Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων - Πεδίο εφαρμογής - Αστικές και εμπορικές υποθέσεις - Έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» - Αγωγή του Δημοσίου για την εκτέλεση συμβάσεως εγγυήσεως που συνήφθη προκειμένου να τηρηθεί όρος ο οποίος είχε επιβληθεί σε τρίτο συμβαλλόμενο - Υπαγωγή - Προϋποθέσεις - Έννοια των «τελωνειακών υποθέσεων» - Αγωγή του Δημοσίου για την εκτέλεση συμβάσεως εγγυήσεως προοριζομένης να εξασφαλίσει την καταβολή τελωνειακής οφειλής - Αποκλείεται - Κριτήρια

(Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 1, εδ. 1)

Περίληψη

$$Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και με τη Σύμβαση της 26ης Μα_ου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:

- στην έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» κατά την πρώτη περίοδο της διατάξεως αυτής εμπίπτει η αγωγή με την οποία ένα συμβαλλόμενο κράτος επιδιώκει να εκτελεστεί από ιδιώτη μια σύμβαση εγγυήσεως ιδιωτικού δικαίου που συνήφθη για να δοθεί σε άλλο πρόσωπο η δυνατότητα να παράσχει την εγγύηση η οποία απαιτείται και ορίζεται από το κράτος αυτό, αρκεί η έννομη σχέση μεταξύ του δανειστή και του εγγυητή, όπως αυτή απορρέει από τη σύμβαση εγγυήσεως, να μην αντιστοιχεί στην από το Δημόσιο άσκηση εξουσιών που είναι υπερβολικές αν συγκριθούν με τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών·

- στην έννοια των «τελωνειακών υποθέσεων» κατά τη δεύτερη περίοδο της διατάξεως αυτής δεν εμπίπτει η αγωγή με την οποία ένα συμβαλλόμενο κράτος επιδιώκει να εκτελεστεί σύμβαση εγγυήσεως προοριζόμενη να εξασφαλίσει την καταβολή τελωνειακής οφειλής, όταν η έννομη σχέση μεταξύ του Δημοσίου και του εγγυητή η οποία απορρέει από τη σύμβαση εγγυήσεως δεν αντιστοιχεί στην από το Δημόσιο άσκηση εξουσιών που είναι υπερβολικές αν συγκριθούν με τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, και τούτο, ακόμη και αν ο εγγυητής δύναται να προβάλει αμυντικούς ισχυρισμούς οι οποίοι επιβάλλουν να εξεταστούν η ύπαρξη και το περιεχόμενο της τελωνειακής οφειλής.

( βλ. σκέψεις 36, 44 και διατακτ. )