Υπόθεση C-304/02

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους — Αλιεία — Ανάθεση υποχρεώσεων ελέγχου στα κράτη μέλη — Διαπίστωση παραβάσεως με απόφαση του Δικαστηρίου — Παράλειψη εκτελέσεως — Άρθρο 228 ΕΚ — Καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού — Επιβολή χρηματικής ποινής»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed της 29ης Απριλίου 2004 

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed της 18ης Νοεμβρίου 2004 

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 12ης Ιουλίου 2005 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Αλιεία — Διατήρηση των θαλασσίων πόρων — Μέτρα ελέγχου — Υποχρέωση των κρατών μελών προς έλεγχο και άσκηση διώξεως — Έκταση

(Κανονισμός 2847/93 του Συμβουλίου)

2.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Διαπίστωση παραβάσεως με απόφαση του Δικαστηρίου — Παράβαση υποχρεώσεως εκτελέσεως της αποφάσεως — Χρηματικές κυρώσεις — Χρηματική ποινή — Κατ’ αποκοπήν ποσό — Σώρευση των δύο κυρώσεων — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις — Προσβολή των αρχών non bis in idem και ίσης μεταχείρισης — Δεν συντρέχει

(Άρθρο 228 § 2, ΕΚ)

3.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Διαπίστωση παραβάσεως με απόφαση του Δικαστηρίου — Παράβαση υποχρεώσεως εκτελέσεως της αποφάσεως — Χρηματικές κυρώσεις — Τρόπος υπολογισμού — Εξουσία εκτιμήσεως του Δικαστηρίου — Οι ορισθείσες από την Επιτροπή κατευθυντήριες γραμμές δεν ασκούν επιρροή

(Άρθρο 228 § 2, ΕΚ)

4.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Διαπίστωση παραβάσεως με απόφαση του Δικαστηρίου — Παράβαση υποχρεώσεως εκτελέσεως της αποφάσεως — Χρηματικές κυρώσεις — Εξουσία εκτιμήσεως του Δικαστηρίου — Επιβολή κυρώσεως ασχέτως προς τις προτάσεις της Επιτροπής — Επιτρέπεται

(Άρθρο 228 § 2, ΕΚ)

5.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Διαπίστωση παραβάσεως με απόφαση του Δικαστηρίου — Παράβαση υποχρεώσεως εκτελέσεως της αποφάσεως — Χρηματικές κυρώσεις — Χρηματική ποινή — Επιμέτρηση — Κριτήρια

(Άρθρο 228 § 2, ΕΚ)

1.     Η τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το κοινοτικό σύστημα μέτρων διατήρησης και διαχείρισης των αλιευτικών πόρων τα κράτη μέλη επιβάλλεται χάριν προστασίας των αλιευτικών πεδίων, διατηρήσεως των θαλάσσιων βιολογικών πόρων και εκμεταλλεύσεώς τους στο διηνεκές και υπό πρόσφορες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Ο κανονισμός 2847/93, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής, καθιερώνει συναφώς κοινή ευθύνη των κρατών μελών, η οποία σημαίνει ότι, όταν ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις του, προσβάλλει τα συμφέροντα των λοιπών κρατών μελών και των επιχειρήσεών τους.

Ο εν λόγω κανονισμός 2847/93 παρέχει, άλλωστε, ακριβή στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο των μέτρων τα οποία υποχρεούνται να λαμβάνουν τα κράτη μέλη για να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα του εν λόγω κοινοτικού συστήματος. Τα μέτρα αυτά πρέπει να τείνουν στη διασφάλιση της νομιμότητας της αλιευτικής δραστηριότητας, μέσω τόσο της προλήψεως όσο και της διώξεως ενδεχομένων παραβάσεων. Ο σκοπός αυτός σημαίνει ότι τα εφαρμοζόμενα μέτρα πρέπει να έχουν χαρακτήρα αποτελεσματικό, ανάλογο προς τη βαρύτητα της παραβάσεως και αποτρεπτικό. Σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, όσοι ασκούν αλιευτική ή συναφή δραστηριότητα πρέπει να διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο να γίνουν αντιληπτοί και να υποστούν πρόσφορες κυρώσεις. Αν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους παρέλειπαν κατά σύστημα να διώκουν τους υπευθύνους για τέτοιες παραβάσεις, θα διακυβευόταν τόσο η διατήρηση και η διαχείριση των αλιευτικών πόρων όσο και η ομοιόμορφη εφαρμογή της κοινής πολιτικής αλιείας.

(βλ. σκέψεις 33-34, 37, 69)

2.     Η διαδικασία του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ σκοπό έχει να παρακινεί το παραβαίνον κράτος μέλος να εκτελέσει απόφαση διαπιστώσεως παραβάσεως και, ως εκ τούτου, να εξασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Τα προβλεπόμενα από τη διάταξη αυτή μέτρα, ήτοι το κατ’ αποκοπήν ποσό και η χρηματική ποινή, επιδιώκουν αμφότερα τον ίδιο αυτό σκοπό.

Η επιλογή του ενός ή του άλλου από τα δύο αυτά μέτρα εξαρτάται από την καταλληλότητά του προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού ανάλογα με τις περιστάσεις της υποθέσεως. Ενώ η επιβολή χρηματικής ποινής φαίνεται ιδιαίτερα κατάλληλη για να παρακινήσει ένα κράτος μέλος να παύσει, το ταχύτερο δυνατόν, παράβαση που, χωρίς το μέτρο αυτό, θα κινδύνευε να διαιωνισθεί, η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού στηρίζεται περισσότερο στην αποτίμηση των συνεπειών της μη εκτελέσεως των υποχρεώσεων του οικείου κράτους μέλους επί των ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων, ιδίως όταν η παράβαση έχει συνεχιστεί επί μακρό χρονικό διάστημα αφότου εκδόθηκε η απόφαση που τη διαπίστωνε αρχικά.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν αποκλείεται η προσφυγή σε αμφότερες τις μορφές κυρώσεων του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, ιδίως όταν η παράβαση και έχει διαρκέσει επί μακρόν και κινδυνεύει να διαιωνισθεί, η δε χρήση του συνδέσμου «ή» στην παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής πρέπει να γίνει νοητή με τη σωρευτική και όχι με την εναλλακτική έννοια.

Επομένως, η σωρευτική επιβολή χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού όχι μόνον δεν αντιβαίνει προς την αρχή non bis in idem, εφόσον η διάρκεια της παραβάσεως λαμβάνεται υπόψη ως ένα κριτήριο μεταξύ άλλων για να καθοριστεί ο κατάλληλος βαθμός εξαναγκασμού και αποτροπής, αλλ’ ούτε και προσβάλλει την ισότητα μεταχείρισης, εφόσον, υπό το πρίσμα της φύσεως, της σοβαρότητας και της διάρκειας της διαπιστωθείσας παραβάσεως, η σώρευση αυτή παρίσταται πρόσφορη· συναφώς, δεν συνιστά κώλυμα το γεγονός ότι τέτοια σωρευτική επιβολή κυρώσεων δεν έχει συμβεί στο παρελθόν.

(βλ. σκέψεις 80-86)

3.     Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, αν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί με απόφασή του, μπορεί να το υποχρεώσει να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό ή χρηματική ποινή. Η άσκηση της εξουσίας αυτής δεν προϋποθέτει να έχει ορίσει η Επιτροπή κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ύψους του κατ’ αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής που θα προτείνει στο Δικαστήριο, έστω και αν οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές συμβάλλουν όντως στην εγγύηση της διαφάνειας, του προβλέψιμου και της ασφάλειας δικαίου κατά τη δράση της Επιτροπής. Ούτως ή άλλως, οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο.

(βλ. σκέψη 85)

4.     Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, αν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί με απόφασή του, μπορεί να του επιβάλει χρηματικές κυρώσεις. Συναφώς, το Δικαστήριο μπορεί να αποστεί από τις προτάσεις της Επιτροπής και να υποχρεώσει το οικείο κράτος μέλος να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό, καίτοι η Επιτροπή δεν έχει προτείνει κάτι τέτοιο.

Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την πολιτική νομιμοποίηση του Δικαστηρίου για να επιβάλει χρηματική κύρωση μη προταθείσα από την Επιτροπή, δεδομένου ότι το ζήτημα αν ένα κράτος μέλος έχει εκτελέσει ή όχι προγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου υποβάλλεται σε ένδικη διαδικασία, στην οποία οι πολιτικές θεωρήσεις δεν ασκούν επιρροή, η σκοπιμότητα επιβολής χρηματικής κυρώσεως και η επιλογή της πλέον αρμόζουσας στις περιστάσεις κυρώσεως εκτιμώνται με μοναδικό γνώμονα τις διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο με την απόφαση που θα εκδώσει βάσει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ και άρα εκφεύγει της πολιτικής σφαίρας.

Περαιτέρω, το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο, αφιστάμενο ή βαίνοντας πέραν των προτάσεων της Επιτροπής, προσβάλλει τη γενική αρχή της πολιτικής δικονομίας που απαγορεύει στον δικαστή να βαίνει πέραν των αιτημάτων των διαδίκων δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, η διαδικασία του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ είναι ειδική ένδικη διαδικασία, προσιδιάζουσα στο κοινοτικό δίκαιο, που δεν μπορεί να εξομοιωθεί με διαδικασία της πολιτικής δικονομίας, η δε επιβολή χρηματικής ποινής ή/και κατ’ αποκοπήν ποσού δεν γίνεται για ν’ αποκαταστήσει ζημία προξενηθείσα από το οικείο κράτος μέλος, αλλά για να του ασκήσει οικονομική πίεση ώστε να παύσει τη διαπιστωθείσα παράβαση.

Ούτε το επιχείρημα περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας ευσταθεί. Συγκεκριμένα, η διαδικασία του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ πρέπει να θεωρείται ως ειδική ένδικη διαδικασία εκτελέσεως των αποφάσεων, με άλλα λόγια ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως. Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εκτιμηθούν και οι δικονομικές εγγυήσεις τις οποίες πρέπει να διαθέτει το οικείο κράτος μέλος. Επομένως, άπαξ στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας διαπιστωθεί η συνέχιση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, τα δικαιώματα άμυνας που πρέπει να αναγνωρίζονται στο παραβαίνον κράτος μέλος όσον αφορά τις προβλεπόμενες χρηματικές κυρώσεις πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον επιδιωκόμενο σκοπό, που είναι η εξασφάλιση και εγγύηση της αποκαταστάσεως της νομιμότητας.

(βλ. σκέψεις 87, 90-93)

5.     Προκειμένου περί επιβολής σε κράτος μέλος χρηματικής ποινής ως κυρώσεως κατά της παραλείψεως εκτελέσεως αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση, οι σχετικές με το ύψος της χρηματικής ποινής προτάσεις της Επιτροπής δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, αλλ’ αποτελούν χρήσιμη βάση αναφοράς. Στο Δικαστήριο εναπόκειται, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεώς του, να καθορίζει το ύψος της χρηματικής ποινής κατά τρόπον ώστε να είναι αφενός μεν πρόσφορο για τις περιστάσεις, αφετέρου δε ανάλογο προς την αναγνωρισθείσα παράβαση και την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Συναφώς, τα βασικά κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να εξασφαλίζεται ο χαρακτήρας της χρηματικής ποινής ως μέτρου εξαναγκασμού, με σκοπό την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, είναι, κατ’ αρχήν, η διάρκεια της παραβάσεως, η σοβαρότητά της και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδίως οι συνέπειες που έχει η παράλειψη εκτελέσεως επί των ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων και το επείγον του εξαναγκασμού του οικείου κράτους μέλους σε συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις του.

(βλ. σκέψεις 103-104)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 12ης Ιουλίου 2005 (*)

«Παράβαση κράτους – Αλιεία – Ανάθεση υποχρεώσεων ελέγχου στα κράτη μέλη – Διαπίστωση παραβάσεως με απόφαση του Δικαστηρίου – Παράλειψη εκτελέσεως – Άρθρο 228 ΕΚ – Καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού – Επιβολή χρηματικής ποινής»

Στην υπόθεση C-304/02,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 228 ΕΚ λόγω παραβάσεως, που ασκήθηκε στις 27 Αυγούστου 2002,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. Nolin, H. van Lier και T. van Rijn, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τους G. de Bergues και A. Colomb,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, J.‑P. Puissochet, R. Schintgen, N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: M. Múgica Arzamendi, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, ακολούθως δε M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, και H. v. Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Μαρτίου 2004,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Απριλίου 2004,

έχοντας υπόψη τη διάταξη περί νέας ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας της 16ης Ιουνίου 2004 και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Οκτωβρίου 2004,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις:

–       της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους G. Marenco, C. Ladenburger και T. van Rijn,

–       της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τους R. Abraham, G. de Bergues και A. Colomb,

–       του Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπούμενου από τον J. Devadder,

–       της Τσεχικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον T. Boček,

–       του Βασιλείου της Δανίας, εκπροσωπούμενου από τους A. R. Jacobsen και J. Molde,

–       της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τον W. D. Plessing,

–       της Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τις Αικ. Σαμώνη και Ε. Μ. Μαμούνα,

–       της Ισπανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον N. Diaz Abad,

–       της Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενης από τους D. O’Donnell και P. Mc Cann,

–       της Ιταλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον I. M. Braguglia,

–       της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Δ. Λυσάνδρου και την Ε. Παπαγεωργίου,

–       της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, εκπροσωπούμενης από τις R. Somssich και A. Muller,

–       του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενου από την J. van Bakel,

–       της Δημοκρατίας της Αυστρίας, εκπροσωπούμενης από τον E. Riedl, Rechtsanwalt,

–       της Δημοκρατίας της Πολωνίας, εκπροσωπούμενης από τον T. Nowakowski,

–       της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον L. Fernandes,

–       της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενης από τον T. Pynnä,

–       του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενου από τον D. Anderson, QC,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Νοεμβρίου 2004,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:

–       να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα μέτρα που ήσαν αναγκαία προς εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, C-64/88, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή σ. I‑2727), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 228 ΕΚ·

–       να υποχρεώσει τη Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», χρηματική ποινή ύψους 316 500 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστερήσεως κατά την εφαρμογή των μέτρων που είναι αναγκαία για να συμμορφωθεί με την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, από της δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως και έως ότου εκτελεσθεί η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας·

–       να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Η κοινοτική ρύθμιση

 Οι διατάξεις περί μέτρων ελέγχου

2       Το Συμβούλιο θέσπισε ορισμένα μέτρα ελέγχου για τις αλιευτικές δραστηριότητες που ασκούνται με πλοία των κρατών μελών. Τα μέτρα αυτά ορίστηκαν διαδοχικά με τον κανονισμό (EOK) 2057/82 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1982, περί θεσπίσεως ορισμένων μέτρων ελέγχου των αλιευτικών δραστηριοτήτων που ασκούνται από σκάφη των κρατών μελών (ΕΕ 1982, L 220, σ. 1), ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2241/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων ελέγχου για τις αλιευτικές δραστηριότητες (ΕΕ 1987, L 207, σ. 1), που με τη σειρά του καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 1994, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΕΕ 1993, L 261, σ. 1).

3       Τα οριζόμενα στους κανονισμούς αυτούς μέτρα ελέγχου είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημα.

4       Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2847/93 ορίζει:

«1. Για να εξασφαλιστεί η τήρηση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, θεσπίζεται κοινοτικό σύστημα το οποίο περιλαμβάνει ιδίως διατάξεις για την τεχνική παρακολούθηση των:

–       μέτρων διατήρησης και δια[χείρι]σης των πόρων,

–       διαρθρωτικών μέτρων,

–       μέτρων κοινής οργάνωσης της αγοράς,

καθώς και ορισμένες διατάξεις για την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση που δεν τηρούνται τα προαναφερόμενα μέτρα.

2. Προς το σκοπό αυτό, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του συστήματος και θέτει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών του επαρκή μέσα ώστε να μπορούν να ασκούν τα επιθεωρητικά και ελεγκτικά καθήκοντά τους όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.»

5       Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«Για να εξασφαλιστεί η τήρηση όλων των κανόνων που ισχύουν και αφορούν τα μέτρα διατήρησης και ελέγχου, κάθε κράτος μέλος παρακολουθεί, στο έδαφός του και στα θαλάσσια ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του, την αλιευτική δραστηριότητα και τις συναφείς δραστηριότητες. Τα κράτη μέλη επιθεωρούν τα αλιευτικά σκάφη και ερευνούν όλες τις δραστηριότητες, προς εξακρίβωση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εκφόρτωσης, πώλησης, μεταφοράς και αποθήκευσης ψαριών και καταγραφής των εκφορτώσεων και των πωλήσεων.»

6       Κατά το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού:

«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της κίνησης διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, κατά των υπευθύνων φυσικών ή νομικών προσώπων όταν αποδεικνύεται, ιδίως ύστερα από παρακολούθηση ή επιθεώρηση που διενεργούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ότι δεν τηρούνται οι κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

2. Οι διαδικασίες που κινούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρέπει να είναι ικανές, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, να στερήσουν όντως τους υπεύθυνους από τα οικονομικά οφέλη της παράβασης ή να παράγουν αποτελέσματα ανάλογα με τη σοβαρότητα των παρ[α]βάσεων αυτών, ούτως ώστε να αποτρέψουν πράγματι περαιτέρω παραβάσεις του ίδιου είδους.»

 Οι διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα

7       Τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις περί μέτρων ελέγχου τεχνικά μέτρα διατηρήσεως των αλιευτικών πόρων ορίστηκαν ειδικότερα στον κανονισμό (ΕΚ) 171/83 του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1983, ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3094/86 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 1986 (ΕΕ L 288, σ. 1), που με τη σειρά του καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από 1ης Ιουλίου 1977 με τον κανονισμό (ΕΚ) 894/97 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1997 (ΕΕ L 132, σ. 1), που και αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε μερικώς από 1ης Ιανουαρίου 2000 με τον κανονισμό (ΕΚ) 850/98 του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 1998, για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων μέσω τεχνικών μέτρων προστασίας των νεαρών θαλάσσιων οργανισμών (ΕΕ 1998, L 125, σ. 1).

8       Τα οριζόμενα στους κανονισμούς αυτούς τεχνικά μέσα είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημα.

9       Τα μέτρα αυτά αφορούν ιδίως το ελάχιστο μέγεθος των ματιών των διχτύων, την απαγόρευση χρήσεως συμπληρωματικού εξοπλισμού διά του οποίου φράσσονται τα μάτια του διχτύου ή μειώνεται το μέγεθός τους, την απαγόρευση διαθέσεως προς πώληση ψαριών των οποίων οι διαστάσεις είναι κατώτερες ενός ελαχίστου ορίου (στο εξής: «ψάρια μικρότερα από την ελάχιστη διάσταση»), εκτός αν τα αλιεύματα αντιπροσωπεύουν περιορισμένο ποσοστό της αλιευθείσας ποσότητας (στο εξής: «παρεμπίπτουσα αλιεία»).

 Η απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας

10     Με την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, το Δικαστήριο αποφάσισε:

«Η Γαλλική Δημοκρατία, μη εξασφαλίζοντας, από το 1984 έως το 1987, έναν έλεγχο που να εγγυάται την τήρηση των κοινοτικών τεχνικών μέτρων για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων που προβλέπονται από τον κανονισμό [171/83], καθώς και από τον κανονισμό [3094/86], παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1 του κανονισμού [2057/82], καθώς και από το άρθρο 1 του κανονισμού [2241/87].»

11     Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο δέχτηκε σε βάρος της Γαλλικής Δημοκρατίας πέντε αιτιάσεις:

–       ανεπαρκείς έλεγχοι ως προς το ελάχιστο μέγεθος των ματιών των διχτύων (σκέψεις 12 έως 15 της αποφάσεως)·

–       ανεπαρκείς έλεγχοι ως προς τη στερέωση στα δίχτυα συμπληρωματικού εξοπλισμού απαγορευόμενου από την κοινοτική ρύθμιση (σκέψεις 16 και 17 της αποφάσεως)·

–       παράβαση των υποχρεώσεων ελέγχου ως προς την παρεμπίπτουσα αλιεία (σκέψεις 18 και 19 της αποφάσεως)·

–        παράβαση των υποχρεώσεων ελέγχου ως προς την τήρηση των τεχνικών μέσων διατηρήσεως που απαγορεύουν την πώληση ψαριών που δεν έχουν το ελάχιστο απαιτούμενο μέγεθος (σκέψεις 20 έως 23 της αποφάσεως);

–       παράβαση της υποχρεώσεως διώξεως των παραβάσεων (σκέψη 24).

 Η προδικασία

12     Με επιστολή της 8ης Νοεμβρίου 1991, η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να της γνωστοποιήσουν τι μέτρα ελάμβαναν προς εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Γαλλίας. Στις 22 Ιανουαρίου 1992, οι γαλλικές αρχές απάντησαν ότι «[προετίθεντο] να πράξουν παν το δυνατόν για να συμμορφωθούν προς τις [κοινοτικές] διατάξεις».

13     Κατά τη διάρκεια σειράς αποστολών που πραγματοποίησαν σε γαλλικούς λιμένες, οι επιθεωρητές της Επιτροπής ναι μεν διαπίστωσαν βελτίωση της καταστάσεως, επισήμαναν όμως και σειρά ελλείψεων στους ελέγχους που ασκούσαν οι γαλλικές αρχές.

14     Αφού κάλεσε τη Γαλλική Δημοκρατία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή διατύπωσε, στις 17 Απριλίου 1996, αιτιολογημένη γνώμη με την οποία διαπίστωνε ότι η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας δεν είχε εκτελεσθεί ως προς τα ακόλουθα σημεία:

–       ασυμφωνία της ελάχιστης διαστάσεως των ματιών του διχτύου προς την κοινοτική ρύθμιση,

–       ανεπάρκεια των ελέγχων επί των πωλήσεων ψαριών μικρότερων από την ελάχιστη διάσταση·

–       χαλαρή στάση των γαλλικών αρχών κατά τη δίωξη των παραβάσεων.

15     Η Επιτροπή, εφιστώντας την προσοχή στο ενδεχόμενο η μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου να επισύρει χρηματικές κυρώσεις, έθεσε στη Γαλλική Δημοκρατία δίμηνη προθεσμία για να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προς εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Γαλλίας.

16     Με ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των γαλλικών αρχών και των υπηρεσιών της Επιτροπής, οι εν λόγω αρχές ενημέρωναν την τελευταία για τα μέτρα που είχαν λάβει και εξακολουθούσαν να εφαρμόζουν στη κατεύθυνση της ενίσχυσης των ελέγχων.

17     Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν αποστολές προς επιθεώρηση σε γαλλικούς λιμένες. Βάσει των εκθέσεων που συνετάγησαν κατόπιν επισκέψεως από 24 έως 28 Αυγούστου 1996 στο Lorient, στο Guilvinec και στο Concarneau, από 22 έως 26 Σεπτεμβρίου 1997 στο Guilvinec, στο Concarneau και στο Lorient, από 13 έως 17 Οκτωβρίου 1997 στις Marennes-Oléron, στο Arcachon και στην Bayonne, από 30 Μαρτίου έως 4 Απριλίου 1998 στη νότια Βρετάνη και στην Aquitaine, από 15 έως 19 Μαρτίου 1999 στο Douarnenez και το Lorient, τέλος, από 13 έως 23 Ιουλίου 1999, στο Lorient, στο Bénodet, στο Loctudy, στο Guilvinec, στο Lesconil και στο Saint-Guénolé, οι υπηρεσίες της Επιτροπής κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι παρέμεναν δύο προβλήματα, ήτοι αφενός μεν η ανεπάρκεια των ελέγχων επί των πωλήσεων ψαριών μικρότερων από την ελάχιστη διάσταση, αφετέρου δε η χαλαρή στάση των γαλλικών αρχών κατά τη δίωξη των παραβάσεων.

18     Βάσει των εκθέσεων των επιθεωρητών, η Επιτροπή διατύπωσε, στις 6 Ιουνίου 2000, συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία διαπίστωνε ότι η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας δεν είχε εκτελεσθεί ως προς τα δύο παραπάνω σημεία. Η Επιτροπή ανέφερε ότι, σ’ αυτό το πλαίσιο, θεωρούσε ως «ιδιαιτέρως σοβαρό το γεγονός ότι δημόσια έγγραφα αφορώντα δημοπρασίες χρησιμοποιούν επίσημα τον κωδικό «00» κατά κατάφωρη παράβαση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 2406/96 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1996, περί καθορισμού κοινών προδιαγραφών εμπορίας ορισμένων αλιευτικών προϊόντων (ΕΕ 1996, L 334, σ. 1). Εφιστούσε την προσοχή στο ενδεχόμενο χρηματικών κυρώσεων.

19     Με την από 1ης Αυγούστου 2000 απάντησή τους, οι γαλλικές αρχές υποστήριξαν κατ’ ουσίαν ότι, μετά την τελευταία έκθεση επιθεωρήσεως, ο εθνικός έλεγχος των αλιευμάτων είχε σημειώσει σημαντικές εξελίξεις. Υπεβλήθη σε εσωτερική αναδιοργάνωση, με τη δημιουργία μιας «ομάδας», που στη συνέχεια μετετράπη σε «αποστολή» ελέγχου των αλιευμάτων, και δέχθηκε ενίσχυση των ελεγκτικών του μέσων, ιδίως με τη διάθεση περιπολικών και συστήματος επιτηρήσεως επί οθόνης των θέσεων των σκαφών και την κυκλοφορία οδηγιών προς χρήση του προσωπικού ελέγχου.

20     Κατά τη διάρκεια αποστολής επιθεωρήσεως από 18 έως 28 Ιουνίου 2001, στις κοινότητες Guilvinec, Lesconil, Saint-Guénolé και Loctudy, οι επιθεωρητές της Επιτροπής διαπίστωσαν τη χαλαρότητα των ελέγχων, την παρουσία ψαριών μικρότερων από το ελάχιστο μέγεθος και την πώληση των ψαριών αυτών με τον κωδικό «00».

21     Με επιστολή της 16ης Οκτωβρίου 2001, οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή αντίγραφο οδηγίας που απηύθυναν στις περιφερειακές και νομαρχιακές διευθύνσεις θαλασσίων υποθέσεων, καλώντας τις να παύσουν, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001,να χρησιμοποιούν τον κωδικό «00» και να επιβάλλουν, από την ημερομηνία αυτή και μετά, τις προβλεπόμενες από τους κανονισμούς κυρώσεις σε όσους επιχειρηματίες δεν θα συμμορφώνονταν. Οι εν λόγω αρχές επισήμαιναν ότι, από το 1998, είχε αυξηθεί ο αριθμός των διώξεων για παραβάσεις των κανόνων περί ελαχίστης διαστάσεως και ότι οι επιβαλλόμενες ποινές είχαν αποτρεπτικό χαρακτήρα. Γνωστοποιούσαν επίσης ότι, το 2001, είχαν εκδώσει ένα γενικό σχέδιο ελέγχου των αλιευμάτων, που όριζε προτεραιότητες, μεταξύ των οποίων η εφαρμογή αποκαταστάσεως των αποθεμάτων βακαλάου και ο αυστηρός έλεγχος της τηρήσεως των ελαχίστων διαστάσεων.

22     Θεωρώντας ότι η Γαλλική Δημοκρατία εξακολουθούσε να μην έχει εκτελέσει την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

 Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

23     Απαντώντας σε ερώτηση που της έθεσε το Δικαστήριο εν όψει της συνεδριάσεως της 3ης Μαρτίου 2004, η Επιτροπή γνωστοποίησε ότι, μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, οι υπηρεσίες της είχαν πραγματοποιήσει άλλες τρεις αποστολές επιθεωρήσεως (από 11 έως 16 Μαΐου 2003 στη Sète και στο Port Vendres, από 19 έως 20 Ιουνίου 2003 στο Loctudy, στο Lesconil, στο St Guénolé και στο Guilvinec, τέλος, από 14 έως 22 Ιουλίου 2003 στο Port-la-Nouvelle, στη Sète, στο Grau-du-Roi, στο Carro, στο Sanary‑sur-Mer και στην Toulon). Κατά την Επιτροπή, από τις εκθέσεις επί των αποστολών αυτών προκύπτει ότι τα περιστατικά πωλήσεως ψαριών μικρότερων από την ελάχιστη διάσταση είχαν μειωθεί στη Βρετάνη, αλλ’ ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται προβλήματα στη μεσογειακή ακτή με τον ερυθρό τόννο. Προκύπτει επίσης ότι οι έλεγχοι κατά την εκφόρτωση δεν ήσαν συχνοί.

24     Η Επιτροπή εξήγησε ότι, για να εκτιμήσει την αποτελεσματικότητα των μέτρων που ελάμβαναν οι γαλλικές αρχές, της ήταν αναγκαίο να διαθέτει πρακτικά και στατιστικές αποτιμήσεις σχετικά με την εφαρμογή των διαφόρων μέτρων γενικής οργανώσεως του ελέγχου των αλιευμάτων τα οποία επικαλείτο η Γαλλική Κυβέρνηση.

25     Κληθείσες από το Δικαστήριο να αναφέρουν πόσους ελέγχους είχαν πραγματοποιήσει, στη θάλασσα και στη στεριά, οι γαλλικές αρχές μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, για να επιβάλουν την τήρηση των κανόνων περί ελαχίστων διαστάσεων των ψαριών, πόσες παραβάσεις είχαν διαπιστώσει και τι δικαστικές συνέπειες είχαν επιφυλάξει σ’ αυτές τις παραβάσεις, η Γαλλική Κυβέρνηση κατέθεσε, στις 30 Ιανουαρίου 2004, νέα στατιστικά στοιχεία. Από αυτά προκύπτει ότι ο αριθμός των ελέγχων, των διαπιστώσεων παραβάσεων και των καταδικών κατά το 2003 μειώθηκε σε σχέση με το 2002.

26     Η Γαλλική Κυβέρνηση εξήγησε τη μεν μείωση των θαλασσίων ελέγχων με το γεγονός ότι τα γαλλικά σκάφη κινητοποιήθηκαν για ν’ αντιμετωπίσουν τη ρύπανση την οποία προκάλεσε το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου Prestige, τη δε μείωση των χερσαίων ελέγχων με το ότι η πειθαρχία των αλιέων βελτιώθηκε. Εξήγησε τη μείωση των καταδικών που απαγγέλθηκαν ως αποτέλεσμα του νόμου 2002-1062 της 6ης Αυγούστου 2002, περί αμνηστεύσεως (JORF αριθ. 185, της 9ης Αυγούστου 2002, σ. 12647), επισημαίνοντας όμως την αύξηση του μέσου ύψους των επιβληθέντων προστίμων.

 Επί της προσαπτομένης παραβάσεως

 Ως προς την σχετική γεωγραφική περιοχή

27     Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η διαπίστωση που γίνεται στο διατακτικό της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Γαλλίας, ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε εξασφαλίσει έλεγχο τέτοιο που να εγγυάται την τήρηση των κοινοτικών τεχνικών μέτρων για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων που προβλέπονται από τους κανονισμούς 171/83 και 3094/86, αφορούσε, όπως αυτή οροθετείται από το άρθρο 1, παράγραφος 1, των κανονισμών αυτών, μόνον την αλίευση και την εκφόρτωση των αλιευτικών πόρων που εξελίσσονται σε ορισμένες ζώνες του βορειοανατολικού Ατλαντικού.

28     Επομένως, όπως ισχυρίστηκε η Γαλλική Κυβέρνηση και διευκρίνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Μαρτίου 2004, η παρούσα προσφυγή αφορά την κατάσταση στις ίδιες αυτές ζώνες.

 Ως προς την ημερομηνία αναφοράς

29     Η Επιτροπή απηύθυνε στη Γαλλική Δημοκρατία μια πρώτη αιτιολογημένη γνώμη στις 14 Απριλίου 1996, και ακολούθως συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη στις 6 Ιουνίου 2000.

30     Επομένως, ο κρίσιμος χρόνος για να εκτιμηθεί η προσαπτόμενη παράβαση έγκειται στη λήξη της προθεσμίας που όριζε η συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Ιουνίου 2000, ήτοι δύο μήνες μετά την κοινοποίησή της (αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2002, C-474/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2002, σ. I-5293, σκέψη 27, και C-33/01, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 2002, σ. I-5447, σκέψη 13).

31     Εφόσον η Επιτροπή πρότεινε να υποχρεωθεί η Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλει χρηματική ποινή, πρέπει ακόμη να ερευνηθεί αν η προσαπτόμενη παράβαση συνεχιζόταν κατά τον χρόνο εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο.

 Ως προς την έκταση των υποχρεώσεων των κρατών μελών στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής

32     Το άρθρο 1 του κανονισμού 2847/93, που συνιστά, στον τομέα της αλιείας, ειδική έκφραση των υποχρεώσεων που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 10 ΕΚ, ορίζει ότι αυτά θεσπίζουν κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού συστήματος μέτρων διατήρησης και διαχείρισης των αλιευτικών πόρων.

33     Ο κανονισμός 2847/93 καθιερώνει συναφώς κοινή ευθύνη των κρατών μελών (βλ., ως προς τον κανονισμό 2241/87, απόφαση της 27ης Μαρτίου 1990, C-9/89, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. I-1383, σκέψη 10). Η κοινή αυτή ευθύνη σημαίνει ότι, όταν ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις του, προσβάλλει τα συμφέροντα των λοιπών κρατών μελών και των επιχειρήσεών τους.

34     Η τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν από τους κοινοτικούς κανόνες τα κράτη μέλη επιβάλλεται χάριν προστασίας των αλιευτικών πεδίων, διατηρήσεως των θαλάσσιων βιολογικών πόρων και εκμεταλλεύσεως τους στο διηνεκές και υπό πρόσφορες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες (σχετικά με τη μη τήρηση του καθεστώτος ποσοστώσεων για τις αλιευτικές περιόδους 1991 έως 1996, βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2002, C-418/00 και C-419/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2002, σ. I‑3969, σκέψη 57).

35     Προς τούτο, το άρθρο 2 του κανονισμού 2847/93, το οποίο επαναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που έθετε το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2241/87, επιβάλλει στα κράτη μέλη να παρακολουθούν την αλιευτική δραστηριότητα και τις συναφείς δραστηριότητες. Απαιτεί από τα κράτη μέλη να επιθεωρούν τα αλιευτικά σκάφη και να ερευνούν όλες τις δραστηριότητες, και ιδίως τις δραστηριότητες εκφόρτωσης, πώλησης, μεταφοράς και αποθήκευσης ψαριών και καταγραφής των εκφορτώσεων και των πωλήσεων.

36     Το άρθρο 31 του κανονισμού 2847/93, το οποίο επαναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που έθετε το άρθρο 1, παράγραφος 2, των κανονισμών 2057/82 και 2241/87, επιβάλλει στα κράτη μέλη να διώκουν τις παραβάσεις που διαπιστώνουν. Συναφώς ορίζει ότι οι κινούμενες διαδικασίες πρέπει να είναι ικανές να στερήσουν όντως τους υπεύθυνους από τα οικονομικά οφέλη της παράβασης ή να παραγάγουν αποτελέσματα ανάλογα με τη σοβαρότητα των παραβάσεων αυτών, ούτως ώστε να αποτρέπουν πράγματι περαιτέρω παραβάσεις του ίδιου είδους.

37     Ο κανονισμός 2847/93 παρέχει δηλαδή ακριβή στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο των μέτρων τα οποία οφείλουν να λαμβάνουν τα κράτη μέλη με σκοπό τη διασφάλιση της νομιμότητας της αλιευτικής δραστηριότητας, μέσω τόσο της προλήψεως όσο και της διώξεως ενδεχομένων παραβάσεων. Ο σκοπός αυτός σημαίνει ότι τα εφαρμοζόμενα μέτρα πρέπει να έχουν χαρακτήρα αποτελεσματικό, ανάλογο προς τη βαρύτητα της παραβάσεως και αποτρεπτικό. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στη σκέψη 39 των προτάσεών του της 29ης Απριλίου 2004, πρέπει, σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, όσοι ασκούν αλιευτική ή συναφή δραστηριότητα να διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο να γίνουν αντιληπτοί και να υποστούν πρόσφορες κυρώσεις.

38     Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να εξετασθεί αν η Γαλλική Δημοκρατία έλαβε όλα τα μέτρα τα οποία συνεπάγεται η εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως: ανεπάρκεια των ελέγχων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις των επιθεωρητών της, ο ασκούμενος από τις γαλλικές αρχές έλεγχος της τηρήσεως των κοινοτικών διατάξεων περί ελαχίστης διαστάσεως των ψαριών εξακολουθεί να είναι πλημμελής.

40     Τις διαπιστώσεις αυτές δεν μεταβάλλει η αύξηση του αριθμού των ελέγχων, την οποία επικαλείται η Γαλλική Κυβέρνηση, διότι οι έλεγχοι αυτοί είναι μόνο θαλάσσιοι. Ως προς τα προγράμματα ελέγχου που κατάρτισε η Γαλλική Κυβέρνηση το 2001 και το 2002, δεν αρκούν για να θέσουν τέρμα στην προσαφθείσα παράβαση. Για να εκτελεσθούν τα προγράμματα αυτά, προαπαιτείται να οριστούν στόχοι, που είναι απαραίτητοι για να μπορέσει να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα και λειτουργικότητά τους. Επί πλέον, πρέπει αυτά να εφαρμόζονται όντως, πράγμα που από τις αποστολές που εκτελέστηκαν στους γαλλικούς λιμένες μετά την κατάρτιση των προγραμμάτων δεν αποδείχθηκε.

41     Η Γαλλική Κυβέρνηση παρατηρεί, κατ’ αρχάς, ότι οι εκθέσεις επιθεωρήσεων στις οποίες στηρίζεται η Επιτροπή ουδέποτε περιήλθαν σε γνώση των γαλλικών αρχών, στις οποίες δεν δόθηκε έτσι η δυνατότητα να απαντήσουν στους περιεχομένους σ’ αυτές ισχυρισμούς. Άλλωστε, οι εκθέσεις αυτές βασίζονται σε απλές υποθέσεις.

42     Ακολούθως διατείνεται ότι, αφότου δημοσιεύθηκε η προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας, δεν έπαυσε να ενισχύει τους ελεγκτικούς της μηχανισμούς. Η ενίσχυση αυτή έλαβε τη μορφή αυξήσεως του αριθμού των θαλασσίων επιθεωρήσεων και εκδόσεως, το 2001, προγράμματος γενικού ελέγχου, που, το 2002, συμπληρώθηκε με ένα πρόγραμμα ελέγχου των «ελαχίστων διαστάσεων των αλιευμάτων». Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων, τονίζει ότι σε σειρά αποστολών ελέγχου που εκτέλεσαν επιθεωρητές της Επιτροπής, διαπιστώθηκε ότι δεν διετίθεντο στο εμπόριο ψάρια μικρότερα της ελαχίστης διαστάσεως.

43     Τέλος, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή απλώς ισχυρίζεται ότι τα μέτρα που έλαβε ήσαν απρόσφορα, χωρίς όμως να αναφέρει τι μέτρα χρειάζονταν για να παύσει η προσαφθείσα παράβαση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44     Όπως η διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ (βλ., σχετικά με τη μη συμμόρφωση προς το καθεστώς ποσοστώσεων για τις αλιευτικές περιόδους 1988 και 1990, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-333/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I-1025, σκέψη 33), έτσι και η διαδικασία του άρθρου 228 ΕΚ στηρίζεται στην αντικειμενική διαπίστωση της μη συμμορφώσεως κράτους μέλους προς τις υποχρεώσεις του.

45     Εν προκειμένω, η Επιτροπή, προς στήριξη της αιτιάσεώς της, προσκόμισε εκθέσεις αποστολής συνταχθείσες από τους επιθεωρητές της.

46     Η –προβληθείσα κατά το στάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως–επιχειρηματολογία της Γαλλικής Κυβερνήσεως, ότι οι εκθέσεις στις οποίες αναφερόταν, με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή δεν μπορούν να χρησιμεύσουν προς απόδειξη της συνεχίσεως της παραβάσεως, διότι ουδέποτε περιήλθαν σε γνώση των γαλλικών αρχών, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

47     Όπως προκύπτει από την εξέταση των εκθέσεων που υπέβαλε η Επιτροπή, όλες οι μετά το 1998 εκθέσεις –που περιελήφθησαν στη δικογραφία είτε ολόκληρες είτε με τη μορφή εκτενών αποσπασμάτων– αναφέρονται σε πρακτικά συνεδριάσεων κατά τις οποίες οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενημερώθηκαν για τα αποτελέσματα των αποστολών επιθεωρήσεως και, επομένως, είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των διαπιστώσεων των επιθεωρητών της Επιτροπής. Αν η αναφορά αυτή δεν υπάρχει στις προγενέστερες εκθέσεις –που περιελήφθησαν στη δικογραφία υπό μορφή αποσπασμάτων περιοριζομένων σε διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών των εν λόγω επιθεωρητών–, αρκεί συναφώς να υπομνησθεί ότι, με την από 1ης Αυγούστου 2000 επιστολή της, την οποία απηύθυνε στην Επιτροπή προς απάντηση στη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Ιουνίου 2000, η Γαλλική Κυβέρνηση υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του περιεχομένου αυτών των εκθέσεων χωρίς να αμφισβητήσει τις συνθήκες γνωστοποιήσεώς τους στις γαλλικές αρχές.

48     Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, πρέπει να ερευνηθεί αν τα στοιχεία που περιέχουν οι υποβληθείσες από την Επιτροπή εκθέσεις αναφοράς δικαιολογούν την αντικειμενική διαπίστωση ότι η παράβαση των υποχρεώσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας συνεχίστηκε.

49      Ως προς την κατάσταση που ίσχυε κατά τη λήξη της προθεσμίας την οποία έτασσε η συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Ιουνίου 2000, από τις μνημονευόμενες στη γνώμη αυτή εκθέσεις (βλ. σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως) προκύπτει ότι, σε καθεμιά από τις έξι αποστολές που πραγματοποίησαν, οι επιθεωρητές διαπίστωσαν την παρουσία ψαριών μικρότερων από την ελαχίστη διάσταση. Ειδικότερα, διαπίστωσαν την ύπαρξη αγοράς για βακαλάους μικρότερους από την ελαχίστη διάσταση, που διατίθεντο στο εμπόριο ως «μπακαλιαράκια» ή «μπακαλιαράκια για τηγάνισμα» και επωλούντο, κατά παράβαση των κανόνων εμπορίας του κανονισμού 2406/96, υπό τον κωδικό «00».

50     Σε πέντε από τις έξι αυτές αποστολές, η εκφόρτωση και διάθεση προς πώληση ψαριών μικρότερων από την ελαχίστη διάσταση έγινε χωρίς έλεγχο των αρμοδίων εθνικών αρχών. Όπως αναγνώρισε η Γαλλική Κυβέρνηση με την από 1ης Αυγούστου 2000 απάντησή της στη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Ιουνίου 2000, τα πρόσωπα που συνάντησαν οι επιθεωρητές «δεν ήσαν υπάλληλοι αρμόδιοι να διαπιστώνουν παραβάσεις των κανονισμών περί αλιείας ούτε ανήκαν στη διοίκηση των ναυτικών υποθέσεων». Κατά την έκτη αποστολή, οι επιθεωρητές διαπίστωσαν ότι ψάρια μικρότερα από την ελαχίστη διάσταση είχαν εκφορτωθεί και διατεθεί προς πώληση παρουσία των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες να διαπιστώνουν τις παραβάσεις των κανονισμών περί αλιείας. Παρ’ όλα αυτά, οι αρχές αυτές δεν εδίωξαν τους παραβάτες.

51     Βάσει των στοιχείων αυτών διαπιστώνεται ότι, ελλείψει αποτελεσματικής επεμβάσεως των αρμοδίων εθνικών αρχών, η πρακτική της διαθέσεως προς πώληση ψαριών μικρότερων από την ελαχίστη διάσταση συνεχίστηκε, εμφανίζοντας τέτοια διάρκεια και έκταση, ώστε να απειλεί σοβαρά, ως εκ του σωρευτικού της αποτελέσματος, τους σκοπούς του κοινοτικού καθεστώτος διατηρήσεως και διαχειρίσεως των αλιευτικών πόρων.

52     Επί πλέον, η ομοιομορφία και η επανάληψη των καταστάσεων που διαπιστώθηκαν σε όλες τις εκθέσεις δικαιολογούν την αναπόφευκτη κρίση ότι τα περιστατικά αυτά αποτελούσαν συνέπεια διαρθρωτικής ανεπάρκειας των μέτρων που εφάρμοζαν οι γαλλικές αρχές και, κατά συνέπεια, παραβάσεως της υποχρεώσεως των αρχών αυτών να προβαίνουν σε αποτελεσματικούς, ανάλογους προς τη βαρύτητα των παραβάσεων και αποτρεπτικούς ελέγχους, την οποία της επιβάλλει η κοινοτική ρύθμιση (βλ., στην κατεύθυνση αυτή, προαναφερθείσα απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 35).

53     Επομένως, διαπιστώνεται ότι, κατά τη λήξη της προθεσμίας την οποία έτασσε η συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Ιουνίου 2000, η Γαλλική Δημοκρατία, μη εξασφαλίζοντας έλεγχο των αλιευτικών δραστηριοτήτων σύμφωνο προς τις επιταγές των κοινοτικών διατάξεων, δεν είχε λάβει όλα τα μέτρα τα οποία συνεπαγόταν η εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας, και παρέβη, ως εκ τούτου, τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 228 ΕΚ.

54     Ως προς την κατάσταση που ίσχυε κατά τον χρόνο εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, τα διατιθέμενα στοιχεία προδίδουν ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται σοβαρές ελλείψεις.

55     Έτσι, κατά την αποστολή που πραγματοποίησαν στη Βρετάνη τον Ιούνιο 2001 (βλ. σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως), οι επιθεωρητές της Επιτροπής διαπίστωσαν για άλλη μια φορά την παρουσία ψαριών μικρότερων από την ελαχίστη διάσταση. Κατά τη διάρκεια μεταγενέστερης αποστολής στην ίδια περιοχή τον Ιούνιο 2003, διαπιστώθηκε μείωση των περιστατικών διαθέσεως προς πώληση τέτοιων ψαριών (βλ. σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως). Έναντι όμως των συγκλινουσών διαπιστώσεων, που περιέχονται στις εκθέσεις που καταρτίστηκαν κατά τις δύο αυτές αποστολές, σχετικά με την έλλειψη αποτελεσματικών ελέγχων στη στεριά, η περίσταση αυτή δεν είναι καθοριστική.

56     Εφόσον η Επιτροπή έχει προσκομίσει επαρκή στοιχεία που προδίδουν τη συνέχιση της παραβάσεως, στο οικείο κράτος μέλος εναπόκειται να αμφισβητήσει, με εμπεριστατωμένα και λεπτομερή επιχειρήματα, τα προσκομισθέντα στοιχεία και τις συνέπειές τους (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, 272/86, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1988, σ. 4875, σκέψη 21, και της 9ης Νοεμβρίου 1999, C-365/97, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1999, σ. I-7773, σκέψεις 84 έως 87).

57     Συναφώς επισημαίνεται ότι η πληροφορία –την οποία αναφέρει στο υπόμνημα αντικρούσεως η Γαλλική Κυβέρνηση– ότι, κατόπιν των προγραμμάτων που καταρτίστηκαν το 2001 και το 2002, οι έλεγχοι αυξήθηκαν αντιστρατεύεται την πληροφορία την οποία παρέσχε η κυβέρνηση αυτή απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως), ότι ο αριθμός των ελέγχων στη στεριά και στη θάλασσα κατά το 2003 σε σχέση με το 2002 μειώθηκαν.

58     Και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι τέτοιες διιστάμενες πληροφορίες μπορούν –όπως υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση– να θεωρηθούν ενδεικτικές βελτιώσεως της καταστάσεως, γεγονός παραμένει ότι οι καταβληθείσες προσπάθειες δεν απαλλάσσουν των ευθυνών για τις διαπιστωθείσες παραβάσεις (προαναφερθείσα απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 36).

59     Στο πλαίσιο αυτό ούτε η επιχειρηματολογία της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι η μείωση των ελέγχων δικαιολογείται από τη βελτίωση της πειθαρχίας των αλιέων μπορεί να γίνει δεκτή.

60     Συγκεκριμένα, –όπως ισχυρίστηκε η ίδια η Γαλλική Κυβέρνηση με το υπόμνημα αντικρούσεως– η ανάληψη ενεργειών που αποσκοπούν στην αλλαγή συμπεριφοράς και νοοτροπίας αποτελεί μακρόπνοη διαδικασία. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η, επί δεκαετία και πλέον, διαρθρωτική ανεπάρκεια ελέγχων αποσκοπούντων στην τήρηση των κανόνων περί ελαχίστης διαστάσεως των ψαριών ώθησε τους ενδιαφερομένους σε μια συμπεριφορά που θα μπορέσει να διορθωθεί μόνο μετά από μακρόχρονη προσπάθεια.

61      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, εν όψει των εμπεριστατωμένων στοιχείων που εμφάνισε η Επιτροπή, οι πληροφορίες που παρέσχε η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αρκούν για ν’ αποδείξουν ότι τα μέτρα τα οποία εφάρμοσε προς έλεγχο της αλιευτικής δραστηριότητας ήσαν αρκετά δραστικά ώστε να τηρείται η υποχρέωσή της να εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού καθεστώτος διατηρήσεως και διαχειρίσεως των αλιευτικών πόρων (βλ. σκέψεις 37 και 38 της παρούσας αποφάσεως).

62     Επομένως, διαπιστώνεται ότι, κατά τον χρόνο εξετάσεως από το Δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών που του υποβλήθηκαν, η Γαλλική Δημοκρατία, μη εξασφαλίζοντας έλεγχο των αλιευτικών δραστηριοτήτων σύμφωνο προς τις επιταγές των κοινοτικών διατάξεων, δεν είχε λάβει όλα τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας, και παρέβη, ως εκ τούτου, τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 228 ΕΚ.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως: ανεπάρκεια των διώξεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

63     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι διώξεις τις οποίες άσκησαν οι γαλλικές αρχές λόγω παραβάσεως των κοινοτικών διατάξεων περί ελαχίστης διαστάσεως των ψαριών είναι ανεπαρκείς. Γενικώς, η ανεπάρκεια των ελέγχων αντανακλάται στον αριθμό των διώξεων. Περαιτέρω, από τα παρασχεθέντα από τη Γαλλική Κυβέρνηση στοιχεία προκύπτει ότι, ακόμη και όταν διαπιστώνονται παραβάσεις, δεν ασκείται κατά σύστημα δίωξη.

64     Σχετικά με τις στατιστικές που εμφάνισε η Γαλλική Κυβέρνηση πριν λήξει η προθεσμία που τασσόταν στη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Ιουνίου 2000, η Επιτροπή επισημαίνει ότι είναι πολύ γενικές, καθ’ όσον αφορούν ολόκληρη τη γαλλική επικράτεια και δεν διευκρινίζουν τη φύση των διωκομένων παραβάσεων.

65     Όσον αφορά τα στοιχεία που παρασχέθηκαν μεταγενέστερα, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν προκύπτει απ’ αυτά ότι οι γαλλικές αρχές εφαρμόζουν πολιτική αποτρεπτικών κυρώσεων για τις παραβάσεις των κανόνων περί ελαχίστης διαστάσεως των ψαριών. Επισημαίνει ότι, για το 2001, η Γαλλική Κυβέρνηση επισήμανε, κατ’ εφαρμογή των κανονισμών (ΕΚ) 1447/1999 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1999, περί πίνακος ενεργειών που θίγουν σοβαρά τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΕΕ 1999, L 167, σ. 5), και (ΕΚ) 2740/1999 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1999, για θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1447/1999 (ΕΕ 1999, L 328, σ. 62), 73 περιπτώσεις παραβάσεων των κανόνων περί του ελαχίστου μεγέθους των ψαριών. Μόνο 8 περιστατικά, ήτοι το 11 %, κατέληξαν στην επιβολή προστίμου.

66     Η Επιτροπή, ναι μεν αναγνωρίζει ότι η εγκύκλιος του Υπουργού Δικαιοσύνης της 16ης Οκτωβρίου 2002, στην οποία αναφέρεται η Γαλλική Κυβέρνηση, συνιστά πρόσφορο μέτρο, θεωρεί όμως ότι πρέπει να ελεγχθεί πώς εφαρμόζεται. Συναφώς, παρατηρεί ότι τα τελευταία αριθμητικά στοιχεία που κοινοποίησε η κυβέρνηση αυτή για το έτος 2003 αποκαλύπτουν μείωση του αριθμού των καταδικαστικών αποφάσεων.

67     Η Γαλλική Κυβέρνηση διατείνεται ότι, από το 1991, ο αριθμός των διωκομένων παραβάσεων και η σοβαρότητα των επιβαλλομένων κυρώσεων βρίσκονται σε σταθερή αύξηση. Υπογραμμίζει όμως ότι μια στατιστική απλώς εξέταση του αριθμού των διωκομένων παραβάσεων δεν αρκεί για να μπορέσει να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα ενός καθεστώτος ελέγχου, κατά το μέτρο που στηρίζεται στην αναπόδεικτη προϋπόθεση ότι ο αριθμός των παραβάσεων παραμένει σταθερός.

68     Η Γαλλική Κυβέρνηση αναφέρει μια εγκύκλιο την οποία απηύθυνε, στις 16 Οκτωβρίου 2002, ο Υπουργός Δικαιοσύνης στους εισαγγελείς των Cours d’appel της Rennes, του Poitiers, του Bordeaux και του Pau, με την οποία τους καλεί να διώκουν συστηματικά τις παραβάσεις και να προτείνουν αποτρεπτικές ποινές προστίμου. Αναγνωρίζει πάντως ότι η εγκύκλιος αυτή δεν επέφερε πλήρη αποτελέσματα το 2002 ούτε το 2003 λόγω του νόμου 2002-1062, με τον οποίο αμνηστεύθηκαν οι παραβάσεις που είχαν διαπραχθεί πριν από τις 17 Μαΐου 2002, για τις οποίες τα πρόστιμα δεν υπερέβαιναν τα 750 ευρώ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

69     Η υποχρέωση των κρατών μελών να μεριμνούν ώστε οι παραβάσεις της κοινοτικής ρυθμίσεως να επισύρουν κυρώσεις έχουσες χαρακτήρα αποτελεσματικό, ανάλογο προς τη βαρύτητα της παραβάσεως και αποτρεπτικό είναι ουσιώδους σημασίας στον τομέα της αλιείας. Πράγματι, αν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους παρέλειπαν κατά σύστημα να διώκουν τους υπευθύνους για τέτοιες παραβάσεις, θα διακυβεύονταν τόσο η διατήρηση και η διαχείριση των αλιευτικών πόρων όσο και η ομοιόμορφη εφαρμογή της κοινής πολιτικής αλιείας (βλ., όσον αφορά τη μη τήρηση του καθεστώτος ποσοστώσεων για τις αλιευτικές περιόδους 1991 έως 1992, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C-52/95, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1995, σ. I‑4443, σκέψη 35).

70     Όσον αφορά, στην παρούσα υπόθεση, την κατάσταση που ίσχυε κατά τη λήξη της προθεσμίας που όριζε η συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Ιουνίου 2000, αρκεί να υπομνησθούν οι διαπιστώσεις που έγιναν στις σκέψεις 49 έως 52 της παρούσας αποφάσεως. Άπαξ αποδεικνύεται ότι παραβάσεις, που μπορούσαν να διαπιστωθούν από τις εθνικές αρχές, δεν επισημάνθηκαν και ότι δεν συνετάγησαν εκθέσεις σε βάρος των παραβατών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εν λόγω αρχές παρέβησαν την υποχρέωση ασκήσεως διώξεως που τους επιβάλλει η κοινοτική ρύθμιση (βλ., στην κατεύθυνση αυτή, προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 24).

71     Ως προς την κατάσταση που ίσχυε κατά τον χρόνο εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, παραπέμπεται στις διαπιστώσεις των σκέψεων 54 έως 61 της παρούσας αποφάσεως ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται σοβαρές ελλείψεις κατά τους ελέγχους. Έναντι των διαπιστώσεων αυτών, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής η αύξηση του αριθμού των διωχθεισών παραβάσεων, την οποία επικαλείται η Γαλλική Κυβέρνηση. Όπως πράγματι επισήμανε η ίδια κυβέρνηση, μια στατιστική απλώς εξέταση του αριθμού των διωκομένων παραβάσεων δεν αρκεί για να δώσει ακριβή εικόνα της αποτελεσματικότητας ενός καθεστώτος ελέγχου.

72     Επί πλέον, όπως επισήμανε η Επιτροπή, από τα στοιχεία που παρέσχε η Γαλλική Κυβέρνηση προκύπτει ότι δεν εδιώχθησαν όλες οι διαπιστωθείσες παραβάσεις. Προκύπτει επίσης ότι, από όσες παραβάσεις εδιώχθησαν, δεν επέσυραν όλες αποτρεπτικές κυρώσεις. Έτσι, το γεγονός ότι πολλές αλιευτικές παραβάσεις υπήχθησαν στον νόμο 2002-1062 πιστοποιεί ότι, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις επιβλήθηκαν πρόστιμα κατώτερα των 750 ευρώ.

73      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, υπό το πρίσμα των εμπεριστατωμένων στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή, οι πληροφορίες που παρέσχε η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αρκούν για ν’ αποδείξουν ότι τα μέτρα τα οποία εφάρμοσε για τη δίωξη των παραβάσεων των κανονισμών περί αλιείας εμφανίζουν τον αποτελεσματικό, ανάλογο προς τη βαρύτητα της παραβάσεως και αποτρεπτικό χαρακτήρα που απαιτείται προς τήρηση της υποχρεώσεώς της να εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού καθεστώτος διατηρήσεως και διαχειρίσεως των αλιευτικών πόρων (βλ. σκέψεις 37 και 38 της παρούσας αποφάσεως).

74      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, τόσο κατά τη λήξη της προθεσμίας που όριζε η συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Ιουνίου 2000, όσο και κατά τον χρόνο εξετάσεως από το Δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών που του υποβλήθηκαν, η Γαλλική Δημοκρατία, μη εξασφαλίζοντας τη δίωξη των παραβάσεων της κανονιστικής ρυθμίσεως σύμφωνα με τις επιταγές των κοινοτικών διατάξεων, δεν είχε λάβει όλα τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας, παραβαίνοντας έτσι τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 228 ΕΚ.

 Επί των χρηματικών κυρώσεων λόγω της παραβάσεως

75     Ως κύρωση για τη μη εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας, η Επιτροπή πρότεινε στο Δικαστήριο να επιβάλει στη Γαλλική Δημοκρατία ημερήσια χρηματική ποινή από της δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως και μέχρι παύσεως της παραβάσεως. Εν όψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της διαπιστουμένης παραβάσεως, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω αν ενδέχεται να αποτελεί πρόσφορο μέτρο η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού.

 Επί της δυνατότητας σωρεύσεως χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού

 Επιχειρήματα των διαδίκων και υποβληθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις

76     Κληθείσες να λάβουν θέση επί του ερωτήματος αν, στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, το Δικαστήριο μπορεί, όταν διαπιστώνει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί με την απόφασή του, να του επιβάλει ταυτόχρονα την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού και χρηματικής ποινής, η Επιτροπή, η Δανική, η Ολλανδική, η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου απάντησαν καταφατικά.

77     Η επιχειρηματολογία τους στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στο ότι τα δύο αυτά μέτρα είναι συμπληρωματικά, διότι καθένα τους επιδιώκει αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Συνδυασμός των μέτρων αυτών πρέπει να θεωρείται ως ένα και το αυτό μέσο προς επίτευξη του σκοπού του άρθρου 228 ΕΚ, που είναι όχι μόνον να παρακινεί το οικείο κράτος μέλος να συμμορφώνεται προς την αρχική απόφαση, αλλά και να μειώνει –υπό γενικότερο πρίσμα– τις πιθανότητες νέας διαπράξεως αναλόγων παραβάσεων.

78     Η Γαλλική, η Βελγική, η Τσεχική, η Γερμανική, η Ελληνική, η Ισπανική, η Ιρλανδική, η Ιταλική, η Κυπριακή, η Ουγγρική, η Αυστριακή, η Πολωνική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστήριξαν την αντίθετη άποψη.

79      Στηρίζονται στη διατύπωση του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ και στη χρήση του συνδέσμου «ή», στον οποίο αποδίδουν διαζευκτική έννοια, καθώς και στον σκοπό της διατάξεως αυτής. Ο σκοπός αυτός δεν είναι τιμωρητικός, διότι το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ δεν επιδιώκει την τιμωρία του παραβαίνοντος κράτους μέλους, αλλ’ επιδιώκει απλώς να το παρακινήσει να εκτελέσει μια απόφαση διαπιστώσεως παραβάσεως. Η διάκριση μεταξύ διαφορετικών περιόδων παραβάσεως είναι αδύνατη, μόνον η συνολική περίοδος της παραβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Η σώρευση χρηματικών κυρώσεων αντιβαίνει προς την αρχή που απαγορεύει μία και η αυτή συμπεριφορά να επισύρει διπλή ποινή. Περαιτέρω, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει θεσπίσει κατευθυντήριες γραμμές για το τι κριτήρια εφαρμόζονται κατά τον υπολογισμό κατ’ αποκοπήν ποσού, η επιβολή ενός τέτοιου ποσού από το Δικαστήριο θα προσέκρουε στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας. Θα προσέβαλλε επίσης την ισότητα μεταχείρισης μεταξύ των κρατών μελών, εφόσον η επιβολή τέτοιου μέτρου δεν αντιμετωπίστηκε στις αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, C‑387/97, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 2000, σ. I-5047), και της 25ης Νοεμβρίου 2003, C‑278/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2003, σ. I‑14141).

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

80     Η διαδικασία του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ σκοπό έχει να παρακινεί το παραβαίνον κράτος μέλος να εκτελέσει απόφαση διαπιστώσεως παραβάσεως και, ως εκ τούτου, να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Τα προβλεπόμενα από τη διάταξη αυτή μέτρα, ήτοι το κατ’ αποκοπήν ποσό και η χρηματική ποινή, επιδιώκουν αμφότερα τον ίδιο αυτό σκοπό.

81     Η επιλογή του ενός ή του άλλου από τα δύο αυτά μέτρα εξαρτάται από την καταλληλότητά του προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού ανάλογα με τις περιστάσεις της υποθέσεως. Ενώ η επιβολή χρηματικής ποινής φαίνεται ιδιαίτερα κατάλληλη για να παρακινήσει ένα κράτος μέλος να παύσει, το ταχύτερο δυνατόν, παράβαση που, χωρίς το μέτρο αυτό, θα κινδύνευε να διαιωνισθεί, η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού στηρίζεται περισσότερο στην αποτίμηση των συνεπειών της μη εκτελέσεως των υποχρεώσεων του οικείου κράτους μέλους επί των ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων, ιδίως όταν η παράβαση έχει συνεχιστεί επί μακρό χρονικό διάστημα αφότου εκδόθηκε η απόφαση που τη διαπίστωνε αρχικά.

82     Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν αποκλείεται η προσφυγή σε αμφότερες τις μορφές κυρώσεων του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, ιδίως όταν η παράβαση και έχει διαρκέσει επί μακρόν και κινδυνεύει να διαιωνισθεί.

83     Την ερμηνεία αυτή δεν αντιστρατεύεται η χρήση, στο άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ, του συνδέσμου «ή» που ενώνει τις χρηματικές κυρώσεις που ενδέχεται να επιβληθούν. Όπως υποστήριξαν η Επιτροπή, η Δανική, η Ολλανδική, η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ο σύνδεσμος αυτός μπορεί, από γλωσσική άποψη, να έχει είτε εναλλακτική είτε σωρευτική έννοια, και πρέπει, επομένως, να ερμηνεύεται στην αλληλουχία εντός της οποίας χρησιμοποιείται. Υπό το πρίσμα του σκοπού του άρθρου 228 ΕΚ, η χρήση του συνδέσμου «ή» στην παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής πρέπει να γίνει νοητή με τη σωρευτική έννοια.

84     Η αντίρρηση –την οποία προέβαλαν ιδίως η Γερμανική, η Ελληνική, η Ουγγρική, η Αυστριακή και η Πολωνική Κυβέρνηση– ότι η σωρευτική επιβολή χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού, λαμβάνοντας δύο φορές υπόψη την ίδια περίοδο παραβάσεως, αντιβαίνει προς την αρχή non bis in idem, πρέπει επίσης να αποκρουσθεί. Πράγματι, εφόσον κάθε κύρωση έχει τη δική της λειτουργία, πρέπει να ορίζεται κατά τρόπον ώστε να την εκπληρώνει. Επομένως, σε περίπτωση που επιβάλλεται ταυτόχρονα η καταβολή χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού, η διάρκεια της παραβάσεως λαμβάνεται υπόψη ως ένα κριτήριο μεταξύ άλλων για να καθοριστεί ο κατάλληλος βαθμός εξαναγκασμού και αποτροπής.

85     Ούτε το επιχείρημα –το οποίο προέβαλε ιδίως η Βελγική Κυβέρνηση– ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει ορίσει κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό κατ’ αποκοπήν ποσού, η επιβολή τέτοιου ποσού από το Δικαστήριο θα προσέκρουε στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας μπορεί να γίνει δεκτό. Τέτοιες κατευθυντήριες γραμμές ναι μεν συμβάλλουν στην εγγύηση της διαφάνειας, του προβλέψιμου και της ασφάλειας δικαίου κατά τη δράση της Επιτροπής (βλ., ως προς τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής, προαναφερθείσα απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψη 87), γεγονός όμως παραμένει ότι η άσκηση της εξουσίας την οποία απονέμει στο Δικαστήριο το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ δεν προϋποθέτει τη θέσπιση από την Επιτροπή τέτοιων κανόνων, οι οποίοι, ούτως ή άλλως, δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο (προαναφερθείσες αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψη 89, και της 25ης Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 41).

86     Ως προς την αντίρρηση της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι η σωρευτική επιβολή χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού στην παρούσα υπόθεση θα προσέβαλλε την ισότητα μεταχείρισης, εφόσον δεν αντιμετωπίστηκε στις προαναφερθείσες αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Επιτροπή κατά Ελλάδος, και της 25ης Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ισπανίας, επισημαίνεται ότι στο Δικαστήριο εναπόκειται, σε κάθε υπόθεση, να εκτιμά, υπό το πρίσμα των προκειμένων περιστάσεων, τι χρηματικές κυρώσεις θα επιβάλει. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι σε υποθέσεις που δικάστηκαν προγενεστέρως δεν επιβλήθηκαν μέτρα σωρευτικά δεν εμποδίζει αφ’ εαυτού να επιβληθούν τέτοια μέτρα σωρευτικά σε μεταγενέστερη υπόθεση, αν η σώρευση αυτή παρίσταται πρόσφορη υπό το πρίσμα της φύσεως, της σοβαρότητας και της διάρκειας της διαπιστωθείσας παραβάσεως.

 Επί της εξουσίας εκτιμήσεως του Δικαστηρίου ως προς τις δυνάμενες να επιβληθούν χρηματικές κυρώσεις

 Επιχειρήματα των διαδίκων και υποβληθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις

87     Ως προς το ζήτημα αν το Δικαστήριο μπορεί ενδεχομένως να αποστεί από τις προτάσεις της Επιτροπής και να υποχρεώσει κράτος μέλος να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό, ενώ η Επιτροπή δεν έχει προτείνει κάτι τέτοιο, η Επιτροπή, η Τσεχική, η Ουγγρική και η Φινλανδική Κυβέρνηση απάντησαν καταφατικά. Κατ’ αυτές, το Δικαστήριο διαθέτει εν προκειμένω διακριτική εξουσία που περιλαμβάνει και τον προσδιορισμό της κυρώσεως την οποία θεωρεί προσφορότερη, ασχέτως των σχετικών προτάσεων της Επιτροπής.

88     Η Γαλλική, η Βελγική, η Δανική, η Γερμανική, η Ελληνική, η Ισπανική, η Ιρλανδική, η Ιταλική, η Ολλανδική, η Αυστριακή, η Πολωνική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση έχουν αντίθετη άποψη. Συναφώς προβάλλουν επιχειρήματα ουσιαστικά και επιχειρήματα δικονομικά. Επί της ουσίας, υποστηρίζουν ότι άσκηση από το Δικαστήριο τέτοιας διακριτικής εξουσίας θα προσέβαλλε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, του προβλέψιμου, της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης. Η Γερμανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι το Δικαστήριο, ούτως ή άλλως, δεν διαθέτει την απαιτούμενη πολιτική νομιμοποίηση προς άσκηση τέτοιας εξουσίας σε έναν τομέα στον οποίο οι εκτιμήσεις πολιτικής σκοπιμότητας κατέχουν σημαντική βαρύτητα. Ως προς τη διαδικασία, οι παραπάνω κυβερνήσεις τονίζουν ότι μια τόσο εκτεταμένη εξουσία δεν συμβιβάζεται με την κοινή σε όλα τα κράτη μέλη γενική αρχή της πολιτικής δικονομίας ότι ο δικαστής δεν μπορεί να βαίνει πέραν των αιτημάτων των διαδίκων και εμμένουν στην αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, που επιτρέπει στο οικείο κράτος μέλος να ασκήσει τα δικαιώματά του άμυνας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

89     Ως προς τα επιχειρήματα που αντλούνται από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, του προβλέψιμου, της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, παραπέμπεται στην εκτίμηση που διατυπώνεται στις σκέψεις 85 και 86 της παρούσας αποφάσεως.

90     Ως προς το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι το Δικαστήριο στερείται πολιτικής νομιμοποιήσεως για να επιβάλει χρηματική κύρωση μη αιτηθείσα από την Επιτροπή, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων σταδίων τα οποία περιλαμβάνει η διαδικασία του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ. Άπαξ η Επιτροπή ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια ως προς την κίνηση διαδικασίας κατά παραβάσεως (βλ. ιδίως, σχετικά με το άρθρο 226 ΕΚ, αποφάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑74/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2003, σ. I-9877, σκέψη 17, και της 21ης Οκτωβρίου 2004, C-477/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 11), το ζήτημα αν το οικείο κράτος μέλος εξετέλεσε ή όχι προγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου υποβάλλεται σε ένδικη διαδικασία, στην οποία οι πολιτικές θεωρήσεις δεν ασκούν επιρροή. Το Δικαστήριο εκτιμά κατά πόσον η υφιστάμενη εντός του καθού κράτους μέλους κατάσταση είναι ή όχι σύμφωνη με την αρχική του απόφαση, ενδεχομένως δε εκτιμά τη σοβαρότητα συνεχιζομένης παραβάσεως, στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής του λειτουργίας. Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 24 των προτάσεών του της 18ης Νοεμβρίου 2004, η σκοπιμότητα επιβολής χρηματικής κυρώσεως και η επιλογή της πλέον αρμόζουσας στις περιστάσεις κυρώσεως εκτιμώνται με μοναδικό γνώμονα τις διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο στην απόφαση που θα εκδώσει βάσει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ και άρα εκφεύγει της πολιτικής σφαίρας.

91     Το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο, αφιστάμενο ή βαίνοντας πέραν των προτάσεων της Επιτροπής, προσβάλλει τη γενική αρχή της πολιτικής δικονομίας που απαγορεύει στον δικαστή να βαίνει πέραν των αιτημάτων των διαδίκων είναι επίσης αστήρικτο. Πράγματι, η διαδικασία του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ είναι ειδική ένδικη διαδικασία, προσιδιάζουσα στο κοινοτικό δίκαιο, που δεν μπορεί να εξομοιωθεί με διαδικασία της πολιτικής δικονομίας. Η επιβολή χρηματικής ποινής και/ή κατ’ αποκοπήν ποσού δεν γίνεται για ν’ αποκαταστήσει ζημία προξενηθείσα από το οικείο κράτος μέλος, αλλά για να του ασκήσει οικονομική πίεση ώστε να παύσει τη διαπιστωθείσα παράβαση. Οι επιβαλλόμενες χρηματικές κυρώσεις πρέπει, επομένως, να είναι ανάλογες με τον βαθμό πιέσεως που απαιτείται για να μεταβάλει το καθού κράτος μέλος τη συμπεριφορά του.

92      Σχετικά με τα δικαιώματα άμυνας των οποίων πρέπει να απολαύει το οικείο κράτος μέλος, επί των οποίων ενέμειναν η Γαλλική, η Βελγική, η Ολλανδική, η Αυστριακή και η Φινλανδική Κυβέρνηση, επισημαίνεται, –όπως είπε και ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 11 των προτάσεών του της 18ης Νοεμβρίου 2004– ότι η διαδικασία του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ πρέπει να θεωρείται ως ειδική ένδικη διαδικασία εκτελέσεως των αποφάσεων, με άλλα λόγια ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως. Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εκτιμηθούν και οι δικονομικές εγγυήσεις τις οποίες πρέπει να διαθέτει το καθού κράτος μέλος.

93     Επομένως, άπαξ διαπιστωθεί η συνέχιση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, τα δικαιώματα άμυνας που πρέπει να αναγνωρίζονται στο παραβαίνον κράτος μέλος όσον αφορά τις προβλεπόμενες χρηματικές κυρώσεις πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον επιδιωκόμενο σκοπό, που είναι η εξασφάλιση και εγγύηση της αποκαταστάσεως της νομιμότητας.

94     Εν προκειμένω, σχετικά με την απόδειξη συμπεριφοράς δυναμένης να επισύρει χρηματικές κυρώσεις, δόθηκε στη Γαλλική Δημοκρατία η δυνατότητα να αμυνθεί καθ’ όλη την προδικασία, που διήρκεσε εννέα σχεδόν μήνες και κατέληξε σε δύο αιτιολογημένες γνώμες, στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας και της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Μαρτίου 2004 στην παρούσα υπόθεση. Η εξέταση αυτή των πραγματικών περιστατικών οδήγησε το Δικαστήριο στη διαπίστωση ότι η Γαλλική Δημοκρατία εξακολουθούσε να παραβαίνει τις υποχρεώσεις της (βλ. σκέψη 74 της παρούσας αποφάσεως).

95     Η Επιτροπή που, με τις δύο αιτιολογημένες γνώμες, είχε επιστήσει την προσοχή της Γαλλικής Δημοκρατίας στον κίνδυνο να επισύρει χρηματικές κυρώσεις (βλ. σκέψεις 15 και 18 της παρούσας αποφάσεως) εξέθεσε στο Δικαστήριο κριτήρια (βλ. σκέψη 98 της παρούσας αποφάσεως) δυνάμενα να ληφθούν υπόψη κατά την επιμέτρηση χρηματικών κυρώσεων εχουσών ως σκοπό να ασκήσουν στη Γαλλική Δημοκρατία επαρκή οικονομική πίεση για να την αναγκάσουν να θέσει, το ταχύτερο δυνατόν, τέρμα στην παράβασή της, καθώς και την αποδιδόμενη στα κριτήρια αυτά στάθμιση. Η Γαλλική Δημοκρατία έλαβε θέση επ’ αυτών κατά την έγγραφη διαδικασία και την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Μαρτίου 2004.

96     Με διάταξη της 16ης Ιουνίου 2004, το Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να λάβουν θέση επί του ζητήματος αν, σε περίπτωση που το Δικαστήριο θα διαπίστωνε ότι κράτος μέλος δεν έλαβε τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση προηγουμένης αποφάσεως και που η Επιτροπή ζητούσε από το Δικαστήριο να υποχρεώσει το κράτος αυτό να καταβάλει χρηματική ποινή, το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει στο οικείο κράτος μέλος να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό ή αν μπορεί να του επιβάλει να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό και χρηματική ποινή. Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Οκτωβρίου 2004.

97     Επομένως, δόθηκε στη Γαλλική Δημοκρατία η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της εφ’ όλων των νομικών και πραγματικών στοιχείων που ήσαν αναγκαία για να κριθεί η εξακολούθηση και η σοβαρότητα της παραβάσεως που της προσάπτεται, καθώς και τα μέτρα που μπορούσαν να οριστούν για την παύση της. Βάσει των στοιχείων αυτών, που συζητήθηκαν κατ’ αντιμωλίαν, εναπόκειται στο Δικαστήριο να προσδιορίσει, ανάλογα με τον βαθμό εξαναγκασμού και αποτροπής που κρίνει απαραίτητο, τις κατάλληλες χρηματικές κυρώσεις για να εξασφαλίσει την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας, και να προλάβει την επανάληψη αναλόγων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου.

 Επί των καταλλήλων χρηματικών κυρώσεων

 Επί της επιβολής χρηματικής ποινής

98     Η Επιτροπή, στηριζόμενη στη μέθοδο υπολογισμού που όρισε με την ανακοίνωσή της 97/C 63/02, της 28ης Φεβρουαρίου 1997, περί της μεθόδου υπολογισμού της χρηματικής ποινής που προβλέπεται από το άρθρο [228] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ C 63, σ. 2), πρότεινε στο Δικαστήριο να επιβάλει στη Γαλλική Δημοκρατία χρηματική ποινή 316 500 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως ως κύρωση για τη μη εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας, από της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της αποφάσεως στην παρούσα υπόθεση και μέχρις ότου εκτελεσθεί η προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας.

99     Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιβολή χρηματικής ποινής είναι το καταλληλότερο μέσο για να τεθεί τέρμα, το ταχύτερο δυνατόν, στη διαπιστωθείσα παράβαση και ότι, υπό τις παρούσες περιστάσεις, χρηματική ποινή 316 500 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, ενώ λαμβάνει ταυτόχρονα υπόψη την ανάγκη να καταστεί η κύρωση αποτελεσματική. Για τον υπολογισμό του ποσού αυτού, πολλαπλασιάζεται μια ενιαία βάση 500 ευρώ επί συντελεστή 10 (με κλίμακα από 1 έως 20) για τη σοβαρότητα της παραβάσεως, επί συντελεστή 3 (με κλίμακα από 1 έως 3) για τη διάρκεια της παραβάσεως και επί συντελεστή 21,1 (που στηρίζεται στο ακαθάριστο εγχώριο εισόδημα του καθού κράτους μέλους και στη στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης), που λογίζεται ότι αντανακλά την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους.

100   Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κυρίως μεν, ότι δεν συντρέχει λόγος να απαγγελθεί χρηματική ποινή, εφόσον έχει παύσει την παράβαση, επικουρικώς δε, ότι το προτεινόμενο ύψος χρηματικής ποινής είναι δυσανάλογο.

101   Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, επισημαίνει ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, Επιτροπή κατά Ελλάδος, η Επιτροπή είχε προτείνει συντελεστή 6, ενώ η παράβαση απειλούσε τη δημόσια υγεία και κανένα μέτρο δεν είχε ληφθεί προς εκτέλεση της προηγουμένης αποφάσεως, δύο στοιχεία που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Επομένως, ο συντελεστής 10, τον οποίο προτείνει στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή, δεν είναι αποδεκτός.

102   Η Γαλλική Κυβέρνηση διατείνεται επίσης ότι τα μέτρα που απαιτούντο προς εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας, δεν μπορούσαν να παραγάγουν άμεσα αποτελέσματα. Ως εκ του χρόνου που μεσολαβεί αναπόφευκτα αφότου θεσπιστούν τα μέτρα και έως ότου καταστεί αισθητή η επίπτωσή τους, το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη ολόκληρο το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη δημοσίευση της πρώτης μέχρι τη δημοσίευση της εκδοθησομένης αποφάσεως.

103   Συναφώς, ναι μεν είναι σαφές ότι η χρηματική ποινή μπορεί να παρακινήσει το παραβαίνον κράτος μέλος να θέσει τέρμα το ταχύτερο δυνατόν στην αναγνωρισθείσα παράβαση (προαναφερθείσα απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 42), υπενθυμίζεται όμως ότι οι προτάσεις της Επιτροπής δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, αλλ’ αποτελούν χρήσιμη βάση αναφοράς (προαναφερθείσα απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψη 89). Στο Δικαστήριο εναπόκειται, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεώς του, να καθορίζει το ύψος της χρηματικής ποινής κατά τρόπον ώστε να είναι αφενός μεν πρόσφορο για τις περιστάσεις, αφετέρου δε ανάλογο προς την αναγνωρισθείσα παράβαση και την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους (βλ. σχετικώς προαναφερθείσες αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψη 90, και της 25ης Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 41).

104   Υπ’ αυτό το πρίσμα και όπως πρότεινε η Επιτροπή με την ανακοίνωσή της τής 28ης Φεβρουαρίου 1997, τα βασικά κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να εξασφαλίζεται ο χαρακτήρας της χρηματικής ποινής ως μέτρου εξαναγκασμού, με σκοπό την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, είναι, κατ’ αρχήν, η διάρκεια της παραβάσεως, η σοβαρότητά της και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδίως οι συνέπειες που έχει η παράλειψη εκτελέσεως επί των ιδιωτικών και δημόσιων συμφερόντων και το επείγον του εξαναγκασμού του οικείου κράτους μέλους σε συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις του (προαναφερθείσα απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψη 92).

105   Ως προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως και, ειδικότερα, τις συνέπειες που έχει η παράλειψη εκτελέσεως επί των ιδιωτικών και δημόσιων συμφερόντων, υπενθυμίζεται ότι ένα από τα κεντρικά στοιχεία της κοινής αλιευτικής πολιτικής έγκειται στην ορθολογική και υπεύθυνη εκμετάλλευση των θαλασσίων πόρων σε διηνεκή βάση, υπό πρόσφορες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες,, , . Στο πλαίσιο αυτό, η προστασία των νεαρών οργανισμών αποβαίνει καθοριστική για την αναπλήρωση των αποθεμάτων. Επομένως, η μη τήρηση των προβλεπομένων από την κοινή πολιτική τεχνικών μέτρων διατηρήσεως, και ιδίως των επιταγών τηρήσεως της ελαχίστης διαστάσεως των ψαριών, συνιστά σοβαρή απειλή για τη διατήρηση ορισμένων ειδών και ορισμένων αλιευτικών τόπων και θέτει σε κίνδυνο την επιδίωξη του βασικού σκοπού της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

106   Τα θεσπισθέντα από τις γαλλικές αρχές διοικητικά μέτρα, εφόσον δεν εφαρμόστηκαν αποτελεσματικά, δεν είναι ικανά να μειώσουν τη σοβαρότητα της αναγνωρισθείσας παραβάσεως.

107   Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, ο συντελεστής 10 (με κλίμακα από 1 έως 20) αντανακλά πρόσφορα τον βαθμό σοβαρότητας της παραβάσεως.

108   Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι είναι σημαντική, ακόμη και αν ως αφετηρία ληφθεί η ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι η ημερομηνία απαγγελίας της προαναφερθείσας αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας (βλ. σχετικώς προαναφερθείσα απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψη 98). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο προτεινόμενος από την Επιτροπή συντελεστής 3 (με κλίμακα από 1 έως 3) κρίνεται πρόσφορος.

109   Η πρόταση της Επιτροπής να πολλαπλασιασθεί το βασικό ποσό με συντελεστή 21,1, που στηρίζεται στο ακαθάριστο εγχώριο εισόδημα της Γαλλικής Δημοκρατίας και στον αριθμό ψήφων που διαθέτει στο Συμβούλιο, αντανακλά με πρόσφορο τρόπο την ικανότητα πληρωμής του κράτους μέλους αυτού, ενώ διατηρεί ταυτόχρονα εύλογη διαφορά μεταξύ των κρατών μελών (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψη 88, και της 25ης Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 59).

110   Ο πολλαπλασιασμός του βασικού ποσού των 500 ευρώ επί τους συντελεστές 21,1 (για την ικανότητα πληρωμής), 10 (για τη σοβαρότητα της παραβάσεως), και 3 (για τη διάρκεια της παραβάσεως) παράγει ποσό 316 500 ευρώ ανά ημέρα.

111   Όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα καταβολής της χρηματικής ποινής, πρέπει πάντως να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι γαλλικές αρχές θέσπισαν διοικητικά μέτρα που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως πλαίσιο για την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται προς εκτέλεση της προαναφερθείσας αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας. Ωστόσο, οι αναγκαίες προσαρμογές έναντι της προηγουμένης πρακτικής δεν μπορούσαν να επέλθουν αυτοστιγμεί, ούτε μπορούσε να γίνει αμέσως αισθητή η επίπτωσή τους. Επομένως, η ενδεχόμενη διαπίστωση της παύσεως της παραβάσεως μπορούσε να γίνει μόνο μετά την πάροδο διαστήματος που να επιτρέπει τη συνολική εκτίμηση των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων.

112   Κατόπιν των ανωτέρω, η χρηματική ποινή δεν πρέπει να επιβληθεί σε ημερήσια, αλλά σε εξαμηνιαία βάση.

113   Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να υποχρεωθεί η Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλλει στην Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», χρηματική ποινή ύψους 182,5 x 316 500 ευρώ, ήτοι 57 761 250 ευρώ, ανά εξάμηνο από της δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως, εφόσον κατά τη λήξη του η προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας, δεν έχει πλήρως εκτελεσθεί.

 Επί της επιβολής κατ’ αποκοπήν ποσού

114   Σε μια κατάσταση όπως η επίδικη, δεδομένου ότι η παράβαση συνεχίστηκε επί μακρό χρόνο μετά την απόφαση που τη διαπίστωσε αρχικά και εν όψει των εμπλεκομένων δημοσίων και ιδιωτικών συμφερόντων, επιβάλλεται η πληρωμή κατ’ αποκοπήν ποσού (βλ. σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως).

115   Κατά δικαία κρίση των ειδικών περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως, το κατ’ αποκοπήν ποσό που οφείλει να καταβάλει η Γαλλική Δημοκρατία ορίζεται σε 20 000 000 ευρώ.

116   Επομένως, η Γαλλική Δημοκρατία πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», κατ’ αποκοπήν ποσό 20 000 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

117   Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικασθεί η Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα, αυτή δε ηττήθηκε, επιβάλλεται να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Η Γαλλική Δημοκρατία,

–       μη εξασφαλίζοντας έλεγχο των αλιευτικών δραστηριοτήτων σύμφωνα με τις επιταγές των κοινοτικών διατάξεων, και

–       μη εξασφαλίζοντας τη δίωξη των παραβάσεων της ρυθμίσεως περί αλιευτικών δραστηριοτήτων σύμφωνα με τις επιταγές των κοινοτικών διατάξεων,

δεν εφάρμοσε όλα τα μέτρα τα οποία συνεπαγόταν η εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, C-64/88, Επιτροπή κατά Γαλλίας, και, ως εκ τούτου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 228 ΕΚ.

2)      Υποχρεώνει τη Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», χρηματική ποινή ύψους 57 761 250 ευρώ, ανά εξάμηνο από της δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως, εφόσον, λήγοντος του εκάστοτε εξαμήνου, η προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας, δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί πλήρως.

3)      Υποχρεώνει τη Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», κατ’ αποκοπήν ποσό 20 000 000 ευρώ.

4)      Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.