ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

F. G. JACOBS

της 17ης Ιουνίου 2004 (1)

Υπόθεση C-312/02

Βασίλειο της Σουηδίας

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων






1.        Η Σουηδία ζητεί την ακύρωση της απόφασης 2002/524/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων (2), στο μέτρο που η απόφαση αυτή αποκλείει από την κοινοτική χρηματοδότηση δαπάνες που πραγματοποίησε η Σουηδία ύψους 18 555 850 κορονών Σουηδίας (SEK). Επικουρικώς, η Σουηδία ζητεί να μειωθεί το ποσό των δαπανών που αποκλείονται από την κοινοτική χρηματοδότηση σε 11 817 748 SEK ή, αν και αυτό το επικουρικό αίτημα απορριφθεί, σε 12 436 091 SEK.

2.        Οι εν λόγω δαπάνες αφορούν τέλη που εισπράττονται στη Σουηδία για τη χορήγηση χαρτών. Βάσει της σουηδικής ρύθμισης, τα πρόσωπα που προτίθενται να ζητήσουν τη χορήγηση κοινοτικής γεωργικής ενίσχυσης για ορισμένη επιφάνεια οφείλουν να καταβάλουν τέλος προκειμένου να τους χορηγηθεί ο χάρτης ο οποίος πρέπει να επισυναφθεί στην αίτηση οικονομικής ενίσχυσης. Η Επιτροπή θεώρησε ότι το τέλος αυτό αντιβαίνει στους κοινοτικούς κανόνες (3), κατά τους οποίους η ενίσχυση πρέπει να καταβάλλεται εξ ολοκλήρου. Κατά συνέπεια, η απόφαση 2002/524 απέκλεισε από την κοινοτική χρηματοδότηση ποσό που αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό των τελών για τους χάρτες που εισπράχθηκε το 1999 (4).

 Εφαρμοστέο δίκαιο

3.        Οι βασικοί κανόνες που διέπουν τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής περιλαμβάνονταν κατά τον κρίσιμο χρόνο στον κανονισμό 729/70 (5) που όριζε ότι το Ταμείο χρηματοδοτεί τις κοινές δράσεις που αποφασίζονται για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 33, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΕΚ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι παρεμβάσεις που προορίζονται για τη ρύθμιση των γεωργικών αγορών και επιχειρούνται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών (6).

4.        Το άρθρο 5 του κανονισμού 729/70 προέβλεπε την εκκαθάριση των λογαριασμών που υποβάλλουν οι εθνικοί οργανισμοί που εξουσιοδοτούνται να πραγματοποιήσουν τις δαπάνες για τις ενέργειες που μπορούν να χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του κανονισμού, η Επιτροπή αποκλείει από την κοινοτική χρηματοδότηση τις δαπάνες που δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες.

5.        Βάσει του άρθρου 30α του κανονισμού 805/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (7) τα ποσά που καταβάλλονται βάσει του κανονισμού αυτού «καταβάλλονται εξ ολοκλήρου στους δικαιούχους».

6.        Το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1765/92 για τη θέσπιση καθεστώτος στήριξης των παραγωγών ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών (8) ορίζει ότι τα ποσά που προβλέπει ο κανονισμός αυτός «καταβάλλονται εξ ολοκλήρου στους δικαιούχους».

7.        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων (9), ορίζει ότι:

«Σε περίπτωση που, μετά τη διεξαγωγή έρευνας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, ανακοινώνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τα αποτελέσματα των ελέγχων της και υποδεικνύει τα διορθωτικά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν ώστε να διασφαλιστεί στο μέλλον η τήρηση των προαναφερθέντων κανόνων».

 Ιστορικό

8.        Στις 17 Απριλίου 1997, η Σουηδία εξέδωσε τον κανονισμό 1997:183 σχετικά με το τέλος για τους χάρτες στο πλαίσιο των γεωργικών ενισχύσεων (10). Βάσει του κανονισμού αυτού τα πρόσωπα που σκόπευαν να ζητήσουν κοινοτική ενίσχυση για ορισμένη επιφάνεια όφειλαν να καταβάλουν ένα τέλος προκειμένου να τους χορηγηθεί ο χάρτης ο οποίος επισυνάπτεται στην αίτηση οικονομικής ενίσχυσης. Το τέλος ήταν 10 SEK ανά εκτάριο της επιφάνειας την οποία αφορούσε η αίτηση και δεν μπορούσε να υπερβεί τις 3 000 SEK. Ο κανονισμός 1997:183 καταργήθηκε την 1η Ιουλίου 2000, εφαρμόστηκε δηλαδή μόνον το 1998 και το 1999. Τα τέλη υπολογίστηκαν συνολικά στο ποσό των 62 291 350 SEK, από το οποίο 31 871 925 SEK εισπράχθηκαν το 1998 και 30 419 425 SEK το 1999.

9.        Στις 26 Ιουνίου 2002 η Επιτροπή αποφάσισε να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση ποσό 18 555 850 SEK με την αιτιολογία ότι δεν τηρήθηκαν τα άρθρα 15 του κανονισμού 1765/92 και 30α του κανονισμού 805/68 (11).

10.      Δεν αμφισβητείται ότι ο αποκλεισμός αφορά μόνον τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν το 1999, δεδομένου ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι τα τέλη που καταβλήθηκαν το 1998 (πρώτο έτος εφαρμογής του κανονισμού 1997:183) μπορούσαν να θεωρηθούν ως το αντίτιμο υπηρεσίας που συνίσταται στο ότι χορηγείται στον γεωργό ένας χάρτης που παρουσιάζει γι’ αυτόν γενική χρησιμότητα. Μπορούμε να θεωρήσουμε (καίτοι δεν προκύπτει ρητά από τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο) ότι το ποσό που αποκλείστηκε, που αποτελεί μέρος μόνον του συνολικού ποσού των τελών που εισπράχθηκαν το 1999, περιλαμβάνει μόνον τα τέλη για τους χάρτες που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αιτήσεων ενισχύσεως βάσει των οικείων κανονισμών.

11.      Αρχικά η Σουηδία προέβαλε κυρίως παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 (12), διότι η ανακοίνωση με την οποία η Επιτροπή έκανε λόγο για πρώτη φορά για τον προβληματισμό της δεν περιείχε εκτίμηση των δαπανών που επρόκειτο να αποκλειστούν από την κοινοτική χρηματοδότηση, πλην όμως αναγνώρισε στη συνέχεια με το υπόμνημα απαντήσεως ότι ο όρος αυτός δεν υπάρχει πλέον στο τροποποιημένο άρθρο 8, παράγραφος 1, όπως έχει εφαρμογή εν προκειμένω (13).

 Παράβαση του άρθρου 15 του κανονισμού 1765/92 και του άρθρου 30α του κανονισμού 805/68

12.      Η Σουηδία υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 1997:183 συμβιβάζεται με το άρθρο 15 του κανονισμού 1765/92 ή με το άρθρο 30α του κανονισμού 805/68 διότι τα ποσά που μπορούσαν να αξιώσουν οι Σουηδοί γεωργοί βάσει της κοινοτικής ρύθμισης τους καταβλήθηκαν εξ ολοκλήρου.

13.      Αμφότεροι οι διάδικοι επικαλούνται την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Kellinghusen και Ketelsen (14). Η υπόθεση εκείνη αφορούσε τη νομιμότητα μιας εθνικής νομοθεσίας που επέβαλε την καταβολή διοικητικών τελών από τους αιτούντες αντισταθμιστικές πληρωμές βάσει των κανονισμών 1765/92 και 805/68.

14.      Με την απόφαση εκείνη το Δικαστήριο υπενθύμισε, πρώτον, ότι οι διατάξεις των κοινοτικών κανονισμών πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο σε όλα τα κράτη μέλη και να έχουν, στο μέτρο του δυνατού, το ίδιο αποτέλεσμα σε όλη την επικράτεια της Κοινότητας (15). Στη συνέχεια έκρινε ότι:

«Όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, ο στόχος της αντισταθμίσεως των απωλειών εισοδήματος που προκύπτουν από τη μείωση των θεσμικών τιμών μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν οι αντισταθμιστικές ενισχύσεις καταβάλλονται εξ ολοκλήρου στους παραγωγούς που εθίγησαν από τις συνέπειες της μεταρρυθμίσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής.

Πράγματι, η αναγνώριση υπέρ των κρατών μελών του δικαιώματος να μειώνουν τα ποσά των αντισταθμιστικών ενισχύσεων ελαττώνοντάς τις ή προαφαιρώντας από αυτές ποσά λόγω διοικητικών τελών θα είχε ως αποτέλεσμα την διαφορετική αντιστάθμιση των απωλειών εισοδήματος των παραγωγών ενός και του αυτού κράτους μέλους και μεταξύ των παραγωγών διαφορετικών κρατών μελών, πράγμα το οποίο μπορεί να βλάψει την ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, η οποία είναι αναγκαία για να αποφευχθεί η άνιση μεταχείριση των επιχειρηματιών (απόφαση της 19ης Μαΐου 1998, C‑132/95, Jensen και Korn- og Foderstofkompagniet, Συλλογή 1998, σ. Ι‑2975, σκέψη 49).

Επομένως, τα άρθρα 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1765/92 και 30α του κανονισμού 805/68, όπως προστέθηκε με τον κανονισμό 2066/92, απαγορεύουν στις εθνικές αρχές να προβαίνουν σε ελάττωση των πραγματοποιουμένων πληρωμών ή να απαιτούν την πληρωμή διοικητικών τελών σχετικά με τις αιτήσεις, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού των ενισχύσεων.» (16)

15.      Νομίζω ότι η εκτίμηση αυτή ισχύει και για τα επίδικα τέλη.

16.      Η Σουηδία υποστηρίζει ότι τα τέλη αυτά δεν εισπράχθηκαν με σκοπό την κάλυψη των διοικητικών δαπανών των σουηδικών αρχών αλλά ως αντιστάθμισμα για τη χορήγηση των χαρτών και ότι το σύνολο των εισπραχθέντων τελών υπήρξε χαμηλότερο από το κόστος παραγωγής των χαρτών αυτών. Επιπλέον, η καταβολή του τέλους δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την εξέταση των αιτήσεων ενισχύσεως: οι χάρτες στάλθηκαν σε όλους τους ενδιαφερομένους γεωργούς και στη συνέχεια χρεώθηκαν τα τέλη. Οι αιτήσεις ενισχύσεως εξετάστηκαν και οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν ανεξάρτητα από την καταβολή των τελών για τους χάρτες.

17.      Δεν νομίζω ότι τα στοιχεία αυτά ασκούν επιρροή: όπως παρατηρεί η Επιτροπή παραμένει το γεγονός ότι οι αιτούντες την ενίσχυση όφειλαν να προσκομίσουν χάρτη μαζί με την αίτηση ενισχύσεως και να καταβάλουν το σχετικό τέλος. Όπως παρατήρησα με τις προτάσεις μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Kellinghusen και Ketelsen, «είναι σαφές ότι η απαγόρευση κρατήσεων για να είναι αποτελεσματική δεν μπορεί να ερμηνεύεται εντελώς τυπικά ως καλύπτουσα μόνον κρατήσεις οι οποίες πράγματι γίνονται με την ευκαιρία των πληρωμών. Επομένως, η απαγόρευση οποιασδήποτε κρατήσεως πρέπει κατ’ ανάγκη να αφορά όλες τις επιβαρύνσεις που συνδέονται άμεσα και αναπόσπαστα με τα καταβληθέντα ποσά» (17).

18.      Η Επιτροπή αναφέρεται σε έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 1998 που διαβίβασε το σουηδικό Υπουργείο Γεωργίας στον γενικό διευθυντή της ΓΔ (νυν ΓΔ «Γεωργία») που είχε ζητήσει στοιχεία σχετικά με την καθιέρωση στη Σουηδία ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα συστήματα κοινοτικών ενισχύσεων όπως επιβάλλει ο κανονισμός 3508/92 (18). Με το έγγραφο εκείνο (19) η Σουηδική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι ο κανονισμός αυτός επιβάλλει τη χρήση ενός συστήματος προσδιορισμού των αγροτεμαχίων ενόψει της εξετάσεως των αιτήσεων ενισχύσεως «επιφάνειας». Δεδομένου ότι οι υπάρχοντες χάρτες δεν ήταν προσαρμοσμένοι, καταρτίστηκε ένα σύστημα προσδιορισμού στηριζόμενο σε αγροτεμάχια καλυπτόμενα από ειδικούς αριθμημένους χάρτες. Δεδομένου ότι οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν τους χάρτες αυτούς όταν εξετάζουν τις αιτήσεις ενισχύσεως, οι αιτούντες πρέπει να πράττουν ομοίως. Η κατασκευή των χαρτών συνεπάγεται σημαντικά εφάπαξ έξοδα. Η Σουηδία εξέτασε διάφορες δυνατότητες χρηματοδότησης του συστήματος και τελικά αποφάσισε να εισπράττει τέλη για τη χορήγηση των εν λόγω χαρτών.

19.      Τελικά, όπως προκύπτει, το τέλος για τους χάρτες θεσπίστηκε ενόψει χρηματοδοτήσεως του συστήματος προσδιορισμού των αγροτεμαχίων που καταρτίστηκε στη Σουηδία κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 3508/92, δηλαδή για την κάλυψη των διοικητικών δαπανών των σουηδικών αρχών.

 Τέλος επί των χαρτών για τις επιφάνειες χορτονομής

20.      Επικουρικώς, η Σουηδία υποστηρίζει ότι τα τέλη επί των χαρτών για τις επιφάνειες χορτονομής δεν μπορούν να αποκλειστούν από την κοινοτική χρηματοδότηση διότι το έγγραφο της Επιτροπής της 24ης Οκτωβρίου 2000, που τιτλοφορείται «Ανακοίνωση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1663/95» δεν μνημόνευε την απαγόρευση μειώσεως παρά μόνον για τις ενισχύσεις «επιφανείας». Όμως, οι επιφάνειες χορτονομής υπάγονται στο σύστημα πριμοδοτήσεων «ζώων». Για πρώτη φορά με μια δεύτερη ανακοίνωση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, που παρελήφθη στις 6 Αυγούστου 2001, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι τα τέλη επί των χαρτών για τις επιφάνειες χορτονομής επρόκειτο επίσης να αποκλειστούν από την κοινοτική χρηματοδότηση.

21.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι για πρώτη φορά τον Μάιο 2001 έλαβε από τη Σουηδική Κυβέρνηση αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τις ενισχύσεις που καταβάλλονται για τις επιφάνειες χορτονομής. Δεδομένου ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να κοινοποιήσει εκτίμηση των δαπανών που είχε την πρόθεση να αποκλείσει από τη κοινοτική χρηματοδότηση με το πρώτο έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2000 (20), το έγγραφο αυτό δεν εμφανίζει ελάττωμα απλώς και μόνο διότι μνημόνευε μόνον τις αροτραίες επιφάνειες. Η Σουηδία δεν μπορεί εξάλλου να αντλήσει επιχείρημα από το κενό αυτό και να ισχυριστεί ότι, για τον λόγο αυτό, της ήταν αδύνατο να προσδιορίσει τα διορθωτικά μέτρα που όφειλε να λάβει, δεδομένου ότι κατάργησε το τέλος επί των χαρτών για τις επιφάνειες τόσο αροτραίες όσο και χορτονομής από 1ης Ιουλίου 2000.

22.      Υπό τις συνθήκες αυτές, νομίζω ότι ο ισχυρισμός που προβάλλει η Σουηδία πρέπει να απορριφθεί.

 Τέλη επί των χαρτών για επιφάνειες για τις οποίες ζητήθηκαν επίσης ενισχύσεις γεωργίας-περιβάλλοντος ή περιφερειακές

23.      Στη συνέχεια η Σουηδία υποστηρίζει ότι τα τέλη για τους χάρτες δεν ήταν παράνομα εφόσον οι χάρτες περιγράφουν επιφάνειες για τις οποίες είχαν επίσης ζητηθεί ενισχύσεις γεωργίας-περιβάλλοντος ή περιφερειακές. Ούτε το άρθρο 15 του κανονισμού 1765/92 ούτε το άρθρο 30α του κανονισμού 805/68 αφορούν τις ενισχύσεις γεωργίας-περιβάλλοντος ή τις περιφερειακές ενισχύσεις. Όταν για την ίδια επιφάνεια υποβάλλονταν αίτηση ενίσχυσης «επιφάνειας» ή «ζώων» και αίτηση ενίσχυσης γεωργίας-περιβάλλοντος ή περιφερειακής, το καταβλητέο τέλος για τη χορήγηση του χάρτη ήταν ίδιο με αυτό που θα έπρεπε να καταβληθεί αν η αίτηση αφορούσε μόνον ενίσχυση επιφάνειας ή ζώων. Παρ’ όλ’ αυτά η Επιτροπή προτίθεται να αποκλείσει τα τέλη που καταβλήθηκαν για επιφάνειες που αποτέλεσαν αντικείμενο δύο ειδών αιτήσεων ενίσχυσης (γεωργίας-περιβάλλοντος ή περιφερειακή, αφενός, «επιφάνειας» ή «ζώων», αφετέρου).

24.      Δεν αντιλαμβάνομαι σε τι χρησιμεύει το επιχείρημα αυτό για τη Σουηδία. Η Επιτροπή απέκλεισε ποσό ίσο με το σύνολο των τελών που κατέβαλαν οι αιτούντες ενισχύσεις επιφάνειας ή ζώων με την αιτιολογία ότι τα τέλη αυτά συνιστούσαν μειώσεις απαγορευόμενες από το άρθρο 15 του κανονισμού 1765/92 και το άρθρο 30α του κανονισμού 805/68. Κατά τη γνώμη μου, όπως παρατήρησα ανωτέρω, η ερμηνεία των άρθρων αυτών όπως τη δέχτηκε η Επιτροπή είναι ορθή. Το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι αιτούντες ζήτησαν επίσης και άλλα είδη ενισχύσεων δεν επηρεάζει καθόλου το γεγονός ότι συντρέχει παράβαση των άρθρων αυτών και δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τις συνέπειες της παράβασης αυτής.

 Πρόταση

25.      Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)      να απορρίψει την προσφυγή, και

2)      να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2  – ΕΕ L 170, σ. 77.


3  – Βλ. παραγράφους 5 και 6 κατωτέρω.


4  – Βλ. παράγραφο 10 κατωτέρω.


5  – Κανονισμός (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, από τον κανονισμό (ΕΚ) 1287/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995 (ΕΕ L 125, σ. 1). Ο κανονισμός 729/70 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), ο οποίος έχει εφαρμογή στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2000.


6  – Άρθρα 1, παράγραφος 3, και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού.


7  – Κανονισμός 805/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968 (JO L 148, σ. 24), όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2066/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992 (ΕΕ L 215, σ. 49).


8  – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1765/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992 (ΕΕ L 181, σ. 12).


9  – Κανονισμός (ΕΚ) 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995 (ΕΕ L 158, σ. 6), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2245/1999 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1999 (ΕΕ L 273, σ. 5).


10  – Förordningen (1997:183) om kartavgift I ärenden om jordbruksstöd.


11  – Η απόφαση αναφέρεται στο άρθρο 30 του κανονισμού 805/68. Είναι πάντως προφανές –και η Σουηδία συμφωνεί επ’ αυτού– ότι πρόκειται για το άρθρο 30α.


12  – Όπ.π., υποσημείωση 9.


13  – Το άρθρο 8, παράγραφος 1, αντικαταστάθηκε από 30 Οκτωβρίου 1999 από τον προπαρατεθέντα στην υποσημείωση 9 κανονισμό 2245/1999. Η ανακοίνωση της Επιτροπής φέρει χρονολογία 24 Οκτωβρίου 2000.


14  – Απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1998, C-36/97 και C-37/97 (Συλλογή 1998, σ. I‑6337).


15  – Σκέψη 16 της απόφασης με παραπομπή στην απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1981, 819/79, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1981, σ. 21, σκέψη 10).


16  –      Σκέψεις 19 έως 21 της αποφάσεως.


17  – Παράγραφος 13 των προτάσεων.


18  – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα συστήματα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 355, σ. 1).


19  – Συνημμένο στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής.


20  – Βλ. παράγραφο 11 ανωτέρω.