ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

L. A. GEELHOED

της 26ης Ιουνίου 2003 (1)

Υπόθεση C-396/01

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ιρλανδίας

«Παράβαση της οδηγίας 91/676/EΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης – Προσδιορισμός των υδάτων που υφίστανται ή ενδέχεται να υποστούν ρύπανση – Εκπόνηση προγραμμάτων δράσεως»






I –    Εισαγωγή

1.        Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε την παρούσα διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως, διότι η Ιρλανδία δεν έλαβε, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί πλήρως προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3, 4, 5 και 6 της οδηγίας 91/676/EΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης (2) (στο εξής: η οδηγία). Ειδικότερα, η Ιρλανδία παρέλειψε να προσδιορίσει πλήρως τα ύδατα που έχουν υποστεί νιτρορρύπανση γεωργικής προελεύσεως ή ενδέχεται να την υποστούν και να προβεί στη σχετική κοινοποίηση στην Επιτροπή, να χαρακτηρίσει ως ευπρόσβλητες ορισμένες ζώνες, να εκπονήσει προγράμματα δράσεως και να πραγματοποιήσει ελέγχους της καταστάσεως των υδάτων.

2.        Η Ιρλανδική Κυβέρνηση αμφισβητεί εν μέρει μόνον την παράβαση των ανωτέρω υποχρεώσεων την οποία της προσάπτει η Επιτροπή. Η διαφορά αφορά κατ’ ουσίαν το κατά πόσον τα μέτρα που θέσπισε μπορούν ή όχι να θεωρηθούν ως προγράμματα δράσεως υπό την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας. Αν τα μέτρα αυτά μπορούσαν δηλαδή να θεωρηθούν ως προγράμματα δράσεως, η Ιρλανδία θα απαλλασσόταν από την υποχρέωση χαρακτηρισμού συγκεκριμένων ζωνών ως ευπρόσβλητων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 5, της οδηγίας. Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η Ιρλανδία κατάρτισε προγράμματα δράσεως υπό την έννοια της οδηγίας.

3.        Πρόκειται για το βασικό στοιχείο της νομικής διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και της Ιρλανδίας. Δεδομένου ότι οι λοιπές αιτιάσεις της Επιτροπής είναι μάλλον πραγματικής φύσεως και δεν αμφισβητούνται από την Ιρλανδική Κυβέρνηση, θα περιορίσω τις προτάσεις μου σε μια σύντομη ανάλυση της εν λόγω πτυχής της διαφοράς.

II – Το νομικό πλαίσιο

4.        Σύμφωνα με το άρθρο 1, η οδηγία αποβλέπει στη μείωση της ρυπάνσεως των υδάτων που προκαλείται άμεσα ή έμμεσα από νιτρικά ιόντα γεωργικής προελεύσεως και στην πρόληψη της περαιτέρω ρυπάνσεως αυτού του είδους.

5.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος Ι, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τα ύδατα που υφίστανται ρύπανση και τα ύδατα που ενδέχεται να την υποστούν εάν δεν αναληφθεί δράση σύμφωνα με το άρθρο 5».

6.        Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, προβλέπει τις ακόλουθες υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη:

«2.      Εντός δύο ετών από την κοινοποίηση της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη χαρακτηρίζουν ευπρόσβλητες ζώνες όλες τις γνωστές περιοχές ξηράς που βρίσκονται στο έδαφός τους, των οποίων τα ύδατα απορρέουν στα ύδατα έχουν προσδιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οι οποίες συμβάλλουν στη ρύπανση. Κοινοποιούν στην Επιτροπή αυτό τον αρχικό χαρακτηρισμό εντός έξι μηνών.

3.      [...]

4.      Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν και, εφόσον είναι αναγκαίο, αναθεωρούν ή συμπληρώνουν τον κατάλογο των ευπρόσβλητων ζωνών, σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον δε ανά τετραετία, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές και οι απρόβλεπτοι κατά τον προηγούμενο χαρακτηρισμό παράγοντες. Κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε αναθεώρηση ή συμπλήρωση του καταλόγου αυτού εντός έξι μηνών».

7.        Το άρθρο 3, παράγραφος 5, προβλέπει την ακόλουθη εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή:

«5.      Εφόσον τα κράτη μέλη καταρτίζουν και εφαρμόζουν στο σύνολο του εθνικού τους εδάφους τα προγράμματα δράσης που αναφέρονται στο άρθρο 5 σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, απαλλάσσονται από την υποχρέωση του χαρακτηρισμού συγκεκριμένων ευπρόσβλητων ζωνών».

8.        Το άρθρο 5 της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εκπονήσουν εντός ορισμένων προθεσμιών, για να επιτύχουν τους στόχους του άρθρου 1 της οδηγίας, προγράμματα δράσεως όσον αφορά τις χαρακτηρισμένες ως ευπρόσβλητες περιοχές. Αυτά τα προγράμματα δράσεως πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά στοιχεία και τις περιβαλλοντικές συνθήκες στις συγκεκριμένες περιοχές. Η διάταξη αυτή θέτει επίσης προϋποθέσεις όσον αφορά το περιεχόμενο των προγραμμάτων δράσεως. Αφενός, τα προγράμματα πρέπει να περιλαμβάνουν τα υποχρεωτικά μέτρα του παραρτήματος III της οδηγίας (άρθρο 5, παράγραφος 4). Αφετέρου, το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα συμπληρωματικά μέτρα ή τις ενισχυμένες δράσεις που κρίνουν ότι απαιτούνται εάν καθίσταται καταφανές ότι τα μέτρα που προβλέπει η οδηγία δεν επαρκούν για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1.

9.        Τέλος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 της οδηγίας, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την οδηγία εντός δύο ετών από την κοινοποίησή της. Η προθεσμία αυτή έληξε στις 19 Δεκεμβρίου 1993.

III – Η διαδικασία

10.      Της παρούσας διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως προηγήθηκε μια μακρά φάση διοικητικής διαδικασίας. Τη διαδικασία αυτή κίνησε η Επιτροπή στις 29 Μαΐου 1995 με την αποστολή επισήμου εγγράφου οχλήσεως, κατόπιν της παραλείψεως της Ιρλανδίας να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είχε θεσπίσει για να συμμορφωθεί προς την οδηγία και της παραλείψεώς της να χαρακτηρίσει ευπρόσβλητες ζώνες και να θεσπίσει έναν ή περισσότερους κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής. Μετά από σειρά συμπληρωματικών εγγράφων οχλήσεως και σχετικών απαντήσεων της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή απέστειλε τελικώς στην Ιρλανδία, στις 9 Φεβρουαρίου 2001, αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την παράβαση των προαναφερθεισών υποχρεώσεων. Η Επιτροπή υποστήριξε επίσης ότι η Ιρλανδία παρέβη το άρθρο 10 EΚ, καθόσον δεν κοινοποίησε εντός ευθέτου χρόνου τα στοιχεία που ζητήθηκαν. Καθόσον θεώρησε ότι τα μέτρα που της ανακοίνωσε και τα στοιχεία που της κοινοποίησε η Ιρλανδία ήσαν ανεπαρκή, η Επιτροπή άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου την παρούσα προσφυγή στις 10 Οκτωβρίου 2001.

11.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η Ιρλανδία, καθόσον δεν προσδιόρισε τα ύδατα, εντός των προθεσμιών που προβλέπει η οδηγία 91/676, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτής, σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος I, και δεν κοινοποίησε τα σχετικά στοιχεία στην Επιτροπή, καθόσον δεν χαρακτήρισε τις ευπρόσβλητες ζώνες δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και/ή 4, της οδηγίας, καθόσον δεν εκπόνησε προγράμματα δράσεως βάσει του άρθρου 5 και δεν προέβη σε ορθή και πλήρη παρακολούθηση των υδάτων και σε αναθεώρηση του καταλόγου σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία·

–        να καταδικάσει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.

12.      Δεν διεξήχθη προφορική διαδικασία για την παρούσα υπόθεση.

IV – Εκτίμηση

13.      Όπως ανέφερα στην εισαγωγή των προτάσεών μου, η Ιρλανδία αμφισβητεί εν μέρει μόνον την προβαλλόμενη από την Επιτροπή παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία. Η διαφορά αφορά το αν τα μέτρα που έλαβε η Ιρλανδία για να περιορίσει ή να προλάβει τη ρύπανση των υδάτων που οφείλεται σε νιτρικά ιόντα αγροτικής προελεύσεως, μπορούν να θεωρηθούν στο σύνολό τους ως προγράμματα δράσεως υπό την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας. Αν αυτό συμβαίνει, η Ιρλανδία μπορεί να επικαλεστεί την εξαίρεση του άρθρου 3, παράγραφος 5, δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη απαλλάσσονται από την υποχρέωση του χαρακτηρισμού συγκεκριμένων ευπρόσβλητων ζωνών, εφόσον καταρτίζουν και εφαρμόζουν στο σύνολο του εθνικού τους εδάφους τα προγράμματα δράσεως που αναφέρονται στο άρθρο 5.

14.      Παρατηρώ συναφώς ότι η εκ μέρους της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως επίκληση της εξαιρέσεως του άρθρου 3, παράγραφος 5, στερείται ισχυρού ερείσματος λόγω του ότι η κυβέρνηση αυτή παραδέχθηκε, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 5 της οδηγίας, ότι τα μέτρα που θεσπίστηκαν δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις επιταγές της διατάξεως αυτής. Επιβάλλεται, πάντως, να εξετασθεί ποιες προϋποθέσεις θέτει η οδηγία όσον αφορά τα προγράμματα δράσεως που πρέπει να καταρτίσουν τα κράτη μέλη και αν τα μέτρα που έλαβε η Ιρλανδία πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές.

15.      Επισημαίνω στο πλαίσιο αυτό ότι, μολονότι το ζήτημα της συμμορφώσεως ορισμένων κρατών μελών προς το άρθρο 5 της οδηγίας έχει αποτελέσει ήδη το αντικείμενο πλειόνων διαδικασιών διαπιστώσεως παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο ουδέποτε ανέλυσε διεξοδικά, με τις αποφάσεις του, τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ένα πρόγραμμα δράσεως υπό την έννοια της διατάξεως αυτής (3). Προκειμένου να ελεγχθεί η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διάταξη αυτή, είναι, εν τούτοις, χρήσιμο να παρασχεθούν ορισμένες διευκρινίσεις συναφώς.

16.      Η οδηγία δεν ορίζει ούτε στο άρθρο 2 (ορισμοί) ούτε στο άρθρο 5 (προγράμματα δράσεως) την έννοια του «προγράμματος δράσεως». Ούτε θέτει ρητές προϋποθέσεις όσον αφορά τη μορφή που πρέπει να έχουν τα προγράμματα δράσεως που υποχρεούνται να καταρτίσουν τα κράτη μέλη. Τούτο οφείλεται ενδεχομένως στο γεγονός ότι είναι σε ορισμένο βαθμό προφανές τι σημαίνει ο όρος αυτός. Σε γενικές γραμμές θα πρόκειται για ένα έγγραφο-πλαίσιο, το οποίο περιλαμβάνει σειρά μέτρων που αποβλέπουν στην επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου. Η έννοια του προγράμματος δράσεως προϋποθέτει, επιπλέον, ότι τα μέτρα είναι κατάλληλα για τον σκοπό αυτόν και παρουσιάζουν επαρκή συνοχή μεταξύ τους.

17.      Με άλλα λόγια, ένα πρόγραμμα δράσεως συνιστά αυτοτελές πολιτικό εργαλείο, που καταρτίζεται γενικώς πριν από τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται προκειμένου να επιτευχθεί ο οικείος σκοπός συγκεκριμένης πολιτικής. Η χρονική αυτή σειρά δεν αποκλείει φυσικά τη δυνατότητα ενσωματώσεως των υφισταμένων μέτρων σε ένα τέτοιο πρόγραμμα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ένα πρόγραμμα αποτελεί ένα αυτόνομο και αναγνωρίσιμο πλαίσιο για ένα σύνολο μέτρων με τα οποία επιδιώκεται η επίτευξη ενός σκοπού συγκεκριμένης πολιτικής. Τούτο σημαίνει ότι ένα πρόγραμμα δράσεως δεν μπορεί να προκύπτει έμμεσα μόνον από μια σειρά μέτρων που θεσπίζονται για ειδικό σκοπό.

18.      Υπό το πρίσμα ακριβώς αυτό πρέπει να ερμηνευθεί η έννοια του προγράμματος δράσεως του άρθρου 5 της οδηγίας. Το γεγονός ότι ένα πρόγραμμα δράσεως συνιστά ένα ευρύτερο σύνολο από ό,τι μια σειρά μέτρων συνάγεται και από τον σκοπό και την οικονομία της διατάξεως αυτής. Πράγματι, μολονότι σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 5, παράγραφος 4, το πρόγραμμα δράσεως μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμο προς τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν («bestaan uit [...] maatregelen», «consist of [...] measures», «consisterán en [...] medidas»), από άλλες γλωσσικές αποδόσεις συνάγεται σαφώς ότι το πρόγραμμα δράσεως πρέπει, πράγματι, να είναι ευρύτερο («contiennent les mesures [...]», «enthalten [...] Maßnahmen», «comprendono le misure [...]»). Το άρθρο 5, παράγραφος 5, το οποίο προβλέπει –σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις– ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν, κατά τις περιστάσεις τις οποίες η διάταξη αυτή ορίζει, συμπληρωματικά μέτρα ή ενισχυμένες δράσεις «στα πλαίσια των προγραμμάτων δράσης», επιβεβαιώνει ότι ορθή είναι η τελευταία αυτή ερμηνεία.

19.      Το άρθρο 5 θέτει, επιπλέον, σε συνδυασμό με το παράρτημα III της οδηγίας, μια σειρά προϋποθέσεων τις οποίες πρέπει να πληρούν τα εθνικά προγράμματα δράσεως. Πρέπει να σκοπούν στην επίτευξη του διττού σκοπού της οδηγίας, δηλαδή στη μείωση και στην πρόληψη της νιτρορρυπάνσεως των υδάτων γεωργικής προελεύσεως (παράγραφος 1). Όσον αφορά το εδαφικό πεδίο εφαρμογής, τα προγράμματα δράσεως μπορούν να αφορούν όλες τις ευπρόσβλητες ζώνες της επικράτειας του κράτους μέλους ή διάφορες ζώνες ή τμήματα ευπρόσβλητων ζωνών (παράγραφος 2). Όσον αφορά την ποιότητα, τα προγράμματα πρέπει να καταρτίζονται λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων και των τοπικών περιβαλλοντικών συνθηκών (παράγραφος 3). Προκειμένου περί του περιεχομένου τους, πρέπει να περιλαμβάνουν ορισμένα υποχρεωτικά μέτρα (παράγραφος 4, σε συνδυασμό με το παράρτημα III), ενώ τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν συμπληρωματικά μέτρα ή ενισχυμένες δράσεις, εάν αποδεικνύεται ότι τα μέτρα που προβλέπει η οδηγία δεν επαρκούν (παράγραφος 5). Τέλος, τα προγράμματα πρέπει να καταρτίζονται κάθε φορά για μια τετραετία (παράγραφος 7, σε συνδυασμό με το παράρτημα III, σημείο 2, στοιχεία α΄ και β΄) (4).

20.      Βάσει των προηγουμένων στοιχείων πρέπει να εκτιμηθεί αν η Ιρλανδική Κυβέρνηση μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 3, παράγραφος 5.

21.      Για να στηρίξει την επίκληση του άρθρου 3, παράγραφος 5, η Ιρλανδική Κυβέρνηση αναφέρθηκε σε μια σειρά μέτρων που θεσπίστηκαν τόσο από την ίδια όσο και από ορισμένους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως για την εφαρμογή της οδηγίας. Πρόκειται, κατ’ αρχάς, για αποφάσεις («bye-laws») που εκδόθηκαν σε τέσσερις κομητείες και αποκαλούνται, στο υπόμνημα αντικρούσεως της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως, «τοπικά προγράμματα δράσεως». Οι αποφάσεις αυτές διαφέρουν ανάλογα με την κομητεία, σε συνάρτηση με τις γεωγραφικές και περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν. Όσον αφορά τις αποφάσεις αυτές, η Ιρλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι αυτές επαναλαμβάνουν, κατ’ ουσίαν, τις διατάξεις του παραρτήματος III. Αναγνωρίζει, πάντως, ότι ορθώς η Επιτροπή ανέφερε ότι οι αποφάσεις αυτές δεν εφαρμόζονται σε ορισμένες εντατικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες υπόκεινται, πράγματι, σε ειδικό καθεστώς άδειας.

22.      Η Ιρλανδική Κυβέρνηση αναφέρθηκε, στη συνέχεια, υπό τον τίτλο «εθνικά προγράμματα δράσεως», σε ένα ενημερωτικό δελτίο («information booklet») σχετικά με την ορθή γεωργική πρακτική, σε προγράμματα διαχειρίσεως των λιπασμάτων, σε προτάσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως να προβούν σε έρευνες στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις προκειμένου να καθοριστούν οι κίνδυνοι για το περιβάλλον (που μπορούν να καταλήξουν σε προειδοποιητικές επιστολές) και σε ένα σύστημα προστασίας του περιβάλλοντος στις αγροτικές ζώνες (το Rural Environmental Protection Scheme, στο εξής: «REPS»).

23.      Η Ιρλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι τα μέτρα αυτά, θεωρούμενα στο σύνολό τους, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως προγράμματα δράσεως υπό την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας. Αναγνωρίζει, εν τούτοις, ότι δεν είχε λάβει όλα τα μέτρα για να θέσει σε εφαρμογή το άρθρο 5 κατά τον χρόνο εκδόσεως της αιτιολογημένης γνώμης. Αναγνωρίζει επίσης ότι ορισμένα από τα μέτρα που έλαβε θα έπρεπε να έχουν καταστεί υποχρεωτικά για να πληρούν απολύτως τις προϋποθέσεις του παραρτήματος III της οδηγίας. Υπογραμμίζει, πάντως, ότι, εφόσον ορισμένα μέτρα αποτελούν την προϋπόθεση της χορηγήσεως επιδοτήσεων, κακώς η Επιτροπή υποστήριξε ότι τα μέτρα αυτά ήσαν προαιρετικά.

24.      Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα μέτρα που εξέθεσε η Ιρλανδική Κυβέρνηση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως προγράμματα δράσεως υπό την έννοια του άρθρου 5, είτε θεωρούμενα μεμονωμένως είτε στο σύνολό τους. Τα μέτρα άλλωστε αυτά ουδέποτε γνωστοποιήθηκαν στην Επιτροπή ως μέτρα εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Εφόσον πρόκειται για μέτρα που έλαβαν οι κομητείες, καλύπτουν στο σύνολό τους ένα περιορισμένο μόνο τμήμα της επικράτειας. Επί της ουσίας, τα ληφθέντα μέτρα δεν συνάδουν, από πολλές απόψεις, προς τις απαιτήσεις του άρθρου 5 και του παραρτήματος III. Πράγματι, το άρθρο 5 της οδηγίας δεν προβλέπει τη δυνατότητα απαλλαγής λόγω της συμμετοχής σε σύστημα όπως το REPS ή λόγω εντατικής καλλιέργειας. Όσον αφορά τον τελευταίο αυτό τομέα, δεν υπάρχει η παραμικρή εγγύηση ότι το καθεστώς αδειών στο οποίο υπόκειται θα εξασφαλίσει την τήρηση των προϋποθέσεων της οδηγίας. Επιπλέον, η συμμετοχή στο REPS είναι προαιρετική και επομένως δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 της οδηγίας. Το ίδιο ισχύει για την προώθηση της ορθής γεωργικής πρακτικής. Όσον αφορά την εξουσία των τοπικών αρχών να υποχρεώνουν τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις εντατικής καλλιέργειας να καταρτίσουν προγράμματα διαχειρίσεως των λιπασμάτων, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η εξουσία αυτή δεν έχει ακόμη ασκηθεί. Η δυνατότητα διεξαγωγής ερευνών για τον καθορισμό των κινδύνων, κατόπιν των οποίων αποστέλλεται ενδεχομένως έγγραφο προειδοποιήσεως, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τα ειδικά μέτρα του παραρτήματος III.

25.      Το κεντρικό νομικό ερώτημα εν προκειμένω είναι, όπως ήδη ανέφερα, αν η Ιρλανδική Κυβέρνηση κατάρτισε πρόγραμμα δράσεως υπό την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων σχετικά με το εργαλείο που συνιστά το πρόγραμμα δράσεως, η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα είναι σύντομη.

26.      Κατ’ αρχάς, είναι προφανές ότι τα μέτρα που ανέφερε η Ιρλανδική Κυβέρνηση δεν εμπίπτουν σε γενικό πολιτικό πλαίσιο που σκοπεί στην επίτευξη ενός σαφώς καθορισμένου στόχου, όπως απαιτεί το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας. Επιπλέον, τα μέτρα αυτά είναι τόσο διάσπαρτα, ώστε δεν μπορούν να θεωρηθούν, έστω και έμμεσα, ως πρόγραμμα δράσεως. Προσέτι, δεν υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη στόχου που έχει οριστεί εκ των προτέρων. Τέλος, τα ιρλανδικά μέτρα, αφού έχουν προαιρετικό χαρακτήρα, δεν πληρούν κατ’ ουσίαν ούτε τις απαιτήσεις του άρθρου 5, παράγραφος 4, σε συνδυασμό με αυτές του παραρτήματος III.

27.      Η Ιρλανδική Κυβέρνηση ανέφερε επίσης ότι δεν θέλησε να ισχυρισθεί ότι συμμορφώθηκε πλήρως προς τις επιταγές του άρθρου 5 της οδηγίας. Φρονεί, εν τούτοις, ότι τα μέτρα που περιέγραψε θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως συνιστώσες ενός προγράμματος δράσεως.

28.      Πάντως, όπως ήδη ανέφερα, πρέπει να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ, αφενός, ενός προγράμματος δράσεως και, αφετέρου, των μέτρων που λαμβάνονται στο πλαίσιό του. Έστω και θεωρούμενα στο σύνολό τους, τα μέτρα που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου αυτού δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τα προγράμματα δράσεως που απαιτεί το άρθρο 5 της οδηγίας.

29.      Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένου υπόψη ότι η Ιρλανδική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί την ορθότητα των ισχυρισμών της Επιτροπής, φρονώ ότι η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3, παράγραφοι 1, 2 και 4, 5 και 6, παράγραφος 1, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄, της οδηγίας.

V –    Πρόταση

30.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η Ιρλανδία, καθόσον δεν προσδιόρισε τα ύδατα, εντός των προθεσμιών που προβλέπει η οδηγία 91/676/EΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτής, σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος I, και δεν προέβη σε σχετική κοινοποίηση στην Επιτροπή, καθόσον δεν χαρακτήρισε τις ευπρόσβλητες ζώνες δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και/ή 4, καθόσον δεν εκπόνησε προγράμματα δράσεως δυνάμει του άρθρου 5 και δεν προέβη σε ορθή και πλήρη παρακολούθηση των υδάτων και σε αναθεώρηση του καταλόγου σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ως άνω οδηγία 91/676·

–        να καταδικάσει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.


2 – ΕΕ L 375, σ. 1.


3 – Aποφάσεις της 13ης Απριλίου 2000, C‑254/98, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2000, σ. I‑2823)· της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C‑69/99, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2000, σ. I‑10979)· της 8ης Μαρτίου 2001, C‑266/00, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2001, σ. I‑2073)· της 8ης Νοεμβρίου 2001, C‑127/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2001, σ. I‑8305), και της 14ης Μαρτίου 2002, C‑161/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2002, σ. I‑2753).


4 – Χάριν πληρότητας, θα ήθελα να επισημάνω ότι το άρθρο 5 προβλέπει επίσης δύο υποχρεώσεις που στερούνται κανονιστικού χαρακτήρα όσον αφορά τα προγράμματα δράσεως καθεαυτά. Πρόκειται, συναφώς, για τις υποχρεώσεις καταρτίσεως προγραμμάτων παρακολουθήσεως για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων δράσεως (παράγραφος 6) και περιοδικής αναθεωρήσεως των προγραμμάτων δράσεως (παράγραφος 7).