Υπόθεση C-309/02
Radlberger Getränkegesellschaft mbH & Co. και S. Spitz KG
κατά
Land Baden-Württemberg
(αίτηση του Verwaltungsgericht Stuttgart για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Περιβάλλον – Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Συσκευασίες και απορρίμματα συσκευασιών – Οδηγία 94/62/ΕΚ – Υποχρεώσεις παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και παραλαβής των συσκευασιών μιας χρήσεως, αναλόγως του συνολικού ποσοστού επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών»
Περίληψη της αποφάσεως
1. Περιβάλλον – Απόβλητα – Συσκευασίες και απορρίμματα συσκευασιών – Οδηγία 94/62 – Δυνατότητα που έχει παρασχεθεί στα κράτη μέλη να παρέχουν κίνητρα υπέρ συστημάτων επαναχρησιμοποιήσεως συσκευασιών – Νομιμότητα των εθνικών μέτρων – Προϋποθέσεις
(Οδηγία 94/62 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 1 § 2, και 5)
2. Περιβάλλον – Απόβλητα – Συσκευασίες και απορρίμματα συσκευασιών – Οδηγία 94/62 – Δικαίωμα των επιχειρήσεων παραγωγής και διανομής να εξακολουθήσουν να μετέχουν σε ορισμένο σύστημα διαχειρίσεως απορριμμάτων συσκευασιών – Δεν υφίσταται – Αντικατάσταση υφισταμένου συστήματος διαχειρίσεως απορριμμάτων συσκευασιών – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις
(Οδηγία 94/62 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7)
3. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Ποσοτικοί περιορισμοί – Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος – Εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα αντικατάσταση ενός συνολικού συστήματος συλλογής απορριμμάτων συσκευασιών με σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής των κενών συσκευασιών – Δικαιολόγηση – Προστασία του περιβάλλοντος – Προϋπόθεση – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας
(Άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ)
1. Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/62, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα προς προώθηση συστημάτων επαναχρησιμοποιήσεως των συσκευασιών.
Κατά το άρθρο 5 της αυτής οδηγίας, τέτοια μέτρα οφείλουν να ανταποκρίνονται όχι μόνο στις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις λοιπές διατάξεις της οδηγίας, ιδίως από το άρθρο 7 αυτής, αλλά, επίσης, στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη Συνθήκη, ιδίως από το άρθρο 28 ΕΚ.
(βλ. σκέψεις 36-37, διατακτ. 1)
2. Το άρθρο 7 της οδηγίας 94/62, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, καίτοι δεν παρέχει στις οικείες επιχειρήσεις παραγωγής και στις επιχειρήσεις διανομής κανένα δικαίωμα περί συνεχίσεως της συμμετοχής τους σε συγκεκριμένο σύστημα διαχειρίσεως απορριμμάτων συσκευασιών, εντούτοις δεν επιτρέπει αντικατάσταση ενός συνολικού συστήματος συλλογής τέτοιων απορριμμάτων με σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής τους, στην περίπτωση κατά την οποία το νέο σύστημα δεν είναι, επίσης, πρόσφορο προς επίτευξη των σκοπών της εν λόγω οδηγίας ή στην περίπτωση κατά την οποία η μετάβαση στο νέο αυτό σύστημα δεν γίνεται άνευ ρήξεων και άνευ περιορισμού της δυνατότητας των επιχειρηματιών των οικείων τομέων να μετάσχουν πράγματι στο νέο σύστημα από της ενάρξεως της ισχύος του.
(βλ. σκέψεις 43, 46, 48, 50, διατακτ. 2)
3. Το άρθρο 28 ΕΚ αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει την αντικατάσταση συνολικού συστήματος συλλογής απορριμμάτων συσκευασιών με σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής των επιστρεφομένων συσκευασιών, χωρίς οι οικείες επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής να έχουν στη διάθεσή τους εύλογη μεταβατική προθεσμία προκειμένου να προσαρμοστούν σε αυτό και χωρίς να διασφαλίζεται ότι, κατά τον χρόνο αλλαγής του συστήματος διαχειρίσεως των απορριμμάτων συσκευασιών, θα έχουν πράγματι τη δυνατότητα να μετάσχουν σε ένα λειτουργικό σύστημα. Πράγματι, μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, παρά μόνον όταν τα μέσα που προβλέπει δεν βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών.
(βλ. σκέψεις 79, 83, διατακτ. 3)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζoνoς συνθέσεως)
της 14ης Δεκεμβρίου 2004 (*)
«Περιβάλλον – Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Συσκευασίες και απορρίμματα συσκευασιών – Οδηγία 94/62/ΕΚ – Υποχρεώσεις παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και παραλαβής των συσκευασιών μιας χρήσεως, αναλόγως του συνολικού ποσοστού επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών»
Στην υπόθεση C-309/02,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ,
την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Stuttgart (Γερμανία), με απόφαση της 21ης Αυγούστου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Αυγούστου 2002, στο πλαίσιο της δίκης
Radlberger Getränkegesellschaft mbH & Co.,
S. Spitz KG
κατά
Land Baden-Württemberg,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζoνoς συνθέσεως),
συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann και K. Lenaerts (εισηγητή), προέδρους τμήματος, C. Gulmann, J.-P. Puissochet, R. Schintgen, N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer
γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 2ας Μαρτίου 2004,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
– η Radlberger Getränkegesellschaft mbH & Co. και η S. Spitz KG, εκπροσωπούμενες από τον R. Karpenstein, Rechtsanwalt,
– το Land Baden-Württemberg, εκπροσωπούμενο από τον L.-A. Versteyl, Rechtsanwalt,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον W.-D. Plessing και την A. Tiemann, επικουρούμενους από τον D. Sellner, Rechtsanwalt,
– η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Riedl,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και D. Petrausch,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Bragulia, επικουρούμενο από τον M. Fiorilli, avvocato dello Stato,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις S. Terstal και C. Wissels,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. Grunwald και Μ. Κωνσταντινίδη,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαΐου 2004,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ L 365, σ. 10), και του άρθρου 28 ΕΚ.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως προσφυγής των Radlberger Getränkegesellschaft mbH & Co. και S. Spitz KG, αυστριακές εταιρίες παραγωγής ποτών, κατά του Land Baden-Württemberg.
Το νομικό πλαίσιο
Η οδηγία 94/62
3 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής, σκοπός της οδηγίας 94/62 είναι η εναρμόνιση των εθνικών μέτρων που αφορούν τη διαχείριση των συσκευασιών και των απορριμμάτων συσκευασίας, προκειμένου, αφενός, να προληφθούν και να μειωθούν οι επιπτώσεις τους επί του περιβάλλοντος όλων των κρατών μελών καθώς και των τρίτων χωρών, εξασφαλίζοντας, με τον τρόπο αυτό, υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και, αφετέρου, να διασφαλιστεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν εμπόδια στο εμπόριο καθώς και στρεβλώσεις και περιορισμοί του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας.
4 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας λαμβάνονται «μέτρα που αποσκοπούν, κατά πρώτη προτεραιότητα, στην πρόληψη της δημιουργίας απορριμμάτων συσκευασίας και, ως περαιτέρω θεμελιώδεις αρχές, στην επαναχρησιμοποίηση των συσκευασιών, στην ανακύκλωση και σε άλλες μορφές ανάκτησης των απορριμμάτων συσκευασίας και, ως εκ τούτου, στη μείωση της τελικής διάθεσης των απορριμμάτων αυτών».
5 Κατά το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας:
«Τα κράτη μέλη μπορούν να ενθαρρύνουν τα συστήματα επαναχρησιμοποίησης των συσκευασιών, που μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν κατά τρόπο αβλαβή για το περιβάλλον, σύμφωνα με τη Συνθήκη.»
6 Το άρθρο 7 της οδηγίας 94/62 ορίζει ότι:
«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι καθιερώνονται συστήματα προκειμένου να επιτυγχάνεται:
α) η επιστροφή ή/και η συλλογή χρησιμοποιημένων συσκευασιών ή/και απορριμμάτων συσκευασίας από τον καταναλωτή ή άλλο τελικό χρήστη ή από το ρεύμα των απορριμμάτων, προκειμένου να διοχετεύονται προς τις πλέον ενδεδειγμένες εναλλακτικές λύσεις διαχείρισης απορριμμάτων·
β) η επαναχρησιμοποίηση ή η ανάκτηση, συμπεριλαμβανομένης της ανακύκλωσης, των συλλεγομένων συσκευασιών ή/και απορριμμάτων συσκευασίας,
για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.
Τα συστήματα αυτά πρέπει να επιτρέπουν τη συμμετοχή των οικονομικών παραγόντων των συγκεκριμένων τομέων καθώς και των αρμόδιων δημόσιων αρχών. Τα συστήματα αυτά εφαρμόζονται επίσης για τα εισαγόμενα προϊόντα, υπό συνθήκες που δεν εισάγουν διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών που ισχύουν και των τυχόν τελών που επιβάλλονται για την πρόσβαση στα συστήματα, και σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται εμπόδια στο εμπόριο ή στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, σύμφωνα με τη Συνθήκη.
2. Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αποτελούν μέρος μιας πολιτικής που καλύπτει όλες τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, και λαμβάνουν ιδίως υπόψη τις απαιτήσεις σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας, ασφαλείας και υγιεινής των καταναλωτών, της προστασίας της ποιότητας, της γνησιότητας και των τεχνικών χαρακτηριστικών των συσκευασμένων αγαθών και των χρησιμοποιούμενων υλικών, καθώς και της προστασίας των δικαιωμάτων βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας.»
7 Το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν τη διάθεση στην αγορά στο έδαφός τους των συσκευασιών που είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»
Η εθνική νομοθεσία
8 Η Verordnung über die Vermeidung und Verwertung von Verpackungsabfällen (κανονιστική απόφαση περί περιορισμού και αξιοποιήσεως των απορριμμάτων συσκευασιών), της 21ης Αυγούστου 1998 (BGBl. 1998 I, σ. 2379, στο εξής: VerpackV), προβλέπει σειρά μέτρων για τον περιορισμό και τη μείωση των επιπτώσεων των απορριμμάτων συσκευασιών επί του περιβάλλοντος. Σκοπούσα, ιδίως, στη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 94/62, η VerpackV αντικατέστησε την Verordnung über die Vermeidung von Verpackungsabfällen (κανονιστική απόφαση περί προλήψεως της δημιουργίας απορριμμάτων συσκευασιών) της 12ης Ιουνίου 1991 (BGBl. 1991 I, σ. 1234).
9 Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της VerpackV προβλέπει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
«1. Η επιχείρηση διανομής υποχρεούται να συλλέγει δωρεάν, στο σημείο πωλήσεως ή σε άμεση γειτνίαση προς αυτό, τις κενές συσκευασίες πωλήσεως που χρησιμοποίησε ο τελικός καταναλωτής, να τις αξιοποιεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του σημείου 1 του παραρτήματος Ι, και να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπει το σημείο 2 του παραρτήματος Ι. Οι σχετικές με την αξιοποίηση απαιτήσεις δύνανται, επίσης, να ικανοποιηθούν με την επαναχρησιμοποίηση ή την αποστολή των συσκευασιών στην επιχείρηση διανομής ή στην επιχείρηση παραγωγής, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 2. Η επιχείρηση διανομής οφείλει να εφιστά την προσοχή του καταναλωτή στη δυνατότητα επιστροφής, κατά τα προβλεπόμενα στην πρώτη περίοδο, με εμφανείς και αναγνώσιμες επιγραφές. Η προβλεπόμενη στην πρώτη περίοδο υποχρέωση περιορίζεται στα είδη, μορφές και μεγέθη συσκευασιών καθώς και στις συσκευασίες προϊόντων που αποτελούν μέρος των προϊόντων που διαθέτει η επιχείρηση διανομής. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις διανομής με επιφάνεια χώρων πωλήσεως μικρότερη των 200 m2, η υποχρέωση παραλαβής κενών συσκευασιών περιορίζεται στις συσκευασίες των σημάτων που εμπορεύεται η επιχείρηση διανομής. Όσον αφορά τον τομέα πωλήσεων δι’ αλληλογραφίας, η υποχρέωση παραλαβής πρέπει να διασφαλίζεται διά της παροχής της δυνατότητας επιστροφής σε χώρους ευρισκόμενους σε επαρκή εγγύτητα προς τους τελικούς καταναλωτές. Η δυνατότητα επιστροφής πρέπει να επισημαίνεται κατά την αποστολή των εμπορευμάτων, καθώς και στους σχετικούς καταλόγους. Αν οι συσκευασίες πωλήσεως δεν προέρχονται από ιδιώτες καταναλωτές, επιτρέπεται η σύναψη συμφωνιών, κατά παρέκκλιση των ως άνω διατάξεων, αναφορικά με τον τόπο επιστροφής και τη ρύθμιση του σχετικού κόστους. Στην περίπτωση κατά την οποία οι επιχειρήσεις διανομής δεν ανταποκρίνονται στις προβλεπόμενες στο πρώτο εδάφιο υποχρεώσεις, παραλαμβάνουσες τις συσκευασίες στα σημεία επιστροφής, οφείλουν να διασφαλίσουν την τήρηση αυτής της υποχρεώσεως μέσω συστήματος όπως αυτό που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις διανομής συσκευασιών για τις οποίες αποκλείεται η συμμετοχή σε σύστημα όπως αυτό που προβλέπεται στην παράγραφο 3, οι κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, υποχρεώσεις όσον αφορά την αξιοποιήση εφαρμόζονται, κατ’ αναλογίαν, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην πρώτη περίοδο.
2. Οι επιχειρήσεις παραγωγής και οι επιχειρήσεις διανομής υποχρεούνται να παραλαμβάνουν δωρεάν στο σημείο επιστροφής τις συσκευασίες που παραλαμβάνουν οι επιχειρήσεις διανομής κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1, να τις αξιοποιούν σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπει το σημείο 1 του παραρτήματος Ι και να ικανοποιούν τις απαιτήσεις που προβλέπει το σημείο 2 του παραρτήματος Ι. Οι σχετικές με την αξιοποίηση υποχρεώσεις μπορούν, επίσης, να εκπληρωθούν μέσω της επαναχρησιμοποιήσεως των συσκευασιών. Οι επιβαλλόμενες με το πρώτο εδάφιο υποχρεώσεις περιορίζονται στα είδη, μορφές και μεγέθη συσκευασιών, καθώς και στις συσκευασίες προϊόντων που εμπορεύονται, αντιστοίχως, οι επιχειρήσεις παραγωγής και οι επιχειρήσεις διανομής. Η παράγραφος 1, όγδοη έως δέκατη περίοδος, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.»
10 Κατά την παράγραφο 3, του εν λόγω άρθρου, οι υποχρεώσεις αυτές παραλαβής και αξιοποιήσεως μπορούν, καταρχήν, να εκπληρωθούν, επίσης, μέσω συμμετοχής της επιχειρήσεως παραγωγής ή της επιχειρήσεως διανομής σε συνολικό σύστημα συλλογής των κενών συσκευασιών πωλήσεως. Στην αρμόδια τοπική αρχή απόκειται να διαπιστώσει αν το σύστημα αυτό πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει η VerpackV, όσον αφορά το ποσοστό της καλύψεώς του.
11 Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της VerpackV, οι επιχειρήσεις διανομής οι οποίες διαθέτουν στην αγορά τρόφιμα σε υγρή μορφή συσκευασμένα εντός μη επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών για ποτά υποχρεούνται να παρακρατούν από τον αγοραστή ένα ποσό ύψους 0,25 ευρώ τουλάχιστον ανά συσκευασία, περιλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας. Το ελάχιστο ύψος αυτού του ποσού ανέρχεται σε 0,50 ευρώ, περιλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας, στην περίπτωση κατά την οποία ο όγκος της συσκευασίας είναι μεγαλύτερος από 1,5 λίτρο. Το ποσό αυτό πρέπει να παρακρατείται από όλες τις διαδοχικές επιχειρήσεις διανομής, σε όλα τα στάδια εμπορίας μέχρι τη διάθεση στον τελικό καταναλωτή. Το ποσό αυτό αποδίδεται με την επιστροφή των συσκευασιών, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της VerpackV.
12 Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της VerpackV, η υποχρέωση αυτή παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής της κενής συσκευασίας δεν εφαρμόζεται επί των συσκευασιών για τις οποίες η επιχείρηση παραγωγής ή η επιχείρηση διανομής απηλλάγησαν από την υποχρέωση επιστροφής λόγω της συμμετοχής τους σε συνολικό σύστημα συλλογής, όπως αυτό που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3.
13 Εντούτοις, η VerpackV προβλέπει, στο άρθρο 9, παράγραφος 2, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, όσον αφορά ορισμένα ποτά, καταργείται η προσφυγή στο άρθρο 6, παράγραφος 3. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:
«Οσάκις το ποσοστό ποτών συσκευασμένων εντός επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών, είτε πρόκειται για ζύθο, μεταλλικά νερά (περιλαμβανομένου του νερού πηγής, του επιτραπέζιου νερού και του νερού εγκεκριμένης πηγής), αεριούχα αναψυκτικά ποτά, χυμούς φρούτων […] ή για οίνο […], περιορίζεται συνολικώς σε ποσοστό μικρότερο του 72 % κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους, πραγματοποιείται νέα έρευνα ως προς το ποσοστό των σχετικών συσκευασιών που επαναχρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια των δώδεκα μηνών που ακολουθούν την ανακοίνωση ότι δεν επιτεύχθηκε το ποσοστό επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών. Στην περίπτωση που το ποσοστό επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών εντός του ομοσπονδιακού εδάφους υπολείπεται του ποσοστού που καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο, θεωρείται ως ακυρωθείσα η κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, απόφαση, στο σύνολο του ομοσπονδιακού εδάφους, από της πρώτης ημέρας του έκτου ημερολογιακού μήνα μετά την προβλεπόμενη στην παράγραφο 3 ανακοίνωση, όσον αφορά τα ποτά για τα οποία το ποσοστό επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών που διαπιστώθηκε το 1991 δεν έχει επιτευχθεί […]»
14 Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της VerpackV, η Γερμανική Κυβέρνηση δημοσιεύει ετησίως τα ποσοστά στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου για τα ποτά τα συσκευασμένα εντός συσκευασιών φιλικών για το περιβάλλον. Κατά την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, η αρμόδια αρχή προβαίνει, κατόπιν σχετικής αιτήσεως ή αυτεπαγγέλτως, σε νέα διαπίστωση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3, στην περίπτωση κατά την οποία το ποσοστό που προβλέπεται για τα συσκευασμένα εντός τέτοιων συσκευασιών ποτά επιτευχθεί και πάλι μετά την έκδοση αποφάσεως περί καταργήσεως.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
15 Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης εξάγουν στη Γερμανία, εντός συσκευασιών μιας χρήσεως, δυναμένων να αξιοποιηθούν, αναψυκτικά αεριούχα ποτά, χυμούς φρούτων και άλλα μη αεριούχα ποτά, καθώς και επιτραπέζιο νερό. Για την αξιοποίησή τους, οι συσκευασίες αυτές εντάχθηκαν στο συνολικό σύστημα συλλογής αποβλήτων, το οποίο εκμεταλλεύεται η εταιρία «Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland AG», απαλλαγείσες, ως εκ τούτου, από την προβλεπόμενη από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της VerpackV υποχρέωση παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής της συσκευασίας, όσον αφορά ποτά τα οποία διατίθενται στη Γερμανία εντός συσκευασιών μιας χρήσεως.
16 Σύμφωνα με ανακοίνωση της Γερμανικής Κυβερνήσεως, της 28ης Ιανουαρίου 1999, το ποσοστό επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών για ποτά κατήλθε, το 1997, για πρώτη φορά, κάτω του 72 %, συγκεκριμένα στο 71,33 %. Επειδή το ποσοστό αυτό παρέμεινε, κατά τη διάρκεια δύο διαδοχικών περιόδων, δηλαδή μεταξύ Φεβρουαρίου 1999 και Ιανουαρίου 2002 και μεταξύ Μαΐου 2000 και Απριλίου 2001, στο σύνολο της ομοσπονδιακής επικράτειας, κάτω του 72 %, η εν λόγω κυβέρνηση, στις 2 Ιουλίου 2002, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 3, της VerpackV, ανακοίνωσε την από 1ης Ιανουαρίου 2003 υποχρεωτική παρακράτηση ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών των μεταλλικών νερών, των ζύθων και των αναψυκτικών ποτών. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη VerpackV, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης ήταν υποχρεωμένες, από της ημερομηνίας αυτής, να παρακρατούν το ποσό που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως για τις περισσότερες από τις συσκευασίες τους, όσον αφορά τα ποτά που διαθέτουν στη Γερμανία, κατόπιν δε να παραλαμβάνουν και να αξιοποιούν τις κενές συσκευασίες.
17 Στις 23 Μαΐου 2002, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης άσκησαν, ενώπιον του Verwaltungsgericht Stuttgart, προσφυγή κατά του Land Baden-Württemberg, υποστηρίζοντας ότι το σύστημα των ποσοστών επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών που προβλέπει η VerpackV και οι υποχρεώσεις παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των κενών συσκευασιών και παραλαβής των συσκευασιών, που αποτελούν μέρος αυτού του συστήματος, αντιβαίνουν προς τα άρθρα 1, παράγραφοι 1 και 2, 5, 7 και 18 της οδηγίας 94/62, καθώς και προς το άρθρο 28 ΕΚ. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσεπικλήθηκε στη δίκη.
18 Κατά το αιτούν δικαστήριο, αν ληφθεί υπόψη η ερμηνεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, κατά την οποία το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/62 εκλαμβάνει ως ισότιμες την επαναχρησιμοποίηση και την αξιοποίηση των συσκευασιών, ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσον συμβιβάζεται με την εν λόγω οδηγία το σύστημα της VerpackV, καθόσον το σύστημα αυτό καθιστά περισσότερο δυσχερή την εμπορία συσκευασιών μιας χρήσεως στην περίπτωση κατά την οποία το ποσοστό επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών μειώνεται πέραν ενός ορισμένου ορίου. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος επιχειρήσεις παραγωγής υπόκεινται σε υψηλότερες δαπάνες, σε σχέση με τις γερμανικές επιχειρήσεις παραγωγής, σε περίπτωση που αποφασίσουν να διαθέσουν στο εμπόριο τα ποτά τους εντός επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών. Υπογραμμίζει ότι, κατά τις προσφεύγουσες στην κύρια δίκη, όσο τελεί υπό αναστολή η υποχρέωση παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών, η γερμανική κανονιστική ρύθμιση επηρεάζει, ήδη, την κατάσταση των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος επιχειρήσεων παραγωγής, καθόσον οι γερμανικές επιχειρήσεις διανομής έχουν την τάση να αποκλείουν από τα ποτά που διαθέτουν προς εμπορία τις συσκευασίες μιας χρήσεως, προκειμένου να μην κατέλθει το ποσοστό των επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών κάτω του 72 %.
19 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Stuttgart αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/62[…] την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν ευνοϊκότερα συστήματα επαναχρησιμοποιήσεως συσκευασιών ποτών σε σχέση με δυνάμενες να αξιοποιηθούν συσκευασίες μιας χρήσεως, υπό την έννοια ότι αν περιοριστεί κάτω του 72 %, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, το ποσοστό των επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών, αίρεται η δυνατότητα απαλλαγής από μια εκ του νόμου προβλεπόμενη υποχρέωση επιστροφής, διαχειρίσεως και παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής της συσκευασίας, προκειμένου περί κενών συσκευασιών μιας χρήσεως για ποτά, μέσω συμμετοχής σε σύστημα επιστροφής και διαχειρίσεως, προκειμένου περί ποτών ως προς τα οποία το ποσοστό επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών περιορίστηκε σε ποσοστό μικρότερο εκείνου που είχε διαπιστωθεί το έτος 1991;
2) Έχει το άρθρο 18 της οδηγίας 94/62 την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη να παρακωλύουν τη διάθεση στην αγορά ποτών σε συσκευασίες μιας χρήσεως δυνάμενες να αξιοποιηθούν, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση κατά την οποία το ποσοστό επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, περιορίζεται κάτω του 72 %, αίρεται η δυνατότητα απαλλαγής από επιβαλλόμενη εκ του νόμου υποχρέωση επιστροφής διαχειρίσεως και παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής της συσκευασίας, προκειμένου περί κενών συσκευασιών μιας χρήσεως για ποτά, μέσω συμμετοχής σε σύστημα επιστροφής και διαχειρίσεως, προκειμένου για ποτά ως προς τα οποία το ποσοστό επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών περιορίστηκε σε επίπεδο μικρότερο εκείνου που είχε διαπιστωθεί το έτος 1991;
3) Έχει το άρθρο 7 της οδηγίας 94/62 την έννοια ότι παρέχει στους παρασκευαστές και διανομείς ποτών συσκευασμένων σε μιας χρήσεως, αλλά δυνάμενες να αξιοποιηθούν, συσκευασίες δικαίωμα συμμετοχής σε ήδη ισχύον σύστημα επιστροφής και διαχειρίσεως χρησιμοποιημένων συσκευασιών ποτών, προκειμένου να εκπληρωθεί με τον τρόπο αυτό εκ του νόμου επιβαλλόμενη υποχρέωση παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής της συσκευασίας, όσον αφορά συσκευασίες ποτών μιας χρήσεως, και επιστροφής των χρησιμοποιημένων συσκευασιών ποτών;
4) Έχει το άρθρο 28 ΕΚ την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ρυθμίσεις κατά τις οποίες, σε περίπτωση που σε ομοσπονδιακό επίπεδο το ποσοστό επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών ποτών περιορίζεται κάτω του 72 %, αίρεται η δυνατότητα απαλλαγής από την επιβαλλόμενη εκ του νόμου υποχρέωση επιστροφής, διαχειρίσεως και παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής της συσκευασίας, προκειμένου περί κενών συσκευασιών μιας χρήσεως για ποτά, μέσω συμμετοχής σε σύστημα επιστροφής και διαχειρίσεως, προκειμένου περί ποτών ως προς τα οποία το ποσοστό επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών περιορίστηκε σε επίπεδο χαμηλότερο εκείνου που είχε διαπιστωθεί το έτος 1991;»
Επί των αιτήσεων επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας
20 Με έγγραφα που περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 14 και 17 Ιουνίου 2004, η Γερμανική Κυβέρνηση και το καθού της κύριας δίκης ζήτησαν από το Δικαστήριο να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 61 του Κανονισμού Διαδικασίας.
21 Προς στήριξη του αιτήματός της, η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι προτάσεις που ανέπτυξε στις 6 Μαΐου 2004 ο γενικός εισαγγελέας περιλαμβάνουν σειρά στοιχείων τα οποία δεν απετέλεσαν αντικείμενο της έγγραφης και προφορικής διαδικασίας και εκ των οποίων προκύπτει ανακριβής εκτίμηση των επιχειρημάτων που ανέπτυξε ενώπιον του Δικαστηρίου. Ομοίως, το καθού της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι οι εν λόγω προτάσεις θίγουν ορισμένα ζητήματα τα οποία δεν συζητήθηκαν και επί των οποίων, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν ενημερώθηκε επαρκώς.
22 Επιβάλλεται, σχετικώς, να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν προτάσεως του γενικού εισαγγελέα ή, ακόμη, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, μπορεί να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κανονισμού Διαδικασίας, εφόσον κρίνει ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ή ότι η υπόθεση πρέπει να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων (βλ. αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, C-270/97 και C-271/97, Deutsche Post, Συλλογή 2000, σ. I-929, σκέψη 30· της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C-309/99, Wouters κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. Ι-1577, σκέψη 42· της 18ης Ιουνίου 2002, C-299/99, Philips, Συλλογή 2002, σ. Ι-5475, σκέψη 20, και της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-273/00, Sieckmann, Συλλογή 2002, σ. Ι-11737, σκέψη 22).
23 Στην παρούσα υπόθεση, πάντως, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, κρίνει ότι έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα και ότι τα στοιχεία αυτά συζητήθηκαν ενώπιόν του.
24 Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις της Γερμανικής Κυβερνήσεως και του καθού της κύριας δίκης περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων
25 Το καθού της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει τα προδικαστικά ερωτήματα ως απαράδεκτα, διότι η προσφυγή της κύριας δίκης είναι απαράδεκτη, καθόσον στρέφεται κατά του Land Baden-Württemberg. Πράγματι, δεδομένου ότι αυτό δεν έχει καμία νομοθετική ή κανονιστική αρμοδιότητα επί του συγκεκριμένου τομέα, προέβη απλώς σε εκτέλεση ομοσπονδιακής νομοθετικής ρυθμίσεως. Κατά το καθού της κύριας δίκης η προσφυγή έπρεπε να στραφεί κατά του Ομοσπονδιακού Δημοσίου, ενώπιον του αρμοδίου προς τούτο δικαστηρίου, δηλαδή του Verwaltungsgericht του Βερολίνου. Σε άλλες παράλληλες δίκες ορισμένα γερμανικά διοικητικά δικαστήρια έχουν ήδη κρίνει απαράδεκτες παρόμοιες προσφυγές.
26 Επιβάλλεται, σχετικώς, να υπομνησθεί ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, ενόψει της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτού και των εθνικών δικαστηρίων, να εξετάζει αν η απόφαση με την οποία του υποβλήθηκαν προδικαστικά ερωτήματα εκδόθηκε σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου που αφορούν την οργάνωση των δικαστηρίων και τη δικονομία (βλ. αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1994, C-332/92, C-333/92 και C-335/92, Eurico Italia κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-711, σκέψη 13· της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C-435/97, WWF κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. Ι-5613, σκέψη 33, και της 3ης Οκτωβρίου 2000, C-371/97, Gozza κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. Ι-7881, σκέψη 30). Συνεπώς, το Δικαστήριο δεσμεύεται από την απόφαση περί παραπομπής, που εξέδωσε δικαστήριο κράτους μέλους, εφόσον η απόφαση αυτή δεν ακυρώθηκε διά της ασκήσεως ενδίκου μέσου που ενδεχομένως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1982, 65/81, Reina, Συλλογή 1982, σ. 33, σκέψη 7).
27 Εν προκειμένω, από τη διάταξη παραπομπής προκύπτει ότι το Verwaltungsgericht Stuttgart κρίνει ότι η προσφυγή της κύριας δίκης είναι, εν μέρει τουλάχιστον, παραδεκτή.
28 Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, των τεσσάρων προδικαστικών ερωτημάτων, που αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 1, 7 και 18 της οδηγίας 94/62 και του άρθρου 68 ΕΚ, τα οποία υποβλήθηκαν προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να δυνηθεί να εκτιμήσει κατά πόσον η συγκεκριμένη γερμανική νομοθετική ρύθμιση συμβιβάζεται με τις διατάξεις αυτές, και, αφετέρου, το αντικείμενο της προσφυγής της κύριας δίκης, διά της οποίας επιδιώκεται να αναγνωριστεί ότι οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης δεν δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των κενών συσκευασιών και ατομικής παραλαβής των συσκευασιών τους μιας χρήσεως.
29 Συνεπώς, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.
Επί του πρώτου ερωτήματος
30 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ουσιαστικώς, αν το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/62 αποκλείει τη δυνατότητα κράτους μέλους να ευνοεί συστήματα επαναχρησιμοποιήσεως συσκευασιών, εφαρμόζοντας σύστημα όπως αυτό που προβλέπουν τα άρθρα 8, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 2, της VerpackV.
31 Επιβάλλεται, σχετικώς, να υπομνησθεί ότι καίτοι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/62 προβλέπει, ως «πρώτη προτεραιότητα», μέτρα για την πρόληψη της δημιουργίας απορριμμάτων συσκευασιών, εντούτοις απαριθμεί, ως «περαιτέρω θεμελιώδεις αρχές», την επαναχρησιμοποίηση συσκευασιών, την ανακύκλωση, καθώς και άλλες μορφές αξιοποιήσεως απορριμμάτων συσκευασιών.
32 Στην όγδοη αιτιολογική σκέψη αυτής της οδηγίας τονίζεται ότι, «εν αναμονή των επιστημονικών και τεχνολογικών αποτελεσμάτων όσον αφορά τις διαδικασίες ανάκτησης, η επαναχρησιμοποίηση και η ανακύκλωση θα πρέπει να επιλέγονται κατά προτεραιότητα, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον· ότι, προς τούτο, απαιτείται η δημιουργία συστημάτων στα κράτη μέλη, τα οποία να εξασφαλίζουν την επιστροφή των χρησιμοποιημένων συσκευασιών ή/και αποβλήτων συσκευασιών· ότι οι αναλύσεις του κύκλου ζωής πρέπει να περατωθούν το συντομότερο δυνατόν προκειμένου να δικαιολογήσουν τη θέσπιση μιας σαφούς ιεράρχησης μεταξύ των επαναχρησιμοποιήσιμων, των ανακυκλώσιμων και των ανακτήσιμων συσκευασιών».
33 Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η οδηγία 94/62 δεν προβαίνει σε ιεράρχηση μεταξύ της επαναχρησιμοποιήσεως των συσκευασιών, αφενός, και της αξιοποιήσεως των απορριμμάτων συσκευασιών, αφετέρου.
34 Εντούτοις, επιβάλλεται να τονισθεί ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 94/62 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να λαμβάνουν μέτρα προς προώθηση συστημάτων επαναχρησιμοποιήσεως συσκευασιών οι οποίες δύνανται να επαναχρησιμοποιηθούν χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον.
35 Από το ίδιο το γράμμα του εν λόγω άρθρου 5 προκύπτει ότι μια τέτοια πολιτική προωθήσεως της επαναχρησιμοποιήσεως συσκευασιών επιτρέπεται μόνο καθόσον είναι σύμφωνη προς τη Συνθήκη.
36 Συνεπώς, τα μέτρα που λαμβάνει κράτος μέλος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας οφείλουν να ανταποκρίνονται όχι μόνο στις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις λοιπές διατάξεις αυτής, ιδίως από το άρθρο 7, στο οποίο αναφέρεται το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, αλλά, επίσης, στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη Συνθήκη, ιδίως από το άρθρο 28 ΕΚ, στο οποίο αναφέρεται το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.
37 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται στο πρώτο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/62 δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα προς προώθηση συστημάτων επαναχρησιμοποιήσεως των συσκευασιών.
38 Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, επιβάλλεται, πρώτον, να δοθεί απάντηση στο τρίτο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.
Επί του τρίτου ερωτήματος
39 Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ουσιαστικώς, αν το άρθρο 7 της οδηγίας 94/62 παρέχει στις επιχειρήσεις παραγωγής και στις επιχειρήσεις διανομής ποτών συσκευασμένων εντός συσκευασιών μιας χρήσεως δυναμένων να αξιοποιηθούν και στις οποίες έχει επιτραπεί να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους περί παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής της συσκευασίας και παραλαβής της επιστρεφόμενης συσκευασίας διά της συμμετοχής τους σε συνολικό σύστημα συλλογής συσκευασιών, το δικαίωμα να συνεχίσουν να μετέχουν σε ένα τέτοιο συνολικό σύστημα προς εκπλήρωση των εκ του νόμου υποχρεώσεών τους.
40 Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η οδηγία 94/62 επιβάλλει στα κράτη μέλη, με το άρθρο 7, παράγραφος 1, αυτής, την υποχρέωση να λάβουν τα μέτρα που απαιτούνται προς θέσπιση συστημάτων τα οποία να διασφαλίζουν, αφενός, την παραλαβή και/ή τη συλλογή των χρησιμοποιημένων συσκευασιών και/ή των απορριμμάτων συσκευασιών και, αφετέρου, την επαναχρησιμοποίηση ή την αξιοποίηση των συλλεγομένων συσκευασιών και απορριμμάτων συσκευασιών. Κατά τη διάταξη αυτή, επίσης, στα συστήματα αυτά πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μετάσχουν ανά πάσα στιγμή οι επιχειρηματίες των οικείων τομέων καθώς και οι αρμόδιες δημόσιες αρχές, να εφαρμόζονται κατά τρόπο μη εισάγοντα διακρίσεις εις βάρος των εισαγομένων προϊόντων και να είναι διαμορφωμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποτρέπεται η παρακώλυση των εμπορικών συναλλαγών και οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τη Συνθήκη.
41 Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας απαιτεί τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου μέτρα να εντάσσονται στο πλαίσιο μιας πολιτικής η οποία να καλύπτει το σύνολο των συσκευασιών και των απορριμμάτων συσκευασιών, διευκρινίζει δε ότι τα μέτρα αυτά πρέπει, ιδίως, να λαμβάνουν υπόψη τις απαιτήσεις τις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας των καταναλωτών, ασφαλείας και υγιεινής των καταναλωτών, της προστασίας της ποιότητας, της γνησιότητας και των τεχνικών χαρακτηριστικών των συσκευασμένων αγαθών και των χρησιμοποιούμενων υλικών, καθώς και της προστασίας των δικαιωμάτων βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας.
42 Το εν λόγω άρθρο 7 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιλέξουν, όσον αφορά τις συσκευασίες μιας χρήσεως, μεταξύ ενός συστήματος παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής της συσκευασίας και ατομικής παραλαβής, και, αφετέρου, ενός συνολικού συστήματος συλλογής των συσκευασιών, ή να επιλέξουν ένα συνδυασμό των δύο συστημάτων, αναλόγως του είδους των προϊόντων, υπό την προϋπόθεση ότι τα συστήματα που θα επιλεγούν θα έχουν ως σκοπό να προωθούν τις συσκευασίες προς τις πλέον ενδεδειγμένες λύσεις διαχειρίσεως απορριμμάτων και να εντάσσονται στο πλαίσιο μιας πολιτικής που να καλύπτει το σύνολο των συσκευασιών και των απορριμμάτων συσκευασιών.
43 Η διάταξη αυτή δεν παρέχει στις επιχειρήσεις παραγωγής και στις επιχειρήσεις διανομής κανένα δικαίωμα περί συνεχίσεως της συμμετοχής τους σε συγκεκριμένο σύστημα διαχειρίσεως των απορριμμάτων συσκευασιών.
44 Πράγματι, η οδηγία 94/62 δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε τροποποιήσεις των εφαρμοζομένων στην επικράτειά τους συστημάτων διαχειρίσεως απορριμμάτων συσκευασιών, ώστε να διασφαλίζεται η επιλογή της πλέον ενδεδειγμένης λύσεως για τη διαχείριση των απορριμμάτων.
45 Κατά συνέπεια, μολονότι η οδηγία 94/62 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν την αντικατάσταση, αναλόγως των περιστάσεων, ενός συστήματος συλλογής των συσκευασιών πλησίον της κατοικίας των καταναλωτών ή των σημείων πωλήσεως με σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής, εντούτοις η αντικατάσταση αυτή πρέπει να γίνεται τηρουμένων ορισμένων προϋποθέσεων.
46 Αφενός, το νέο σύστημα πρέπει, επίσης, να είναι πρόσφορο προς επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 94/62. Ειδικότερα, στην περίπτωση κατά την οποία το νέο σύστημα είναι, όπως εν προκειμένω, σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να μεριμνά ώστε να υφίσταται επαρκής αριθμός σημείων παραλαβής ώστε οι καταναλωτές οι οποίοι έχουν αγοράσει προϊόντα συσκευασμένα εντός συσκευασιών μιας χρήσεως για τις οποίες έχει παρακρατηθεί ποσό έναντι της επιστροφής τους να μπορούν να αναζητούν το παρακρατηθέν ποσό έστω και αν πρέπει, προς τούτο, να επιστρέψουν στο αρχικό σημείο αγοράς.
47 Επιβάλλεται, σχετικώς, να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της VerpackV ορίζει ότι η επιχείρηση διανομής υποχρεούται να παραλαμβάνει δωρεάν τις συσκευασίες πωλήσεως στο σημείο όπου πράγματι γίνεται η επιστροφή ή σε σημείο ευρισκόμενο σε άμεση εγγύτητα προς αυτό («am Ort der tatsächlichen Übergabe oder in dessen unmittelbarer Nähe»). Μολονότι τα εδάφια που έπονται αυτής της παραγράφου προσθέτουν ορισμένες διευκρινίσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά τους περιορισμούς αυτής της υποχρεώσεως αναλόγως των χαρακτηριστικών των συσκευασιών για τις οποίες πρόκειται και αναλόγως της εκτάσεως του χώρου πωλήσεων της οικείας επιχειρήσεως διανομής, εντούτοις η έκταση της υποχρεώσεως παραλαβής εξακολουθεί να παραμένει ασαφής.
48 Αφετέρου, η μετάβαση στο νέο σύστημα πρέπει να γίνεται χωρίς ρήξεις και χωρίς να περιορίζεται η δυνατότητα των επιχειρηματιών των οικείων τομέων να μετάσχουν πράγματι στο νέο σύστημα από της ενάρξεως της ισχύος του. Επιβάλλεται, σχετικώς, η διαπίστωση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/62 επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος την υποχρέωση να διασφαλίζει στις οικείες επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής, ανά πάσα στιγμή και άνευ διακρίσεων, την πρόσβαση σε σύστημα διαχειρίσεως των απορριμμάτων συσκευασιών.
49 Συνεπώς, εναπόκειται στο κράτος μέλος το οποίο προβαίνει σε αντικατάσταση του υφισταμένου συστήματος διαχειρίσεως απορριμμάτων συσκευασιών με άλλο σύστημα να διασφαλίσει ότι οι οικείες επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής θα έχουν στη διάθεσή τους μια εύλογη προθεσμία για τη μετάβαση στο νέο σύστημα ώστε να μπορούν να προσαρμόσουν τις μεθόδους παραγωγής και τις αλυσίδες διανομής στις απαιτήσεις του νέου συστήματος.
50 Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 94/62, καίτοι δεν παρέχει στις οικείες επιχειρήσεις παραγωγής και στις επιχειρήσεις διανομής κανένα δικαίωμα περί συνεχίσεως της συμμετοχής τους σε συγκεκριμένο σύστημα διαχειρίσεως απορριμμάτων συσκευασιών, εντούτοις δεν επιτρέπει αντικατάσταση ενός συνολικού συστήματος συλλογής τέτοιων απορριμμάτων με σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής τους, στην περίπτωση κατά την οποία το νέο σύστημα δεν είναι, επίσης, πρόσφορο προς επίτευξη των σκοπών της εν λόγω οδηγίας ή στην περίπτωση κατά την οποία η μετάβαση στο νέο αυτό σύστημα δεν γίνεται άνευ ρήξεων και άνευ περιορισμού της δυνατότητας των επιχειρηματιών των οικείων τομέων να μετάσχουν πράγματι στο νέο σύστημα από της ενάρξεως της ισχύος του.
Επί του τετάρτου ερωτήματος
51 Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ουσιαστικώς, αν το άρθρο 28 ΕΚ απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως αυτή των άρθρων 8, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 2, της VerpackV, κατά την οποία η δυνατότητα των επιχειρήσεων παραγωγής και των επιχειρήσεων διανομής που χρησιμοποιούν συσκευασίες μιας χρήσεως να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους τις σχετικές με την παρακράτηση ποσού έναντι επιστροφής των κενών συσκευασιών και παραλαβής και αξιοποιήσεως αυτών των συσκευασιών μέσω της συμμετοχής τους σε συνολικό σύστημα συλλογής εξαρτάται από το ποσοστό επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών στην οικεία αγορά.
Επί της εφαρμογής του άρθρου 28 ΕΚ
52 Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, αποκλείεται σύγκρουση μεταξύ του άρθρου 28 ΕΚ και της συγκεκριμένης εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, δεδομένου ότι, όσον αφορά την επαναχρησιμοποίηση των συσκευασιών, η οδηγία 94/62 και, ειδικότερα, τα άρθρα 5, 9 και 18 αυτής, έχουν ως σκοπό και ως αποτέλεσμα την πλήρη εναρμόνιση του οικείου τομέα.
53 Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη ότι, όταν ένα ζήτημα έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, κάθε σχετικό εθνικό μέτρο πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των εναρμονισμένων διατάξεων και όχι υπό το πρίσμα των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου (αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, C-37/92, Vanacker και Lesage, Συλλογή 1993, σ. Ι-4947, σκέψη 9· της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-324/99, DaimlerChrysler, Συλλογή 2001, σ. Ι-9897, σκέψη 32, και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, C-322/01, Deutscher Apothekerverband, Συλλογή 2003, σ. Ι-14887, σκέψη 64), επιβάλλεται να εξεταστεί αν η εναρμόνιση στην οποία προέβη η οδηγία 94/62 αποκλείει την εξέταση του συμβιβαστού της συγκεκριμένης εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως με το άρθρο 28 ΕΚ.
54 Επιβάλλεται, σχετικώς, να τονισθεί ότι, όσον αφορά την επαναχρησιμοποίηση των συσκευασιών, το άρθρο 5 της οδηγίας 94/62 παρέχει απλώς στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προωθούν, σύμφωνα με τη Συνθήκη, συστήματα επαναχρησιμοποιήσεως συσκευασιών οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκ νέου χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον.
55 Πέραν του ορισμού της έννοιας της «επαναχρησιμοποιήσεως» των συσκευασιών, ορισμένων γενικών διατάξεων σχετικά με τα μέτρα προλήψεως της δημιουργίας απορριμμάτων συσκευασιών και των διατάξεων των σχετικών με τα συστήματα επιστροφής, συλλογής και αξιοποιήσεως, που προβλέπουν τα άρθρα 3, σημείο 5, 4 και 7, αντιστοίχως, η οδηγία 94/62 δεν ρυθμίζει, όσον αφορά τα κράτη μέλη που είναι διατεθειμένα να χρησιμοποιήσουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 5 δυνατότητα, την οργάνωση συστημάτων για την προώθηση των επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών.
56 Αντιθέτως προς τη σήμανση και την αναγνώριση των συσκευασιών και τις απαιτήσεις τις σχετικές με τη σύνθεση και τον επαναχρησιμοποιήσιμο ή αξιοποιήσιμο χαρακτήρα τους, που ρυθμίζονται με τα άρθρα 8 έως 11 και με το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 94/62, η οργάνωση εθνικών συστημάτων για την προώθηση της επαναχρησιμοποιήσεως των συσκευασιών δεν αποτελεί αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως.
57 Συνεπώς, τα συστήματα αυτά πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
58 Άλλωστε, το άρθρο 5 της οδηγίας 94/62 επιτρέπει την προώθηση συστημάτων επαναχρησιμοποιήσεως των συσκευασιών μόνο εφόσον αυτά είναι «σύμφωνα με τη Συνθήκη».
59 Όσον αφορά το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας, επιβάλλεται να τονισθεί ότι, στο μέτρο που η διάταξη αυτή περιορίζεται στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας, εντός της επικρατείας των κρατών μελών, συσκευασιών οι οποίες ικανοποιούν τις απαιτήσεις τις σχετικές με τη σήμανση, τη σύνθεση και τον επαναχρησιμοποιήσιμο και αξιοποιήσιμο χαρακτήρα τους, δεν αποκλείει, επίσης, την εκτίμηση των εθνικών συστημάτων διαχειρίσεως των απορριμμάτων συσκευασιών υπό το πρίσμα του άρθρου 28 ΕΚ, στην περίπτωση που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τους όρους εμπορίας των οικείων προϊόντων.
Επί της υπάρξεως κωλύματος εμπορίας
60 Επιβάλλεται να εξεταστεί αν το άρθρο 28 ΕΚ αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις παραγωγής και στις επιχειρήσεις διανομής που χρησιμοποιούν συσκευασίες μιας χρήσεως να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους περί παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και παραλαβής των επιστρεφομένων συσκευασιών διά της συμμετοχής τους σε συνολικό σύστημα συλλογής, αναλόγως της διακυμάνσεως του συνολικού ποσοστού των ποτών που είναι συσκευασμένα σε συσκευασίες μιας χρήσεως εντός της γερμανικής αγοράς και αναλόγως του ποσοστού των σχετικών ποτών που διατίθενται εντός τέτοιων συσκευασιών στην ως άνω αγορά.
61 Επιβάλλεται, σχετικώς, να τονισθεί, πρώτον, ότι μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση εφαρμόζεται αδιακρίτως επί των εγχωρίων και επί των προερχομένων από άλλα κράτη μέλη προϊόντων, καθώς και ότι επιβάλλει τις ίδιες απαιτήσεις όσον αφορά την παρακράτηση ποσού έναντι επιστροφής της συσκευασίας και παραλαβής των κενών συσκευασιών στις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις παραγωγής σε σχέση με τις εγχώριες επιχειρήσεις.
62 Δεύτερον, αντιθέτως προς το ανώτατο ποσοστό ποτών δυναμένων να διατεθούν στο εμπόριο εντός μη εγκεκριμένων συσκευασιών, ζήτημα που εξετάστηκε στην απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 302/86, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 1988, σ. 4607), στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα ποσοστά δεν περιορίζουν την ποσότητα των δυναμένων να εισαχθούν προϊόντων εντός συσκευασιών συγκεκριμένου είδους. Πράγματι, η VerpackV δεν απαγορεύει την εμπορία προϊόντων συσκευασμένων εντός συσκευασιών μιας χρήσεως πέραν των οριζομένων ποσοστών, αλλά προβλέπει απλώς ότι η υπέρβαση αυτών των ποσοστών συνεπάγεται αλλαγή του συστήματος διαχειρίσεως των συσκευασιών μιας χρήσεως.
63 Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα άρθρα 8, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 2, της VerpackV, τα οποία, βεβαίως, εφαρμόζονται επί όλων των επιχειρήσεων παραγωγής και διανομής που αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους εντός της ημεδαπής, δεν επηρεάζουν κατά τον ίδιο τρόπο την εμπορία ποτών που έχουν παραχθεί στη Γερμανία σε σχέση με τα ποτά που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.
64 Πράγματι, δεδομένου ότι η μετάβαση από ένα σύστημα διαχειρίσεως απορριμμάτων σε ένα άλλο συνεπάγεται, κατά κανόνα, δαπάνες όσον αφορά τη σήμανση των συσκευασιών, κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει στις επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής που χρησιμοποιούν συσκευασίες μιας χρήσεως να εφαρμόσουν, αντί της συμμετοχής τους σε συνολικό σύστημα συλλογής, σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής των κενών συσκευασιών, συνεπάγεται για όλες τις επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής που χρησιμοποιούν τέτοιες συσκευασίες, πρόσθετες δαπάνες που προκύπτουν από την οργάνωση της παραλαβής των συσκευασιών, την επιστροφή του παρακρατηθέντος ποσού και τον ενδεχόμενο συμψηφισμό των ποσών αυτών μεταξύ των επιχειρήσεων διανομής.
65 Δεν αμφισβητείται ότι οι επιχειρήσεις παραγωγής που είναι εγκατεστημένες εκτός Γερμανίας χρησιμοποιούν σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό συσκευασίες μιας χρήσεως σε σχέση με τις γερμανικές επιχειρήσεις παραγωγής.
66 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, σχετικώς, ότι η προσφυγή σε επαναχρησιμοποιήσιμες συσκευασίες συνεπάγεται κατά κανόνα για τις επιχειρήσεις παραγωγής ποτών που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος κόστος υψηλότερο από εκείνο που βαρύνει μια γερμανική επιχείρηση παραγωγής, καθόσον το κόστος οργανώσεως ενός συστήματος παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και μεταφοράς των συσκευασιών είναι πολύ υψηλότερο στην περίπτωση που η επιχείρηση παραγωγής είναι εγκατεστημένη μακριά από τα σημεία πωλήσεως.
67 Συνεπώς, η αντικατάσταση, όσον αφορά τις συσκευασίες μιας χρήσεως, ενός συνολικού συστήματος συλλογής των συσκευασιών με σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής των κενών συσκευασιών, συνιστά μέτρο δυνάμενο να παρακωλύσει την εμπορία, εντός της γερμανικής αγοράς, ποτών εισαγομένων από άλλα κράτη μέλη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, όσον αφορά τις επαναχρησιμοποιήσιμες συσκευασίες ποτών, την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Δανίας, σκέψη 13).
68 Δεν έχει, σχετικώς, σημασία το γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν υποχρεώσεις παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής της συσκευασίας και ατομικής παραλαβής της κενής συσκευασίας, προκειμένου περί συσκευασιών μιας χρήσεως, χωρίς να απαγορεύει τις εισαγωγές ποτών συσκευασμένων εντός τέτοιων συσκευασιών, ούτε η δυνατότητα των επιχειρήσεων παραγωγής να υιοθετήσουν επαναχρησιμοποιήσιμες συσκευασίες. Πράγματι, μέτρο δυνάμενο να παρακωλύσει τις εισαγωγές πρέπει να χαρακτηρίζεται ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, έστω και αν η παρακώλυση είναι μικρή ή αν υπάρχουν και άλλες δυνατότητες εμπορίας των προϊόντων (απόφαση της 5ης Απριλίου 1984, 177/82 και 178/82, Van de Haar και Kaveka de Meern, Συλλογή 1984, σ. 1797, σκέψη 14).
69 Είναι αλυσιτελές να επισημανθεί, σχετικώς, όπως πράττει η Γερμανική Κυβέρνηση, ότι κατά την περίοδο που προηγήθηκε της επιβολής των υποχρεώσεων παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής των επιστρεφομένων συσκευασιών, η αύξηση των εισαγωγών στη Γερμανία φυσικών μεταλλικών νερών συσκευασμένων εντός συσκευασιών μιας χρήσεως αποδεικνύει την έλλειψη δυσμενούς διακρίσεως εις βάρος επιχειρήσεων παραγωγής ποτών εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη. Πράγματι, ακόμα και αν υπήρχε μια τέτοια τάση στη γερμανική αγορά, αυτή δεν ανατρέπει τη διαπίστωση ότι τα άρθρα 8 και 9 της VerpackV συνιστούν, για τις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις παραγωγής ποτών, κώλυμα για την εμπορία των προϊόντων τους στη Γερμανία.
70 Αντιθέτως προς τα επιχειρήματα του καθού της κύριας δίκης και της Γερμανικής Κυβερνήσεως, τα άρθρα 8 και 9 της VerpackV δεν μπορούν να εξομοιωθούν με διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένες «μορφές πωλήσεως», κατά την έννοια της αποφάσεως της 24ης Νοεμβρίου 1993, Keck και Mithouard (C-267/91 και C-268/91, Συλλογή 1993, σ. I-6097, σκέψεις 16 επ.).
71 Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απορρέουσα από τα μέτρα αυτά υποχρέωση τροποποιήσεως της συσκευασίας ή της επισημάνσεως των εισαγομένων προϊόντων αποκλείει να αφορούν τα μέτρα αυτά τις μορφές πωλήσεως των εν λόγω προϊόντων, κατά την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως Keck και Mithouard (βλ. αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 1999, C-33/97, Colim, Συλλογή 1999, σ. I-3175, σκέψη 37· της 16ης Ιανουαρίου 2003, C-12/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2003, σ. I-459, σκέψη 76, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, C-416/00, Morellato, Συλλογή 2003, σ. Ι-9343, σκέψη 29).
72 Όπως, όμως, τονίστηκε στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως, η εφαρμογή, αντί της συμμετοχής σε συνολικό σύστημα συλλογής, συστήματος παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής των κενών συσκευασιών υποχρεώνει τις οικείες επιχειρήσεις παραγωγής να τροποποιήσουν ορισμένες από τις ενδείξεις που αναγράφονται στις συσκευασίες τους.
73 Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι οι διατάξεις της VerpackV δεν επηρεάζουν κατά τον ίδιο τρόπο την εμπορία παραγομένων στη Γερμανία ποτών σε σχέση με τα προερχόμενα από άλλα κράτη μέλη ποτά, δεν εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 28 ΕΚ (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Keck και Mithouard, σκέψεις 16 και 17).
Επί της δικαιολογίας της στηριζόμενης στην προστασία του περιβάλλοντος
74 Στη συνέχεια, επιβάλλεται να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζουν το καθού της κύριας δίκης και η Γερμανική Κυβέρνηση, κανονιστική ρύθμιση όπως αυτή που προκύπτει από τα άρθρα 8, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 2, της VerpackV, μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος.
75 Κατά πάγια νομολογία, εθνικά μέτρα δυνάμενα να παρακωλύσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο μπορούν να δικαιολογηθούν για επιτακτικούς λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, εφόσον τα μέτρα αυτά είναι ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (αποφάσεις Επιτροπή κατά Δανίας, προαναφερθείσα, σκέψεις 6 και 9, και της 14ης Ιουλίου 1998, C-389/96, Aher-Waggon, Συλλογή 1998, σ. I-4473, σκέψη 20).
76 Επιβάλλεται, σχετικώς, η διαπίστωση ότι η υποχρέωση υιοθετήσεως συστήματος παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των κενών συσκευασιών και παραλαβής αυτών των συσκευασιών αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του συστήματος που επιδιώκει την εξασφάλιση της επαναχρησιμοποιήσεως των συσκευασιών (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Δανίας, σκέψη 13).
77 Όσον αφορά τις μη επαναχρησιμοποιήσιμες συσκευασίες, επιβάλλεται να τονισθεί ότι, όπως υπογραμμίζουν το καθού της κύριας δίκης και η Γερμανική Κυβέρνηση, η επιβολή συστήματος παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των κενών συσκευασιών και ατομικής παραλαβής τους συμβάλλει στην αύξηση του ποσοστού επιστροφής κενών συσκευασιών και συνεπάγεται επιλεκτική διαλογή των απορριμμάτων συσκευασιών, συμβάλλοντας, με τον τρόπο αυτό, στη βελτίωση της αξιοποιήσεώς τους. Επιπροσθέτως, καθόσον η παρακράτηση ποσού παρακινεί τους καταναλωτές να επιστρέφουν τις κενές συσκευασίες στα σημεία πωλήσεως, συμβάλλει στον περιορισμό αυτού του είδους των απορριμμάτων.
78 Εξάλλου, εφόσον κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση, η εφαρμογή νέου συστήματος διαχειρίσεως απορριμμάτων συσκευασιών εξαρτάται από την αναλογία των επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών στη γερμανική αγορά, η οποιαδήποτε αύξηση των πωλήσεων ποτών συσκευασμένων εντός συσκευασιών μιας χρήσεως στην εν λόγω αγορά ενισχύει την πιθανότητα αλλαγής του συστήματος. Καθόσον η συγκεκριμένη κανονιστική ρύθμιση ενθαρρύνει, με τον τρόπο αυτό, τις επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής στην υιοθέτηση επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών, συμβάλλει στη μείωση των προς διάθεση απορριμμάτων, η οποία αποτελεί έναν από τους γενικούς σκοπούς της πολιτικής προστασίας του περιβάλλοντος.
79 Πάντως, προκειμένου μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση να κριθεί σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να εξεταστεί όχι μόνον αν τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, αλλά, επίσης, αν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού μέτρου (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1998, C-284/95, Safety Hi-Tech, Συλλογή 1998, σ. I-4301, σκέψη 57).
80 Επιβάλλεται, σχετικώς, να τονισθεί ότι για να πληροί μια εθνική κανονιστική ρύθμιση το τελευταίο αυτό κριτήριο, πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στις οικείες επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής, πριν τεθεί σε ισχύ σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής των επιστρεφομένων συσκευασιών, να προσαρμόσουν τις μεθόδους τους παραγωγής, καθώς και τη διαχείριση των απορριμμάτων συσκευασιών μιας χρήσεως στις απαιτήσεις του νέου συστήματος. Μολονότι, ασφαλώς, ένα κράτος μέλος μπορεί να μεταθέσει στις εν λόγω επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής τη μέριμνα της εφαρμογής αυτού του συστήματος διά της οργανώσεως της παραλαβής των κενών συσκευασιών, της επιστροφής των παρακρατηθέντων ποσών και του ενδεχόμενου συμψηφισμού των ποσών αυτών μεταξύ των επιχειρήσεων διανομής, εντούτοις, το οικείο κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίσει ότι, κατά τον χρόνο αλλαγής του συστήματος διαχειρίσεως των απορριμμάτων συσκευασιών, όλες οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις παραγωγής ή διανομής θα έχουν πράγματι τη δυνατότητα συμμετοχής σε ένα λειτουργικό σύστημα.
81 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανονιστική ρύθμιση, όπως η VerpackV, κατά την οποία η εφαρμογή ενός συστήματος παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής των επιστρεφομένων συσκευασιών εξαρτάται από ένα ποσοστό επαναχρησιμοποιήσιμων συσκευασιών, το οποίο παρουσιάζει ασφαλώς πλεονεκτήματα από οικολογικής απόψεως, εντούτοις δεν είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας παρά μόνο εάν, παράλληλα με την προώθηση της επαναχρησιμοποιήσεως των συσκευασιών, παρέχει στις οικείες επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής εύλογη μεταβατική προθεσμία προκειμένου να προσαρμοστούν σ’ αυτό, και διασφαλίζει ότι, κατά τον χρόνο αλλαγής του συστήματος διαχειρίσεως των απορριμμάτων συσκευασιών, όλες οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις παραγωγής ή διανομής θα έχουν πράγματι τη δυνατότητα συμμετοχής σε ένα λειτουργικό σύστημα.
82 Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η αλλαγή συστήματος διαχειρίσεως απορριμμάτων συσκευασιών, όπως αυτό που προβλέπουν τα άρθρα 8, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 2, της VerpackV, παρέχει στις οικείες επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής τη δυνατότητα συμμετοχής σε ένα λειτουργικό σύστημα υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις.
83 Κατά συνέπεια, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 28 ΕΚ αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή που προκύπτει από τα άρθρα 8, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 2, της VerpackV, όταν ανακοινώνει την αντικατάσταση συνολικού συστήματος συλλογής απορριμμάτων συσκευασιών με σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής των επιστρεφομένων συσκευασιών, χωρίς οι οικείες επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής να έχουν στη διάθεσή τους εύλογη μεταβατική προθεσμία προκειμένου να προσαρμοστούν σ’ αυτό και χωρίς να διασφαλίζεται ότι, κατά τον χρόνο αλλαγής του συστήματος διαχειρίσεως των απορριμμάτων συσκευασιών, θα έχουν πράγματι τη δυνατότητα να μετάσχουν σε ένα λειτουργικό σύστημα.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
84 Ενόψει της απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, παρέλκει απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
85 Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως), αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα προς προώθηση συστημάτων επαναχρησιμοποιήσεως των συσκευασιών.
2) Το άρθρο 7 της οδηγίας 94/62, καίτοι δεν παρέχει στις οικείες επιχειρήσεις παραγωγής και στις επιχειρήσεις διανομής κανένα δικαίωμα περί συνεχίσεως της συμμετοχής τους σε συγκεκριμένο σύστημα διαχειρίσεως απορριμμάτων συσκευασιών, εντούτοις δεν επιτρέπει αντικατάσταση ενός συνολικού συστήματος συλλογής τέτοιων απορριμμάτων με σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής τους, στην περίπτωση κατά την οποία το νέο σύστημα δεν είναι, επίσης, πρόσφορο προς επίτευξη των σκοπών της εν λόγω οδηγίας ή στην περίπτωση κατά την οποία η μετάβαση στο νέο αυτό σύστημα δεν γίνεται άνευ ρήξεων και άνευ περιορισμού της δυνατότητας των επιχειρηματιών των οικείων τομέων να μετάσχουν πράγματι στο νέο σύστημα από της ενάρξεως της ισχύος του.
3) Το άρθρο 28 ΕΚ αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή που προκύπτει από τα άρθρα 8, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 2, της Verordnung über die Vermeidung und Verwertung von Verpackungsabfällen (κανονιστικής αποφάσεως περί προλήψεως της δημιουργίας και αξιοποιήσεως των απορριμμάτων συσκευασιών), η οποία προβλέπει την αντικατάσταση συνολικού συστήματος συλλογής απορριμμάτων συσκευασιών με σύστημα παρακρατήσεως ποσού έναντι επιστροφής των συσκευασιών και ατομικής παραλαβής των επιστρεφομένων συσκευασιών, χωρίς οι οικείες επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής να έχουν στη διάθεσή τους εύλογη μεταβατική προθεσμία προκειμένου να προσαρμοστούν σ’ αυτό και χωρίς να διασφαλίζεται ότι, κατά τον χρόνο αλλαγής του συστήματος διαχειρίσεως των απορριμμάτων συσκευασιών, θα έχουν πράγματι τη δυνατότητα να μετάσχουν σε ένα λειτουργικό σύστημα.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.