Υπόθεση C-280/02

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 91/271/ΕΟΚ – Επεξεργασία των αστικών λυμάτων – Άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, και παράρτημα II – Παράλειψη προσδιορισμού των ευαίσθητων περιοχών – Έννοια του “ευτροφισμού” – Παράλειψη εφαρμογής μιας αυστηρότερης επεξεργασίας των απορρίψεων στις ευαίσθητες περιοχές»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Περιβάλλον – Επεξεργασία των αστικών λυμάτων – Οδηγία 91/271 – Προσδιορισμός των ευαίσθητων από πλευράς ευτροφισμού περιοχών – Ευτροφισμός – Έννοια

(Οδηγία 91/271 του Συμβουλίου, άρθρα 2, σημείο 11, και 5 § 1)

2.        Περιβάλλον – Επεξεργασία των αστικών λυμάτων – Οδηγία 91/271 – Επιβολή αυστηρότερων όρων για την επεξεργασία των απορρίψεων αστικών λυμάτων προερχομένων από μεγάλους οικισμούς – Συνέπειες

(Οδηγία 91/271 του Συμβουλίου, άρθρο 5 §§ 2 και 3, και παραρτήματα I, B, σημείο 3, και II, A, α΄, εδ. 2)

1.        Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/271, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προσδιορίζουν τις περιοχές για τις οποίες η απόρριψη των αστικών λυμάτων συμβάλλει σημαντικά στον ευτροφισμό ή στον κίνδυνο ευτροφισμού.

Η έννοια του ευτροφισμού του άρθρου 2, σημείο 11, της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του σκοπού της, ο οποίος βαίνει πέραν της απλής προστασίας των υδάτινων οικοσυστημάτων και τείνει προς την προστασία του ανθρώπου, της πανίδας, της χλωρίδας, του εδάφους, των υδάτων, του αέρα και των τοπίων από κάθε σημαντική αρνητική συνέπεια της ταχύτερης αναπτύξεως φυκών και ανωτέρων μορφών φυτικής ζωής λόγω της απορρίψεως αστικών λυμάτων.

Για να υφίσταται ευτροφισμός, υπό την έννοια της οδηγίας αυτής, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, αφενός, μεταξύ του εμπλουτισμού με θρεπτικές ουσίες και της ταχύτερης αναπτύξεως των φυκών και των ανωτέρων μορφών φυτικής ζωής και, αφετέρου, μεταξύ αυτής της ταχύτερης αναπτύξεως και της ανεπιθύμητης διαταραχής της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στα ύδατα και της υποβαθμίσεως της ποιότητας αυτών. Αποτελούν ανεπιθύμητη διαταραχή της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στα ύδατα, μεταξύ άλλων, οι αλλαγές ειδών μαζί με απώλεια της βιοποικιλότητας του οικοσυστήματος, οι οχλήσεις που οφείλονται στον πολλαπλασιασμό των περιστασιακώς αναπτυσσομένων μακροφυκών και η έντονη ανάπτυξη τοξικού ή επιβλαβούς φυτοπλαγκτού. Ως προς την υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων, το κριτήριο αυτό αφορά όχι μόνον τις υποβαθμίσεις της ποιότητας των υδάτων οι οποίες έχουν ολέθρια αποτελέσματα επί των οικοσυστημάτων, αλλά και την υποβάθμιση του χρώματος, της όψεως, της γεύσεως ή της οσμής των υδάτων ή κάθε άλλη μεταβολή που εμποδίζει ή περιορίζει τις χρήσεις του ύδατος.

(βλ. σκέψεις 16, 19, 23-25)

2.        Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 5, παράγραφος 3, και του παραρτήματος I, B, σημείο 3, της οδηγίας 91/271, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων, η επεξεργασία του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής είναι αυστηρότερη της περιγραφόμενης στο άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας και αφορά τα αστικά λύματα που διοχετεύονται σε αποχετευτικά δίκτυα και προέρχονται από οικισμούς με «ισοδύναμο πληθυσμού» (ι.π.) άνω των 10 000. Η εν λόγω επεξεργασία συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις απορρίψεις σε ευαίσθητες από πλευράς ευτροφισμού περιοχές, την τήρηση των επιταγών του πίνακα 2 του ίδιου παραρτήματος, υπό την επιφύλαξη πάντως του παραρτήματος II, A, στοιχείο α΄, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, που προβλέπουν ότι, όσον αφορά τους μεγάλους οικισμούς, η επεξεργασία πρέπει να περιλαμβάνει την αφαίρεση του φωσφόρου και/ή του αζώτου, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι η αφαίρεση δεν θα επηρεάσει το επίπεδο ευτροφισμού.

(βλ. σκέψεις 104-105)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 23ης Σεπτεμβρίου 2004 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 91/271/ΕΟΚ – Επεξεργασία των αστικών λυμάτων – Άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, και παράρτημα II – Παράλειψη προσδιορισμού των ευαίσθητων περιοχών – Έννοια του “ευτροφισμού” – Παράλειψη εφαρμογής μιας αυστηρότερης επεξεργασίας των απορρίψεων στις ευαίσθητες περιοχές»

Στην υπόθεση C-280/02,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως,

ασκηθείσα στις 30 Ιουλίου 2002,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον M. Nolin, στη συνέχεια δε από τον G. Valero Jordana και την F. Simonetti, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τους G. de Bergues, D. Petrausch και E. Puisais, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τον C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, τους J.-P. Puissochet και R. Schintgen, τις F. Macken (εισηγήτρια) και N. Colneric, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις των διαδίκων,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 2004,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας:

–        να χαρακτηρίσει ορισμένες περιοχές ως ευαίσθητες από πλευράς ευτροφισμού, όσον αφορά τις λεκάνες Σηκουάνα-Νορμανδίας, Λίγηρα-Βρετάνης, Αρτουά-Πικαρδίας και Ροδανού-Μεσογείου-Κορσικής, και

–        να υποβάλει σε αυστηρότερη επεξεργασία τις απορρίψεις αστικών λυμάτων των οικισμών με ισοδύναμο πληθυσμό (ι.π.) άνω των 10 000 σε ευαίσθητες περιοχές ή σε περιοχές οι οποίες έπρεπε να έχουν χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητες,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, και από το παράρτημα II της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135, σ. 40).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Κατά το άρθρο της 1, η οδηγία 91/271 αφορά τη συλλογή, την επεξεργασία και την απόρριψη αστικών λυμάτων καθώς και την επεξεργασία και την απόρριψη λυμάτων από ορισμένους βιομηχανικούς τομείς και έχει ως σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος από τις επιπτώσεις της απορρίψεως αυτών των λυμάτων.

3        Το άρθρο 2 της οδηγίας 91/271 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)      “Αστικά λύματα”: τα οικιακά λύματα ή το μείγμα οικιακών με βιομηχανικά λύματα ή/και όμβρια ύδατα.

2)      “Οικιακά λύματα”: τα λύματα από περιοχές κατοικίας και υπηρεσιών, που προέρχονται κυρίως από τον ανθρώπινο μεταβολισμό και τις εμπορικές δραστηριότητες.

3)      “Βιομηχανικά λύματα”: οποιαδήποτε λύματα που απορρίπτονται από κτίρια και χώρους που χρησιμοποιούνται για οποιαδήποτε εμπορική ή βιομηχανική δραστηριότητα και τα οποία δεν είναι οικιακά λύματα ή όμβρια ύδατα.

4)      “Οικισμοί”: οι περιοχές στις οποίες ο πληθυσμός ή/και οι οικονομικές δραστηριότητες είναι επαρκώς συγκεντρωμένα ώστε τα αστικά λύματα να μπορούν να συλλέγονται και να διοχετεύονται σε σταθμό επεξεργασίας αστικών λυμάτων ή σε τελικό σημείο απόρριψης.

5)      “Δίκτυο αποχέτευσης”: το σύστημα αγωγών που συλλέγει και διοχετεύει τα αστικά λύματα.

6)      “1 ι.π. (μονάδα ισοδύναμου πληθυσμού)”: το αποικοδομήσιμο οργανικό φορτίο που παρουσιάζει βιομηχανικές ανάγκες σε οξυγόνο πέντε ημερών (BOD5) ίσες προς 60 g/ημέρα.

[…]

8)      “Δευτεροβάθμια επεξεργασία”: η επεξεργασία των αστικών λυμάτων με μέθοδο που, κατά κανόνα, περιλαμβάνει βιολογική επεξεργασία με δευτεροβάθμια καθίζηση, ή με άλλες μεθόδους δια των οποίων τηρούνται οι απαιτήσεις που καθορίζονται στον πίνακα 1 του παραρτήματος Ι.

[…]

11)      “Ευτροφισμός”: ο εμπλουτισμός των υδάτων με θρεπτικές ουσίες, ιδίως ενώσεις αζώτου ή/και φωσφόρου, που προκαλεί την ταχύτερη ανάπτυξη φυκών και ανωτέρων μορφών φυτικής ζωής, με συνακόλουθη ανεπιθύμητη διαταραχή της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στα ύδατα και υποβάθμιση της ποιότητας των εν λόγω υδάτων.

[…]»

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 91/271 προβλέπει ότι, «για τα αστικά λύματα των οποίων η απόρριψη πραγματοποιείται σε ύδατα υποδοχής που θεωρούνται “ευαίσθητες ζώνες”, σύμφωνα με το άρθρο 5, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχουν δίκτυα αποχέτευσης το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998 για τους οικισμούς με ι.π. άνω των 10 000».

5        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/271, «τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα αστικά λύματα που διοχετεύονται σε αποχετευτικά δίκτυα να υποβάλλονται, πριν από την απόρριψή τους, σε δευτεροβάθμια ή σε ισοδύναμη επεξεργασία […]».

6        Το άρθρο 5, παράγραφοι 1, 2, 3 και 5, της οδηγίας 91/271 ορίζει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1993, τις ευαίσθητες περιοχές σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στο παράρτημα II.

2.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, πριν από την απόρριψή τους σε ευαίσθητες περιοχές, τα αστικά λύματα που διοχετεύονται σε αποχετευτικά δίκτυα, να υποβάλλονται, το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998, σε επεξεργασία αυστηρότερη από εκείνη που περιγράφεται στο άρθρο 4, για όλες τις απορρίψεις από οικισμούς με ι.π. άνω των 10 000.

3.      Οι απορρίψεις από τους περιγραφόμενους στην παράγραφο 2 σταθμούς επεξεργασίας αστικών λυμάτων πρέπει να πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις του παραρτήματος Ι σημείο Β. […]

[…]

5.      Οι απορρίψεις από σταθμούς επεξεργασίας αστικών λυμάτων που βρίσκονται στις οικείες λεκάνες υδροσυλλογής ευαίσθητων περιοχών και συμβάλλουν στη ρύπανση των περιοχών αυτών, υπόκεινται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

[...]»

7        Το παράρτημα II της οδηγίας 91/271, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κριτήρια προσδιορισμού ευαίσθητων και λιγότερο ευαίσθητων περιοχών», προβλέπει, στο σημείο του A το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευαίσθητες περιοχές», τα εξής:

«Μια υδάτινη μάζα χαρακτηρίζεται ως ευαίσθητη περιοχή, αν εμπίπτει σε μία από τις εξής ομάδες:

α)      φυσικές λίμνες γλυκών υδάτων, [άλλοι χώροι συγκεντρώσεως γλυκών υδάτων], εκβολές ποταμών και παράκτια ύδατα όπου παρουσιάζεται ευτροφισμός ή όπου μπορεί, στο εγγύς μέλλον, να παρουσιασθεί ευτροφισμός αν δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.

Όταν εξετάζεται ποια θρεπτικά συστατικά πρέπει να μειωθούν με περαιτέρω επεξεργασία, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη τα εξής στοιχεία:

i)      λίμνες και ρεύματα τα οποία καταλήγουν σε λίμνες/ταμιευτήρες/κλειστούς όρμους που διαπιστώνεται ότι έχουν ασθενή εναλλαγή ύδατος, οπότε μπορεί να συμβεί συσσώρευση. Στις περιοχές αυτές, η επεξεργασία πρέπει να περιλαμβάνει την αφαίρεση του φωσφόρου, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι η αφαίρεση δεν θα επηρεάσει το επίπεδο ευτροφισμού . Όπου πραγματοποιούνται απορρίψεις από μεγάλους οικισμούς, μπορεί επίσης να εξεταστεί η αφαίρεση του αζώτου,

ii)      εκβολές ποταμών, όρμοι και άλλα παράκτια ύδατα που διαπιστώνεται ότι έχουν ασθενή εναλλαγή ύδατος ή που δέχονται μεγάλες ποσότητες θρεπτικών συστατικών. Οι απορρίψεις από μικρούς οικισμούς συνήθως είναι δευτερεύουσας σημασίας στις περιοχές αυτές, αλλά, για τους μεγάλους οικισμούς, η επεξεργασία πρέπει να περιλαμβάνει την αφαίρεση του φωσφόρου ή/και του αζώτου, εκτός αν μπορεί να αποδειχθεί ότι η αφαίρεση αυτή δεν θα επηρεάσει το επίπεδο ευτροφισμού.

[…]»

8        Το παράρτημα I, B, σημείο 3, της οδηγίας 91/271 προβλέπει ότι «οι απορρίψεις από σταθμούς επεξεργασίας αστικών λυμάτων προς τις ευαίσθητες περιοχές όπου παρουσιάζεται ευτροφισμός, όπως προσδιορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο Α, στοιχείο α΄, πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις που παρατίθενται στον πίνακα 2 του παρόντος παραρτήματος». Ο εν λόγω πίνακας καθορίζει, μεταξύ άλλων, τις μέγιστες τιμές συγκεντρώσεως και/ή τα κατώτατα ποσοστά μειώσεως του ολικού φωσφόρου και του ολικού αζώτου στις εν λόγω απορρίψεις.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

9        Η Επιτροπή, αφού αντάλλαξε πλείονα έγγραφα με τις γαλλικές αρχές, όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 91/271 στο γαλλικό δίκαιο, και δεδομένου ότι έκρινε ότι η μεταφορά αυτή δεν ήταν πλήρης, απηύθυνε στη Γαλλική Κυβέρνηση, στις 22 Οκτωβρίου 1999, επιστολή οχλήσεως με την οποία της προσήψε, κυρίως, ότι προσδιόρισε ελλιπώς τις ευαίσθητες περιοχές, λόγω του ότι δεν προσδιόρισε όλες τις ευτροφικές υδάτινες μάζες στις λεκάνες Σηκουάνα-Νορμανδίας, Λίγηρα-Βρετάνης, Αρτουά-Πικαρδίας και Ροδανού-Μεσογείου-Κορσικής, και ότι δεν υπέβαλε σε αυστηρότερη επεξεργασία τις απορρίψεις αστικών λυμάτων στις ήδη προσδιορισθείσες ευαίσθητες περιοχές ή στις περιοχές οι οποίες έπρεπε να έχουν χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητες.

10      Κρίνοντας τις εξηγήσεις των γαλλικών αρχών ως μη ικανοποιητικές, η Επιτροπή απηύθηνε στη Γαλλική Δημοκρατία αιτιολογημένη γνώμη στις 10 Απριλίου 2001.

11      Δεδομένου ότι δεν πείσθηκε από την απάντηση των γαλλικών αρχών, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, αντλούμενης από τον ελλιπή προσδιορισμό των ευαίσθητων περιοχών

 Επί της εννοίας του ευτροφισμού

12      Δεδομένου ότι η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση δεν συμφωνούν επί του περιεχομένου του ορισμού του άρθρου 2, σημείο 11, της οδηγίας 91/271, πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινισθεί η έννοια του ευτροφισμού κατά την οδηγία αυτή.

13      Όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, δεύτερο εδάφιο, η οδηγία 91/271 έχει ως σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος από τις επιπτώσεις της απορρίψεως των αστικών λυμάτων.

14      Η εν λόγω οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 130 Σ της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 175 ΕΚ), το οποίο σκοπεί στην υλοποίηση των στόχων του άρθρου 130 Ρ της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 174 ΕΚ). Κατά το τελευταίο αυτό άρθρο, η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος συμβάλλει, μεταξύ άλλων, στη διατήρηση, στην προστασία και στη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος και στην προστασία της υγείας του ανθρώπου.

15      Η πολιτική αυτή σκοπεί επίσης στην πρόληψη, στον μετριασμό ή στην εξάλειψη των αρνητικών συνεπειών της ανθρώπινης δραστηριότητας για την πανίδα και τη χλωρίδα, το έδαφος, τα ύδατα, τον αέρα και το κλίμα, το τοπίο και τις τοποθεσίες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς και για την υγεία και την ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Τέθηκε κυρίως σε εφαρμογή, στους αντίστοιχους τομείς, με την οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 39), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ L 78, σ. 32), με την οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997 (ΕΕ L 73, σ. 5), και με την οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης (ΕΕ L 375, σ. 1).

16      Επομένως, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 91/271 βαίνει πέραν της απλής προστασίας των υδάτινων οικοσυστημάτων και τείνει προς την προστασία του ανθρώπου, της πανίδας, της χλωρίδας, του εδάφους, των υδάτων, του αέρα και των τοπίων από κάθε σημαντική αρνητική συνέπεια της ταχύτερης αναπτύξεως φυκών και ανωτέρων μορφών φυτικής ζωής λόγω της απορρίψεως αστικών λυμάτων.

17      Υπό το πρίσμα αυτού του σκοπού πρέπει να ερμηνευθεί η έννοια του ευτροφισμού του άρθρου 2, σημείο 11, της οδηγίας 91/271.

18      Κατά τη διάταξη αυτή, ο ευτροφισμός χαρακτηρίζεται από τη συνδρομή τεσσάρων κριτηρίων:

–        του εμπλουτισμού των υδάτων με θρεπτικές ουσίες, ιδίως ενώσεις αζώτου και φωσφόρου·

–        της ταχύτερης αναπτύξεως φυκών και ανωτέρων μορφών φυτικής ζωής·

–        της ανεπιθύμητης διαταραχής της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στα ύδατα·

–        της υποβαθμίσεως της ποιότητας των εν λόγω υδάτων.

19      Επιπλέον, για να υφίσταται ευτροφισμός, υπό την έννοια της οδηγίας 91/271, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, αφενός, μεταξύ του εμπλουτισμού με θρεπτικές ουσίες και της ταχύτερης αναπτύξεως των φυκών και των ανωτέρων μορφών φυτικής ζωής και, αφετέρου, μεταξύ αυτής της ταχύτερης αναπτύξεως και της ανεπιθύμητης διαταραχής της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στα ύδατα και της υποβαθμίσεως της ποιότητας αυτών.

20      Όσον αφορά το τρίτο κριτήριο, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι απλώς και μόνον ο πολλαπλασιασμός ενός φυτικού είδους δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη ανεπιθύμητης διαταραχής, εφόσον η ισορροπία των λοιπών οργανισμών που ζουν στα ύδατα δεν έχει διαταραχθεί.

21      Συναφώς, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την έκθεση του Institut français de recherche pour l’exploitation de la mer (γαλλικού ιδρύματος ερευνών για την εκμετάλλευση της θάλασσας, στο εξής: IFREMER) του Ιανουαρίου 2001, με τον τίτλο «L’eutrophisation des eaux marines et saumâtres en Europe, en particulier en France» («Ο ευτροφισμός των θαλασσίων και υφάλμυρων υδάτων στην Ευρώπη και, ιδίως, στη Γαλλία», στο εξής: έκθεση IFREMER του 2001), και από την έκθεση του Environmental Resources Management (διαχείριση των περιβαλλοντικών πόρων, στο εξής: ERM) του Απριλίου 2000, με τον τίτλο «Criteria used for the definition of eutrophication in fresh and marine/coastal waters» («Κριτήρια για τον ορισμό του ευτροφισμού στα γλυκά και θαλάσσια/παράκτια ύδατα»), τις οποίες προσκόμισε η Επιτροπή, η ισορροπία ενός υδάτινου οικοσυστήματος αποτελεί προϊόν πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ των διαφόρων εκπροσωπουμένων ειδών και με το περιβάλλον. Έτσι, κάθε πολλαπλασιασμός ενός συγκεκριμένου είδους φυκών ή άλλων φυτών αποτελεί, καθαυτόν, διαταραχή της ισορροπίας του υδάτινου οικοσυστήματος και, επομένως, της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στα ύδατα, ακόμη και αν τα λοιπά είδη παραμένουν σταθερά. Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του ανταγωνισμού μεταξύ των φυτικών ειδών για την απόκτηση θρεπτικών αλάτων και φωτεινής ενέργειας, ο πολλαπλασιασμός ενός ή περισσοτέρων ειδών, τα οποία μονοπωλούν τους αναγκαίους πόρους για την ανάπτυξη άλλων φυκών και υδροβίων φυτών, συνεπάγεται τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντοτε, τη μείωση των άλλων ειδών.

22      Ωστόσο, το τρίτο κριτήριο απαιτεί όπως η εν λόγω διαταραχή της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στα ύδατα είναι «ανεπιθύμητη». Κατά το μέτρο που, όπως προκύπτει από τη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 91/271 βαίνει πέραν της απλής προστασίας των υδάτινων οικοσυστημάτων, αυτός ο ανεπιθύμητος χαρακτήρας πρέπει επίσης να θεωρείται αποδεδειγμένος σε περίπτωση σημαντικών αρνητικών συνεπειών όχι μόνο για την πανίδα ή τη χλωρίδα, αλλά και για τον άνθρωπο, το έδαφος, τα ύδατα, τον αέρα ή τα τοπία.

23      Έτσι, αποτελούν ανεπιθύμητη διαταραχή της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στα ύδατα, μεταξύ άλλων, οι αλλαγές ειδών μαζί με απώλεια της βιοποικιλότητας του οικοσυστήματος, οι οχλήσεις που οφείλονται στον πολλαπλασιασμό των περιστασιακώς αναπτυσσομένων μακροφυκών και στην έντονη ανάπτυξη τοξικού ή επιβλαβούς φυτοπλαγκτού.

24      Το τέταρτο κριτήριο, αντιθέτως προς την ανάλυση της Γαλλικής Κυβερνήσεως, αφορά όχι μόνον τις υποβαθμίσεις της ποιότητας των υδάτων οι οποίες έχουν ολέθρια αποτελέσματα επί των οικοσυστημάτων, αλλά και την υποβάθμιση του χρώματος, της όψεως, της γεύσεως ή της οσμής των υδάτων ή κάθε άλλη μεταβολή που εμποδίζει ή περιορίζει τις χρήσεις του ύδατος, όπως ο τουρισμός, η αλιεία, η ιχθυοκαλλιέργεια, η συλλογή και η καλλιέργεια οστρακοειδών, η λήψη του πόσιμου ύδατος ή η ψύξη των βιομηχανικών εγκαταστάσεων.

25      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του κοινοτικού νομοθέτη, ο οποίος συνίσταται στην προστασία του περιβάλλοντος από τις αρνητικές επιπτώσεις τις απορρίψεως των αστικών λυμάτων, η υποχρέωση που βαρύνει τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/271 τους επιβάλλει αποκλειστικά να προσδιορίζουν τις περιοχές για τις οποίες μια τέτοια απόρριψη συμβάλλει σημαντικά στον ευτροφισμό ή στον κίνδυνο ευτροφισμού [βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την οδηγία 91/676, απόφαση της 29ης Απριλίου 1999, C-293/97, Standley κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I-2603, σκέψη 35].

 Επί του περιεχομένου της δεύτερης αιτιάσεως

26      Πρέπει να εξετασθεί αν καθεμία από τις περιοχές τις οποίες αφορά η προσφυγή της Επιτροπής έπρεπε να έχει χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητη από πλευράς ευτροφισμού περιοχή.

27      Σύμφωνα με το παράρτημα II, A, στοιχείο α΄, της οδηγίας 91/271, πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ευαίσθητες από πλευράς ευτροφισμού περιοχές οι φυσικές λίμνες γλυκών υδάτων, οι άλλοι χώροι συγκεντρώσεως γλυκών υδάτων, οι εκβολές ποταμών και τα παράκτια ύδατα «όπου παρουσιάζεται ευτροφισμός ή όπου μπορεί, στο εγγύς μέλλον, να παρουσιασθεί ευτροφισμός αν δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα».

28      Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το έγγραφο οχλήσεως αφορούσε μόνον τις περιπτώσεις υφισταμένου ευτροφισμού και ότι, καίτοι στην αιτιολογημένη γνώμη και στο δικόγραφο της προσφυγής η Επιτροπή ανέφερε ότι λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος ευτροφισμού, δεν άντλησε καμία συνέπεια ως προς συγκεκριμένες περιοχές. Επομένως, η Επιτροπή, καταλήγοντας με το υπόμνημα απαντήσεως ότι, μολονότι ο ευτροφισμός των οικείων περιοχών δεν αποδεικνύεται, οι περιοχές αυτές θίγονται, τουλάχιστον, από την ύπαρξη κινδύνου ευτροφισμού, η Επιτροπή υπερέβη τους ισχυρισμούς που ανέπτυξε τόσο κατά τη φάση πριν από την άσκηση της προσφυγής, όσο και με το δικόγραφο της προσφυγής της.

29      Συναφώς, κατά παγία νομολογία, το έγγραφο οχλήσεως που απευθύνει η Επιτροπή στο κράτος μέλος και, στη συνέχεια, η αιτιολογημένη γνώμη που διατυπώνει η Επιτροπή οριοθετούν το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίο, επομένως, δεν μπορεί πλέον να διευρυνθεί. Κατά συνέπεια, η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να στηρίζονται στις ίδιες αιτιάσεις με εκείνες του εγγράφου οχλήσεως με το οποίο κινείται η πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασία (αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1999, C-365/97, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1999, σ. Ι-7773, σκέψη 23, και της 12ης Ιουνίου 2003, C-229/00, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, Συλλογή 2003, σ. I-5727, σκέψη 44).

30      Ωστόσο, η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να σημαίνει ότι επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση να υπάρχει απόλυτη σύμπτωση μεταξύ της διατυπώσεως των αιτιάσεων στο έγγραφο οχλήσεως, του διατακτικού της αιτιολογημένης γνώμης και των αιτημάτων της προσφυγής, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν διευρύνθηκε ούτε μεταβλήθηκε (προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 25, και Επιτροπή κατά Φινλανδίας, σκέψη 46).

31      Εν προκειμένω, η Επιτροπή, επισημαίνοντας για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως ότι, ακόμη και αν στις περιοχές τις οποίες αφορά το δικόγραφο της προσφυγής της δεν παρουσιάζεται ευτροφισμός, όπως αυτή υποστηρίζει, έπρεπε παρά ταύτα να έχουν υπαχθεί στις ευαίσθητες από πλευράς ευτροφισμού περιοχές, διότι θα μπορούσε να παρουσιαστεί σ’ αυτές ευτροφισμός στο εγγύς μέλλον, η Επιτροπή δεν διεύρυνε ούτε τροποποίησε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίο αφορά την παράλειψη προσδιορισμού ορισμένων υδάτινων μαζών ως ευαίσθητων από πλευράς ευτροφισμού περιοχών, δεδομένου ότι, κατά το παράρτημα II, A, στοιχείο α΄, της οδηγίας 91/271, οι περιοχές στις οποίες παρουσιάζεται ευτροφισμός και εκείνες στις οποίες μπορεί να παρουσιαστεί ευτροφισμός στο εγγύς μέλλον πρέπει ομοίως να χαρακτηρίζονται ως ευαίσθητες περιοχές.

 Όσον αφορά τη λεκάνη Σηκουάνα-Νορμανδίας

–       Ο όρμος του Σηκουάνα

32      Δεν αμφισβητείται ότι τα ύδατα του όρμου του Σηκουάνα παρουσιάζουν, αφενός, εμπλουτισμό με θρεπτικές ουσίες, ιδίως με αζωτούχες ενώσεις, των οποίων οι εισροές δεν έχουν παύσει να αυξάνουν και, αφετέρου, ταχεία ανάπτυξη φυκών και ανωτέρων μορφών φυτικής ζωής (βλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2002, C-258/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2002, σ. I-5959, σκέψη 64).

33      Όλες οι εκθέσεις και οι μελέτες που προσκόμισε η Επιτροπή, ιδίως δε οι εργασίες οικολογικής προσομοιώσεως που αναπτύχθηκαν στη διδακτορική διατριβή του Πανεπιστημίου της Caen την οποία υποστήριξε το 1999 ο Philippe Cugier, τιτλοφορούμενη «Modélisation du devenir à moyen terme dans l’eau et le sédiment des éléments majeurs (N, P, Si) rejetés par la Seine en baie de Seine» [«Προσομοίωση της μεσοπρόθεσμης εξελίξεως εντός των υδάτων και το ίζημα των μειζόνων στοιχείων (N, P, Si) που απορρίπτονται από τον Σηκουάνα στον όρμο του Σηκουάνα»], καταλήγουν στην ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του μεγέθους και της αναλογίας των εισροών θρεπτικών ουσιών στον όρμο του Σηκουάνα και των περιόδων έντονης αναπτύξεως του φυτοπλαγκτού που διαπιστώνονται κάθε χρόνο στην περιοχή αυτή.

34      Όσον αφορά το επιχείρημα της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι η διατριβή του Ρ. Cugier βασίζεται σε ατελή τρισδιάστατη οικολογική προσομοίωση, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 174 ΕΚ, η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος στηρίζεται στην αρχή της προφυλάξεως. Εν προκειμένω, με βάση τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά στοιχεία, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εισροών θρεπτικών ουσιών στον όρμο του Σηκουάνα και της ταχύτερης αναπτύξεως φυτοπλαγκτού στην περιοχή αυτή πιθανολογείται αρκούντως ώστε να επιβάλλεται η λήψη των μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος που προβλέπει η οδηγία 91/271, αν συντρέχουν τα λοιπά κριτήρια του ευτροφισμού.

35      Η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβητεί ότι η παραγωγή φυτοπλαγκτού στον όρμο του Σηκουάνα συνεπάγεται ανεπιθύμητη διαταραχή της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στο νερό.

36      Συναφώς, από το σύνολο των μελετών που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει ότι η περιοχή αυτή παρουσιάζει πολλαπλασιασμό των ειδών φυτοπλαγκτού του γένους Dinophysis, που παράγουν τοξίνες DSP (Diarrhetic Shellfish Poisoning – Διαρροϊκή τοξίνη των μαλακίων), οι οποίες μπορούν να συσσωρεύονται στα οστρακοειδή και είναι επικίνδυνες για τον άνθρωπο σε περίπτωση καταναλώσεως οστρακοειδών. Μεταξύ του 1990 και του 1999, σημαντικές συγκεντρώσεις Dinophysis, αρκετές για να προκαλέσουν τη συσσώρευση τοξινών στα οστρακοειδή, εντοπίσθηκαν σε ολόκληρο τον όρμο, ιδίως στο κεντρικό τμήμα του· κατά το διάστημα αυτό, η παρουσία του Dinophysis εντοπίσθηκε από δύο έως έξι φορές στα δυτικά του όρμου και από επτά έως δέκα φορές στο κεντρικό τμήμα και στα ανατολικά του όρμου (έκθεση του IFREMER του 2001). Αυτές oι περιπτώσεις πολλαπλασιασμού «προφανώς καθίστανται εντονότερες εδώ και πλείονα έτη μεταξύ Courseulles (Calvados) και Dieppe (Seine-Maritime), με αποτέλεσμα περιοδικές απαγορεύσεις της συλλογής οστρακοειδών» (ρυθμιστικό σχέδιο διευθετήσεως και διαχειρίσεως των υδάτων της λεκάνης Σηκουάνα-Νορμανδίας, στο εξής: ΡΣΔΔΥ Σηκουάνα-Νορμανδίας).

37      Εξάλλου, ένα άλλο είδος φυτοπλαγκτού, το Phaeocystis, «πολλαπλασιάζεται εδώ και χρόνια σε ορισμένους τομείς του Seine-Maritime και του Calvados» και, μολονότι δεν είναι τοξικό, «[προκαλεί] εμφράξεις και [περιορίζει] την έλξη που ασκεί η ακτή προς τους τουρίστες» (ΡΣΔΔΥ Σηκουάνα-Νορμανδίας). Πράγματι, είναι γνωστό ότι το φυτοπλαγκτόν Phaeocystis, σε μεγάλες ποσότητες, έχει την όψη μιας μάζας γλοιώδους αφρού η οποία καλύπτει την επιφάνεια του νερού και αποτίθεται στην ακτή ή εμφράσσει τα αλιευτικά δίχτυα.

38      Όπως υπογραμμίσθηκε στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, η εξέλιξη αυτή της δομής της κοινότητας του φυτοπλαγκτού προς την κατεύθυνση της ενισχύσεως της παρουσίας τοξικών η επιβλαβών ειδών συνιστά ανεπιθύμητη διαταραχή της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στο νερό. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, η εξέλιξη αυτή αφορά το σύνολο του όρμου του Σηκουάνα, ακόμη και αν το κεντρικό και το ανατολικό τμήμα του πλήττονται περισσότερο.

39      Εξάλλου, οι περιορισμοί και οι ενοχλήσεις που προκαλεί το φυτοπλαγκτόν Dynophisis στις δραστηριότητες συλλογής οστρακοειδών και το φυτοπλαγκτόν Phaeocystis στις τουριστικές δραστηριότητες στα παράλια του όρμου του Σηκουάνα είναι αντιπροσωπευτικοί μιας υποβαθμίσεως της ποιότητας των υδάτων του όρμου αυτού.

40      Οι ποσότητες αζώτου οι οποίες εισρέουν στη θάλασσα από τον Σηκουάνα –ο οποίος είναι ο κύριος ποταμός που εκβάλλει στον όρμο του Σηκουάνα– είναι κατά 40 % αστικής προελεύσεως [έκθεση του ERM του Φεβρουαρίου 1999, τιτλοφορούμενη «Verification of vulnerable zones identified under the nitrate directive and sensitive areas identified under the urban waste water treatment directive» («Έλεγχος των ευπρόσβλητων ζωνών που προσδιορίστηκαν σύμφωνα με την οδηγία περί νιτρικών ιόντων και των ευαίσθητων περιοχών που προσδιορίστηκαν σύμφωνα με την οδηγία για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων», στο εξής: έκθεση του ERM του 1999)]. Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το ποσοστό των απορρίψεων αστικής προελεύσεως ήταν μόλις 28 % το 2000, αλλά δεν προσκομίζει κανένα έγγραφο προς υποστήριξη του ισχυρισμού αυτού. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το ποσοστό αυτό δεν είναι 40 %, αλλά 28 %, παραμένει βάσιμο το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι απορρίψεις αστικών λυμάτων συμβάλλουν σημαντικά στον ευτροφισμό των υδάτων του όρμου του Σηκουάνα.

41      Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι η διατριβή του P. Cugier σχετικοποιεί τη δυνατότητα λήψεως τεχνικών μέτρων για τη μείωση των εισροών αζώτου και φωσφόρου. Εντούτοις, κανένα σημείο των αποσπασμάτων αυτής της διατριβής που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο δεν μπορεί να στηρίξει τον ισχυρισμό αυτόν. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, το ζήτημα του εφικτού της μειώσεως των εισροών θρεπτικών ουσιών αστικής προελεύσεως δεν εξετάστηκε στο στάδιο του προσδιορισμού των ευαίσθητων από πλευράς ευτροφισμού περιοχών.

42      Επομένως, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι στον όρμο του Σηκουάνα παρουσιάζεται ευτροφισμός, υπό την έννοια της οδηγίας 91/271, και ότι ο όρμος αυτός έπρεπε να έχει χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητη από πλευράς ευτροφισμού περιοχή.

–       Ο Σηκουάνας και οι παραπόταμοί του προς τα κατάντη της συμβολής του με τον Andelle

43      Από το σύνολο των προσκομισθεισών εκθέσεων και μελετών προκύπτει ότι ο Σηκουάνας, προς τα κατάντη της συμβολής του με τον Andelle, παρουσιάζει σημαντικό πολλαπλασιασμό του φυτοπλαγκτού.

44      Όταν παρουσιάζεται τέτοιος πολλαπλασιασμός, «η πλαγκτονική βιομάζα μπορεί […] να καταναλώνει περισσότερο οξυγόνο απ’ ό,τι παράγει» και, «τότε, η παρακμή του φυτοπλαγκτού έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ελλειμμάτων οξυγόνου» [έγγραφο «Seine-Aval 2: L’analyse et la gestion environnementales» («Σηκουάνας-Κατάντη 2: Η ανάλυση και η περιβαλλοντική διαχείριση»)]. Η αποξυγόνωση της εκβολής του Σηκουάνα εκδηλώνεται ως «μια ζώνη σχεδόν πλήρους ανοξίας, εκτεινόμενη σε 50 περίπου km», η οποία «καθιστά τα ύδατα ακατάλληλα για πολλές χρήσεις και για κάθε ζωή ανώτερων οργανισμών» και «αποτελεί αδιάβατο φράγμα επί έξι σχεδόν μήνες του έτους για τα ψάρια που ζουν τόσο σε γλυκά ύδατα όσο και στη θάλασσα, όπως ο σολομός και το χέλι» [μελέτη «Programme scientifique Seine-Aval: L’oxygène» («Επιστημονικό πρόγραμμα Σηκουάνας-Κατάντη: Το οξυγόνο»)].

45      Τα φαινόμενα αυτά αποτελούν σαφώς ανεπιθύμητη διαταραχή της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στα ύδατα και υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων.

46      Ο ισχυρισμός της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι η πολύ σημαντική μείωση των εισροών φωσφόρου προκάλεσε πολύ περιορισμένη μόνον αύξηση των μέσων ετήσιων τιμών οξυγόνου στο τμήμα Poses-Honfleur δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, κατά το ίδιο διάστημα, οι εισροές αζώτου δεν έπαυσαν να αυξάνουν.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι στον Σηκουάνα, προς τα κατάντη της συμβολής του με τον Andelle, παρουσιάζεται ευτροφισμός, υπό την έννοια της οδηγίας 91/271, και ότι η περιοχή αυτή έπρεπε να έχει χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητη από πλευράς ευτροφισμού.

48      Όσον αφορά, αντιθέτως, τα υδάτινα ρεύματα που εκχέονται στον Σηκουάνα προς τα κατάντη της συμβολής του με τον Andelle, η Επιτροπή προσκομίζει απλώς το ΡΣΔΔΥ Σηκουάνα-Νορμανδίας, κατά το οποίο «τα μεγάλα ποτάμια [της λεκάνης Σηκουάνα-Νορμανδίας] πλήττονται από “έντονη ανάπτυξη των φυκών” την άνοιξη και το καλοκαίρι» και «πολυάριθμα μικρά υδάτινα ρεύματα κατακλύζονται, κατά ορισμένα διαστήματα, από ανώτερα φυτικά είδη, από νηματοειδή φύκη, ή από βενθικά διάτομα», αλλά δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο περιστατικό ικανό να επιδείξει ότι συντρέχουν το τρίτο και το τέταρτο κριτήριο του ορισμού του ευτροφισμού.

49      Επομένως, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι στους παραποτάμους του Σηκουάνα, προς τα κατάντη της συμβολής του με τον Andelle, παρουσιάζεται ευτροφισμός ή θα μπορούσε να παρουσιαστεί στο μέλλον, υπό την έννοια της οδηγίας 91/271.

 Όσον αφορά τη λεκάνη Αρτουά-Πικαρδίας

–       Τα παράκτια ύδατα της λεκάνης Αρτουά-Πικαρδίας

50      Από το σύνολο των εκθέσεων που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει ότι τα παράκτια ύδατα της λεκάνης Αρτουά-Πικαρδίας, αφενός, πλήττονται από ένα φαινόμενο εμπλουτισμού των υδάτων σε θρεπτικές ουσίες και, αφετέρου, παρουσιάζουν σχεδόν κάθε έτος σημαντική φυτοπλαγκτονική ανάπτυξη [εκθέσεις του IFREMER και της Agence de l’Eau Artois-Picardie (Υπηρεσίας Υδάτων Αρτουά-Πικαρδίας) του Δεκεμβρίου 1997 και του Οκτωβρίου 1999, σχετικές με την εποπτεία, σε περιφερειακό επίπεδο, των θρεπτικών ουσιών στα παράλια Nord-Pas-de-Calais/Πικαρδίας, και έκθεση του IFREMER του 2001].

51      Στα παράκτια ύδατα του Αρτουά-Πικαρδίας υφίσταται «ένας εποχιακός κύκλος θρεπτικών ουσιών (κυρίως νιτρικών, φωσφορικών και πυριτικών αλάτων) σε στενή σχέση με τον κύκλο αναπτύξεως των κυρίων φυτοπλαγκτονικών ειδών» (έκθεση του IFREMER του 2001). Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του εμπλουτισμού των παρακτίων υδάτων του Αρτουά-Πικαρδίας σε θρεπτικές ουσίες και της διαπιστωθείσας φυτοπλαγκτονικής παραγωγής πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένος με βάση τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά στοιχεία.

52      Στη λεκάνη Αρτουά-Πικαρδία, «οι πιέσεις από τις βιομηχανικές και τις οικιακές χρήσεις των υδάτων είναι σημαντικές (πυκνότητα του πληθυσμού τριπλάσια από τον εθνικό μέσο όρο)» (έγγραφο της Agence de l’Eau Artois-Picardie). Έτσι, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι απορρίψεις αστικών λυμάτων συμβάλλουν σημαντικά στον ευτροφισμό των υδάτων της λεκάνης αυτής, ιδίως των παρακτίων υδάτων της, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί άλλωστε η Γαλλική Κυβέρνηση.

53      Το σύνολο των παραλίων του Αρτουά-Πικαρδίας, περιλαμβανομένης της Dunkerque, της Boulogne-sur-Mer και του Calais, πλήττονται σχεδόν κάθε έτος, τον Απρίλιο-Μάιο, από τον πολλαπλασιασμό του φυτοπλαγκτού Phaeocystis, ο οποίος «αποτελεί […] ένα αξιοσημείωτο οικολογικό γεγονός», που εκδηλώνεται με «μια μεταβολή του χρώματος των υδάτων, μια οσμή ενίοτε ναυτιώδη στην ακτή» και από το ότι «τα ύδατα καθίστανται ιξώδη και μπορεί να προκαλέσουν εντυπωσιακά φαινόμενα αφρού (foaming) στα παράλια» (έκθεση του IFREMER του 2001).

54      Επιπλέον, ο όρμος του Somme πλήττεται από ένα φαινόμενο αποξυγονώσεως που συνδέεται με τον ευτροφισμό (έκθεση του IFREMER του 2001). Μια μελέτη του 1990 την οποία παραθέτει το IFREMER κρίνει πολύ πιθανό ότι οι διαπιστωθείσες θνησιμότητες οφείλονται στην οργανική υπερφόρτιση των υδάτων που προκαλεί επεισόδια ανοξίας του περιβάλλοντος. Κατά το IFREMER, έχει διαπιστωθεί, σε άλλες περιοχές της Βόρειας Θάλασσας, ότι οι εξανθήσεις του Phaeocystis, παρεμφερείς προς αυτές που παρουσιάζουν τα παράκτια ύδατα του Αρτουά-Πικαρδίας, μπορούν να έχουν δραστικές συνέπειες στη δομή και στη λειτουργία των βενθικών και πελαγικών οικοσυστημάτων. Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει βεβαίως ότι μια έκθεση του IFREMER προς την Agence de l’Eau Artois-Picardie διευκρινίζει ότι καμία θνησιμότητα οστρακοειδών ή ψαριών δεν συνδέεται προς το φαινόμενο ανθήσεως του Phaeocystis στον όρμο του Somme, αλλά δεν προσκομίζει το έγγραφο αυτό.

55      Μια μεταβολή της δομής της φυτοπλαγκτονικής κοινότητας προς την κατεύθυνση της ενισχύσεως της παρουσίας ενός είδους όπως το Phaeocystis, το οποίο, μολονότι δεν είναι τοξικό, είναι παρά ταύτα επιβλαβές, συνιστά ανεπιθύμητη διαταραχή της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στο νερό όχι μόνον στον όρμο του Somme, αλλά στο σύνολο των παραλίων του Αρτουά-Πικαρδίας.

56      Οι μεταβολές του χρώματος, της οσμής και της συστάσεως των υδάτων, των οποίων οι αρνητικές συνέπειες επί των τουριστικών δραστηριοτήτων είναι πρόδηλες και οι οποίες, επιπλέον, πιθανώς έχουν ολέθρια αποτελέσματα για τις αλιευτικές δραστηριότητες, αντιπροσωπεύουν υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι σε όλα τα παράκτια ύδατα του Αρτουά-Πικαρδίας παρουσιάζεται ευτροφισμός, υπό την έννοια της οδηγίας 91/271 και ότι τα ύδατα αυτά έπρεπε να έχουν χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητη από πλευράς ευτροφισμού περιοχή.

–        Τα ηπειρωτικά ύδατα της λεκάνης Αρτουά-Πικαρδίας (το υδρογραφικό δίκτυο που περιλαμβάνεται μεταξύ του τμήματος του Aa που έχει καταστεί πλωτό/Escaut, αφενός, και των βελγικών συνόρων, αφετέρου, ο Scarpe προς τα κατάντη του Arras, το κανάλι του Lens προς τα κατάντη του Lens, και ο Somme στο σύνολό του)

58      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προσκομίζει διάφορα έγγραφα καταρτισθέντα από την Agence de l’Eau Artois-Picardie. Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι «η βελτίωση της γενικής ποιότητας των υδάτων η οποία παρατηρείται τα τελευταία έτη, σε συνδυασμό με μια μεγάλη επιβάρυνση με άζωτο, και προπάντων με φωσφόρο, ευνοεί την ανάπτυξη φυτών, είτε πρόκειται περί φυτοπλαγκτού, είτε περί νηματοειδών φυκών, είτε περί μακροφύτων (φακών του νερού, νουφάρων, …)», ότι «αυτός ο πολλαπλασιασμός των φυτών προκαλεί πολυάριθμες οχλήσεις, εκ των οποίων οι συχνότερες είναι ένας χρωματισμός των υδάτων, η παρουσία οσμών, η παρεμπόδιση της εκροής των υδάτων και προπάντων οι μαζικοί θάνατοι των ψαριών από ασφυξία», και ότι «η παρουσία υπερβολικού αριθμού φυτών συνεπάγεται οχλήσεις: αισθητικές οχλήσεις, οσμές, οχλήσεις προς τις λέμβους, έμφραξη των φίλτρων κατά την παραγωγή πόσιμου ύδατος».

59      Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει επίσης ότι τα υδάτινα ρεύματα της λεκάνης Αρτουά-Πικαρδίας βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τα υδάτινα ρεύματα άλλων περιοχών διότι, αφενός, «οι πιέσεις από τις βιομηχανικές και τις οικιακές χρήσεις των υδάτων είναι σημαντικότερες (πυκνότητα του πληθυσμού τριπλάσια από τον εθνικό μέσο όρο)» και, αφετέρου, «η ροή των υδάτινων ρευμάτων είναι πολύ ασθενής για να παρασύρει όλη την παραγόμενη ρύπανση» και «η ταχύτητα εκροής τους […] είναι χαμηλή: περιορισμένη οξυγόνωση, λασπώδεις πυθμένες, μη αναπαραγωγή των ψαριών και μείωση του πλούτου της πανίδας».

60      Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ωστόσο ότι ουδεμία επίπτωση στην εκροή των υδάτων ή βλάβη της υδάτινης πανίδας ή χλωρίδας και ιδίως των αποικιών των ψαριών εντοπίσθηκε στα υδάτινα ρεύματα της λεκάνης Αρτουά-Πικαρδίας. Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τα έγγραφα τα οποία παραθέτει η Επιτροπή προορίζονται για το ευρύ κοινό, καταρτίσθηκαν με σκοπό την εκλαΐκευση και, συνεπώς, δεν περιέχουν όλες τις επιθυμητές λεπτές διακρίσεις, οπότε δεν μπορούν να αποδείξουν τους ισχυρισμούς της Επιτροπής.

61      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι ένα από τα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στις σκέψεις 58 και 59 της παρούσας αποφάσεως διευκρινίζει ότι οι λίμνες του άνω Somme και τα κανάλια του δέλτα του Aa πάσχουν από ευτροφισμό, ορίζει τον όρο αυτό ως «εμπλουτισμό σε θρεπτικές ουσίες […] δυνάμενο να προκαλέσει πολλαπλασιασμό των φυτών», με αποτέλεσμα ότι από το έγγραφο αυτό δεν προκύπτει αν τα εν λόγω ύδατα πληρούν το τρίτο και το τέταρτο κριτήριο του ευτροφισμού.

62      Από τα λοιπά έγγραφα δεν καθίσταται δυνατό να προσδιοριστεί σε ποιον ποταμό ή σε ποιο κανάλι παρουσιάζεται ή μπορεί να παρουσιαστεί ευτροφισμός. Επιπλέον, δεν διακρίνουν πάντοτε το ειδικό αποτέλεσμα του ενδεχόμενου ευτροφισμού του υδρογραφικού δικτύου από τις συνέπειες της ρυπάνσεως εν γένει, η οποία δεν περιορίζεται στην εισροή θρεπτικών ουσιών.

63      Όσον αφορά την έκθεση του ERM του 1999, η οποία παρατίθεται στο έγγραφο οχλήσεως και στην αιτιολογημένη γνώμη, επί της οποίας προφανώς στηρίχτηκε κυρίως η Επιτροπή προκειμένου να καταλήξει ότι συντρέχει παράλειψη προσδιορισμού ενός μέρους αυτού του υδρογραφικού δικτύου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα της εκθέσεως αυτής το οποίο αφορά τη λεκάνη Αρτουά-Πικαρδίας δεν προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

64      Έτσι, λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων που προσκομίζει η Επιτροπή, τίποτε δεν δικαιολογεί το ότι αυτή περιέλαβε στην αιτίασή της ορισμένα υδάτινα ρεύματα της λεκάνης Αρτουά-Πικαρδίας και όχι κάποια άλλα. Εξάλλου, δεν επικαλέστηκε προς στήριξη της πρώτης αιτιάσεώς της κανένα από τα σχετικά με το υδρογραφικό δίκτυο της λεκάνης αυτής έγγραφα τα οποία προσκόμισε η Γαλλική Κυβέρνηση κατά την παρούσα διαδικασία.

65      Επομένως, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι στα ηπειρωτικά ύδατα της λεκάνης Αρτουά-Πικαρδίας, όπως διευκρινίζονται στην προσφυγή της, παρουσιάζεται ευτροφισμός ή θα μπορούσε να παρουσιαστεί στο εγγύς μέλλον, υπό την έννοια της οδηγίας 91/271.

 Όσον αφορά τη λεκάνη Λίγηρα-Βρετάνης

–       Ο όρμος του Vilaine

66      Από την έκθεση του IFREMER του 2001 προκύπτει ότι ο όρμος του Vilaine αποτελεί την πλέον ευτροφική γαλλική ακτή. Αφενός, αποτελεί το επίκεντρο σοβαρών φαινομένων υποξίας, ακόμη δε και ανοξίας, τα οποία οφείλονται στην ανάπτυξη και, κατόπιν, στη βακτηριακή διάσπαση μιας σημαντικής βιομάζας φυτοπλαγκτού και μπορούν να προκαλέσουν σημαντική θνησιμότητα ψαριών και βενθικών ασπονδύλων. Αφετέρου, τρεις τοποθεσίες του όρμου αυτού καταχωρίσθηκαν μεταξύ των τοποθεσιών ενδεχόμενου πολλαπλασιασμού των μακροφυκών («πράσινων παλιρροιών») και επλήγησαν από το φαινόμενο αυτό τουλάχιστον μία φορά μεταξύ του 1997 και του 1999, διάστημα καλυπτόμενο από τη μελέτη.

67      Η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί ότι οι εισροές θρεπτικών ουσιών, ιδίως αζώτου, αστικής προελεύσεως, τις οποίες μεταφέρει ο ποταμός Vilaine παίζουν σημαντικό ρόλο στον ευτροφισμό του όρμου.

68      Ισχυρίζεται ότι έχει κατατάξει τη λεκάνη υδροσυλλογής του Vilaine σε ευαίσθητη από πλευράς ευτροφισμού περιοχή και, επομένως, όλοι οι οικισμοί με ι.π. άνω των 10 000 που απορρίπτουν τα λύματά τους στη λεκάνη αυτή υπόκεινται στην οδηγία 91/271. Κατά το μέτρο που, αφενός, κανένας οικισμός με ι.π. άνω των 10 000 δεν πραγματοποιεί τις απορρίψεις του κατευθείαν στον όρμο του Vilaine και που, αφετέρου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η εισροή ποταμίων υδάτων του Λίγηρα δεν επηρεάζει τον όρμο αυτόν, ο χαρακτηρισμός του ως ευαίσθητης από πλευράς ευτροφισμού περιοχής δεν θα είχε καμία συνέπεια και, συνεπώς, η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί ότι δεν παρέβη τις υποχρεώσεις της.

69      Συναφώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι κανένας οικισμός με ι.π. άνω των 10 000 δεν πραγματοποιεί τις απορρίψεις του κατευθείαν στον όρμο του Vilaine και ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η εισροή ποταμίων υδάτων του Λίγηρα δεν επηρεάζει τον όρμο αυτόν, το γεγονός ότι η λεκάνη υδροσυλλογής του ποταμού Vilaine έχει χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητη από πλευράς ευτροφισμού περιοχή δεν δικαιολογεί τον μη χαρακτηρισμό του κόλπου αυτού ομοίως ως τέτοιας περιοχής. Πράγματι, από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/271, σε συνδυασμό με το παράρτημα II, A, στοιχείο α΄, αυτής, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χαρακτηρίζουν ως ευαίσθητες περιοχές όλες τις υδάτινες μάζες που παρουσιάζουν ευτροφισμό.

70      Επομένως, η Γαλλική Δημοκρατία, μη χαρακτηρίζοντας τον όρμο του Vilaine ως ευαίσθητη από πλευράς ευτροφισμού περιοχή, υπό την έννοια της οδηγίας 91/271, παρέβη τις υποχρεώσεις της.

–       Ο όρμος του Lorient

71      Η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί ότι τα ύδατα του όρμου του Lorient είναι εμπλουτισμένα με θρεπτικές ουσίες.

72      Από την έκθεση του IFREMER του 2001 προκύπτει ότι, από το 1997 έως το 1999, δύο τοποθεσίες του όρμου του Lorient πλήττονταν κάθε έτος από τον πολλαπλασιασμό μακροφυκών κατά μήκος της παραλίας («πράσινες παλίρροιες»).

73      Η ίδια έκθεση διευκρινίζει ότι οι πράσινες παλίρροιες των παραλίων της Βρετάνης, οι οποίες διαρκούν κατά κανόνα από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο, έχουν ως αιτία τον ταχύ πολλαπλασιασμό των πρασίνων φυκών του γένους Ulva, κατόπιν του εμπλουτισμού των υδάτων σε θρεπτικές ουσίες. Αυτά τα περιστασιακώς αναπτυσσόμενα φύκη εκριζώνονται ευχερώς, κατόπιν παρασύρονται από τα ρεύματα και εκβράζονται τελικώς στις παραλίες, τις οποίες καλύπτουν με παχύ συχνά στρώμα. Οι πράσινες παλίρροιες δυσχεραίνουν σημαντικά ή και καθιστούν αδύνατες τις συνήθεις τουριστικές δραστηριότητες όπως την κολύμβηση, την αλιεία, την περιήγηση κατά μήκος της ακτής κ.λπ. Οι δήμοι υποχρεώνονται να περισυλλέγουν τα φύκη για να διατηρούν μια τουριστική δραστηριότητα.

74      Όπως υπογραμμίσθηκε στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, ένας τέτοιος πολλαπλασιασμός των μακροφυκών αποτελεί ανεπιθύμητη διαταραχή της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στα ύδατα. Οι πράσινες παλίρροιες, λόγω των αρνητικών συνεπειών τους, ιδίως επί των τουριστικών δραστηριοτήτων, αποτελούν επίσης υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων.

75      Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ωστόσο ότι το ποσοστό των αστικής προελεύσεως εαρινών και θερινών εισροών αζώτου ανέρχεται μόλις σε 9,8 % και ότι, επομένως, οι απορρίψεις των αστικών λυμάτων δεν είναι σημαντικές. Ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ομολόγησε, με την αιτιολογημένη γνώμη της, ότι οι αστικής προελεύσεως εισροές αζώτου στον όρμο του Saint-Brieuc, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 8,9 % επί του συνόλου, δεν είναι σημαντικές και ότι το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται ως προς τον όρμο του Lorient.

76      Συναφώς, το γεγονός ότι η Επιτροπή ομολόγησε ότι οι αστικής προελεύσεως απορρίψεις δεν συμβάλλουν σημαντικά στον ευτροφισμό του όρμου του Saint-Brieuc δεν ασκεί επιρροή στο ζήτημα του χαρακτηρισμού του όρμου του Lorient ως ευαίσθητης περιοχής, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι οι δύο αυτές υδάτινες μάζες είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη.

77      Από την έκθεση του ERM του 1999, την οποία προσκομίζει η Επιτροπή, προκύπτει ότι οι εαρινές και θερινές εισροές νιτρικών ιόντων στον όρμο του Lorient, ήτοι κατά την περίοδο πολλαπλασιασμού των πρασίνων φυκών, είναι, κατά το 9,8 %, αστικής προελεύσεως, πράγμα το οποίο αντιπροσωπεύει 374 τόνους. Υπό τις συνθήκες αυτές, βασίμως κατέληξε η Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι οι απορρίψεις αστικών λυμάτων συμβάλλουν σημαντικά στον ευτροφισμό των υδάτων του όρμου του Lorient.

78      Συνεπώς, ορθώς διαπίστωσε η Επιτροπή ότι στον όρμο του Lorient παρουσιάζεται ευτροφισμός, υπό την έννοια της οδηγίας 91/271, και ότι ο όρμος αυτός έπρεπε να έχει χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητη από πλευράς ευτροφισμού περιοχή.

–       Η εκβολή του Elorn, ο κόλπος του Morbihan, ο όρμος του Douarnenez και ο όρμος του Concarneau

79      Η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί των εμπλουτισμό αυτών των υδάτινων μαζών σε θρεπτικές ουσίες.

80      Από την έκθεση του IFREMER του 2001 προκύπτει ότι, από το 1997 έως το 1999, διάστημα το οποίο αφορούσε η μελέτη, οι επίμαχες περιοχές πλήττονταν κάθε έτος από πράσινες παλίρροιες. Η Γαλλική Κυβέρνηση αναγνωρίζει εξάλλου την ύπαρξη και τις διαστάσεις του φαινομένου στον όρμο του Concarneau.

81      Συνεπώς, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 73 και 74 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή αποδεικνύει την κατάσταση ευτροφισμού της εκβολής του Elorn, του κόλπου του Morbihan και των όρμων του Douarnenez και του Concarneau.

82      Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ωστόσο ότι οι εισροές θρεπτικών ουσιών αστικής προελεύσεως δεν συμβάλλουν σημαντικά στον ευτροφισμό αυτών των υδάτινων μαζών και ότι, επομένως, δεν υπάρχει λόγος να χαρακτηρισθούν αυτές ως ευαίσθητες περιοχές στο πλαίσιο της οδηγίας 91/271.

83      Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η ρύπανσή τους με άζωτο είναι κυρίως γεωργικής προελεύσεως.

84      Εντούτοις, όσον αφορά την εκβολή του Elorn, η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση συμφωνούν ότι οι εαρινές και θερινές εισροές νιτρικών ιόντων, ήτοι κατά την περίοδο πολλαπλασιασμού των πρασίνων φυκών, είναι, κατά ποσοστό 21 %, αστικής προελεύσεως, αριθμητικό στοιχείο που περιέχει η έκθεση του ERM του 1999.

85      Όσον αφορά τους όρμους του Douarnenez και του Concarneau, το ποσοστό των αστικής προελεύσεως εαρινών και θερινών εισροών νιτρικών ιόντων ανέρχεται, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, σε 23 % και 32 % αντιστοίχως. Η Γαλλική Κυβέρνηση, αφού επισήμανε, με την απάντησή της στην αιτιολογημένη γνώμη, ότι, σύμφωνα με μελέτη του bureau d’études Saunier (γραφείου μελετών Saunier) του Αυγούστου 1993 (στο εξής: μελέτη Saunier), το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 22 % και 34 % αντιστοίχως, υποστήριξε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η τροφοδοσία σε άζωτο και σε φωσφόρο είναι γεωργικής προελεύσεως κατά ποσοστό 90 % στον όρμο του Douarnenez, βασιζόμενη σε μια μελέτη CEVA-IFREMER για τον Pôle analytique de l’eau (μονάδα αναλύσεως των υδάτων). Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι δεν προσκομίζει τη μελέτη αυτή. Όσον αφορά τον όρμο του Concarneau, η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι διάφορες μελέτες και εκστρατείες μέτρων (IFREMER, Ceva, DDE, In vivo) κατέστησαν δυνατό να εκτιμηθούν οι εισροές θρεπτικών ουσιών στον κόλπο σε 500 περίπου τόνους ετησίως, εκ των οποίων μόνον 6,5 τόνοι (ήτοι 1,3 %) προέρχονται από τον σταθμό επεξεργασίας αστικών λυμάτων του Concarneau. Αλλά, και πάλι, η Γαλλική Κυβέρνηση δεν προσκομίζει αυτές τις μελέτες και τις εκθέσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνουν δεκτά ως βάση της αναλύσεως τα ποσοστά που προκύπτουν από την έκθεση του ERM του 1999 την οποία προσκομίζει η Επιτροπή.

86      Όσον αφορά τον κόλπο του Morbihan, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη μελέτη Saunier, την οποία προσκομίζει, οι εαρινές και θερινές εισροές νιτρικών ιόντων είναι αστικής προελεύσεως μόλις κατά ποσοστό 10 %. Εντούτοις, από την εξέταση της μελέτης αυτής δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί το αριθμητικό στοιχείο αυτό και, επομένως, πρέπει και πάλι να γίνει δεκτό το ποσοστό του 21 % που προκύπτει από την έκθεση του ERM του 1999. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι η μελέτη Saunier χρονολογείται από το 1993 και, επομένως, ότι η έκθεση του ERM του 1999 παρέχει έναν πιο πρόσφατο απολογισμό της καταστάσεως των γαλλικών παρακτίων υδάτων.

87      Ορθώς θεωρεί η Επιτροπή ότι οι εισροές αζώτου αστικής προελεύσεως, οι οποίες αντιπροσωπεύουν ποσοστό μεταξύ 21 % και 32 % του συνόλου των εισροών αζώτου κατά την περίοδο της ταχύτερης αναπτύξεως των φυτών ή των άλλων ανωτέρων φυτικών ειδών, είναι σημαντικές για την εμφάνιση, την ανάπτυξη ή τη διατήρηση μιας καταστάσεως ευτροφισμού των επιμάχων υδάτων υποδοχής.

88      Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς διαπίστωσε η Επιτροπή ότι στην εκβολή του Elorn, στον κόλπο του Morbihan, στον όρμο του Douarnenez και στον όρμο του Concarneau παρουσιάζεται ευτροφισμός, υπό την έννοια της οδηγίας 91/271, και ότι οι περιοχές αυτές έπρεπε να έχουν χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητες από πλευράς ευτροφισμού.

–       Ο Sèvre niortaise

89      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή παραιτήθηκε από την πρώτη αιτίασή της όσον αφορά την περιοχή αυτή.

 Όσον αφορά τη λεκάνη Ροδανού-Μεσογείου-Κορσικής

–       Ο Vistre

90      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο ποταμός Vistre παρουσιάζει ευτροφισμό προς τα κατάντη της Nîmes και ότι έπρεπε να έχει χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητη από πλευράς ευτροφισμού περιοχή.

91      H Γαλλική Κυβέρνηση αναγνωρίζει το βάσιμο της αιτιάσεως αυτής και επισημαίνει ότι το μεμονωμένο πρόβλημα του Vistre, το οποίο οφείλεται μόνο στις απορρίψεις του οικισμού της Nîmes, θα επιλυθεί με τη σύνδεση, στις 31 Δεκεμβρίου 2005, ολόκληρου του οικισμού προς τον σταθμό επεξεργασίας αστικών λυμάτων της δυτικής Nîmes, ο οποίος θα επεκταθεί.

92      Επομένως, οι γαλλικές αρχές έπρεπε να έχουν χαρακτηρίσει τον Vistre προς τα κατάντη της Nîmes ως ευαίσθητη από πλευράς ευτροφισμού περιοχή.

–       Η λιμνοθάλασσα του Thau

93      Δεν αμφισβητείται ότι τα ύδατα της λιμνοθάλασσας του Thau είναι εμπλουτισμένα με θρεπτικές ουσίες. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την έκθεση του IFREMER του 2001, «ο ευτροφισμός των μεσογειακών οικοσυστημάτων δεν έχει ως κύρια αιτία τη γεωργία, αλλά τις απορρίψεις αστικής προελεύσεως», πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί η Γαλλική Κυβέρνηση όσον αφορά τη λιμνοθάλασσα του Thau.

94      Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η λιμνοθάλασσα του Thau αποτελεί το επίκεντρο σημαντικών φαινομένων ανοξίας, τα οποία καλούνται «malaïgues», των οποίων «η εμφάνιση προφανώς οφείλεται στη διάσπαση φυκών, τα οποία αφθονούν στον βορρά, επιταχυνόμενη από υψηλές θερμοκρασίες», και τα οποία καθιστούν τα ύδατα τοξικά για τα ζώα και τα φυτά που ζουν σ’ αυτά. Τέτοια φαινόμενα εμφανίστηκαν το 1975, το 1982, το 1983, το 1987, το 1990, και το 1997.

95      Ωστόσο, βασιζόμενη σε μια μελέτη του IFREMER του 1998, τιτλοφορούμενη «La crise anoxique du bassin de Thau de l’été 1997» («Η κρίση ανοξίας της λεκάνης του Thau το θέρος του 1997», στο εξής: μελέτη του IFREMER του 1998) και στο Bulletin du réseau de suivi lagunaire (Δελτίο του δικτύου εποπτείας των λιμνοθαλασσών) για το έτος 2000, δημοσιευθέν από το IFREMER και την περιφέρεια Languedoc-Roussillon, η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η τροφική κατάσταση της λιμνοθάλασσας του Thau έχει βελτιωθεί σαφώς από τη δεκαετία του ’70. Οι κρίσεις ανοξίας που διαπιστώθηκαν κατά τα είκοσι τελευταία έτη δεν οφείλονται πλέον στον πολλαπλασιασμό των φυτών που προκαλεί ο ευτροφισμός της λιμνοθάλασσας, αλλά σε μια ατελή ακόμη διαχείριση των αποθεμάτων σε ζώσες και σε υπολειμματικές οργανικές πρώτες ύλες, οι οποίες παράγονται, ιδίως, από τη σημαντικότατη δραστηριότητα καλλιέργειας οστρακοειδών που αναπτύσσεται στη λιμνοθάλασσα του Thau.

96      Συναφώς, από τη μελέτη του IFREMER του 1998 προκύπτει ότι, κατόπιν των διευθετήσεων της περιμέτρου του, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί από τη δεκαετία του ’70 με σκοπό τη μείωση των εισροών θρεπτικών ουσιών ανθρώπινης προελεύσεως, «μπορεί να θεωρηθεί ότι η λεκάνη του Thau δεν είναι πλέον ευτροφική».

97      Πράγματι, σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, μολονότι στα ύδατα της λιμνοθάλασσας του Thau υπάρχει σημαντική παραγωγή φυτοπλαγκτού, τα είδη φυτοπλαγκτού που απαντούν δεν είναι τοξικά και επιτρέπουν την καλλιέργεια οστρακοειδών, κυρίως στρειδιών, σε υψηλά ποσοστά αναπτύξεως. Η ποσότητα αζωτούχων υλών που προέρχονται από τη συγκομιδή (μυδιών, στρειδιών κ.λπ.) αντιπροσωπεύει εξάλλου το 60 % των εισροών της λεκάνης υδροσυλλογής. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα ύδατα της λιμνοθάλασσας του Thau δεν παρουσιάζουν αυτή τη στιγμή ανεπιθύμητη διαταραχή της ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στα ύδατα.

98      Εντούτοις, η μελέτη του IFREMER του 1998 υπογραμμίζει τον κίνδυνο να προσβληθούν τα ύδατα της λιμνοθάλασσας του Thau από το malaïgue, φαινόμενο που εκδηλώνεται ως ανοξία των υδάτων, την παραγωγή θειούχων ενώσεων και τον μαζικό θάνατο όλων των ζωντανών οργανισμών που απαντούν στις πληγείσες ζώνες, περιλαμβανομένων των στρειδιών. Το τελευταίο malaïgue χρονολογείται από το 1997. Το φαινόμενο αυτό, οσάκις εμφανίζεται, αποτελεί συγχρόνως ανεπιθύμητη διαταραχή των οργανισμών που ζουν στα ύδατα και υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων.

99      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, από τη μελέτη του IFREMER του 1998 προκύπτει ότι, ακόμη και αν οι προσχώσεις οργανικών υλών που προέρχονται από τη δραστηριότητα της καλλιέργειας οστρακοειδών συμβάλλουν στη δημιουργία των malaïgues, όπως αυτής που επήλθε το 1997, η ανάπτυξη μακροφύτων στην όχθη της λιμνοθάλασσας, κατόπιν του εμπλουτισμού των υδάτων σε θρεπτικές ουσίες, παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση των φαινομένων αυτών.

100    Σύμφωνα με την ίδια αυτή μελέτη, η εμφάνιση των malaïgues δεν μπορεί να αποκλεισθεί στο μέλλον, υπό εξαιρετικές μετεωρολογικές συνθήκες, όπως αυτές που συνέτρεξαν κατά την κρίση του 1997. Στην περίμετρο της λιμνοθάλασσας του Thau υπάρχει «ορισμένος αριθμός ενδεχόμενων εστιών σε τομείς που βρίσκονται στο σημείο αφίξεως των κυρίων υδάτινων ρευμάτων τα οποία τροφοδοτούνται ιδίως από ύδατα προερχόμενα από τον βιολογικό καθαρισμό λυμάτων». Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από το Bulletin du réseau de suivi lagunaire pour l’année 2000, κατά το οποίο τμήμα της λιμνοθάλασσας του Thau (ορμίσκος του Angle) βρίσκεται σε μέση κατάσταση όσον αφορά τον ευτροφισμό.

101    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι στη λιμνοθάλασσα του Thau μπορεί να παρουσιαστεί ευτροφισμός στο εγγύς μέλλον αν δεν ληφθούν μέτρα προστασίας και ότι η λιμνοθάλασσα αυτή έπρεπε να έχει χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητη από πλευράς ευτροφισμού περιοχή, υπό την έννοια της οδηγίας 91/271.

102    Σύμφωνα με τη μελέτη του IFREMER του 1998, «οι εισροές από τη λεκάνη υδροσυλλογής είναι […] αναγκαίες για τη διατήρηση της φέρουσας ικανότητας της λεκάνης του Thau για την καλλιέργεια οστρακοειδών», διότι «μια μείωση της πλαγκτονικής παραγωγής [θα είχε] ως ενδεχόμενη συνέπεια τη μείωση της παραγωγής οστρακοειδών», πράγμα που προδήλως δεν είναι επιθυμητό. Πάντως, το παράρτημα II, A, στοιχείο α΄, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 91/271 προβλέπει τη δυνατότητα κατάλληλης προσαρμογής της αυστηρότερης επεξεργασίας στην οποία υποβάλλονται συνήθως τα λύματα που απορρίπτονται σε μια ευαίσθητη περιοχή.

103    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η πρώτη αιτίαση είναι βάσιμη, όσον αφορά τον όρμο του Σηκουάνα, τον Σηκουάνα προς τα κατάντη της συμβολής του με τον Andelle, τα ηπειρωτικά ύδατα της λεκάνης Αρτουά-Πικαρδίας, τον όρμο του Vilaine, τον όρμο του Lorient, την εκβολή του Elorn, τον όρμο του Douarnenez, τον όρμο του Concarneau, τον κόλπο του Morbihan, τον Vistre προς τα κατάντη της Nîmes, καθώς και τη λιμνοθάλασσα του Thau.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, αντλούμενης από την παράλειψη αυστηρότερης επεξεργασίας των απορρίψεων αστικών λυμάτων των οικισμών με ι.π. άνω των 10 000 σε ευαίσθητες περιοχές

104    Από το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/271 προκύπτει ότι οι γαλλικές αρχές υποχρεούνταν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ούτως ώστε, όσον αφορά τους οικισμούς με ι.π. άνω των 10 000, τα αστικά λύματα που διοχετεύονται σε αποχετευτικά δίκτυα να υποβάλλονται σε αυστηρότερη επεξεργασία από την περιγραφόμενη στο άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας, το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998.

105    Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 5, παράγραφος 3, και του παραρτήματος I, B, σημείο 3, της οδηγίας 91/271, αυτή η αυστηρότερη επεξεργασία συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις απορρίψεις σε ευαίσθητες από πλευράς ευτροφισμού περιοχές, την τήρηση των επιταγών του πίνακα 2 του ίδιου παραρτήματος, υπό την επιφύλαξη πάντως του παραρτήματος II, A, στοιχείο α΄, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

106    Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, απαντώντας στο έγγραφο οχλήσεως, οι γαλλικές αρχές, με έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 2000, ομολόγησαν ότι, για 130 οικισμούς, κατάλογο των οποίων επισύναψαν, η επεξεργασία των λυμάτων δεν ήταν, στις 31 Δεκεμβρίου 1998, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας, σύμφωνη προς τις επιταγές του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/271.

107    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, από τους 130 οικισμούς του ως άνω καταλόγου, 32 συμβιβάζονται έκτοτε προς τις επιταγές της οδηγίας 91/271, από τους οποίους 10 (Vichy, Aix-en-Provence, Mâcon, Créhange, Saint-Avold, Bailleul, Aurillac, Montauban, Châtillon-sur-Seine και Gray) συμβιβάζονταν ήδη κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας.

108    Συναφώς, κατά παγία νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται βάσει της καταστάσεως του κράτους μέλους όπως αυτή είχε κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003, C-446/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2003, σ. Ι-6053, σκέψη 15).

109    Άπαξ οι οικισμοί Vichy, Aix-en-Provence, Mâcon, Créhange, Saint-Avold, Bailleul, Aurillac, Montauban, Châtillon-sur-Seine και Gray κατέστησαν σύμφωνοι προς την οδηγία πριν από τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, η αιτίαση δεν είναι βάσιμη ως προς αυτούς.

110    Αντιθέτως, η αιτίαση είναι βάσιμη όσον αφορά τους λοιπούς οικισμούς τους οποίους αφορά το έγγραφο των γαλλικών αρχών της 12ης Δεκεμβρίου 2000, περιλαμβανομένων εκείνων που κατέστησαν σύμφωνοι προς την οδηγία μετά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας.

111    Περαιτέρω, η Επιτροπή προσάπτει στις γαλλικές αρχές ότι δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τον οικισμό του Montpellier, το όνομα του οποίου δεν περιέχεται στον κατάλογο που επισυνάφθηκε στο έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 2000.

112    Από την απάντηση της Γαλλικής Κυβερνήσεως στην αιτιολογημένη γνώμη προκύπτει ότι ο οικισμός του Montpellier απορρίπτει τα αστικά του λύματα σε ευαίσθητη περιοχή και ότι τα έργα για να καταστεί ο σταθμός επεξεργασίας αστικών λυμάτων σύμφωνος με την οδηγία και για να δημιουργηθεί απαγωγός οχετός προς τη θάλασσα θα έχουν περατωθεί μόλις το 2004. Δεδομένου ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν υποστήριξε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι τα έργα αυτά ολοκληρώθηκαν νωρίτερα απ’ ό,τι προβλεπόταν και, εν πάση περιπτώσει, νωρίτερα από τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, η δεύτερη αιτίαση είναι βάσιμη και όσον αφορά τον οικισμό του Montpellier.

113    Τέλος, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι γαλλικές αρχές όφειλαν να μεριμνούν ούτως ώστε τα αστικά λύματα τα οποία προέρχονται από οικισμούς με ι.π. άνω των 10 000 και τα οποία απορρίπτονται στις περιοχές στις οποίες αναφέρεται η πρώτη αιτίαση, οι οποίες έπρεπε να έχουν χαρακτηρισθεί ως ευαίσθητες από πλευράς ευτροφισμού περιοχές, να υποβάλλονται σε αυστηρότερη επεξεργασία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/271.

114    Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση, η οποία δεν αμφισβητεί ότι αστικά λύματα προερχόμενα από οικισμούς με ι.π. άνω των 10 000 απορρίπτονται στις ζώνες στις οποίες αναφέρεται η σκέψη 103 της παρούσας αποφάσεως ή στις λεκάνες υδροσυλλογής τους, δεν ισχυρίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξε ότι, κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, τα λύματα αυτά υποβάλλονταν σε αυστηρότερη επεξεργασία, υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/271.

115    Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας:

–        να χαρακτηρίσει ως ευαίσθητες από πλευράς ευτροφισμού περιοχές τον όρμο του Σηκουάνα, τον Σηκουάνα προς τα κατάντη της συμβολής του με τον Andelle, τα ηπειρωτικά ύδατα της λεκάνης Artois-Picardie, τον όρμο του Vilaine, τον όρμο του Lorient, την εκβολή του Elorn, τον όρμο του Douarnenez, τον όρμο του Concarneau, τον κόλπο του Morbihan, τον Vistre προς τα κατάντη της Nîmes, καθώς και τη λιμνοθάλασσα του Thau, και

–        να υποβάλει σε αυστηρότερη επεξεργασία τις απορρίψεις αστικών λυμάτων που προέρχονται από τους οικισμούς –πλην του Vichy, του Aix-en-Provence, του Mâcon, του Créhange, του Saint-Avold, του Bailleul, του Aurillac, του Montauban, του Châtillon-sur-Seine και του Gray– στους οποίους αναφέρεται το έγγραφο των γαλλικών αρχών της 12ης Δεκεμβρίου 2000 και από τον οικισμό του Μontpellier, καθώς και τις απορρίψεις αστικών λυμάτων των οικισμών με ισοδύναμο πληθυσμό (ι.π.) άνω των 10 000 στον όρμο του Σηκουάνα, στον Σηκουάνα προς τα κατάντη της συμβολής του με τον Andelle, στα ηπειρωτικά ύδατα της λεκάνης Αρτουά-Πικαρδίας, στον όρμο του Vilaine, στον όρμο του Lorient, στην εκβολή του Elorn, στον όρμο του Douarnenez, στον όρμο του Concarneau, στον κόλπο του Morbihan, στον Vistre προς τα κατάντη της Nîmes, καθώς και στη λιμνοθάλασσα του Thau,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, και από το παράρτημα II της οδηγίας 91/271. Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

116    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα η Γαλλική Δημοκρατία, η οποία ηττήθηκε, η Γαλλική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας:

–        να χαρακτηρίσει ως ευαίσθητες από πλευράς ευτροφισμού περιοχές τον όρμο του Σηκουάνα, τον Σηκουάνα προς τα κατάντη της συμβολής του με τον Andelle, τα ηπειρωτικά ύδατα της λεκάνης Αρτουά-Πικαρδίας, τον όρμο του Vilaine, τον όρμο του Lorient, την εκβολή του Elorn, τον όρμο του Douarnenez, τον όρμο του Concarneau, τον κόλπο του Morbihan, τον Vistre προς τα κατάντη της Nîmes, καθώς και τη λιμνοθάλασσα του Thau, και

–        να υποβάλει σε αυστηρότερη επεξεργασία τις απορρίψεις αστικών λυμάτων που προέρχονται από τους οικισμούς –πλην του Vichy, του Aix-en-Provence, του Mâcon, του Créhange, του Saint-Avold, του Bailleul, του Aurillac, του Montauban, του Châtillon-sur-Seine και του Gray– στους οποίους αναφέρεται το έγγραφο των γαλλικών αρχών της 12ης Δεκεμβρίου 2000 και από τον οικισμό του Μontpellier, καθώς και τις απορρίψεις αστικών λυμάτων των οικισμών με ισοδύναμο πληθυσμό (ι.π.) άνω των 10 000 στον όρμο του Σηκουάνα, στον Σηκουάνα προς τα κατάντη της συμβολής του με τον Andelle, στα ηπειρωτικά ύδατα της λεκάνης Αρτουά-Πικαρδίας, στον όρμο του Vilaine, στον όρμο του Lorient, στην εκβολή του Elorn, στον όρμο του Douarnenez, στον όρμο του Concarneau, στον κόλπο του Morbihan, στον Vistre προς τα κατάντη της Nîmes, καθώς και στη λιμνοθάλασσα του Thau,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, και από το παράρτημα II της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.