής διευθύνσεως τελωνείων), οι οποίες αναγνώρισαν, με αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 1996,
ληφθείσες κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 76/308, αλλά και του νόμου 1402/1983 και της υπουργικής αποφάσεως, ότι ο ιταλικός τίτλος
βάσει του οποίου μπορούσε να χωρήσει η είσπραξη αυτών των απαιτήσεων ήταν εκτελεστός στην ελληνική επικράτεια.
- 14
Οι Ν. Τσάπαλος και Κ. Διαμαντάκης προσέβαλαν τις αποφάσεις αυτές ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ελλάδα), το
οποίο τις ακύρωσε, καθόσον αφορούσαν τους καθών των κύριων δικών, με το σκεπτικό ότι η αμοιβαία συνδρομή μεταξύ της Ελληνικής
Δημοκρατίας και των λοιπών κρατών μελών για την είσπραξη απαιτήσεων αφορούσε μόνον τις απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά τη θέση
σε ισχύ του νόμου 1402/1983. Η επίμαχη, όμως, απαίτηση του Ιταλικού Δημοσίου γεννήθηκε το 1968, έτος κατά το οποίο διαπιστώθηκε
η ποινικώς κολάσιμη πράξη της λαθρεμπορίας, επιβεβαιώθηκε δε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Corte d’appello di Catania
του 1970 και του Corte suprema di cassazione του 1972.
- 15
Το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, προβάλλοντας τον ισχυチισμό
ότι οι διατάξεις του νόμου 1402/1983 πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα του σκοπού της οδηγίας, το άρθρο 1 της οποίας αναφέρεται
στην είσπραξη απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος, επομένως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων
και απαιτήσεις γεννηθείσες προτού αυτές τεθούν σε ισχύ.
- 16
Το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς αποφάσισε, υπό τις συνθήκες αυτές, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο
το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, ταυτόσημου περιεχομένου και στις δύο υποθέσεις:
«Το άρθρο 1 της οδηγίας […] έχει την έννοια ότι οι διατάξεις της οδηγίας καταλαμβάνουν και απαιτήσεις που γεννήθηκαν σε ένα
κράτος μέλος πριν από την έναρξη της ισχύος της οδηγίας και προκύπτουν από τίτλο που έχει εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές του
κράτους αυτού επίσης πριν από την έναρξη της ισχύος της, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο τίτλος του Ιταλικού Δημοσίου, και
ότι, επομένως, οι απαιτήσεις αυτές, που παρέμεναν εκκρεμείς και δεν μπορούσαν να εισπραχθούν σε άλλο κράτος μέλος, μπορούν
πλέον, μετά τη θέση σε ισχύ της οδηγίας, τη λήξη της σχετικής μεταβατικής περιόδου και τη συμμόρφωση των λοιπών κρατών μελών
με τη θέσπιση των απαραίτητων για την εφαρμογή της διατάξεων, να εισπραχθούν με σχετική αίτηση της, κατά την έννοια του άρθρου
3 της οδηγίας, “αιτούσας αρχής” προς την “αρμόδια αρχή”;»
- 17
Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, οι δύο υποθέσεις ενώθηκαν προς διευκόλυνση της γραπτής και
προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
- 18
Με το ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ουσιαστικώς, αν η οδηγία έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται και επί τελωνειακής
φύσεως απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν σε κράτος μέλος και αποτελούν αντικείμενο τίτλου εκδοθέντος από το κράτος αυτό προτού
τεθεί σε ισχύ η οδηγία στο έτερο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.
- 19
Επιβάλλεται, σχετικώς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ενώ οι κανόνες διαδικασίας εφαρμόζονται γενικώς επί όλων των
διαφορών που εκκρεμούν κατά το χρονικό σημείο της ενάρξεως της ισχύος τους, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ουσιαστικούς κανόνες,
οι οποίοι ερμηνεύονται συνήθως ως μη διέποντες τις διαμορφωθείσες προ της ενάρξεως της ισχύος τους καταστάσεις [βλ., μεταξύ
άλλων, αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Salumi κ.λπ., Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9· της 6ης Ιουλίου
1993, C-121/91 και C-122/91, CT Control (Rotterdam) και JCT Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-3873, σκέψη 22, και
της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-61/98, De Haan, Συλλογή 1999, σ. I-5003, σκέψη 13].
- 20
Συνεπώς, όπως ορθώς υπογράμμισαν η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, εφόσον η οδηγία διέπει αποκλειστικώς την αναγνώριση
και την εκτέλεση ορισμένων κατηγοριών απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να περιλαμβάνει κανόνες
σχετικούς με τη γέννηση και την έκταση αυτών των απαιτήσεων, οι διατάξεις αυτής της οδηγίας πρέπει να θεωρηθούν ως κανόνες
διαδικασίας.
- 21
Επιπροσθέτως, από καμία διάταξη της οδηγίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να περιορίσει
την εφαρμογή των κανόνων διαδικασίας επί εκείνων μόνο των απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ της εν λόγω
οδηγίας εντός του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.
- 22
Αντιθέτως, ο σκοπός της οδηγίας ο οποίος, όπως προκύπτει από τη δεύτερη και την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, είναι η άρση
των κωλυμάτων στη λειτουργία της κοινής αγοράς που προκύπτουν από τις δυσχέρειες διασυνοριακής εισπράξεως των απαιτήσεων τις
οποίες αφορά η οδηγία, καθώς και η αποτροπή δολίων ενεργειών, συνηγορεί υπέρ της εφαρμογής της οδηγίας και επί απαιτήσεων
οι οποίες είχαν ήδη γεννηθεί κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος της εντός του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια
αρχή.
- 23
Συνεπώς, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται επί τελωνειακής φύσεως
απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν σε κράτος μέλος και αποτελούν αντικείμενο τίτλου εκδοθέντος από το κράτος αυτό πριν από τη
θέση σε ισχύ της εν λόγω οδηγίας εντός άλλου κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.
Επί των δικαστικών εξόδων
- 24
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται.
Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον
του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
-
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς με αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2002, αποφαίνεται:
Η οδηγία 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976, περί της αμοιβαίας συνδρομής στον τομέα της εισπράξεως των απαιτήσεων
που προκύπτουν από πράξεις οι οποίες αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού
και Εγγυήσεων, καθώς και από γεωργικές εισφορές και δασμούς, και περί του φόρου προστιθεμένης αξίας και τους ειδικούς φόρους
κατανάλωσης, όπως τροποποιήθηκε με την πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της
Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των ιδρυτικών συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, έχει την έννοια
ότι εφαρμόζεται επί τελωνειακής φύσεως απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν σε κράτος μέλος και αποτελούν αντικείμενο τίτλου εκδοθέντος
από το κράτος αυτό πριν από τη θέση σε ισχύ της εν λόγω οδηγίας εντός άλλου κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια
αρχή.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Ιουλίου 2004.
Ο Γραμματέας
|
Ο Πρόεδρος του τρίτου τμήματος
|
- 1 –
- Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.