ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 9ης Απριλίου 2003

Υπόθεση Τ-155/01

Robert Walton

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Έκτακτοι υπάλληλοι — Απόλυση λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας — Προσφυγή ακυρώσεοος και αγωγή αποζημιώσεως λόγω απολύσεως»

Πλήρες κείμενο οτην αγγλική γλώσσα   II - 595

Αντικείμενο:

Προσφυγή-αγωγή που έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την ακύρωση του εγγράφου της 3ης Οκτωβρίου 2000 με το οποίο η Επιτροπή κατήγγειλε τη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου του προσφεύγοντος-ενάγοντος και την καταβολή αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως.

Απόφαση:

Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

  1. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Έγγραφο με το οποίο καταγγέλλεται η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου – Σύμβαση που έχει ήδη λυθεί με προγενέστερη πράξη του ενδιαφερομένου – Δεν περιλαμβάνεται

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2 και 91 § Γ Καθεστώς που εφαρμόζεται επί τον Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 46)

  2. Διαδικασία – Εισαγωγικό της δίκης έγγραφο – Τυπικές προϋποθέσεις – Συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση

    (Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 19· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχ. γ')

  1.  Η διοικητική ένοταση και η ένδικη προσφυγή που απορρέει από αυτήν πρέπει αμφότερες να στρέφονται κατά βλαπτικής πράξεως κατά την έννοια των άρθρων 90, παράγραφος 2, και 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ καθώς και του άρθρου 46 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, ήτοι κατά μέτρου που θεσπίζεται από την αρμόδια αρχή και παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίγουν ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του προσφεύγοντος-ενάγοντος, τροποποιώντας, κατά τρόπο κατάφωρο, τη νομική κατάσταση του. Ένα έγγραφο με το οποίο καταγγέλλεται η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως βλαπτική πράξη εάν η εν λόγω σύμβαση είχε ήδη λυθεί με προγενέστερη πράξη του ενδιαφερομένου, λαμβανομένου υπόψη ότι μια τέτοια πράξη μπορεί να απορρέει από τη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου, ο οποίος παύει μονομερώς να ασκεί τα καθήκοντα του, εγκαταλείπει τον τόπο υπηρεσίας του και τίθεται στη διάθεση ενός νέου εργοδότη, αφού ενημερώσει το θεσμικό όργανο ότι δεν επιθυμεί ούτε δύναται πλέον να εκτελέσει τη σύμβαση που είχε συνάψει.

    (βλ. σκέψεις 27, 28, 32 και 35)

    Παραπομπή: ΔΒΚ, 21 Ιανουαρίου 1987, 204/85, Στρογγυλή κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, σ. 389, σπειμη & ΠΕΚ, 12 Μαίου 1998, Τ-184/94, O'Casey κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, α ΙΙ-565, σκέψη 63, και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία

  2.  Σύμφιονα με το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να αναφέρονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχο, ενδεχομένως χωρίς την προσκόμιση άλλων πληροφοριακών στοιχείων προς στήριξη της προσφυγής. Προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, πρέπει, για το παραδεκτό μιας προσφυγής, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται να προκύπτουν, κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το δικόγραφο αυτής ταύτης της προσφυγής.

    (βλ. οκέψη 40)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 28 Απριλίου 1993. Τ-85/92, De Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-523. σκοψη 20· ΠΕΚ, 13 Δekεμβρίou 1996, Τ-128/96, Lebedef κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-Α-629 και ΙΙ-1679, οκέψη 24