ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

STIX-HACKL

της 30ής Μαρτίου 2004 (1)

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-184/02 και C-223/02

Βασίλειο της Ισπανίας

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

και

Συμβουλίου της Ευρώπης

και

Δημοκρατία της Φινλανδίας

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

και

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Οδηγία 2002/15/ΕΚ – Συνθήκες εργασίας – Αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί – Νομική βάση – Γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Ελευθερία ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας – Αναλογικότητα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»






Πίνακας περιεχομένων


I –   Eισαγωγή

II – Νομικό πλαίσιο

III – Παραδεκτό

Α –   Υπόθεση C-184/02

Β –   Υπόθεση C-223/02

IV – Βάσιμο

Α –   Επί της αρμοδιότητας της Κοινότητας

1.     Οι λόγοι ακυρώσεως σχετικά με τον σκοπό της οδηγίας, την κατάχρηση εξουσίας και τις νομικές βάσεις

α)     Επί του σκοπού της οδηγίας (τρίτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-184/02)

i)     Παραδεκτό

ii)   Βάσιμο

β)     Επί του ζητήματος της καταχρήσεως εξουσίας και επί της νομιμότητας των επιλεγεισών νομικών βάσεων (πρώτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C‑223/02)

i)     Το άρθρο 137, παράγραφος 2, EΚ

ii)   Το άρθρο 71 EΚ

iii) Η χρησιμοποίηση μη αναγκαίας νομικής βάσεως

2.     Οι διατάξεις περί μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (τέταρτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-223/02)

α)     Το άρθρο 137, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, EΚ

β)     Το άρθρο 157, παράγραφος 1, EΚ

3.     Αποτέλεσμα

Β –   Επί του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας (πρώτος και δεύτερος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-184/02 καθώς και τρίτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-223/02) και επί της αρχή της αναλογικότητας (δεύτερος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-223/02)

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

α)     Χωριστή ή από κοινού εξέταση;

β)     Επί του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας

γ)     Βάρος επικλήσεως και κατανομή του βάρους αποδείξεως

2.     Προϋποθέσεις της νομιμότητας επεμβάσεως σε θεμελιώδες δικαίωμα

α)     Επί της αρχής της αναλογικότητας γενικώς

β)     Επί του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας ειδικότερα

γ)     Επί της αναλογικότητας της επεμβάσεως

i)     Ο σκοπός της οδηγίας

ii)   Καταλληλότητα

iii) Αναγκαιότητα

iv)   Αναλογικότητα υπό στενή έννοια

3.     Αποτέλεσμα

Γ –   Επί της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (δεύτερος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-184/02)

1.     Επί της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

2.     Επί του άρθρου 74 EΚ

Δ –   Επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (τέταρτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-184/02 και πέμπτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-223/02)

V –   Δικαστικά έξοδα

VI – Πρόταση

I –    Eισαγωγή

1.        Οι δύο υποθέσεις αφορούν προσφυγή του Βασιλείου της Ισπανίας και προσφυγή της Δημοκρατίας της Φινλανδίας για την ολική ή μερική ακύρωση της οδηγίας 2002/15/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Mαρτίου 2002, για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών (2) (στο εξής: οδηγία). Στα πλαίσια των υποθέσεων αυτών, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει παράλληλα με μια σειρά λόγων ακυρώσεως και ορισμένα, εν μέρει καινοφανή, προβλήματα σχετικά με το παραδεκτό αμφοτέρων των προσφυγών.

II – Νομικό πλαίσιο

2.        Στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων εντάσσεται, κατ’ αρχάς, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3820/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών (3), ο οποίος ρυθμίζει κατ’ ουσίαν τις ώρες οδηγήσεως και αναπαύσεως των οδηγών που τελούν σε σχέση εξαρτημένης εργασίας καθώς και άλλων οδηγών.

3.        Πρέπει να γίνει περαιτέρω μνεία της οδηγίας 93/104/EΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νoεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (4). Η οδηγία αυτή ρύθμιζε μεταξύ άλλων την περίοδο ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως, τα διαλείμματα εργασίας, τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, την ετήσια άδεια και τη διάρκεια της νυκτερινής εργασίας, οπότε εξαιρούνταν συγκεκριμένοι τομείς δραστηριότητας όπως η οδική κυκλοφορία. Το πεδίο εφαρμογής τους διευρύνθηκε με την οδηγία 2000/34/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 93/104/EΚ του Συμβουλίου, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, ώστε να καλυφθούν οι τομείς και οι δραστηριότητες που εξαιρούνται από την εν λόγω οδηγία (5), μεταξύ άλλων στον τομέα της οδικής κυκλοφορίας. Στους καλούμενους «μετακινούμενους εργαζομένους» όμως δεν είχαν εφεξής  εφαρμογή οι διατάξεις για την ημερήσια ανάπαυση, για τις στάσεις, για τον χρόνο εβδομαδιαίας αναπαύσεως και για τη διάρκεια της νυκτερινής εργασίας.

4.        Η οδηγία 2002/15 συμπληρώνει εκ νέου τις προηγούμενες διατάξεις και θεσπίζει διατάξεις για τον χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας και για τη μέγιστη διάρκεια εργασίας, τα διαλείμματα εργασίας, την περίοδο αναπαύσεως και τη νυχτερινή εργασία.

5.        Το άρθρο 1, το οποίο ρυθμίζει τον στόχο της οδηγίας, ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να θεσπίσει τις ελάχιστες προδιαγραφές για την οργάνωση του χρόνου εργασίας προκειμένου να βελτιωθεί η προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών, καθώς και η οδική ασφάλεια και να υπάρξει περαιτέρω προσέγγιση των όρων ανταγωνισμού.»

6.        Το άρθρο 2, το οποίο ρυθμίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους μετακινουμένους εργαζομένους που απασχολούνται από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, και συμμετέχουν σε δραστηριότητες οδικών μεταφορών διεπόμενες από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3820/85 ή, εν ελλείψει, από τη συμφωνία AETR.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ακολούθου εδαφίου, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους αυτοαπασχολουμένους οδηγούς από τις 23 Μαρτίου 2009.

Το αργότερο δύο έτη πριν από την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η έκθεση αυτή αναλύει τις συνέπειες της εξαίρεσης των αυτοαπασχολούμενων οδηγών από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας όσον αφορά την οδική ασφάλεια, τις συνθήκες ανταγωνισμού, τη διάρθρωση του επαγγέλματος καθώς και τις κοινωνικές πτυχές. Οι επικρατούσες συνθήκες σε κάθε κράτος μέλος σχετικά με τη δομή του κλάδου των μεταφορών και το εργασιακό περιβάλλον του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα λαμβάνονται υπόψη. Βάσει της έκθεσης αυτής, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση στόχος της οποίας θα είναι, εφόσον απαιτείται

–        είτε να θεσπίσει τους όρους για την υπαγωγή των αυτοαπασχολουμένων οδηγών στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας όσον αφορά ορισμένους αυτοαπασχολουμένους οδηγούς που δεν συμμετέχουν σε δραστηριότητες οδικών μεταφορών σε άλλα κράτη μέλη και οι οποίοι υπόκεινται σε τοπικούς περιορισμούς για αντικειμενικούς λόγους, όπως απομακρυσμένη εγκατάσταση, μεγάλες εσωτερικές αποστάσεις και ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον,

–        είτε να μην συμπεριλάβει τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.»

7.        Το άρθρο 3 περιλαμβάνει τους ορισμούς της οδηγίας. Το στοιχείο α΄ περιλαμβάνει τον νομικό ορισμό της έννοιας «χρόνος εργασίας». Το σημείο 2 της διατάξεως ορίζει τα εξής:

«Στην περίπτωση των αυτοαπασχολουμένων oδηγών, ο ίδιος ορισμός εφαρμόζεται για τον χρόνο από την έναρξη έως τη λήξη της εργασίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο αυτοαπασχολούμενος οδηγός βρίσκεται στον τόπο εργασίας του, στη διάθεση του πελάτη και ασκεί τα καθήκοντά του ή δραστηριότητες διαφορετικές από τις γενικές διοικητικές εργασίες που δεν είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη συγκεκριμένη εκτέλεση μεταφοράς.

Εξαιρούνται του χρόνου εργασίας τα κατ’ άρθρο 5 διαλείμματα, ο κατ’ άρθρο 6 χρόνος ανάπαυσης καθώς και οι κατά το στοιχείο β του παρόντος άρθρου περίοδοι υποχρέωσης διαθεσιμότητας, με την επιφύλαξη της νομοθεσίας των κρατών μελών ή συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταιριών, που προβλέπουν αντιστάθμιση ή περιορισμό των περιόδων αυτών.»

8.        Το στοιχείο ε΄ ορίζει την έννοια του «αυτοαπασχολούμενου οδηγού» ως εξής:

«κάθε πρόσωπο, η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του οποίου συνίσταται στην εκτέλεση, επ’ αμοιβή, οδικών μεταφορών επιβατών ή εμπορευμάτων, κατά την έννοια της κοινοτικής νομοθεσίας, βάσει κοινοτικής αδείας ή άλλης επαγγελματικής αδείας για την πραγματοποίηση των μεταφορών αυτών, το οποίο έχει την ελευθερία να εργάζεται αυτόνομα και δεν συνδέεται με εργοδότη με σύμβαση εργασίας ή με οποιαδήποτε άλλη μορφή ιεραρχικής εργασιακής σχέσης, το οποίο είναι ελεύθερο να οργανώνει τις σχετικές δραστηριότητες, του οποίου το εισόδημα εξαρτάται άμεσα από τα πραγματοποιούμενα κέρδη και το οποίο έχει την ελευθερία, ατομικά ή μέσω συνεργασίας με άλλους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς, να έχει εμπορικές σχέσεις με διάφορους πελάτες.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι οδηγοί που δεν ανταποκρίνονται στα εν λόγω κριτήρια υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις και απολαύουν των ιδίων δικαιωμάτων με εκείνα που προβλέπονται και τους μετακινουμένους εργαζομένους από την παρούσα οδηγία.»

III – Παραδεκτό

 Α –       Υπόθεση C-184/02

9.        Στη διαδικασία που κινήθηκε με την άσκηση της προσφυγής της Ισπανίας, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο αμφισβητούν το παραδεκτό της προσφυγής, διότι το αρχικό δικόγραφο της προσφυγής αναφέρει μόνον το Συμβούλιο ως καθού. Για πρώτη φορά με έγγραφο το οποίο φέρει την ένδειξη «fe de erratas» η Ισπανία ζητεί διόρθωση της πρώτης σελίδας, προκειμένου να συμπεριληφθεί και το Κοινοβούλιο ως καθού.

10.      Πρέπει να συμφωνήσω, κατ’ αρχάς, με την Ισπανία, ότι η νομική πράξη χαρακτηριζόταν ήδη στο αρχικό δικόγραφο της προσφυγής ως νομική πράξη του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Εντούτοις, πρόκειται συναφώς για τη μνεία του αντικειμένου της διαφοράς, δηλαδή για το αναγκαίο κατά το άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου (στο εξής: Κανονισμός Διαδικασίας) περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής.

11.      Στην απαίτηση αυτή προστίθεται, εν πάση περιπτώσει, η προβλεπόμενη στο άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά την οποία το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει «τον προσδιορισμό του καθού». Η διάταξη αυτή δεν μπορεί όμως να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρέπει να αναφέρεται ένας μόνον καθού. Πράγματι, από το άρθρο 21 του οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει «τον διάδικο ή τους διαδίκους κατά των οποίων στρέφεται η προσφυγή», ότι δηλαδή είναι δυνατόν να υπάρχει πλειονότητα διαδίκων.

12.      Κατά συνέπεια, ορθώς το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο επισημαίνουν ότι η προσβαλλόμενη από την Ισπανία πράξη αποτελεί νομική πράξη που θεσπίστηκε από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατά τη διαδικασία συναποφάσεως του άρθρου 251 EΚ και ότι, στην περίπτωση αυτή, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να αναφέρει και τα δύο όργανα που θέσπισαν τη νομική πράξη, ως καθών.

13.      Την απαίτηση αυτή σαφώς δεν πληροί το αρχικό δικόγραφο της προσφυγής. Πρέπει να εξεταστεί τώρα αν το έγγραφο που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο μπορεί να θεωρηθεί ως απλή διόρθωση ή «Corrigendum» ή ως έγγραφο για τη διόρθωση ελλείψεως του δικογράφου της προσφυγής.

14.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξετασθεί αν, στην υπό κρίση υπόθεση, πρόκειται για απλή διόρθωση ή «Corrigendum», όπως η διόρθωση ορθογραφικών σφαλμάτων. Στην προαναφερθείσα κατηγορία ανήκει, για παράδειγμα, η διόρθωση εσφαλμένων αριθμητικών ενδείξεων στην προσβαλλόμενη πράξη. Παράλληλα προς το παράδειγμα αυτό που αφορά το αντικείμενο της διαφοράς, μπορούν να αναφερθούν και παραδείγματα σχετικά με τους διαδίκους. Πράγματι, θα μπορούσε άνευ ετέρου να αντικατασταθεί η αναγραφή ενός διαδίκου ως «Eυρωπαϊκή Επιτροπή» με την ορθή ένδειξη «Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων». Τέτοιες διορθώσεις, ακόμη και όταν αυτές βαίνουν πέραν των απλών διορθώσεων γραφικών σφαλμάτων, είναι απολύτως επιτρεπτές.

15.      Στο πλαίσιο αυτό, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν την άποψη ότι εδώ πρόκειται για διόρθωση του δικογράφου της προσφυγής. Εντούτοις, το άρθρο 38, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας επιτρέπει διόρθωση μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 3 έως 6. Στην υπό κρίση υπόθεση όμως το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί την προϋπόθεση που ρυθμίζει η παράγραφος 1.

16.      Πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη του Κοινοβουλίου ότι το έγγραφο έχει ως αντικείμενο την προσθήκη ενός επιπλέον καθού. Στην υπό κρίση υπόθεση πρόκειται για κάτι περισσότερο. Πρόκειται για τροποποίηση αυτού τούτου του αρχικού δικογράφου της προσφυγής και όχι για μια από τις περιπτώσεις διορθώσεως που ρυθμίζονται στις παραγράφους 3 έως 6. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την Ισπανία.

17.      Υπέρ της απόψεως ότι το έγγραφο της Ισπανικής Κυβερνήσεως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απλό «Corrigendum» συνηγορεί τέλος το γεγονός ότι το έγγραφο αφορά μόνον την αλλαγή του εξωτερικού φύλλου (Deckblatt) και αφήνει άθικτο το υπόλοιπο του δικογράφου της προσφυγής, ιδίως το αίτημα της προσφυγής. Και η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα αναφέρει μόνον το Συμβούλιο ως καθού.

18.      Δεν μπορεί όμως να έχει αποφασιστική σημασία το ποια ένδειξη φέρει ένα έγγραφο του προσφεύγοντος, αλλά το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, θα μπορούσε ο προσφεύγων να καθορίσει ο ίδιος τον νομικό χαρακτηρισμό του εγγράφου. Τούτο θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια ότι θα ήταν δυνατή η αλλαγή του δικογράφου της προσφυγής «με το ένδυμα» της διορθώσεως γραφικού λάθους.

19.      Υπέρ του παραδεκτού της προσφυγής μπορεί να γίνει επίκληση του γεγονότος ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του αντικειμένου της διαφοράς. Από τη σχετική ένδειξη στο αρχικό δικόγραφο της προσφυγής ήταν δυνατόν να συναχθεί ότι πρόκειται για νομική πράξη του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Προσέτι, στην υπό κρίση περίπτωση δεν πρόκειται ούτε για την αντικατάσταση ενός καθού από άλλον καθού ούτε για την αρχική μνεία του καθού, αλλά μόνο για τη μνεία ενός επιπλέον καθού. Περαιτέρω, ο καθού αυτός είναι ο δεύτερος συντάκτης της προσβαλλομένης νομικής πράξεως.

20.      Η επισήμανση της Ισπανίας ότι το δικόγραφο της προσφυγής επιδόθηκε και στο Κοινοβούλιο και, κατά τον τρόπο αυτόν, προστατεύθηκαν και τα δικαιώματα άμυνας του Κοινοβουλίου επιτρέπει τη συναγωγή συμπερασμάτων για τη μέθοδο ενεργείας του Δικαστηρίου, δεν απαντά όμως ακόμη στο θεμελιώδες ερώτημα του παραδεκτού των τροποποιήσεων του δικογράφου της προσφυγής.

21.      Ένα πρόσθετο επιχείρημα κατά του παραδεκτού της προσφυγής που άσκησε η Ισπανία θα μπορούσε να συναχθεί από μια άλλη διάταξη περί διορθώσεως. Πράγματι, το άρθρο 38, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, προβλέπει απλώς τη δυνατότητα άρσεως ελλείψεων οι οποίες συνίστανται στη μη τήρηση των προϋποθέσεων που ρυθμίζει η παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο.

22.      Από τη συνολική εξέταση των δυνατοτήτων διορθώσεως που ρυθμίζονται ρητώς στο άρθρο 38 προκύπτει, επομένως, ότι προβλέπεται ρητώς μόνον η αποκατάσταση των ρυθμιζομένων στις παραγράφους 2 έως 6 όρων.

23.      Από τα ανωτέρω θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατή η διόρθωση άλλων ελλείψεων. Άλλωστε, θα μπορούσε να υποστηριχθεί και η άποψη ότι οι διατάξεις για τη διόρθωση πρέπει να εφαρμόζονται αναλογικά και σε περιπτώσεις που δεν ρυθμίζονται ρητώς.

24.      Επειδή το έγγραφο της Ισπανικής Κυβερνήσεως σκοπούσε και έπρεπε να έχει ως συνέπεια την προσθήκη ενός επιπλέον καθού, θα πρέπει, τέλος, να εξετασθεί και αν η υπό κρίση περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συμπλήρωμα ενός υπομνήματος. Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας επιτρέπει μάλιστα ρητώς συμπληρώσεις του δικογράφου της προσφυγής. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι συμπληρώσεις επιτρέπονται υπό την προϋπόθεση ότι το αρχικό έγγραφο ανταποκρίνεται στις ελάχιστες απαιτήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας εμποδίζει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής στην παρούσα υπόθεση. Επομένως, η συμπλήρωση πρέπει να διαφοροποιείται σαφώς από τη διόρθωση σφαλμάτων. Περαιτέρω, η συμπλήρωση μπορεί να πραγματοποιηθεί με το υπόμνημα απαντήσεως.

25.      Η στάθμιση όλων των κρίσιμων στοιχείων επιτρέπει, εν πάση περιπτώσει, το συμπέρασμα ότι το δικόγραφο της προσφυγής, τουλάχιστον όπως τροποποιήθηκε, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας και η προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Β –       Υπόθεση C-223/02

26.      Στη διαδικασία που κινήθηκε με την προσφυγή της Φινλανδίας, το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή βάλλουν κατά του παραδεκτού της προσφυγής, καθόσον το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 38 του Κανονισμού Διαδικασίας όσον αφορά το αντικείμενο της διαφοράς και τα αιτήματα της προσφεύγουσας. Πράγματι, η Φινλανδία ζητεί την ακύρωση της οδηγίας μόνο στο μέτρο που αυτή αφορά τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς, χωρίς να αναφέρει ρητώς τις διατάξεις οι οποίες πρέπει να ακυρωθούν.

27.      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί αν το δικόγραφο της προσφυγής πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 38 του Κανονισμού Διαδικασίας.

28.      Όσον αφορά την επιταγή της σαφήνειας του δικογράφου της προσφυγής, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι ασαφής, διότι δεν προκύπτει απ’ αυτήν αν πρέπει να ακυρωθούν μόνον οι διατάξεις στις οποίες περιλαμβάνεται ρητώς ο όρος «αυτοαπασχολούμενος οδηγός» ή και σειρά άλλων διατάξεων, οι οποίες ισχύουν για τον εν λόγω κύκλο προσώπων.

29.      Ούτε από τον οργανισμό ούτε από τον Κανονισμό Διαδικασίας όμως προκύπτει ότι στο δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να αναφέρονται ρητώς οι διατάξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση. Το δικόγραφο της προσφυγής ανταποκρίνεται στην επιταγή σαφήνειας και όταν το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται ή μπορεί να προσδιοριστεί  κατά διαφορετικό τρόπο.

30.      Το δικόγραφο της προσφυγής που κατέθεσε η Φινλανδία πληροί την προϋπόθεση αυτή, διότι το αντικείμενο της διαφοράς ορίζεται σαφώς, στο μέτρο που το αίτημα της προσφυγής αφορά ένα σαφώς καθορισμένο τμήμα του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, και μάλιστα τους «αυτοαπασχολούμενους οδηγούς».

31.      Το ότι πρόκειται συναφώς για ένα σαφώς καθορισμένο τμήμα της οδηγίας προκύπτει από την ίδια την οδηγία, η οποία περιέχει ιδιαίτερη ρύθμιση γι’ αυτό ακριβώς το τμήμα. Πράγματι, το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ορίζει ότι η οδηγία «εφαρμόζεται στους αυτοαπασχολουμένους οδηγούς από τις 23 Μαρτίου 2009». Κατά συνέπεια, το τμήμα της οδηγίας το οποίο περιλαμβάνεται στο αίτημα της προσφυγής είναι σαφώς οριοθετημένο.

32.      Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί και το επιχείρημα που προέβαλαν το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή ότι η προσφυγή αναθέτει στο Δικαστήριο να καθορίσει τις διατάξεις που πρέπει να ακυρωθούν. Το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να προβεί στην ενέργεια αυτή όταν δέχεται την προσφυγή εντός των ορίων του αιτήματος της προσφυγής και ακυρώνει την οδηγία κατά το μέτρο που ζητείται με το αίτημα της προσφυγής.

33.      Η τροποποίηση της οδηγίας που προκαλεί η εν λόγω μερική ακύρωση εκ μέρους του Δικαστηρίου δεν διαφέρει κατ’ ουσίαν από την ακύρωση ρητώς αναφερομένων άρθρων μιας οδηγίας. Και στην τελευταία περίπτωση το αποτέλεσμα είναι η τροποποίηση της οδηγίας.

34.      Αν η προσφυγή που άσκησε η Φινλανδία γίνει δεκτή, αυτό δεν αποτελεί επίσης επέμβαση στις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Πράγματι, τα όργανα αυτά εξακολουθούν, ως συντάκτες της νομικής πράξεως η οποία αποτέλεσε αντικείμενο μερικής ακυρώσεως, να δεσμεύονται από την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 233 EΚ, «να λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου».

35.      Τέλος, πρέπει να απορριφθεί και το επιχείρημα ότι, αν η προσφυγή γίνει δεκτή, αυτό θα έχει ως συνέπεια να μην τεθεί ποτέ σε ισχύ η οδηγία όσον αφορά τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς. Μια τέτοια συνέπεια αποφάσεως του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας ακυρώσεως οδηγίας απορρέει μόνον από την ιδιαίτερη περίπτωση κατά την οποία το αντικείμενο της δίκης αφορά διατάξεις που δεν έχουν ακόμη εφαρμογή. Κατά κανόνα, οι ακυρωτικές αποφάσεις έχουν μάλιστα ακόμη πιο ριζοσπαστικές συνέπειες: συνεπάγονται την ex tunc ακύρωση μιας διατάξεως.

36.      Κατά συνέπεια, η προσφυγή που άσκησε η Φινλανδία είναι παραδεκτή.

IV – Βάσιμο

 Α –       Επί της αρμοδιότητας της Κοινότητας

37.      Η Ισπανία και η Φινλανδία βάλλουν κατά της οδηγίας με το αιτιολογικό ότι η Κοινότητα στερείται αρμοδιότητας να θεσπίσει τις διατάξεις τις οποίες έθεσε η οδηγία για τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς.

1.      Οι λόγοι ακυρώσεως σχετικά με τον σκοπό της οδηγίας, την κατάχρηση εξουσίας και τις νομικές βάσεις

 α)     Επί του σκοπού της οδηγίας (τρίτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-184/02)

38.      Η Ισπανία θεμελιώνει τη νομική πλημμέλεια της οδηγίας στο γεγονός ότι αυτή επιδιώκει διττό σκοπό, δηλαδή την υγεία και ασφάλεια των οδηγών, καθώς και τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας, αυτός όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί με την οδηγία, διότι η οδηγία περιλαμβάνει καθαρώς κοινωνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα ρυθμίσεις σχετικές με τις συνθήκες ζωής και εργασίας των οδηγών.

39.      Η Ισπανία προβάλλει ότι η οδηγία δεν ρυθμίζει τον χρόνο οδηγήσεως των οδηγών, αλλά τον χρόνο εργασίας, μεταξύ άλλων τον μέγιστο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας. Επειδή ο κανονισμός θέτει αυστηρότερους κανόνες, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα διαλείμματα και τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, η οδηγία δεν μπορεί να εξυπηρετεί την οδική ασφάλεια. Επιπλέον, δεν δικαιολογείται η επέμβαση που συνδέεται με τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας σε σχέση με τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς.

i)      Παραδεκτό

40.      Η Επιτροπή θέτει, ως παρεμβαίνουσα υπέρ του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου, το ζήτημα του παραδεκτού της εν λόγω αιτιάσεως που προβάλλει η Ισπανία. Πράγματι, η Ισπανία δεν βάλλει κατά καμίας από δύο νομικές βάσεις, αλλά „επικρίνει“ μόνον τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία. Εάν πρόκειται, όπως υποστηρίζει η Ισπανία, για κοινωνική διάταξη, θα αρκούσε ως νομική βάση το άρθρο 137 EΚ. Επειδή έτσι δεν θα μπορούσε να επιλεγεί καμία άλλη νομοθετική διαδικασία, δεν θα υπήρχε καμία διαδικαστική πλημμέλεια.

41.      Πρέπει να συμφωνήσω με την άποψη της Επιτροπής, στο μέτρο που η προσθήκη μιας περαιτέρω νομικής βάσεως θα πρέπει να αξιολογηθεί ως πλάνη στο προοίμιο κοινοτικής πράξεως, η οποία δεν καθιστά παράνομη τη διαδικασία εκδόσεως της πράξεως αυτής (6).

42.      Εντούτοις, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Ισπανία δεν μπορεί, βάσει του περιεχομένου των προβαλλομένων αιτιάσεων, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι νομικές βάσεις της οδηγίας πρέπει να θεωρηθούν εσφαλμένες ενόψει του κοινωνικού σκοπού που επιδιώκεται αποκλειστικά με την οδηγία.

ii)    Βάσιμο

43.      Εκ πρώτης όψεως φαίνεται σκόπιμο να εξετασθεί το βάσιμο της αιτιάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Ισπανία από κοινού με τον λόγο ακυρώσεως που προβάλλει η Φινλανδία σχετικά με την κατάχρηση εξουσίας. Όπως όμως ρητώς διευκρίνισε η Ισπανική Κυβέρνηση κατά την προφορική διαδικασία, ο λόγος αυτός ακυρώσεως δεν αφορά εντούτοις την επιλογή της νομικής βάσεως, αλλά συνδέεται με το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας (βλ. συναφώς τις αναλύσεις μου υπό στοιχείο B).

 β)     Επί του ζητήματος της καταχρήσεως εξουσίας και επί της νομιμότητας των επιλεγεισών νομικών βάσεων (πρώτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C‑223/02)

44.      Η Φινλανδία υποστηρίζει ότι καμία από τις δύο νομικές βάσεις, επομένως ούτε το άρθρο 71 EΚ ούτε το άρθρο 137, παράγραφος 2, EΚ συνιστούν επαρκή νομική βάση της οδηγίας. Βεβαίως είναι δυνατόν να στηρίζονται μέτρα που εξυπηρετούν την οδική ασφάλεια στο άρθρο 71 EΚ, πλην όμως η οδηγία επιδιώκει άλλο σκοπό, δηλαδή την προστασία της υγείας και της ασφάλειας στον τόπο εργασίας. Συναφώς, το άρθρο 137 EΚ αποτελεί την ορθή νομική βάση. Η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει, εντούτοις, την έκδοση διατάξεων για ανεξαρτήτους επαγγελματίες, όπως συμβαίνει με την οδηγία. Η προβλεπόμενη στην οδηγία ρύθμιση του χρόνου εργασίας για αυτοαπασχολούμενους οδηγούς στερείται, επομένως, νομικής βάσεως.

45.      Λαμβάνοντας ως αφετηρία τις ρυθμίσεις που περιέχει η οδηγία σχετικά με τον μέγιστο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, τις περιόδους αναπαύσεως και τη νυχτερινή εργασία, η Φινλανδία καταλήγει ότι η οδηγία δεν ρυθμίζει τον χρόνο οδηγήσεως, αλλά τον χρόνο εργασίας. Ο χρόνος αυτός όμως, σε αντιδιαστολή προς τον χρόνο οδηγήσεως, δεν έχει καμία σχέση με την οδική ασφάλεια. Περαιτέρω, καλύπτονται δραστηριότητες οι οποίες δεν συνδέονται με την οδική ασφάλεια.

46.      Επιπλέον, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, συνάγεται ότι κατά τον χρόνο της θεσπίσεως της οδηγίας δεν ήταν ακόμη δυνατόν να εξετασθούν οι συνέπειες των περιορισμών του χρόνου εργασίας στην οδική ασφάλεια. Εξάλλου, δεν υπάρχουν μελέτες οι οποίες να καταδεικνύουν ότι η ασφάλεια επηρεάζεται από άλλους παράγοντες εκτός του χρόνου οδηγήσεως. Η οδηγία δεν μπορούσε επίσης να εμποδίσει την επίκληση κοπώσεως λόγω δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στον χρόνο εργασίας υπό την έννοια της οδηγίας.

47.      Κατά την άποψη της Φινλανδίας, ακόμη και ο σκοπός της εναρμονίσεως των όρων ανταγωνισμού που υποτίθεται ότι επιδιώκεται με την οδηγία δεν μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα που στηρίζονται στο άρθρο 71 EΚ. Τέλος, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η επίτευξη των σκοπών της κοινής πολιτικής των μεταφορών πραγματοποιείται «λαμβανομένης υπόψη της ιδιομορφίας των μεταφορών».

48.      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Φινλανδίας, σημειώνεται ότι η παρούσα διαδικασία δεν μπορεί να αφορά το κατά πόσον ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να επιδιώξει ορισμένο σκοπό, αλλά το αν ο κοινοτικός νομοθέτης στήριξε την προσβαλλόμενη νομική πράξη στην ορθή νομική βάση. Συναφώς, οι επιδιωκόμενοι με τη νομική πράξη σκοποί συνιστούν μία μόνον πτυχή μεταξύ πολλών άλλων.

49.      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του συστήματος αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία δεκτικά δικαστικού ελέγχου και όχι μόνον στην άποψη ενός οργάνου ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (7). Μεταξύ των στοιχείων αυτών καταλέγονται ιδίως ο σκοπός και το περιεχόμενο της νομικής πράξεως (8).

50.      Mε την επίμαχη οδηγία επιδιώκονται, κατά το πρώτο άρθρο της, πλείονες σκοποί: πρώτον, η προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών, δεύτερον η βελτίωση της οδικής ασφάλειας και τρίτον η περαιτέρω προσέγγιση των όρων ανταγωνισμού.

51.      Οι σκοποί αυτοί πρέπει να επιτευχθούν με τη θέσπιση ελαχίστων προδιαγραφών για την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Οι διατάξεις που περιλαμβάνει η οδηγία, ιδίως στα άρθρα 4 έως 7 αυτής σχετικά με τον μέγιστο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, τα διαλείμματα, τον χρόνο αναπαύσεως και τη νυκτερινή εργασία αποτελούν τα μέσα που επελέγησαν για την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας.

52.      Ως νομική βάση, ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε το άρθρο 71 EΚ και το άρθρο 137, παράγραφος 2, EΚ, επομένως δύο νομικές βάσεις, μία για την πολιτική των μεταφορών και μία για την κοινωνική πολιτική.

i)      Το άρθρο 137, παράγραφος 2, EΚ

53.      Σύμφωνα με το άρθρο 137, παράγραφος 2, EΚ, για τον σκοπό του άρθρου 137, παράγραφος 1, EΚ το Συμβούλιο δύναται να θεσπίζει σε ορισμένους τομείς ελάχιστες προδιαγραφές. Το άρθρο 137, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, κατονομάζει ως τομέα τη βελτίωση, ιδιαιτέρως, του περιβάλλοντος εργασίας, με σκοπό την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

54.      Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται, μάλιστα δε επισημαίνεται από τους προσφεύγοντες, ότι η προσβαλλόμενη οδηγία εξυπηρετεί τον σκοπό αυτόν. Επειδή όμως η οδηγία ισχύει και για αυτοαπασχολούμενους οδηγούς, ανακύπτει το ερώτημα αν το άρθρο 137 EΚ μπορεί να αποτελέσει νομική βάση μόνο για μέτρα που αφορούν μισθωτούς ή και για μέτρα που αφορούν αυτοαπασχολούμενους.

55.      Συναφώς, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η ένταξη στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και αυτοαπασχολουμένων επιτρέπεται και το δικαιολογεί αναφέροντας μια σειρά νομικών πράξεων, οι οποίες ισχύουν τόσο για ανεξάρτητους όσο και για μισθωτούς εργαζομένους. Πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη του Κοινοβουλίου, στο μέτρο που το άρθρο 137 EΚ αρκεί ως νομική βάση για τους μετακινούμενους εργαζομένους.

56.      Πάντως, όσον αφορά τις νομικές πράξεις που αναφέρει το Κοινοβούλιο, πρέπει, πρώτον, να παρατηρηθεί, κατ’ αρχήν, ότι από μια συγκεκριμένη πρακτική του παρελθόντος δεν μπορεί να συναχθεί ότι είναι νόμιμες. Το Κοινοβούλιο δεν μπόρεσε να προσκομίσει υπέρ της απόψεώς του καμία απόδειξη από τη νομολογία, ότι το Δικαστήριο έκρινε ρητώς την ενέργεια αυτή νόμιμη, μάλιστα δε απέρριψε σχετική προσφυγή ακυρώσεως ή διαπίστωσε στα πλαίσια προδικαστικής παραπομπής το κύρος νομικής πράξεως.

57.      Όσον αφορά την προβαλλόμενη από το Κοινοβούλιο, μεταξύ άλλων, οδηγία 92/29 (9), παρατηρείται, περαιτέρω, ότι κατά το άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο β΄, «[κ]άθε κράτος μέλος […] [λαμβάνει] τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ποσότητες φαρμάκων και ιατρικού υλικού που πρέπει να βρίσκονται στο πλοίο να καθορίζονται σε συνάρτηση [...] με τον αριθμό των εργαζομένων» (10) Και στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας αυτής αναφέρονται πλειστάκις η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων.

58.      Επί του επιχειρήματος ότι η μέχρι τούδε πρακτική σχετικά με την έκδοση κοινωνικών διατάξεων για αυτοαπασχολούμενους συνηγορεί υπέρ του παραδεκτού των εν προκειμένω επιλεγεισών νομικών βάσεων, υπενθυμίζεται ότι η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του 1408/71 (11) πραγματοποιήθηκε, σε αντιδιαστολή προς την πρακτική που σκιαγράφησε το Κοινοβούλιο, με την εφαρμογή του άρθρου 235 ΣEΚ (νυν άρθρου 308 EΚ) ως νομικής βάσεως.

59.      Όσον αφορά την εμβέλεια του άρθρου 137 EΚ σε σχέση με τους αυτοαπασχολούμενους, πρέπει, κατ’ αρχάς, να ληφθεί υπόψη το άρθρο 137, παράγραφος 1, EΚ, στο οποίο γίνεται ρητώς λόγος για εργαζομένους. Τούτο ισχύει, παρά τις αποκλίσεις που ορθώς εξέθεσε η Επιτροπή στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις, ιδίως στο φινλανδικό κείμενο.

60.      Εφόσον το άρθρο 137 EΚ αφορά τους εργαζομένους, η διάταξη αυτή συνδέεται με τη διάκριση που απαντά στο πρωτογενές δίκαιο, ιδίως στα άρθρα 39 EΚ και 43 EΚ, μεταξύ ανεξαρτήτων και μισθωτών εργαζομένων.

61.      Επί του επιχειρήματος, τέλος, ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχες επιστημονικές μελέτες για τις συνέπειες ορισμένων δραστηριοτήτων στην κατάσταση των οδηγών, πρέπει, κατ’ αρχάς, να αναφερθούν οι μελέτες που απαριθμεί η Επιτροπή. Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου πρέπει να συναχθεί ότι «η νομοθετική δράση της Κοινότητας, ιδίως στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες δικαιολογείται βάσει επιστημονικών αποδείξεων» (12) .

62.      «Η εξέλιξη των επιστημονικών γνώσεων δεν είναι ωστόσο ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να αποφασίσει την προσαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, διότι, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει επί του ζητήματος, μπορεί να λαμβάνει υπόψη και άλλους λόγους, [...]. (13

63.      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 137 EΚ δεν παρέχει κατάλληλη νομική βάση για τη θέσπιση κοινωνικών διατάξεων, οι οποίες ισχύουν για αυτοαπασχολούμενους οδηγούς. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί, στη συνέχεια, αν οι ρυθμίσεις που περιέχει η οδηγία για το τμήμα που δεν καλύπτει το άρθρο 137 EΚ μπορούσαν να στηριχθούν στο άρθρο 71 EΚ.

ii)    Το άρθρο 71 EΚ

64.      Βάσει του περιεχομένου της, η οδηγία δεν ανήκει στις τεχνικές ή τις συνδεόμενες με την παραγωγή, αλλά στις οργανωτικές ή συνδεόμενες με τα πρόσωπα διατάξεις εναρμονίσεως.

65.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να ρυθμίσει, με μέτρα που στηρίζονται στο άρθρο 71 EΚ και τομείς οι οποίοι αφορούν ταυτοχρόνως την κοινωνική πολιτική και την ασφάλεια στις οδικές μεταφορές (14).

66.      Όπως ορθώς εκθέτουν η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο, η οδηγία συμπληρώνει τον κανονισμό 3820/85, στο μέτρο που ο τελευταίος σκοπεί στην αποφυγή μιας από τις αιτίες που έχουν αρνητικές συνέπειες για την ασφάλεια των οδικών μεταφορών και συγκεκριμένα τον υπερβολικά μακρύ χρόνο οδηγήσεως.

67.      Η οδηγία σκοπεί, αντιθέτως, να καλύψει και άλλες αρνητικές επιδράσεις στην ασφάλεια των οδικών μεταφορών. Δεδομένου ότι αυτές δεν προέρχονται μόνον από την οδήγηση οχημάτων, δηλαδή η ασφάλεια διακυβεύεται και με την τήρηση του ού, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και άλλες δραστηριότητες, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε υπερκόπωση των οδηγών.

68.      Aπό τη νομολογία συνάγεται ότι ως χρόνος εργασίας πρέπει να θεωρηθούν όχι μόνον οι περίοδοι οδηγήσεως, αλλά και άλλες δραστηριότητες, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν την οδήγηση (15). Έτσι, η οδηγία προβλέπει περιορισμό του χρόνου εργασίας που υπερβαίνει τον χρόνο οδηγήσεως.

69.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, θεωρείται αποδεδειγμένο ότι υφίσταται αυτή η συνάφεια μεταξύ των σχετικών με τον χρόνο εργασίας μέτρων, αφενός, και της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, αφετέρου (16). Έτσι, ο «χρόνος, που διαθέτει ένας οδηγός προς μετάβαση στο σημείο αναλήψεως οχήματος εφοδιασμένου με ταχογράφο μπορεί να επηρεάσει την οδήγηση, καθόσον μπορεί να επηρεάσει την κατάσταση κοπώσεως του οδηγού» (17).

70.      Κατά συνέπεια, η προβλεπόμενη στην οδηγία ρύθμιση του χρόνου εργασίας πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο βελτιώσεως της οδικής ασφάλειας υπό την έννοια του άρθρου 71, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, EΚ.

71.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της οδηγίας, η οδηγία ισχύει για «τους εκτελούντες κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών», χωρίς να πραγματοποιεί διάκριση ανάλογα με το καθεστώς τους από απόψεως εργατικού δικαίου.

72.      Ορθώς το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή τονίζουν ότι το διαφορετικό καθεστώς δεν μπορεί να έχει καμία σημασία όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με την οδηγία. Κίνδυνοι για τη δραστηριότητα του οδηγού υφίστανται, πράγματι, ανεξαρτήτως του εάν κάποιος οδηγεί όχημα ως μισθωτός ή ως αυτοαπασχολούμενος οδηγός (18).

73.      Όσον αφορά τον στόχο εναρμονίσεως των όρων ανταγωνισμού, και τα μέτρα αυτά μπορούν να στηριχθούν στο άρθρο 71 EΚ. Αν η παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της διατάξεως αυτής δεν θεωρηθεί ως επαρκής νομική βάση, μπορεί εν πάση περιπτώσει να ληφθεί υπόψη η παράγραφος 1, στοιχείο δ΄. Πράγματι, κατά τη διάταξη αυτή, ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να θεσπίσει «κάθε άλλη χρήσιμη διάταξη».

74.      Η προβλεπόμενη στο άρθρο 71, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, EΚ εξουσιοδοτική βάση είναι –ως γενική ρήτρα– τόσο ευρέως διατυπωμένη ώστε συνιστά και κατάλληλη βάση για τη λήψη των θεσπιζομένων με την οδηγία ρυθμίσεων.

75.      To γεγονός ότι ένα μέτρο, όπως η επίδικη οδηγία, επιδιώκει πλείονες σκοπούς, οι οποίοι εμπίπτουν σε πλείονες νομικές βάσεις, δηλαδή στο άρθρο 71, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και δ΄, EΚ, δεν σημαίνει ότι η οδηγία είναι παράνομη, διότι επιτρέπεται και ο συνδυασμός πλειόνων μέτρων σε μια νομική πράξη.

iii) Η χρησιμοποίηση μη αναγκαίας νομικής βάσεως

76.      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όσον αφορά τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς, η οδηγία θα μπορούσε να έχει στηριχθεί μόνο στο άρθρο 71 EΚ. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η χρησιμοποίηση μιας μη αναγκαίας νομικής βάσεως μπορεί να είναι παράνομη (19). Επειδή όμως η υπό κρίση υπόθεση αφορά τη νομική βάση σε σχέση με τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς, η μη αναγκαία για την κατηγορία αυτή νομική βάση του άρθρου 137 EΚ θα μπορούσε να είναι αναγκαία σε σχέση με τους μισθωτούς οδηγούς, ζήτημα του οποίου η περαιτέρω εξέταση παρέλκει εν προκειμένω. Πράγματι, ο αναγκαίος χαρακτήρας του άρθρου 137 EΚ σε σχέση με τους μετακινούμενους εργαζομένους δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης.

2.      Οι διατάξεις περί μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (τέταρτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-223/02)

77.      Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως η Φινλανδία ισχυρίζεται ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, καθόσον συμπεριέλαβε τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, παρέβη τις −προστατεύουσες τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜMΕ)− διατάξεις του άρθρου 137, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, EΚ και του άρθρου 157 EΚ. Πράγματι, οι περιορισμοί που προβλέπει η οδηγία αφορούν πρωτίστως αυτή την κατηγορία επιχειρήσεων, διότι θίγουν την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, οι τελευταίες διαθέτουν εργαζομένους οι οποίοι θα μπορούσαν να αφιερώσουν το σύνολο του χρόνου εργασίας τους στην οδήγηση των οχημάτων και δεν χρειάζεται, όπως οι αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί, να ασκήσουν και άλλες δραστηριότητες. Περαιτέρω, η οδηγία εμποδίζει και τη δημιουργία ΜΜΕ. Με τον τρόπο αυτόν, ο τομέας αλλάζει υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων.

 α)     Το άρθρο 137, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, EΚ

78.      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται, όπως το πράττει η Επιτροπή, να τονισθεί η περιορισμένη σημασία του άρθρου 137, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, EΚ για την επίδικη οδηγία. Πράγματι, η επιταγή που περιέχεται στην δεύτερη πρόταση αυτής συνδέεται μόνο με οδηγίες οι οποίες στηρίζονται αποκλειστικά στο άρθρο 137 EΚ. Επειδή όμως η οδηγία στηρίζεται και στο άρθρο 71 EΚ, η επίδραση του άρθρου 137, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, EΚ δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένη.

79.      Επειδή η Φινλανδία βάλλει μόνον κατά της εντάξεως των αυτοαπασχολουμένων οδηγών στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ενώ η οδηγία μπορεί συναφώς να στηριχθεί μόνον στο άρθρο 71 EΚ, το άρθρο 137, παράγραφος 2, EΚ δεν έχει στο πλαίσιο αυτό εφαρμογή.

80.      Επομένως, παρέλκει η έρευνα του κανονιστικού περιεχομένου του άρθρου 137, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, EΚ. Για την περίπτωση, εντούτοις, κατά την οποία το Δικαστήριο θα υιοθετούσε την άποψη ότι η οδηγία πρέπει να αξιολογηθεί και βάσει του άρθρου 137, παράγραφος 2, EΚ όσον αφορά και τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς, επιβάλλεται, στη συνέχεια, να εξετασθεί το κανονιστικό περιεχόμενο και της διατάξεως αυτής.

81.      Το άρθρο 137, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, EΚ ορίζει, στη μορφή που ισχύει εν προκειμένω, ότι στις οδηγίες αποφεύγεται η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

82.      Συναφώς ανακύπτει το ερώτημα αν η διάταξη αυτή αποτελεί απλώς προγραμματική δήλωση ή αν από τη διάταξη αυτή μπορεί να συναχθεί ένα υπέρτερης ισχύος κανονιστικό περιεχόμενο, το οποίο δεσμεύει τον κοινοτικό νομοθέτη.

83.      Υπέρ της ελλείψεως κανονιστικών συνεπειών ή υπέρ ελαχίστων κανονιστικών συνεπειών συνηγορεί το γράμμα του γερμανικού κειμένου («sollen keine [...] vorschreiben»). Για τον λόγο αυτόν, η κρατούσα γνώμη στη γερμανική θεωρία δέχεται ότι το άρθρο 137, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, EΚ αποτελεί προγραμματική δήλωση.

84.      Υπέρ της κανονιστικής δεσμευτικότητας, αντιθέτως, μπορούν να αντληθούν επιχειρήματα από τα άλλα γλωσσικά κείμενα. Τούτο ισχύει ιδίως για τις ρωμανικές γλώσσες (20) καθώς και για το δανικό, σουηδικό και αγγλικό κείμενο (21). Και το ελληνικό (22) και το φινλανδικό (23) κείμενο μπορούν, λόγω της συνήθους στο κοινοτικό δίκαιο χρήσεως της οριστικής, να ερμηνευθούν υπό την έννοια αυτήν. Ακόμη όμως και αν θεωρηθεί ότι το άρθρο 137, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, EΚ έχει κανονιστική δεσμευτικότητα, αυτή είναι πολύ περιορισμένη. Πράγματι, στη διάταξη αυτή απαριθμούνται ορισμένα μόνο μέτρα, όπως οικονομικοί ή νομικοί εξαναγκασμοί, τα οποία θα μπορούσαν, με τις κατάλληλες λεπτομέρειες εφαρμογής, να θίξουν την επαγγελματική ελευθερία, οπότε με την επίκληση της «δημιουργίας και αναπτύξεως» των ΜMΕ καλύπτονται αμφότερες οι μορφές της επαγγελματικής ελευθερίας, δηλαδή η πρόσβαση σε οικονομική δραστηριότητα και η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Το άρθρο 137, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, ΕΚ δεν θα μπορούσε να έχει κανονιστική ισχύ που βαίνει πέραν της γενικής αρχής της επαγγελματικής ελευθερίας.

85.      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου (24) για τον προάγγελο της διατάξεως του άρθρου 137, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, ΣEΚ, η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει, εν πάση περιπτώσει, τη λήψη δεσμευτικών μέτρων σχετικά με τις ΜΜΕ. Αυτό πρέπει να ισχύει και για τον τομέα των μεταφορών που αφορά η υπό κρίση υπόθεση.

86.      Επειδή η οδηγία λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες που μπορεί να έχει η ρύθμιση του χρόνου εργασίας που καθιερώνει για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, πληροί μια περαιτέρω προϋπόθεση που έθεσε η προαναφερθείσα νομολογία.

87.      Πράγματι από τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας του άρθρου 3, στοιχείο α΄, περίπτωση 2, της οδηγίας στην οποία αναφέρθηκε το Κοινοβούλιο προκύπτει ότι δεν αποτελούν χρόνο εργασίας οι γενικές διοικητικές εργασίες που «δεν είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη συγκεκριμένη εκτέλεση μεταφοράς». Η εξαίρεση αυτή αφορά όμως ακριβώς τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς, επομένως και τις τυπικές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις δραστηριότητες. Άλλες δραστηριότητες, οι οποίες εκτελούνται τόσο από αυτοαπασχολούμενους όσο και από μισθωτούς, συνυπολογίσθηκαν, αντιθέτως, στον χρόνο εργασίας λόγω των συνεπειών τους για τους επιδιωκόμενους με την οδηγία σκοπούς.

88.      Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη και το αναφερθέν από το Κοινοβούλιο πλεονέκτημα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αυτό έγκειται στο ότι οι αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί όσον αφορά τις δραστηριότητές τους που δεν καλύπτει ο χρόνος εργασίας δεν υπόκεινται στους περιορισμούς εργατικού δικαίου που ισχύουν για τους εργοδότες, ενώ αντιθέτως για τους εργαζομένους που προσλαμβάνονται στις μεγάλες επιχειρήσεις για διοικητικές δραστηριότητες ισχύουν συμπληρωματικές διατάξεις.

89.      Τέλος, πρέπει ακόμη να αναφερθεί η Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία περιέχει ένα κείμενο και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις: Η υιοθετηθείσα από τη Διάσκεψη «Δήλωση 26 σχετικά με το άρθρο 118, παράγραφος 2, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας» προβλέπει ότι «η Κοινότητα δεν προτίθεται, κατά τη θέσπιση των ελαχίστων προδιαγραφών για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, να μεροληπτήσει κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις εις βάρος των εργαζομένων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Ούτε όμως από τη δήλωση αυτή προκύπτει κανονιστικός περιορισμός, στον οποίο αντιβαίνει το κύρος της επίδικης οδηγίας.

 β)     Το άρθρο 157, παράγραφος 1, EΚ

90.      Το άρθρο 157, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει, στο δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, ότι η δράση της Κοινότητας στον τομέα της βιομηχανίας αποσκοπεί να προαγάγει ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάληψη πρωτοβουλιών και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων του συνόλου της Κοινότητας, και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

91.      Χάριν πληρότητας πρέπει να αναφερθεί, σε σχέση με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και το άρθρο 157, παράγραφος 3, EΚ, κατά το οποίο η Κοινότητα συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μέσω των πολιτικών και δράσεων που αναλαμβάνει, δυνάμει άλλων διατάξεων της παρούσας Συνθήκης. Ανακύπτει το ερώτημα αν οι δύο αυτές διατάξεις έχουν οπωσδήποτε εφαρμογή στην επίδικη οδηγία. Βεβαίως μπορεί κανείς να ερμηνεύσει το άρθρο 157, παράγραφος 3, EΚ εκ πρώτης όψεως ως οριζόντια ρήτρα, κατά την οποία και άλλες νομικές πράξεις που εκδίδονται εκτός του τίτλου «βιομηχανία» πρέπει να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της παραγράφου 1. Η σημασία της εν λόγω επιταγής συνυπολογισμού είναι οπωσδήποτε περιορισμένη.

92.      Πράγματι, οι εκτιθέμενοι στην παράγραφο 1 σκοποί εξυπηρετούν συγκεκριμένο στόχο. Ειδικότερα, η εισαγωγική φράση του καταλόγου των στόχων του άρθρου 157, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, EΚ («Για τον σκοπό αυτόν») παραπέμπει στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 157, παράγραφος 1, EΚ.

93.      Το άρθρο 157, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, EΚ (25) αφορά, εντούτοις, σαφώς μόνον την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και όχι την ανταγωνιστικότητα άλλων τομέων της οικονομίας, όπως για παράδειγμα την ανταγωνιστικότητα του τομέα των μεταφορών.

94.      Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εξετασθεί το προβληθέν από τη Φινλανδία επιχείρημα ότι η οδική μεταφορά αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό της αναγκαίας υποδομής της δραστηριότητας επιχειρήσεων. Το επιχείρημα αυτό περιέχει μια δήλωση για την οικονομική σημασία της οδικής μεταφοράς εν γένει, δεν αλλάζει όμως τίποτε ως προς το γεγονός ότι το άρθρο 157 EΚ δεν αποτελεί κριτήριο εκτιμήσεως για την επίδικη οδηγία.

3.      Αποτέλεσμα

95.      Ο προβληθείς από τη Φινλανδία λόγος ακυρώσεως σχετικά με τη νομική βάση της οδηγίας και την παράβαση των διατάξεων σχετικά με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Β –       Επί του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας (πρώτος και δεύτερος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-184/02 καθώς και τρίτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-223/02) και επί της αρχή της αναλογικότητας (δεύτερος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-223/02)

96.      Η προβαλλόμενη από την Ισπανία και τη Φινλανδία παραβίαση της αρχής της ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας παρουσιάζει ορισμένα κοινά σημεία με την προβαλλόμενη από τη Φινλανδία παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Συναφώς η Φινλανδία προσάπτει παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 3, EΚ, κατά το οποίο η δράση της Κοινότητας δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων της παρούσας Συνθήκης.

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 α)     Χωριστή ή από κοινού εξέταση;

97.      Οι λόγοι ακυρώσεως επικαλύπτονται στο μέτρο που, στο πλαίσιο του ελέγχου της προσβολής του δικαιώματος της ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει να εξετασθεί και η αναλογικότητα (επικουρικός ή εγγενής έλεγχος της αναλογικότητας).

98.      Συναφώς ανακύπτει το ερώτημα αν πρέπει να πραγματοποιηθεί ένας «διπλός έλεγχος αναλογικότητας», δηλαδή αν ενδείκνυται και έλεγχος υπό το πρίσμα της αυτόνομης αρχής της αναλογικότητας.

99.      Θα μπορούσε δηλαδή να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου βάσει θεμελιώδους δικαιώματος, η λειτουργία υποκειμενικού δικαιώματος που παρουσιάζει η αναλογικότητα, δηλαδή η εξασφάλιση έννομης προστασίας, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικότατο ρόλο, ενώ η μεμονωμένη εκτίμηση της αναλογικότητας πραγματοποιείται κατά αντικειμενικό τρόπο. Στο πλαίσιο του αντικειμενικού ελέγχου λαμβάνεται υπόψη η λειτουργία της αναλογικότητας ως ορίου της αρμοδιότητας των οργάνων, δηλαδή άμεσα η έκταση του περιθωρίου δράσεως του νομοθετούντος οργάνου.

100. Η εν λόγω διαφοροποίηση που ανάγεται στη λειτουργία της αρχής της αναλογικότητας δεν βρίσκει, εντούτοις, απόηχο στη νομολογία του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι το Δικαστήριο προβαίνει στον έλεγχο της αναλογικότητας στα πλαίσια της προβαλλομένης προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων βάσει της αντικειμενικής λειτουργίας, οπότε από αυτή δεν μπορεί να αντληθεί συναφώς κανένα επιχείρημα υπέρ χωριστού ελέγχου.

101. Κατά του από κοινού ελέγχου δεν μπορεί επίσης να προβληθεί το γεγονός ότι τα επιχειρήματα που επικαλέστηκε η Φινλανδία, σε συνδυασμό με την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, αποκλίνουν εν μέρει από τα επιχειρήματα της Ισπανίας.

102. Αποφασιστική σημασία έχει προπάντων το γεγονός ότι το αντικείμενο ελέγχου σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι το ίδιο: η ένταξη αυτοαπασχολούμενων οδηγών στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Δεδομένου ότι η ταυτότητα αφορά όχι μόνον τον σκοπό της προσβαλλομένης ρυθμίσεως, αλλά και τα οικεία έννομα αγαθά καθώς και την προσβολή τους, θα πρέπει και ο έλεγχος όσον αφορά τις κατ’ ιδίαν προϋποθέσεις της αναλογικότητας να χωρήσει κατ’ ουσίαν ταυτοχρόνως.

103. Βάσει των σκέψεων αυτών, ο διπλός, από απόψεως περιεχομένου, έλεγχος της οδηγίας υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας δεν φαίνεται ενδεδειγμένος.

 β)     Επί του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας

104. Όσον αφορά την προβαλλόμενη από την Ισπανία και τη Φινλανδία προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει να αναφερθεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα ανήκει στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

105. Η Ισπανία αναφέρει, συμπληρωματικά προς το δικαίωμα της επαγγελματικής ελευθερίας, το δικαίωμα της συμβατικής ελευθερίας ή της επιχειρηματικής ελευθερίας («libertad de empresa»). Αν και το Δικαστήριο χρησιμοποιεί και μεμονωμένα τον όρο της οικονομικής ελευθερίας (26) ή της ελευθερίας του εμπορίου (27) , δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για δικαίωμα διαφορετικό από το δικαίωμα της ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας ή της ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας (28), αλλά μόνο για ορολογική απόκλιση.

 γ)     Βάρος επικλήσεως και κατανομή του βάρους αποδείξεως

106. Πριν από τον ουσιαστικό έλεγχο του κατά πόσον το περιεχόμενο της οδηγίας συνάδει προς τα θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να εξετασθεί η προβαλλόμενη από την Ισπανία κατανομή του βάρους αποδείξεως. Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί η άποψη της Ισπανίας ότι ο προσφεύγων πρέπει να αποδείξει μόνον την προσβολή και το καθού όργανο τον δικαιολογημένο χαρακτήρα της προσβολής. Ένας τέτοιος διαχωρισμός δεν έχει κανένα έρεισμα στο κοινοτικό δίκαιο. Αντιθέτως, αντιβαίνει προς τη γενική αρχή, όπως αυτή προκύπτει από το σύστημα έννομης προστασίας που θεμελιώνεται στη Συνθήκη και στον οργανισμό του Δικαστηρίου καθώς και στον Κανονισμό Διαδικασίας σε περίπτωση προσφυγής ακυρώσεως, ότι ο προσφεύγων πρέπει να αποδείξει το βάσιμο του ισχυρισμού του περί παραβιάσεως του δικαίου.

107. Επειδή η Ισπανία δεν επικαλείται μόνον την επέμβαση σε θεμελιώδες δικαίωμα, αλλά και την προσβολή αυτού, η Ισπανία πρέπει να αποδείξει επαρκώς το βάσιμο της προσβολής αυτής.

108. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την προβαλλόμενη από τη Φινλανδία παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας από την οδηγία. Πράγματι, η πρακτική ελέγχου του Δικαστηρίου καταδεικνύει ότι το Δικαστήριο, σε σχέση με νομοθετικές πράξεις, ιδίως με αυτές που έχουν εκδώσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, λαμβάνει υπόψη το τεκμήριο της αναλογικότητας.

109. Τέλος, από μια απόφαση του Δικαστηρίου επί προσφυγής ακυρώσεως μπορεί να συναχθεί γενικώς ότι ο προσφεύγων πρέπει να αποδείξει ότι ο νομικός χαρακτηρισμός στον οποίο προέβη το όργανο του οποίου προσβάλλεται η νομική πράξη είναι εσφαλμένος (29).

2.      Προϋποθέσεις της νομιμότητας επεμβάσεως σε θεμελιώδες δικαίωμα

 α)     Επί της αρχής της αναλογικότητας γενικώς

110. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, απαιτεί οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό και ότι τα προξενούμενα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς (30).

 β)     Επί του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας ειδικότερα

111. Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι η ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας «δεν είναι απόλυτη» αλλά «πρέπει να νοείται σε σχέση προς την κοινωνική της λειτουργία». «Επομένως, στην άσκηση του δικαιώματος [...] της επαγγελματικής ελευθερίας μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί, [...] υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί αντιστοιχούν πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος επιδιωκομένους από την Κοινότητα και δεν συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση που να θίγει την ίδια την υπόσταση των ως άνω κατοχυρωμένων δικαιωμάτων» (31).

112. Σε ένα πρώτο στάδιο, πρέπει να εξετασθεί αν η οδηγία προσβάλλει το δικαίωμα των αυτοαπασχολούμενων οδηγών για ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, δηλαδή το πεδίο προστασίας του δικαιώματος αυτού. Αν αυτό συμβαίνει, θα πρέπει, σε ένα δεύτερο στάδιο, να εξετασθεί ο λόγος που δικαιολογεί την προσβολή αυτή. Εάν δεν υφίσταται τέτοιος λόγος, η επέμβαση είναι παράνομη, δηλαδή προσβάλλει το θεμελιώδες δικαίωμα.

113. Όσον αφορά την προβαλλόμενη από την Ισπανία και τη Φινλανδία επέμβαση στο δικαίωμα της ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ρύθμιση του χρόνου εργασίας, ιδίως ο μέγιστος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας, μεταβάλλει πράγματι την ανταγωνιστική θέση, διότι προηγουμένως δεν υπήρχε τέτοιο όριο. Πράγματι, όπως ορθώς εκθέτει η Φινλανδία, ο παράγων εργασία αποτελεί και για τους αυτοαπασχολούμενους ένα σημαντικό συντελεστή παραγωγής παράλληλα προς το κεφάλαιο. Με τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας οι θιγόμενοι οδηγοί περιορίζονται για τον λόγο ότι περιορίζεται ο χρόνος οδηγήσεως που διαθέτουν.

114. Ως περαιτέρω επέμβαση θεωρείται η υποχρέωση τηρήσεως αρχείου για τον χρόνο εργασίας. Συναφώς ανακύπτει το ερώτημα αν αυτό αποτελεί επέμβαση στο πεδίο προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος για ελεύθερη άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας. Ακόμη και αν έπρεπε εν προκειμένω να γίνει δεκτό ότι υφίσταται επέμβαση, η υποχρέωση αυτή, λαμβανομένων υπόψη των σχετικά μικρών περιορισμών που συνεπάγεται, μπορεί εν πάση περιπτώσει να χαρακτηρισθεί ως σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

115. Πάντως, η οδηγία δεν επεμβαίνει, εν πάση περιπτώσει, στον πυρήνα του δικαιώματος της ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, διότι αυτή αφορά μόνον τις λεπτομέρειες της ασκήσεως του δικαιώματος αυτού, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή του. Η οδηγία δεν καταλήγει δηλαδή στον αποκλεισμό της οικονομικής δραστηριότητας των αυτοαπασχολούμενων οδηγών.

116. Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η επέμβαση που πραγματοποιείται με την οδηγία δεν θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ελεύθερης ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας των αυτοαπασχολουμένων οδηγών.

117. Για την επίτευξη του σκοπού της ασφάλειας της οδικής κυκλοφορίας, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούσαν να θεωρήσουν ουσιώδες ότι και οι αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί πρέπει να υποβληθούν σε ρύθμιση του χρόνου εργασίας. Κατά συνέπεια, οι περιορισμοί του χρόνου εργασίας που περιλαμβάνει η οδηγία δεν είναι, σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η επίδικη νομική πράξη, «προδήλως δυσανάλογοι» (32).

118. Αν θεωρηθεί αρκετός ο περιορισμένος έλεγχος, πράγμα όχι σπάνιο για τις νομοθετικές πράξεις, δηλαδή αν θεωρηθεί ότι μια επέμβαση δεν μπορεί να είναι «προδήλως δυσανάλογη» (33), παρέλκει κάθε περαιτέρω έλεγχος της αναλογικότητας.

119. Εντούτοις, φρονώ ότι εν προκειμένω πρέπει να πραγματοποιηθεί έλεγχος της αναλογικότητας. Πράγματι, το Δικαστήριο, σε άλλη υπόθεση, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νομική πράξη δεν επηρέαζε την υπόσταση του δικαιώματος της ελεύθερης ασκήσεως  της επαγγελματικής δραστηριότητας, συνέχισε τον έλεγχο και εξέτασε αν οι σκοποί που επιδίωκαν οι διατάξεις εκείνες εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον και αν δεν επηρεάζουν κατά τρόπο δυσανάλογο την κατάσταση των ενδιαφερομένων, δηλαδή των αυτοαπασχολούμενων οδηγών (34) .

 γ)     Επί της αναλογικότητας της επεμβάσεως

120. Επεμβάσεις σε προστατευόμενα έννομα αγαθά, όπως η ελευθερία ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, δικαιολογούνται μόνον όταν είναι σύμφωνες προς την αρχή της αναλογικότητας. Συναφώς, πρέπει, πρώτον, να εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον, δεύτερον, να είναι κατάλληλες για την επίτευξη του σκοπού αυτού, τρίτον, να είναι αναγκαίες προς τούτο και, τέταρτον, να είναι ορθολογικές.

121. Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται ότι η οδηγία δεν ρυθμίζει τον χρόνο εργασίας όλων των αυτοαπασχολούμενων στον τομέα των μεταφορών, αλλά μόνον την εργασία όσων δραστηριοποιούνται ως αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί.

i)      Ο σκοπός της οδηγίας

122. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί, κατ’ αρχάς, αν με τις διατάξεις της οδηγίας επιδιώκεται σκοπός που εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον. Η Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο τονίζουν συναφώς την οδική ασφάλεια καθώς και την προστασία της ασφάλειας και της υγείας.

123. Οι σκοποί αυτοί καταγράφονται ρητώς στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη και ιδίως στο άρθρο 1 της οδηγίας. Κατά τη διάταξη αυτή, σκοπός της οδηγίας είναι να θεσπίσει τις ελάχιστες προδιαγραφές για την οργάνωση του χρόνου εργασίας προκειμένου να βελτιωθεί η προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών, καθώς και η οδική ασφάλεια και να υπάρξει περαιτέρω προσέγγιση των όρων ανταγωνισμού.

124. Οι εν λόγω επιδιωκόμενοι με την οδηγία σκοποί αποτελούν αναμφιβόλως σκοπούς οι οποίοι έχουν τεθεί χάριν του γενικού συμφέροντος ή εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον.

ii)    Καταλληλότητα

125. Όσον αφορά την καταλληλότητα των ρυθμίσεων που περιλαμβάνει η οδηγία για την επίτευξη των σκοπών που απαριθμούνται στο άρθρο 1 αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι περιορισμοί του χρόνου εργασίας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών προάγουν την ασφάλεια στους δρόμους που αυτοί χρησιμοποιούν καθώς και την ασφάλεια και την υγεία των ιδίων όπως και των λοιπών προσώπων που μετέχουν στην οδική κυκλοφορία.

126. Αυτό όμως που ισχύει για τους μετακινούμενους εργαζομένους δεν μπορεί να είναι διαφορετικό για τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς. Πράγματι, κατά την εκτέλεση των «κινητών δραστηριοτήτων» τους, οι δύο αυτές ομάδες προσώπων δεν διαφέρουν μεταξύ τους. Το γεγονός ότι οι οδηγοί που απασχολούνται ως μισθωτοί απολαύουν διαφορετικού νομικού καθεστώτος, δεν ασκεί καμία επιρροή σε σχέση με την ασφάλεια της οδικής κυκλοφορίας.

iii) Αναγκαιότητα

127. Στο πλαίσιο του ελέγχου της αναγκαιότητας των ρυθμίσεων που θεσπίζονται με την οδηγία πρέπει να εξετασθεί αν αυτές είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας ή αν υπάρχουν και λιγότερο επαχθή μέσα τα οποία είναι εξίσου αποτελεσματικά. Πρόκειται συναφώς για την αναζήτηση και την αξιολόγηση εναλλακτικών ρυθμίσεων.

128. Συναφώς η Φινλανδία ισχυρίστηκε ότι ο περιορισμός του χρόνου οδηγήσεως, όπως θεσπίστηκε με τον κανονισμό 3820/85, αρκεί και ότι δεν είναι αναγκαίοι περαιτέρω περιορισμοί του χρόνου εργασίας. Επιπλέον, η τήρηση του κανονισμού 3820/85 πρέπει να ελέγχεται αυστηρότερα.

129. Πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί το επιχείρημα της Φινλανδίας ότι η οδηγία δεν είναι αναγκαία για τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς, διότι αυτοί δεν χρήζουν προστασίας στη σχέση τους έναντι του εργοδότη. Πράγματι, όσον αφορά τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς, η οδηγία επιδιώκει σκοπούς όχι κοινωνικής πολιτικής αλλά πολιτικής των μεταφορών.

130. Ακόμη και αν δεν είναι δυσχερές να χαρακτηρισθούν οι περιορισμοί μόνον του χρόνου οδηγήσεως ως ηπιότερο μέσον, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν οι εν λόγω μικρότεροι περιορισμοί, όπως αυτοί που προβλέπει ο κανονισμός 3820/85, είναι εξίσου αποτελεσματικοί όπως οι περιορισμοί του χρόνου εργασίας που θεσπίζει η οδηγία.

131. Επειδή η εργασία των μετακινουμένων εργαζομένων όπως και των αυτοαπασχολούμενων οδηγών δεν εξαντλείται στις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 3820/85 και οι εν λόγω πρόσθετες εργασίες έχουν, οπωσδήποτε, συνέπειες στην προσωπική κατάσταση του οδηγού και, επομένως, στην ασφάλεια της οδικής κυκλοφορίας, είναι δυνατόν οι περιορισμοί που προβλέπει ο κανονισμός αυτός να μην επαρκούν.

132. Όσον αφορά τον σκοπό της εναρμονίσεως των όρων του ανταγωνισμού, η Φινλανδία ισχυρίζεται ότι η οδηγία δεν περιέχει διευκρινίσεις ως προς το πώς πρέπει να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός. Ορθώς η Επιτροπή αναφέρει ότι είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη και οι αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Η εφαρμογή στους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς άλλων διατάξεων από αυτές που ισχύουν για τους μετακινούμενους εργαζομένους θα δημιουργούσε κίνδυνο καταστρατηγήσεως των διατάξεων της οδηγίας που ισχύουν για τους μετακινουμένους εργαζομένους δια της μεταβολής της νομικής θέσεως των οδηγών αυτών.

iv)    Αναλογικότητα υπό στενή έννοια

133. Σε σχέση με την υπό στενή έννοια αναλογικότητα των διατάξεων που ισχύουν για τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς πρέπει να τονισθεί ότι πρόκειται στην περίπτωση αυτή κατ’ ουσίαν για τη στάθμιση των περιορισμών που συνδέονται με τις σχετικές ρυθμίσεις και του οφέλους που επιτυγχάνεται με τις ρυθμίσεις αυτές, δηλαδή του επιδιωκομένου σκοπού. Συναφώς, πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξετασθούν και να σταθμιστούν τα εμπλεκόμενα έννομα αγαθά.

134. Η οδηγία επιδιώκει, εκτός της εναρμονίσεως των όρων του ανταγωνισμού, την ασφάλεια της οδικής κυκλοφορίας και, επομένως, την προστασία της ζωής και της υγείας όλων των μετεχόντων στην κυκλοφορία και όχι μόνον των οικείων οδηγών.

135. Θίγεται η ελεύθερη, δηλαδή η μέχρι τούδε χρονικά λιγότερο περιορισμένη, δραστηριότητα των αυτοαπασχολούμενων οδηγών. Ο βαθμός της βλάβης δεν πρέπει, εν πάση περιπτώσει, όπως κατέδειξε η ανάλυση της επεμβάσεως, να αξιολογηθεί ως ιδιαιτέρως υψηλός. Τούτο οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι δεν εντάσσονται όλες οι δραστηριότητες ενός αυτοαπασχολούμενου οδηγού στον χρόνο εργασίας και, κατά συνέπεια, δεν περιορίζονται. Πράγματι, το άρθρο 3, στοιχείο α΄, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας προβλέπει ότι ορισμένες «γενικές διοικητικές δραστηριότητες» δεν συνυπολογίζονται στον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας. Αυτό όμως αφορά ακριβώς τις δραστηριότητες οι οποίες προσιδιάζουν στους επιχειρηματίες.

136. Στη δίκη επισημαίνονται συναφώς οι διαφορές μεταξύ των γλωσσικών κειμένων και το γεγονός ότι η σχετική με τις δραστηριότητες προσθήκη «συγκεκριμένη εκτέλεση» δεν υπάρχει στο ολλανδικό, σουηδικό και φινλανδικό κείμενο. Παρατηρείται συναφώς ότι τα κείμενα αυτά ομοιάζουν μεταξύ τους, στο μέτρο που στηρίζονται σε «συγκεκριμένη εκτέλεση» μεταφοράς. Στα περισσότερα γλωσσικά κείμενα γίνεται αντιθέτως κατ’ αναλογία λόγος για μεταφορές οι οποίες είναι «καθ’ οδόν», επομένως σε στάδιο εκτελέσεως. Η διαφορά είναι εντούτοις άνευ νομικής σημασίας, στο μέτρο που αμφότερες οι ομάδες γλωσσών περιέχουν διευκρίνιση με την ίδια έννοια.

137. Υπέρ της υπό στενή έννοια αναλογικότητας των ρυθμίσεων για τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς συνηγορεί ένα περαιτέρω γεγονός. Κατά τη νομολογία, η εκτίμηση της αναλογικότητας μιας ρυθμίσεως εξαρτάται και από το κατά πόσον η διάταξη αυτή λαμβάνει υπόψη την κατάσταση των οικείων επιχειρηματιών (35).

138. Η επίδικη οδηγία πληροί την προϋπόθεση αυτή, διότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έλαβαν υπόψη την κατάσταση των αυτοαπασχολούμενων οδηγών, στο μέτρο που προέβλεψαν μεταγενέστερη έναρξη ισχύος της οδηγίας για τον εν λόγω κύκλο προσώπων.

139. Όσον αφορά τώρα τη σημασία του επιδιωκομένου σκοπού, επομένως του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος, πρόκειται συναφώς για εκείνο το έννομο αγαθό το οποίο καταλαμβάνει την υψηλότερη θέση στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή τη ζωή και την υγεία των ανθρώπων. Στον τομέα της προστασίας της υγείας, το Δικαστήριο όχι μόνον αφήνει στα κράτη μέλη ένα ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας, αλλά επιδεικνύει μεγάλη αυτοσυγκράτηση και κατά τον έλεγχο των μέτρων της Κοινότητας σχετικά με την προστασία της υγείας των καταναλωτών (36) ή την ασφάλεια των προϊόντων (37).

140. Σε περιορισμένο έλεγχο προβαίνει το Δικαστήριο ακριβώς στις περιπτώσεις που αφορούν την εξέταση των αντιστοίχων πράξεων της κοινοτικής νομοθεσίας, διότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο διαθέτουν εν προκειμένω ευρεία κανονιστική εξουσία (38) Τούτο διαπίστωσε ρητώς το Δικαστήριο για τον τομέα της πολιτικής των μεταφορών:

«Κατά πάγια νομολογία, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει στον τομέα της κοινής πολιτικής μεταφορών ευρεία κανονιστική εξουσία όσον αφορά τη θέσπιση των καταλλήλων κοινοτικών κανόνων» (39).

141. Από την εν γένει εξέταση όλων των πτυχών προκύπτει, επομένως, ότι οι ρυθμίσεις σχετικά με τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς δεν είναι δυσανάλογες.

3.      Αποτέλεσμα

142. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με την έκδοση της οδηγίας αυτής δεν παραβίασαν ούτε το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας ούτε την αρχή της αναλογικότητας. Κατά συνέπεια, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-184/02 καθώς και ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-223/02 πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 Γ –       Επί της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (δεύτερος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-184/02)

143. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Ισπανία προσάπτει την παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, δηλαδή της γενικής αρχής της ισότητας, και την παράβαση του άρθρου 74 EΚ.

1.      Επί της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

144. Σχετικά με την προβαλλόμενη παραβίαση της γενικής αρχής της ισότητας, η Ισπανία ισχυρίζεται ότι οι αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί βρίσκονται σε διαφορετική θέση σε σχέση με τους μετακινούμενους εργαζομένους, διότι αυτοί οφείλουν να αναλάβουν πρόσθετα καθήκοντα, όπως, για παράδειγμα, τη διαπραγμάτευση για τη σύναψη συμβάσεων, την υπεράσπιση οικονομικών συμφερόντων και την τήρηση λογιστικών βιβλίων. Περαιτέρω, δεν έχουν σταθερό μισθό και δεν απολαύουν της ίδιας προστασίας με τους μισθωτούς. Επιπλέον, οι μισθωτοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν το σύνολο του χρόνου εργασίας τους για την οδήγηση. Κατά την Ισπανία, η οδηγία επιβάλλει στους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς μόνον επιβαρύνσεις, χωρίς να τους παρέχει και δικαιώματα. Τέλος, η οδηγία αποθαρρύνει τους ενδιαφερομένους από τη δημιουργία μικρών επιχειρήσεων μεταφορών. Η υπαγωγή των αυτοαπασχολούμενων οδηγών στην οδηγία καταλήγει στην ίδια μεταχείριση μεταξύ αυτών και των μετακινουμένων εργαζομένων. Κατά τον τρόπο αυτόν, διαφορετικές καταστάσεις υπόκεινται στην ίδια μεταχείριση, πράγμα το οποίο δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς.

145. Για την απάντηση στο ερώτημα αν η οδηγία παραβιάζει τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία παρεμφερείς καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο πανομοιότυπο, εκτός αν αυτή η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (40).

146. Επομένως, σε ένα πρώτο στάδιο, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα προς εξέταση πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας της γενικής αρχής της ισότητας. Στη συνέχεια, πρέπει να διαμορφωθούν οι ομάδες που θα αποτελέσουν αντικείμενο συγκρίσεως και να εξετασθεί η μεταχείριση που υφίστανται. Τέλος, πρέπει να εξετασθεί αν δικαιολογείται αντικειμενικώς η ίση μεταχείριση διαφορετικών ομάδων.

147. Όσον αφορά το πεδίο προστασίας, αναφέρεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις τόσο όσον αφορά το προσωπικό −πρόκειται για κοινοτικούς επιχειρηματίες− όσο και όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο προστασίας − πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

148. Όσον αφορά τις προς σύγκριση ομάδες, οι αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί, αφενός, αντιπαρατίθενται στους μετακινούμενους εργαζομένους, αφετέρου.

149. Η γενική αρχή της ισότητας παραβιάζεται μόνον όταν οι δύο αυτές ομάδες είναι μεν διαφορετικές, πλην όμως υφίστανται την ίδια μεταχείριση και η μεταχείριση αυτή δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς.

150. Αποφασιστικής σημασίας όμως δεν είναι ότι αμφότερες οι ομάδες είναι  όμοιες από κάθε άποψη, αλλά από την άποψη που αποτελεί το αντικείμενο της ρυθμίσεως.

151. Αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί όπως και μετακινούμενοι εργαζόμενοι παρουσιάζουν τόσον ορισμένες ομοιότητες όσο και ορισμένες διαφορές. Στις διαφορές ανήκουν για παράδειγμα η υπηρεσιακή κατάσταση του μισθωτού και οι προσιδιάζουσες σε επιχειρηματίες δραστηριότητες.

152. Όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο, τόσο οι αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί όσο και οι μισθωτοί βρίσκονται, εντούτοις, στην ίδια θέση, στο μέτρο που αμφότερες οι κατηγορίες ασκούν κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών.

153. Δεδομένου ότι η Ισπανία ισχυρίζεται ότι αυτό δικαιολογεί μόνον την εφαρμογή των ίδιων διατάξεων σχετικά με τον χρόνο οδηγήσεως, όχι όμως και των ίδιων διατάξεων σχετικά με τον χρόνο εργασίας, επιβάλλεται να τονισθεί ότι η άποψη αυτή στηρίζεται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι πρέπει να περιοριστούν χρονικά ορισμένες μόνο δραστηριότητες, δηλαδή οι χρόνοι οδηγήσεως. Ο κοινοτικός νομοθέτης έθεσε όμως ως σκοπό να υποβάλει σε χρονικό περιορισμό και άλλες δραστηριότητες, τις οποίες αναλαμβάνουν πρόσωπα που ασκούν κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών.

154. Οι ομοιότητες όμως των αυτοαπασχολούμενων οδηγών με τους μετακινούμενους εργαζομένους δεν περιορίζονται στην οδήγηση, αλλά αφορούν και άλλες δραστηριότητες, όπως η φόρτωση και εκφόρτωση, ο καθαρισμός και η τεχνική συντήρηση.

155. Όσον αφορά τις δραστηριότητες που ασκεί ένας αυτοαπασχολούμενος οδηγός ως επιχειρηματίας, αυτός δεν βρίσκεται, εν πάση περιπτώσει, στην ίδια θέση με τους μετακινούμενους εργαζομένους. Συναφώς, ισχύουν όμως γι’ αυτόν και ειδικές διατάξεις. Ορθώς η Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο παραπέμπουν στο άρθρο 3, στοιχείο α΄, περίπτωση 2, κατά το οποίο ορισμένες δραστηριότητες δεν υπολογίζονται στον χρόνο εργασίας.

156. Για να είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη οι ιδιομορφίες των αυτοαπασχολούμενων οδηγών, η οδηγία προβλέπει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ότι η Επιτροπή εξετάζει τις συνέπειες του αποκλεισμού των αυτοαπασχολουμένων οδηγών μεταξύ άλλων στην οδική ασφάλεια, στους όρους τους ανταγωνισμού και στη διάρθρωση του επαγγέλματος. Η μελέτη αυτή θα παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή και, στη συνέχεια, στο Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο να θεσπίσουν ειδικές λεπτομέρειες για την υπαγωγή των αυτοαπασχολούμενων οδηγών στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

157. Κατά συνέπεια, κακώς η Ισπανία ισχυρίζεται ότι η οδηγία επιφυλάσσει ίση μεταχείριση σε διαφορετικές καταστάσεις. Πράγματι, οι αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί και οι μετακινούμενοι εργαζόμενοι υφίστανται την ίδια μεταχείριση μόνο στο μέτρο που βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση.

158. Επομένως, παρέλκει η χωριστή εξέταση της δικαιολογίας της ίσης μεταχειρίσεως διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων.

159. Η εκ μέρους της Ισπανίας παραπομπή στον ισχύοντα στην Ισπανία μακρότερο χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας για αυτοαπασχολούμενους οδηγούς, ο οποίος προκύπτει από το γεγονός ότι οι μισθωτοί υπόκεινται βάσει συλλογικής συμβάσεως εργασίας σε αυστηρότερες ρυθμίσεις, αποδεικνύει ότι η διαφορετική μεταχείριση αυτοαπασχολούμενων οδηγών και μισθωτών επιτρέπεται από νομικής απόψεως και μάλιστα εφαρμόζεται επί του παρόντος.

2.      Επί του άρθρου 74 EΚ

160. Όσον αφορά την προβαλλόμενη από την Ισπανία παράβαση του άρθρου 74 EΚ, πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξετασθεί το κανονιστικό περιεχόμενο της διατάξεως. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, κατά τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου στο πλαίσιο της παρούσας Συνθήκης σχετικά με τις τιμές και τους όρους μεταφοράς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική κατάσταση των μεταφορέων.

161. Η διάταξη αυτή απευθύνεται αναμφιβόλως στα όργανα της Κοινότητας, επομένως και στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο υπό την ιδιότητα του κοινοτικού νομοθέτη.

162. Σκοπός του άρθρου 74 EΚ είναι ένα μέτρο να μην εξυπηρετεί μόνον τα συμφέροντα των χρηστών των μεταφορικών υπηρεσιών, αλλά και άλλα δημόσια συμφέροντα.

163. Όσον αφορά το περιεχόμενο της επιταγής του άρθρου 74 EΚ, είναι, εν πάση περιπτώσει, αμφίβολο αν αφορά μόνο μέτρα τα οποία έχουν άμεσα ως αντικείμενο τιμές και όρους μεταφοράς, ή και μέτρα τα οποία ανεβάζουν τις δαπάνες και, κατά τον τρόπο αυτό, έχουν συνέπειες στην αποδοτικότητα των επιχειρήσεων, επομένως, επηρεάζουν έμμεσα τις τιμές.

164. Ακόμη και αν θεωρήσουμε, όπως η Ισπανία, ότι η διάταξη καταλαμβάνει και μέτρα τα οποία έχουν έμμεσες συνέπειες στις τιμές μεταφοράς, πρέπει να τονισθεί ότι το άρθρο 74 EΚ δεν έχει απόλυτη ισχύ, αλλά προωθεί τη στάθμιση των στόχων που επιδιώκονται με ένα μέτρο. Τούτο προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 74 EΚ, κατά το οποίο «πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η [...] κατάσταση». Πρόκειται, επομένως, για μια −καθαρή− επιταγή συνεκτιμήσεως.

165. Την επιταγή αυτή πληροί η οδηγία, ιδίως στο μέτρο που το άρθρο 2, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, αυτής υποχρεώνει την Επιτροπή να καταρτίσει και να υποβάλει έκθεση για τις συνέπειες της εξαιρέσεως των αυτοαπασχολούμενων οδηγών από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας όσον αφορά την οδική ασφάλεια, τις συνθήκες ανταγωνισμού, τη διάρθρωση του επαγγέλματος καθώς και τις κοινωνικές πτυχές.

166. Όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, και ο ορισμός του χρόνου εργασίας του άρθρου 3, στοιχείο α΄, περίπτωση 2, αποδεικνύει ότι ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση των μεταφορέων.

167. Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στο άρθρο 74 EΚ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Δ –       Επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (τέταρτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-184/02 και πέμπτος λόγος ακυρώσεως στην υπόθεση C-223/02)

168. Η Ισπανία και η Φινλανδία προσάπτουν και την παράβαση της προβλεπομένης στο άρθρο 253 EΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

169. Η Ισπανία θεμελιώνει την παράβαση ουσιώδους τύπου στο ότι ελλείπει η προσήκουσα αιτιολογία για την ένταξη αυτοαπασχολουμένων οδηγών στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Η όγδοη αιτιολογική σκέψη σχετικά με την προσωρινή εξαίρεση για τους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς είναι μπερδεμένη και όχι πειστική λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που ασκούν εν προκειμένω επιρροή.

170. Κατά τη Φινλανδία, ελλείπει όχι μόνον η αιτιολογία για την ένταξη των αυτοαπασχολούμενων οδηγών στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, αλλά και η περιγραφή των προβλημάτων που υποτίθεται ότι επιλύονται με την οδηγία, για παράδειγμα των διαφορετικών όρων ανταγωνισμού.

171. Κατ’ αρχάς πρέπει να εξετασθεί η επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου ότι η αιτιολογία της αρχικής προτάσεως παραμένει ισχυρή και για την τελικώς εκδοθείσα νομική πράξη, στο μέτρο που αμφότερες συμπίπτουν από απόψεως περιεχομένου.

172. Πρέπει να γίνει εν προκειμένω δεκτό το επιχείρημα της Φινλανδίας ότι η αιτιολογία πρέπει να βρίσκεται στο τελικό κείμενο της νομικής πράξεως. Τούτο προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 253 EΚ («οι οδηγίες [...], που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο [...] πρέπει να αιτιολογούνται»). Από τα ανωτέρω προκύπτει δηλαδή ότι η αιτιολογία πρέπει να εμπεριέχεται στην τελική μορφή της πράξεως που υιοθετούν τα όργανα. Όσον αφορά τις αντίστοιχες προτάσεις της Επιτροπής, το άρθρο 253 EΚ επιβάλλει η εκδιδόμενη νομική πράξη να παραπέμπει σ’ αυτές. Η παραπομπή αυτή δεν αντικαθιστά, πάντως, την αιτιολογία.

173. Κατά πάγια νομολογία, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη νομική φύση της οικείας πράξεως. Προκειμένου για πράξεις που προορίζονται να τύχουν γενικής εφαρμογής, η αιτιολογία μπορεί να περιορίζεται στο να αναφέρει, αφενός, την όλη κατάσταση που οδήγησε στην έκδοση της πράξεως και, αφετέρου, τους γενικούς στόχους που επιδιώκει (41).

174. Η προσβαλλόμενη οδηγία περιέχει στις πρώτες δύο αιτιολογικές σκέψεις την περιγραφή της όλης νομικής καταστάσεως καθώς και στην ενδέκατη και δωδέκατη αιτιολογική σκέψη ειδική αιτιολογία για την ανάγκη περιορισμού της νυκτερινής εργασίας.

175. Η οδηγία περιλαμβάνει, κατά τα ανωτέρω, συνεκτική και επαρκή περιγραφή της όλης καταστάσεως που οδήγησε στην έκδοσή της (42).

176. Η οδηγία πληροί όμως και την επιταγή ότι πρέπει να απαριθμούνται οι στόχοι που επιδιώκει η Κοινότητα με τη νομική αυτή πράξη. Κατά την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, οι στόχοι αυτοί συνίστανται στην εξασφάλιση της ασφάλειας των μεταφορών καθώς και της υγείας και της ασφάλειας των ενδιαφερομένων. Ο κύκλος των ενδιαφερομένων εξετάζεται, στη συνέχεια, από την έκτη έως την όγδοη αιτιολογική σκέψη, οπότε γίνεται χωριστή μνεία των δύο ομάδων, των μετακινουμένων εργαζομένων και των αυτοαπασχολουμένων οδηγών. Βεβαίως ειδική αιτιολογία σχετική με τον ορισμό του χρόνου εργασίας υπάρχει μόνον όσον αφορά τους μετακινούμενους εργαζομένους, αυτό όμως μπορεί να εξηγηθεί από το ότι οι αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί εντάχθηκαν αργότερα −βάσει εκθέσεως της Επιτροπής− στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Εξάλλου, ισχύουν από το χρονικό σημείο της εφαρμογής της οδηγίας στους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς οι ίδιες διατάξεις και για την κατηγορία αυτή. Κατά συνέπεια, την κατηγορία αυτή αφορά και η τέταρτη αιτιολογική σκέψη, στην οποία εκτίθενται οι στόχοι της οδηγίας.

177. Επιπλέον, η εξαίρεση των αυτοαπασχολουμένων οδηγών από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας θα έπρεπε να αιτιολογηθεί χωριστά, πράγμα το οποίο ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή. Όπως προκύπτει από τον κανονισμό 3820/85, τον κανόνα στον τομέα των μεταφορών αποτελεί πράγματι ο συνυπολογισμός και των αυτοαπασχολούμενων οδηγών.

178. Δεν απαιτείται διεξοδικότερη αιτιολογία με περαιτέρω λεπτομέρειες. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, «η αιτιολογία δεν απαιτείται να διαλαμβάνει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία» (43).

179. Επειδή η οδηγία αποκαλύπτει το ουσιώδες του επιδιωκομένου από το κοινοτικό όργανο σκοπού, θα ήταν υπερβολικό να απαιτηθεί ειδική αιτιολογία (44). Δεδομένου ότι πρόκειται για οδηγία, επομένως για πράξη γενικής εφαρμογής, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν υποχρεούνταν να περιλάβουν στην αιτιολογία ειδικότερα στοιχεία (45).

180. Aπό την αναφερόμενη στην πάγια νομολογία επιταγή ότι από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την πράξη, προκειμένου να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που υπαγόρευσαν το ληφθέν μέτρο (46), δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί αποτελούν το κριτήριο για την αξιολόγηση της νομιμότητας της αιτιολογίας.

181. Υπέρ της αντίθετης απόψεως, ότι στην περίπτωση μιας οδηγίας οι κατ’ ιδίαν υποκείμενοι στο δίκαιο πρέπει να θεωρηθούν ως «ενδιαφερόμενοι», συνηγορεί ο στόχος που επιδιώκει η νομολογία περί υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δηλαδή η εξασφάλιση της έννομης προστασίας. Για τους ιδιώτες, πάντως, οι δυνατότητες έννομης προστασίας είναι, στην περίπτωση των οδηγιών, πολύ περιορισμένες (47).

182. Όπως ορθώς τονίζει το Κοινοβούλιο, η προσβαλλόμενη νομική πράξη αποτελεί πράγματι οδηγία, η οποία, κατά το άρθρο 249 EΚ, απευθύνεται στα κράτη μέλη. Υπό το πρίσμα αυτό, το μέτρο ενδιαφέρει τα κράτη μέλη. Οι αυτοαπασχολούμενοι οδηγοί πρέπει να θεωρηθούν απλώς ως αυτοί τους οποίους αφορά το μέτρο μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο του εκάστοτε κράτους μέλους.

183. Τις υπερβολικά αυστηρές απαιτήσεις όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως αποκλείει περαιτέρω το γεγονός ότι η Ισπανία και η Φινλανδία μετέσχαν ενεργά ως κράτη μέλη στη διαδικασία εκδόσεως της επίδικης πράξεως. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο κρίνει ότι τα κράτη μέλη «γνωρίζουν τους λόγους στους οποίους στηρίζεται [η πράξη αυτή]» (48).

184. Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

V –    Δικαστικά έξοδα

185. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υπέβαλαν σχετικό αίτημα και το Βασίλειο της Ισπανίας και η Δημοκρατία της Φινλανδίας ηττήθηκαν, τα προσφεύγοντα κράτη μέλη πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με την παράγραφο 4, πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή, η οποία παρενέβη στη δίκη, πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

VI – Πρόταση

186. Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφασίσει ως εξής:

«1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας στα δικαστικά έξοδα.

3).      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 80, σ. 35.


3 – ΕΕ L 370, σ. 1.


4 – ΕΕ L 307, σ. 18.


5 – ΕΕ L 307, σ. 18.


6 – Αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 165/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 5545, σκέψη 19), και της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C-491/01, British American Tobacco [Investments] Ltd και Imperial Tobacco Ltd (Συλλογή 2002, σ. I 11453, σκέψη 98).


7 – Αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 1987, 45/86, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1987, σ. 1493, σκέψη 11), της 11ης Ιουνίου 1991, C-300/89, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1991, σ. I-2867, σκέψη 10), της 4ης Aπριλίου 2000, C-269/97, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. I-2257, σκέψη 43), και της 30ής Ιανουαρίου 2001, C-36/98, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. I-779, σκέψη 58).


8 – Αποφάσεις C-300/89 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7), σκέψη 10, C-269/97 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7), σκέψη 43, και C-36/98 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7), σκέψη 58.


9 – Οδηγία 92/29/EΟΚ του Συμβουλίου, της 31ης Mαρτίου 1992 σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για την προώθηση βελτιωμένης ιατρικής περίθαλψης στα πλοία (ΕΕ L 113, σ. 19).


10 – Η υπογράμμιση δική μου.


11 – Κανονισμός (EΟΚ) 1390/81 του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 1981, περί επέκτασης στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους του κανονισμού (EΟΚ) 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς και στις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 143, σ. 1).


12 – Απόφαση της 12ης Noεμβρίου 1996, C-84/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1996, σ. I-5755, σκέψη 39).


13 – Απόφαση C-491/01 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6), σκέψη 80.


14 – Απόφαση της 28ης Noεμβρίου 1978, 97/78, Schumalla (Συλλογή τόμος 1978, σ. 713, σκέψη 5).


15 – Πρβλ. την απόφαση της 9ης Ιουνίου 1994, C-394/92, Michielsen και Geybels Transport Service NV (Συλλογή 1994, σ. I-2497, σκέψεις 14 και 19).


16 – Απόφαση C-84/94 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12), σκέψη 38.


17 – Απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2001, C-297/99, Skills Motor Coaches Ltd κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I-573, σκέψη 25).


18 – Η πτυχή αυτή θα εξετασθεί διεξοδικότερα στο πλαίσιο του ελέγχου των άλλων λόγων ακυρώσεως.


19 – Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-211/01, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2003, σ. Ι-8913).


20 – Ορίζουν: «évitent», «evitano», «evitarán» και «devem evitar«».


21 – Ορίζουν: «skal», «skall» sowie «shall avoid imposing».


22 – «Στις οδηγίες αυτές αποφεύγεται η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.»


23 – «Näissä direktiiveissä vältetään säätämästä sellaisia hallinnollisia, taloudellisia tai oikeudellisia rasituksia, jotka vaikeuttaisivat pienten tai keskisuurten yritysten perustamista taikka niiden kehittämistä.»


24 – Απόφαση C-84/94 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12), σκέψη 44.


25 – «Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να εξασφαλίζονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της Κοινότητας.»


26 – Απόφαση της 22ας Aπριλίου 1999, C-161/97 P, Kernkraftwerke Lippe-Ems GmbH κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I-2057, σκέψη 101).


27 – Αποφάσεις της 14ης Mαΐου 1974, 4/73, Nold (Συλλογή τόμος 1974, σ. 277, σκέψη 14), και της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 240/83, ADBHU (Συλλογή 1985, σ. 531, σκέψη 9).


28 – Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C-143/88 και C-92/89, Zuckerfabrik Süderdithmarschen κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-415, σκέψη 77).


29 – Απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003, C-356/01, Αυστρία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. Ι-14061, σκέψεις 52 επ.).


30 – Αποφάσεις της 13ης Noεμβρίου 1990, 331/88, Fedesa κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. I-4023, σκέψη 13), της 16ης Δεκεμβρίου 1999, C-101/98, UDL (Συλλογή 1999, σ. I-8841, σκέψη 30), και της 12ης Μαρτίου 2002, C-27/00 και C-122/00, Omega Air Ltd κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I-2569, σκέψη 62).


31 – Αποφάσεις 4/73 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27), σκέψη 14, της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder (Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 15), της 13ης Ιουλίου 1989, 5/88, Wachauf (Συλλογή 1989, σ. 2609, σκέψη 18), της 10ης Ιανουαρίου 1992, C-177/90, Kühn (Συλλογή 1992, σ. I-35, σκέψη 16), της 5ης Oκτωβρίου 1994, C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I-4973, σκέψη 78), της 13ης Δεκεμβρίου 1994, C-306/93, SMW Winzersekt (Συλλογή 1994, σ. I-5555, σκέψη 22), της 17ης Oκτωβρίου 1995, C-44/94, National Federation of Fishermen’s Organizations κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-3115, σκέψη 55), και της 28ης Aπριλίου 1998, C- 200/96, Metronome Musik GmbH (Συλλογή 1998, σ. I-1953, σκέψη 21).


32 – Απόφαση C-306/93 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31), σκέψη 27.


33 – Απόφαση C-306/93 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31), σκέψη 27.


34 – Απόφαση C-306/93 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31), σκέψη 24. Στην απόφαση εκείνη το Δικαστήριο εφήρμοσε το λιγότερο αυστηρό κριτήριο που απορρίπτεται εν προκειμένω.


35 – Απόφαση C-306/93 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31), σκέψη 28.


36 – Απόφαση C-331/88 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30).


37 – Απόφαση της 9ης Aυγούστου 1994, C-359/92, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I-3681).


38 – Βλ. π.χ. τις αποφάσεις της 13ης Mαΐου 1997, C-233/94, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 1997, σ. I-2405), και C-84/94 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12).


39 –      Αποφάσεις C-27/00 και C-122/00 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30), σκέψη 63, και της 17ης Ιουλίου 1997, C-248/95 και C-249/95, SAM Schifffahrt και Stapf (Συλλογή 1997, σ. I-4475, σκέψη 23)· βλ. την απόφαση C-84/94 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12), σκέψη 58, σχετικά με την κοινωνική πολιτική.


40 – Αποφάσεις C-306/93 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31), σκέψη 30, της 7ης Ιουλίου 1993, C-217/91, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-3923, σκέψη 37), και της 13ης Aπριλίου 2000, C-292/97, Karlsson κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-2737, σκέψη 39).


41 – Αποφάσεις της 19ης Noεμβρίου 1998, C-150/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. I-7235, σκέψεις 25 και 26), και της 7ης Noεμβρίου 2000, C-168/98, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. I-9131, σκέψη 62).


42 – Βλ. τις αποφάσεις C-27/00 και C-122/00 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30), σκέψη 48, και C-168/98 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41), σκέψεις 63 επ.


43 – Αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-395, σκέψη 16, καθώς και η παρατιθέμενη εκεί νομολογία) και της 17ης Oκτωβρίου 1995, C-478/93, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I-3081, σκέψη 49).


44 – Αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 1986, 250/84, Eridania κ.λπ. (Συλλογή 1986, σ. 117, σκέψη 38), C-150/94 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41), σκέψεις 25 και 26, της 4ης Φεβρουαρίου 1997, C-71/95, C-155/95 και C-271/95, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I 687, σκέψη 53), C-168/98 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41), σκέψεις 62 και 66, και C-27/00 και C-122/00 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30), σκέψη 47.


45 – Βλ. τις αποφάσεις, C-350/88 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43), σκέψεις 15 και 16, C-150/94 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41), σκέψη 32, και της 5ης Mαΐου 1998, C-180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I 2265, σκέψη 70).


46 – Αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1994, C-353/92, Ελλάδα κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I-3411, σκέψη 19), C-478/93 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43), σκέψη 48, και C-71/95, C-155/95 και C-271/95 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 44), σκέψη 53.


47 – Απόφαση της 12ης Noεμβρίου 1998, C-352/96, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. I-6937, σκέψη 40).


48 – Αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 1993, C-54/91, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-3399), και C-478/93 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43), σκέψη 50.