ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
F. G. JACOBS
της 23ης Ιανουαρίου 2003 (1)



Υπόθεση C-152/01



Kyocera Electronics GmbH
κατά
Hauptzollamt Krefeld


(αίτηση του Bundesfinanzhofγια την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

Κοινό Δασμολόγιο – Δασμολογητέα αξία – Καθορισμός της συναλλακτικής αξίας – Tόκοι καταβλητέοι βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως – Δεν περιλαμβάνονται – Προϋποθέσεις – Τόκοι που διακρίνονται από την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή – Δήλωση στην οποία δεν αναγράφονται οι οφειλόμενοι ή καταβληθέντες τόκοι






1. Στην υπόθεση αυτή, το Bundesfinanzhof (Γερμανία) υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο ερωτήματα ως προς τη σχέση που έχουν με τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων οι τόκοι που καταβλήθηκαν κατά την αγορά των εμπορευμάτων αυτών χωρίς να αναγραφούν στην τελωνειακή διασάφηση ή στα συνημμένα σ' αυτήν τιμολόγια. Η κοινοτική νομοθεσία εξαιρεί τους καταβληθέντες τόκους από τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων, εφόσον αυτοί διακρίνονται από την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή.

2. Η ανάπτυξη των προτάσεων στην υπό κρίση υπόθεση θεωρήθηκε σκόπιμο να γίνει μετά την έκδοση της αποφάσεως Overland Footwear  (2) , αφορώσας την ερμηνεία κοινοτικής νομοθεσίας με ανάλογη διατύπωση  (3) , η οποία προβλέπει ότι εξαιρούνται από τη δασμολογητέα αξία οι προμήθειες αγοράς. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2002.

Η εφαρμοστέα ρύθμιση

3. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων γινόταν βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 1224/80 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 1980, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων (4) (στο εξής: βασικός κανονισμός). Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει:Η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων που καθορίζεται κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, μετά από προσαρμογή που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 8 [...].

4. Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο α΄:Η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή είναι η συνολική πληρωμή που έγινε ή πρόκειται να γίνει από τον αγοραστή προς τον πωλητή ή υπέρ του πωλητή για τα εισαγόμενα εμπορεύματα και περιλαμβάνει όλες τις πληρωμές που έγιναν ή πρόκειται να γίνουν σαν όρο της πωλήσεως των εισαγομένων εμπορευμάτων από τον αγοραστή στον πωλητή ή από τον αγοραστή σε ένα τρίτο πρόσωπο για να ικανοποιήσει μια υποχρέωση του πωλητή [...]

5. Το άρθρο 8, παράγραφος 1, προβλέπει ότι για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, κατ' εφαρμογή του άρθρου 3, στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμή προστίθενται ορισμένα στοιχεία. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνονται προμήθειες και έξοδα μεσιτείας, με εξαίρεση τις προμήθειες αγοράς  (5) · οι καταβληθέντες τόκοι δεν περιλαμβάνονται. Το άρθρο 8, παράγραφος 3, ορίζει ότι για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ουδέν στοιχείο προστίθεται στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή, με εξαίρεση τα στοιχεία που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

6. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, ορίζει:Για τον καθορισμό της δασμολογικής αξίας και υπό την επιφύλαξη των εθνικών διατάξεων, που παρέχουν στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών πιο εκτεταμένες αρμοδιότητες, κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ενδιαφέρεται άμεσα ή έμμεσα για τις οικείες πράξεις εισαγωγής παρέχει στις αρχές αυτές όλα τα αναγκαία έγγραφα και πληροφορίες, εντός των προθεσμιών που καθορίζονται από αυτές.

7. Το άρθρο 16 προβλέπει:Τα στοιχεία και τα έγγραφα που πρέπει να παρέχονται στην τελωνειακή υπηρεσία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού καθορίζονται, εφόσον παραστεί ανάγκη, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 19.

8. Το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ορίζει ότι οι εκτελεστικές διατάξεις, ιδίως, των άρθρων 3, 8 και 16 πρέπει να εκδοθούν βάσει της προβλεπόμενης στο εν λόγω άρθρο διαδικασίας. Κατ' εφαρμογή της διαδικασίας αυτής, στις 11 Ιουνίου 1980 εκδόθηκε ο κανονισμός (EOK) 1495/80 της Επιτροπής, περί της θεσπίσεως εκτελεστικών διατάξεων ορισμένων ρυθμίσεων του κανονισμού 1224/80  (6) (στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός).

9. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού ορίζει: Το ποσό των τόκων που καταβάλλεται βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως που έχει συνάψει ο αγοραστής και αφορά την αγορά εισαγομένων εμπορευμάτων δεν περιλαμβάνεται στη δασμολογητέα αξία που καθορίζεται κατ' εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1224/80, υπό τον όρο ότι:

α) το ποσό των τόκων διακρίνεται από την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα εμπορεύματα·

β) η συμφωνία χρηματοδοτήσεως έχει συναφθεί εγγράφως·

γ) σε περίπτωση που ζητηθεί, ο αγοραστής μπορεί να αποδείξει ότι:

αυτού του είδους τα εμπορεύματα πράγματι πωλούνται στην τιμή που δηλώθηκε σαν πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα, και

το αιτούμενο επιτόκιο δεν υπερβαίνει το επίπεδο επιτοκίων που επικρατεί γι' αυτού του είδους τις συναλλαγές στη χώρα και στο χρόνο όπου συμφωνήθηκε η χρηματοδότηση.

10. Κατ' εφαρμογή του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού, στις 11 Ιουνίου 1980 εκδόθηκε επίσης ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1496/80 της Επιτροπής, περί της δηλώσεως των στοιχείων για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας και περί παροχής των σχετικών εγγράφων  (7) . Το άρθρο του 1, παράγραφος 1, ορίζει ότι, όταν είναι απαραίτητο να καθοριστεί η δασμολογητέα αξία για την εφαρμογή του βασικού κανονισμού, στη διασάφηση για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία που συντάσσεται για τα οικεία εμπορεύματα επισυνάπτεται δήλωση των σχετικών με τη δασμολογητέα αξία στοιχείων, συντασσόμενη επί εντύπου σύμφωνου με το υπόδειγμα (D.V.1) που παρατίθεται στο παράρτημα του εν λόγω κανονισμού. Για τη δήλωση αυτή θα χρησιμοποιηθεί στο εξής ο όρος τελωνειακή διασάφηση.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11. Η εταιρία Kyocera Electronics Europe GmbH (στο εξής: Kyocera) εισήγαγε διάφορα εμπορεύματα για τα οποία διέθετε προθεσμία πληρωμής 120 ημερών από την ημερομηνία φορτώσεως, πλέον τόκων. Στις τελωνειακές διασαφήσεις αναγραφόταν η καθαρή τιμή άνευ τόκων, γεγονός που αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια ελέγχου των εισαγωγών της Kyocera από τις τελωνειακές αρχές. Επί των τόκων επιβλήθηκαν πρόσθετοι δασμοί. Κατόπιν απορρίψεως της ενστάσεώς της, η Kyocera άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht.

12. To Finanzgericht απέρριψε την προσφυγή με την αιτιολογία ότι οι καταβληθέντες τόκοι περιλαμβάνονταν στη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων. Η Kyocera άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesfinanzhof. Οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το αν οι καταβληθέντες τόκοι που δεν περιλαμβάνονται στην τελωνειακή διασάφηση, είτε με τη μορφή χωριστής αναγραφής είτε ως στοιχείο της τιμής αγοράς, πρέπει να θεωρηθούν ότι διακρίνονται από την τιμή σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του εκτελεστικού κανονισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesfinanzhof υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

1. Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1495/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1980, περί της θεσπίσεως εκτελεστικών διατάξεων ορισμένων ρυθμίσεων του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 220/85, την έννοια ότι οι καταβληθέντες τόκοι διακρίνονται από την αξία των εμπορευμάτων στην περίπτωση που, κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο της αποδοχής της τελωνειακής διασαφήσεως, οι τελωνειακές αρχές έχουν στη διάθεσή τους μόνον το τιμολόγιο για την καθαρή αξία των εμπορευμάτων, από το οποίο ─όπως, άλλωστε, και από τη δήλωση δασμολογητέας αξίας─ δεν προκύπτει ούτε ρητώς ούτε εμμέσως ότι στο πλαίσιο της οικείας εισαγωγής ο αγοραστής κατέβαλε ή οφείλει να καταβάλει τόκους στον πωλητή;

2. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, περιλαμβάνονται οι καταβληθέντες τόκοι στη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων;

Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

13. Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν ποιο είναι το περιεχόμενο της εκφράσεως διακρίνονται από την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή και, ιδίως, αν η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν τόσο στην τελωνειακή διασάφηση όσο και στο συνημμένο σ' αυτήν τιμολόγιο αναγράφεται μόνον η πληρωθείσα καθαρή τιμή, χωρίς να γίνεται μνεία των καταβληθέντων από τον αγοραστή στον πωλητή τόκων.

14. Το Finanzgericht, η επιχειρηματολογία του οποίου παρατίθεται στη διάταξη περί παραπομπής, έκρινε ότι οι καταβληθέντες από τον αγοραστή στον πωλητή τόκοι περιλαμβάνονταν κατ' αρχήν, ως προϋπόθεση της πωλήσεως, στη συναλλακτική αξία κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού. Οι τόκοι δεν περιλαμβάνονται στην προσδιοριστέα δασμολογητέα αξία μόνον αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού. Εντούτοις, εν προκειμένω δεν πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού, ήτοι να διακρίνονται οι τόκοι από την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή. Η διάκριση αυτή πρέπει να γίνεται το αργότερο κατά το χρονικό σημείο της αποδοχής των τελωνειακών διασαφήσεων και πρέπει να προκύπτει από τα υποβληθέντα στην τελωνειακή υπηρεσία έγγραφα, δεδομένου ότι μόνο με τον τρόπο αυτό είναι δυνατό να ελεγχθεί αν υφίσταται διάκριση. Το Bundesfinanzhof συμμερίζεται την άποψη ότι αν από τα υποβληθέντα στην τελωνειακή υπηρεσία έγγραφα δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν τόκοι, η υπηρεσία αυτή δεν είναι σε θέση να ελέγξει αν οι τόκοι ορθώς εξαιρέθηκαν από τη δασμολογητέα αξία.

15. Μόνον η Kyocera και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Δεδομένου ότι δεν υπήρξε σχετικό αίτημα, δεν πραγματοποιήθηκε επ' ακροατηρίου συζήτηση. Τόσο η Kyocera όσο και η Επιτροπή έχουν τη γνώμη ότι στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση: οι καταβληθέντες τόκοι διακρίνονται από την αξία των εμπορευμάτων στην περίπτωση που τόσο στην τελωνειακή διασάφηση όσο και στο συνημμένο σ' αυτήν τιμολόγιο αναγράφεται μόνον η καθαρή τιμή του εμπορεύματος και από τα έγγραφα αυτά δεν προκύπτει ούτε ρητώς ούτε εμμέσως ότι ο αγοραστής κατέβαλε επίσης τόκους στον πωλητή.

16. Συμμερίζομαι την ερμηνεία αυτή για τους ακόλουθους λόγους.

17. Το άρθρο 8, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού ορίζει ρητώς ότι Για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, ουδέν στοιχείο προστίθεται στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή, με εξαίρεση τα στοιχεία που προβλέπονται στο παρόν άρθρο (το οποίο σιωπά ως προς το ζήτημα των καταβληθέντων τόκων). Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού ορίζει εξίσου ρητώς ότι Το ποσό των τόκων [...] δεν περιλαμβάνεται στη δασμολογητέα αξία. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, διατυπώνοντας την αρχή ότι η συναλλακτική αξία είναι η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, προβλέπει ότι η τιμή αυτή πρέπει να υποστεί προσαρμογή μόνο σύμφωνα με το άρθρο 8  (8) · κάνοντας ρητή αναφορά στη φύση των τόκων που καταβλήθηκαν από τον αγοραστή στον πωλητή σε περίπτωση ετεροχρονισμένης πληρωμής, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι υπό την επιφύλαξη των προβλεπομένων στο άρθρο 8 του (βασικού κανονισμού) προσαρμογών, η αμοιβή υπηρεσιών που παρέχονται στον αγοραστή κατά την αγορά εισαγομένων εμπορευμάτων δεν περιλαμβάνεται στη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων  (9) . Η άποψη αυτή έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Finanzgericht, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, σύμφωνα με την οποία η καταβολή των τόκων αποτελούσε προϋπόθεση της πραγματοποιήσεως της συναλλαγής και, επομένως, στοιχείο της συναλλακτικής αξίας κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού  (10) .

18. Είναι αληθές ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού θέτει ορισμένες προϋποθέσεις (μεταξύ των οποίων και η εν προκειμένω επίμαχη). Εντούτοις, το σύνολο των προϋποθέσεων αυτών φαίνεται να σχετίζεται μάλλον με ζητήματα αποδείξεως παρά νομικού χαρακτηρισμού, όπως έκρινε το Δικαστήριο επ' αφορμή του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄  (11) . Εξάλλου, όπως τονίζει η Kyocera, η απαίτηση να διακρίνεται ένα στοιχείο που δεν περιλαμβάνεται στη δασμολογητέα αξία αφορά, σύμφωνα με τους γενικούς εισαγγελείς Darmon, Gulmann και Fennelly, την απόδειξη και όχι τη νομική του φύση  (12) .

19. Σύμφωνα με την Kyocera και την Επιτροπή, η κοινοτική νομοθεσία σκοπό έχει να διασφαλίσει ότι αποκλείεται η χρησιμοποίηση αυθαίρετων ή πλασματικών δασμολογητέων αξιών  (13) . Αν γίνει δεκτό ότι οι καταβληθέντες τόκοι δεν αποτελούν στοιχείο της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, η αρχή αυτή έρχεται σε αντίθεση με την προτεινόμενη ιδίως από το Finanzgericht ερμηνεία της ρυθμίσεως. Η Επιτροπή τονίζει ότι η χρησιμοποίηση αυθαίρετης ή πλασματικής δασμολογητέας αξίας αποκλείεται αν οι τόκοι αυτοί αναγράφονται χωριστά στα λογιστικά βιβλία του δηλούντος και αυτός δηλώνει στην τελωνειακή υπηρεσία μόνον την καθαρή τιμή άνευ τόκων· ο εισαγωγέας θα είναι σε θέση να προσκομίσει, αν του ζητηθεί, τις πληροφορίες και τα έγγραφα στις τελωνειακές αρχές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού  (14) .

20. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορούν πολυάριθμες αποφάσεις του Δικαστηρίου, τις οποίες επικαλούνται τόσο η Kyocera όσο και η Επιτροπή. Μνεία μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Mainfrucht, Hepp και Wünsche.

21. Η απόφαση Mainfrucht (15) αφορούσε τα έξοδα μεταφοράς μετά την εισαγωγή στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, τα οποία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 15 του βασικού κανονισμού, δεν περιλαμβάνονται στη δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων υπό τον όρο ότι τα έξοδα αυτά διακρίνονται από την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμή. Ο εισαγωγέας επισύναψε στην τελωνειακή διασάφηση δύο τιμολόγια, εκ των οποίων το ένα αφορούσε την τιμή των παραδοθέντων εμπορευμάτων και τα έξοδα μεταφοράς μέχρι τα γερμανικά σύνορα, ενώ το άλλο αφορούσε τα έξοδα μεταφοράς από τα σύνορα στην έδρα της Mainfrucht. Οι τελωνειακές αρχές θεώρησαν ότι τα τελευταία αυτά έξοδα μεταφοράς αποτελούσαν τμήμα της συναλλακτικής αξίας κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, με την αιτιολογία ότι δεν ήταν δυνατό να ελεγχθούν βάσει τιμολογίου που είχε εκδοθεί από τον προμηθευτή. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ του εισαγωγέα, με την αιτιολογία ότι τόσο από το ιστορικό θεσπίσεως της ρυθμίσεως όσο και από τη διατύπωσή της προκύπτει ότι τα έξοδα αυτά δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στη δασμολογητέα αξία.

22. Η απόφαση Hepp (16) αφορούσε εισαγωγέα που είχε καταβάλει προμήθεια αγοράς, εξαιρούμενη από τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο i), του βασικού κανονισμού. Στην τελωνειακή διασάφηση αναγραφόταν μόνον η τιμή των εμπορευμάτων, άνευ προμήθειας αγοράς. Ετίθετο το ζήτημα αν η προμήθεια αγοράς, αποτελούσα αντικείμενο χωριστού τιμολογίου, έπρεπε να περιληφθεί στη δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Η υπόθεση αφορούσε επίσης το ζήτημα του αν ασκούσε επιρροή το γεγονός ότι ο εισαγωγέας είχε αναγράψει εκ παραδρομής το όνομα του παραγγελιοδόχου στη στήλη πωλητής· οι τελωνειακές αρχές, ανακαλύπτοντας την ύπαρξη προμήθειας αγοράς καταβληθείσας σε συμβαλλόμενο που περιγράφεται ως πωλητής, θεώρησαν ότι η προμήθεια αυτή έπρεπε να περιληφθεί στην τιμή των εμπορευμάτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η δηλωθείσα καθαρή τιμή συνιστούσε τη δασμολογητέα αξία κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού και ότι η προμήθεια αγοράς δεν έπρεπε να περιληφθεί σ' αυτή. Ο γενικός εισαγγελέας Mischo θεώρησε εμμέσως ότι επληρούτο η προϋπόθεση της διακρίσεως των προμηθειών από την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή  (17) .

23. Στην υπόθεση Wünsche (18) ο εισαγωγέας δεν είχε συμπεριλάβει στις τελωνειακές διασαφήσεις καταβληθέντες τόκους· μολαταύτα το Δικαστήριο έκρινε προφανώς ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι τόκοι αυτοί διακρίνονται από την πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα εισαγόμενα προϊόντα  (19) .

24. Εκτιμώ ότι ιδίως οι αποφάσεις Mainfrucht και Hepp συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι, κατ' αρχήν, ένα στοιχείο όπως οι καταβληθέντες στον πωλητή από τον αγοραστή εισαγόμενων προϊόντων τόκοι δεν μπορεί να αποτελεί τμήμα της δασμολογητέας αξίας τους. Ανάλογη είναι η προσέγγιση του γενικού εισαγγελέα Mischo στην υπόθεση Overland Footwear  (20) .

25. Οι αποφάσεις Wünsche και Hepp συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι, όταν η τελωνειακή διασάφηση περιλαμβάνει μόνον την πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμή, δίχως αναγραφή των πρόσθετων εξόδων που εξαιρούνται ρητώς από τη δασμολογητέα αξία δυνάμει της νομοθεσίας, πληρούται η προϋπόθεση περί διακρίσεως των πρόσθετων αυτών εξόδων. Οι υποθέσεις από τις οποίες θα μπορούσε να προκύπτει το αντίθετο αφορούσαν διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι τελωνειακές διασαφήσεις και/ή συνημμένα τιμολόγια περί συνολικής τιμής, περιλαμβάνουσας ταυτοχρόνως το στοιχείο της τιμής και τα πρόσθετα έξοδα  (21) . Δεν αμφισβητείται ότι στις περιπτώσεις αυτές ο εισαγωγέας που επιθυμεί να ληφθεί υπόψη ως δασμολογητέα αξία η καθαρή τιμή άνευ πρόσθετων εξόδων οφείλει να τα αναγράψει στην τελωνειακή διασάφηση  (22) . Όπως τονίζει ιδίως η Kyocera, επιβάλλεται να γίνεται διάκριση αν το ποσό αποτελείται από δύο στοιχεία, εκ των οποίων το ένα υπόκειται σε τελωνειακούς δασμούς, ενώ το άλλο όχι. Εφόσον τα δύο στοιχεία είναι εξαρχής χωριστά, δεν υφίσταται ανάγκη να διακρίνονται.

26. Δεν θεωρώ ότι θεμελιώνει πειστικά την αντίθετη άποψη η εκφρασθείσα από το αιτούν δικαστήριο ανησυχία ως προς το ότι οι τελωνειακές αρχές, ελλείψει σχετικών ενδείξεων στην τελωνειακή διασάφηση, θα αντιμετώπιζαν δυσχέρειες κατά τον έλεγχο του αν ορθώς εξαιρέθηκαν οι τόκοι από τη δασμολογητέα αξία. Όπως παρατηρούν τόσο η Kyocera όσο και η Επιτροπή, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί σχετικώς: στην απόφαση Mainfrucht (23) ─όπου οι τελωνειακές αρχές είχαν ρητώς επικαλεστεί προβλήματα κατά τον έλεγχο─ το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι αρχές αυτές μπορούν να προβαίνουν, όταν οι περιστάσεις το δικαιολογούν, σε έλεγχο του τιμολογίου που αφορά τα έξοδα που εξαιρούνται από τη δασμολογητέα αξία.

27. Τέλος, ενδείκνυται να γίνει παραπομπή στην πρόσφατη απόφαση Overland Footwear  (24) . Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση αυτή δεν σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι η ερμηνεία της νομοθεσίας που έδωσε εν προκειμένω το Δικαστήριο περιοριζόταν ρητώς στην περίπτωση που το πρόσθετο, μη υποκείμενο σε τελωνειακό δασμό στοιχείο ─στην υπόθεση αυτή, η προμήθεια αγοράς─ περιλαμβανόταν στη δηλωθείσα δασμολογική αξία και δεν διακρινόταν από την τιμή πωλήσεως των εμπορευμάτων  (25) . Όπως τονίστηκε ήδη  (26) , δεν θεωρώ ότι οι περιπτώσεις που αφορούν τελωνειακές διασαφήσεις στις οποίες αναγράφεται συνολική αξία περιλαμβάνουσα τόσο στοιχεία υποκείμενα και όσο στοιχεία μη υποκείμενα σε δασμούς μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να κριθεί το νομότυπο των διασαφήσεων στις οποίες αναγράφεται αξία υποκείμενη σε δασμούς, άνευ πρόσθετων, μη υποκείμενων σε δασμούς, εξόδων.

28. Κατά συνέπεια, η προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του εκτελεστικού κανονισμού, σύμφωνα με την οποία οι καταβληθέντες τόκοι πρέπει να διακρίνονται από την αξία των εμπορευμάτων, πληρούται στην περίπτωση που τόσο στην τελωνειακή διασάφηση όσο και στο συνημμένο σ' αυτήν τιμολόγιο αναγράφεται μόνον η καθαρή τιμή του εμπορεύματος και από τα έγγραφα αυτά δεν προκύπτει ούτε ρητώς ούτε εμμέσως ότι ο αγοραστής κατέβαλε επίσης τόκους στον πωλητή.

29. Με τις γραπτές της παρατηρήσεις, η Επιτροπή προβάλλει ένα επιπλέον στοιχείο. Υποστηρίζει ότι, μολονότι για τις ανάγκες του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, οι τόκοι διακρίνονται επαρκώς από την τιμή των εμπορευμάτων στο πλαίσιο που περιγράφεται στο προηγούμενο σημείο, εντούτοις ο εισαγωγέας οφείλει να επισημαίνει την ύπαρξη καταβληθέντων τόκων επί της ανωτέρω αναφερθείσας τελωνειακής διασαφήσεως  (27) . Το έντυπο αυτό περιλαμβάνει στη στήλη με τίτλο Γ, Αφαιρέσεις, ένα σημείο 21. Λοιπά έξοδα (να διευκρινισθούν) . Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι τόκοι πρέπει να αναγράφονται στη στήλη αυτή. Αν η ερμηνεία αυτή είναι ορθή, οι τόκοι μπορούν να εξαιρεθούν μόνον αν πρωτύτερα έχουν περιληφθεί στην τιμή των εμπορευμάτων που αναγράφεται στο τίτλο Α, Βάση υπολογισμού.

30. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η μη τήρηση της τυπικής αυτής υποχρεώσεως δεν γεννά τελωνειακή οφειλή και δεν επιφέρει κυρώσεις βάσει κοινοτικής νομοθεσίας.

31. Δεδομένου, εντούτοις, ότι το εθνικό δικαστήριο δεν υπέβαλε σχετικό ερώτημα, δεν θα εξετάσω το σημείο αυτό.

Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

32. Δεδομένης της προτάσεώς μου να δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, το οποίο τέθηκε μόνο για την περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα θα ήταν αρνητική.

Πρόταση

33. Κατά συνέπεια, είμαι της γνώμης ότι στα ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesfinanzhof πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:Οι τόκοι που κατέβαλε ο αγοραστής στον πωλητή εισαγόμενων εμπορευμάτων διακρίνονται από την πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή των εμπορευμάτων αυτών κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1495/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1980, περί της θεσπίσεως εκτελεστικών διατάξεων ορισμένων ρυθμίσεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 1224/80 του Συμβουλίου, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 220/85 της Επιτροπής, της 29ης Ιανουαρίου 1985, στην περίπτωση που τόσο στην τελωνειακή διασάφηση όσο και στο συνημμένο σ' αυτήν τιμολόγιο αναγράφεται μόνον η καθαρή τιμή του εμπορεύματος και από τα έγγραφα αυτά δεν προκύπτει ούτε ρητώς ούτε εμμέσως ότι ο αγοραστής κατέβαλε επίσης τόκους στον πωλητή.


1
Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2
Υπόθεση C-379/00.


3
Άρθρο 33, στοιχείο ε΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1).


4
ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 218, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3193/80 του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/010, σ. 213).


5
Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο i).


6
ΕΕ L 154, τροποποιηθείς με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 220/85 της Επιτροπής της 29ης Ιανουαρίου 1985 (ΕΕ L 25, σ. 7).


7
ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 272.


8
Απόφαση του Δικαστηρίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1985, 290/84, Mainfrucht Obstverwertung (Συλλογή 1985, σ. 3909, σκέψη 23).


9
Απόφαση του Δικαστηρίου, της 4ης Ιουνίου 1992, C-21/91, Wünsche (Συλλογή 1992, σ. Ι-3647, σκέψη 16).


10
Βλ. ανωτέρω, σημείο 4.


11
Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Wünsche (υποσημείωση 9), σκέψεις 19 και 20.


12
Σημείο 14 των προτάσεων στην υπόθεση Wünsche, υποσημείωση 9· σημεία 30 και 31 των προτάσεων στην υπόθεση Thierschmidt (απόφαση του Δικαστηρίου, της 9ης Αυγούστου 1994, C-340/93, Thierschmidt, Συλλογή 1994, σ. Ι-3905)· σημείο 16 των προτάσεων στην υπόθεση Ict (απόφαση του Δικαστηρίου, της 29ης Μαΐου 1997, C-93/96, Ict, Συλλογή 1997, σ. Ι-2881). Εξάλλου, ο γενικός εισαγελέας Lenz, με τις προτάσεις του στην υπόθεση Brown Boveri (απόφαση του Δικαστηρίου, της 18ης Απριλίου 1991, C-79/89, Brown Boveri, Συλλογή 1991, σ. Ι-1853), θεωρεί τη χωριστή αναγραφή των εξόδων ως αποδυναμωμένη μορφή αποδείξεως, βλ. σημείο 87 των προτάσεων.


13
Βλ. την έκτη αιτιολογική σκέψη του βασικού κανονισμού, καθώς και τη σκέψη 35 της προαναφερθείσας αποφάσεως Mainfrucht (υποσημείωση 8).


14
Βλ. ανωτέρω, σημείο 6.


15
Βλ. υποσημείωση 13.


16
Απόφαση του Δικαστηρίου, της 25ης Ιουλίου 1991, C-299/90, Hepp (Συλλογή 1991, σ. Ι-4301).


17
Βλ. σημείο 39 των προτάσεων.


18
Βλ. υποσημείωση 9.


19
Σκέψη 19 της αποφάσεως.


20
Βλ. υποσημείωση 2, ιδίως τα σημεία 20 έως 26 των προτάσεων.


21
Βλ., ιδίως, προαναφερθείσα απόφαση Brown Boveri, υποσημείωση 12, και προαναφερθείσα απόφαση Overland Footwear, υποσημείωση 2.


22
Όπως παρατηρεί ο γενικός εισαγγελέας Mischo στο σημείο 30 των προτάσεών του στην υπόθεση Overland Footwear, ναι μεν αναμένεται από το προσωπικό των τελωνειακών αρχών να είναι οξυδερκές, δεν μπορεί όμως να απαιτείται από αυτό να διαθέτει το χάρισμα της μαντικής.


23
Βλ. υποσημείωση 13, σκέψεις 33 και 34.


24
Βλ. υποσημείωση 2.


25
Βλ. σκέψη 17 της αποφάσεως.


26
Βλ. ανωτέρω, σημείο 25.


27
Σημείο 10.