ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ANTONIO TIZZANO

της 29ης Ιουνίου 2004 (1)

Υπόθεση C-245/02

Anheuser-Busch Inc.

κατά

Budějovický Budvar, národní podnik

[αίτηση του Korkein oikeus (Φινλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Συμφωνία ΔΠΙΤΕ (TRIPs) – Άρθρο 16 – Προστασία του σήματος – Προστασία της εμπορικής επωνυμίας – Χρήση εμπορικής επωνυμίας ως σήμα»





1.        Η παρούσα υπόθεση ανέκυψε στη Φινλανδία και εντάσσεται στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης από μακρού χρόνου, σε διάφορα κράτη, διαφοράς μεταξύ της τσεχικής ζυθοποιίας Budějovický Budvar (2) (στο εξής: «ζυθοποιία Budvar» ή, απλώς, «Budvar»), με έδρα την πόλη Česke Budějovice (τσεχική Budweis) (3) της Βοημίας (Τσεχική Δημοκρατία), και της αμερικανικής εταιρίας Anheuser-Busch Inc. (στο εξής: Anheuser-Busch) (4), η οποία αφορά το δικαίωμα χρησιμοποιήσεως των όρων «Bud», «Budweiser» και άλλων παρόμοιων για την εμπορία της μπίρας που παράγουν.

2.        Με την παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ζητείται, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του εφαρμοστέου νομικού καθεστώτος στις περιπτώσεις ενδεχόμενων συγκρούσεων κατά τη χρησιμοποίηση, αφενός, ενός καταχωρισμένου σήματος και, αφετέρου, μιας εμπορικής επωνυμίας, ιδίως υπό το πρίσμα της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (στο εξής: Συμφωνία ΔΠΙΤΕ, καλούμενη στην αγγλική γλώσσα «TRIPs») (5).

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –       Το διεθνές δίκαιο

3.        Το άρθρο 8 της Συμβάσεως των Παρισίων περί προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας (στο εξής: Σύμβαση των Παρισίων) (6) προβλέπει ότι: «η εμπορική επωνυμία (7) θα προστατεύεται σε κάθε χώρα της Ενώσεως, άνευ υποχρεώσεως καταθέσεως ή καταχωρίσεως, είτε αποτελεί ή μη μέρος του βιομηχανικού ή εμπορικού σήματος».

4.        Το άρθρο 2 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ παραπέμπει σε διάφορες ουσιαστικές διατάξεις της Συμβάσεως των Παρισίων, μεταξύ των οποίων εμφαίνει το άρθρο 8 της εν λόγω Συμβάσεως. Συνεπώς, το εν λόγω άρθρο περιελήφθη στη Συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (8).

5.        Μεταξύ των ουσιαστικών διατάξεων της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ που ασκούν επιρροή εν προκειμένω περιλαμβάνεται το άρθρο 16, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει τα εξής:

«Ο κύριος ενός καταχωρισμένου εμπορικού σήματος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να απαγορεύει σε πάντα τρίτο να χρησιμοποιεί χωρίς τη συγκατάθεσή του στο πλαίσιο της εμπορικής του δραστηριότητας όμοια ή παρεμφερή σήματα για υπηρεσίες ή αγαθά όμοια ή παρεμφερή με εκείνα τα οποία αφορά το καταχωρισθέν εμπορικό σήμα, εφόσον η χρήση των εν λόγω σημάτων είναι πιθανό να οδηγήσει σε σύγχυση. Όταν χρησιμοποιείται το ίδιο σήμα για κάποιο όμοιο αγαθό ή υπηρεσία, τεκμαίρεται ότι είναι πιθανή η πρόκληση σύγχυσης. Τα δικαιώματα που καθορίζονται παραπάνω δεν θίγουν τυχόν άλλα [προγενέστερα και] προϋφιστάμενα δικαιώματα (9), ούτε τη δυνατότητα που έχουν τα μέλη να απονέμουν δικαιώματα με προϋπόθεση τη χρήση.»

6.        Το άρθρο 70 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ καθορίζει τη διαχρονική της εφαρμογή και προβλέπει τα εξής:

«1. Η παρούσα συμφωνία δεν δημιουργεί υποχρεώσεις σε σχέση με πράξεις που επιχειρήθηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής της συμφωνίας ως προς το οικείο μέλος.

2. Με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετων διατάξεων της παρούσας συμφωνίας, η παρούσα συμφωνία δημιουργεί υποχρεώσεις σε σχέση με το σύνολο των αγαθών που υφίστανται κατά την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας ως προς το εκάστοτε μέλος και καλύπτονται από την παρεχόμενη προστασία στο οικείο μέλος κατά την ίδια ημερομηνία ή τα οποία πληρούν, είτε εξαρχής είτε σε μεταγενέστερο στάδιο, τις προϋποθέσεις παροχής προστασίας που ορίζονται από την παρούσα συμφωνία. […]»

7.        Η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ, όπως και η Συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: Συμφωνία ΠΟΕ) της οποίας η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ αποτελεί παράρτημα, τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1995· εντούτοις, κατά το άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, τα μέλη δεν είχαν υποχρέωση να εφαρμόσουν τις διατάξεις της πριν από την παρέλευση ενός έτους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ.

 Β –       Το κοινοτικό δίκαιο

8.        Η Κοινότητα παρενέβη προς ρύθμιση του τομέα των εμπορικών σημάτων θεσπίζοντας την ασκούσα επιρροή εν προκειμένω οδηγία 89/104/ΕΟΚ (στο εξής: «οδηγία 89/104» ή, απλώς, «οδηγία») (10), η οποία, «σε πλήρη αρμονία με […] τη Σύμβαση των Παρισίων» (11), αποσκοπεί στην προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, χωρίς εντούτοις να προχωρεί στην πλήρη εναρμόνισή τους.

9.        Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει ότι:

«Ένα σήμα δεν καταχωρίζεται ή, αν έχει καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο […] εάν είναι πανομοιότυπο με προγενέστερο σήμα.»

10.      Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου:

«Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “προγενέστερα σήματα” νοούνται […]

δ)      τα σήματα τα οποία, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης του σήματος ή, ενδεχομένως, κατά την ημερομηνία προτεραιότητας που προβάλλεται προς υποστήριξη της αίτησης του σήματος, είναι “παγκοίνως γνωστά” στο οικείο κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 6α της Σύμβασης των Παρισίων.»

11.      Το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι ένα σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση ή, αν έχει καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο, εφόσον και κατά το μέτρο που «δικαιώματα επί μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές διακριτικού σημείου έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης του μεταγενέστερου σήματος ή, ενδεχομένως, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας που προβάλλεται προς υποστήριξη της αίτησης του μεταγενέστερου σήματος και αυτό το μη καταχωρισμένο σήμα ή αυτό το άλλο σημείο παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση μεταγενέστερου σήματος».

12.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, στο μέτρο που ασκεί επιρροή εν προκειμένω, προβλέπει ότι:

«1. Το καταχωρισμένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεση του:

α)      σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρισθεί·

β)      σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητάς του με το σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης του σημείου με το σήμα.»

13.      Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, ο δικαιούχος μπορεί να απαγορεύει, ιδίως, την επίθεση του σημείου σε προϊόντα ή στις συσκευασίες τους.

14.      Η παράγραφος 5 του εν λόγω άρθρου ορίζει ότι οι προηγούμενες παράγραφοι «δεν θίγουν τις διατάξεις που ισχύουν στα κράτη μέλη σχετικά με την προστασία από τη χρήση του σημείου για σκοπούς άλλους από εκείνους της διάκρισης των προϊόντων ή των υπηρεσιών, όταν η χρήση του σημείου αυτού, χωρίς νόμιμη αιτία, επιφέρει, αχρεωστήτως, όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος ή είναι βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.»

 Γ –       Το εθνικό δίκαιο

15.      Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του toiminimilaki (φινλανδικού νόμου περί εμπορικών επωνυμιών, στο εξής: toiminimilaki) (12), το αποκλειστικό δικαίωμα χρησιμοποιήσεως εμπορικής επωνυμίας κτάται με την καταχώριση της επωνυμίας αυτής ή με την «καθιέρωσή της διά της χρήσεως», ήτοι όταν η εν λόγω εμπορική επωνυμία καθίσταται γνωστή στους εμπορικούς κύκλους στο πλαίσιο των οποίων ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας ασκεί τις δραστηριότητές του.

16.      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του toiminimilaki προβλέπει ότι το αποκτηθέν λόγω «καθιερώσεως διά της χρήσεως» αποκλειστικό δικαίωμα παρέχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να απαγορεύει σε κάθε άλλο επιχειρηματία τη χρησιμοποίηση εμπορικής επωνυμίας ικανής να προκαλέσει σύγχυση με τη δική του επωνυμία.

17.      Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του tavaramerkkilaki (φινλανδικού νόμου περί σημάτων, στο εξής: tavaramerkkilaki) (13), οποιοσδήποτε μπορεί να χρησιμοποιεί στο πλαίσιο των εμπορικών του δραστηριοτήτων την εμπορική του επωνυμία ως διακριτικό σημείο για τα προϊόντα του, εφόσον η χρησιμοποίηση αυτή δεν μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με προστατευόμενο σήμα τρίτου.

18.      Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του tavaramerkkilaki, ο δικαιούχος του αποκλειστικού δικαιώματος επιθέσεως ενός διακριτικού σημείου στα προϊόντα του μπορεί να απαγορεύει σε οποιονδήποτε τρίτο να χρησιμοποιεί, στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών, άλλα σημεία τα οποία μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση με το προστατευόμενο σήμα. Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται μόνον όταν τα δύο σημεία χρησιμοποιούνται για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα.

19.      Όταν περισσότερα πρόσωπα προβάλλουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιθέτουν στα προϊόντα τους σημεία ικανά να προκαλέσουν σύγχυση, το άρθρο 7 του tavaramerkkilaki επιλύει τη σύγκρουση μεταξύ των δύο δικαιωμάτων αποδίδοντας προτεραιότητα στο προγενέστερο σήμα, εφόσον το προβαλλόμενο δικαίωμα δεν έχει απολεσθεί, παραδείγματος χάρη, λόγω αδράνειας του δικαιούχου.

20.      Ομοίως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του toiminimilaki ορίζει ότι, στις περιπτώσεις διαφορών που αφορούν εμπορικές επωνυμίες ικανές να προκαλέσουν σύγχυση, η προτεραιότητα αποδίδεται στην εμπορική επωνυμία που στηρίζεται σε προγενέστερο νομικό έρεισμα.

21.      Όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ σήματος και εμπορικής επωνυμίας, το άρθρο 14, παράγραφος 1, σημείο 6, του tavaramerkkilaki ορίζει ότι δεν γίνεται δεκτή η καταχώριση σήματος ικανού να προκαλέσει σύγχυση με προστατευόμενη εμπορική επωνυμία.

22.      Ομοίως, το άρθρο 10, σημείο 4, του toiminimilaki ορίζει ότι η εμπορική επωνυμία δεν πρέπει να περιλαμβάνει στοιχείο ικανό να προκαλέσει σύγχυση, μεταξύ άλλων, με το σήμα άλλου επιχειρηματία.

23.      Τέλος, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η φινλανδική νομολογία έχει επεκτείνει τη διασφαλιζόμενη από το άρθρο 8 της Συμβάσεως των Παρισίων προστασία των εμπορικών επωνυμιών και στις εμπορικές επωνυμίες οι οποίες έχουν καταχωρισθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, υπό την προϋπόθεση ότι το «κυρίαρχο» στοιχείο της επίμαχης αλλοδαπής εμπορικής επωνυμίας είναι γνωστό, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, στους ενδιαφερόμενους εμπορικούς κύκλους της Φινλανδίας (14).

II – Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

24.      Την 1η Φεβρουαρίου 1967, η ζυθοποιία Budvar καταχώρισε την εμπορική της επωνυμία στο οικείο εμπορικό μητρώο της Τσεχοσλοβακίας, υπό τη μορφή μιας περίπλοκης λεκτικής παραστάσεως αποτελούμενης από τη φράση «Budějovický Budvar» και τη φράση «Budweiser Budvar», η οποία σημαίνει «“ζυθοποιία Bud” (15) της Budweis», σε συνδυασμό με την ένδειξη της νομικής μορφής της εταιρίας τόσο στην τσεχική γλώσσα («národní podnik») όσο και στη γαλλική («Entreprise Nationale») και την αγγλική («National Corporation») (16).

25.      Επιπλέον, η εν λόγω εταιρία ήταν δικαιούχος στη Φινλανδία των σχετικών με μπίρα σημάτων «Budvar» και «Budweiser Budvar» που είχαν καταχωρισθεί στις 21 Μαΐου 1962 και στις 13 Νοεμβρίου 1972 αντιστοίχως. Εντούτοις, τα φινλανδικά δικαστήρια, με τις αποφάσεις τους της 5ης Απριλίου 1982 και της 28ης Δεκεμβρίου 1984, κήρυξαν άκυρη την καταχώριση των σημάτων αυτών λόγω μη χρησιμοποιήσεώς τους.

26.      Εν συνεχεία, κατά το χρονικό διάστημα από τις 5 Ιουνίου 1985 έως τις 5 Αυγούστου 1992, η ανταγωνίστρια ζυθοποιία Anheuser-Busch καταχώρισε στη Φινλανδία τα σχετικά με μπίρα σήματα «Budweiser», «Bud», «Bud Light» και «Budweiser King of the Beers».

27.      Με αγωγή που άσκησε ενώπιον του Helsingin Käräjäoikeus (πρωτοδικείου του Ελσίνκι) στις 11 Οκτωβρίου 1996, η Anheuser-Busch ζήτησε να απαγορευθεί στην Budvar να χρησιμοποιεί τα σημεία «Budějovický Budvar», «Budweiser Budvar», «Budweiser», «Budweis», «Budvar», «Bud» και «Budweiser Budbräu», τα οποία συνήθιζε να επιθέτει στις συσκευασίες της μπίρας που παρήγαγε και διέθετε στο εμπόριο στη Φινλανδία, και να καταδικαστεί η τσεχική ζυθοποιία σε αποκατάσταση της ζημίας που είχε υποστεί η ενάγουσα λόγω της χρησιμοποιήσεως των σημείων αυτών. Συγκεκριμένα, η Anheuser-Busch ισχυρίσθηκε ότι τα σημεία που χρησιμοποιούσε η Budvar προκαλούσαν κίνδυνο συγχύσεως με τα δικά της καταχωρισθέντα στη Φινλανδία σήματα.

28.      Επιπλέον, η Anheuser-Busch ζήτησε να απαγορευθεί στην Budvar, επί ποινή προστίμου βάσει του toiminimilaki, να χρησιμοποιεί στη Φινλανδία τις εμπορικές επωνυμίες: «Budějovický Budvar, národní podnik», «Budweiser Budvar», «Budweiser Budvar, national entreprise», «Budweiser Budvar, Entreprise Nationale» και «Budweiser Budvar, National Corporation», καθώς και κάθε άλλη φράση ικανή να προκαλέσει σύγχυση με τα δικά της καταχωρισθέντα σήματα.

29.      Η Budvar αμύνθηκε ισχυριζόμενη ότι τα σημεία που χρησιμοποιούσε στη Φινλανδία δεν ήταν ικανά να προκαλέσουν σύγχυση με τα σήματα της Anheuser-Busch. Επιπλέον και υποστήριξε ότι η καταχώριση της εμπορικής της επωνυμίας στο οικείο μητρώο της Τσεχοσλοβακίας της παρέχει και στη Φινλανδία προγενέστερο δικαίωμα επί του σημείου «Budweiser Budvar», το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 8 της Συμβάσεως των Παρισίων.

30.      Το Helsingin Käräjäoikeus, με την απόφασή του της 1ης Οκτωβρίου 1998, έκρινε ότι το σημείο «Budějovický Budvar», το οποίο η τσεχική εταιρία χρησιμοποιούσε ως εμπορικό σήμα επιθέτοντάς το εμφανώς στις ετικέτες των προϊόντων της, διέφερε από τα καταχωρισθέντα σήματα της Anheuser-Busch, οπότε δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των φιαλών μπίρας που έφεραν το επίμαχο σημείο και των φιαλών μπίρας που έφεραν τα καταχωρισθέντα σήματα.

31.      Επιπλέον, αποφάνθηκε ότι η φράση «BREWED AND BOTTLED BY BREWERY BUDWEISER BUDVAR NATIONAL ENTERPRISE», η οποία αναγραφόταν στις ετικέτες κάτω από το προαναφερθέν κυρίαρχο σημείο και με αισθητά μικρότερους χαρακτήρες σε σχέση με αυτό, δεν χρησιμοποιούταν ως εμπορικό σήμα, αλλά απλώς ως δήλωση της εμπορικής επωνυμίας της τσεχικής ζυθοποιίας.

32.      Επομένως, το Kärajäoikeus αναγνώρισε στην Budvar το δικαίωμα να χρησιμοποιεί και την αγγλική απόδοση της εμπορικής της επωνυμίας, η οποία είχε επίσης καταχωρισθεί στο οικείο μητρώο και η οποία, όπως προέκυψε από τις καταθέσεις των μαρτύρων, ήταν γνωστή, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, στους ενδιαφερόμενους εμπορικούς κύκλους της Φινλανδίας, κατά τον χρόνο που η Anheuser-Busch υπέβαλε την αίτηση καταχωρίσεως των δικών της σημάτων.

33.      Στην κατ’ έφεση δίκη, το Helsingin Hovioikeus (εφετείο του Ελσίνκι) έκρινε, με την απόφασή του της 27ης Ιουνίου 2000, ότι από τις προαναφερθείσες καταθέσεις των μαρτύρων δεν προέκυπτε με βεβαιότητα ότι η αγγλική απόδοση της εμπορικής επωνυμίας της Budvar ήταν επαρκώς γνωστή στη Φινλανδία, με συνέπεια να εξαφανίσει την απόφαση του πρωτοδικείου στο μέτρο που έκρινε ότι η αγγλική απόδοση της εμπορικής επωνυμίας της Budvar έχαιρε προστασίας στη Φινλανδία βάσει του άρθρου 8 της Συμβάσεως των Παρισίων.

34.      Εν συνεχεία, τόσο η Anheuser-Busch όσο και η Budvar άσκησαν ενώπιον του Korkein oikeus (ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου) αναίρεση κατά της αποφάσεως του εφετείου, στηριζόμενες κατ’ ουσίαν σε επιχειρήματα ανάλογα με εκείνα που προέβαλαν ενώπιον του πρωτοδικείου.

35.      Το Korkein oikeus αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ ενός σήματος και ενός σημείου το οποίο φέρεται ότι προσβάλλει το σήμα αυτό, όταν η σύγκρουση ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της θέσεως σε ισχύ της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εν λόγω Συμφωνίας προκειμένου να προσδιορισθεί το προγενέστερο εκ των δύο δικαιωμάτων, αν υπάρχουν ενδείξεις ότι η προβαλλόμενη προσβολή του σήματος συνεχίστηκε και μετά την ημερομηνία κατά την οποία η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ κατέστη εφαρμοστέα τόσο εντός της Κοινότητας όσο και εντός των κρατών μελών της;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

α)      Μπορεί να χρησιμοποιείται η εμπορική επωνυμία μιας εταιρίας και ως σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες κατά την έννοια της πρώτης περιόδου του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ;

β)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2α, υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί μια εμπορική επωνυμία να θεωρηθεί ότι συνιστά σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες κατά την έννοια της πρώτης περιόδου του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2α:

α)      Πώς πρέπει να ερμηνευθεί η διαλαμβανόμενη στην τρίτη περίοδο του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ αναφορά σε [προγενέστερα και] προϋφιστάμενα δικαιώματα; Μπορεί το δικαίωμα επί της εμπορικής επωνυμίας να θεωρηθεί ως προϋφιστάμενο δικαίωμα κατά την έννοια της τρίτης περιόδου του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ;

β)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 3α, πώς πρέπει να ερμηνευθεί η διαλαμβανόμενη στην τρίτη περίοδο του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ αναφορά σε [προγενέστερα και] προϋφιστάμενα δικαιώματα, στην περίπτωση εμπορικής επωνυμίας η οποία ούτε έχει καταχωρισθεί ούτε έχει καθιερωθεί διά της χρήσεως στο κράτος όπου έχει καταχωρισθεί το εμπορικό σήμα του οποίου ζητείται η προστασία έναντι της ανωτέρω εμπορικής επωνυμίας, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το άρθρο 8 της Συμβάσεως των Παρισίων καθιερώνει υποχρέωση προστασίας της εμπορικής επωνυμίας ανεξαρτήτως της καταχωρίσεώς της, καθώς και του γεγονότος ότι το μόνιμο όργανο προσφυγών του ΠΟΕ έχει ερμηνεύσει τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ παραπομπή στο άρθρο 8 της Συμβάσεως των Παρισίων υπό την έννοια ότι η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη του ΠΟΕ την υποχρέωση να προστατεύουν τις εμπορικές επωνυμίες βάσει της εν λόγω διατάξεως της Συμβάσεως των Παρισίων; Σε μια τέτοια περίπτωση, όταν για τους σκοπούς της εφαρμογής της τρίτης περιόδου του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, γίνεται εκτίμηση του αν το δικαίωμα επί της εμπορικής επωνυμίας είναι προγενέστερο του δικαιώματος επί του σήματος πρέπει να θεωρείται ως κρίσιμο στοιχείο:

i)      το αν η εμπορική επωνυμία ήταν γνωστή, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, στους ενδιαφερόμενους επαγγελματικούς κύκλους του κράτους, όπου το σήμα έχει καταχωρισθεί και όπου ζητείται η προστασία του, πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως του οικείου σήματος στο κράτος αυτό, ή

ii)      το αν η εμπορική επωνυμία χρησιμοποιούνταν στις εμπορικές συναλλαγές εντός του κράτους, όπου το σήμα έχει καταχωρισθεί και όπου ζητείται η προστασία του, πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως του οικείου σήματος στο κράτος αυτό, ή

iii)      οποιοδήποτε άλλο στοιχείο από το οποίο μπορεί να προκύπτει ότι το δικαίωμα επί της εμπορικής επωνυμίας είναι προϋφιστάμενο κατά την έννοια της τρίτης περιόδου του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ;»

36.      Οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτώς και ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

III – Νομική ανάλυση

 Α –       Εισαγωγή

37.      Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Anheuser-Busch υποστηρίζει ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη στο σύνολό της, ισχυριζόμενη ότι ούτε η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ ούτε το κοινοτικό δίκαιο μπορούν να εφαρμοσθούν εν προκειμένω, διότι η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε πριν τεθεί σε ισχύ η εν λόγω συμφωνία και πριν προσχωρήσει η Φινλανδία στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα· επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, η παρούσα υπόθεση δεν εμπίπτει στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων που έχουν εναρμονισθεί είτε βάσει της Συμφωνίας ΠΟΕ είτε βάσει του κοινοτικού δικαίου.

38.      Εντούτοις, η βασιμότητα του ισχυρισμού της Anheuser-Busch δεν μπορεί να εκτιμηθεί χωρίς να εξετασθούν συγχρόνως τα ουσιαστικά ζητήματα που τίθενται, αντιστοίχως, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα –όσον αφορά το εφαρμόσιμο ratione temporis των σχετικών ρυθμίσεων– και με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα –όσον αφορά το εφαρμόσιμο ratione materiae. Συνεπώς, δεν κρίνω σκόπιμο να εξετάσω χωριστά το ζήτημα του παραδεκτού, αντιθέτως, προτίθεμαι να το αναλύσω παράλληλα με την ουσία των προδικαστικών ερωτημάτων.

 B –       Επί του πρώτου ερωτήματος

39.      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να μάθει αν η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ μπορεί να εφαρμοσθεί σε διαφορά αφορώσα σύγκρουση μεταξύ ενός σήματος και ενός σημείου (εν προκειμένω μιας εμπορικής επωνυμίας) το οποίο φέρεται ότι προσβάλλει το σήμα αυτό, όταν η εν λόγω σύγκρουση ανέκυψε μεν πριν τεθεί σε ισχύ η ίδια η συμφωνία, αλλά συνεχίστηκε και μετά την ημερομηνία αυτή.

40.      Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Anheuser-Busch, η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ έχει σαφώς εφαρμογή ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως.

41.      Πράγματι, όπως ορθώς επισήμαναν η Budvar και η Επιτροπή, στην παρούσα υπόθεση, το εθνικό δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί προβαλλόμενων παραβάσεων του δικαίου των σημάτων, οι οποίες, μολονότι ξεκίνησαν προς το τέλος του 1995, εντούτοις εξακολουθούν να υφίστανται και σήμερα. Συνεπώς, πρόκειται για συμπεριφορά η οποία συνεχίστηκε και μετά τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ.

42.      Επιπλέον, εν προκειμένω, η αγωγή ενώπιον του πρωτοδικείου του Ελσίνκι ασκήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1996, ήτοι σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ είχε καταστεί απολύτως εφαρμοστέα τόσο στη Φινλανδία όσο και στα άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας.

43.      Το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφασή του Schieving-Nijstad (17), ότι η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ έχει εφαρμογή ακόμη και σε διαφορές που στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά προγενέστερα της θέσεώς της σε ισχύ, «αρκεί η προσβολή των δικαιωμάτων επί προϊόντων της διανοίας να συνεχίστηκε πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία οι διατάξεις της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ κατέστησαν εφαρμοστέες για την Κοινότητα και τα κράτη μέλη» (18).

44.      Αν κάτι τέτοιο ισχύει στις περιπτώσεις –όπως στην υπόθεση Schieving-Nijstad– στις οποίες η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ κατέστη εφαρμοστέα στο οικείο κράτος μέλος «σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η υπόθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου βρισκόταν στο στάδιο της διασκέψεως, αλλά δεν είχε ακόμα εκδοθεί απόφαση» (19), το ίδιο πρέπει κατά μείζονα λόγο να ισχύει και στις περιπτώσεις υποθέσεων που υποβλήθηκαν στην κρίση των εθνικών δικαστηρίων μετά τη θέση σε ισχύ της εν λόγω συμφωνίας, όπως συνέβη εν προκειμένω.

45.      Επιπλέον, το συμπέρασμα αυτό είναι απολύτως σύμφωνο προς τη νομολογία του οργάνου προσφυγών του ΠΟΕ περί του άρθρου 70 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, το οποίο ορίζει ότι η εν λόγω συμφωνία δεν δημιουργεί υποχρεώσεις σε σχέση με πράξεις που επιχειρήθηκαν πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της εφαρμογής της.

46.      Πράγματι, το όργανο προσφυγών έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 70, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ «αποκλείει απλώς τη δημιουργία υποχρεώσεων σε σχέση με “πράξεις που ολοκληρώθηκαν” πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της, χωρίς εντούτοις να αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από καταστάσεις οι οποίες συνεχίζονται και μετά την ημερομηνία αυτή. Αντιθέτως, “το σύνολο των αγαθών […] που καλύπτονται από την παρεχόμενη προστασία” συνιστά προδήλως συνεχιζόμενη κατάσταση» (20), η οποία, κατόπιν τούτου, εμπίπτει σαφώς στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, της εν λόγω συμφωνίας.

47.      Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο υποβληθέν από το εθνικό δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ότι, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ ενός σήματος και ενός σημείου το οποίο φέρεται ότι προσβάλλει το σήμα αυτό, οι διατάξεις της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ έχουν εφαρμογή προκειμένου να προσδιορισθεί το προγενέστερο εκ των δύο δικαιωμάτων, ακόμη και αν η σύγκρουση ανέκυψε σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η εν λόγω συμφωνία δεν είχε τεθεί σε ισχύ, υπό την προϋπόθεση ότι η προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων επί του σήματος συνεχίστηκε και μετά την ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω συμφωνία τέθηκε σε ισχύ στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη.

 Γ –       Επί του δευτέρου ερωτήματος

48.      Με το δεύτερό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να μάθει αν, και, ενδεχομένως, υπό ποιες προϋποθέσεις μια εμπορική επωνυμία μπορεί να συνιστά σημείο κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, με συνέπεια ο δικαιούχος ενός καταχωρισθέντος σήματος που συγκρούεται με την εν λόγω επωνυμία, να μπορεί να απαγορεύει τη χρησιμοποίησή της από τον δικαιούχο της.

49.      Όλοι οι συμμετέχοντες στη διαδικασία οι οποίοι ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους συμφωνούν ως προς το ότι –μολονότι σε αφηρημένο επίπεδο η προστασία των σημάτων και η προστασία των εμπορικών επωνυμιών στηρίζονται σε διαφορετικές και μη αντιφατικές διατάξεις– ένα σημείο το οποίο προστατεύεται ως εμπορική επωνυμία μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να έλθει σε σύγκρουση με ένα καταχωρισμένο σήμα κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ.

50.      Το πρόβλημα έγκειται στον καθορισμό αυτών των προϋποθέσεων.

51.      Συναφώς, η Anheuser-Busch ισχυρίζεται ότι από το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 16, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ προκύπτει ότι ο δικαιούχος ενός σήματος μπορεί πάντοτε να απαγορεύει σε κάποιον τρίτο τη χρησιμοποίηση εμπορικής επωνυμίας αποτελούμενης από σημείο πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το δικό του σήμα, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω τρίτος χρησιμοποιεί το σημείο αυτό «στις εμπορικές συναλλαγές».

52.      Αντιθέτως, η Budvar και η Φινλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί κατά πόσον η εμπορική επωνυμία χρησιμοποιείται στην πράξη για άλλους σκοπούς, πλην της βασικής της λειτουργίας, και ειδικότερα κατά πόσον χρησιμοποιείται για να διακρίνει τα προϊόντα του δικαιούχου της εν λόγω επωνυμίας από τα προϊόντα ενός άλλου επιχειρηματία, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο συγκεκριμένο κίνδυνο συγχύσεως με το σήμα που ο επιχειρηματίας αυτός έχει καταχωρίσει για πανομοιότυπα προϊόντα. Όπως τονίζει ιδίως η Φινλανδική Κυβέρνηση, στον εθνικό δικαστή θα εναπόκειται να προβεί στην εξακρίβωση αυτή.

53.      Τέλος, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η επίμαχη σύγκρουση πρέπει να επιλυθεί με εφαρμογή των διατάξεων που ρυθμίζουν τις συγκρούσεις μεταξύ σημάτων.

54.      Συμφωνώ απολύτως με τους συμμετέχοντες στη διαδικασία ως προς το ότι, από γενικής απόψεως, η βασική λειτουργία της εμπορικής επωνυμίας συνίσταται στο να προσδιορίζει μια επιχείρηση, ενώ η ουσιώδης λειτουργία του σήματος είναι να διακρίνει τα συγκεκριμένα προϊόντα μιας επιχειρήσεως από τα ομοειδή προϊόντα άλλων επιχειρήσεων. Συνεπώς, δεν μπορεί κατ’ αρχήν να θεμελιωθεί κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ ενός σημείου χρησιμοποιούμενου ως σήματος και ενός σημείου χρησιμοποιούμενου ως εμπορικής επωνυμίας.

55.      Εντούτοις, δεν αποκλείεται σε ορισμένες περιπτώσεις το ίδιο σημείο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για να προσδιορίζει μια επιχείρηση, να χρησιμοποιείται επίσης για να εκπληρώνει την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, ήτοι να δημιουργεί ένα σύνδεσμο μεταξύ του προϊόντος και της επιχειρήσεως που το παράγει (ή το διανέμει) και να «εγγυάται στους καταναλωτές την προέλευση του προϊόντος» (21).

56.      Πράγματι, είναι οπωσδήποτε πιθανό τα διακριτικά σημεία που, κατ’ αρχάς, διαδραματίζουν διαφορετικούς ρόλους να καταλήξουν, εν συνεχεία, να χρησιμοποιούνται για τον ίδιο ακριβώς σκοπό και, ως εκ τούτου, να συγχέονται στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού.

57.      Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, στις περιπτώσεις αυτές, το άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ παρέχει στον δικαιούχο του καταχωρισμένου σήματος «το αποκλειστικό δικαίωμα να απαγορεύει σε πάντα τρίτο […] να χρησιμοποιεί χωρίς τη συγκατάθεσή του στο πλαίσιο της εμπορικής του δραστηριότητας όμοια ή παρεμφερή σήματα για υπηρεσίες ή αγαθά όμοια ή παρεμφερή με εκείνα τα οποία αφορά το καταχωρηθέν εμπορικό σήμα» (άρθρο 16, πρώτη περίοδος, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ).

58.      Για τον λόγο αυτό, η χρησιμοποίηση ενός σημείου ως σήματος αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την ύπαρξη συγκρούσεως μεταξύ του σημείου αυτού και ενός καταχωρισμένου σήματος και, συνεπώς, για την άσκηση από τον δικαιούχο του καταχωρισμένου σήματος του δικαιώματός του αποκλειστικής χρησιμοποιήσεως.

59.      Εντούτοις, η προϋπόθεση αυτή δεν αρκεί καθεαυτή για την ύπαρξη συγκρούσεως μεταξύ δύο σημείων, τουλάχιστον στις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχει μεταξύ τους απλή ομοιότητα και όχι απόλυτη ταυτότητα.

60.      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το γράμμα της επίμαχης διατάξεως, άπαξ αποδειχθεί ότι τα δύο σημεία επιτελούν αντίστοιχες λειτουργίες, πρέπει εν συνεχεία να διαπιστωθεί κατά πόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η χρησιμοποίηση του οικείου σημείου από τον δικαιούχο της εμπορικής επωνυμίας «μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο συγχύσεως» με το καταχωρισμένο σήμα.

61.      Μόνο σε περίπτωση που μπορεί να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι δυνατό να γίνει λόγος για «σημείο» το οποίο διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες, έρχεται σε σύγκρουση με καταχωρισμένο σήμα και, ως εκ τούτου, η χρησιμοποίησή του μπορεί να απαγορευθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16, πρώτη περίοδος, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ.

62.      Συνεπώς, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, μια εμπορική επωνυμία μπορεί να θεωρηθεί ως «σημείο» ικανό να έλθει σε σύγκρουση με καταχωρισμένο σήμα όταν χρησιμοποιείται, όπως τα εμπορικά σήματα, για να δημιουργήσει ένα σύνδεσμο μεταξύ του προϊόντος και της επιχειρήσεως που το παράγει (ή το διανέμει) και, επιπλέον, όταν είναι ικανό να προκαλέσει σύγχυση στην αντίληψη των καταναλωτών, εμποδίζοντάς τους να κατανοήσουν ευχερώς αν τα συγκεκριμένα προϊόντα συνδέονται με τον δικαιούχο της εμπορικής επωνυμίας ή με τον δικαιούχο του καταχωρισμένου σήματος.

63.      Το συμπέρασμα αυτό αφορά την ερμηνεία του άρθρου 16 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ. Εντούτοις, προκειμένου να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον η προτεινόμενη λύση συνάδει με τις σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

64.      Πράγματι, στον τομέα της προστασίας των σημάτων, όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, οι εθνικές έννομες τάξεις οφείλουν να συμμορφώνονται όχι μόνον προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν, σε διεθνές επίπεδο, από την προσχώρηση των κρατών μελών και της Κοινότητας στη Συμφωνία ΔΠΙΤΕ, αλλά, επιπλέον και κυρίως, προς τις υποχρεώσεις που τα κράτη μέλη υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο. Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στον τομέα της προστασίας των σημάτων καθόσον υφίστανται συγκεκριμένες διατάξεις της οδηγίας 89/104 (οι προαναφερθείσες στο σημείο 8, ανωτέρω) που εναρμονίζουν τις σχετικές νομοθεσίες των κρατών μελών.

65.      Συνεπώς, χωρίς να προχωρήσω σε ανάλυση των νομικών προβλημάτων που ανακύπτουν από τη συμμετοχή της Κοινότητας στον ΠΟΕ, αρκεί να υπενθυμίσω ότι, όπως έχει διευκρινίσει το όργανο προσφυγών του ΠΟΕ, το άρθρο 16 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ παρέχει στον δικαιούχο καταχωρισμένου σήματος «ένα ελάχιστο επίπεδο «αποκλειστικών δικαιωμάτων» που έχουν συμφωνηθεί διεθνώς», τα οποία πρέπει να διασφαλίζονται από τις εθνικές νομοθεσίες όλων των κρατών μελών του ΠΟΕ (22).

66.      Συνεπώς, προκειμένου να καθορισθεί ορθώς το εφαρμοστέο δίκαιο στις περιπτώσεις συγκρούσεως μεταξύ, αφενός, μιας εμπορικής επωνυμίας χρησιμοποιούμενης ως σήματος και, αφετέρου, ενός καταχωρισμένου σήματος, πρέπει να διαπιστωθεί αν, και με ποιον τρόπο, το κοινοτικό δίκαιο διασφαλίζει το προβλεπόμενο από τη Συμφωνία ΔΠΙΤΕ «ελάχιστο» επίπεδο προστασίας που πρέπει να παρέχεται στον δικαιούχο καταχωρισμένου σήματος.

67.      Προς τον σκοπό αυτό, λαμβανομένου υπόψη του ότι η χρησιμοποίηση του επίμαχου σημείου ως σήματος συνιστά τη βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη συγκρούσεως μεταξύ αυτού του σημείου και ενός καταχωρισμένου σήματος (ανωτέρω, σημείο 58), είναι αναγκαίο να υπομνησθεί, κατ’ αρχάς, ο ορισμός της λειτουργίας του εμπορικού σήματος στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, όπως έχει δοθεί από το Δικαστήριο.

68.      Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι «η βασική λειτουργία του σήματος είναι να εγγυάται στον καταναλωτή ή τον τελικό χρήστη την ταυτότητα προελεύσεως του φέροντος το σήμα προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας, αφού του δίνει τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το εν λόγω προϊόν ή την υπηρεσία από αυτά που έχουν άλλη προέλευση» (23). Το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι «[το σήμα] πρέπει να παρέχει την εγγύηση ότι κάθε προϊόν ή υπηρεσία με το σήμα αυτό έχει κατασκευαστεί ή παρέχεται υπό τον έλεγχο μιας και μόνον επιχειρήσεως η οποία φέρει την ευθύνη για την ποιότητά τους» (24).

69.      Εφαρμόζοντας τη συλλογιστική αυτή στην παρούσα υπόθεση, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να προσδιορίσει τη λειτουργία που επιτελεί η χρησιμοποίηση της εμπορικής επωνυμίας Budvar.

70.      Αν υποτεθεί ότι το εθνικό δικαστήριο καταλήξει ότι η εμπορική επωνυμία επιτελεί τη λειτουργία σήματος, ήτοι ότι χρησιμοποιείται για να διακρίνει τα προϊόντα επί των οποίων τίθεται από άλλα ομοειδή προϊόντα, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα σύνδεσμο με την τσεχική ζυθοποιία, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει, εν συνεχεία, να εξετάσει κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ, αφενός, του επίμαχου σημείου και, αφετέρου, του σήματος που έχει καταχωρισθεί από την ανταγωνίστρια αμερικανική ζυθοποιία, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο υπό το πρίσμα των σχετικών κριτηρίων που θέτει η οδηγία 89/104.

71.      Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 παρέχει στον δικαιούχο καταχωρισμένου σήματος το δικαίωμα να απαγορεύει, άνευ άλλων προϋποθέσεων, σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές πανομοιότυπο σημείο για πανομοιότυπα προϊόντα. Επομένως, αν συντρέχει το στοιχείο της απόλυτης ταυτότητας τόσο των αντιπαρατιθέμενων σημείων όσο και των προσδιοριζόμενων προϊόντων, ο κίνδυνος συγχύσεως τεκμαίρεται από τον ίδιο τον κοινοτικό νομοθέτη.

72.      Αντιθέτως, όταν δεν πληρούται η προϋπόθεση της απόλυτης ταυτότητας, αλλά υφίσταται εν πάση περιπτώσει ομοιότητα μεταξύ του σημείου και του σήματος, το στοιχείο β΄ της προαναφερθείσας διατάξεως εξαρτά την άσκηση του επίμαχου δικαιώματος από την ύπαρξη «κινδύνου συγχύσεως του κοινού, περιλαμβανομένου και του κινδύνου συσχετίσεως του σημείου με το σήμα».

73.      Αναμφιβόλως, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να αποφανθεί ποια εκ των δύο προαναφερθεισών περιπτώσεων συντρέχει εν προκειμένω. Εντούτοις, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμήσει τις ενδείξεις που παρέχει προς τον σκοπό αυτό η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

74.      Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «[τ]ο κριτήριο της ταυτότητας μεταξύ σημείου και σήματος πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Πράγματι, από τον ίδιο τον ορισμό της εννοίας του πανομοιότυπου προκύπτει ότι τα δύο συγκρινόμενα στοιχεία πρέπει να είναι καθ’ όλα όμοια» (25). Εντούτοις, «το αν ένα σημείο είναι πανομοιότυπο με ένα σήμα πρέπει να εκτιμάται γενικά από πλευράς ενός μέσου καταναλωτή ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Όμως, σε έναν τέτοιο καταναλωτή, το σημείο δίδει μια γενική εντύπωση. Πράγματι, ο ως άνω μέσος καταναλωτής σπανίως έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε άμεση σύγκριση σημείων και σημάτων, αλλά είναι αναγκασμένος να εμπιστεύεται την ατελή εικόνα που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του. Επιπλέον, το επίπεδο της προσοχής του μέσου καταναλωτή είναι δυνατό να μεταβάλλεται αναλόγως της κατηγορίας των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών» (26).

75.      Συνεπώς, αν ο εθνικός δικαστής καταλήξει, βάσει των ανωτέρω κριτηρίων, ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ των επίμαχων σημείων, ο δικαιούχος του καταχωρισμένου σήματος θα μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του να απαγορεύει, άνευ άλλων προϋποθέσεων, σε κάθε τρίτο τη χρησιμοποίηση του σημείου αυτού. Αν το κριτήριο της ταυτότητας δεν πληρούται, το δικαστήριο θα πρέπει να διαπιστώσει κατά πόσον υφίσταται στη συγκεκριμένη περίπτωση κίνδυνος συγχύσεως.

76.      Ο εθνικός δικαστής, προκειμένου να προβεί στη διαπίστωση αυτή, πρέπει να «εκτιμήσει συνολικά» τον κίνδυνο συγχύσεως, ήτοι να λάβει υπόψη όλους τους παράγοντες που ασκούν επιρροή, περιλαμβανομένης της φήμης του επίμαχου σήματος. Εντούτοις, η φήμη του σήματος καθεαυτή δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα (27), διότι, ακόμη και αν ένα σήμα απολαύει μεγάλης φήμης, ο «κίνδυνος συγχύσεως δεν μπορεί να τεκμαίρεται» (28) από το γεγονός και μόνον της υπάρξεως κινδύνου συνειρμικής συσχετίσεως υπό τη στενή έννοια.

77.      Πράγματι, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, να προβαίνει στην «αναγκαία θετική διαπίστωση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, ο οποίος συνιστά το αντικείμενο του αποδεικτικού στοιχείου που πρέπει να προσκομιστεί» (29).

78.      Στο σημείο αυτό, πρέπει να εξετασθεί το συμβατό, αφενός, του συστήματος προστασίας που θεσπίζει το άρθρο 5 της οδηγίας 89/104 και, αφετέρου, των φινλανδικών διατάξεων για τη μεταφορά του στην εσωτερική έννομη τάξη με το «ελάχιστο» επίπεδο νομικής προστασίας που καθιερώνει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ.

79.      Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μολονότι οι διατάξεις της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα στην κοινοτική έννομη τάξη, εντούτοις «τα εθνικά δικαστήρια, όταν καλούνται να εφαρμόσουν τους εθνικούς τους κανόνες προκειμένου να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για την προστασία δικαιωμάτων που εμπίπτουν σε τομέα εφαρμογής της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, πρέπει να ενεργούν, στο μέτρο του δυνατού, με βάση το κείμενο και τον σκοπό» (30) των σχετικών διατάξεων της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ.

80.      Φρονώ ότι η εν λόγω αρχή, η οποία ισχύει στον τομέα των εθνικών δικονομικών διατάξεων που δεν έχουν εναρμονισθεί από τον κοινοτικό νομοθέτη, ισχύει κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, που αφορούν ουσιαστικές διατάξεις οι οποίες έχουν εναρμονισθεί σε κοινοτικό επίπεδο με τη θέσπιση της οδηγίας 89/104, της οποίας τα άρθρα 4 και 5 ρυθμίζουν τυχόν συγκρούσεις μεταξύ σημάτων και άλλων σημείων.

81.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, φρονώ ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το επίμαχο κοινοτικό καθεστώς είναι απολύτως συμβατό με το καθεστώς «ελάχιστης» προστασίας που καθιερώνει η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ.

82.      Κατ’ αρχάς, ουδέν πρόβλημα ανακύπτει όταν υφίσταται απόλυτη ταυτότητα τόσο μεταξύ των επίμαχων σημείων όσο και μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων, διότι, στις περιπτώσεις αυτές, ο δικαιούχος του καταχωρισμένου σήματος μπορεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 της οδηγίας, να ασκεί άνευ άλλων προϋποθέσεων το διασφαλιζόμενο από τη Συμφωνία ΔΠΙΤΕ αποκλειστικό δικαίωμά του.

83.      Όσον αφορά τις περιπτώσεις απλής ομοιότητας μεταξύ του σήματος και του σημείου που ενδεχομένως προσβάλλει αυτό το σήμα, η οδηγία επιβάλλει, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, την υποχρέωση να διαπιστώνεται αν υφίσταται, στην πράξη, κίνδυνος συγχύσεως. Εντούτοις, η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ επιβάλλει αντίστοιχη υποχρέωση διαπιστώσεως της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, και μάλιστα η διατύπωση της σχετικής διατάξεως προσομοιάζει με εκείνη του κοινοτικού δικαίου (ανωτέρω,σημείο 60).

84.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ότι μια εμπορική επωνυμία μπορεί να συνιστά «σημείο» ικανό να έλθει σε σύγκρουση με καταχωρισμένο σήμα και ότι, ως εκ τούτου, ο δικαιούχος του καταχωρισμένου σήματος μπορεί να απαγορεύει τη χρησιμοποίηση της επωνυμίας αυτής κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104, όταν η επίμαχη εμπορική επωνυμία χρησιμοποιείται ως σήμα, ήτοι για να δημιουργήσει ένα σύνδεσμο μεταξύ του προϊόντος και της επιχειρήσεως που το παράγει (ή το διανέμει), και όταν η επωνυμία αυτή είναι ικανή να προκαλέσει σύγχυση στην αντίληψη των καταναλωτών, εμποδίζοντάς τους να κατανοήσουν ευχερώς αν τα φέροντα το επίμαχο σημείο προϊόντα συνδέονται με τον δικαιούχο της εμπορικής επωνυμίας ή με τον δικαιούχο του καταχωρισμένου σήματος. Ο κίνδυνος συγχύσεως τεκμαίρεται όταν υπάρχει ταυτότητα τόσο μεταξύ των σημείων όσο και μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων· ειδάλλως, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, προβαίνοντας σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση.

 Δ –       Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου ερωτήματος

85.      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα απορρέοντα από την εμπορική επωνυμία δικαιώματα συνιστούν «[προγενέστερα και] προϋφιστάμενα δικαιώματα», τα οποία δεν πρέπει να θίγονται από το αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου του καταχωρισμένου σήματος κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ.

86.      Η Budvar, η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

87.      Εντούτοις, τείνω να συμφωνήσω, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, με την αντίθετη ερμηνεία που προτείνει η Anheuser-Busch, διότι φρονώ ότι τα προστατευόμενα από το άρθρο 16 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ «[προγενέστερα και] προϋφιστάμενα δικαιώματα» μπορούν να είναι μόνο δικαιώματα επί σημείου χρησιμοποιούμενου ως σήματος, ανεξαρτήτως του ότι το επίμαχο σημείο μπορεί να εκπληρώνει και άλλες λειτουργίες, όπως παραδείγματος χάρη να αποτελεί την εμπορική επωνυμία της επιχειρήσεως.

88.      Πράγματι, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, βάσει της πρώτης περιόδου του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, ο δικαιούχος καταχωρισμένου σήματος μπορεί, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί σημείο πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το δικό του σήμα για προϊόντα πανομοιότυπα ή παρόμοια με εκείνα για τα οποία έχει καταχωρίσει το σήμα του, αλλά μόνον όταν το επίμαχο σημείο χρησιμοποιείται από τον τρίτο «ως σήμα», ήτοι για να διακρίνει τα προϊόντα του από ομοειδή προϊόντα άλλων επιχειρήσεων.

89.      Επομένως, φρονώ ότι είναι απολύτως λογικό η διαλαμβανόμενη στην εν λόγω διάταξη αναφορά σε «δικαιώματα», τα οποία δεν πρέπει να θίγονται από την προστασία του σήματος, να ερμηνεύεται υπό αυτήν την έννοια.

90.      Ο λόγος υπάρξεως της επίμαχης διατάξεως είναι να αποφεύγεται το ενδεχόμενο το αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου σήματος να θίγει το δικαίωμα που έχει αποκτήσει κάποιος τρίτος να χρησιμοποιεί σημείο ικανό να έλθει σε σύγκρουση με το σήμα αυτό διά της χρήσεως η οποία προηγήθηκε της καταχωρίσεως του ίδιου του σήματος.

91.      Εξάλλου, κατόπιν προσεκτικής αναγνώσεως, η αντίθετη ερμηνεία είναι αλυσιτελής.

92.      Πράγματι, ελλείψει συγκρούσεως μεταξύ των δύο σημείων, ο δικαιούχος του σήματος δεν μπορεί να ασκήσει το αποκλειστικό δικαίωμά του έναντι του δικαιούχου της εμπορικής επωνυμίας και, ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαίο, κατά την εφαρμογή του άρθρου 16 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, να επιφυλάσσεται ειδική προστασία στις εμπορικές επωνυμίες, εφόσον αυτή διασφαλίζεται από άλλες αυτοτελείς διατάξεις της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ (κατωτέρω, σημείο 108).

93.      Εντούτοις, θα διατυπώσω ορισμένες πρόσθετες σκέψεις ως προς τον «προγενέστερο» και «προϋφιστάμενο» χαρακτήρα του δικαιώματος αυτού, διότι κατέστη σαφές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ότι υπάρχει διάσταση απόψεων ως προς την ερμηνεία αυτών των όρων.

94.      Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον όρο «προγενέστερα», η Επιτροπή ισχυρίσθηκε ότι η επίμαχη διάταξη αποτελεί κανόνα διαχρονικής εφαρμογής ο οποίος προστατεύει τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ: η έννοια «[προγενέστερα και] προϋφιστάμενα δικαιώματα» πρέπει να ερμηνευθεί ως αφορώσα μόνον τα δικαιώματα αυτά.

95.      Αντιθέτως, η Anheuser-Busch, η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Budvar πρότειναν διαφορετική ερμηνεία της τρίτης περιόδου του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ. Κατά την ερμηνεία αυτή, η οποία φρονώ ότι είναι πιο πειστική, η προστατευόμενη από την εν λόγω διάταξη χρονική προτεραιότητα του δικαιώματος θεμελιώνεται σε σχέση με την καταχώριση του σήματος το οποίο βρίσκεται σε σύγκρουση με το επίμαχο σημείο. Πράγματι, πρόκειται για έκφραση της αρχής της υπεροχής του προγενέστερου τίτλου αποκλειστικότητας, που αποτελεί ένα από τα θεμέλια του δικαίου των σημάτων και, γενικότερα, όλου του δικαίου της βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

96.      Όσον αφορά τον όρο «προϋφιστάμενα», φρονώ ότι σημαίνει ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου δικαιώματος, προκειμένου να αντιταχθεί αποτελεσματικά στους ισχυρισμούς του δικαιούχου του σήματος που έρχεται σε σύγκρουση με το δικό του σημείο, πρέπει να αποδείξει ότι έχει διαφυλάξει την απόλαυση του δικαιώματός του χωρίς διακοπές, δεδομένου ότι, στην αντίθετη περίπτωση, δεν θα επρόκειτο για προστασία «προϋφιστάμενου» δικαιώματος, αλλά για δυνατότητα επανακτήσεως απολεσθέντος δικαιώματος.

97.      Επιπλέον, φρονώ ότι η προκριθείσα από την Επιτροπή ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η τρίτη περίοδος του άρθρου 16 καθίσταται απλώς μεταβατική διάταξη, είναι κατακριτέα και από συστηματικής απόψεως, δεδομένου ότι οι μεταβατικές διατάξεις της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ περιλαμβάνονται στο άρθρο 70 της εν λόγω συμφωνίας.

98.      Εξάλλου, αν γίνει δεκτή η ερμηνεία που πρότεινε η Επιτροπή, η τρίτη περίοδος του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ καθίσταται, κατόπιν προσεκτικής αναγνώσεως, διπλά αλυσιτελής, ενόψει των υποχρεώσεων που επιβάλλει το ίδιο το άρθρο 70 της εν λόγω συμφωνίας.

99.      Πράγματι, η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 16 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ υποχρέωση προστασίας των «[προγενέστερων και] προϋφιστάμενων δικαιωμάτων» καθίσταται, υπό αυτήν την ερμηνεία, μια αλυσιτελής επιβεβαίωση της υποχρεώσεως που επιβάλλει ήδη το άρθρο 70 της εν λόγω συμφωνίας στα κράτη μέλη του ΠΟΕ να προστατεύουν «το σύνολο των αγαθών που υφίστανται κατά την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας ως προς το εκάστοτε μέλος και καλύπτονται από την παρεχόμενη προστασία στο οικείο μέλος κατά την ίδια ημερομηνία».

100. Επιπλέον, αν γίνει δεκτή η προκριθείσα από την Επιτροπή ερμηνεία, δεν παρέχονται επαρκείς διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ ρυθμίζει τις περιπτώσεις συγκρούσεως μεταξύ δύο δικαιωμάτων επί του ιδίου σήματος ή επί σημείων που χρησιμοποιούνται ως σήματα.

101. Πράγματι, αν η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 16 αναφορά σε «[προγενέστερα και] προϋφιστάμενα δικαιώματα» δεν ερμηνευθεί υπό την έννοια που προτείνω, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διεθνείς ρυθμίσεις για τις εμπορικές πτυχές του δικαίου των σημάτων είναι ελλιπείς και δεν μπορούν να επιτύχουν τους σκοπούς που επιδιώκουν, ήτοι να εξαλείψουν τα εμπόδια στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, στο μέτρο που απορρέουν από τις αποκλίσεις μεταξύ των καθεστώτων περί προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

102. Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος ότι μια εμπορική επωνυμία μπορεί να συνιστά προγενέστερο και «προϋφιστάμενο» δικαίωμα κατά την έννοια της τρίτης περιόδου του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, μόνον εφόσον χρησιμοποιείται ως σήμα.

 Ε –       Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου ερωτήματος

103. Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει υπό ποιες προϋποθέσεις μια εμπορική επωνυμία η οποία ούτε έχει καταχωρισθεί ούτε έχει καθιερωθεί διά της χρήσεως σε κράτος μέλος, στο οποίο, αντιθέτως, έχει καταχωρισθεί σήμα ικανό να έλθει σε σύγκρουση με την εν λόγω επωνυμία, μπορεί να απολαύει της προστασίας που το άρθρο 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ παρέχει στα «[προγενέστερα και] προϋφιστάμενα δικαιώματα», λαμβανομένου υπόψη ότι, βάσει της διαλαμβανόμενης στο άρθρο 2 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ παραπομπής στο άρθρο 8 της Συμβάσεως των Παρισίων, τα κράτη μέλη του ΠΟΕ οφείλουν να προστατεύουν τις αλλοδαπές εμπορικές επωνυμίες ανεξαρτήτως της καταχωρίσεώς τους.

104. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά πόσον είναι αποφασιστικής σημασίας για την παροχή της εν λόγω προστασίας το αν η εμπορική επωνυμία χρησιμοποιείται στις εμπορικές συναλλαγές ή είναι γνωστή, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η προστασία της.

105. Η Anheuser-Busch ισχυρίζεται ότι η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 2 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ παραπομπή στη Σύμβαση των Παρισίων περιορίζεται στους τομείς που ρυθμίζονται ρητώς από τα κεφάλαια II, III και IV της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, τα οποία δεν περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικές με την εμπορική επωνυμία. Εντούτοις, αν υποτεθεί ότι γίνεται δεκτό ότι η εν λόγω παραπομπή καλύπτει και την προστασία των εμπορικών επωνυμιών, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 8 της Συμβάσεως των Παρισίων δεν ρυθμίζει ούτε το ζήτημα της υπάρξεως εμπορικής επωνυμίας και της καθιερώσεώς της διά της χρήσεως ούτε, πολλώ μάλλον, τις σχέσεις προτεραιότητας μεταξύ εμπορικής επωνυμίας και σήματος ερχόμενου σε σύγκρουση με την επωνυμία αυτή, διότι τα ζητήματα αυτά ρυθμίζονται από τα εθνικά δίκαια.

106. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των ζητημάτων που έθεσε το φινλανδικό δικαστήριο με το δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος.

107. Εν πάση περιπτώσει, η Anheuser-Busch ισχυρίζεται επικουρικώς ότι, βάσει της αρχής της εδαφικότητας η οποία ισχύει σε όλους τους τομείς της πνευματικής ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένων των εμπορικών επωνυμιών, οι προϋποθέσεις προστασίας αλλοδαπής εμπορικής επωνυμίας στη Φινλανδία πρέπει να καθορίζονται από το φινλανδικό δίκαιο. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, και γι’ αυτόν τον λόγο, να ερμηνεύσει τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου.

108. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή διότι φρονώ ότι από τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 2 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ παραπομπή στη Σύμβαση των Παρισίων προκύπτει ότι το ζήτημα της προστασίας της εμπορικής επωνυμίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ.

109. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ίδιο το όργανο προσφυγών του ΠΟΕ έχει αναγνωρίσει ρητώς ότι η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη του ΠΟΕ την υποχρέωση να προστατεύουν και τις εμπορικές επωνυμίες, διότι, δυνάμει της διαλαμβανόμενης στο άρθρο 2 της εν λόγω συμφωνίας παραπομπής, το άρθρο 8 της Συμβάσεως των Παρισίων έχει ενσωματωθεί στο καθεστώς προστασίας που θεσπίζει η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ (31).

110. Εντούτοις, οι αντιρρήσεις της Anheuser-Busch παρέχουν την αφορμή να εξετάσω το ζήτημα των ορίων της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, όσον αφορά την ερμηνεία των διεθνών συμφωνιών, όπως η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ εν προκειμένω.

111. Χωρίς να υπεισέλθω στις γενικές πτυχές του ζητήματος, περιορίζομαι στο να υπενθυμίσω, σχηματικώς, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των κανόνων του συμβατικού διεθνούς δικαίου που βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (32). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, στις περιπτώσεις συμφωνιών, όπως εν προκειμένω η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ, που έχουν συναφθεί από την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της βάσει συντρέχουσας αρμοδιότητας, είναι αρμόδιο να ερμηνεύει τουλάχιστον τις συμβατικές εκείνες διατάξεις που αφορούν, ακόμη και εμμέσως, καταστάσεις που ρυθμίζονται από διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (33).

112. Από το γεγονός ότι η Κοινότητα δεν έχει θεσπίσει νομοθεσία περί της προστασίας της εμπορικής επωνυμίας (34), συνάγεται ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει τις διατάξεις που έχουν ενσωματωθεί στη Συμφωνία ΔΠΙΤΕ, δυνάμει του άρθρου 2 της εν λόγω Συμφωνίας, και αφορούν την προστασία των εμπορικών επωνυμιών.

113. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως τείνουν να καταδείξουν τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως, η επέκταση της παρεχόμενης στον δικαιούχο εμπορικής επωνυμίας προστασίας μπορεί να θίγει εμμέσως την προστασία που παρέχεται στον δικαιούχο σήματος και, ως εκ τούτου, να επηρεάζει μια κατάσταση που εμπίπτει στους τομείς της κοινοτικής αρμοδιότητας.

114. Πράγματι, όπως επισήμανα προηγουμένως με την απάντηση που πρότεινα να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα και στο πρώτο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, μια εμπορική επωνυμία μπορεί να έλθει σε σύγκρουση –υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και ειδικότερα όταν χρησιμοποιείται ως σήμα– με το αποκλειστικό δικαίωμα που το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει στον δικαιούχο καταχωρισμένου σήματος.

115. Εν προκειμένω, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκλεισθεί, στο μέτρο ακριβώς που δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων το ενδεχόμενο τέτοιας συγκρούσεως.

116. Προκειμένου να αρθεί κάθε αμφιβολία ως προς την ύπαρξη και τα όρια της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, φρονώ ότι το ερώτημα αυτό πρέπει να διατυπωθεί εκ νέου ως εξής:

Η διασφαλιζόμενη από το κοινοτικό δίκαιο προστασία του σήματος επιβάλλει περιορισμούς στην προστασία που τα κράτη μέλη οφείλουν να παρέχουν στην εμπορική επωνυμία, βάσει των διατάξεων της Συμβάσεως των Παρισίων, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 2 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, όταν η εμπορική επωνυμία χρησιμοποιείται ως σήμα, και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί ένα τέτοιο σημείο να απολαύει της προστασίας που παρέχει στα «[προγενέστερα και] προϋφιστάμενα δικαιώματα» το άρθρο 16, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ;

117. Φρονώ ότι έχει καταστεί σαφές ότι η διασφαλιζόμενη από το άρθρο 8 της Συμβάσεως των Παρισίων προστασία της εμπορικής επωνυμίας δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της προστασίας που η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ και το κοινοτικό δίκαιο παρέχουν στον δικαιούχο καταχωρισμένου σήματος, όταν η εμπορική επωνυμία χρησιμοποιείται ως σήμα.

118. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, ο δικαιούχος της εμπορικής επωνυμίας δεν επιθυμεί να εξασφαλίσει την προστασία του δικαιώματος χρησιμοποιήσεώς της ως μέσου προσδιορισμού της επιχειρήσεώς του, αλλά, κυρίως, την προστασία του δικαιώματος χρησιμοποιήσεώς της ως διακριτικού σημείου για τα προϊόντα του, ήτοι ως εμπορικού σήματος.

119. Επομένως, το κριτήριο βάσει του οποίου θα καθορισθεί το υπερέχον δικαίωμα πρέπει να συναχθεί από τους κανόνες που ισχύουν στον τομέα των σημάτων και, ειδικότερα, από τον διαλαμβανόμενο στο άρθρο 16 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ (ανωτέρω, σημείο 95) κανόνα του προγενέστερου δικαιώματος, ο οποίος συνιστά το θεμελιώδες κριτήριο για την επίλυση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που εκπληρώνουν την ίδια λειτουργία.

120. Εντούτοις, φρονώ ότι οι ειδικοί κανόνες εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου δεν μπορούν να συναχθούν αποκλειστικώς από τη διάταξη του άρθρου 16 της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, η οποία καθιερώνει, απλώς, το κριτήριο αυτό δίχως να παρέχει περαιτέρω ενδείξεις· οι κανόνες αυτοί θα πρέπει κατ’ ανάγκη να συναχθούν και από τις εναρμονισμένες κοινοτικές διατάξεις, ειδικότερα δε από το άρθρο 4 της οδηγίας 89/104.

121. Πράγματι, η εν λόγω διάταξη, η οποία καθορίζει τους «λόγους απαραδέκτου» και τους «λόγους ακυρότητας, όσον αφορά συγκρούσεις με προγενέστερα δικαιώματα», ρυθμίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η προστασία καταχωρισμένου σήματος πρέπει να υποχωρεί ενόψει προγενέστερου δικαιώματος τρίτου.

122. Ειδικότερα, από το άρθρο 4 της οδηγίας προκύπτει ότι το προγενέστερο εκ των δύο δικαιωμάτων που βρίσκονται σε σύγκρουση καθορίζεται βάσει της ημερομηνίας κατά την οποία το σημείο που αποτελεί την εμπορική επωνυμία μπορεί να θεωρηθεί ως «παγκοίνως γνωστό» στο κράτος όπου ζητείται η προστασία (επιχείρημα αντλούμενο από το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄), ή βάσει της ημερομηνίας κατά την οποία, λόγω της χρήσεως του επίμαχου σημείου, «δικαιώματα επί μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές διακριτικού σημείου έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης του μεταγενέστερου σήματος» (άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο β΄).

123. Φρονώ ότι, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εμπορική επωνυμία της Budvar ήταν παγκοίνως γνωστή στη Φινλανδία. Εντούτοις, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η εν λόγω προϋπόθεση πληρούται εν προκειμένω.

124. Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι οι εθνικές έννομες τάξεις έχουν περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ως προς τη ρύθμιση της αποκτήσεως δικαιωμάτων σχετιζομένων με μη καταχωρισμένο σήμα, περιλαμβανομένης της χρησιμοποιήσεως εμπορικής επωνυμίας ως σήματος, διότι η οδηγία, όπως ρητώς προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική της σκέψη, δεν εναρμονίζει τις προϋποθέσεις προστασίας των σημάτων που έχουν αποκτηθεί λόγω χρήσεως. Συνεπώς, τόσο οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών όσο και η ημερομηνία κατά την οποία αποκτώνται καθορίζονται από τα εσωτερικά δίκαια των κρατών μελών.

125. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, όπως αναδιατυπώθηκε προηγουμένως, ότι, όταν μια εμπορική επωνυμία χρησιμοποιείται ως σήμα, η σύγκρουση που τυχόν ανακύπτει μεταξύ αυτής της επωνυμίας και ενός καταχωρισμένου σήματος πρέπει να επιλύεται υπέρ του προγενέστερου δικαιώματος· το προγενέστερο δικαίωμα καθορίζεται βάσει της ημερομηνίας κατά την οποία το σημείο που αποτελεί την εμπορική επωνυμία μπορεί να θεωρηθεί ως «παγκοίνως γνωστό» στο κράτος όπου ζητείται η προστασία του ή βάσει του χρονικού σημείου κατά το οποίο έχουν αποκτηθεί διά της χρήσεως τα δικαιώματα επί του χρησιμοποιούμενου ως σήματος σημείου, δυνάμει των διατάξεων του εθνικού δικαίου.

IV – Πρόταση

126. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα από το Korkein oikeus προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

«1)      Σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ ενός σήματος και ενός σημείου το οποίο φέρεται ότι προσβάλλει το σήμα αυτό, οι διατάξεις της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ έχουν εφαρμογή προκειμένου να προσδιορισθεί το προγενέστερο εκ των δύο δικαιωμάτων, ακόμη και όταν η σύγκρουση ανέκυψε σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ δεν είχε τεθεί σε ισχύ, υπό την προϋπόθεση ότι η προβαλλόμενη προσβολή συνεχίστηκε και μετά την ημερομηνία κατά την οποία η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ τέθηκε σε ισχύ στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη.

2)      Μια εμπορική επωνυμία μπορεί να συνιστά “σημείο” ικανό να έλθει σε σύγκρουση με καταχωρισμένο σήμα και, ως εκ τούτου, ο δικαιούχος του εν λόγω σήματος μπορεί να απαγορεύει τη χρησιμοποίηση της επωνυμίας αυτής κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104, όταν η επίμαχη εμπορική επωνυμία χρησιμοποιείται ως σήμα, ήτοι για να δημιουργήσει ένα σύνδεσμο μεταξύ του προϊόντος και της επιχειρήσεως που το παράγει (ή το διανέμει), και όταν η επωνυμία αυτή είναι ικανή να προκαλέσει σύγχυση στην αντίληψη των καταναλωτών, εμποδίζοντάς τους να κατανοήσουν ευχερώς αν τα φέροντα το επίμαχο σημείο προϊόντα συνδέονται με τον δικαιούχο της εμπορικής επωνυμίας ή με τον δικαιούχο του καταχωρισμένου σήματος. Ο κίνδυνος συγχύσεως τεκμαίρεται όταν υπάρχει ταυτότητα τόσο μεταξύ των σημείων όσο και μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων· ειδάλλως, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, προβαίνοντας σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση.

3)      Μια εμπορική επωνυμία μπορεί να συνιστά προγενέστερο και “προϋφιστάμενο” δικαίωμα κατά την έννοια της τρίτης περιόδου του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, μόνον εφόσον χρησιμοποιείται ως σήμα.

4)      Στην περίπτωση αυτή, η σύγκρουση μεταξύ της εμπορικής επωνυμίας και του καταχωρισμένου σήματος πρέπει να επιλυθεί υπέρ του προγενέστερου δικαιώματος· το προγενέστερο δικαίωμα καθορίζεται βάσει της ημερομηνίας κατά την οποία το σημείο που αποτελεί την εμπορική επωνυμία μπορεί να θεωρηθεί ως “παγκοίνως γνωστό” στο κράτος όπου ζητείται η προστασία του ή βάσει του χρονικού σημείου κατά το οποίο έχουν αποκτηθεί διά της χρήσεως τα δικαιώματα επί του χρησιμοποιούμενου ως σήματος σημείου, δυνάμει των διατάξεων του εθνικού δικαίου.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2 – Η πλήρης εταιρική επωνυμία είναι «Budějovický Budvar, národný podnik, Budweiser Budvar, National Corporation, Budweiser Budvar, Entreprise Nationale» και σημαίνει: «Ζυθοποιία Bud της Budweis, εθνική επιχείρηση». Η σημερινή ζυθοποιία προέκυψε από τη συγχώνευση της επιχειρήσεως «Budweiser Brauberechtigten Bürgerliches Brauhaus», που ιδρύθηκε στην Budweis το 1795, με την επιχείρηση «Český akciový pivovar v č. Budějovicích», καλούμενη επίσης «Budvar Tschechische Aktien-Brauerei», που ιδρύθηκε επίσης στην Budweis το 1895. Το 1948, κατόπιν της εθνικοποιήσεως, οι δύο επιχειρήσεις ενώθηκαν για να σχηματίσουν μια εθνική επιχείρηση, την «Jihočeské pivovary», από την οποία προέκυψε, το 1966, η επιχείρηση στη σημερινή της μορφή.


3 – Στο εξής: «Budweis». Στην πόλη Budweis η βιομηχανία παραγωγής μπίρας ανθεί από τον 16ο αιώνα.


4 – Με έδρα το Saint Louis του Missouri (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής). Από το 1876, η ζυθοποιία Bavarian Brewery, η οποία μετατράπηκε κατόπιν σε Anheuser-Busch, διέθετε στην τοπική αγορά την μπίρα της, αρχικώς, υπό την ονομασία «Budweiser» και εν συνεχεία και υπό τη συντετμημένη μορφή «Bud». Όπως προκύπτει από ιστορικά στοιχεία, η Anheuser-Busch έλαβε εν τέλει, το 1911, άδεια από τις τότε δραστηριοποιούμενες στην Budweis ζυθοποιίες προκειμένου να χρησιμοποιεί την επίμαχη ονομασία στις μη ευρωπαϊκές αγορές. Τέλος, το 1939, οι τσεχικές ζυθοποιίες της παραχώρησαν το αποκλειστικό δικαίωμα να χρησιμοποιεί την ονομασία «Budweiser» στην αμερικανική αγορά. Εντούτοις, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Anheuser-Busch άρχισε να εξάγει την μπίρα της και στην Ευρώπη (βλ. για τα στοιχεία αυτά τη διάταξη του αυστριακού OGH, της 1ης Φεβρουαρίου 2002, 4 Ob 13/00s., και την απόφαση του ομοσπονδιακού ελβετικού δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 1999, BGE 125 III, σ. 193).


5 – Η συμφωνία αυτή αποτελεί το παράρτημα 1 Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση το Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και έχει εγκριθεί εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ L 336, σ. 1).


6 – Η Σύμβαση των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας υπογράφηκε στις 20 Μαρτίου 1883. Έκτοτε έχει τροποποιηθεί πολλάκις, την τελευταία δε φορά στη Στοκχόλμη με την πράξη της 14ης Ιουλίου 1967. Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι συμβαλλόμενα μέρη στην τροποποιηθείσα σύμβαση, η οποία υπογράφηκε μόνο στη γαλλική γλώσσα.


7 – Υποσημείωση αφορώσα μόνον την ιταλική απόδοση των προτάσεων.


8 – Η εν λόγω διάταξη προβλέπει: «1. Όσον αφορά τα κεφάλαια II, III και IV της παρούσας Συμφωνίας, τα μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς τα άρθρα 1 έως 12 και 19 της Συμβάσεως των Παρισίων (1967)».


9 –      Η επίμαχη φράση διατυπώνεται στις τρεις αυθεντικές γλωσσικές αποδόσεις της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ ως εξής: στη γαλλική «aucun droit antérieur existant»· στην αγγλική «any existing prior rights»· στην ισπανική «ninguno de los derechos existentes con anterioridad». Σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις που έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα, π.χ. στην ιταλική, ο όρος «προϋφιστάμενα» παραλείπεται.


10 – Πρώτη οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων ( ΕΕ L 40 της 11ης Φεβρουαρίου 1989, σ. 1).


11 – Τελευταία αιτιολογική σκέψη.


12 – Νόμος 128/79, της 2ας Φεβρουαρίου 1979, περί εμπορικών επωνυμιών.


13 – Νόμος 7/1964, της 10ης Ιανουαρίου 1964, περί σημάτων.


14 – Η εκδοθείσα από το Korkein oikeus απόφαση περί παραπομπής, KKO 1994:23.


15 – «Budvar» στην τσεχική γλώσσα.


16 – Βλ., επίσης, ανωτέρω υποσημείωση 2.


17 – Απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2001, C-89/99 (Συλλογή 2001, σ. I-5851).


18 – Όπ.π., σκέψη 50.


19 – Όπ.π.


20 – Έκθεση του οργάνου προσφυγών, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για την υπόθεση Καναδάς – Διάρκεια της προστασίας που παρέχει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, αριθ. εγγράφου WT/DS170/AB/R, δημοσιευθείσα στον ιστότοπο www.wto.org, σκέψη 69.


21 – Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2002, C-206/01, Arsenal Football Club (Συλλογή 2002, σ. I-10273, σκέψη 51).


22 – Έκθεση του οργάνου προσφυγών, της 2ας Ιανουαρίου 2002, για την υπόθεση Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής – Άρθρο 211 του νόμου του 1998, περί ανοίγματος των πιστώσεων, αριθ. εγγράφου WT/DS176/AB/R, δημοσιευθείσα στον ιστότοπο www.wto.gr, σκέψη 186.


23 – Προαναφερθείσα απόφαση Arsenal Football Club, σκέψη 48.


24 – Όπ.π. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 23ης Μαΐου 1978, 102/77, Hoffmann-La Roche (Συλλογή τόμος 1978, σ. 351, σκέψη 7), και της 18ης Ιουνίου 2002, C-299/99, Philips (Συλλογή 2002, σ. I-5475, σκέψη 30).


25 – Απόφαση της 20ής Μαρτίου 2003, C-291/00, LTJ Diffusion (Συλλογή 2003, σ. I-2799, σκέψη 50).


26 – Όπ.π., σκέψη 52. Βλ., επίσης, τις αποφάσεις της 10ης Οκτωβρίου 1978, 3/78, Centrafarm (Συλλογή τόμος 1978, σ. 567, σκέψεις 11 και 12), της 22ας Ιουνίου 1999, C-342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer (Συλλογή 1999, σ. I-3819, σκέψη 26), και της 12ης Οκτωβρίου 1999, C‑379/97, Upjohn (Συλλογή 1999, σ. I‑6927, σκέψη 21).


27 – Απόφαση της 22ας Ιουνίου 2000, C-425/98, Marca Mode (Συλλογή 2000, σ. I-4861, σκέψεις 40 και 41).


28 – Όπ.π., σημείο 33.


29 – Όπ.π., σημείο 39.


30 – Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-300/98 και C-392/98, Parfums Christian Dior (Συλλογή 2000, σ. I-11307, σκέψη 47).


31 – Το όργανο προσφυγών του ΠΟΕ, με την έκθεσή του της 2ας Ιανουαρίου 2002 για την υπόθεση Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής – Άρθρο 211 του Omnibus Appropriations Act 1998 (αριθ. εγγράφου WT/DS176/AB/R), κατέληξε ότι: «[…] nous infirmons la constatation du Groupe spécial figurant au paragraphe 8.41 de son rapport selon laquelle les noms commerciaux ne sont pas couverts par l’Accord sur les ADPIC et constatons que les Membres de l’OMC ont l'obligation en vertu de l’Accord sur les ADPIC d’assurer la protection des noms commerciaux» (βλ. σκέψη 341 της εκθέσεως που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο www.wto.org).


32 – Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1973, 130/73, Vandeweghe, (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 795), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν είναι αρμόδιο […] να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του διεθνούς δικαίου που δεσμεύουν τα κράτη μέλη εκτός του πλαισίου του κοινοτικού δικαίου» (σκέψη 2). Βλ., υπό την ίδια έννοια, την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, C-379/92, Peralta (Συλλογή 1994, σ. I-3453, σκέψεις 16 και 17).


33 – Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Parfums Christian Dior, σκέψεις 33 έως 35: με τη σκέψη 33, το Δικαστήριο, αφού τόνισε ότι η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ «συνήφθη από την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της βάσει συντρέχουσας αρμοδιότητας», έκρινε ότι «έχει αρμοδιότητα να καθορίσει τις υποχρεώσεις που η Κοινότητα ανέλαβε κατ’ αυτόν τον τρόπο και να ερμηνεύσει προς τούτο τις διατάξεις της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ». Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι έχει αρμοδιότητα, ιδίως, όταν διακυβεύεται «η προστασία δικαιωμάτων που απορρέουν από κοινοτική ρύθμιση οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ» (σκέψη 34) ή όταν πρόκειται για ερμηνεία διατάξεως «η οποία μπορεί να εφαρμοστεί τόσο σε καταστάσεις που εμπίπτουν στο εθνικό δίκαιο όσο και σε καταστάσεις που εμπίπτουν στο κοινοτικό δίκαιο» (σκέψη 35).


34 – Βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002, C-23/01, Robelco (Συλλογή 2002, σ. I-10913, σκέψη 34).