62001B0132

Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 1ης Αυγούστου 2001. - Euroalliages, Péchiney électrométallurgie, Vargön Alloys AB και Ferroatlántica κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Ντάμπινγκ - Απόφαση περί περατώσεως της επανεξετάσεως μέτρων των οποίων η ισχύς λήγει - Εκ πρώτης όψεως βάσιμο - Επείγον - Στάθμιση των συμφερόντων. - Υπόθεση T-132/01 R.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα II-02307


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - ροσωρινά μέτρα - ροϋποθέσεις χορηγήσεως - Επείγον - Fumus boni juris - Σωρευτικός χαρακτήρας - Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων - ροσωρινός χαρακτήρας του μέτρου

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

2. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - ροσωρινά μέτρα - ροϋποθέσεις χορηγήσεως - Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία - Βάρος αποδείξεως

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

3. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - ροσωρινά μέτρα - ροϋποθέσεις χορηγήσεως - Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία - Χρηματική ζημία -Κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της αιτούσας εταιρίας

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

4. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - ροσωρινά μέτρα - ροσωρινά μέτρα συνδεόμενα με απόφαση της Επιτροπής περί περατώσεως διαδικασίας επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ των οποίων η ισχύς λήγει - ροϋποθέσεις χορηγήσεως - Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2· κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 2)

Περίληψη


1. Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου προβλέπει ότι οι αιτήσεις που αφορούν προσωρινά μέτρα πρέπει να προσδιορίζουν τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris), τη λήψη των μέτρων που ζητούνται. Οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν σωρευτικώς, οπότε η αίτηση σχετική με τέτοια μέτρα πρέπει να απορρίπτεται εφόσον δεν συντρέχει μία από αυτές. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, ενδεχομένως, σε στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων. Επιπλέον, τα ζητούμενα μέτρα πρέπει να είναι προσωρινά, υπό την έννοια ότι δεν προδικάζουν τα επίδικα νομικά ή πραγματικά ζητήματα ούτε εξουδετερώνουν εκ των προτέρων τις συνέπειες της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί αργότερα επί της κυρίας δίκης.

( βλ. σκέψεις 19-20 )

2. Το επείγον μιας αιτήσεως για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο ο οποίος ζητεί το προσωρινό μέτρο. Στον διάδικο αυτόν εναπόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί τέτοια ζημία. Το ότι επίκειται επέλευση ζημίας δεν πρέπει να αποδεικνύεται με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά αρκεί, ιδίως όταν η επέλευση της ζημίας εξαρτάται από τη συνδρομή συνόλου παραγόντων, να μπορεί να προβλεφθεί με επαρκή πιθανότητα. Εντούτοις, ο αιτών εξακολουθεί να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η πιθανολόγηση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας.

( βλ. σκέψεις 60-61 )

3. Στο πλαίσιο της εκ μέρους του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εκτιμήσεως αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων, ζημία οικονομικού χαρακτήρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον μπορεί να καταβληθεί μεταγενέστερα αντίστοιχο χρηματικό αντιστάθμισμα. ράγματι, οικονομικής φύσεως ζημία, η οποία δεν εξαφανίζεται απλώς και μόνο λόγω της εκ μέρους του εμπλεκόμενου κοινοτικού οργάνου εκτελέσεως της αποφάσεως επί της κύριας δίκης, συνιστά οικονομική απώλεια που μπορεί να καλυφθεί στο πλαίσιο των μέσων ένδικης προστασίας που προβλέπει η Συνθήκη, ιδίως τα άρθρα 235 ΕΚ και 288 ΕΚ.

Κατ' εφαρμογήν των αρχών αυτών, ένα προσωρινό μέτρο δικαιολογείται εφόσον προκύπτει ότι, σε περίπτωση μη χορηγήσεως του μέτρου αυτού, ο αιτών διάδικος θα περιέλθει σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξή του πριν από την έκδοση της περατώνουσας τη διαδικασία της κύριας δίκης απόφαση. ράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η εξαφάνιση του αιτούντος διαδίκου πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας θα καταστήσει αδύνατη την εκ μέρους του διαδίκου αυτού κίνηση μιας οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας προς αποζημίωσή του.

( βλ. σκέψεις 65-66 )

4. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αιτήσεως προς αναστολή εκτελέσεως αποφάσεως της Επιτροπής περί περατώσεως διαδικασίας επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ ή προσωρινών μέτρων προβλεπόντων την καταχώριση των εισαγωγών του οικείου προϊόντος, πρέπει να σταθμιστεί, αφενός, το συμφέρον των αιτουσών, δηλαδή των εκπροσώπων της κοινοτικής βιομηχανίας, να διαταχθεί κάποιο από τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα και, αφετέρου, το συμφέρον των εισαγωγέων, των εξαγωγέων και των καταναλωτών προς διατήρηση των αποτελεσμάτων της επίδικης αποφάσεως.

( βλ. σκέψη 78 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση T-132/01 R,

Euroalliages, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

Péchiney Electrométallurgie, με έδρα το Courbevoie (Γαλλία),

Vargön Alloys AB, με έδρα το Vargön (Σουηδία),

Ferroatlántica, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

εκπροσωπούμενες από τους D. Voillemot και O. Prost, δικηγόρους,

αιτούσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους V. Kreuschitz και S. Meany, επικουρούμενους από τον A. P. Bentley, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση με την οποία ζητείται, κυρίως, να διαταχθεί αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως 2001/230/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2001 (ΕΕ L 84, σ. 36), καθόσον με αυτήν περατώθηκε η διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας, και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να επαναφέρει τους δασμούς αντιντάμπινγκ των οποίων η ισχύς έληξε, επικουρικώς, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να απαιτήσει από τους εισαγωγείς σιδηροπυριτίου καταγωγής των ως άνω τεσσάρων χωρών να παρέχουν εγγύηση αντίστοιχη προς τους δασμούς αντιντάμπινγκ των οποίων η ισχύς έληξε και να δηλώνουν τις εισαγωγές τους προς σχετική καταχώρηση, ή, επικουρικότερα, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να απαιτήσει από τους εν λόγω εισαγωγείς να δηλώνουν τις εισαγωγές τους προς σχετική καταχώρηση,

Ο ΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

ΤΩΝ ΕΥΡΩΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


Νομικό πλαίσιο

1 Το άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (EK) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός), που τιτλοφορείται «Διάρκεια ισχύος, επανεξέταση και επιστροφές», ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Κάθε μέτρο αντιντάμπινγκ παραμένει σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που χρειάζεται για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ.

2. Κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των κοινοτικών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η επανεξέταση.

[...]»

2 Το άρθρο 21, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, που τιτλοφορείται «Συμφέρον της Κοινότητας», έχει ως εξής:

«Κάθε συμπέρασμα σχετικά με το κατά πόσον το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει παρέμβαση πρέπει να βασίζεται σε συνολική εκτίμηση όλων των ποικίλων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων της εγχώριας βιομηχανίας, των χρηστών και των καταναλωτών· η διατύπωση οποιουδήποτε συμπεράσματος βάσει του παρόντος άρθρου είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει παρασχεθεί σε όλα τα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, όπως προβλέπει η παράγραφος 2. Κατά την παραπάνω εξέταση, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού. Τα μέτρα που έχουν προσδιορισθεί με βάση τις διαπιστώσεις για το ντάμπινγκ και τη ζημία είναι δυνατό να μην επιβάλλονται, σε περίπτωση που οι αρχές, με βάση όλες τις προσκομισθείσες πληροφορίες, καταλήγουν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η επιβολή των εν λόγω μέτρων δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Κοινότητας.»

Ιστορικό της διαφοράς

3 Κατά των εισαγωγών σιδηροπυριτίου καταγωγής διαφόρων χωρών ελήφθησαν οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ, αφενός, με τον κανονισμό (ΕΚ) 3359/93 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1993, περί τροποποίησης των μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Ρωσίας, Καζακστάν, Ουκρανίας, Ισλανδίας Νορβηγίας, Σουηδίας, Βενεζουέλας και Βραζιλίας (ΕΕ L 302, σ. 1), και, αφετέρου, με τον κανονισμό (ΕΚ) 621/94 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 1994, περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου, καταγωγής Νότιας Αφρικής και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 77, σ. 48).

4 Στις 10 Ιουνίου 1998 η Επιτροπή δημοσίευσε μιαν ανακοίνωση σχετικά με επικείμενη λήξη της ισχύος ορισμένων μέτρων ανιντάμπινγκ (ΕΕ C 177, σ. 4).

5 Κατόπιν της δημοσιεύσεως της εν λόγω ανακοινώσεως η Euroalliages, επιτροπή συντονισμού των βιομηχανιών παραγωγής κραμάτων σιδήρου, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, αίτηση επανεξετάσεως των μέτρων σχετικά με τις εισαγωγές από τη Βραζιλία, την Κίνα, το Καζακστάν, τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Βενεζουέλα, των οποίων η ισχύς επρόκειτο να λήξει.

6 Η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίσταντο επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούσαν επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, δημοσίευσε ανακοίνωση περί κινήσεως μιας τέτοιας διαδικασίας στην Επίσημη εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1998, C 382, σ. 9) και άρχισε σχετική έρευνα. Η έρευνα σχετικά με τις πρακτικές ντάμπινγκ κάλυψε την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 1997 μέχρι 30ής Σεπτεμβρίου 1998. Η εξέταση της ζημίας κάλυψε το χρονικό διάστημα από το 1994 μέχρι το πέρας της περιόδου την οποία αφορούσε η έρευνα.

7 Στις 21 Φεβρουαρίου 2001 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2001/230/ΕΚ, για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Βραζιλίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας, Ουκρανίας και Βενεζουέλας (EE L 84, σ. 36, στο εξής: επίδικη απόφαση).

Η επίδικη απόφαση

8 Η επίδικη απόφαση αναφέρει ότι η διενεργηθείσα επανεξέταση οδήγησε την Επιτροπή να συμπεράνει ότι, προκειμένου περί των εισαγωγών σιδηροπυριτίου προελεύσεως Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας, η λήξη των μέτρων θα ευνοούσε τη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας.

9 Η αιτιολογική σκέψη 129 της επίδικης αποφάσεως είναι διατυπωμένη ως ακολούθως:

«Υπό το φως των πορισμάτων για την πιθανότητα συνέχισης και επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ, και των συμπερασμάτων ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, καταγωγής Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας πρέπει να αυξηθούν σημαντικά εάν καταργηθούν τα μέτρα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής θα επιδεινωθεί. αρόλο που είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η έκταση αυτής της επιδείνωσης, λαμβανομένων υπόψη των τάσεων προς μείωση των τιμών και της αποδοτικότητας του εν λόγω κλάδου παραγωγής, είναι ωστόσο πιθανόν να επαναληφθεί η ζημία. Όσον αφορά τη Βενεζουέλα, αν καταργηθούν τα μέτρα, δεν είναι πιθανόν να έχει αυτή η κατάργηση σημαντικά επιζήμια αποτελέσματα.»

10 Η Επιτροπή εξέτασε στη συνέχεια αν η διατήρηση των μέτρων αντιντάμπινγκ ήταν προς το γενικό συμφέρον της Κοινότητας. Στο πλαίσιο της εν λόγω εκτιμήσεως, έλαβε υπόψη διάφορα στοιχεία, ήτοι, πρώτον, το γεγονός ότι η κοινοτική βιομηχανία δεν ήταν σε θέση να επωφεληθεί αρκετά από τα ισχύοντα από το 1987 μέτρα ούτε μπόρεσε να επωφεληθεί, όσον αφορά το σχετικό μερίδιο της αγοράς, από την παύση των δραστηριοτήτων παλαιών κοινοτικών παραγωγών (αιτιολογική σκέψη 151 της επίδικης αποφάσεως) και, δεύτερον, το γεγονός ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί χάλυβα αναγκάστηκαν να φέρουν τα πρόσθετα έξοδα που προέκυπταν από τα μέτρα αντιντάμπινγκ κατά την περίοδο εφαρμογής τους (αιτιολογική σκέψη 152).

11 Με τις αιτιολογικές σκέψεις 153 και 154 της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή κατέληξε ως εξής:

«153 Συνεπώς, παρόλο που η ακριβής επίπτωση της λήξεως των μέτρων για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής δεν είναι σαφής, και παρόλο που η προηγούμενη πείρα δείχνει ότι δεν υπάρχει εγγύηση ότι η διατήρηση των μέτρων θα αποφέρει σημαντικά οφέλη στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, είναι σαφές ότι η βιομηχανία χάλυβα έχει υποστεί μακροπρόθεσμες συσσωρευμένες αρνητικές επιπτώσεις οι οποίες θα παραταθούν αδικαιολόγητα αν διατηρηθούν τα μέτρα.

154 Ως εκ τούτου, μετά την εκτίμηση της επίπτωσης της συνέχισης ή της λήξεως των μέτρων στα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα, όπως απαιτεί το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή συμπέρανε σαφώς ότι η διατήρηση των ισχυόντων μέτρων θα αντέβαινε στα συμφέροντα της Κοινότητας. Συνεπώς θα πρέπει να επιτραπεί η λήξη των μέτρων.»

12 Για τους λόγους αυτούς το διατακτικό της επίδικης αποφάσεως προβλέπει την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και, κατά συνέπεια, λήξη των μέτρων σχετικά με τις υπό εξέταση εισαγωγές.

Διαδικασία

13 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 16 Ιουνίου 2001 οι αιτούσες άσκησαν προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ζητώντας την ακύρωση του άρθρου μόνου της επίδικης αποφάσεως.

14 Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου την ίδια ημέρα, υπέβαλαν επίσης αίτηση με την οποία ζήτησαν, κυρίως, να διαταχθεί η αναστολή εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως, καθόσον με αυτή περατώθηκε η διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας, και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να επαναφέρει τους δασμούς αντιντάμπινγκ που θεσπίστηκαν με τους κανονισμούς 3359/93 και 621/94, επικουρικώς, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να απαιτήσει από τους εισαγωγείς σιδηροπυριτίου καταγωγής των ως άνω τεσσάρων χωρών να καταβάλλουν εγγύηση αντίστοιχη προς τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τους κανονισμούς 3359/93 και 621/94 και να δηλώνουν τις εισαγωγές τους προς σχετική καταχώρηση, ή, επικουρικότερον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να απαιτήσει από τους εν λόγω εισαγωγείς να δηλώνουν τις εισαγωγές τους προς σχετική καταχώρηση.

15 Η Επιτροπή υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων στις 5 Ιουλίου 2001.

16 Οι διάδικοι εξέθεσαν τις παρατηρήσεις τους στις 11 Ιουλίου 2001.

Σκεπτικό

17 ρέπει να διευκρινιστεί, εκ προοιμίου, ότι, λόγω ορθογραφικού λάθους, το οποίο αναγνώρισε η Επιτροπή με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της, στο γαλλικό κείμενο της επίδικης αποφάσεως παραλείφθηκε η μνεία της Ουκρανίας. Αφού οι διάδικοι εξέθεσαν την άποψή τους επί της επιπτώσεως του ως άνω λάθους επί του αντικειμένου της παρούσας αιτήσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα αφορούν και την επίδικη απόφαση καθόσον με αυτήν περατώθηκε η διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Ουκρανίας.

18 Δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, για την ίδρυση ρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 144, σ. 21), το ρωτοδικείο δύναται, αν κρίνει ότι το επιβάλλουν οι περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

19 Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι οι αιτήσεις που αφορούν προσωρινά μέτρα πρέπει να προσδιορίζουν τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris), τη λήψη των μέτρων που ζητούνται. Οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν σωρευτικώς, οπότε η αίτηση σχετική με τέτοια μέτρα πρέπει να απορρίπτεται εφόσον δεν συντρέχει μία από αυτές [διατάξεις του ροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4971, σκέψη 30, και του ροέδρου του ρωτοδικείου της 1ης Φεβρουαρίου 2001, Τ-350/00 R, Free Trade Foods κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-493, σκέψη 32]. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, ενδεχομένως, σε στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C-445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. Ι-1461, σκέψη 73).

20 Επιπλέον, τα ζητούμενα μέτρα πρέπει να είναι προσωρινά, υπό την έννοια ότι δεν προδικάζουν τα επίδικα νομικά ή πραγματικά ζητήματα ούτε εξουδετερώνουν εκ των προτέρων τις συνέπειες της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί αργότερα επί της κυρίας δίκης [διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-2165, σκέψη 22].

Επιχειρήματα των διαδίκων

Επί του εκ πρώτης όψεως βασίμου

21 ρος απόδειξη του εκ πρώτης όψεως βασίμου οι αιτούσες προβάλλουν δύο λόγους.

22 Ο πρώτος λόγος, που στηρίζεται σε παραβίαση των διατάξεων του βασικού κανονισμού και σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά τον προσδιορισμό του συμφέροντος της Κοινότητας, υποδιαιρείται σε πέντε σκέλη.

23 Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε τα άρθρα 11, παράγραφος 2, και 21 του βασικού κανονισμού, προβαίνοντας σε εξέταση του συμφέροντος της Κοινότητας σε χρονικό διάστημα αρχόμενο από το 1987 μέχρι την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας (αιτιολογική σκέψη 132 της επίδικης αποφάσεως). ράγματι, τα ισχύοντα μέτρα, στην εξέταση των οποίων όφειλε να προβεί η Επιτροπή, ελήφθησαν μόλις το 1993 και το 1994 με τους κανονισμούς 3359/93 και 621/94, αντιστοίχως. Εξάλλου, διατείνονται ότι η εξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της συλλογιστικής της Επιτροπής όσον αφορά το συμφέρον της Κοινότητας (αιτιολογική σκέψη 149 της επίδικης αποφάσεως), διότι η Επιτροπή συνεπέρανε ότι, όσον αφορά τις χώρες αυτές, δεν υφίστατο κίνδυνος συνεχίσεως ή επαναλήψεως ζημιογόνου ντάμπινγκ.

24 Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους οι αιτούσες εκθέτουν ότι η Επιτροπή παραβίασε το άρθρο 21, παράγραφοι 2 και 5, του βασικού κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη προτάσεις που υπέβαλαν ορισμένοι καταναλωτές των σχετικών προϊόντων μετά την εκπνοή της προθεσμίας την οποία προέβλεπε η ανακοίνωση κινήσεως της διαδικασίας επανεξετάσεως.

25 Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του ως άνω λόγου υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε το άρθρο 21, παράγραφοι 2 και 5, του βασικού κανονισμού, θεωρώντας ότι προτάσεις που είχαν υποβάλει οι καταναλωτές ήταν αντιπροσωπευτικές.

26 Κατά το τέταρτο σκέλος του λόγου, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 21, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις που υπέβαλαν καταναλωτές χωρίς αυτές να στηρίζονται σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία.

27 Τέλος, στο πλαίσιο του τελευταίου σκέλους, οι αιτούσες θεωρούν ότι η Επιτροπή παρέβλεψε το άρθρο 6, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους αρνούμενη να διοργανώσει συνάντηση αντιπαραθέσεως μεταξύ των αιτουσών και των καταναλωτών.

28 Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε παραβίαση των άρθρων 11, παράγραφος 2, 21 και 6, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, καθώς και σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, κατά τον καθορισμό του συμφέροντος της Κοινότητας. Η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα πρώτον, κατά την εκτίμηση της καταστάσεως της κοινοτικής βιομηχανίας, λόγω του γεγονότος ότι έσφαλε επί των επιπτώσεων της διατηρήσεως των μέτρων και επί των επιπτώσεων της λήξεως της ισχύος τους, δεύτερον, κατά την εκτίμηση των συνεπειών των μέτρων για τους καταναλωτές και, τρίτον, κατά τη στάθμιση των συμφερόντων.

29 Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή δεν ασχολήθηκε με το εκ πρώτης όψεως βάσιμο των λόγων ακυρώσεως.

Επί της προϋποθέσεως σχετικά με το επείγον

30 Κατά τις αιτούσες, η προϋπόθεση σχετικά με το επείγον πληρούται επίσης, καθόσον, αν δεν ληφθούν προσωρινά μέτρα, αυτές θα υποστούν σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία. Εν προκειμένω, αν ισχύσει η εμμονή στην απόφαση περί καταργήσεως των δασμών αντιντάμπινγκ αυτή θα οδηγήσει σε μια τέτοια δυσμενή εξέλιξη της κοινοτικής βιομηχανίας, η οποία θα είναι εξαιρετικά δυσχερές, αν όχι αδύνατον, να αναστραφεί αργότερα (βλ. επ' αυτού τη διάταξη του ροέδρου του ρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1995, Τ-395/94 R, Atlantic Container κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-595).

31 Η βαρύτητα της ζημίας είναι αποδεδειγμένη. ράγματι, επικαλούμενες την αιτιολογική σκέψη 129 της επίδικης αποφάσεως (βλ. ανωτέρω, σκέψη 9), οι αιτούσες θεωρούν ότι η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει ρητά τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει, εκ νέου, σοβαρές ζημίες εξαιτίας των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ καταγωγής Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας.

32 Αποδεικνύεται επίσης ο ανεπανόρθωτος χαρακτήρας της ζημίας, καθόσον, αν δεν χορηγηθούν τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα βρεθούν σε κατάσταση που θα μπορεί να οδηγήσει σε διακινδύνευση της ίδιας της υπάρξεώς τους (διάταξη του ροέδρου του ρωτοδικείου της 17ης Ιανουαρίου 2001, Τ-342/00 R, Petrolessence και SG2R κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-67, σκέψη 47).

33 Συναφώς, οι αιτούσες, που επικαλούνται τη διάταξη του ροέδρου του ρωτοδικείου της 2ας Οκτωβρίου 1996, Τ-213/97 R, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1609), προσκομίζουν στοιχεία σχετικά με τη συγκριτική εξέλιξη της οικονομικής καταστάσεως των τριών αιτουσών επιχειρήσεων, παραγωγών σιδηροπυριτίου, σε συνάρτηση με τις μειώσεις της τιμής πωλήσεως του σιδηροπυριτίου εντός της Κοινότητας κατά 10 και 15 % που θα προκαλούνταν αν επρόκειτο να διατηρηθεί η κατάργηση των μέτρων αντιντάμπινγκ.

34 Από σχετικές οικονομικές προβλέψεις αποδεικνύεται ότι οι μειώσεις τιμών, που γίνονται δεκτές εξ ορισμού, οδηγούν σε σοβαρότατη χειροτέρευση των αποτελεσμάτων εκμεταλλεύσεως των εμπλεκομένων εταιριών, κατά τρόπον ώστε να τίθεται υπό διακύβευση η δραστηριότητα της παραγωγής σιδηροπυριτίου που ασκούν.

35 Τέλος, φρονούν ότι η δυνατότητα των κοινοτικών παραγωγών να λάβουν αποζημίωση για τη ζημία που θα προκληθεί είναι αβέβαιη και, εν πάση περιπτώσει, ασυμβίβαστη με τη διατήρηση της βιωσιμότητας των κοινοτικών παραγωγών λόγω των αναπόφευκτων όσον αφορά κάθε διαδικασία αποζημιώσεως χρονικών καθυστερήσεων.

36 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εν προκειμένω δεν πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος, καθόσον η ζημία δεν θα είναι ανεπανόρθωτη.

37 ρώτον, η προοπτική μειώσεως της τιμής του σιδηροπυριτίου κατά 10 ή 15 % λόγω της λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεδειγμένο πραγματικό στοιχείο. Η μείωση της τιμής του σιδηροπυριτίου κατά 15 % στην αγορά των Ηνωμένων ολιτειών της Αμερικής μετά την κατάργηση των μέτρων αντιντάμπινγκ στην οποία προέβη το κράτος αυτό το 1999 ουδόλως αποδεικνύει ότι οι τιμές θα εξελιχθούν με όμοιο τρόπο εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η εξέταση των αποτελεσμάτων μιας μειώσεως τιμών κατά 15 % έναντι της κοινοτικής βιομηχανίας είναι απλώς υποθετική, όπως προκύπτει από το κείμενο της αιτιολογικής σκέψεως 147 της επίδικης αποφάσεως. Επομένως, δεν έχει αποδειχθεί ότι προβλέπεται μια μείωση τέτοιου μεγέθους με επαρκή βεβαιότητα. Και αν ακόμη υποτεθεί ότι προσκομίζεται κάποια σχετική απόδειξη, δεν θα αρκούσε για να αποδειχθεί ότι επείγει η λήψη των ζητουμένων προσωρινών μέτρων. ράγματι, οι αιτούσες όφειλαν να αποδείξουν επίσης ότι δεν είναι σε θέση να καλύψουν τις σχετικές ζημίες μέχρι το πέρας της διαδικασίας της κύριας δίκης, λαμβανομένου υπόψη του διαρκούς χαρακτήρα της μειώσεως τιμών εξαιτίας της λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ.

38 Δεύτερον, οι προβλέψεις σχετικά με την εξέλιξη των αποτελεσμάτων εκμεταλλεύσεως που στηρίζονται σε παλαιότερα στοιχεία περί των δαπανών εκμεταλλεύσεως και σε υποθετικές μειώσεις τιμών στερούνται αποδεικτικής ισχύος. Συναφώς, η Επιτροπή υπογραμμίζει διάφορα στοιχεία τα οποία ουδόλως έλαβαν υπόψη οι αιτούσες.

39 ρώτον, δεν συνυπολόγισαν ότι μια μείωση των τιμών τους έναντι ενός ενισχυμένου ανταγωνισμού θα τους παρείχε τη δυνατότητα να αυξήσουν τις πωλούμενες ποσότητες και, επομένως, να μειώσουν το ανά μονάδα κόστος παραγωγής.

40 Στη συνέχεια, δεν εξηγούν τον λόγο για τον οποίο δεν προσανατολίζονται προς τη λήψη μέτρων εξορθολογισμού τα οποία λαμβάνουν συνήθως οι επιχειρήσεις σε περιόδους δυσχερειών.

41 Επιπλέον, οι εταιρίες Péchiney électrométallurgie και Vargön Alloys δεν εξηγούν τον λόγο για τον οποίο από τα προσκομιζόμενα στοιχεία προκύπτει, για το έτος 1998, επίπεδο αποδοτικότητας συναφώς χαμηλότερο από εκείνο το οποίο καθόρισε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της περιόδου της έρευνας σχετικά με τις πρακτικές ντάμπινγκ (αιτιολογική σκέψη 105 της επίδικης αποφάσεως), ήτοι από 1ης Οκτωβρίου 1997 μέχρι 30ής Σεπτεμβρίου 1998. Όσον αφορά την εταιρία Ferroatlántica, δεν προσκομίστηκε κανένα λογιστικό στοιχείο σχετικά με την υπό εξέταση δραστηριότητα για τα έτη 1998 έως 2000. Κατά τη διάρκεια της έρευνας αντιντάμπινγκ η Επιτροπή διόρθωσε μάλιστα αυξητικά τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τα οικονομικά αποτελέσματα της εν λόγω εταιρίας. Το σύνολο των ως άνω στοιχείων οδηγεί σε αμφιβολίες όσον αφορά την αποδεικτική αξία των στοιχείων που προσκομίζουν οι αιτούσες.

42 Τέλος, οι Péchiney électrométallurgie και Vargön Alloys δεν προσκομίζουν κανένα αριθμητικό στοιχείο που να παρέχει στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων τη δυνατότητα να εκτιμήσει την παρούσα οικονομική τους κατάσταση. Όσον αφορά τη Ferroatlántica, τα στοιχεία για τον Μάιο του 2001 αποδεικνύουν ότι οι ζημίες που αυτή υφίσταται αντιπροσωπεύουν μόλις ένα πολύ μικρό ποσοστό του κύκλου εργασιών της, ζημίες οι οποίες, κατ' αναλογία προς τον κύκλο εργασιών της, είναι μικρότερες από εκείνες των εταιριών Péchiney électrométallurgie και Vargön Alloys για το έτος 2000.

43 Τρίτον, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι είναι «πρόδηλο» ότι η υποθετική μείωση των οικονομικών αποτελεσμάτων θα θίξει τη δυνατότητα βιωσιμότητας του μηχανισμού παραγωγής σιδηροπυριτίου. Εν προκειμένω, πρόκειται μόνο για τον καθορισμό του αν οι αιτούσες δεν είναι σε θέση να επιβιώσουν μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του ρωτοδικείου επί της υποθέσεως της κύριας δίκης εξαιτίας της επίδικης αποφάσεως της Επιτροπής. Η άποψη του λογιστή της εταιρίας Vargön Alloys επιβεβαιώνει ότι η εταιρία αυτή μπορεί να επιβιώσει κατά τη διάρκεια περιορισμένου χρονικού διαστήματος, ακόμα και με το επίπεδο κερδών που προκύπτει από τις σχετικές οικονομικές προβλέψεις. Επιπλέον, οι αιτούσες δεν έλαβαν υπόψη τη δυνατότητα λήψεως μέτρων εξορθολογισμού, με σκοπό τη μείωση των δαπανών και την εξασφάλιση της επιβιώσεώς τους μέχρις ότου εκδοθεί η περατώνουσα τη διαδικασία της κύριας δίκης απόφαση.

44 Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι η δραστηριότητα παραγωγής του σιδηροπυριτίου αντιπροσωπεύει μόνον ένα σχετικά μικρό μέρος του συνόλου των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκουν οι αιτούσες. Όμως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να λάβει υπόψη τους οικονομικούς πόρους που μπορεί να έχει στη διάθεσή της κάθε αιτούσα, ακόμα και αν οι πόροι αυτοί δεν προέρχονται από τη δραστηριότητα περί της οποίας γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή σημειώνει ότι, κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο κύκλος εργασιών των εταιριών Péchiney électrométallurgie, Vargön Alloys και Ferroatlántica στον τομέα του σιδηροπυριτίου αντιπροσώπευε κατά μέσον όρο το 15 % των συνολικών κύκλων εργασιών τους. Ειδικότερα, η δραστηριότητα της Péchiney électrométallurgie αντιπροσώπευε μόνον το 4 % της δραστηριότητας του ομίλου Péchiney. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα ότι μια υποθετική μείωση κατά 15 % του κύκλου εργασιών όσον αφορά τις πωλήσεις σιδηροπυριτίου θα οδηγούσε σε μείωση μόνον κατά 2,25 % του συνολικού κύκλου εργασιών των αιτουσών.

45 Απαιτείται επίσης να προσκομισθεί απόδειξη του ότι είναι αναγκαία η αναστολή της επίδικης αποφάσεως προς εξασφάλιση της επιβιώσεώς τους, καθόσον δύο από τις αιτούσες ήταν ήδη ελλειμματικές κατά τη διάρκεια της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ. ράγματι, ζημίες παρουσίασε η Vargön Alloys το 1998, το 1999 και το 2000, καθώς και η Péchiney électrométallurgie το 1999 και το 2000. Η Ferroatlántica δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο για την περίοδο που προηγείτο της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως.

46 Επομένως, έπρεπε να αποδειχθεί ότι η λήψη μέτρων εξορθολογισμού, παρεχόντων τη δυνατότητα στις ως άνω εταιρίες να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους παρά τις ζημίες που υπέστησαν πριν την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, δεν αρκούν για την εξασφάλιση της επιβιώσεώς τους μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής.

47 Τέλος, οι αιτούσες δεν πιστοποιούν ότι η οικονομική τους κατάσταση χειροτέρευσε σημαντικά μετά την κατάργηση των μέτρων αντιντάμπινγκ, αλλ' ούτε και αποδεικνύουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ μιας υποτιθέμενης χειροτερεύσεως και της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως.

48 Ενόψει των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει ότι οι αιτούσες δεν προσκόμισαν οικονομικά ή/και λογιστικά στοιχεία ικανά να παράσχουν στο δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων τη δυνατότητα να προβλέψει με επαρκή βεβαιότητα τις πιθανότητες επιβιώσεώς τους κατά το διάστημα που θα προηγηθεί της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί στην κύρια δίκη.

Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων

49 Οι αιτούσες προβαίνουν σε στάθμιση, αφενός, του συμφέροντός τους να διαταχθούν τα ζητούμενα μέτρα και, αφετέρου, των συμφερόντων των κοινοτικών καταναλωτών, τα οποία συνιστούν στο σύνολό τους το συμφέρον της Κοινότητας (διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 9ης Απριλίου 1987, 77/87 R, Technointorg κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1793). Υπογραμμίζουν ότι η λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ είχε έναντί τους αμελητέα αποτελέσματα, που αντιστοιχούν στο 0,1 % του κόστους παραγωγής. Εξ αυτού συνάγουν ότι το συμφέρον τους υπερέχει εκείνου των καταναλωτών.

50 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα προδικάζουν την απόφαση που θα εκδοθεί επί της ουσίας και το ενδεχόμενο αποτέλεσμα τους κάνει ώστε να κλίνει η πλάστιγγα υπέρ της μη χορηγήσεως τέτοιων μέτρων.

51 ράγματι, όταν ένας εισαγωγέας ή εξαγωγέας επιτυγχάνει την προσωρινή αναστολή μέτρων αντιντάμπινγκ στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, αναλαμβάνει τον κίνδυνο να υποχρεωθεί να καταβάλει αναδρομικά τους δασμούς αντιντάμπινγκ σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής στην κύρια δίκη, πράγμα το οποίο τείνει να μειώσει τον αριθμό των εισαγωγών. Αντιστρόφως, όταν το προσωρινό μέτρο περί προσωρινής διατηρήσεως δασμών αντιντάμπινγκ (ή περί κινήσεως διαδικασίας καταχωρήσεως με ή χωρίς την εκ μέρους των εισαγωγέων κατάθεση σχετικών εγγυήσεων) ζητείται από κοινοτικό παραγωγό, δεν είναι πλέον ο αιτών εκείνος ο οποίος φέρει τον κίνδυνο αλλά τρίτοι, δηλαδή οι εισαγωγείς. Επομένως, έστω και αν η οικεία κοινοτική βιομηχανία δεν δικαιωθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης, θα έχει επωφεληθεί από κάποια προστασία, διότι, ακόμα και σε περίπτωση απλής καταχωρήσεως των εισαγωγών, οι εισαγωγείς θα είναι εκτεθειμένοι στο ενδεχόμενο να υποχρεωθούν να καταβάλουν αναδρομικά δασμούς αντιντάμπινγκ, πράγμα το οποίο είναι ικανό να επιβραδύνει τον ρυθμό των εισαγωγών.

52 Στο πλαίσιο της σταθμίσεως των εμπλεκομένων συμφερόντων πρέπει να ληφθεί υπόψη η μη αναστρέψιμη μείωση των εισαγωγών που θα βαρύνει τους εισαγωγείς σε περίπτωση που γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση.

Εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

53 ρέπει να εξεταστεί κατ' αρχάς αν οι αιτιάσεις που προβάλλουν οι αιτούσες κατά της επίδικης αποφάσεως δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως τη χορήγηση κάποιου από τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα.

54 Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή δεν εξέτασε αν οι λόγοι που προβάλλουν οι αιτούσες φαίνονται εκ πρώτης όψεως βάσιμοι.

55 Κατά την ακρόαση των διαδίκων, η Επιτροπή ανέφερε ρητά ότι δεν αμφισβητούσε τον σοβαρό χαρακτήρα των λόγων που προέβαλαν οι αιτούσες.

56 Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων θεωρεί ότι ορισμένες από τις αιτιάσεις που προβάλλονται δεν φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, ως στερούμενες ερείσματος και ότι είναι ικανές να δημιουργήσουν αμφιβολίες όσον αφορά τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως. Στο στάδιο αυτό, οι αμφιβολίες αυτές δεν διαλύθηκαν από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε κατά την ακρόαση των διαδίκων η Επιτροπή.

57 Έτσι, στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου, οι αιτούσες εκθέτουν ότι η Επιτροπή παραβίασε το άρθρο 21, παράγραφοι 2 και 5, του βασικού κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη προτάσεις που υπέβαλαν καταναλωτές μετά τη λήξη της προθεσμίας την οποία προέβλεπε η ανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας επανεξετάσεως των μέτρων. Ερωτηθείσα επί του σημείου αυτού κατά την ακρόαση των διαδίκων, η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι ορισμένες προτάσεις υποβλήθηκαν εκπροθέσμως και ότι, παρά το γεγονός αυτό, τις έλαβε όντως υπόψη της.

58 Επιπλέον, το τελευταίο σκέλος του πρώτου λόγου, με το οποίο οι αιτούσες διατείνονται ότι η Επιτροπή παραβίασε το άρθρο 6, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, αρνούμενη να διοργανώσει συνάντηση με σκοπό την αντιπαράθεση της απόψεώς τους προς εκείνη των καταναλωτών και την προβολή σχετικών ισχυρισμών, ανακινεί ένα λεπτό ζήτημα σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 6 και 21 του βασικού κανονισμού και, τελικά, σχετικά με την έκταση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται υπέρ των καταγγελλόντων στο πλαίσιο της εξετάσεως του συμφέροντος της Κοινότητας. Η απάντηση που πρέπει να δοθεί σχετικά δεν προκύπτει προδήλως από την υφιστάμενη νομολογία του ρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου.

59 Υπό τις συνθήκες αυτές, η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να απορριφθεί λόγω ελλείψεως fumus boni juris, οπότε πρέπει να εξεταστεί αν πληροί την προϋπόθεση του επείγοντος.

60 Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το επείγον μιας αιτήσεως για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο ο οποίος ζητεί το προσωρινό μέτρο. Στον διάδικο αυτόν εναπόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί τέτοια ζημία (διατάξεις του ροέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, C-278/00 R, Ελλάς κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-8787, σκέψη 14, και του ροέδρου του ρωτοδικείου της 28ης Μα_ου 2001, Τ-53/01 R, Poste Italiane κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 110).

61 Το ότι επίκειται επέλευση ζημίας δεν πρέπει να αποδεικνύεται με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά αρκεί, ιδίως όταν η επέλευση της ζημίας εξαρτάται από τη συνδρομή συνόλου παραγόντων, να μπορεί να προβλεφθεί με επαρκή πιθανότητα (προαναφερθείσα διάταξη της 19ης Ιουλίου 1995, Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., σκέψη 38, και διάταξη του ροέδρου του ρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 2000, Τ-237/99 R, BP Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-3849, σκέψη 49). Εντούτοις, ο αιτών εξακολουθεί να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η πιθανολόγηση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας [διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C-335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-8705, σκέψη 67].

62 Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι υφίσταται το ενδεχόμενο να υποστούν οι τρεις αιτούσες επιχειρήσεις σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία αν δεν ληφθούν προσωρινά μέτρα.

63 ράγματι, με την αιτιολογική σκέψη 129 της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή συνήγαγε ότι, σε περίπτωση λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ, η κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας «θα επιδεινωθεί». Συναφώς, σημειώνει ότι «παρόλο που είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η έκταση αυτής της επιδείνωσης, λαμβανομένων υπόψη των τάσεων προς μείωση των τιμών και της αποδοτικότητας του εν λόγω κλάδου παραγωγής, είναι ωστόσο πιθανόν να επαναληφθεί η ζημία».

64 Ασφαλώς, η Επιτροπή δεν χαρακτηρίζει σοβαρή τη ζημία που ενδεχομένως θα υποστεί η κοινοτική βιομηχανία σε περίπτωση λήξεως των μέτρων αντιντάμπινγκ. Εντούτοις, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ο όρος «ζημία» σημαίνει, ιδίως, «τη σημαντική ζημία που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία». Στο πλαίσιο της αλληλουχίας αυτής, το επίθετο «σημαντική» δεν μπορεί να εννοηθεί διαφορετικά παρά μόνον ως συνώνυμο του «σοβαρή». Εν προκειμένω, επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή παραδέχθηκε με την επίδικη απόφαση τον σοβαρό χαρακτήρα της ζημίας. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τη μη προβολή αντιρρήσεων εκ μέρους της Επιτροπής, τόσο με τις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και κατά την ακρόαση των διαδίκων, περί της βαρύτητας της ζημίας την οποία θα υποστούν ενδεχομένως οι αιτούσες λόγω της λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ.

65 Όσον αφορά τον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της ζημίας που προβάλλουν οι αιτούσες, δεν αμφισβητείται ότι ζημία οικονομικού χαρακτήρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον μπορεί να καταβληθεί μεταγενέστερα αντίστοιχο χρηματικό αντιστάθμισμα [διατάξεις του ροέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1991, C-213/91 R, Abertal κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-5109, σκέψη 24, και της 11ης Απριλίου 2001, C-471/00 P(R), Επιτροπή κατά Cambridge Healthcare Supplies, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 113· διατάξεις του ροέδρου του ρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 1999, Τ-70/99 R, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-2027, σκέψη 128· της 20ής Ιουλίου 2000, Τ-169/00 R, Esedra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-2951, σκέψη 44, και της 15ης Ιουνίου 2001, T-339/00 R, Bactria Industriehygiene-Service κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 94]. Η νομολογία αυτή στηρίζεται στη σκέψη ότι οικονομικής φύσεως ζημία, η οποία δεν εξαφανίζεται απλώς και μόνο λόγω της εκ μέρους του εμπλεκόμενου κοινοτικού οργάνου εκτελέσεως της αποφάσεως επί της κύριας δίκης, συνιστά οικονομική απώλεια που μπορεί να καλυφθεί στο πλαίσιο των μέσων ένδικης προστασίας που προβλέπει η Συνθήκη, ιδίως τα άρθρα 235 ΕΚ και 288 ΕΚ (μεταξύ άλλων, διατάξεις του ροέδρου του ρωτοδικείου της 3ης Μαρτίου 1997, Τ-6/97 R, Comafrica και Dolce Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-291, σκέψη 49· της 1ης Οκτωβρίου 1997, Τ-230/97 R, Comafrica και Dolce Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1589, σκέψη 38, και Esedra κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 47).

66 Κατ' εφαρμογήν των αρχών αυτών, ένα προσωρινό μέτρο δικαιολογείται εφόσον προκύπτει ότι, σε περίπτωση μη χορηγήσεως του μέτρου αυτού, ο αιτών διάδικος θα περιέλθει σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του πριν από την έκδοση της περατώνουσας τη διαδικασία της κύριας δίκης απόφαση (μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα διάταξη Poste Italiane κατά Επιτροπής, σκέψη 120). ράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η εξαφάνιση του αιτούντος διαδίκου πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας θα καταστήσει αδύνατη την εκ μέρους του διαδίκου αυτού κίνηση μιας οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας προς αποζημίωσή του.

67 Εν προκειμένω, οι αιτούσες δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι ο κίνδυνος διακυβεύσεως της οικονομικής τους βιωσιμότητας είναι τέτοιος ώστε να μην αρκεί η λήψη μέτρων εξορθολογισμού για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη δραστηριότητα παραγωγής σιδηροπυριτίου μέχρις εκδόσεως αποφάσεως περατώνουσας τη διαδικασία της κύριας δίκης.

68 Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η εκτίμηση της ουσιαστικής καταστάσεως ενός αιτούντος μπορεί να πραγματοποιηθεί λαμβανομένων ιδίως υπόψη των χαρακτηριστικών του ομίλου με τον οποίο αυτός συνδέεται μέσω της κυριότητας των μετόχων του [διατάξεις του ροέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 1998, C-43/98 P(R), Camar κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. Ι-1815, σκέψη 36, και της 11ης Απριλίου 2001, C-477/00 P(R), Επιτροπή κατά Roussel και Roussel Diamant, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 105· διατάξεις του ροέδρου του ρωτοδικείου της 4ης Ιουνίου 1996, Τ-18/96 R, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-407, σκέψη 35· της 10ης Δεκεμβρίου 1997, Τ-260/97 R, Camar κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-2357, σκέψη 50, και της 30ής Ιουνίου 1999, Τ-13/99 R, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-1961, σκέψη 155].

69 Συναφώς, κατά την ακρόαση των διαδίκων οι αιτούσες δεν κλόνισαν τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, αφενός, ότι καθεμία από αυτές ανήκει σε σημαντικό όμιλο εταιριών και, αφετέρου, ότι ο αντίστοιχος προς τις πωλήσεις σιδηροπυριτίου κύκλος εργασιών τους αντιπροσωπεύει, κατά μέσον όρο, το 15 % των συνολικών κύκλων εργασιών των εν λόγω ομίλων. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι οικονομικές ζημίες που απορρέουν για τις αιτούσες επιχειρήσεις από την εφαρμογή της επίδικης αποφάσεως μπορούν να αντισταθμιστούν πιθανότατα, στο πλαίσιο του ομίλου, από τα κέρδη που προκύπτουν από άλλα προϊόντα, και, επομένως, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε διακύβευση της ίδιας της υπάρξεώς τους.

70 Εντούτοις, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

71 Κατ' αρχάς, όσον αφορά τις υπό εξέταση εισαγωγές, η Επιτροπή αναγνωρίζει με την επίδικη απόφαση τον κίνδυνο να υποστούν οι αιτούσες σοβαρή ζημία σε περίπτωση λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ.

72 Στη συνέχεια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η πιθανή επανάληψη της ζημίας σε περίπτωση λήξεως της ισχύος των μέτρων, σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο συνεχίσεως ή επαναλήψεως του ντάμπινγκ, που συνάγει η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, έναντι των επίμαχων εισαγωγών, αποτελούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ως άνω αποφάσεως, καθόσον δεν πρόκειται για αποτελέσματα εγγενή σε σχέση με κάθε απόφαση περί περατώσεως επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ των οποίων η ισχύς λήγει. ράγματι, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, απόφαση περί περατώσεως επανεξετάσεως μπορεί να δικαιολογείται μόνον από τη διαπίστωση του ότι η λήξη της ισχύος των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ δεν θα ευνοήσει τη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ ή της προκληθείσας στην κοινοτική βιομηχανία ζημίας.

73 Τέλος, η ζημία που θα υποστούν οι αιτούσες δεν θα μπορεί να εξαλειφθεί απλώς και μόνο λόγω της εκ μέρους της Επιτροπής εκτελέσεως μιας αποφάσεως του ρωτοδικείου ακυρώνουσας την επίδικη απόφαση της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή θα απομένει στις αιτούσες μόνον αγωγή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν, δυνάμει των άρθρων 235 ΕΚ και 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

74 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αφορούν τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οργάνου και της προβαλλομένης ζημίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Μα_ου 1992, C-258/90 και C-259/90, Pesquerias de Bermeo και Naviera Laida κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. Ι-2901, σκέψη 42, και του ρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 1999, Τ-277/97, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-1825, σκέψη 95). Όσον αφορά την πρώτη από τις τρεις αυτές προϋποθέσεις, έχει διευκρινιστεί ότι, όταν προκαλούνται ζημίες σε ιδιώτες, η προσαπτόμενη στο κοινοτικό όργανο συμπεριφορά πρέπει να συνιστά αρκετά κατάφωρη παραβίαση νομικού κανόνα που αποσκοπεί να παράσχει δικαιώματα στους ιδιώτες. Εν προκειμένω, εναπόκειτο στις αιτούσες να αποδείξουν ότι η Επιτροπή υπερέβη κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό τα όρια που επιβάλλονται στην εξουσία της κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της Κοινότητας (επ' αυτού βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-5291, σκέψεις 41 έως 43). Όμως, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει εν προκειμένω η Επιτροπή, ιδίως για την εκτίμηση του συμφέροντος της Κοινότητας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Μαρτίου 1990, C-156/87, Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-781, σκέψη 63, και της 10ης Μαρτίου 1992, C-179/87, Sharp Corporation κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. Ι-1635, σκέψη 58· απόφαση του ρωτοδικείου της 15ης Οκτωβρίου 1998, Τ-2/95, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ ΙΙ-3939, σκέψη 292), μεταγενέστερη αποκατάσταση της ζημίας φαίνεται τουλάχιστον αβέβαιη.

75 Από τα ανωτέρω (σκέψεις 71 έως 74) προκύπτει ότι οι αιτούσες διατρέχουν τον κίνδυνο να υποστούν σοβαρή ζημία, η οποία δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορεί να αποκατασταθεί αργότερα. Ενόψει μιας τέτοιας καταστάσεως, η ως άνω βεβαιότητα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ζημία θα είναι επίσης ανεπανόρθωτη.

76 Δεδομένου ότι θεωρήθηκε ότι οι τρεις αιτούσες εταιρίες απέδειξαν τον κίνδυνο προκλήσεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για την Euroalliages, ένωση επιφορτισμένη με τη μελέτη των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί κραμάτων σιδήρου και άλλων ηλεκτρομεταλλουργικών προϊόντων σε ένα τουλάχιστον από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

77 Επομένως, από το σχετικό πρόβλημα, θεωρούμενο από την άποψη μόνον των αιτουσών, συνάγεται το συμπέρασμα ότι υφίσταται επείγον. Ωστόσο, στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής των άρθρων 224 ΕΚ και 243 ΕΚ, είναι αναγκαίο να σταθμιστεί το σύνολο των εμπλεκομένων συμφερόντων.

78 Συναφώς, πρέπει να σταθμιστεί, αφενός, το συμφέρον των αιτουσών να διαταχθεί κάποιο από τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα και, αφετέρου, το συμφέρον των εισαγωγέων, των εξαγωγέων και των καταναλωτών προς διατήρηση των αποτελεσμάτων της επίδικης αποφάσεως. Ειδικότερα, η Επιτροπή σημειώνει ότι η χορήγηση κάποιου από τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα είναι ικανή να επιβραδύνει τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής κάποιας από τις αναφερθείσες χώρες.

79 Είναι αναμφισβήτητο ότι η χορήγηση αναστολής εκτελέσεως θα παρέβλεπε τα συμφέροντα των εισαγωγέων, των εξαγωγέων και των καταναλωτών και θα εκμηδένιζε το επιδιωκόμενο με την επίδικη απόφαση αποτέλεσμα. Η καταχώρηση των εισαγωγών με υποχρέωση των εισαγωγέων να καταθέτουν σχετική εγγύηση θα μπορούσε επίσης να επιβραδύνει σημαντικά τις εισαγωγές και, επομένως, να δημιουργήσει μια μη αναστρέψιμη κατάσταση.

80 Επομένως, για να περιοριστεί τόσο η δυνατότητα δημιουργίας μιας ανεπίστρεπτης καταστάσεως όσο και η δυνατότητα προκλήσεως ζημίας σε βάρος των αιτουσών, τα αποτελέσματα του προσωρινού μέτρου πρέπει να περιοριστούν στο απολύτως αναγκαίο για την προστασία των συμφερόντων τους μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της κύριας δίκης.

81 Οι αιτούσες ζητούν, επικουρικότερα, να προβλεφθεί διαδικασία καταχωρήσεως για τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου, χωρίς σύσταση εγγυήσεως εκ μέρους των εισαγωγέων. Απλώς και μόνον η υποχρέωση καταχωρήσεως των εισαγωγών θα συνέβαλε στη δημιουργία μιας ελεγχόμενης καταστάσεως στην αγορά όσον αφορά τις πρακτικές ντάμπινγκ.

82 Κατά την ακρόαση των διαδίκων, η Επιτροπή αντέτεινε ότι η καταχώρηση των εισαγωγών θα είχε τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα με εκείνα των μέτρων αντιντάμπινγκ. Υποστήριξε ότι η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως θα είχε ως αποτέλεσμα την είσπραξη των αρχικών δασμών αντιντάμπινγκ από τους εισαγωγείς για τις καταχωρηθείσες εισαγωγές, ενώ τα εισαγόμενα προϊόντα δεν θα αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ.

83 Το άρθρο 233 ορίζει ότι το κοινοτικό όργανο του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως. Συναφώς, με την προαναφερθείσα απόφαση Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου (σκέψεις 87 έως 95) έχει γίνει δεκτό ότι το άρθρο 233 ΕΚ παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα είτε να επιλέξει επανάληψη της διαδικασίας, στηριζόμενη σε όλες τις πράξεις της διαδικασίας αυτής που δεν επηρεάζονται από την ακυρότητα που κήρυξε το ρωτοδικείο, είτε να προβεί σε κίνηση νέας έρευνας για μιαν άλλη περίοδο αναφοράς, υπό την προϋπόθεση τηρήσεως των προϋποθέσεων που απορρέουν από τον βασικό κανονισμό (απόφαση του ρωτοδικείου της 20ής Ιουνίου 2001, Τ-188/99, Euroalliages κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 28).

84 Επιπλέον, έχει κριθεί ότι ο κανόνας κατά τον οποίο πληροφορίες σχετικά με περίοδο μεταγενέστερη από την περίοδο της έρευνας κανονικά δεν λαμβάνονται υπόψη έχει εφαρμογή στις έρευνες επανεξετάσεως των μέτρων των οποίων η ισχύς λήγει. Εντούτοις, μια εξαίρεση από τον κανόνα αυτό έχει γίνει δεκτή όταν τα στοιχεία που αφορούν περίοδο μεταγενέστερη από εκείνη της έρευνας δείχνουν νέες εξελίξεις οι οποίες καθιστούν προφανώς απρόσφορη την επιβολή ή τη διατήρηση των δασμών αντιντάμπινγκ (αποφάσεις του ρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, Τ-161/94, Sinochem κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-695, σκέψη 88, και Euroalliages κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 70 έως 77).

85 Επομένως, η αναδρομική είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ με βάση τα ποσοστά που θεσπίστηκαν με τους κανονισμούς 3359/93 και 621/94 επί των εισαγωγών σιδηροπυριτίου καταγωγής Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το μόνο δυνατό μέτρο εκτελέσεως μιας αποφάσεως του ρωτοδικείου ακυρώνουσας την επίδικη απόφαση. Επομένως, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι οι συνέπειες τις οποίες επικαλείται είναι αναπόφευκτες, οπότε αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

86 Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να διαταχθεί να υποβληθούν σε διαδικασία καταχωρήσεως οι εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας, χωρίς υποχρέωση συστάσεως εγγυήσεως εκ μέρους των εισαγωγέων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1) Οι εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας υποβάλλονται σε καταχώρηση χωρίς υποχρέωση συστάσεως εγγυήσεων εκ μέρους των εισαγωγέων.

2) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.