62002J0014

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2003. - ATRAL SA κατά Βελγικού Δημοσίου. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d'Etat - Βέλγιο. - Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - όεντρικά συστήματα συναγερμού - Ερμηνεία των άρθρων 28Εό και 30Εό - Ερμηνεία των οδηγιών 73/23/ΕΟό, 89/336/ΕΟK και 1999/5/Εό - Συμβιβαστό εθνικής νομοθεσίας που εξαρτά την εμπορία από διαδικασία προηγουμένης εγκρίσεως. - Υπόθεση C-14/02.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-04431


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Προσέγγιση των νομοθεσιών - Ηλεκτρολογικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσεως - Οδηγία 73/23 - Ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα - Οδηγία 89/336 - Ραδιοεξοπλισμός και τηλεπικοινωνιακός τερματικός εξοπλισμός, καθώς και αμοιβαία αναγνώριση της συμβατότητάς τους - Οδηγία 1999/5 - Πλήρης εναρμόνιση - Διατάξεις εθνικής νομοθεσίας που εξαρτούν την εμπορία συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού, παρά τη συμφωνία τους με την οδηγία, από διαδικασία προηγούμενης εγκρίσεως - Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 1999/5 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 6 και 8· οδηγίες του Συμβουλίου 73/23, άρθρο 3, και 89/336, άρθρο 5)

2. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Ποσοτικοί περιορισμοί - Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος - Εθνική κανονιστική ρύθμιση επιβάλλουσα συμπληρωματικούς ελέγχους για προϊόντα τα οποία έχουν νομίμως παραχθεί και διατεθεί στο εμπόριο εντός άλλου κράτους μέλους - Δικαιολόγηση - Προϋποθέσεις και όρια

(Άρθρα 28 ΕΚ και 30 EK)

Περίληψη


1. Από το γράμμα και τον σκοπό της οδηγίας 73/23, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στο ηλεκτρολογικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσεως, της οδηγίας 89/336, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα καθώς και της οδηγίας 1999/5, σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών προκύπτει ότι αποβλέπουν στην πλήρη εναρμόνιση του τομέα που ρυθμίζουν. Συνεπώς, στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται πλήρως και δεν έχουν τη δυνατότητα διατηρήσεως σε ισχύ αντιθέτων διατάξεων της εθνικής τους νομοθεσίας.

Ειδικότερα, το άρθρο 3 της οδηγίας 73/23, το άρθρο 5 της οδηγίας 89/336 και τα άρθρα 6 και 8 της οδηγίας 1999/5 αποκλείουν διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες εξαρτούν από διαδικασία προηγουμένης εγκρίσεως την εμπορία συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού, ιδίως δε όσων χρησιμοποιούν ραδιοηλεκτρικούς συνδέσμους, συμφώνων προς τις διατάξεις των εν λόγω οδηγιών και φερουσών το κατάλληλο σήμα ΕΚ.

( βλ. σκέψεις 44-45, 60, διατακτ. 1-2 )

2. Τα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ έχουν την έννοια ότι, έστω και ελλείψει κοινοτικών μέτρων εναρμονίσεως, τα προϊόντα που έχουν νομίμως παραχθεί και διατεθεί στο εμπόριο σε κράτος μέλος πρέπει να μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο και σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να υπόκεινται σε συμπληρωματικούς ελέγχους. Εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα τέτοιου είδους ελέγχους μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον αν εμπίπτει σε μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 30 ΕΚ ή αν ανταποκρίνεται σε μία από τις επιτακτικές απαιτήσεις που έχει δεχθεί η νομολογία του Δικαστηρίου, σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις αν μπορεί να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αν δεν βαίνει πέραν εκείνου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

( βλ. σκέψεις 65, 69, διατακτ. 3-4 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-14/02,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Conseil d'État (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ATRAL SA

και

État belge,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ, της οδηγίας 73/23/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 1973, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στο ηλεκτρολογικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/002, σ. 58), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993, για την τροποποίηση των οδηγιών 87/404/ΕΟΚ (απλά δοχεία πίεσης), 88/378/ΕΟΚ (ασφάλεια των παιχνιδιών), 89/106/ΕΟΚ (προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών), 89/336/ΕΟΚ (ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα), 89/392/ΕΟΚ (μηχανές), 89/686/ΕΟΚ (μέσα ατομικής προστασίας), 90/384/ΕΟΚ (όργανα ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας), 90/385/ΕΟΚ (ενεργά εμφυτεύσιμα ιατρικά βοηθήματα), 90/396/ΕΟΚ (συσκευές αερίου), 91/263/ΕΟΚ (τερματικός εξοπλισμός τηλεπικοινωνιών), 92/42/ΕΟΚ (νέοι λέβητες ζεστού νερού που τροφοδοτούνται με υγρά ή αέρια καύσιμα) και 73/23/ΕΟΚ (ηλεκτρολογικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσεως) (ΕΕ L 220, σ. 1), της οδηγίας 89/336/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μα_ου 1989, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα (EE L 139, σ. 19), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/68, και της οδηγίας 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών (ΕΕ L 91, σ. 10),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen, Β. Σκουρή, F. Macken και J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η ATRAL SA, εκπροσωπούμενη από τους E. de Cannart d'Hamale και B. Raevens, avocats,

- το Βελγικό Δημόσιο (État belge), εκπροσωπούμενο από τους L. Defalque και X. Leurquin, avocats,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Tricot και R. Amorosi, επικουρούμενους από τον B. van de Walle de Ghelcke, avocat,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της ATRAL SA, εκπροσωπούμενης από τους E. de Cannart d'Hamale και B. Raevens, του Βελγικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον L. Defalque, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από την R. Loosli-Surrans, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον X. Lewis, επικουρούμενο από τον B. van de Walle de Ghelcke, κατά τη συνεδρίαση της 3ης Οκτωβρίου 2002,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιανουαρίου 2002, το Conseil d'État (Βέλγιο) υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ, της οδηγίας 73/23/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 1973, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στο ηλεκτρολογικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/002, σ. 58), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993, για την τροποποίηση των οδηγιών 87/404/ΕΟΚ (απλά δοχεία πίεσης), 88/378/ΕΟΚ (ασφάλεια των παιχνιδιών), 89/106/ΕΟΚ (προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών), 89/336/ΕΟΚ (ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα), 89/392/ΕΟΚ (μηχανές), 89/686/ΕΟΚ (μέσα ατομικής προστασίας), 90/384/ΕΟΚ (όργανα ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας), 90/385/ΕΟΚ (ενεργά εμφυτεύσιμα ιατρικά βοηθήματα), 90/396/ΕΟΚ (συσκευές αερίου), 91/263/ΕΟΚ (τερματικός εξοπλισμός τηλεπικοινωνιών), 92/42/ΕΟΚ (νέοι λέβητες ζεστού νερού που τροφοδοτούνται με υγρά ή αέρια καύσιμα) και 73/23/ΕΟΚ (ηλεκτρολογικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσεως) (ΕΕ L 220, σ. 1, στο εξής: οδηγία 73/23), της οδηγίας 89/336/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μα_ου 1989, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα (EE L 139, σ. 19), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/68 (στο εξής: οδηγία 89/336), και της οδηγίας 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών (ΕΕ L 91, σ. 10).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της ATRAL SA (στο εξής: ATRAL), με έδρα το Crolles (Γαλλία), και του Βελγικού Δημοσίου αναφορικά με την εμπορία στο Βέλγιο ορισμένων συστημάτων συναγερμού τα οποία κατασκευάζει η ATRAL στη Γαλλία.

Το νομικό πλαίσιο

Οι διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας

3 Κατά το πρώτο άρθρο της, η οδηγία 73/23 αφορά το ηλεκτρολογικό υλικό που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε ονομαστική τάση περιλαμβανόμενη μεταξύ 50 και 1 000 V για το εναλλασσόμενο ρεύμα και 75 και 1 500 V για το συνεχές ρεύμα, εξαιρέσει των υλικών τα οποία περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ της εν λόγω οδηγίας.

4 Το άρθρο 2 της οδηγίας 73/23 προβλέπει ότι:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε το ηλετρολογικό υλικό να δύναται να διατεθεί στην αγορά εκτός μόνον εάν έχει κατασκευασθεί σύμφωνα με τους κανόνες της ασφαλείας οι οποίοι ισχύουν εντός της Κοινότητος και δεν εκθέτει σε κίνδυνο, σε περίπτωση καλής εγκαταστάσεως, συντηρήσεως και χρησιμοποιήσεως σύμφωνης με τον προορισμό του, την ασφάλεια των προσώπων και των κατοικιδίων ζώων, ως και των υλικών αγαθών.

2. Το παράρτημα Ι συνοψίζει τα κυριότερα στοιχεία των αντικειμενικών στόχων ασφαλείας που προβλέπονται στην παράγραφο 1.»

5 Το άρθρο 3 της οδηγίας 73/23 ορίζει ότι:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να μη υπάρξει εμπόδιο, για λόγους ασφαλείας, στην ελεύθερη κυκλοφορία του ηλεκτρολογικού υλικού εντός της Κοινότητας, εάν η ποιότης του ανταποκρίνεται, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5, 6, 7 ή 8, προς τις διατάξεις του άρθρου 2.»

6 Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 73/23 προβλέπει ότι:

«Πριν από τη διάθεσή του στην αγορά, το ηλεκτρολογικό υλικό που αναφέρεται στο άρθρο 1 πρέπει να φέρει την προβλεπόμενη στο άρθρο 10 σήμανση "CE" που υποδηλώνει την πιστότητά του προς το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας για την εκτίμηση της πιστότητας που περιγράφεται στο παράρτημα IV.»

7 Κατά το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 89/336, ως «συσκευές» στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, νοούνται «όλες οι ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές καθώς και ο εξοπλισμός και οι εγκαταστάσεις που περιέχουν ηλεκτρικά ή/και ηλεκτρονικά μέρη».

8 Με το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/336 διευκρινίζεται ότι:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις συσκευές που μπορεί να προκαλούν ηλεκτρομαγνητικές διαταραχές ή των οποίων η λειτουργία μπορεί να επηρεάζεται από τέτοιου είδους διαταραχές.»

9 Το άρθρο 3 της οδηγίας 89/336 ορίζει ότι:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα πρόσφορα μέτρα ώστε οι συσκευές που αναφέρονται στο άρθρο 2 να μπορούν να διατίθενται στην αγορά και να τίθενται σε λειτουργία μόνον εάν φέρουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 10 σήμανση "ΕΚ" που υποδηλώνει την πιστότητά τους προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για την εκτίμηση της πιστότητάς τους που προβλέπονται στο άρθρο 10, εφόσον εγκαθίστανται και συντηρούνται σωστά και χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τον προορισμό τους.»

10 Με το άρθρο 5 της οδηγίας 89/336 ορίζεται συμπληρωματικώς ότι:

«Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν, για λόγους που αφορούν την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα, ούτε τη διάθεση στην αγορά ούτε τη λειτουργία στο έδαφός τους των συσκευών που εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία και οι οποίες ανταποκρίνονται στις διατάξεις της.»

11 Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 αυτής, η οδηγία 1999/5 διαγράφει το κανονιστικό πλαίσιο για τη διάθεση στην αγορά, την ελεύθερη κυκλοφορία και τη θέση σε λειτουργία στην Κοινότητα ραδιοεξοπλισμού και τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού.

12 Κατά το άρθρο 2, στοιχείο γ_, της οδηγίας 1999/5, στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, νοείται ως «ραδιοεξοπλισμός» «προϊόν ή σχετικό κατασκευαστικό στοιχείο του το οποίο είναι ικανό να αποκαταστήσει επικοινωνία μέσω εκπομπής ή/και λήψης ραδιοκυμάτων και το οποίο χρησιμοποιεί φάσμα που έχει παραχωρηθεί στις επίγειες/δορυφορικές ραδιοεπικοινωνίες».

13 Με το άρθρο 3 της οδηγίας 1999/5 διευκρινίζεται ότι ορισμένες βασικές απαιτήσεις, τις οποίες απαριθμεί, ισχύουν για όλες τις συσκευές. Επίσης, προβλέπει ότι ο ραδιοεξοπλισμός πρέπει να κατασκευάζεται κατά τρόπο που να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά το φάσμα που έχει παραχωρηθεί στις επίγειες ή δορυφορικές ραδιοεπικοινωνίες, ώστε να αποφεύγονται οι επιβλαβείς παρεμβολές.

14 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/5 προβλέπει ότι εφόσον η συσκευή ανταποκρίνεται στα οικεία εναρμονισμένα πρότυπα, τεκμαίρεται ότι υπάρχει συμμόρφωση προς τις κατά το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας βασικές απαιτήσεις.

15 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/5 ορίζει ότι:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η συσκευή διατίθεται στην αγορά μόνον εφόσον συμμορφούται προς τις ενδεδειγμένες βασικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 και προς τις άλλες σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας όταν εγκαθίσταται και συντηρείται κατάλληλα και χρησιμοποιείται για τον προορισμό της. Δεν υπόκειται σε περαιτέρω εθνική ρύθμιση όσον αφορά τη διάθεση στην αγορά.»

16 Με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/5 ορίζεται συμπληρωματικώς:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η συσκευή διατίθεται στην αγορά μόνον εφόσον συμμορφούται προς τις ενδεδειγμένες βασικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 και προς τις άλλες σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»

17 Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/5:

«Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή θέτουν εμπόδια στην εμπορία και εγκατάσταση στην επικράτειά τους συσκευών με το σήμα "CE" που αναφέρεται στο παράρτημα VII, και το οποίο δηλώνει τη συμμόρφωσή τους προς όλες τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για την αξιολόγηση της πιστότητας, οι οποίες αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙ. Τούτο ισχύει με την επιφύλαξη του άρθρου 6, παράγραφος 4, του άρθρου 7, παράγραφος 2 και του άρθρου 9, παράγραφος 5.»

18 Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/5:

«Τα κράτη μέλη, το αργότερο μέχρι τις 7 Απριλίου 2000, θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 8 Απριλίου 2000.»

19 Στο άρθρο 21 της οδηγίας 1999/5 ορίζεται ότι η ισχύς της άρχεται από της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα, δηλαδή από τις 7 Απριλίου 1999.

Οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας

20 Το άρθρο 12 του βελγικού νόμου της 10ης Απριλίου 1990 περί των επιχειρήσεων φυλάξεως, των επιχειρήσεων ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως (Moniteur belge της 29ης Μα_ου 1990, σ. 10963, στο εξής: νόμος της 10ης Απριλίου 1990) προέβλεπε, μέχρι της τροποποιήσεώς του με τον νόμο της 9ης Ιουνίου 1999, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1ης Νοεμβρίου 1999 (Moniteur belge της 29ης Ιουλίου 1999, σ. 28316), ότι:

«Τα κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, κεντρικά συστήματα συναγερμού και τα εξαρτήματά τους δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν στο εμπόριο ή να τίθενται, καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπο, στη διάθεση των καταναλωτών, παρά μόνον κατόπιν προηγουμένης εγκρίσεως σύμφωνα με την καθορισθησόμενη από τον βασιλέα διαδικασία.

Ο βασιλέας καθορίζει, επίσης, τις προϋποθέσεις για την εγκατάσταση, τη συντήρηση και τη χρήση των κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, κεντρικών συστημάτων συναγερμού, καθώς και των εξαρτημάτων τους.»

21 Το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του νόμου της 10ης Απριλίου 1990 ορίζει ότι:

«Μπορεί να επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο ύψους 1 000 έως 1 000 000 φράγκων σε νομικό ή φυσικό πρόσωπο που παραβαίνει τον παρόντα νόμο και τα διατάγματα περί εκτελέσεώς του, εξαιρουμένων των κατά το άρθρο 18 παραβάσεων».

22 Βάσει του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, του νόμου της 10ης Απριλίου 1990, εκδόθηκε στις 23 Απριλίου 1999 βασιλικό διάταγμα περί καθορισμού της διαδικασίας εγκρίσεως των κατά τον νόμο της 10ης Απριλίου 1990 κεντρικών συστημάτων συναγερμού στις επιχειρήσεις φυλάξεως, τις επιχειρήσεις ασφαλείας και τις εσωτερικές υπηρεσίες φυλάξεως (Moniteur belge της 19ης Ιουνίου 1999, σ. 23217, στο εξής: διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999).

23 Κατά το άρθρο 1, σημείο 2, του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999, ως «συσκευές», νοούνται «τα συστήματα και οι κεντρικές εγκαταστάσεις συναγερμού, καθώς και τα εξαρτήματά τους, που αποσκοπούν στην πρόληψη ή τη διαπίστωση εγκλημάτων κατά προσώπων ή περιουσιακών στοιχείων».

24 Το άρθρο 2 του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999 προβλέπει ότι:

«1. Δεν επιτρέπεται κατασκευαστής, εισαγωγέας, χονδρέμπορος ή άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο να εμπορεύεται στο Βέλγιο ή να θέτει στη διάθεση των καταναλωτών συσκευές, αν αυτές δεν έχουν προηγουμένως εγκριθεί από ειδικώς συγκροτούμενη επιτροπή, στο εξής καλούμενη "επιτροπή εγκρίσεως συσκευών".

2. Η Επιτροπή εγκρίσεως συσκευών εκδίδει, για κάθε εγκρινόμενη πρωτότυπη συσκευή, πιστοποιητικό εγκρίσεως, σύμφωνο προς το περιεχόμενο στο παράρτημα 1 του παρόντος διατάγματος υπόδειγμα, το οποίο οφείλει να διατηρεί ο αιτών.

Ο αιτών, με δικές του δαπάνες, θέτει επί των σύμφωνων προς το πρωτότυπο συσκευών τις οποίες εμπορεύεται ή θέτει στη διάθεση των καταναλωτών σήμα που πιστοποιεί την έγκριση.

[...]

Οι υπηρεσίες οι αρμόδιες για την εποπτεία εφαρμογής του προαναφερθέντος νόμου της 10ης Απριλίου 1990 και των διαταγμάτων που εκδόθηκαν προς εφαρμογή του δύνανται να επιβάλλουν τον έλεγχο συμφωνίας των διατιθέμενων στο εμπόριο ή στη διάθεση των καταναλωτών συσκευών εκ μέρους ενός των οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του παρόντος διατάγματος. Ο εν λόγω οργανισμός διαβιβάζει έκθεση ελέγχου στην επιτροπή εγκρίσεως συσκευών, η οποία, βάσει της εκθέσεως αυτής, αποφασίζει για το αν η συσκευή πληροί ή όχι τις νόμιμες απαιτήσεις.

Οι δαπάνες του ελέγχου βαρύνουν τον αιτούντα τις δοκιμές εγκρίσεως βάσει των οποίων χορηγήθηκε η έγκριση.»

25 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999 ορίζει ότι:

«Ο Υπουργός Εσωτερικών καταρτίζει, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της επιτροπής ελέγχου συσκευών, τον κατάλογο των οργανισμών που ειδικεύονται στην πραγματοποίηση δοκιμών πριν από την ενδεχόμενη έγκριση των συσκευών ή προς εξακρίβωση του περιεχομένου των κατά το άρθρο 9 του παρόντος διατάγματος εκθέσεων.

Οι αιτήσεις εγκρίσεως συσκευών υποβάλλονται απευθείας σε έναν εκ των εν λόγω οργανισμών. Οι οργανισμοί αυτοί είναι αποκλειστικώς αρμόδιοι για την πραγματοποίηση των δοκιμών.»

26 Κατά το άρθρο 5 του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999:

«Πριν προβούν στις καθαυτό δοκιμές, τα εργαστήρια εξετάζουν τις συσκευές.

Η εξέταση αυτή συνίσταται:

1. σε ταυτοποίηση των συσκευών·

2. σε έλεγχο των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων με βάση τα υποβληθέντα από τον κατασκευαστή έγγραφα·

3. σε εξακρίβωση των απαιτουμένων ελαχίστων λειτουργιών, όπως αυτές περιγράφονται στο παράρτημα 3 του παρόντος διατάγματος.

[...]»

27 Το άρθρο 6 του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999 ορίζει ότι:

«Οι δοκιμές των συσκευών αφορούν:

1. τη λειτουργική καταλληλότητα·

2. τον μηχανικό έλεγχο·

3. την αξιοπιστία της μηχανικής ή ηλεκτρονικής λειτουργίας·

4. την ανυπαρξία ψευδών συναγερμών·

5. την προστασία κατά της απάτης ή κατά της απόπειρας εξουδετερώσεως του συστήματος.

Προς τούτο, οι συσκευές υποβάλλονται στις προβλεπόμενες στα παραρτήματα 3 και 5 του παρόντος διατάγματος δοκιμές. Οι δοκιμές αυτές αφορούν τους διαφόρους τύπους εξαρτημάτων.

Οι συσκευές που χρησιμοποιούν ραδιοηλεκτρικούς συνδέσμους υπόκεινται, εξάλλου, στις δοκιμές του παραρτήματος 6».

28 Κατά το άρθρο 7 του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999:

«Τα εργαστήρια των αναφερομένων στο άρθρο 4, παράγραφος 1, οργανισμών εξετάζουν αν η προσκομισθείσα συσκευή ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές που απαριθμούνται στον κατάλογο του παραρτήματος 7.

Προς τούτο, ο αιτών οφείλει να υποβάλει στα ως άνω εργαστήρια όλα τα απαιτούμενα έγγραφα προς πραγματοποίηση αυτής της εξετάσεως.»

29 Στο άρθρο 9 του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999 διευκρινίζεται ότι:

«Προς έγκριση συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού εισαγομένων από άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και από κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Ελευθέρων Ανταλλαγών, τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, γίνονται δεκτά τα πιστοποιητικά και οι εκθέσεις δοκιμής που προέρχονται από εγκεκριμένο οργανισμό αυτών των κρατών, εφόσον πιστοποιούν τη συμφωνία αυτών των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων προς τους τεχνικούς κανόνες και ρυθμίσεις που διασφαλίζουν επίπεδο προστασίας ισοδύναμο προς εκείνο που προβλέπει το παρόν διάταγμα.»

30 Το άρθρο 12 του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999 προβλέπει ότι: «Οι διοικητικές και λειτουργικές δαπάνες που αφορούν τη διαδικασία υποβολής αιτήσεως, τις δοκιμές και τον έλεγχο συμφωνίας προς τις προδιαγραφές βαρύνουν τον αιτούντα».

31 Δυνάμει του άρθρου 16 αυτού, το διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999 τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιουνίου 1999.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

32 Η ATRAL, εταιρία του γαλλικού δικαίου, κατασκευάζει και εμπορεύεται συστήματα και κεντρικές εγκαταστάσεις συναγερμού χρησιμοποιούντα ραδιοηλεκτρικούς συνδέσμους, κοινώς γνωστά ως ασύρματα συστήματα συναγερμού. Από το έτος 1996 εμπορεύεται τα συστήματά της και τις κεντρικές εγκαταστάσεις συναγερμού στο Βέλγιο, κυρίως μέσω μεγάλων καταστημάτων.

33 Μέχρις εκδόσεως του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999, η πώληση των προϊόντων της ATRAL δεν υπόκειτο σε ρυθμίσεις, δεδομένου ότι η ισχύουσα τότε κανονιστική ρύθμιση, συγκεκριμένα το βασιλικό διάταγμα της 31ης Μαρτίου 1994, περί διαδικασίας εγκρίσεως των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού στα οποία αναφέρεται ο νόμος της 10ης Απριλίου 1990 περί επιχειρήσεων φυλάξεως, επιχειρήσεων ασφαλείας και εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, είχε εφαρμογή μόνον επί των καλωδιακών κεντρικών συστημάτων συναγερμού. Από της θέσεως σε ισχύ του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999 η ATRAL δεν έχει πλέον δυνατότητα εμπορίας των προϊόντων της χωρίς προηγούμενη έγκριση της επιτροπής εγκρίσεως συσκευών.

34 Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 16 Αυγούστου 1999 ενώπιον του Conseil d'État, η ATRAL ζήτησε την ακύρωση του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999.

35 Η ATRAL υποστήριξε ενώπιον του Conseil d'État ότι το διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999 αντιβαίνει προς το άρθρο 28 ΕΚ. Υποστήριξε ότι με το διάταγμα αυτό ρυθμίζονται κυρίως τομείς οι οποίοι έχουν αποτελέσει αντικείμενο κοινοτικών εναρμονίσεων μέσω των οδηγιών 73/23, 89/336 και 1999/5, συνάγουσα το συμπέρασμα ότι το βελγικό κράτος δεν μπορεί να επιβάλλει προληπτικό έλεγχο της συμφωνίας των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού με τις ουσιώδεις τεχνικές και ποιοτικές προδιαγραφές που θέτουν οι εν λόγω οδηγίες, όταν αυτές επιτρέπουν μόνον τον εκ των υστέρων έλεγχο, δεδομένου ότι η συμφωνία προς τις ανωτέρω προδιαγραφές βεβαιώνεται με το σήμα «CE». Κατά την ATRAL, το βελγικό κράτος μπορεί να θεσπίσει ρυθμίσεις μόνον για τους μη εναρμονισμένους σχετικώς τομείς, υπό την επιφύλαξη τηρήσεως της Συνθήκης και, ιδίως, του άρθρου 28 ΕΚ. Υποστήριξε, σχετικώς, ότι το διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999, ιδίως το άρθρο 9 αυτού, δεν συμβιβάζεται με την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, καθόσον η αναγνώριση αυτή αφορά μόνον τις δοκιμές που απαιτούνται για την προκαταρκτική έγκριση και δεν αφορά την αναγνώριση αυτών καθεαυτών των προϊόντων. Η ATRAL υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, καθόσον το βελγικό κράτος δεν έχει αποδείξει συγκεκριμένως ποιες είναι οι ουσιώδεις επιταγές που δεν έχουν ήδη ληφθεί υπόψη από τις ανωτέρω οδηγίες.

36 Αντιθέτως, το βελγικό κράτος υποστηρίζει ότι οι οδηγίες 73/23 και 86/336 δεν αφορούν τον τομέα που ρυθμίζει το διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999. Εξάλλου, η οδηγία 1999/5 δεν αφορά την παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι η προθεσμία για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη δεν είχε λήξει κατά τον χρόνο που είναι κρίσιμος για την εκ μέρους του Conseil d'État εκτίμηση του κύρους αυτού του διατάγματος, δηλαδή κατά την 23η Απριλίου 1999. Κατά συνέπεια, το βελγικό κράτος υποστηρίζει ότι η συμφωνία του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999 με το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένων υπόψη μόνον των άρθρων 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ. Υποστήριξε, σχετικώς, ότι, εν προκειμένω, δικαιολογείται παρέκκλιση από την απαγόρευση των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος τόσο για λόγους προστασίας των καταναλωτών όσο και για λόγους δημοσίας τάξεως, καθώς και ότι η παρέκκλιση αυτή είναι αναγκαία και ανάλογη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

37 Διαπιστώνοντας τη διαφωνία των διαδίκων ως προς το ζήτημα εφαρμογής των οδηγιών 73/23 και 89/336 και κρίνοντας ότι οφείλει να λάβει υπόψη του την οδηγία 1999/5, το Conseil d'État αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Πρέπει οι οδηγίες 73/23, 89/336 και 1999/5 να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι:

α) εφαρμόζονται επί των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού, ιδίως επί τέτοιων προϊόντων που χρησιμοποιούν ραδιοηλεκτρικές συνδέσεις, κοινώς γνωστά ως ασύρματα συστήματα συναγερμού,

β) σε περίπτωση δε καταφατικής απαντήσεως, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι προβαίνουν σε επαρκή εναρμόνιση του σχετικού τομέα ώστε οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που διέπουν τον ίδιο τομέα, όπως το άρθρο 12 του νόμου της 10ης Απριλίου 1990 και το βασιλικό διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999, πρέπει οπωσδήποτε να είναι σύμφωνες προς αυτές;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

α) Πρέπει το άρθρο 3 της οδηγίας 73/23, το άρθρο 5 της οδηγίας 89/336 και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/5 να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν διατάξεις εθνικής νομοθεσίας οι οποίες, όπως το άρθρο 12 του νόμου της 10ης Απριλίου 1990 και το προαναφερθέν βασιλικό διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999, εξαρτούν τη διάθεση στο εμπόριο εντός κράτους μέλους του συνόλου των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού που έχουν νομίμως παραχθεί και/ή τεθεί στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος από διαδικασία προηγουμένης εγκρίσεως που αφορά τα στοιχεία αυτών των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού που είναι σύμφωνα προς τις διατάξεις των προαναφερθεισών οδηγιών;

β) Εξάλλου, πρέπει οι προαναφερθείσες οδηγίες 73/23, 89/336 και 1999/5 να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καθορίζουν, σχετικά με τα συστήματα και τις κεντρικές εγκαταστάσεις συναγερμού, τις ουσιώδεις απαιτήσεις σχετικά με την ηλεκτρική ασφάλεια, με την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα και με τον ραδιοεξοπλισμό και ότι, κατά συνέπεια, αποκλείουν διατάξεις εθνικής νομοθεσίας, όπως το προαναφερθέν βασιλικό διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999, οι οποίες εξαρτούν τη διάθεση στην αγορά του Βελγίου του συνόλου των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού από απαιτήσεις διαφορετικές από εκείνες που προβλέπουν οι εν λόγω οδηγίες;

γ) Πρέπει τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών εισαγωγής και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος εφαρμόζεται και επί διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, όπως το βασιλικό διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999, που απαιτούν τα στοιχεία των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού που δεν αποτελούν αντικείμενο κοινοτικών μέτρων εναρμονίσεως να υπόκεινται, σε εγκεκριμένο εργαστήριο, τους ίδιους ελέγχους με εκείνους στους οποίους υπόκεινται τα υλικά που διατίθενται για πρώτη φορά στην αγορά;

δ) Έχουν τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ την έννοια ότι η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών εισαγωγής και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος επιτρέπει σε κράτος μέλος τη θέσπιση διατάξεων, όπως το βασιλικό διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999, που εξαρτούν τη διάθεση στην αγορά σε κράτος μέλος του συνόλου των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού που έχουν νομίμως παραχθεί και/ή διατεθεί στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος από προηγούμενη έγκριση και από δοκιμές και ειδικές τεχνικές απαιτήσεις, με απλή επίκληση, in abstracto, επιτακτικού λόγου ή επιτακτικής απαιτήσεως, όπως η προστασία του καταναλωτή και/ή της δημοσίας τάξεως, που το κράτος θεωρεί ότι δεν ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο της λήψεως των κοινοτικών μέτρων εναρμονίσεως ή, άλλως, χωρίς να αποδείξει in concreto ούτε το υποστατό του προβαλλομένου επιτακτικού λόγου ή της επιτακτικής απαιτήσεως, ούτε το ότι ο επιτακτικός αυτός λόγος ή η επιτακτική αυτή απαίτηση δεν έχει ήδη ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της λήψεως κοινοτικών μέτρων εναρμονίσεως, ούτε την αναλογικότητα του περιοριστικού μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό;

3) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

α) Έχουν τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ την έννοια ότι η απαγόρευση ποσοτικών περιορισμών εισαγωγής και μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος έχει εφαρμογή επί διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, όπως το άρθρο 9 του βασιλικού διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999, που περιορίζουν την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως στους ελέγχους που πρέπει να υποστούν, προκειμένου να λάβουν άδεια κυκλοφορίας στην αγορά κράτους μέλους, τα συστήματα και οι κεντρικές εγκαταστάσεις συναγερμού που έχουν νομίμως παραχθεί και/ή τεθεί στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος αντί να εφαρμόζουν την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως επί των ιδίων των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού;

β) Πρέπει τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών εισαγωγής και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος έχει επίσης εφαρμογή επί διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, όπως το άρθρο 12 του νόμου της 10ης Απριλίου 1990 και το βασιλικό διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999, που επιβάλλουν διαδικασία προηγούμενης άδειας για τη διάθεση στην αγορά κράτους μέλους του συνόλου των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού που έχουν νομίμως παραχθεί και/ή τεθεί στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος;

γ) Έχουν τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ την έννοια ότι η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών εισαγωγής και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος έχει επίσης εφαρμογή επί διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, όπως το άρθρο 2, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999, που επιβάλλει να τίθεται επί των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού που έχουν νομίμως παραχθεί και/ή τεθεί στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος εθνικό σήμα που να πιστοποιεί τη συμφωνία τους με την κείμενη νομοθεσία;

δ) Έχουν τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ την έννοια ότι η απαγόρευση ποσοτικών περιορισμών εισαγωγής και μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος έχει επίσης εφαρμογή επί διατάξεων εθνικής νομοθεσίας, όπως το άρθρο 9 του βασιλικού διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999, που απαιτούν τα στοιχεία των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού να υπόκεινται σε εγκεκριμένο εργαστήριο στους ίδιους ελέγχους στους οποίους υπόκεινται τα υλικά τα οποία για πρώτη φορά διατίθενται στην αγορά;

ε) Έχουν τα άρθρα 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ την έννοια ότι η απαγόρευση ποσοτικών περιορισμών εισαγωγής και μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος έχει επίσης εφαρμογή επί διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, όπως το άρθρο 9 του βασιλικού διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999, που εξαρτούν τη διάθεση στην αγορά κράτους μέλους του συνόλου των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού που έχουν νομίμως παραχθεί και/ή τεθεί στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος από προηγούμενη έγκριση και από ελέγχους και ειδικές τεχνικές απαιτήσεις, με απλή επίκληση in abstracto επιτακτικού λόγου ή επιτακτικής απαιτήσεως, όπως η προστασία του καταναλωτή και/ή της δημοσίας τάξεως ή, άλλως, χωρίς να αποδείξει in concreto το υποστατό του προβαλλομένου επιτακτικού λόγου ή της επιτακτικής απαιτήσεως για την αναλογικότητα του περιοριστικού μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό;»

Επί του πρώτου ερωτήματος

38 Με το πρώτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι οδηγίες 73/23, 89/336 και 1999/5 εφαρμόζονται επί συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού, ιδίως επί εκείνων που χρησιμοποιούν ραδιοηλεκτρικούς συνδέσμους, καθώς και αν οι οδηγίες αυτές προβαίνουν σε επαρκή εναρμόνιση του τομέα ώστε οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που αφορούν τον ίδιο τομέα, όπως αυτές για τις οποίες πρόκειται στην κύρια δίκη, να πρέπει οπωσδήποτε να είναι σύμφωνες με τις διατάξεις των οδηγιών.

39 Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου δεν υφίσταται οδηγία προβαίνουσα ειδικώς σε εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού.

40 Εντούτοις, η οδηγία 73/23 εφαρμόζεται επί όλων των ηλεκτρικών συσκευών που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στην ονομαστική τάση που καθορίζεται στο πρώτο της άρθρο και η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως χαμηλή τάση. Συνεπώς, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται επί των εξαρτημάτων των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού που λειτουργούν σε χαμηλή τάση.

41 Η οδηγία 89/336 εφαρμόζεται επί των συσκευών που μπορούν να δημιουργήσουν ηλεκτρομαγνητικές διαταραχές ή επί συσκευών των οποίων η λειτουργία μπορεί να επηρεαστεί από τέτοιου είδους διαταραχές. Τα συστήματα και οι κεντρικές εγκαταστάσεις συναγερμού ανταποκρίνονται στον ορισμό των «συσκευών» που δίδεται στο άρθρο 1, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας και, κατά συνέπεια, καλύπτονται από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής τις σχετικές με τις απαιτήσεις προστασίας στον τομέα της ηλεκτρομαγνητικής συμβατότητας.

42 Η οδηγία 1999/5 θέτει το κανονιστικό πλαίσιο για την εμπορία, την ελεύθερη κυκλοφορία και τη λειτουργία εντός της Κοινότητας ραδιοεξοπλισμού και τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού. Τα συστήματα και οι κεντρικές εγκαταστάσεις συναγερμού που χρησιμοποιούν ραδιοηλεκτρικούς συνδέσμους εμπίπτουν στον ορισμό του «ραδιοεξοπλισμού» που δίδεται στο άρθρο 2, στοιχείο γ_, της εν λόγω οδηγίας και, κατά συνέπεια, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

43 Συνεπώς, οι τρεις ανωτέρω οδηγίες έχουν εφαρμογή επί των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού, ιδίως δε επ' αυτών που χρησιμοποιούν ραδιοηλεκτρικούς συνδέσμους, για όλα όσα αφορούν τις πτυχές εκείνες της λειτουργίας τους τις σχετικές με τη χρησιμοποίηση ρεύματος χαμηλής τάσεως, την προστασία από τις ηλεκτρομαγνητικές διαταραχές και την εκπομπή ή τη λήψη ραδιοηλεκτρικών κυμάτων.

44 Από το γράμμα και τον σκοπό των εν λόγω οδηγιών προκύπτει ότι εκάστη εξ αυτών αποβλέπει στην πλήρη εναρμόνιση του τομέα που ρυθμίζει. Συνεπώς, στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται πλήρως και δεν έχουν τη δυνατότητα διατηρήσεως σε ισχύ αντιθέτων διατάξεων της εθνικής τους νομοθεσίας.

45 Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 73/23, 89/336 και 1999/5 έχουν εφαρμογή επί των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού, ιδίως δεν επί εκείνων που χρησιμοποιούν ραδιοηλεκτρικούς συνδέσμους, καθώς και ότι, στους καλυπτόμενους από τις εν λόγω οδηγίες τομείς, οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν τον ίδιο τομέα οφείλουν αναγκαστικώς να είναι σύμφωνες προς τις εν λόγω οδηγίες.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

46 Δεδομένου ότι η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, επιβάλλεται να εξεταστεί το δεύτερο ερώτημα.

47 Με το δεύτερο ερώτημά του, υπό στοιχεία α_ και β_, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ουσιαστικώς αν οι οδηγίες 73/23, 89/336 και 1999/5 αποκλείουν διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, όπως αυτές για τις οποίες πρόκειται στην κύρια δίκη, κατά τις οποίες εξαρτάται από διαδικασία προηγούμενης εγκρίσεως η εμπορία συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού σύμφωνων προς τις διατάξεις αυτών των οδηγιών και φερόντων το σήμα «CE».

48 Όπως πράγματι προκύπτει από τη δικογραφία και την προφορική συζήτηση, το διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999 προσβάλλεται καθόσον επιβάλλει υποχρέωση προηγούμενης εγκρίσεως συσκευών οι οποίες φέρουν το σήμα «CE», δεν αμφισβητείται δε ότι πρόθεση της ATRAL είναι η εμπορία στο Βέλγιο συσκευών που φέρουν το σήμα «CE».

49 Τα σκέλη α_ και β_ του δεύτερου ερωτήματος αφορούν τους εναρμονισθέντες με τις οδηγίες 73/23, 89/336 και 1999/5 τομείς. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, τα εθνικά μέτρα που αφορούν αυτούς τους τομείς πρέπει να κρίνονται λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων των οδηγιών αυτών και όχι των διατάξεων των άρθρων 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ (βλ., ιδίως, απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2002, Linhart και Biffl, C-99/01, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 18).

50 Το άρθρο 3 της οδηγίας 73/23, το άρθρο 5 της οδηγίας 89/336 και τα άρθρα 6 και 8 της οδηγίας 1999/5 διασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των συσκευών οι οποίες είναι σύμφωνες προς τα προβλεπόμενα στις σχετικές διατάξεις των εν λόγω οδηγιών.

51 Οι οδηγίες αυτές προβλέπουν τεκμήριο συμφωνίας προς τις προδιαγραφές των συσκευών εκείνων που φέρουν το σήμα «CE». Το σήμα αυτό εμφαίνει τη συμφωνία αυτών των συσκευών προς όλες τις διατάξεις της σχετικής οδηγίας, περιλαμβανομένων των διαδικασιών εκτιμήσεως αυτής της συμφωνίας, όπως τις ορίζει η σχετική οδηγία.

52 Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, ο κατασκευαστής έχει τη δυνατότητα να διαθέσει στην αγορά προϊόντα φέροντα το σήμα «CE», χωρίς να απαιτείται η υποβολή των προϊόντων αυτών σε μηχανισμό προηγουμένης εγκρίσεως.

53 Συνεπώς, οι οδηγίες 73/23, 89/336 και 1999/5 αποκλείουν κανόνες της εθνικής νομοθεσίας, όπως αυτούς για τους οποίους πρόκειται στην κύρια δίκη, οι οποίοι, σε τομείς εναρμονισθέντες από τις εν λόγω οδηγίες, προβλέπουν την υπαγωγή συσκευών φερουσών το σήμα «CE» σε διαδικασία προηγούμενης εγκρίσεως.

54 Κατά συνέπεια, το συμπέρασμα αυτό ισχύει ομοίως και για διάταξη όπως εκείνη του άρθρου 9 του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999 καθόσον αυτή εφαρμόζεται σε διαδικασία προηγουμένης εγκρίσεως στην οποία υπόκεινται συσκευές φέρουσες το σήμα «CE».

55 Εξάλλου, το βελγικό κράτος υποστηρίζει ότι η οδηγία 1999/5 δεν είχε τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής στην κύρια δίκη, δηλαδή στις 16 Αυγούστου 1999, καθόσον τέθηκε σε ισχύ στις 8 Απριλίου 2000.

56 Πρέπει, σχετικώς, να υπομνηστεί ότι η οδηγία 1999/5 τέθηκε σε ισχύ, δυνάμει του άρθρου 21 αυτής, στις 7 Απριλίου 1999 και ότι, δυνάμει του άρθρου 19 αυτής, η προθεσμία μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 7 Απριλίου 2000.

57 Συνεπώς, κατά τον χρόνο που έπρεπε να λάβει υπόψη του το εθνικό δικαστήριο προκειμένου να εκτιμήσει τη νομιμότητα του διατάγματος της 23ης Απριλίου 1999, δηλαδή στις 16 Αυγούστου 1999, δεν είχε ακόμα λήξει η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 1999/5 στην εσωτερική έννομη τάξη.

58 Όπως, όμως, προκύπτει από τη νομολογία, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μιας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη τους, τα κράτη μέλη προς τα οποία απευθύνεται η οδηγία αυτή, οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά το επιδιωκόμενο από την οδηγία αυτή αποτέλεσμα (βλ., υπ' αυτή την έννοια, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Inter-Environnement Wallonie, C-129/96, Συλλογή 1997, σ. Ι-7411, σκέψη 50).

59 Συνεπώς, εφόσον το διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999 θα μπορούσε να διακυβεύσει την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία 1999/5, εκδόθηκε δε διαρκούσης της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το βελγικό κράτος δεν μπορούσε να εκδώσει το διάταγμα αυτό σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

60 Βάσει των ανωτέρω σκέψεων επιβάλλεται στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, στοιχεία α_ και β_, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 73/23, το άρθρο 5 της οδηγίας 89/336 και τα άρθρα 6 και 8 της οδηγίας 1999/5 αποκλείουν διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, όπως αυτές για τις οποίες πρόκειται στην κύρια δίκη, οι οποίες εξαρτούν από διαδικασία προηγουμένης εγκρίσεως την εμπορία συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού σύμφωνων προς τις διατάξεις των εν λόγω οδηγιών και φερουσών το κατάλληλο σήμα «CE».

61 Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπό γ_, αφορά τα εξαρτήματα των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο κοινοτικών μέτρων εναρμονίσεως. Πράγματι, το διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999 προβλέπει, επίσης, ελέγχους σε τομείς που δεν έχουν εναρμονιστεί από τις οδηγίες 73/23, 89/336 και 1999/5, ιδίως δε δοκιμές λειτουργίας, δοκιμές κλιματολογικές και δοκιμές αποτελεσματικότητας. Το σκέλος αυτό του ερωτήματος θέτει το ζήτημα αν τα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ έχουν την έννοια ότι έστω ελλείψει κοινοτικών μέτρων εναρμονίσεως, τα προϊόντα που νομίμως παράγονται και διατίθενται στο εμπόριο σε κράτος μέλος πρέπει να μπορούν να διατίθενται στο εμπόριο και σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να υπόκεινται σε συμπληρωματικούς ελέγχους.

62 Όσον αφορά την εμπορία σε κράτος μέλος προϊόντων τα οποία έχουν νομίμως κατασκευαστεί και τεθεί σε εμπορία σε άλλο κράτος μέλος, ελλείψει δε κοινοτικής εναρμονίσεως, διάταξη της εθνικής νομοθεσίας κατά την οποία τα εισαγόμενα προϊόντα πρέπει να υποβάλλονται στους ίδιους ελέγχους με τα προϊόντα που διατίθενται για πρώτη φορά στην αγορά και υπόκεινται σε διαδικασία προηγουμένης εγκρίσεως συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς των εισαγωγών, κατά την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ (βλ., σχετικώς, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2002, Canal Satélite Digital, C-390/99, Συλλογή 2002, σ, Ι-607, σκέψεις 12, 25 και 29).

63 Το ίδιο ισχύει και για διάταξη της εθνικής νομοθεσίας κατά την οποία, για την έγκριση των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη, εντός των οποίων έχουν νομίμως κατασκευαστεί και τεθεί σε εμπορία, γίνονται δεκτά μόνο τα πιστοποιητικά και οι εκθέσεις δοκιμής που έχουν συνταχθεί από εγκεκριμένο ή αδειούχο οργανισμό σε άλλο κράτος μέλος και βεβαιώνουν ότι τα οικεία συστήματα και κεντρικές εγκαταστάσεις συναγερμού διασφαλίζουν επίπεδο προστασίας ισοδύναμο προς εκείνο που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους εισαγωγής. Πράγματι, το να τεθεί ως προϋπόθεση για την πιστοποίηση της συμφωνίας των εισαγομένων συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού προς κανόνες ή τεχνικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν επίπεδο προστασίας ισοδύναμο προς εκείνο που επιβάλλεται στο κράτος εισαγωγής ισοδυναμεί με την επιβολή της υποχρεώσεως στους κατασκευαστές άλλων κρατών μελών να προσαρμόσουν τις συσκευές και τους εξοπλισμούς τους στις απαιτήσεις του κράτους μέλους εισαγωγής. Συνεπώς, η επιβολή μιας τέτοιας υποχρεώσεως αντιβαίνει προς το άρθρο 28 ΕΚ.

64 Μια αντίθετη προς το άρθρο 28 ΕΚ διάταξη της εθνικής νομοθεσίας μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον για έναν από τους λόγους γενικού συμφέροντος που προβλέπει το άρθρο 30 ΕΚ ή για μια από τις επιτακτικές απαιτήσεις που έχει δεχθεί η νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, Rewe-Zentral, αποκαλούμενη «Cassis de Dijon», 120/78, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 321, σκέψη 8). Και στις δύο περιπτώσεις η διάταξη της εθνικής νομοθεσίας πρέπει να είναι ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην βαίνει πέραν εκείνου που απαιτείται για την επίτευξη αυτού του σκοπού (βλ. αποφάσεις Canal Satélite Digital, προαναφερθείσα, σκέψη 33, και της 20ής Ιουνίου 2002, Radiosistemi, C-388/00 και C-429/00, Συλλογή 2002, σ. Ι-5845, σκέψεις 40 έως 42).

65 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπό γ_, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ έχουν την έννοια ότι, έστω και ελλείψει κοινοτικών μέτρων εναρμονίσεως, τα προϊόντα που έχουν νομίμως παραχθεί και διατεθεί στο εμπόριο σε κράτος μέλος πρέπει να μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο και σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να υπόκεινται σε συμπληρωματικούς ελέγχους. Εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα τέτοιου είδους ελέγχους μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον αν εμπίπτει σε μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 30 ΕΚ ή αν ανταποκρίνεται σε μία από τις επιτακτικές απαιτήσεις που έχει δεχθεί η νομολογία του Δικαστηρίου, σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις αν μπορεί να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αν δεν βαίνει πέραν εκείνου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

66 Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπό δ_, αναφέρεται στο βάρος αποδείξεως της συνδρομής ενός τέτοιου δικαιολογητικού λόγου. Θέτει κυρίως το ζήτημα αν το κράτος μέλος που επικαλείται ένα τέτοιο δικαιολογητικό λόγο μπορεί να τον επικαλεστεί in abstracto ή πρέπει να τον αποδείξει in concreto.

67 Κατά πάγια νομολογία, μια εξαίρεση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 30 ΕΚ μόνον όταν οι εθνικές αρχές αποδεικνύουν ότι είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ή περισσοτέρων στόχων που παρατίθενται στο άρθρο αυτό και ότι είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 1983, Van Bennekom, 227/82, Συλλογή 1983, σ. 3883, σκέψη 40, και 13ης Μαρτίου 1997, Morellato, C-358/95, Συλλογή 1997, σ. Ι-1431, σκέψη 14). Μια τέτοια απόδειξη μπορεί να γίνει μόνο συγκεκριμένα, σε σχέση με τα περιστατικά της δεδομένης υποθέσεως.

68 Οι ίδιες σκέψεις ισχύουν, αναγκαστικώς, και για τις εξαιρέσεις από την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που στηρίζονται στις επιτακτικές απαιτήσεις που έχει δεχθεί η κοινοτική νομολογία. Πράγματι, είναι προφανές ότι το Δικαστήριο υιοθετεί μια εξίσου in concreto προσέγγιση προς εκτίμηση αυτής της κατηγορίας των εξαιρέσεων (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Cassis de Dijon).

69 Συνεπώς, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπό δ_, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κράτος μέλος που επικαλείται δικαιολογητικό λόγο για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων οφείλει να αποδείξει in concreto την ύπαρξη λόγου γενικού συμφέροντος, την αναγκαιότητα του συγκεκριμένου περιορισμού και τον αναλογικό χαρακτήρα του σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Επί του τρίτου ερωτήματος

70 Δεδομένου ότι το τρίτο ερώτημα τέθηκε μόνο για την περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα θα ήταν αρνητική, παρέλκει η απάντησή του.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

71 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Conseil d'État με απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 2002, αποφαίνεται:

1) Η οδηγία 73/23/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 1973, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στο ηλεκτρολογικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσεως, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993, για την τροποποίηση των οδηγιών 87/404/ΕΟΚ (απλά δοχεία πίεσης), 88/378/ΕΟΚ (ασφάλεια των παιχνιδιών), 89/106/ΕΟΚ (προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών), 89/336/ΕΟΚ (ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα), 89/392/ΕΟΚ (μηχανές), 89/686/ΕΟΚ (μέσα ατομικής προστασίας), 90/384/ΕΟΚ (όργανα ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας), 90/385/ΕΟΚ (ενεργά εμφυτεύσιμα ιατρικά βοηθήματα), 90/396/ΕΟΚ (συσκευές αερίου), 91/263/ΕΟΚ (τερματικός εξοπλισμός τηλεπικοινωνιών), 92/42/ΕΟΚ (νέοι λέβητες ζεστού νερού που τροφοδοτούνται με υγρά ή αέρια καύσιμα) και 73/23/ΕΟΚ (ηλεκτρολογικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσεως), η οδηγία 89/336/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μα_ου 1989, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/68, και η οδηγία 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών, έχουν εφαρμογή επί των συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού, ιδίως δε επί εκείνων που χρησιμοποιούν ραδιοηλεκτρικούς συνδέσμους. Στους καλυπτόμενους από τις εν λόγω οδηγίες τομείς, οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν τον ίδιο τομέα οφείλουν αναγκαστικώς να είναι σύμφωνες προς τις εν λόγω οδηγίες.

2) Το άρθρο 3 της τροποποιημένης οδηγίας 73/23, το άρθρο 5 της τροποποιημένης οδηγίας 89/336 και τα άρθρα 6 και 8 της οδηγίας 1999/5 αποκλείουν διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, όπως αυτές για τις οποίες πρόκειται στην κύρια δίκη, οι οποίες εξαρτούν από διαδικασία προηγουμένης εγκρίσεως την εμπορία συστημάτων και κεντρικών εγκαταστάσεων συναγερμού σύμφωνων προς τις διατάξεις των εν λόγω οδηγιών και φερουσών το κατάλληλο σήμα «CE».

3) Τα άρθρα 28 ΕΚ έως και 30 ΕΚ έχουν την έννοια ότι, έστω και ελλείψει κοινοτικών μέτρων εναρμονίσεως, τα προϊόντα που έχουν νομίμως παραχθεί και διατεθεί στο εμπόριο σε κράτος μέλος πρέπει να μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο και σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να υπόκεινται σε συμπληρωματικούς ελέγχους. Εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα τέτοιου είδους ελέγχους μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον αν εμπίπτει σε μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 30 ΕΚ ή αν ανταποκρίνεται σε μία από τις επιτακτικές απαιτήσεις που έχει δεχθεί η νομολογία του Δικαστηρίου, σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις αν μπορεί να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αν δεν βαίνει πέραν εκείνου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

4) Το κράτος μέλος που επικαλείται δικαιολογητικό λόγο για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων οφείλει να αποδείξει in concreto την ύπαρξη λόγου γενικού συμφέροντος, την αναγκαιότητα του συγκεκριμένου περιορισμού και τον αναλογικό χαρακτήρα του σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.